Παρακαλώ υμάς, αδελφοί, αν και είσθε κοπιασμένοι από τας ακολουθίας της Αγίας και Μεγάλης ταύτης Εβδομάδος, υπομείνατε ολίγον, ίνα ακροασθήτε και εκ της εμής ταπεινότητος περί των Αγίων Παθών και της Σταυρώσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· ουχί ότι δεν τα ηκούσατε καταλεπτώς από τους θείους και Ιερούς Ευαγγελιστάς, εις τας δώδεκα στάσεις και εις τα Ευαγγέλια των ωρών, αλλ’ επειδή οι περισσότεροι εξ υμών τυγχάνουσιν αγράμματοι και εάν δεν τα ακούσουν ερμηνευμένα εις την κοινήν γλώσσαν, δεν τα καταλαμβάνουν, δια τούτο προς ωφέλειαν της ψυχής εκείνων, θέλω διηγηθή αυτά και εγώ εις απλήν και ιδιωτικήν φράσιν και θέλουν γίνει οι λόγοι μου προς εκείνους μεν, οίτινες τα γνωρίζουν ως μία επανενθύμησις των φοβερών εκείνων γεγονότων, προς τους άλλους δε, οίτινες δεν τα γνωρίζουν ουδόλως, ως διδασκαλία και μάθησις. Όθεν παρακαλώ την αγάπην σας, οσιώτατοι Πατέρες και ευλογημένοι Χριστιανοί, να μη αμελήτε και νυστάζετε, διότι άπρεπον είναι ο Ιούδας και οι χριστοκτόνοι Εβραίοι να αγρυπνούν καθ’ όλην την νύκτα ταύτην και να αγωνίζωνται, πως να συλλάβουν τον Χριστόν, πως να τον υπάγουν εις το κριτήριον των παρανόμων αρχιερέων και πως να τον καταδικάσουν, ημείς δε, οίτινες είμεθα Χριστιανοί, να μη αγρυπνήσωμεν ολίγην ώραν δια την αγάπην του Λυτρωτού και Σωτήρος ημών και δια να μάθωμεν όλα τα διαδραματισθέντα τότε γεγονότα, τα οποία ηκολούθησαν εις το Πάθος και την Σταλυρωσιν του Κυρίου μας.
Διότι, εάν είναι θεοφιλές και επαινετόν και δίκαιον να ακροαζώμεθα μετά μεγάλης προσοχής τα Μαρτύρια και τους άθλους των Αγίων ενδόξων Μαρτύρων και Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων, οίτινες είναι και αυτοί δούλοι του κοινού Δεσπότου, πόσον μάλλον δικαιότερον είναι να γνωρίσωμεν καταλεπτώς τα Πάθη του Κυρίου μας και Δεσπότου απάσης της κτίσεως, όστις ταύτα πάντα έπαθε, δια να λυτρώση ημάς από της αιωνίας αράς, εις την οποίαν μάς είχε καταδικάσει η παράβασις των Πρωτοπλάστων; Ας δώσωμεν λοιπόν μεγίστην προσοχήν εις την ακρόασιν της ιεράς ταύτης αναγνώσεως και μεγάλη θέλει είναι η ωφέλεια της ψυχής μας, διότι δεν θέλομεν διηγηθή λόγους του νοός μας, αλλ’ όσα οι θείοι Ευαγγελισταί και οι Άγιοι Απόστολοι και Προφήται και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας έγραψαν. Δια να γίνη δε ο λόγος ημών καταληπτός από όλους, θέλομεν προτάσσει της διηγήσεως τους στίχους του Ιερού Ευαγγελίου τμηματικώς και κάτωθεν θέλομεν ερμηνεύει αυτούς φέροντες εις το μέσον και τας μαρτυρίας των άλλων Ευαγγελιστών. Θέλομεν δε ακολουθήσει την σειράν της διηγήσεως του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου, του οποίου την περιγραφήν των Παθών του Κυρίου θέλομεν ερμηνεύσει. Όμως εις όσα σημεία οι άλλοι Ευαγγελισταί ωμίλησαν σαφέστερον εν ταις λεπτομερείαις, θέλομεν φέρει εις το μέσον και τους στίχους αυτών, δια να καταστή πληρεστέρα η εξιστόρησις των Παθών του Κυρίου. Άρχεται δε η παρούσα διήγησις από της συλλήψεως του Κυρίου εν τω κήπω της Γεθσημανή, όπως αρχίζη και το Συναξάριον της ημέρας, διότι τα προηγούμενα της συλλήψεως, δηλαδή τα περί του Μυστικού Δείπνου, της παραδόσεως των αγίων και φρικτών Μυστηρίων, της υπερφυούς Προσευχής και της αγωνίας του Κυρίου και των Μαθητών, ως και τα περί της Προδοσίας του Ιούδα τα είπομεν κατά τας χθεσινάς ομιλίας. Ας ακούσωμεν λοιπόν μετά προσοχής της διηγήσεως. «Τω καιρώ εκείνω, οι στρατιώται κρατήσαντες τον Ιησούν, απήγαγον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν» (Ματθ. κστ: 57). Αφού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπό του φίλου και μαθητού Αυτού προδοθείς συνελήφθη εν τω κήπω της Γεθσημανή ωδηγήθη υπό των συλλαβόντων αυτόν εις τον Καϊάφαν, όστις ήτο αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου· εκεί δε και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν. Πριν ή όμως υπάγωσιν εις τον Καϊάφαν, έφεραν τον Χριστόν εις τον Άνναν, τον αρχιερέα, όστις ήτο πρεσβύτερος εις την ηλικίαν και πενθερός του Καϊάφα, καθώς τούτο μαρτυρεί ο θείος Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγων: «Η ουν σπείρα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέται των Ιουδαίων συνέλαβον τον Ιησούν, και έδησαν αυτόν· και απήγαγον αυτόν προς Άνναν πρώτον· ην γαρ πενθερός του Καϊάφα, ος ην αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου. Ην δε Καϊάφας ο συμβουλεύσας τοις Ιουδαίοις, ότι συμφέρει ένα άνθρωπον απολέσθαι υπέρ του λαού» (Ιωάν. ιη: 12 – 14). Ιδέτε πόσην σύγχυσιν είχον οι μιαροί Ιουδαίοι, πόσην σπουδήν, πόσην αγωνίαν, ωσάν να ήθελαν να συλλάβουν μέγαν τινά και φοβερόν αρχιστασιαστήν, ούτως εσυνάζοντο πλήθος πολύ· όχι δε μόνον τους υπηρέτας αυτών απέστειλαν, αλλά και την σπείραν και τον χιλίαρχον. Σπείρα δε σημαίνει τάγμα στρατιωτών. Τίνες δε ήσαν ούτοι; Ρωμαίοι, ειδωλολάτραι την θρησκείαν, απεσταλμένοι υπό του Καίσαρος της Ρώμης Τιβερίου, μετά του ηγεμόνος Πιλάτου, προς φύλαξιν των Ιεροσολύμων, επειδή τότε η Ιερουσαλήμ ήτο εις αυτόν υποτεταγμένη. Διατί δε απέστειλαν οι αρχιερείς και τον χιλίαρχον μετά των στρατιωτών; Δια να μη φανώσιν, ότι είναι εναντίον της εξουσίας των Ρωμαίων, αλλ’ ότι τη συγκαταθέσει αυτών δεσμεύουν τον Χριστόν. Συνάμα δε οι αρχιερείς εφοβούντο το πλήθος του λαού, το οποίον ηγάπα τον Χριστόν και δια τούτο αποστέλλουσι τόσον πολλούς. Και όμως δέκα άνθρωποι ήσαν αρκετοί ή και μόνος εις να τον συλλάβη, επειδή εκουσίως επορεύετο εις τον θάνατον. Διατί δε εις τον Άνναν πρώτον απήγαγον τον Χριστόν; Η τάξις μεν ήτο να υπάγωσι πρώτον εις τον Καϊάφαν, καθότι ήτο αρχιερεύς του χρόνου εκείνου· αλλά δια να είναι ο Άννας πενθερός του Καϊάφα εποίησαν εις αυτόν προτίμησιν· και επήγαν πρώτον εις αυτόν, εκείνος δε πάλιν έστειλεν ύστερον αυτόν εις τον Καϊάφαν. Ήτο δε Καϊάφας, ο συμβουλεύσας τους Ιουδαίους, ότι συμφέρει να απολεσθή εις άνθρωπος υπέρ της σωτηρίας του λαού, τα οποία και μη θέλων προεφήτευσεν. «Ο δε Πέτρος ηκολούθει αυτώ από μακρόθεν, έως της αυλής του αρχιερέως. Και εισελθών έσω, εκάθητο μετά των υπηρετών, ιδείν το τέλος» (Ματθ. κστ: 58». Ηκολούθει δε τον Κύριον ο Πέτρος από μακρόθεν, οι δε λοιποί Μαθηταί, ως ο αυτός Ευαγγελιστής Ματθαίος προλαβόντως λέγει, «αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθ. κστ: 56). Ο δε Πέτρος ακολουθών μακρόθεν τον Ιησούν ήλθεν έως της αυλής του αρχιερέως και εισελθών εντός αυτής εκάθητο μετά των υπηρετών, δια να ίδη τι θα απεγίνετο. Εκτός όμως του Πέτρου και ο θείος Ιωάννης ηκολούθησε μακρόθεν τον Ιησούν· μάλιστα ούτος, επειδή ήτο γνωστός εις τον αρχιερέα, όταν έφθασαν εις τον οίκον αυτού, συνεισήλθε μετά του Κυρίου εις την αυλήν του αρχιερέως και εξελθών είπεν εις την θυρωρόν και εισήγαγε τον Πέτρον, ως ταύτα ο ίδιος Ιωάννης μαρτυρεί λέγων: «Ηκολούθει δε τω Ιησού Σίμων Πέτρος, και ο άλλος Μαθητής· ο δε Μαθητής εκείνος ην γνωστός τω αρχιερεί, και συνεισήλθε τω Ιησού εις την αυλήν του αρχιερέως. Ο δε Πέτρος ειστήκει προς τη θύρα έξω. Εξήλθε νουν ο Μαθητής ο άλλος, ος ην γνωστός τω αρχιερεί, και είπε τη θυρωρώ, και εισήγαγε τον Πέτρον» (Ιωάν. ιη: 15 – 16). Ηκολούθει, λέγει, τον Κύριον ο Πέτρος και ο άλλος Μαθητής, δηλαδή ο Ιωάννης· δεν λέγει δε το όνομά του, χάριν ταπεινοφροσύνης, διότι περί εαυτού ομιλεί. Ήτο δε ο θείος Ιωάννης γνωστός εις τον αρχιερέα και δια τούτο εισήλθεν ελευθέρως, ομού μετά του Ιησού, εις την αυλήν αυτού. Πρέπον όμως είναι να μάθωμεν, από τίνα αιτίαν ήτο ο Ιωάννης γνώριμος. Λέγουσιν οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ημών, ότι ο Ζεβεδαίος, ο πατήρ του Ιωάννου, είχεν οίκον μέγαν και θαυμαστόν, πλησίον του Ιερού. Αυτόν τον οίκον τον εχώρισεν ο Ζεβεδαίος εις δύο, και το μεν εν μέρος το προσέφερεν εις τους αρχιερείς (να διαμένη εκεί ο εκάστοτε αρχιερεύς του χρόνου), εις δε το άλλο μέρος εκάθητο αυτός. Τούτο δε ήτο το υπερώον, τουτέστι το ανώγαιον, το οποίον ακούομεν εις το ιερόν Ευαγγέλιον, ότι ο Χριστός εποίησε το νομικόν Πάσχα και εις το οποίον παρέδωκε τον Μυστικόν Δείπνον και ένιψε τους πόδας των Μαθητών. Εις τον ίδιον αυτόν τόπον είπε προς τους Μαθητάς αυτού τους θεολογικούς λόγους, τους οποίους ηκούσαμεν εις το πρώτον Ευαγγέλιον της Μεγάλης Πέμπτης· εις αυτόν και οι Μαθηταί εκρύπτοντο μετά την Ανάστασιν, δια τον φόβον των Ιουδαίων· εις αυτόν έγινε και η ψηλάφησις του Θωμά και η κάθοδος του Παναγίου Πνεύματος εν τη Πεντηκοστή. Αλλά και η Κυρία Θεοτόκος εις αυτόν τον οίκον εκάθητο άπαντα τον χρόνον της ζωής αυτής. Από την τοιαύτην λοιπόν αιτίαν, την οποίαν είπον, το να χαρίση δηλαδή ο Ζεβεδαίος τον οίκον του εις τους αρχιερείς, ήτο γνώριμος ο Ιωάννης εις τον Καϊάφαν, καθότι αυτός εκάθητο εκεί τότε, τον χρόνον εκείνον. Δια τούτο, ως έχων παρρησίαν προς τους υπηρέτας του αρχιερέως και προς την θυρωρόν, είπεν εις αυτήν και εισήγαγεν εντός του οίκου τον Πέτρον. Είναι όμως και τρίτος Μαθητής, όστις ηκολούθησε τον Ιησούν μετά την σύλληψιν αυτού· μαρτυρεί δε τούτο ο θείος Ευαγγελιστής Μάρκος λέγων· «Και αφέντες αυτόν έφυγον πάντες. Και εις τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτώ, περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού· και κρατούσιν αυτόν οι νεανίσκοι. Ο δε καταλιπών την σινδόνα, γυμνός έφυγεν απ’ αυτών» (Μάρκ. ιδ: 50 – 52). Αλλά τίνος ένεκεν, αφέντες τότε τον Χριστόν, οι άλλοι Μαθηταί έφυγον; Δια να εκπληρωθώσιν οι λόγοι του Κυρίου, τους οποίους είπε το εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης εις το όρος των ελαιών· «Πάντες υμείς σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί εν τη νυκτί ταύτη· γέγραπται γαρ· Πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσεται τα πρόβατα της ποίμνης» (Ματθ. κστ: 31, Ζαχ. ιγ: 7). Ποίος είναι ο Ποιμήν και ποία τα πρόβατα; Ποιμήν είναι ο Χριστός και πρόβατα οι Μαθηταί αυτού. Όταν δηλαδή ο Χριστός συλληφθή, τότε θα διασκορπισθώσιν οι Μαθηταί αυτού. Διατί δε ο Πέτρος ηκολούθει; Διότι τον εβίαζεν η προς Χριστόν αγάπη και ο ένθεος έρως. Και διατί, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, από μακρόθεν; Διότι εφοβείτο τους Ιουδαίους· επειδή άνθρωπος ήτο και αυτός και είχε το μεν πνεύμα πρόθυμον, την δε σάρκα ασθενή. Άλλωστε δεν είχε τότε ακόμη επιδημήσει εις τους Μαθητάς η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, όπερ έγινε κατά την Πεντηκοστήν. Διατί δε έως της αυλής του αρχιερέως μόνον; Διότι δεν τον άφησαν οι υπηρέται να εισέλθη εντός. Ποίος δε ήτο ο νεανίσκος, όστις ηκολούθει και αυτός τότε κατά πόδας τον Χριστόν; Ούτος, λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, εφόρει ένα μόνον υποκάμισον επάνω εις το σώμα του· και ως τον είδον οι άλλοι νεανίσκοι, οι υπηρέται των Ιουδαίων, ότι ακολουθεί τον Χριστόν, τον έπιασαν και του έσχισαν το υποκάμισον· εκείνος δε αφήσας αυτό έφυγε. Πρώτον όμως ας ίδωμεν, ποίος ήτο ο νεανίσκος· και δεύτερον, τι συμβολίζει η αλληγορία, ότι άφησε το υποκάμισόν του και έφυγε γυμνός. Και προς μεν το πρώτον ζήτημα λέγομεν, ότι τινές φρονούν, ότι ο νεανίσκος εκείνος ήτο ο αδελφόθεος Ιάκωβος, διότι αυτός καθ’ όλην του την ζωήν άλλο ένδυμα δεν εφόρεσε, παρά μόνον ένα υποκάμισον λινόν. Άλλοι πάλιν λέγουσιν, ότι ήτο αυτός ούτος ο Ευαγγελιστής Μάρκος, όστις το διηγείται και δια τούτο, εκ ταπεινοφροσύνης, δεν λέγει ουδέ το όνομα του νεανίσκου εκείνου, καθότι ήτο ο ίδιος, ο γράφων· διότι αυτός ηκολούθει πάντοτε τον Πέτρον, ως θετός του υιός όπου ήτο. Δια τούτο και ο Πέτρος εις το τέλος της Καθολικής αυτού Α΄ Επιστολής, ονομάζει αυτόν υιόν εαυτού, λέγων· «Ασπάζεται υμάς… Μάρκος, ο υιός μου» (Α΄ Πέτρου ε: 13), ουχί ότι ήτο, ως νομίζουσί τινες, φυσικός αυτού υιός, αλλά κατά πνεύμα. Προς δε το δεύτερον λέγομεν, ότι Μάρκος ερμηνεύεται εντολή υψηλή. Διδάσκει λοιπόν ημάς η ιστορία αύτη του θείου Μάρκου, ότι, όταν και ημείς περιπέσωμεν εις τινα πειρασμόν, δια την υψηλήν εντολήν του Χριστού, να απορρίπτωμεν και αυτό, σχεδόν ειπείν, το υποκάμισον ημών και να απομένωμεν γυμνοί πάντων των βιοτικών. Ούτως εποίησε και ο σώφρων Ιωσήφ εις την Αίγυπτον και άφησε το ένδυμά του εις τας χείρας της κυρίας αυτού, δια να λυτρωθή από την μοιχείαν. Δια τούτο παραγγέλλει και ο Χριστός εις το πέμπτον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου, λέγων· «Τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον» (Ματθ. ε: 40). Εις μεν λοιπόν την αρχήν, ως λέγουσιν οι θείοι Ευαγγελισταί, «Πάντες αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθ. κστ: 56), ήτοι όλοι οι Μαθηταί του Χριστού τον άφησαν και έφυγον, κατόπιν δε ηκολούθησεν ο Πέτρος και ο Μάρκος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος. Διατί δε εις την αρχήν έφυγον όλοι και μετά ηκολούθησαν οι τρεις; Διότι εις μεν την αρχήν έφυγον πάντες δειλιάσαντες. Όμως μετά ταύτα αναθαρρήσαντες ούτοι οι τρεις ηκολούθησαν τον Χριστόν· ο μεν Πέτρος, καθότι ηγάπα υπερβαλλόντως τον Χριστόν, ο δε Μάρκος, διότι ηκολούθει εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα Πέτρον και εις τον Διδάσκαλον Χριστόν, ο δε Ιωάννης, καθότι δεν εφοβείτο να πάθη κακόν, επειδή ήτο γνώριμος του αρχιερέως. «Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού, όπως θανατώσωσιν αυτόν· και ουχ εύρον. Και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων ουχ εύρον· ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες είπον· Ούτος έφη· Δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού, και δια τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν» (Ματθ. κστ: 59 – 61). Θέλοντες, λέγει, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι να στηρίξωσι την κατά του Ιησού κατηγορίαν, εζήτουν ψευδομάρτυρας, αλλά δεν εύρισκον, διότι αν και πολλών ψευδομαρτύρων ελθόντων, το ψεύδος δεν ηδύνατο να στερεωθή. Δια τούτο και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει εις τον τριακοστόν τέταρτον Ψαλμόν «Αναστάντες μάρτυρες άδικοι, α ουκ εγίνωσκον επηρώτων με» (λδ: 11). Ύστερον δε ήλθον δύο ψευδομάρτυρες και είπον· «Ημείς ηκούσαμεν από το στόμα του, ότι είπε· δύναμαι να χαλάσω τον ναόν του Θεού και εις τρεις ημέρας να τον κτίσω». Αληθώς ψευδομάρτυρες ήσαν οι παράνομοι, διότι ο Χριστός, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το δεύτερον κεφάλαιον, δεν είπε δύναμαι να χαλάσω τον ναόν του Θεού, αλλά χαλάσατε τον ναόν τούτον (Ιωάν. β:19), τουτέστι, θανατώσατε το Σώμα μου τούτο. Και πάλιν δεν είπε δύναμαι να τον κτίσω εις τρεις ημέρας, αλλά εγερώ αυτόν, ήτοι θα τον αναστήσω, όπερ αληθώς εποίησε και ανέστησε το Σώμα του, το θανατωθέν υπό των Ιουδαίων, εις τρεις ημέρας. «Και αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ· Ουδέναποκρίνη; Τι ούτοι σου καταμαρτυρούσιν; Ο δε Ιησούς εσιώπα» (Ματθ. κστ: 62 – 63). Διατί δε ο Κύριος ίστατο σιωπών εις την ερώτησιν ταύτην του αρχιερέως και τας κατ’ αυτού ψευδομαρτυρίας; Πρώτον μεν δια να πληρωθή η προφητεία του Προφήτου Δαβίδ, η οποία λέγει εις τον τριακοςτόν έβδομον Ψαλμόν· «Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον, και ωσεί άλαλος ουχ ανοίγων το στόμα αυτού· και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς» (Ψαλμ. λζ: 14 – 15). Δεύτερον δε διότι, ως Θεός παντογνώστης, εγνώριζεν, ότι ουδόλως θέλουν λάβει υπ’ όψει τους λόγους του, επειδή ήσαν εξ ολοκλήρου παρακινημένοι κατ’ αυτού υπό του διαβόλου. Διότι εάν τόσα σημεία, τα οποία προλαβών εποίησεν ο Χριστός ενώπιον αυτών, δεν τους κατέπεισαν να τον πιστεύσουν, πως ήθελαν καταπεισθή τότε μόνον με λόγους; Ηρώτησε δε πάλιν τον Κύριον ο αρχιερεύς περί των Μαθητών και της διδασκαλίας αυτού, ως μαρτυρεί ο θείος Ιωάννης λέγων. «Ο ουν αρχιερεύς ηρώτησε τον Ιησούν περί των Μαθητών αυτού, και περί της διδαχής αυτού» (Ιωάν. ιη: 19). Τίνος ένεκεν ηρώτησε τον Κύριον ο αρχιερεύς περί των Μαθητών αυτού;Δια να δείξη τον Κύριον αποστάτην, όπως ο Θευδάς, ότι δηλαδή συνάγει και ούτος Μαθητάς και πλήθος λαού. Διατί δε και περί της διδαχής Αυτού ηρώτησε; Δια να την κηρύξη βλάσφημον, ως διδάσκοντα έξω του Μωσαϊκού Νόμου. Τι λοιπόν απεκρίθη εις αυτά ο Χριστός; Περί μεν των Μαθητών ουδέν αποκρίνεται, διότι ήτο φανερόν, ότι δώδεκα μόνον ήσαν οι εκλεκτοί και εβδομήκοντα οι υστερώτεροι, οίτινες ούτε να σταθούν ετόλμησαν, ώστε τι είδους αποστασίαν ήθελαν να κάμουν οι τόσον ολίγοι εις μίαν βασιλείαν των Ρωμαίων; Περί δε της διδαχής Αυτού ούτως απεκρίθη. «Απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς· Εγώ παρρησία ελάλησα τω κόσμω· εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη συναγωγή, και εν τω Ιερώ, όπου πάντοτε οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν» (Ιωάν. ιη: 20).Ταύτα έλεγεν ο Χριστός, υπενθυμίζων εις αυτούς τον Προφήτην Ησαΐαν, λέγοντα περί Αυτού, εν τω τεσσαρακοστώ πέμπτω κεφαλαίω, ούτως· «Εγώ ειμι Κύριος και ουκ έστιν έτι· ουκ εν κρυφή λελάληκα, ουδέ εν τόπω γης σκοτεινώ» (Ησαΐας με: 18 – 19). Αλλ’ ας ίδωμεν, ποία ελέγετο Συναγωγή και ποίον ήτο το Ιερόν; Συναγωγάς είχον πολλάς οι Ιουδαίοι εις πάσαν ενορίαν, όπως συμβαίνει και κατά την σήμερον, εις τας οποίας συνάζονται κατά Σάββατον και διδάσκουσιν αυτούς οι διδάσκαλοί των, οι οδηγοί της απωλείας. Ιερόν δε ελέγετο ο Ναός, τον οποίον έκτισεν ο Σολομών και εις τον οποίον μόνον κατά τας τρεις μεγάλας εορτάς συνηθροίζοντο οι Ιουδαίοι, οι τοπικοί και οι ξένοι, ήτοι το Πάσχα, την Πεντηκοστήν και την Σκηνοπηγίαν. Ο Χριστός λοιπόν και εις τας Συναγωγάς ταύτας και εις το Ιερόν εδίδασκε κατά τα Σάββατα και τας μεγάλας εορτάς καθώς το διηγούνται οι θείοι και Ιεροί Ευαγγελισταί· δια τούτο και είπε προς τον αρχιερέα. «Τι με επερωτάς; Επερώτησον τους ακηκοότας τι ελάλησα αυτοίς· ίδε, ούτοι οίδασι, α είπον εγώ» (Ιωάν. ιη: 21). Διατί ενταύθα καλεί ο Κύριος τους υπηρέτας προς μαρτυρίαν; Επειδή αποσταλέντες παρά των αρχιερέων να τον συλλάβουν ποτέ, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το έβδομον κεφάλαιον, θαυμάσαντες την διδαχήν Αυτού, δεν τον συνέλαβον, αλλ’ επιστρέψαντες είπαν εις τους αρχιερείς· «Ουδείς άνθρωπος ωμίλησε ποτέ, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιωάν. ζ: 46). Δια τούτο ο Χριστός υπενθυμίζων εις τους υπηρέτας των αρχιερέων τους λόγους εκείνους, τους οποίους ήκουσαν τότε, καλεί αυτούς εις μαρτυρίαν. «Ταύτα δε αυτού ειπόντος εις των υπηρετών παρεστηκώς έδωκε ράπισμα τω Ιησού ειπών· Ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί»; (Ιωάν. ιη: 22). Ταύτα του Ιησού ειπόντος, εις των υπηρετών, ο Μάλχος, ακούσας ότι ο Χριστός καλεί τους υπηρέτας μάρτυρας των λόγων αυτού, δια να δείξη προς τον αυθέντην του, ότι δεν είναι εξ εκείνων, οι οποίοι εθαύμασαν την διδαχήν του, ερράπισε τον Χριστόν, λέγων προς Αυτόν· «Ούτως αποκρίνεσαι εις τον αρχιερέα»; Τοιαύτην ανταμοιβήν έδωκεν ο αχάριστος εις τον Χριστόν, διότι ιάτρευσε το ωτίον αυτού. Τι δε είπεν ο Χριστός εις αυτόν, τον τότε μεν θαυμάσαντα την διδαχήν αυτού, νυν δε ραπίσαντα; Ανεξικάκως ερωτά. «Απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς· Ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού· ει δε καλώς, τι με δέρεις»; (Ιωάν. ιη: 23). Εάν, είπε, τότε, ότε εδίδασκον, σας εδίδαξα κακώς, μαρτύρησον τώρα περί της κακής διδασκαλίας μου εκείνης· εάν δε τότε ακούων εθαύμαζες, πως τώρα με δέρεις; Αλλά ας ίδωμεν, διατί ο Χριστός τους άλλους προστάζει, όταν τους ραπίσουν από το δεξιόν μέρος, να γυρίζουν και το αριστερόν, Αυτός δε δεν έστρεψε το άλλο μέρος, μάλλον δε εγκαλεί τον ραπίσαντα; Εις αυτήν την απορίαν έχομεν τρεις λύσεις να είπωμεν· πρώτην μεν, δια να δείξη, ότι δεν ερραπίσθη δια κανέν πταίσιμον, αλλ’ υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων· δευτέραν, δια να δείξη την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως και ότι αληθώς εφόρει σώμα ανθρώπινον, δια τούτο φαίνεται, ότι αισθάνεται τον πόνον του ραπίσματος· τρίτην δε, διότι ο σκοπός της παραγγελίας ταύτης του Χριστού αφορά εκείνον τον άνθρωπον, όστις ραπίζεται εις το εν μέρος υπό τινος, αθελήτως· το δε γινόμενον αθελήτως, μισθόν δεν έχει. Δια τούτο λοιπόν παραγγέλλει ο Χριστός· εάν θέλης να λάβης μισθόν εξ αυτού, γύρισε και το άλλο μέρος με το θέλημά σου. Ο δε Χριστός, επειδή εκουσίως ερραπίσθη εις το εν μέρος, δια τούτο δεν ήτο ανάγκη, να γυρίση και το άλλο. Ας αφήσωμεν όμως τον ηγαπημένον Μαθητήν τον Ιωάννην και ας επανέλθωμεν εις τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον. «Και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ· Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης, εισυ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού. Λέγει αυτώ ο Ιησούς· Συ είπας» (Ματθ. κστ: 63 – 64). Διατί ο αρχιερεύς εξορκίζει τον Χριστόν να είπη, εάν είναι αυτός ο Υιός του Θεού; Επειδή τον ηρώτησε περί των Μαθητών Αυτού και περί της διδαχής Αυτού και δεν ηδυνήθη να αποσπάση άπρεπον λόγον εκ του στόματος Αυτού, δια τούτο τον ερωτά άλλον βαθύτερον λόγον, όχι ότι είχεν ανάγκην να τον μάθη, αλλά γνωρίζων, ότι δεν θέλει αρνηθή ο Χριστός να ομολογήση την αλήθειαν, να εύρη αφορμήν να είπη, ότι εβλασφήμησε. Τι λοιπόν είπεν ο Χριστός; Δια να μη φανή, ότι παραβαίνει τον εξορκισμόν, απεκρίθη· συ είπας· Τι σημαίνει το συ είπας; Τούτο είναι φανερόν, ότι δηλαδή αληθώς το σον ωμολόγησε στόμα, ότι εγώ ειμι ο Χριστός. Έπειτα και την προφητείαν του Δανιήλ υπενθυμίζων εις αυτούς, την οποίαν λέγει εκείνος εις το έβδομον κεφάλαιον (ζ: 13) περί της Δευτέρας Παρουσίας Του, είπεν. «Πλην λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού, λέγων ότι εβλασφήμησε· τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων»; (Ματθ. ηστ: 64 – 65). Διατί ο αρχιερεύς έσχισε το ένδυμά του; Δια να δείξη προς τον λαόν, ότι μεγάλην βλασφημίαν είπεν ο Χριστός, διότι είχον οι Εβραίοι τοιαύτην συνήθειαν, όταν ήθελον ακούσει λόγον τινά φοβερόν, να σχίζουσι τα ενδύματά των. Δεν ήκουον τον Προφήτην Ιωήλ, λέγοντα εις το δεύτερον κεφάλαιον της προφητείας αυτού· «Διαρρήξατε τας καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών» (Ιωήλ β: 13). Πλην το ότι έσχισε το ένδυμά του ο Καϊάφας, ήτο σημείον, ότι ούτω θέλει σχισθή και διαμοιρασθή η αρχιερωσύνη των Εβραίων, και θέλει εκλείψει από το γένος αυτών. Όχι δε μόνον αυτός έσχισε το ένδυμά του, δια να δείξη προς τους περιεστώτας, ότι ως εγγράμματος εγνώρισε την βλασφημίαν του Χριστού, αλλά και ερωτά αυτούς. «Ίδε, νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού. Τι υμίν δοκεί; Οι δε αποκριθέντες είπον· Ένοχος θανάτου εστί. Τότε ενέπτυσαν εις το πρόσωπον αυτού και εκολάφισαν αυτόν· οι δε ερράπισαν λέγοντες· Προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τις εστιν ο παίσας σε»; (Ματθ. κστ: 65 – 68). Αφού ο Καϊάφας έσχισε το ένδυμά Του και προητοίμασεν ούτω το πλήθος των γραμματέων και των πρεσβυτέρων, ερωτά αυτούς· «Ιδού ηκούσατε την βλασφημίαν, τι νομίζετε ότι πρέπει να γίνη; Εκείνοι δε, χαριζόμενοι εις τον αρχιερέα, είπον· «Ένοχος είναι θανάτου». Τότε λοιπόν, ως κατακριθέντα υπό της γνώμης του λαού εις θάνατον, παντοιοτρόπως εχλεύαζον Αυτόν, εμπτύοντες, ραπίζοντες, κολαφίζοντες. Τι θέλει να είπη κολαφίζοντες; Κολαφισμός λέγεται το ράπισμα δια κεκυρτωμένης παλάμης, όταν δηλαδή μαζώνη ο άνθρωπος ολίγον τα δάκτυλα της χειρός του και κάμνη την παλάμην του βαθουλήν, καθώς κάμνομεν, όταν θέλωμεν να βάλωμεν ύδωρ εις την παλάμην ημών, ούτω δε κρατών κεκυρτωμένην την παλάμην τύπτει γυμνόν το σώμα του ανθρώπου και εκπέμπεται ήχος εκ του ραπίσματος. Όχι δε μόνον τοσαύτην ύβριν εποίουν εις τον Χριστόν οι αγνώμονες Ιουδαίοι, αλλά και το πρόσωπόν του εσκέπαζον, καθώς λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος εις το δέκατον τέταρτον κεφάλαιον και ούτω τύπτοντες Αυτόν έλεγον: «Προφήτευσον, Χριστέ, ποίος είναι εκείνος, όστις σε εκτύπησε»; « Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα· καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου. ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων λέγων· οὐκ οἶδα τί λέγεις. ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐκεῖ καὶ οὗτος ἦν μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ᾿ ὅρκου ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ. τότε ἤρξατο καταθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον· καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κστ: 69 – 75). Θα ήτο ίσως καλλίτερον εις τον Πέτρον να μη εισήρχετο, αλλά να ίστατο μακρόθεν και να παρακολουθή εξ αποστάσεως τα γινόμενα, διότι εισελθών έσω και πλησιάσας εις την πυράν, την οποίαν από την πολλήν ψύχραν του χειμώνος ήναψαν οι υπηρέται, δια να ζεσταίνωνται, εφοβήθη το πρώτον από μικράν τινα παιδίσκην και ηρνήθη, φευ! τον Χριστόν. Εν συνεχεία έπαθε το αυτό από άλλην δούλην, κατόπιν δε και από όλους τους παρισταμένους και τότε ευθύς εφώνησεν ο αλέκτωρ και ενθυμηθείς ο Πέτρος τους λόγους του Κυρίου: «ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με», εξήλθεν έξω και έκλαυσε πικρώς. Ας ίδωμεν όμως και τι η αλληγορία της ιστορίας ταύτης σημαίνει. Ο Πέτρος αντιπροσωπεύει την πρακτικήν αρετήν, ο δε Ιωάννης την περί Θεού και θείων πραγμάτων έρευναν. Όταν λοιπόν η πρακτική αρετή δεν ακολουθή εις την θεωρίαν, τότε ως εν νυκτί και σκότει περιπατούσα και ψυχραινομένη, τουτέστιν ακίνητος μένουσα εις το καλόν, επιζητεί να ζεσταθή, δια της διαπράξεως αμαρτίας τινός, ήτις υπάγει τον άνθρωπον εις το πυρ εκείνο το άσβεστον, το οποίον ανάπτουσιν οι υπηρέται του σατανά. Διο και νικάται υπό κακής ηδονής ο άνθρωπος, και όπως ο Πέτρος εδειλίασε τους λόγους της δούλης, αρνείται και αυτός τρεις φορές τον Χριστόν, τουτέστι με το τριμερές της ψυχής, ήτοι το λογιστικόν, το θυμικόν και το επιθυμητικόν· με το λογιστικόν αρνείται, όταν διανοήται βλασφήμους εννοίας περί Θεού· με το θυμικόν, όταν νικάται υπό του θυμού· και με το επιθυμητικόν, όταν επιθυμή τας ατόπους ηδονάς. Διατί δε ο Πέτρος εξελθών έξω της αυλής έκλαυσεν; Διότι εάν δεν μακρυνθή ο άνθρωπος από τας αιτίας, δι’ ων γίνονται αι αμαρτίαι, δεν δύναται να μετανοήση. Αλλά ιδέ την λεπτολογίαν του Ευαγγελιστού Ματθαίου· δεν λέγει απλώς ότι ο Πέτρος έκλαυσεν, αλλ’ ότι έκλαυσε πικρώς, ήτοι μετά συντετριμμένης καρδίας και εξ όλης της ψυχής αυτού, όπερ πρέπει να ποιούμεν και ημείς, όταν μετανοούντες εκ των αμαρτιών ημών εξομολογούμεθα. Η δε τριττή άρνησις του Πέτρου εικόνιζε την υπό των ανθρώπων τριττήν παράβασιν της εντολής του Θεού· πρώτην μεν, την εν τω Παραδείσω, υπό του Αδάμ γενομένην· δευτέραν, την του γραπτού Νόμου, τουτέστι του Μωσαϊκού· τρίτην δε, την του Ιερού Ευαγγελίου. Αλλά τίνος ένεκεν εγκατελείφθη ο Πέτρος υπό του Χριστού και περιέπεσεν εις την άρνησιν; Πρώτον μεν δια την αυθάδειαν αυτού, ίνα μάθη να μη καυχάται· δεύτερον δε, δια να γνωρίζη το ασθενές της ανθρωπίνης φύσεως, να γίνεται και αυτός προς τους αμαρτωλούς συγκαταβατικός. Ας αισχύνεται λοιπόν ο αιρετικός Ναυάτος, ακούων τους λόγους τούτους, διότι έλεγεν, ότι αν αρνηθή άνθρωπος τον Χριστόν μετά το Βάπτισμα και την Μετάληψιν των Αχράντων Μυστηρίων, δεν έχει πλέον μετάνοιαν. Διότι ιδού ο Πέτρος, όστις και αφού μετέλαβε του Σώματος και Αίματος του Χριστού, τρις αρνηθείς Αυτόν, μετενόησε και εγένετο δεκτός από τον Χριστόν και Κορυφαίος των Αποστόλων ανεκηρύχθη. «Πρωΐας δε γενομένης συμβούλιον έλαβον πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού κατά του Ιησού, ώστε θανατώσαι αυτόν. Και δήσαντες αυτόν, απήγαγον και παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω τω ηγεμόνι» (Ματθ. κζ: 1 – 2). Έχομεν ενταύθα τρεις απορίας· πρώτην, τίνες ήσαν οι αρχιερείς, και ποίοι ελέγοντο πρεσβύτεροι του λαού· δευτέραν δε, διατί παρέδωκαν αυτόν εις τον Πιλάτον· και τρίτην, διατί ελέγετο ο Πιλάτος Πόντιος. Και προς μεν την πρώτην απορίαν λέγομεν, ότι αρχιερείς μεν ωνομάζοντο ο Άννας και ο Καϊάφας και άλλοι τινές, οίτινες ήσαν εις τους προλαβόντας χρόνους αρχιερείς, κατά την εφημερίαν του χρόνου. Πρεσβύτεροι δε του λαού ωνομάζοντο όσοι ήσαν μεν εγγράμματοι, δεν ήσαν όμως χειροτονημένοι αρχιερείς. Προς δε την δευτέραν απορίαν λέγομεν, ότι εις τον Πιλάτον, Έλληνα όντα, παρέδωκαν τον Χριστόν, επειδή αυτοί εξουσίαν δεν είχον να θανατώσουν άνθρωπον άνευ της γνώμης του ηγεμόνος Πιλάτου, ο οποίος ήτο τότε νεωστί απεσταλμένος ηγεμών της Ιουδαίας υπό του Καίσαρος της Ρώμης Τιβερίου. Δια τούτο και έλεγον προς αυτόν, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το δέκατον όγδοον κεφάλαιον· «Ημίν ούκ έξεστιν αποκτείναι ουδένα» (Ιωάν. ιη: 31). Η δε λύσις της τρίτης απορίας είναι, ότι ο Πιλάτος ελέγετο Πόντιος, διότι ήτο από μικράν τινα νήσον, ονομαζομένην Ποντίαν, ήτις ευρίσκεται εις το Τυρρηνικόν πέλαγος, πλησίον της μεγάλης νήσου Σικελίας. «Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις, λέγων· Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Ματθ. κζ: 3 – 4). Πότε, λέγει, μετενόησε ο Ιούδας; Τότε, όταν επήγαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι προς τον Πιλάτον. Διότι πρωτύτερα μεν υπελόγιζεν ο μιαρός Ιούδας, ότι δεν θέλουν τελικώς δυνηθή να τον θανατώσουν, αλλά θέλει φύγει απ’ αυτών, καθώς συνέβη και πολλάς άλλας φοράς και έφυγεν εκ μέσου αυτών, ως το μαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το δέκατον κεφάλαιον (ι: 39). Ότε δε είδεν, ότι παρέδωκαν Αυτόν εις τας χείρας του Πιλάτου, εθνικού όντος, τότε ενεθυμήθη τον λόγον του Χριστού, τον οποίον είπε προς τους Αποστόλους, ως λέγει ο Ματθαίος εις το εικοστόν κεφάλαιον· «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσιν, εις το εμπαίξαι και μαστιγώσαι και σταυρώσαι και τη Τρίτη ημέρα αναστήσεται» (Ματθ. κ: 18 – 19). Εκ τούτων των λόγων εγνώρισε παρευθύς ο Ιούδας, ότι αφού παρεδόθη ο Χριστός εις χείρας του εθνικού Πιλάτου, βέβαιον ήτο ότι θέλει θανατωθή. Δια τούτο μετενόησεν ο ασυνείδητος, και πορευθείς εις το Ιερόν προς τους αρχιερείς, οίτινες ήσαν συνηγμένοι, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία επήρε μισθόν της προδοσίας. Τι δε ήσαν εκείνα τα αργύρια; Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέγει, ότι ήσαν αργυρά νομίσματα, έκαστον εκ των οποίων είχε βάρος τριάκοντα δράμια (ήτοι γραμμάρια 96), ώστε τα τριάκοντα αργύρια ήσαν δράμια ενεακόσια (ήτοι 2.888 γραμμάρια). Δια τόσον μισθόν επώλησεν ο φιλάργυρος Ιούδας τον Χριστόν, δια τούτο μετενόησε και επέστρεψεν αυτόν, λέγων· «Ήμαρτον, παραδούς αίμα αθώον», ήτοι, έσφαλα, διότι παρέδωσα αίμα δίκαιον. «Οι δε είπον· Τι προς ημάς; Συ όψει» (Ματθ. κζ: 4). Τότε οι αρχιερείς, αποσείοντες απ’ αυτών την ευθύνην και την αιτίαν του φόνου, λέγουν προς τον Ιούδαν· Τι λέγεις τούτο προς ημάς· συ να όψεσαι· και όμως, εάν έλεγον τούτο αληθώς, δε ήθελαν λέγη μετά ταύτα· «το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών» (Ματθ. κζ: 25). «Και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ, ανεχώρησε· και απελθών απήγξατο» (Ματθ. κζ: 5). Ίδετε μετάνοιαν του Ιούδα ανωφελή και ασύμφορον, επειδή αύτη δεν ήτο αληθινή, διότι, εάν αληθώς μετενόει, έπρεπεν, αφού έρριψε τα αργύρια εις τους αρχιερείς, να υπάγη να προσπέση εις τους πόδας του Χριστού, ίνα λάβη συγχώρησιν· αλλά δεν το έκαμε, διότι ο διάβολος τον έβαλεν εις εντροπήν και εις μεγάλην λύπην, τόσον ώστε επήγε και εκρεμάσθη μόνος του. Ας φρίξωμεν, αδελφοί μου Χριστιανοί, εννοούντες την απώλειαν του Ιούδα και ας ίδωμεν μέχρι ποίου σημείου τον ωδήγησεν η φιλαργυρία. Τον Χριστόν επώλησε και τούτο δι’ ολίγον κέρδος· τον Διδάσκαλόν του εθανάτωσε, την ιδικήν του ζωήν έχασε και τέλος εκληρονόμησε και την αιώνιον κόλασιν. Λέγουσι δε τινες, ότι δια τούτο εκρεμάσθη ο Ιούδας, δια να υπάγη η ψυχή του κάτω εις τον άδην, να συναντήση εκεί τον Χριστόν κατερχόμενον, να ζητήση συγχώρησιν· και όμως κακώς διενοήθη, επειδή εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια. Διότι εάν ήθελε προσπέσει επί της γης εις τους πόδας του Χριστού, ήθελε λάβει συγχώρησιν και εν τω άδη και εν τη γη. Επειδή δε επί γης ησχύνθη, δικαίως απεδείχθη ματαία η βουλή αυτού. Διότι, ως λέγει ο θείος Λουκάς εις το πρώτον κεφάλαιον των Πράξεων (α: 18), δεν απέθανε τότε, αλλά το δένδρον έκλινε, κατά θέλησιν του Θεού, μήπως εκβάλη τον εαυτόν του ο ασυνείδητος από το σχοινίον και μετανοήση. Ω της ευσπλαγχνίας του Χριστού! Έως και εις το τέλος του Ιούδα επόθει την μετάνοιάν του. Αλλά εκείνος, καθώς λέγει και ο Δαβίδ εις τον ενενηκοστόν πρώτον Ψαλμόν, «Ανήρ άφρων ου γνώσεται· και ασύνετος ου συνήσει ταύτα» (91: 7). Τούτο δε είναι και προς ημάς παράδειγμα, να μη νομίζωμεν, ότι θέλομεν μετανοήσει εις τον άδην και θέλομεν συγχωρηθή εκεί. Μόνον έως ότου ευρισκόμεθα επί της γης μετά του σώματος τούτου, το οποίον έκαμε την αμαρτίαν, ας μετανοήσωμεν, ας εξομολογηθώμεν ενώπιον του Χριστού, ίνα λάβωμεν την συγχώρησιν. «Οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια, είπον· Ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν· επεί τιμή αίματος εστι» (Ματθ. κζ: 6). Λαβόντες οι αρχιερείς τα αργύρια είπον μεταξύ των, ότι δεν είναι πρέπον να βάλουν αυτά εις τον κορβανάν, δηλαδή εις το κιβώτιον εις το οποίον έβαλον την ελεημοσύνην, την οποίαν συνεκέντρωναν κατά παν Σάββατον, επειδή τα αργύρια ταύτα προήρχοντο από τιμήν αίματος, δηλαδή από προδοσίαν Εκείνου, όστις επροδόθη, δια να θανατωθή. «Συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις. Διο εκλήθη ο αγρός εκείνος, αγρός αίματος, έως της σήμερον» (Ματθ. κζ: 7 – 8). Αφού οι αρχιερείς εσκέφθησαν, ότι δεν έπρεπε να βάλουν τα τριάκοντα αργύρια εις τον κορβανάν, εποίησαν συμβούλιον, δια να αποφασίσουν τι θα τα κάμουν. Απεφάσισαν λοιπόν να αγοράσουν τον αγρόν του κεραμέως, δια να θάπτουν εις αυτόν τους ξένους. Εκ τούτου δε και ο αγρός εκείνος εκλήθη αγρός αίματος και ούτως ονομάζεται μέχρι της σήμερον. «Τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του Προφήτου, λέγοντος· Και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια την τιμήν του τετιμημένου, ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ· και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του κεραμέως, καθά συνέταξέ μοι Κύριος» (Ματθ. κζ: 9 – 10). Τότε επληρώθη και η προφητεία του Προφήτου Ιερεμίου, όστις λέγει· «και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια» και τα λοιπά, τα οποία όλα εις τον Χριστόν εξεπληρώθησαν και ας τα βλέπουν οι χριστοκτόνοι Ιουδαίοι και άπιστοι, ίνα πιστεύσωσιν ότι αυτός εστιν αληθώς ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός. «Ο δε Ιησούς έστη έμπροσθεν του ηγεμόνος και επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων· συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Ο δε Ιησούς έφη αυτώ· συ λέγεις. Και εν τω κατηγορείσθαι αυτόν υπό των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων, ουδέν απεκρίνατο» (Ματθ. κζ: 11 – 12). Αφού ο Ιησούς προσήχθη έμπροσθεν του ηγεμόνος, οι αρχιερείς κατηγόρουν αυτόν δια μεγάλα και σοβαρά εγκλήματα· εξόχως δε τον ενεκάλουν δια τρία τινά· πρώτον μεν, ότι διαστρέφει το έθνος των Ιουδαίων· δεύτερον, ότι ονομάζει εαυτόν Βασιλέα· τρίτον, ότι εμποδίζει τους ανθρώπους να μη δίδουν φόρον εις τον Καίσαρα. Τότε επληρώθη η προφητεία του Προφήτου Ωσηέ, όπου λέγει εις το έκτον κεφάλαιον. «Έκρυψαν Ιερείς οδόν, εφόνευσαν Σίκιμα, ότι ανομίαν εποίησαν εν τω οίκω του Ισραήλ» (Ωσηέ, στ: 9 – 10). Σίκιμα ο Προφήτης τον Χριστόν ονομάζει. Ως δε ήκουσεν ο Πιλάτος τα τρία ταύτα εγκλήματα, ηρώτησε τον Χριστόν δια το μεγαλύτερον· «Συ είσαι ο Βασιλεύς των Ιουδαίων»; Κατά δύο τρόπους τον ερωτά· πρώτον μεν, εάν είπη ότι εγώ είμαι, να τον θανατώση ως αποστάτην· δεύτερον δε, εάν είπη, εγώ δεν είμαι, να αποδείξη τους Ιουδαίους ψεύστας. Ο δε Χριστός τεχνηέντως αποκρίνεται και προς τα δύο λέγων· «Συ λέγεις», ήτοι ποία ανάγκη είναι να το είπω εγώ, ότι είμαι Βασιλεύς; Ιδού το στόμα σου μαρτυρεί ότι εγώ είμαι Βασιλεύς. Ότι δε και τα τρία ταύτα εγκλήματα ψευδώς τα προέβαλλον οι αρχιερείς κατά του Χριστού, δυνάμεθα εκ των εξής να το μάθωμεν. Ο Χριστός όχι μόνον δεν διέστρεψε ποτέ το έθνος των Ιουδαίων, αλλά και πάντοτε εδίδασκε τα προς ειρήνην. Τον εαυτόν του Βασιλέα ουδέποτε ωνόμασε, διότι και όταν ποτέ ηθέλησαν οι Ιουδαίοι να τον κάμωσι βασιλέα, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το έκτον κεφάλαιον, αυτός έφυγεν εις το όρος. Τους ανθρώπους δεν ημπόδιζε να δώσουν τον φόρον εις τον Καίσαρα, αλλά μάλιστα έλεγεν· «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ: 21). Προσέτι δε και ο ίδιος έδωκε φόρον, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το δέκατον έβδομον κεφάλαιον (24 – 27). Βλέπεις πως, από τον θυμόν των και τον πολύν φθόνον, δεν σκέπτονται οι χριστοκτόνοι αρχιερείς τι να είπωσι; Δια τούτο και ο Πιλάτος λέγει· ουδεμίαν αιτίαν θανάτου ευρίσκω εν αυτω. Αυτοί όμως τον βιάζουσι και δίχως αιτίαν να τον θανατώση· και όχι μόνον απλώς να τον θανατώση, αλλά μάλιστα δια θανάτου σταυρικού. Διατί; Διότι τον σταυρικόν θάνατον τον είχον τότε κατά πολλά άτιμον και καταφρονημένον. «Τότε λέγει αυτώ ο Πιλάτος· ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; Και ουκ απεκρίθη αυτώ προς ουδέ εν ρήμα, ώστε θαυμάζειν τον ηγεμόνα λίαν» (Ματθ. κζ: 13 – 14). Ακούων ο Πιλάτος τας κατά του Ιησού κατηγορίας των Ιουδαίων και θαυμάζων δια την πραότητα και απάθειαν του Κυρίου, λέγει προς Αυτόν· «Δεν ακούεις πόσα κατά σου κατηγορούσι; Δεν αποκρίνεσαι; Δεν αποσείεις τας εναντίον σου κατηγορίας; Δεν υπερασπίζεις τον εαυτόν σου»; Όμως ο Ιησούς δεν απεκρίθη εις ταύτα ουδέ ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών εξίστατο μεγάλως και εθαύμαζεν. Ακούσας δε ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος, απέστειλεν αυτόν προς τον Ηρώδην, ως μαρτυρεί τούτο ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς, λέγων. « Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι, καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις. ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον. ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ. εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ» (Λουκ. κγ: 6 – 11). Πρώτον μεν ας ερευνήσωμεν ενταύθα, διατί ο Πιλάτος έστειλε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις τον Ηρώδην· δεύτερον, ποίος ήτο αυτός ο Ηρώδης· τρίτον, διατί δεν εποίησεν ο Χριστός κανέν σημείον έμπροσθεν του Ηρώδου, καθώς επεθύμει εκείνος· τέταρτον, διατί ενέδυσε τον Χριστόν με ένδυμα λαμπρόν και τον έστειλε πάλιν οπίσω προς τον Πιλάτον. Και προς μεν το πρώτον λέγομεν, ότι με το να ακούση ο Πιλάτος από τους Ιουδαίους, ότι ο Χριστός ήτο Γαλιλαίος και επειδή η Γαλιλαία ήτο εις την εξουσίαν του Ηρώδου, δια τούτο έστειλε τον Χριστόν τότε προς αυτόν, ευρισκόμενον κατά τας ημέρας εκείνας εις τα Ιεροσόλυμα, διότι ούτω ώριζεν ο Ρωμαϊκός νόμος, έκαστος δηλαδή άνθρωπος να κρίνεται εις την επαρχίαν, εις την οποίαν δίδει τον φόρον του. Πως δε ο Χριστός ήτο Γαλιλαίος, ακούσατε. Η πόλις Ναζαρέτ, εις την οποίαν ευηγγελίσθη η Θεοτόκος Μαρία και εις την οποίαν ο Χριστός ανετράφη, ήτο εις τα όρια της Γαλιλαίας, καθώς το λέγει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το πρώτον κεφάλαιον, ότι «Απεστάλη ο Άγγελος Γαβριήλ υπό του Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ» (Λουκ. α: 26). Επειδή λοιπόν ο Χριστός ανετράφη εις την Ναζαρέτ, δια τούτο ελέγετο Ναζωραίος από το όνομα αυτής. Ελέγετο δε και Γαλιλαίος από το όνομα της επαρχίας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός ήτο από ξένην επαρχίαν, ο δε Πιλάτος μόνην την Ιουδαίαν ώριζε, δια τούτο τον απέστειλε προς τον Ηρώδην, τον ηγεμόνα της Γαλιλαίας, όστις κατά τας ημέρας εκείνας ευρίσκετο εις Ιεροσόλυμα, ίσως διότι ήτο το Πάσχα των Ιουδαίων τότε και ήλθε και αυτός, ως Εβραίος, να προσκυνήση εις το Ιερόν. Τούτο ήτο οικονομία Θεού, να ευρεθή και ο Ηρώδης εις την Ιερουσαλήμ, πρώτον μεν δια να μαρτυρήση και αυτός τον Χριστόν, ως αναίτιον θανάτου, δεύτερον δε δια να πληρωθή και η προφητεία του Δαβίδ, την οποίαν λέγει περί Αυτού, εν τω δευτέρω ψαλμώ· «Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού» (Ψαλμ. β: 2). Αρκούσι τοσαύτα δια το πρώτον ζήτημα. Δια δε το δεύτερον λέγομεν, ότι τρεις βασιλείς ευρίσκονται εις την Θείαν Γραφήν, οίτινες φέρουν το όνομα Ηρώδης. Πρώτος είναι ο υιός του αλλοφύλου Αντιπάτρου, ο οποίος ήτο εις τον καιρόν της Γεννήσεως του Χριστού, όστις εφόνευσε και τας δεκατέσσαρας χιλιάδας Βρέφη και δια τούτο ονομάζεται Βρεφοκτόνος· δεύτερος είναι ο υιός τούτου, ο οποίος ελέγετο Αντίπας και Ηρώδης, ο οποίος εφόνευσε τον Πρόδρομον Ιωάννην· τρίτος είναι ο υιός τού Αριστοβούλου, όστις ωνομάζετο Αγρίππας και Ηρώδης, περί του οποίου διηγείται σήμερον ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τότε νεωστί παρέλαβε την ηγεμονίαν της Γαλιλαίας παρά του Καίσαρος Τιβερίου. Αυτός, μετά την Ανάστασιν του Χριστού, εφόνευσε τον Ιάκωβον, τον υιόν του Ζεβεδαίου. Ότι δε τρεις Ηρώδαι είναι και ότι άλλος είναι ο Ηρώδης εκείνος, όστις εφόνευσε τα Βρέφη, άλλος εκείνος, όστις εφόνευσε τον Πρόδρομον και άλλος ούτος, όστις ήτο εις τον καιρόν του Πάθους του Χριστού, το γράφει ο Ευσέβιος, ο λεγόμενος του Παμφίλου, εν τω δευτέρω λόγω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και ο Φλάβιος Ιώσηπος εν τω δεκάτω ογδόω λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας. Έχομεν και την δευτέραν απορίαν λελυμένην. Προς δε το τρίτον, διατί δεν έκαμεν ο Χριστός θαύμα ενώπιον του Ηρώδου, καθώς εζήτει εκείνος, λέγομεν, ότι ο Ηρώδης δεν εζήτει κατά αλήθειαν να ίδη θαύμα από τον Χριστόν δια να πιστεύση, αλλά ενόμιζεν ότι ο Χριστός είναι εις από εκείνους τους τερατοποιούς, οίτινες παίζουσι και κατά τας ημέρας μας εις τας αγοράς και οίτινες φαίνονται, ότι καταπίνουν ξίφη, ότι εκβάλλουν ύδωρ από την παλάμιν του ανθρώπου, ότι τρώγουσιν άχυρα και άλλα τοιαύτα. Με το να νομίζη λοιπόν ο Ηρώδης τοιαύτα περί του Χριστού, δια τούτο και ο Χριστός ουδέν θαύμα έδειξεν εις αυτόν. Το δε τέταρτον την εξής έχει λύσιν· ότι ο Ηρώδης ενέδυσε τον Χριστόν με ένδυμα λαμπρόν και απέστειλεν αυτόν και πάλιν προς τον Πιλάτον, δια να δείξη, ότι δεν εύρεν εις αυτόν αιτίαν θανάτου. Δια τούτο και ο Πιλάτος, συμφωνών εις την γνώμην του Ηρώδου, έλεγεν εις τους Ιουδαίους, ότι ουδέν άξιον θανάτου ευρίσκω εν αυτώ. «Κατά δε την εορτήν ειώθει ο ηγεμών απολύειν ένα τω όχλω δέσμιον, ον ήθελον. Είχον δε τότε δέσμιον επίσημον, λεγόμενον Βαραββάν. Συνηγμένων ουν αυτών, είπεν αυτοίς ο Πιλάτος· τίνα θέλετε απολύσω υμίν; Βαραββάν ή Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; Ήδει γαρ, ότι δια φθόνον παρέδωκαν αυτόν» (Ματθ. κζ: 15 – 18). Επειδή συνήθειαν είχον οι ηγεμόνες της Ιουδαίας, ίνα χαρίζωσιν εις τον λαόν κατά το Πάσχα ένα άνθρωπον, άξιον θανάτου, δια τούτο ερωτά αυτούς· ποίον θέλετε να σας χαρίσω από τους δύο, τον Χριστόν ή τον Βαραββάν; Ήτο δε ο Βαραββάς ληστής και όχι απλώς ληστής, αλλά και διάσημος, ήτοι ακουστός εις πολύν τόπον, δια τους φόνους τους οποίους έκαμεν. Αυτός ήτο τότε εις την φυλακήν δια φόνον τινά και στάσιν, όπου έκαμε κατά τας ημέρας εκείνας. «Καθημένου δε αυτού επί του βήματος, απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού, λέγουσα· Μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω· πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Ματθ. κζ: 19). Καθ’ ον δε χρόνον ο Πιλάτος καθήμενος επί του θρόνου έκρινε τον των απάντων Κριτήν και Δεσπότην, απέστειλε προς αυτόν ανθρώπους η γυνή αυτού λέγουσα· «Μη τολμήσης και φονεύσης τον Δίκαιον εκείνον, διότι πολλά έπαθον σήμερον καθ’ ύπνον δι’ Αυτόν». Ας εξετάσωμεν ενταύθα πρώτον μεν, διατί δεν είδεν ο Πιλάτος το όραμα, αλλά η γυνή αυτού· δεύτερον δε, διατί δεν απέλυσε τότε ο Πιλάτος τον Χριστόν. Και προς μεν το πρώτον λέγομεν, ότι δεν είδεν ο Πιλάτος το φοβερόν εκείνο όνειρον περί του Χριστού ή διότι δεν ήτο άξιος ή και αν το έβλεπε και το έλεγεν εις τους Ιουδαίους, θα ενομίζετο, ότι προς χάριν του Χριστού το λέγει ψευδώς, δια να εύρη εφορμήν να τον απολύση. Η δε γυνή αυτού, Πρόκλα ονόματι, το είδε, διότι ήτο αξία, καθώς το έδειξε και μετά ταύτα, καθότι εμαρτύρησε υπέρ του ονόματος του Χριστού, ως το ευρίσκομεν εις το Συναξάριον κατά την κζ΄ (27ην) του Οκτωβρίου μηνός. Προς δε το δεύτερον λέγομεν, ότι δεν ετόλμησεν ο Πιλάτος να αφήση τον Χριστόν, κατά το θέλημα της γυναικός αυτού, φοβούμενος τους αρχιερείς μη τον εγκαλέσουν εις τον Καίσαρα, ως απολύσαντα τον αποστάτην, όστις έλεγεν εαυτόν Βασιλέα των Ιουδαίων. Διότι και πρωτύτερα ούτως ενεκάλεσαν τον Αρχέλαον, τον υιόν του βρεφοκτόνου Ηρώδου εις τον Καίσαρα, διά τινα αποστασίαν και τον εξώρισεν εις την Γαλιλαίαν. «Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους, ίνα αιτήσωνται τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν απολέσωσιν. Αποκριθείς δε ο ηγεμών, είπεν αυτοίς· Τίνα θέλετε από των δύο απολύσω υμίν; Οι δε είπον· Βαραββάν» (Ματθ. κζ: 20 – 21). Αφού λοιπόν ο Πιλάτος ηρώτησε τον λαόν, ποίον εκ των δύο θέλουν να ελευθερώση, τότε πάντες ομοθυμαδόν τον μεν Άγιον και Δίκαιον Χριστόν ηρνήθησαν, εζήτησαν δε να χαρίση εις αυτούς άνδρα φονέα, τον Βαραββάν. Ούτως έδειξαν παρευθύς οι αγνώμονες Ιουδαίοι την μιαράν γνώμην των, ότι καλύτερον έχουν να αριθμηθούν με το μέρος του Βαραββά, παρά μετά του Χριστού. Και όντως πρεπόντως εκληρονόμησαν και την καταδίκην, την οποίαν έπρεπε να πάθη εκείνος τότε. Διότι όπως εκείνος ήτο φονεύς, άξιος θανάτου, ούτω και αυτοί, ως φονείς και αναιρέται του Χριστού, εφονεύθησαν μετά ταύτα υπό της σπάθης των Ρωμαίων. «Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· τι ουν ποιήσω Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσιν αυτώ πάντες· Σταυρωθήτω. Ο δε ηγεμών έφη· Τι γαρ κακόν εποίησεν; Οι δε περισσώς έκραζον, λέγοντες· Σταυρωθήτω» (Ματθ. κζ: 22 – 23). Λέγει τότε προς τον λαόν ο Πιλάτος· «Τι θέλετε να κάμω τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν»; Λέγουσιν εις αυτόν πάντες· «Σταυρωθήτω». Άλλοι δε εκραύγαζον μεγαλοφώνως· «Άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν». Ω! της αχαριστίας των θεοκτόνων! Τον μεν ληστήν, τον κακοποιόν και φονέα των, εζήτησαν να απολυθή, τον δε ευεργέτην των και Θεόν εζήτησαν να σταυρωθή! «Ιδών δε ο Πιλάτος, ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ, απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου, λέγων· Αθώος ειμι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθαι» (Ματθ. κζ: 24). Ιδών ο Πιλάτος την ορμήν των αρχιερέων και του λαού και ότι αι προτροπαί του προς απόλυσιν του Ιησού εις ουδέν ωφελούν, αλλά μάλλον σύγχυσις γίνεται, λαβών ύδωρ και σταθείς ενώπιον του λαού, καθώς είχον τότε συνήθειαν, ένιψε τας χείρας αυτού, λέγων· «Αθώος είμαι εγώ από το αίμα του δικαίου τούτου· σεις να τιμωρηθήτε δια την αδικίαν ταύτην». «Και αποκριθείς πας ο λαός είπε· Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή» (Ματθ. κζ: 25 – 26). Τότε άπας ο μωρός και ανόητος εκείνος λαός απεδέχθη και επέρριψεν εφ’ εαυτόν και επί τα τέκνα αυτών εις γενεάς γενεών την ευθύνην της Θεοκτονίας λέγοντες· «το αίμα Αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών». Ω της αχαριστίας! Ω της εγκληματικής των μωρίας! Αυτοί εαυτούς και τους απογόνους αυτών κατεδίκασαν αποστερήσαντες εαυτούς της Χάριτος του Θεού, επισωρεύσαντες εφ’ εαυτών την αιωνίαν καταδίκην! Τότε ο Πιλάτος απέλυσε τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωσε δια να σταυρωθή. Αλλ’, ω Πιλάτε, διατί παραδίδεις τον Χριστόν εις τας χείρας των Ιουδαίων να τον σταυρώσουν; Ποίαν αποστασία νεύρες εις Αυτόν; Ποίους στρατιώτας; Ποίους θησαυρούς κεκρυμμένους; Βλέπεις, ότι ενίκα η γνώμη των Χριστοκτόνων Ιουδαίων την εξουσίαν του Πιλάτου; Και όμως ηδύνατο ο Πιλάτος, εάν ήθελεν, ως εξουσιαστής και ηγεμών της Ιουδαίας υπάρχων, να αρπάση τον Χριστόν εκ του μέσου αυτών (καθώς διηγείται και ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το εικοστόν πρώτον κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων, ότι εποίησε μετά ταύτα ο χιλίαρχος και ήρπασε τον Παύλον εκ της χειρός των Ιουδαίων, δια να μη τον φονεύσουν), αλλά ενικήθη υπό της φωνής του λαού, οίτινες έκραζον· «Πας ο Βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι» (Ιωάν. ιθ: 12). Τότε απέλυσε τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν, ίνα σταυρωθή. Έχομεν και εδώ δύο ζητήματα· πρώτον μεν, τι θέλει να είπη φραγγελλώσας· δεύτερον δε, διατί τον εμαστίγωσε. Και προς μεν το πρώτον λέγομεν. Ότι το «φραγγελλώσας» είναι λέξις Ρωμαϊκή, διότι φραγγέλιον λέγουν οι Ρωμαίοι το τιμωρητικόν όργανον, το από δέρματος ή σχοινίου πεπλεγμένου κατεσκευασμένον, με το οποίον δέρουσι τους κακούργους, όπως αυτό, το οποίον λέγομεν ημείς εις την κοινήν διάλεκτον βούρδουλαν. Δι’ αυτού έδειρεν ο Πιλάτος τον Χριστόν, δεσμεύσας αυτόν επί τινος κίονος, του οποίου το ήμισυ μετεφέρθη μετά ταύτα εις την Κωνσταντινούπολιν, εν τω Ναώ της Παμμακαρίστου, εν τω οποίω παρευρίσκετο άλλοτε και ο Πατριάρχης. Δια δε το δεύτερον λέγομεν, ότι το έκαμε δια να δείξη ότι ο Χριστός είναι άξιος θανάτου, ως καταδεδικασμένος υπ’ αυτού και μεμαστιγωμένος. Τότε επληρώθη η προφητεία του Δαβίδ, την οποίαν λέγει εις τον εβδομηκοστόν δεύτερον Ψαλμόν· «Και εγενόμην μεμαστιγωμένος όλην την ημέραν» (Ψαλμ. οβ: 14), και η του Προφήτου Ησαΐου, εις το πεντηκοστόν κεφάλαιον, ένθα λέγει· «Τον νώτον μου έδωκα εις μάστιγας» (ν: 6). «Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐκ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ» (Ματθ. κζ: 27 – 30). Αλλά τίνος ένεκεν οι στρατιώται τοιαύτα τολμώσι κατά του Χριστού; Διανα αρέσωσιν εις τους Ιουδαίους· επειδή είχον χρηματοδοτηθή υπ’ αυτών δια τον φόνον του Χριστού. Διατί δε ενέδυσαν αυτόν κόκκινον ένδυμα; Δια να δείξουν αληθινήν την συκοφαντίαν των Ιουδαίων, οίτινες ισχυρίζοντο ότι ωνόμασε τον εαυτόν του Βασιλέα των Ιουδαίων. Διότι τα ερυθρά ενδύματα, τα οποία εβάφοντο δια της πορφύρας, ήτις ευρίσκεται εις την θάλασσαν, μόνον οι βασιλείς τα εφόρουν. Δια τούτο ο Ευαγγελιστής Μάρκος πλέον καθαρώτερον λέγει· «Και ενδύουσιν αυτόν πορφύραν» (Μάρκ. ιε: 17). Ομοίως και ο Ιωάννης λέγει· «Και ιμάτιον πορφυρούν περιέβαλον αυτόν». Αλλ’ όμως και άκοντες ωμολόγουν οι στρατιώται τον Χριστόν Βασιλέα, ενδύσαντες αυτόν την πορφύραν. Διατί δε και στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν εις την κεφαλήν αυτού; Και τούτο ως βασιλικόν σημείον, διότι οι βασιλείς φορούσι στέμμα, τουτέστι στέφανον εις την κεφαλήν αυτών· τον δε κάλαμον έδωκαν ως σκήπτρον βασιλικόν. Διατί δε και εγονυπέτησαν έμπροσθεν Αυτού; Διότι τοιαύτην συνήθειαν είχον οι Ρωμαίοι. Όταν δηλαδή ήθελαν να παρακαλέσωσι βασιλέα τινά δια τι ζήτημα, εγονυπέτουν έμπροσθεν αυτού, και ούτω γονυπετείς υπέβαλλον το αίτημά των. Κατά την συνήθειαν λοιπόν ταύτην και οι στρατιώται χάριν γέλωτος, ειρωνευόμενοι και εμπαίζοντες, εγονυπέτουν έμπροσθεν του Χριστού και έλεγον· «Χαίρε ο Βασιλεύς των Ιουδαίων» και ουχί δηλονότι των Ρωμαίων. Τότε επληρώθη ο λόγος του Προφήτου Δαβίδ, τον οποίον λέγει εις τον τριακοστόν όγδοον Ψαλμόν· «Όνειδος άφρονι έδωκάς με» (Ψαλμ. λη: 9), και του Σολομώντος, όστις λέγει εις το τρίτον κεφάλαιον του Άσματος των Ασμάτων· «Θυγατέρες Σιών, εξέλθατε και ίδετε εν τω βασιλεί Σαλωμών εν τω στεφάνω, ω εστεφάνωσεν αυτόν η μήτηρ αυτού εν ημέρα νυμφεύσεως αυτού, και εν ημέρα ευφροσύνης καρδίας αυτού» (Άσμ. γ: 11), και του Προφήτου Ησαΐου, τον οποίον λέγει εις το πεντηκοστόν κεφάλαιον· «τον νώτον μου έδωκα εις μάστιγας, τας δε σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπόν μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης εμπτυσμάτων» (Ησαΐας ν: 6). Αλλά ιδέτε την άπειρον μακροθυμίαν του Χριστού και την απανθρωπίαν των στρατιωτών! Διότι κανέν μέλος του Χριστού δεν άφησαν οι μιαροί απαίδευτον· την κεφαλήν, με τον ακάνθινον στέφανον και την τύψιν του καλάμου· το πρόσωπον, με τα εμπτύσματα· τας σιαγόνας, με τα ραπίσματα· την χείρα, με τον κάλαμον· το στόμα, με την γεύσιν του όξους, το σώμα όλον, με την ένδυσιν της χλαμύδος. Αλλ’ ας εξετάσωμεν, διατί ο Χριστός κατεδέξατο να ενδυθή πορφύραν και να φορέση στέφανον εξ ακανθών και να δεχθή κάλαμον εις την χείραν; Την πορφύραν κατεδέχθη να ενδυθή, δια να ενδύση τον Αδάμ στολήν θεοΰφαντον, γυμνωθέντα δια της παραβάσεως. Στέφανον δε εξ ακανθών εφόρεσε, δια να εκριζώση την κατάραν του Αδάμ, την λέγουσαν· «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι» (Γενές. γ: 18). Κάλαμον δε εδέξατο εις την χείρα, δια να συντρίψη την κεφαλήν του όφεως. Διότι λέγεται, ότι ο όφις σκοτίζεται και μένει ανενέργητος, εάν τον κτυπήσης ολίγον εις την κεφαλήν μόνον με ένα κάλαμον. Αλλά μη γινώμεθα και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, όπως οι στρατιώται εκείνοι, οίτινες γονατίζοντες ενέπαιζον τον Χριστόν. Διότι όταν και ημείς, ερχόμενοι εις την Εκκλησίαν, έχωμεν τον νουν μας εις κοσμικάς φροντίδας και εις ατόπους επιθυμίας, τότε και εάν γονατίζωμεν ενώπιον του Χριστού και προσκυνούμεν Αυτόν, όμως ως χριστομπαίκται λογιζόμεθα. «Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ» (Ματθ. κζ: 31 – 32). Μετά δε τον υπό των στρατιωτών εμπαιγμόν του Χριστού εξέδυσαν Αυτόν την χλαμύδα εκείνην, και ενέδυσαν Αυτόν πάλιν τα ενδύματα Αυτού και τον επήραν να τον σταυρώσουν. Και κατ’ αρχάς μεν, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, εξήλθεν ο Χριστός, βαστάζων τον Σταυρόν αυτού, ίνα πληρωθή η προφητεία του Προφήτου Ησαΐου, την οποίαν λέγει εις το ένατον κεφάλαιον· «Ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου Αυτού» (Ησαΐας θ: 6), ύστερον δε λυπηθέντες Αυτόν οι ανελεήμονες στρατιώται, ηγγάρευσαν άνθρωπόν τινα Σίμωνα λεγόμενον, να βαστάζη τον Σταυρόν. Ήτο δε ο Σίμων ούτος από τα μέρη της Κυρήνης, ήτις ευρίσκεται εις τα σύνορα της Αφρικής. Τα περί του Σίμωνος τούτου σαφηνίζων έτι περισσότερον ο Ευαγγελιστής Μάρκος, λέγει και τα ονόματα των παιδίων αυτού, Αλεξάνδρου και Ρούφου. «Και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ο εστι λεγόμενος Κρανίου τόπος, έδωκαν αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον· και γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν» (Ματθ. κζ: 33 – 34). Αλλά τίνος ένεκεν έστησαν τον Σταυρόν επάνω εις τον τόπον του Κρανίου; Διότι έπρεπεν εκεί, όπου ήτο τεθαμμένος ο παλαιός Αδάμ, να σταυρωθή και ο νέος Αδάμ, δηλονότι ο Χριστός, ίνα ζωοποιήση εκείνον, θανατωθέντα υπό του όφεως. Μη ταραχθής δε ακούων τούτου μεν του Ευαγγελιστού Ματθαίου, λέγοντος· «έδωκαν Αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον», του δε Ευαγγελιστού Μάρκου λέγοντος· «οίνον εσμυρνισμένον». Διότι τι είναι ο εσμυρνισμένος οίνος; Η σμύρνα είναι δάκρυον δένδρου πικρότατον, κατά την ιδέαν του μαύρου θυμιάματος, την οποίαν φέρουσιν από την Ευδαίμονα Αραβίαν και την χρησιμοποιούν οι ιατροί εις πολλάς υπηρεσίας. Μετ’ αυτής της πικράς σμύρνας ανέμιξαν και οίνον και έδωκαν εις τον Χριστόν να πίη. Και κατ’ αρχάς μεν, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, «ουκ έλαβεν» (Μάρκ. ιε: 23, Ματθ. κζ: 34)· ύστερον δε, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, γευσάμενος ολίγον εξ αυτού, «ουκ ήθελε πιείν», όχι ότι δεν εγνώριζεν, ως Θεός, ότι το όξος εκείνο ήτο πικρόν και δια τούτο κατ’ αρχάς μεν το εγεύθη, ύστερον όμως δεν ήθελε να πίη, αλλά γνωρίζων τι ήτο, έπιεν εξ αυτού ολίγον, δια να διορθώση την εν τω Παραδείσω φανείσαν εις τον Αδάμ γλυκείαν γεύσιν του καρπού της παρακοής. Τότε επληρώθη η προφητεία του Προφήτου Δαβίδ, την οποίαν λέγει εις τον εξηκοστόν όγδοον Ψαλμόν· «Και έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος» (Ψαλμ. ξη:22). «Σταυρώσαντες δε αυτόν διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού, βάλλοντες κλήρον· ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Προφήτου· «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον». Και καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί» (Ματθ. κζ: 35 – 36). Τι σημαίνει σταυρώσαντες; Ήτοι τον εκάρφωσαν επάνω εις τον Σταυρόν. Και διατί δεν τον εθανάτωσαν με άλλον τρόπον θανάτου, αλλά με Σταυρόν; Καθ’ ένα μεν τρόπον, ότι ο Σταυρός είναι τετραμερής και εικονίζει τα τέσσαρα μέρη της γης, Ανατολήν, Δύσιν, Άρκτον και Μεσημβρίαν, διότι και το όνομα του Αδάμ ταύτην την σημασίαν έχει, ήτοι το μεν Α=Ανατολήν, το δε Δ=Δύσιν, το έτερον Α=Άρκτον, και το Μ=Μεσημβρίαν. Ίνα λοιπόν αγιάση ο Χριστός και τα τέσσαρα μέρη του κόσμου και σώση τον Αδάμ, τον εκ των τεσσάρων στοιχείων γεγονότα, αιθέρος, αέρος, γης και ύδατος, δια τούτο κατεδέξατο θάνατον σταυρικόν· συγχρόνως δε και δια να συνάξη και τα έθνη εις την επίγνωσιν Αυτού από τα τέσσαρα πτερύγια, τουτέστι τα τέσσαρα μέρη της γης, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Ησαΐας εις το ενδέκατον κεφάλαιον· «Και τους διεσπαρμένους Ιούδα συνάξει εκ των τεσσάρων πτερύγων της γης»(Ησαΐας ια: 12). Κατά δεύτερον δε τρόπον, ίνα πληρωθώσι και οι λόγοι των Προφητών, όσους προείπον, ότι δια Σταυρού μέλλει να γίνη ο θάνατος του Χριστού. Ποίαι δε είναι αι προφητείαι αύται, άκουσον. Ο μεν Μωϋσής λέγει εις το εικοστόν όγδοον κεφάλαιον του Δευτερονομίου· «Όψεσθε (ήτοι, θέλετε ίδει), την ζωήν υμών κρεμαμένην, απέναντι των οφθαλμών υμών» (Δευτ. κη: 66). Ο δε Ησαΐας εις το πεντηκοστόν τρίτον Κεφάλαιον· «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται· και ημείς ελογισάμεθα αυτόν εν πόνω και εν πληγή υπό Θεού και εν κακώσει· αυτός δε ετραυματίσθη δια τας αμαρτίας ημών» (Ησαΐας νγ: 4 – 5). Και πάλιν εις το εξηκοστόν κεφάλαιον· «Εν κυπαρίσσω και παύκη και κέδρω άμα δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου» (Ησαΐας ξ: 13), και πάλιν ο Ησαΐας εις το εξηκοστόν πέμπτον κεφάλαιον· «Εξεπέτασα τας χείρας μου όλην την ημέραν προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα» (Ησαΐας ξε: 2), και ο Ζαχαρίας εις το δέκατον τρίτον κεφάλαιον· «Τι αι πληγαί αύται αναμέσον των χειρών σου; Και ερεί, ας επλήγην εν τω οίκω τω αγαπητώ μου» (Ζαχαρ. ιγ: 6). Και ο Προφήτης Δαβίδ εν τω εικοστώ πρώτω Ψαλμώ: «Ώρυξαν χείρας μου και πόδας» (Ψαλμ. κα:17). Και ο Ιερεμίας εν τω ενδεκάτω κεφαλαίω: «Δεύτε και εμβάλωμεν ξύλον εις τον άρτον αυτού και εκτρίψωμεν αυτόν από γης ζώντων και το όνομα αυτού ου μη μνησθή ουκέτι» (Ιερεμ. ια: 19). Ξύλον μεν τον Σταυρόν καλεί ο Προφήτης· άρτον δε το Σώμα του Χριστού, διότι αυτός λαβών αυτόν κατά την προλαβούσαν εσπέραν έδωκε τοις Μαθηταίς αυτού λέγων· «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το Σώμα μου» (Ματθ. κστ: 26, Μάρκ. ιδ: 22, Λουκ. κβ: 19). Αλλά ταύτα μεν περί του Σταυρού. Ίδωμεν δε και διατί εμοίρασαν μεταξύ των οι στρατιώται τα ενδύματα του Χριστού. Περί ταύτης όμως της διανομής ομιλεί πλέον σαφέστερα ο θείος Ιωάννης λέγων: «Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤῥαφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου. εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται» (Ιωάννου ιθ: 23 – 24). Συνήθειαν είχον οι στρατιώται, όταν επρόκειτο να εκτελέσουν κατάδικον τινα, να παίρνουν πρώτον τα ενδύματά του. Κατά ταύτην λοιπόν την συνήθειαν και ούτοι εμοίρασαν τα ενδύματα του Χριστού, τα οποία έκαμαν τέσσαρα μέρη. Τον δε χιτώνα, ήτοι το επανωφόριον, δεν τον έσχισαν να τον μοιράσουν, διότι ήτο άρραφος, ήτοι υφαντός όλος από άνω έως κάτω, αλλά είπον μεταξύ των· «Μη σχίσωμεν τούτον, αλλά βάλωμεν κλήρον, τις να τον πάρη». Τότε επληρώθη η προφητεία του Προφήτου Δαβίδ, την οποίαν λέγει εις τον εικοστόν πρώτον Ψαλμόν· «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (Ψαλμ. κα: 19). Αλλά ας εξετάσωμεν, πρώτον μεν, διατί τέσσαρα μερίδια έκαμαν τα ενδύματα του Χριστού· και δεύτερον, τι ήτο εκείνος ο άρραφος χιτών, τουτέστι το επανωφόριον του Χριστού. Και προς μεν το πρώτον λέγομεν, ότι επειδή τέσσαρες ήσαν οι στρατιώται, οίτινες εσταύρωσαν τον Χριστόν, δια τούτο εμοίρασαν και τα ενδύματα αυτού εις τέσσαρα μέρη, δια να πάρη έκαστος στρατιώτης το μερίδιόν του. Τούτο δε ήτο σημείον, ότι και το κήρυγμα του Χριστού ούτω έμελλε να διαμοιρασθή εις τα τέσσαρα μέρη της γης. Τι δε ήτο και τι εσήμαινεν εκείνος ο χιτών του Κυρίου; Περί τούτου πρέπει να γνωρίζετε, ότι οι Γαλιλαίοι είχον συνήθειαν να ράπτουν δύο πλατέα φύλλα υφάσματος, τα οποία έκαμναν ως επανωφόριον και εφορούσαν τον καιρόν εκείνον, καθότι είναι ζεστός ο τόπος, όπως και σήμερον βλέπομεν, ότι φορούσιν οι Άραβες. Όθεν και η Δέσποινα ημών Θεοτόκος Μαρία, θέλουσα κατά την συνήθειαν του τόπου να κάμη χιτώνα του Χριστού, ύφανε το ύφασμα εκείνο, αλλά όχι όπως και τα άλλα με μονόν πλάτος, αλλά διπλούν· ως εκ τούτου δεν το έρραψεν εις δύο, κατά την συνήθειαν του τόπου, αλλά ήτο μονοκόμματον, χωρίς δηλαδή να έχη εις την μέσην ραφήν. Όθεν ήτο εξ ολοκλήρου ένα σώμα, από άνω έως κάτω άρραφος· δια τούτο ελέγετο ο τοιούτος χιτών «εκ των άνωθεν υφαντός» (Ιωάν. ιθ: 23). Όχι διότι, ως μυθοπλαστούν τινες, έπεσεν από τους ουρανούς υφαντός, αλλά διότι, ως είπον, δεν είχε παντελώς ραφήν από άνω έως κάτω. Ήτο όμως υφασμένος μετά τινος τέχνης. Τούτο δε ήτο σημείον της του Κυρίου παναγίας Σαρκός, την οποίαν εκ της Παρθένου ανέλαβε, διότι και εκείνη η Σάρξ δεν ήτο συγκειμένη εκ συνουσίας ανδρός, αλλ’ άνωθεν συνέστη εκ Πνεύματος Αγίου, επελθόντος εις την Αγίαν Παρθένον. «Και επέθηκαν επάνω της κεφαλής αυτού την αιτίαν αυτού γεγραμμένην· ΟΥΤΟΣ ΕΣΤΙΝ ΙΗΣΟΥΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ» (Ματθ. κξ: 36). Έγραψε δε και επιγραφήν ο Πιλάτος, την οποίαν και έβαλεν εις το επάνω μέρος του Σταυρού. Ήτο δε η επιγραφή αύτη γεγραμμένη εις τρεις γλώσσας, ως μαρτυρούν ο Άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγων· «και ην γεγραμμένον Εβραϊστί, Ελληνιστί, Ρωμαϊστί» (Ιωάν. ιθ: 20) και ο Άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς λέγων· «Ην δε και επιγραφή γεγραμμένη επ’ αυτώ γράμμασιν Ελληνικοίς και Ρωμαϊκοίς και Εβραϊκοίς» (Λουκ. κγ: 38). Διατί δε έγραψεν ο Πιλάτος την επιγραφήν ταύτην; Δια δύο λόγους· πρώτον μεν, δια να δείξη, ότι δικαίως εσταύρωσε τον Χριστόν, επειδή ωνόμαζε τον εαυτόν του βασιλέα των Ιουδαίων· δεύτερον δε προς εντροπήν των Ιουδαίων, ότι τον λεγόμενον βασιλέα αυτών, ούτως ατίμως εσταύρωσαν. Και διατί έγραψε την επιγραφήν εκείνην με γράμματα Εβραϊκά, Ελληνικά και Ρωμαϊκά; Δια να την αναγινώσκουν και τα τρία γένη, τα οποία ήσαν τότε εις την Ιερουσαλήμ, να γνωρίσωσι ποίος είναι εκείνος ο Εσταυρωμένος και δια ποίαν αιτίαν εσταυρώθη. Διότι, εάν μεν την έγραφε μόνον Εβραϊστί, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν ήθελον γνωρίζει τι λέγει· εάν δε την έγραφε πάλιν μόνον Ελληνιστί, οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι δεν θα ηδύναντο να την αναγνώσουν· ομοίως και εάν την έγραφε μόνον Ρωμαϊστί, οι Εβραίοι και οι Έλληνες δεν θα την εκαταλάμβαναν. Και ο μεν Πιλάτος δια τον σκοπόν τούτον έγραψε την επιγραφήν, ήτοι την αιτίαν της καταδίκης του Χριστού, με γράμματα και των τριών γλωσσών. Τούτο όμως ήτο οικονομία Θεού, να γνωρίζεται ο Σταυρός του Χριστού. Διότι προγιγνώσκων ο Κύριος τα μέλλοντα, εγνώριζεν, ότι οι κακούργοι Εβραίοι θέλουν παραχώσει τον Τίμιον Σταυρόν Του ομού με τους δύο άλλους σταυρούς των συσταυρωθέντων μετ’ Αυτού ληστών, δια τούτο ένευσεν εις την καρδίαν του Πιλάτου και έγραψε τα τοιαύτα γράμματα επί του Σταυρού, ίνα όταν έλθη η Αγία Ελένη, η μήτηρ του ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, ζητούσα να εύρη τον Τίμιον Σταυρόν να μη αμφιβάλλη περί του ποίος είναι ο Σταυρός του Χριστού. Είναι όμως και άλλος λόγος μυστικώτερος, διότι τα γράμματα των τριών γλωσσών εσήμαινον, ότι ο Χριστός είναι Βασιλεύς και της πρακτικής Φιλοσοφίας και της φυσικής και της Θεολογικής. Διότι οι μεν Ρωμαίοι, ως ανδρείοι όντες εις τους πολέμους, την πρακτικήν αρετήν εικονίζουσιν, οι δε Έλληνες την φυσικήν, διότι εις το να γνωρίζωσι τας φύσεις των όντων ησχολούντο, οι δε Εβραίοι εικονίζουσι την Θεολογίαν, επειδή εκ του Μωϋσέως και των άλλων Προφητών, Εβραίων όντων, εμάθομεν την περί Αγίας Τριάδος Θεολογίαν. Μαρτυρεί δε και ταύτα τα σχετικά με την επιγραφήν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. «Έλεγον ουν τω Πιλάτω οι Αρχιερείς των Ιουδαίων· Μη γράφε, Ο Βασιλεύς των Ιουδαίων· αλλ’ ότι εκείνος είπε, Βασιλεύς ειμι των Ιουδαίων· Απεκρίθη ο Πιλάτος· Ο γέγραφα, γέγραφα» (Ιωάν. ιθ: 21 – 22). Αλλά τίνος ένεκεν ημπόδιζαν οι Ιουδαίοι τον Πιλάτον να μη γράψη τον τοιούτον τίτλον; Από τον φθόνον των τον πολύν, διότι δεν ήθελαν να ακούσουν με τα ώτα των, ότι ο Χριστός είναι Βασιλεύς των Ιουδαίων. Και όμως, καν θέλουν καν δεν θέλουν οι παράνομοι, ο Χριστός ζη και διαμένει εις τους αιώνας και βασιλεύει όχι μόνον των Ιουδαίων, αλλά και πάντων των εθνών και θέλει συντρίψει τας κεφαλάς αυτών εν ράβδω σιδηρά, τουτέστι μετά του Τιμίου Σταυρού, ως σκεύη κεραμέως, καθώς προφητεύει ο Δαβίδ εν τω δευτέρω Ψαλμώ (Ψαλμ. β: 9). «Τότε σταυρούνται συν αυτώ δύο λησταί· εις εκ δεξιών, και εις εξ ευωνύμων» (Ματθ. κζ: 38). Όταν εσταύρωσαν οι παράνομοι Ιουδαίοι τον Χριστόν, τότε εσταύρωσαν μετ’ αυτού και δύο ληστάς, συντρόφους υπάρχοντας του Βαραββά· τον μεν ένα εκ δεξιών, τον δε έτερον εξ αριστερών. Διατί δε τούτο; Δια να δείξωσι προς το πλήθος του λαού, το οποίον ήτο συνηγμένον δια το Πάσχα, ότι και ο Χριστός ήτο και Αυτός εις απ’ εκείνους τους ληστάς. Τότε επληρώθη η προφητεία του Προφήτου Ησαΐου, την οποίαν λέγει εις το πεντηκοστόν τρίτον κεφάλαιον· «Και εν τοις ανόμοις ελογίσθη» (Ησαΐας νγ: 12). Αλλά ιδέτε την πολλήν φιλανθρωπίαν του Κυρίου, πως ταύτα πάσχων εν τω Σταυρώ, δεν θέλει να ανταποδώση κακόν αντί κακού εις τους φονευτάς του Ιουδαίους· μάλλον δε και υπέρ αυτών απολογείται, ως διακηρύττει τούτο ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς, λέγων. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ: 34). Ω της ευσπλαγχνίας Σου, ω της μακροθυμίας Σου, Δέσποτα Κύριε! εξουσίαν έχων να τους θανατώσης εις μίαν στιγμήν και δυνάμενος να προστάξης την γην να τους καταπίη, όμως πάντας υπομένεις και λέγεις· «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»· τουτέστιν, ας είναι συγχωρημένον το πταίσμα των τούτου, το ότι με εσταύρωσαν, διότι δεν γνωρίζουν τι κάμνουν. Αυτοί νομίζουσιν, ότι θέλει αφανισθή παντελώς το όνομά μου και δια τούτο με σταυρούσιν, αλλά αι κατεχόμεναι εν τω Άδη ψυχαί των Προπατόρων χαίρονται, προσδοκώσαι την παρουσίαν μου. Αυτοί υπολογίζουν, ότι θέλω θανατωθή, και ότι δεν θέλω αναστή τριήμερος, προς έλεγχον της μιαιφονίας αυτών· αλλ’ εγώ ανιστάμενος μετά δόξης, θέλω ανταποδώσει το ανταπόδομα αυτών εις αυτούς, διότι δεν ηθέλησαν να εννοήσωσι την εμήν συγκατάβασιν· διο και δεν γνωρίζουν τι κάμνουν. Φρίξωμεν, αδελφοί μου Χριστιανοί, εννοούντες την άφατον μακροθυμίαν του Κυρίου. Ο Χριστός υπέρ των υβριστών, υπέρ των φονευτών, υπέρ εκείνων, οίτινες ήσαν άξιοι να πάθουν πάντα τα κακά, εύχεται εις τον Πατέρα λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς», και ημείς, δια μικρόν σφάλμα του ομοπίστου μας Χριστιανού, κρατούμεν έχθραν πολυχρόνιον. Θαυμάζω πως δεν παθαίνομεν όσα έπρεπε να πάθουν εκείνοι, μάλλον δε και περισσότερα. Διότι εκείνοι μεν αγνοούντες εποίουν ταύτα, ημείς δε μετά την επίγνωσιν του Χριστού· και έχοντες ταύτα και Αυτόν τον ίδιον παράδειγμα, ο οποίος λοιδορούμενος δεν αντελοιδόρει, πάσχων δεν ηπείλει, κατά τον Απόστολον Πέτρον (Α΄ Πέτρ. β: 23). Και θέλει ίσως απορήσει τις διατί αφού ο Χριστός συνεχώρησεν εις τους Ιουδαίους το πταίσμα της Σταυρώσεως, πως μετά ταύτα, δια την κακουργίαν αυτήν, εφονεύθησαν ούτοι υπό των Ρωμαίων και η πόλις αυτών ηφανίσθη; Εις την απορίαν ταύτην λέγομεν, πρώτον μεν, ότι ο Χριστός είναι και φιλάνθρωπος, είναι και δικαιοκρίτης. Και ως φιλάνθρωπος μεν τους συνεχώρησε, ως δικαιοκρίτης δε απέδωκεν εις αυτούς κατά την ανομίαν αυτών και κατά την πονηρίαν αυτών ηφάνισεν αυτούς, ως ψάλλει ο Δαβίδ εν τω ενενηκοστώ τρίτω Ψαλμώ. Δεύτερον δε, ότι εάν, όταν τους συνεχώρησεν ο Χριστός, ήθελον μετανοήσει και αυτοί και είπωσιν, ότι έσφαλαν, τότε πρεπόντως ήθελον λυτρωθή και από της αιχμαλωσίας και από της κολάσεως. Επειδή δε ο μεν Χριστός φιλανθρώπως έκτιζεν, αυτοί δε οικειοθελώς, μάλλον δε κακοτρόπως εκρήμνιζον, ποία δικαιοσύνη ήτο να μη παιδευθώσιν οι τοιούτοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν μετενόησαν, μετά την Σταύρωσιν του Χριστού, αλλά και προσελθόντες εις τον Πιλάτον και ονομάζοντες τον Χριστόν πλάνον, εζήτουν στρατιώτας να φυλάττουν τον τάφον; Βλέπεις την δικαιοκρισίαν του Θεού, πως επληρώθη; Δια τούτο και ο Προφήτης Ιερεμίας προφητεύει εις το ενδέκατον κεφάλαιον λέγων· «Οι νεανίσκοι αυτών εν μαχαίρα αποθανούνται και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών τελευτήσουσιν εν λιμώ και εγκατάλειμμα ουκ έσται αυτών» (Ιερεμίας ια: 22 – 23). Ταύτα λοιπόν ιδών ο Προφήτης επιφέρει· «Δίκαιος ει, Κύριε, ότι απολογήσομαι προς Σε» (Ιερεμίας ιβ: 1), δεικνύων δια του λόγου τούτου, ότι πάντα ταύτα έπαθον οι χριστοκτόνοι Εβραίοι εκ της δικαιοκρισίας του δικαίου Θεού. «Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ» (κζ: 39 – 40). Ίδετε κακουργίαν ψυχής! Δεν ηρκούντο οι παράνομοι Ιουδαίοι, ότι τον δίκαιον αδίκως εβασάνισαν και αδίκως επί του Σταυρού εκρέμασαν! Δεν ηρκούντο εις το ότι με τοσαύτας πληγάς τον ευεργέτην των εθανάτωναν! Δεν ησχύνοντο καν να απομακρυνθούν από τον τόπον του φρικτού των εγκλήματος, αλλά και χαίροντες δια τα παθήματα Αυτού διήρχοντο προ του Τιμίου Σταυρού και ωνείδιζον Αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών και εβλασφήμουν λέγοντες· «Συ, όστις είπες ότι θα χαλάσης τον Ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον κτίσης, λύτρωσον τον εαυτόν σου και κατάβα από του Σταυρού». Αυτό προβλέπων ο Προφήτης Δαβίδ, έλεγεν εν τω εικοστώ πρώτω Ψαλμώ: «Πάντες οι θεωρούντες με εξεμυκτήρισάν με, ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν» (Ψαλμ. κα: 8). Και πάλιν εν τω εκατοστώ ογδόω Ψαλμώ· «Καγώ εγενήθην όνειδος αυτοίς· είδοσάν με, εσάλευσαν κεφαλάς αυτών» (Ψαλμ. ρη: 25). Όντως ο διάβολος ελάλει εκ του στόματος αυτών, διότι εμόχθει να εμποδίση την δια του Σταυρού οικονομίαν. Δια τούτο λαλεί εκ του στόματος αυτών: «Κατάβηθι από του Σταυρού, ίνα μη δηλονότι αποθάνης και έλθης κάτω εις τον άδην και καταργήσας την δύναμίν μου ελευθερώσης τας ψυχάς των ανθρώπων, τας οποίας είχον από του αιώνος κερδισμένας». «ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ· πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός» (Ματθ. κζ: 41 – 43). Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μετά των γραμματέων και Φαρισαίων και πρεσβυτέρων, έλεγον· άλλους έσωσεν από μεγάλους πειρασμούς, όπως τον παράλυτον της ασθενείας, όπως την θυγατέρα της Χαναναίας από του δαιμονίου, όπως τον Λάζαρον από του θανάτου και τον εαυτόν του δεν δύναται να λυτρώση; Εάν είναι αυτός Βασιλεύς των Ιουδαίων, ας καταβή από τον Σταυρόν, να πιστεύσωμεν εις αυτόν. Ιδού και οι αντάξιοι του χυδαίου όχλου ποιμένες και διδάσκαλοι! Ιδού και οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων. Αφού τον αληθή Ποιμένα και Διδάσκαλον κατέκριναν δια θανάτου, αφού τας αποφάσεις του πονηρού των και παρανόμου συνεδρίου εξετέλεσαν, έρχονται τώρα και αυτοί μετά του απλού λαού και εμπαίζουν τον Εσταυρωμένον Δεσπότην απάσης της κτίσεως, εις τον οποίον και Άγγελοι επιθυμούν να παρακύψουν και εις του οποίου το πρόσταγμα τρέμουσι τα σύμπαντα! Αλλ’ ω της μακροθυμίας Σου, Δέσποτα, πως προς χάριν ημών υπομένεις; Τι δε λέγουν εμπαίζοντες; Εάν αληθώς είναι υιός Θεού, ας καταβή από τον Σταυρόν και τότε θέλομεν πιστεύσει εις Αυτόν. Ω της ειρωνείας! Διότι και τούτο εάν ήθελε πράξει ο Κύριος, πάλιν δεν ήθελον πιστεύσει, αλλά θα τον διέβαλλον, ότι κατά φαντασίαν ταύτα πράττει, ως μάγος και τερατοποιός. Ο Κύριος όμως έπρεπε να αποθάνη επί του Σταυρού, δια να καταβή και εις τον άδην και να πληρώση πάσαν την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν. Θα ηδύνατο δε να είπη και εις αυτούς εκείνο, το οποίον είπε προς τον Πέτρον, όταν εκείνος απέκοψε το ωτίον του δούλου του αρχιερέως: «Ή δοκείς, ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον Πατέρα μου και παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας Αγγέλων; Πως ουν πληρωθώσιν αι Γραφαί, ότι ούτω δει γενέσθαι»; (Ματθ. κστ: 53 – 54). Ηνάγκαζε δε αυτούς ο διάβολος να λέγωσι τοιούτους λόγους κατά δύο τρόπους· καθ’ ένα μεν, εάν καταβή ο Χριστός από του Σταυρού, να μείνη ατελείωτος η δια του Σταυρού οικονομία, να γίνη του εχθρού της αληθείας διαβόλου το θέλημα· δεύτερον δε εάν δεν καταβή, να φανή προς τους ανθρώπους ως αδύνατος εις το να βοηθήση εαυτόν. Και το μεν «πέποιθεν επί τον Θεόν, ρυσάσθω νυν αυτόν, ει θέλει αυτόν», το είπον οι θεομπαίκται αρχιερείς λαβόντες αυτό από τον εικοστόν πρώτον Ψαλμόν του Δαβίδ (Ψαλμ. κα: 9), το δε «είπε γαρ ότι Θεού ειμί Υιός», από το δεύτερον κεφάλαιον (στίχος 18) της Σοφίας του Σολομώντος. Αλλ’ όντως, ως λέγει ο αυτός Σολομών εν τω αυτώ κεφαλαίω· «Ταύτα ελογίσαντο και επλανήθησαν· απετύφλωσε γαρ αυτούς η κακία αυτών και ουκ έγνωσαν μυστήρια Θεού» (Σοφία Σολ. β: 21 – 22). Επειδή λοιπόν είδεν ο εχθρός τής των ανθρώπων σωτηρίας διάβολος, ότι νικάται υπό του Κυρίου και ότι ο πόνος, τον οποίον επροξένει κατά του Χριστού, επιστρέφει εις την κεφαλήν αυτού και η αδικία αυτού καταβαίνει επί την κορυφήν αυτού, ως λέγει ο Δαβίδ εν τω εβδόμω Ψαλμώ (Ψαλμ. ζ: 17), δια τούτο πάντα λίθον κινεί, κατά την παροιμίαν, και πάντα μέθοδον μεταχειρίζεται να λυπήση τον Χριστόν. Και άνωθεν μεν από του Σταυρού αναγκάζει τον ληστήν δια να βλασφημή, κάτωθε δε από της γης τους αρχιερείς να λέγωσι τους τοιούτους λόγους, εκ πλαγίου δε και τους παρερχομένους να λέγωσι τα όμοια. Τοιούτους λόγους έλεγε ποτε ο διάβολος και όταν ενήστευσεν ο Κύριος ημέρας τεσσαράκοντα, κατά το ανθρώπινον, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το τέταρτον κεφάλαιον. «Ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω» (Λουκ. δ: 9). «Το δ’ αυτό και οι λησταί, οι συσταυρωθέντες αυτώ, ωνείδιζον αυτόν» (Ματθ. κζ: 44). Ποίοι είναι οι δύο ούτοι λησταί και τι συμβολίζουσι; Και διατί πρώτον και οι δύο ούτοι ωνείδιζον τον Χριστόν, ύστερον δε ο εις μετενόησε, καθώς μαρτυρεί ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς, και προς τον έτερον έλεγεν: «Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ» (Λουκ. κγ: 40- 43). Σύμβολον είναι οι δύο ούτοι λησταί των εξ Ιουδαίων και των εξ Εθνών πιστευσάντων εις τον αληθή Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, διότι, όπως και οι δύο ούτοι κατ’ αρχάς ύβριζον τον Χριστόν, ύστερον δε ο εις μετανοήσας επετίμα τον άλλον, ούτω και ημείς οι Έλληνες και αυτοί οι Εβραίοι, κατ’ αρχάς μεν αθετούσαμεν τον Χριστόν, μετά δε ταύτα ημείς μεν επιστεύσαμεν εις αυτόν, οι δε Εβραίοι έμειναν καθώς και έως του νυν, βλασφημούντες Αυτόν. Δια τούτο πρεπόντως αυτούς μεν επιτιμώμεν και αναθεματίζομεν, εις δε τον Χριστόν κράζομεν καθ’ εκάστην ημέραν· «Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Tι δε είπεν ο Χριστός προς τον μετανοήσαντα ληστήν; «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω». Ήτοι αλήθειαν λέγω, σήμερον μετ’ εμού θα είσαι εις τον Παράδεισον. Έχομεν εις τούτον τον λόγον δύο απορίας· πρώτην μεν, εις ποίον Παράδεισον υπόσχεται ο Χριστός εις τον ληστήν να ευρίσκεται μετ’ Αυτού· δευτέραν δε, από ποίαν μεγάλην αρετήν εσώθη εκείνος ο καλός ληστής τόσον εύκολα; Και προς μεν την πρώτην απορίαν αποκρινόμεθα, ότι καθώς λέγουν τινές, ο ληστής εκείνος ακόμη δεν απήλαυσε τον Παράδεισον, επειδή λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους Επιστολήν, εν κεφαλαίω ενδεκάτω, ότι οι προλαβόντες Άγιοι ακόμη δεν εκληρονόμησαν την Επαγγελίαν, δια να μη τελειωθώσι μόνοι των, χωρίς τους μεταγενεστέρους Αγίους, αλλ’ όταν τελειωθώσιν όλοι οι Άγιοι, τότε θέλουσι κληρονομήσει ομού πάντες και τον Παράδεισον. Προσθέτουν δε ότι η υπόσχεσις αύτη του Χριστού, την οποίαν είπε προς τον ληστήν, «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», δεν εναντιώνεται εις τον λόγον του Αποστόλου, επειδή ο μεν Χριστός αληθώς υπέσχετο εις τον ληστήν τον Παράδεισον, όμως δεν ήτο ανάγκη να εισέλθη παρευθύς τότε εις τον Παράδεισον· διότι, αν και είπε· «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», όμως ο Χριστός τότε, την ημέραν εκείνην, δεν επήγεν εις τον Παράδεισον, αλλά εις τον άδην, ίνα εκβάλη εκείθεν τας ψυχάς των απ’ αιώνος κεκοιμημένων Αγίων. Το σήμερον λοιπόν τούτο του Κυρίου δεν σημαίνει το απαραίτητον της ώρας και της ημέρας εκείνης, διότι ενώπιον του Κυρίου είναι τούτο ευρυτέρας σημασίας, καθώς βλέπομεν ότι και εις το δεύτερον κεφάλαιον της Γενέσεως γράφει ο Μωϋσής, ότι ο Θεός είπεν εις τον Αδάμ και την Εύαν· «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γενές. β: 17), αλλ’ όμως ουχί την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν έφαγον από του καρπού, απέθανον, διότι έζησαν μετά ταύτα χρόνους πολλούς. Ώστε και ο Χριστός, αν και είπεν εις τον ληστήν «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», όμως δεν εννοούσεν, ότι έπρεπε κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν να πληρωθή η υπόσχεσις· μόνον δε δια το βέβαιον και απαραίτητον της υποσχέσεως είπεν ο Χριστός τον λόγον εκείνον. Μάλιστα λέγεται, ότι εις τούτο το ρητόν του Ευαγγελίου πρέπει να αναγινώσκεται το κόμμα μετά το «σήμερον» και μετά να αρχίζη το «μετ’ εμού»…». Δηλαδή: «Αμήν λέγω σοι σήμερον, μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», δια να είναι η έννοια σύμφωνος προς το άνωθεν σκοπόν και να σημαίνη ούτω: «Βέβαια σήμερον σου λέγω, μετ’ εμού θέλεις είσαι εις τον Παράδεισον». Κατά την έννοιαν ταύτην και ο λόγος του Χριστού φαίνεται αληθής, έστω και αν κατά την ημέραν εκείνην ο Χριστός δεν ευρίσκετο σωματικώς εις τον Παράδεισον μετά του ληστού· και ο ληστής ήτο δυνατόν να ευρίσκετο εις τον Παράδεισον και άνευ της εκεί σωματικής παρουσίας του Χριστού. Άλλοι πάλιν λέγουσιν εναντίον της προρρηθείσης ερμηνείας και αποφαίνονται, ότι ασφαλώς ο ληστής κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν, καθ’ ην απέθανεν, απήλαυσε τον Παράδεισον, καθώς και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης εν τω εις το Άγιον Πάσχα Λόγω αυτού επιβεβαιοί τούτο δια πολλών αποδείξεων, επειδή τίποτε θαυμαστόν δεν ήτο να ευρίσκεται ο Χριστός την αυτήν ημέραν μετά της Σαρκός μεν εις τον τάφον, μετά της Θεότητος δε εις τον Παράδεισον συν τω ληστή. Φέρουν δε και μάρτυρας τον ποιητήν Κοσμάν και τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, επιβεβαιούντας τους λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης. Διότι ο μεν Κοσμάς λέγει εις εν τροπάριον της εβδόμης Ωδής του Μεγάλου Σαββάτου ούτω: «Μία υπήρχεν η εν τω άδη αχώριστος και εν τη Εδέμ Θεότης Χριστού», ο δε Ιωάννης λέγει εις εν Τροπάριον της πρώτης Ωδής του Αναστασίμου Κανόνος (Ήχος δ΄): «Εν τάφω σωματικώς, εν άδου δε μετά ψυχής ως Θεός, εν Παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Ως προς δε την συμφωνίαν μετά του Αποστόλου Παύλου, την οποίαν είπον ότι, ως λέγει, οι προλαβόντες Άγιοι ακόμη δεν εκληρονόμησαν την Επαγγελίαν, λέγουσιν οι ούτω φρονούντες, ότι καλώς είπεν ο Απόστολος, διότι Επαγγελία λέγεται η Βασιλεία των ουρανών, επειδή αυτήν υπεσχέθη ο Χριστός να δώση εις τους Αγίους, ως λέγει εν τω Ιερώ Ευαγγελίω· «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε: 34). Και οι προλαβόντες λοιπόν Άγιοι εκληρονόμησαν τον Παράδεισον, εις τον οποίον ήτο ο Αδάμ και η Εύα προ της παρακοής, την δε Βασιλείαν των ουρανών όχι ακόμη, αλλά θέλουν απολαύσει μετά το τέλος του κόσμου παντός. Δεν είναι λοιπόν παράδοξον, αν και ο ληστής μετά των άλλων Αγίων, τον μεν Παράδεισον απέλαβε, κατά την υπόσχεσιν του Χριστού, την δε Βασιλείαν των ουρανών όχι ακόμη, κατά τον λόγον του Αποστόλου Παύλου. Πρέπει δε και τούτο να είπωμεν και δια τους αμαθείς, ότι ο ληστής δεν επήγε μετά της σαρκός εις τον Παράδεισον, διότι τούτο ήτο αδύνατον, εφ’ όσον εφόρει σώμα θνητόν και φθαρτόν· μόνη δε η ψυχή αυτού απήλθεν εις αυτόν, ως και των άλλων Αγίων. Όταν δε γίνη η κοινή Ανάστασις των ανθρωπίνων σωμάτων, τότε και αυτός μέλλει να αναστηθή μετά του σώματος αυτού. Διότι και ο Άγιος Ανδρέας ο Κρήτης εις εν Τροπάριον της ενάτης Ωδής του Κανόνος της Κυριακής των Μυροφόρων, δια να μη νομίσωμεν ότι μετά του σώματος αυτού απήλθεν ο ληστής εις τον αισθητόν Παράδεισον, ούτω λέγει· «Τον εν τω Σταυρώ ληστήν επιγνόντα σε Θεόν, κληρονόμον ειργάσω νοητού Παραδείσου, το μνήσθητι βοώντα, παντοδύναμε Σωτήρ». Ακούεις πως λέγει ο Άγιος, ότι εγένετο ο ληστής κληρονόμος νοητού Παραδείσου; Ο δε νοητός Παράδεισος σώμα φθαρτόν δεν δέχεται, αλλά μόνον ψυχάς αφθάρτους. Αρκούν τοσαύτα ως εν συντόμω δια την πρώτην απορίαν· ως προς δε την δευτέραν, ότι δηλαδή από ποίαν μεγάλην αρετήν εσώθη εκείνος τόσον εύκολα, λέγομεν, ότι δίκαιον ήτο να σωθή και μόνον δια τον λόγον εκείνον, τον οποίον είπε προς τον Χριστόν· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ. κγ: 42). Διότι εις τοιούτον καιρόν, κατά τον οποίον οι αρχιερείς και οι γραμματείς έλεγον τον Χριστόν πλάνον και παραβάτην, οι Μαθηταί τον άφησαν, ο Πέτρος τον ηρνήθη, οι επίλοιποι τον ενέπαιζον, ότι άλλους έσωσεν από πειρασμούς και τον εαυτόν του δεν δύναται να λυτρώση, τότε ότε ουδέν ακόμη σημείον είδε, διότι το σκότος μετά ταύτα εγένετο, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εις τον τοιούτον καιρόν μετενόησεν αυτός από τας αμαρτίας του. Και προς μεν τον άλλον ληστήν, τον βλασφημούντα, έλεγε· «Δεν φοβείσαι τον Θεόν, ότι και συ εις το ίδιον κρίμα είσαι; Και ημείς μεν δικαίως παιδευόμεθα, διότι, καθώς επράξαμεν, απολαμβάνομεν, ούτος δε αδίκως παιδεύεται, διότι δεν έπραξε κανέν άτοπον πράγμα», προς δε τον Χριστόν έλεγεν· «Ενθυμήσου και εμένα, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Πως λοιπόν δεν ήτο δίκαιον να σωθή; Διότι τι έβλεπεν εις τον Χριστόν και τον έλεγε Κύριον; Ποίους δούλους, ποίους υπηρέτας, ποίαν Βασιλείαν έβλεπε, την οποίαν είχεν ο Χριστός, ο Εσταυρωμένος, ο υβρισμένος, ο γυμνός;Βλέπεις πόσον πολύ ήτο εις τον τοιούτον καιρόν να ευρεθή εις άνθρωπος να γνωρίση τον Χριστόν ποίος ήτο; Βλέπετε, ότι και εις τον Σταυρόν υπάρχων ο ληστής ενθυμείται τας αμαρτίας του; Που είναι εκείνοι, οίτινες αμαρτάνουσιν ανεπιστρόφος εις όλην την ζωήν των και λέγουν· «Θέλω μετανοήσει εις τον θάνατόν μου, διότι αρκεί μία ώρα δια να σωθώ όπως και ο ληστής»; Ας ακούσωμεν, ότι ο ληστής δεν επραγματεύετο τον καιρόν της μετανοίας, όπως και ημείς. Τότε μόνον έτυχεν εις αυτόν αιφνιδίως η ώρα και τότε εμετανόησεν. Ημείς δε αμαρτάνοντες θεληματικώς και πραγματευόμενοι τον καιρόν, άδηλον είναι, ότι θέλομεν αξιωθή μετανοίας, αδηλότερον δε είναι, εάν και ο Θεός δεχθή την τοιαύτην μετάνοιαν. Αλλά ίδετε Θεού οικονομίαν. Ο Αδάμ κάποτε δια ξύλου εξεβλήθη του Παραδείσου, ομοίως και ο ληστής σήμερον δια του ξύλου του Σταυρού εκληρονόμησεν αυτόν. Εκείνος δεν μετενόησε τότε να είπη, ότι ήμαρτε, μάλιστα δε εποίει τον Θεόν αίτιον του κακού λέγων· «Η γυνή, την οποίαν μοι έδωκας, αύτη μου έδωκεν από του ξύλου και έφαγον· ούτος δε μόνος ωμολόγει τον εαυτόν του πταίστην· εκείνος ώρα στ΄ (έκτη) παραβάς την Εντολήν, έφαγε· και ούτος ώρα στ΄ (έκτη) ομολογήσας τον Χριστόν Κύριον και Βασιλέα, είπε το «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Πρεπόντως άρα δια την τοιαύτην αιτίαν εσώθη ο ευγνώμων ληστής εκείνος. Αυτού της μετανοίας αξίωσον και ημάς, Δέσποτα Κύριε, ο δι’ ημάς καταδεχθείς να σταυρωθής. Ούτω λοιπόν οι μεν άλλοι ωνείδιζον, ο δε ευγνώμων ληστής παρεκάλει τον Κύριον. Ας ίδωμεν όμως και ποίοι από τους οικείους και Μαθητάς του Χριστού παρίσταντο παρά τον Σταυρόν, ότε ταύτα έπασχε. Μαρτυρεί περί τούτων ο θείος Ιωάννης λέγων. «Ειστήκεισαν δε παρά τω Σταυρώ του Ιησού η Μήτηρ αυτού, και η αδελφή της Μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά, και Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιωάν. ιθ: 25). Πρέπον επί τούτων είναι να μάθωμεν πρώτον, κατά τίνα τρόπον η Μαρία, η θυγάτηρ του Κλωπά, ήτο αδελφή της Θεοτόκου Μαρίας. Λέγει δε εις τούτο ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, ότι ο Κλωπάς ήτο αδελφός του Μνήστορος Ιωσήφ και επειδή απέθανεν άτεκνος, έλαβεν ο Ιωσήφ την γυναίκα αυτού, κατά τον Μωσαϊκόν Νόμον, και εγέννησεν εξ αυτής ταύτην την Μαρίαν, την οποίαν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει ενταύθα αδελφήν της Μητρός του Χριστού, όχι διότι ήτο κατά φύσιν αδελφή, αλλά απλώς μόνον συγγενής. Φέρει δε και εις παράδειγμα ρήσιν τινά της Παλαιάς Διαθήκης, κατά την οποίαν ερωτηθείς ο Ισαάκ, υπό του βασιλέως Φυλιστιείμ Αβιμέλεχ, περί της Ρεββέκας της γυναικός αυτού, απήντησεν· «Αδελφή μου εστίν» (Γεν. κστ: 7). Τούτο όμως το παράδειγμα, όπερ λέγει ο Βουλγαρίας, δεν είναι αρμόδιον προς τον σκοπόν του Ευαγγελίου. Διότι ο Ισαάκ, φοβούμενος να μη πάρουν την Ρεββέκαν οι Φιλισταίοι, είπε τον λόγον τούτον πλαστώς και ουχί ότι είχον συνήθειαν να λέγουν τους απλώς συγγενείς αδελφούς. Πλην η αλήθεια είναι αύτη, ως λέγει ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης, ότι ο Κλωπάς ήτο αδελφός του Ιωακείμ, του πατρός της Θεοτόκου, και επειδή απέθανεν άτεκνος εκείνος, έλαβεν ο Ιωακείμ την γυναίκα αυτού και εγέννησε ταύτην την Μαρίαν. Δια τούτο πρεπόντως ονομάζεται αδελφή της Θεοτόκου, εξ ενός πατρός δηλαδή και δύο μητέρων. Και τούτο δε πρέπει να γνωρίζετε, ότι τέσσαρες γυναίκες αναφέρονται εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, Μαρία λεγόμεναι· πρώτη μεν η Κυρία Θεοτόκος, Δευτέρα αύτη η του Κλωπά, Τρίτη η Μαγδαληνή και Τετάρτη η αδελφή του Λαζάρου. Αλλ’ ας είπωμεν και την άλλην ρήσιν του Ευαγγελιστού Ιωάννου. «Ο Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ιωάν. ιθ: 26 – 27). Ποίος ήτο Μαθητής εκείνος, ο παριστάμενος εις τον Σταυρόν; Αυτός ο Ιωάννης. Και διατί δεν λέγει το όνομά του; Διότι ήτο άπρεπον να λέγη, ότι εγώ παριστάμην τότε εκεί, δια να μη φανή, ότι δι’ έπαινον ιδικόν του λέγει όσα γράφει. Κατά τίνα δε τρόπον ήτο συγγενής του Κυρίου ο Ιωάννης; Κατά τον εξής· η μήτηρ αυτού, ονόματι Σαλώμη, ήτο θυγάτηρ Ιωσήφ, του Μνήστορος της Θεοτόκου. Και διατί παραδίδει εις τούτον την Μητέρα Αυτού; Διότι ήτο καθαρός, και εκ της αυτής κατά σάρκα συγγενείας και είχε κατά πάντα τρόπον το ανύποπτον. Και διατί λέγει, ότι απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν ο Μαθητής αυτήν εις τα ίδια, αφού εστάθησαν μετά ταύτα εκεί πολλάς ώρας, έως ου κατεβίβασαν τον Χριστόν και τον έθαψαν; Αύτη είναι η σημασία του λόγου, διότι δεν λέγει ότι κατά την ώραν εκείνην επήρεν αυτήν ο Μαθητής και επήγεν εις τον οίκον του, αλλ’ ότι απ’ εκείνης της ώρας παρέλαβεν αυτήν κατόπιν της εντολής του Κυρίου και την είχεν ως μητέρα του. Διατί δε εν τω Σταυρώ φροντίζει περί της Μητρός αυτού, εφόσον ότε έζη, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το όγδοον κεγάλαιον, διδάσκοντος Αυτού, επήγαν τινές και είπον προς Αυτόν, η Μήτηρ σου και οι αδελφοί σου (ήτοι οι υιοί του Ιωσήφ του Μνήστορος, ο Ιάκωβος και ο Ιωσής, οι οποίοι κατά το ανθρώπινον ενομίζοντο αδελφοί του Κυρίου) σε ζητούσιν έξω. Αυτός τότε είπε: «Ποία είναι η μήτηρ μου και τίνες οι αδελφοί μου; Μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοι εισίν, οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν» (Λουκ. η: 21). Εάν λοιπόν τότε ούτως έλεγεν ο Κύριος, τώρα διατί φροντίζει περί της Παναγίας Μητρός Του; Και λέγομεν εις αυτό, ότι τότε μεν είπεν ούτω, δεικνύων, ότι αν και ήσαν συγγενείς, εάν δεν έκαμνον τας εντολάς Του, δεν ήθελεν ωφελήσει αυτούς εις τίποτε η συγγένεια· τώρα δε, επειδή είδεν Αυτήν κατά πάντα πειθομένην εις το θείον Αυτού πρόσταγμα, δια τούτο φροντίζει περί Αυτής και παραδίδει Αυτήν εις τον Μαθητήν προς παρηγορίαν, προς διατροφήν και προς γηροτροφίαν. Τούτο δε είναι και εις ημάς παράδειγμα, ότι εάν μεν έχωμεν γονείς ευσεβείς Χριστιανούς, ποιούντας το θέλημα του Χριστού, να έχωμεν την φροντίδα αυτών μέχρι θανάτου. Διότι, όστις δεν επιμελείται τους ευσεβείς γονείς του, είναι χειρότερος απίστου, καθώς το λέγει και ο Απόστολος Παύλος εις το πέμπτον κεφάλαιον της προς Τιμόθεον Α΄ Επιστολής (ε: 8). Εάν δε, εκ του εναντίον, οι γονείς ημών τυγχάνη να είναι ασεβείς ή αιρετικοί, να φεύγωμεν απ’ αυτών, ίνα μη μετάσχωμεν της ασεβείας ή της αιρέσεως. Διότι και ο Χριστός δια τούτον τον λόγον ημπόδισε προ της Σταυρώσεως τον Μαθητήν εκείνον, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το όγδοον κεφάλαιον, να υπάγη να θάψη τον πατέρα του, διότι ήτο άπιστος. Ας ακούσωμεν όμως και πάλιν τον θείον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, λέγοντα: « Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος» (Ματθ. κζ: 45, 46, 47). Έχομεν ενταύθα τέσσαρα ζητήματα· πρώτον, διατί έκτη ημέρα και ώρα εσταυρώθη ο Χριστός· δεύτερον, το σκότος εκείνο κατά τίνα τρόπον εγένετο· τρίτον, ποίοι Προφήται προείπον περί του σκότους, ότι μέλλει να γίνη· τέταρτον, διατί είπεν ο Χριστός· «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες»; (Ματθ. κζ: 46). Και προς μεν το πρώτον λέγομεν, ότι τη έκτη ημέρα επλάσθη ο Αδάμ· και πάλιν, επειδή ώρα έκτη ήπλωσε τας χείρας του και έφαγεν εκ του καρπού, δια τούτο και ο Χριστός τη έκτη ώρα ήπλωσε τας χείρας του επί του Σταυρού, ίνα διορθώση το πταίσμα του Αδάμ. Διότι προς τούτο συνέβησαν και επί της Σταυρώσεως του Χριστού όλα τα ίσα, όσα συνέδραμον και εν τη παραβάσει. Εκεί ο Αδάμ, εδώ ο Χριστός· εκεί η Εύα, εδώ η Παρθένος Μαρία· εκεί ο όφις υπηρέτησεν εις την παράβασιν· εδώ ο Γαβριήλ υπηρέτει εις το Μυστήριον· εκεί λύπη, εδώ χαρά· εκεί δένδρον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, εδώ ξύλον του Σταυρού· εκεί η φλογίνη ρομφαία, εδώ η λόγχη του στρατιώτου εκέντησε την πλευράν του Χριστού· εκεί χιτώνες δερμάτινοι, εδώ η πορφύρα, την οποίαν ενεδύθη ο Χριστός προ του Σταυρού· εκεί ο Παράδεισος, εδώ ο κήπος εν τω οποίω ετάφη ο Χριστός· εκεί η γλυκεία γεύσις του καρπού, εδώ η πικρά γεύσις της χολής. Ταύτα περί του πρώτου ζητήματος· περί δε του δευτέρου λέγομεν, ότι το σκότος εκείνο δεν ήτο κατά φυσικήν ακολουθίαν, ήτοι δεν επρόκειτο περί εκλείψεως του ηλίου, διότι η έκλειψις του ηλίου γίνεται κατά την γένεσιν, δηλαδή την πρώτην ημέραν της νέας σελήνης. Τότε ο ήλιος συναντάται με την σελήνην· επειδή δε ο ήλιος, όστις είναι φωτεινός ευρίσκεται υψηλότερα, η δε σελήνη, ήτις είναι σκοτεινή, είναι χαμηλότερα, έρχεται το σώμα της σελήνης κάυωθεν του ηλίου, και αποκρύπτει την λάμψιν αυτού, ρίπτουσα την σκιάν της επί της γης. Όθεν δια τούτο γίνεται εις τινας καιρούς η έκλειψις του ηλίου, την οποίαν βλέπομεν και ημείς εις τας ημέρας ημών. Όταν λοιπόν είναι γένεσις νέας σελήνης, ως είπον, τότε συμβαίνει εκ φύσεως να γίνεται η έκλειψις του ηλίου κατά καιρούς· όταν δε η σελήνη είναι δύο ή τριών ημερών, ή και περισσοτέρων, δεν είναι δυνατόν να γίνη έκλειψις του ηλίου. Τότε δε, ότε εσκοτίσθη ο ήλιος εις τον καιρόν του Πάθους του Χριστού, δεν ήτο τούτο κατά φύσιν, επειδή η σελήνη ήτο τότε δεκατεσσάρων ημερών, διότι ήτο Πάσχα των Εβραίων. Ήτο λοιπόν αδύνατον να γίνη τότε έκλειψις ηλίου. Αλλά και όταν γίνη έκλειψις ηλίου κατά φύσιν, ούτε εις όλην την γην γίνεται ομοίως εις μίαν ώραν και στιγμήν, ούτε τρεις ώρας δύναται να κρατήση· αλλά εις άλλον μεν τόπον κρατεί το σκότος ώρας δύο, εις άλλον μίαν, εις άλλον περισσότερον ή ολιγώτερον, αναλόγως του τόπου εις τον οποίον ευρίσκεται ο άνθρωπος, όστις βλέπει την έκλειψιν ταύτην. Εις άλλον δε τόπον δεν γίνεται παντελώς, καθώς και εις τον καιρόν του Μωϋσέως, ότε το σκότος έγινε μόνον εις την Αίγυπτον και όχι εις όλον τον κόσμον. Τότε όμως, εις τον καιρόν του Πάθους του Χριστού, δεν έγινε μόνον εις την Ιερουσαλήμ, αλλά επί πάσαν την γην, ως λέγουσιν οι Ευαγγελισταί και εκράτησεν ώρας τρεις. Ώστε δεν ήτο φυσική έκλειψις ηλίου το σκότος εκείνο, αλλά ήτο σημείον εξ ουρανού παράδοξον, το οποίον υπέσχετο ο Χριστός να δείξη εις τους Ιουδαίους, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το εικοστόν έβδομον κεφάλαιον (κζ: 45). Τούτο το σκότος βλέπων ο Προφήτης Αββακούμ, έλεγεν εν τω τρίτω κεφαλαίω «Επήρθη ο ήλιος και η σελήνη έστη εν τη ταξει αυτής» (Αββακούμ γ: 10 – 11), τουτέστιν, υψώθη επό Σταυρού ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός και η Εκκλησία των Χριστιανών εστάθη εις την τάξιν της. Αλλά ας είπωμεν και τας προφητείας των Προφητών, ίνα ίδωμεν τίνες Προφήται προεφήτευσαν περί του σκότους τούτου, ίνα λύσωμεν και το τρίτον ζήτημα. Ο Προφήτης Αμμώς λέγει εις το πέμπτον κεφάλαιον ούτως: «Οποιών πάντα και μετασκευάζων και εκτρέπων εις το πρωΐ σκιάν θανάτου, και ημέραν εις νύκτα συσκοτάζων… Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ όνομα αυτώ» (Αμώς ε: 8 – 27). Και πάλιν ο αυτός εις το όγδοον κεφάλαιον λέγει: «Και έσται εν τη ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος ο Θεός, δύσεται ο ήλιος μεσημβρίας και συσκοτάσει επί γης εν ημέρα το φως» (Αμώς η: 9). Ομοίως και ο Προφήτης Ιωήλ εις το δεύτερον κεφάλαιον λέγει· «Προ προσώπου αυτού συγχυθήσεται η γη, και σεισθήσεται ο ουρανός· ο ήλιος και η σελήνη συσκοτάσουσι και άστρα δύσουσι το φέγγος αυτών και Κύριος δώσει φωνήν αυτού προ προσώπου δυνάμεως αυτού» (Ιωήλ β: 10 – 11). Και πάλιν ο αυτός εις το τρίτον κεφάλαιον· «Ο ήλιος και η σελήνη συσκοτάσουσι και οι αστέρες δύσουσι φέγγος αυτών· ο δε Κύριος εκ Σιών ανακεκράξεται, και εξ Ιερουσαλήμ δώσει φωνήν αυτού· και σεισθήσεται ο ουρανός και η γη, ο δε Κύριος φείσεται του λαού αυτού» (Ιωήλ γ: 15 – 16). Ωσαύτως και ο Προφήτης Ζαχαρίας λέγει εις το δέκατον τέταρτον κεφάλαιον· «Και έσται εν εκείνη τη ημέρα ουκ έσται φως και ψύχη· και πάγος έσται μίαν ημέραν, και η ημέρα εκείνη γνωστή τω Κυρίω και ουχ ημέρα και ου νυξ και προς εσπέραν έσται φως» (Ζαχαρία ιδ: 6 – 7). Είναι και άλλαι προφητείαι περί τούτου, αλλά αρκούσιν αύται. Περί δε και του τετάρτου ζητήματος λέγομεν, ότι ο Χριστός δεν είπε το «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες», επειδή εγκαταλειφθείς κατά το φαινόμενον υπό του Θεού εσταυρώθη, αλλ’ ούτως είπε, ως από μέρους της ανθρωπότητος. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι ταύτα είπε, επειδή ήτο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και δια τούτο, όπως προ του Σταυρού εκοπίασε και επείνασε και εδίψησε, δια να δείξη, ότι κατ’ αλήθειαν έχει την ανθρωπότητα και όχι κατά φαντασίαν, ούτω και ενταύθα κατά την φωνήν ταύτην ωμίλησε και όχι κατά την Θεότητα. Άλλοι δε πάλιν ηννόησαν, ότι ο Χριστός ως εκ προσώπου του Ιουδαϊκού λαού είπε ταύτα, ως δηλαδή να έλεγεν· «Ίνα τι εγκατέλιπες, Θεέ μου, τον Ιουδαϊκόν λαόν, να σταυρώσωσι τον Υιόν σου τον Μονογενή»; Είπε δε το «με» ο Χριστός, αντί του Ιουδαϊκού λαού, επειδή και αυτός κατά το ανθρώπινον Ιουδαίος ήτο και της αυτής φύσεως μετείχε. Εις τους λόγους τούτους του Χριστού συμφωνεί και η αρχή του εικοστού πρώτου Ψαλμού, όστις λέγει· «Ο Θεός, ο Θεός μου πρόσχες μοι· ίνα τι εγκατέλιπές με»; (Ψαλμ. κα: 1). Ζητούμεν δε να μάθωμεν και τούτο, ότι αύτη η φωνή, την οποίαν είπεν ο Χριστός επί του Σταυρού, καθώς λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί» (Ματθ. κζ: 46), ή ως λέγει ο Μάρκος, «Ελωΐ, Ελωΐ, λαμά σαβαχθανί» (Μάρκ. ιε: 34), τα οποία σημαίνουσι και τα δύο «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες», τίνος γλώσσης είναι; Επί του θέματος τούτου απαντώμεν ως εξής: άλλοι μεν λέγουσιν, ότι της Εβραϊκής γλώσσης είναι η φράσις αύτη, άλλοι δε της Συριακής, διότι η Συριακή φωνή εις τινα μεν ομοιάζει μετά της Εβραϊκής, εις τινα δε αλλάζει· και φέρουσιν εις παράδειγμα της μαρτυρίας τον Φλάβιον Ιώσηπον, ο οποίος ήτο άνθρωπος σοφός, Εβραίος κατά την θρησκείαν, ζων κατά το τεσσαρακοστόν έτος από της Σταυρώσεως του Χριστού, επί της βασιλείας του Καίσαρος Ουεσπασιανού· και όμως έγραψεν εις πολλά βιβλία Ελληνιστί τας από κτίσεως κόσμου Ιστορίας, μέχρι και της υστερινής αλώσεως των Ιεροσολύμων. Τούτον ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον ονομάζει φιλαλήθη, καθότι ηγάπα την αλήθειαν και ψεύδος δεν έγραψεν· Αυτός λοιπόν ο Ιώσηπος γράφει εις το δεύτερον κεφάλαιον του ιβ΄ λόγου της Αρχαιολογίας περί της γλώσσης των Σύρων και λέγει· «Δοκεί μεν είναι τη ιδιότητι των Σύρων γραμμάτων εμφερής ο χαρακτήρ των παρ’ Εβραίοις γραμμάτων και φωνήν ομοίαν αυτοίς απηχείν ιδιότροπον αυτήν είναι συμβέβηκε». Προβάλλουσι δε ούτοι και άλλο σημείον προς απόδειξιν του ισχυρισμού των, ότι ήτο Συριακή η φωνή εκείνη· διότι, εάν ήτο, λέγουν, Εβραϊκή, πως δεν εγνώρισαν οι περιεστώτες τι λέγει, αλλά έλεγαν, τον Προφήτην Ηλίαν καλεί ούτος να έλθη να τον βοηθήση; Ημείς όμως συμφωνούμεν μετ’ εκείνων, οίτινες λέγουν, ότι της Εβραϊκής γλώσσης είναι αύτη η φωνή, διότι αναφέρεται και εις το Ψαλτήριον. Δεν θαυμάζομεν δε πως οι Εβραίοι δεν ηννόησαν τι λέγει ο Χριστός καθόσον ήσαν αγράμματοι και αμαθείς, διότι και κατά την σήμερον υπάρχουν πολλοί Χριστιανοί, οίτινες δεν γνωρίζουσιν όχι μόνον το Ψαλτήριον τι λέγει, αλλ’ ουδέ άλλην θεόπνευστον Γραφήν. Είναι δε ο λόγος ούτος η αρχή του εικοστού πρώτου Ψαλμού η λέγουσα· «Ο Θεός, ο Θεός μου πρόσχες μοι, ίνα τι εγκατέλιπές με»; (Ψαλμ. κα: 1). «Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν» (Ματθ. κζ: 48 – 49). Αφού λοιπόν είπεν ο Χριστός· «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί, τουτέστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες», παρευθύς εις από τους στρατιώτας δραμών έλαβε σπόγγον και γεμίσας αυτόν δι’ όξους, τον εστερέωσεν εις την άκραν ενός καλάμου και επότιζε δι’ αυτού τον Χριστόν· οι δε άλλοι έλεγον· «Άφες να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον βοηθήση». Διατί όμως ο στρατιώτης ούτος επότιζε τον Χριστόν δι’ όξους; Δια να αποθάνη συντόμως από την δριμύτητα του όξους. Εις κάλαμον δε έβαλε τον σπόγγον, επειδή ο Σταυρός ήτο υψηλά και δεν έφθανε το στόμα του Χριστού. Τίνος δε ένεκεν οι άλλοι έλεγον· «Άφες να ίδωμεν, εάν έρχεται ο Ηλίας να τον βοηθήση»; Διότι ενόμιζον ότι από την δριμύτητα του όξους θέλει αποθάνει ο Χριστός συντόμως, δια τούτο λέγουν εκείνοι· «Μη του δίδης όξος και αποθάνη συντόμως, μόνον άφες τον να ίδωμεν, εάν έλθη ο Ηλίας να τον βοηθήση». Ο δε θείος Ευαγγελιστής Ιωάννης προσθέτει ενταύθα και τα εξής. «Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· διψῶ.σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι» (Ιωάν. ιθ: 28 – 29). Αφού δηλαδή ο Ιησούς είδεν, ότι άπαντα τα της Σταυρώσεως Αυτού συνετελέσθησαν και δια να πληρωθή η Γραφή, λέγει· «Διψώ». Ήτο δε εκεί δοχείον έτοιμον γεμάτον όξος, το οποίον ίσως δια τον σκοπόν αυτόν να είχον ετοιμάσει εκ των προτέρων οι χριστοκτόνοι Εβραίοι. Λαβόντες λοιπόν τότε σπόγγον εγέμισαν αυτόν εκ του όξους του δοχείου και στερεώσαντες αυτόν εις κλάδον υσσώπου επότιζον αυτόν. Είναι δε το ύσσωπον φυτόν, του οποίου ο κορμός είναι όπως και ο κάλαμος και φύεται εις τα μέρη εκείνα. Τον επότιζον δε με όξος, διότι δεν ηννόησαν τον λόγον του Χριστού. Διότι ο μεν Χριστός είπε· «Διψώ», εννοών ότι θέλω και επιθυμώ την σωτηρίαν σας, όπως το λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ· «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα» (Ψαλμ. μα: 3), εκείνοι δε νομίζοντες, ότι δια πόσιν λέγει αισθητήν, αντί να του δώσουν ύδωρ, του έδωκαν όξος. Τούτο οιοσδήποτε άνθρωπος δεν θα το έκαμε, να μη λυπηθή δηλαδή τον συνάνθρωπόν του, τον εκ της αυτής φύσεως όντα, και εις τοιαύτην περίστασιν ευρισκόμενον, να μη του δώση ύδωρ. Εκείνοι όμως, ανήμεροι όντες και αχόρταστοι εις το τιμωρείν τον Χριστόν και μέχρι ταύτης της ώρας, δεν έπαυσαν ποιούντες εις Αυτόν τα θλιβερά. Τότε έλαβε πέρας η προφητεία του Προφήτου Δαβίδ, την οποίαν λέγει εις τον εξηκοστόν όγδοον Ψαλμόν· «Και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος» (ξη: 22). «Ο δε Ιησούς, πάλιν κράξας φωνή μεγάλη, αφήκε το πνεύμα» (Ματθ. κζ: 50). Ω της μακροθυμίας Σου, ανεξίκακε Δέσποτα! Ιδού ότι επληρώθη η επιθυμία των χριστοκτόνων Ιουδαίων, ιδού ότι επληρώθη η δια σταυρικού θανάτου τελείωσις του ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, ιδού ότι πάσαν την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν εξεπλήρωσε. Διότι καταβάς από τους ουρανούς εις την γην και ποιήσας εν αυτή όσα ηυδόκησε να οικονομήση ο Πατήρ δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους και εξαγοράσας ημάς από της αμαρτίας δια της επί του Σταυρού θυσίας Του ταύτης, μέλλει ήδη να καταβή και εις τον άδην δια να νικήση τον θάνατον και συναναστήση εαυτώ τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους, συνδιαλλάξη δε ημάς μετά του ουρανίου Πατρός. Ποία δε ήτο η φωνή, την οποίαν μεγαλοφώνως εβόησεν ο Κύριος, πριν αφήση το πνεύμα; Μαρτυρούν περί ταύτης οι θείοι Ευαγγελισταί Λουκάς και Ιωάννης· και ο μεν θείος Ιωάννης λέγει. «Ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς, είπε· Τετέλεσται· και κλίνας την κεφαλήν, παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάν. ιθ: 30). Τι εννοούσεν ο Κύριος ειπών· «Τετέλεσται»; Εξετελέσθη η ευδοκία του Πατρός· εξεπληρώθησαν αι Προφητείαι, ετελειώθη η του Σταυρού οικονομία μου, έλαβε τέλος το θέλημα των αρχιερέων και γραμματέων. Διατί δε πρώτον έκλινε την κεφαλήν Αυτού και τότε παρέδωκε το πνεύμα; Κατά δύο τρόπους· καθ’ ένα μεν, ότι δια του νεύματος της αγίας κεφαλής Αυτού έδειξεν ότι θεληματικώς καλεί την τελευτήν ως θεραπαινίδα, διότι δεν ετόλμα ο θάνατος να προσεγγίση εις τον Χριστόν, μη βουλομένου Αυτού· δεύτερον δε δια να δείξη, ότι δεν αποθνήσκει χωρίς την θέλησίν του, όπως οι άλλοι άνθρωποι. Διότι οι μεν άλλοι άνθρωποι πρώτον αποθνήσκουσι και τότε κλίνουσι την κεφαλήν, ο δε Χριστός, επειδή εκουσίως απέθνησκε, πρώτον έκλινε την κεφαλήν, ο δε Χριστός, επειδή εκουσίως απέθνησκε, πρώτον έκλινε την κεφαλήν και μετά απέθανε. Συμπληρώνει δε και ο θείος Λουκάς την τελευταίαν φράσιν του Κυρίου, λέγων. «Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε· Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου. Και ταύτα ειπών εξέπνευσεν» (Λουκ. κγ: 46). Διατί ο Κύριος, όταν έμελλε να αποθάνη, εβόησε μεγαλοφώνως; Δια να δείξη, ότι μετ’ εξουσίας αφήνει την ψυχήν. Διατί δε είπεν, ότι εις χείρας του Πατρός παρατίθεμαι ταύτην; Επειδή προ του Σταυρού είπεν προς τους Ιουδαίους· «Εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν» (Ιωάν. ι: 17). Ταύτην την φωνήν προλέγων ο Προφήτης Δαβίδ, είπεν εν τω τριακοστώ Ψαλμώ· «Εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου» (Ψαλμ. λ: 6). «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη» (Ματθ. κζ: 51 – 52). Ίδετε πόσα φοβερά σημεία διηγείται ο Ευαγγελιστής, ότι έγιναν, αφ’ ης στιγμής εξέπνευσεν ο Χριστός; Πρώτον, ότι το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη· δεύτερον, ότι η γη εσείσθη· τρίτον, ότι αι πέτραι εσχίσθησαν· τέταρτον, ότι τα μνημεία ηνεώχθησαν· και πέμπτον, ότι όχι μόνον απλώς ηνεώχθησαν οι τάφοι, αλλά και πολλά σώματα των κεκοιμημένων Αγίων ηγέρθησαν. Και ως προς το πρώτον, ίσως θέλει ερωτήσει τις, τι ήτο εκείνο το καταπέτασμα, όπερ λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι εσχίσθη εις δύο, από άνωθεν έως κάτω; Και λέγομεν εις αυτό, ότι ο Ναός του Σολομώντος, περί του οποίου λέγει και ο Απόστολος Παύλος εις το ένατον κεφάλαιον της προς Εβραίους Επιστολής, εις δύο μέρη ήτο κεχωρισμένος· και εις μεν το εν μέρος, το οποίον ωνομάζετο Άγια, εστέκοντο οι ιερείς και ο κοινός λαός όλον τον χρόνον· εις δε το άλλο, όπερ ωνομάζετο Άγια Αγίων, μόνος ο Αρχιερεύς εισήρχετο μετά μεγάλης ευλαβείας, μίαν φοράν τον χρόνον (Εβραίους θ: 1 – 7), καθώς χρεωστούμεν να εισερχώμεθα και ημείς εις το άγιον Βήμα μετά μεγάλης προσοχής και καθαρότητος. Ανά μέσον λοιπόν των δύο τούτων μερών ήτο βημόθυρον μέγα ηπλωμένον και εχώριζε τον επίλοιπον Ναόν από το μέρος του Βήματος, καθώς έχομεν και ημείς το τέμπλον με τας Εικόνας του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, προς χωρισμόν του Βήματος. Εκείνο λοιπόν το Βημόθυρον το μέγα ωνομάζετο καταπέτασμα, ήτο δε τούτο υφασμένον εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου, καθώς προστάζει ο Μωϋσής εις το εικοστόν έκτον κεφάλαιον της Εξόδου (κστ΄ 1) να το υφαίνωσιν. Αυτό λοιπόν εσχίσθη τότε εις δύο, από άνωθεν έως κάτω. Και τούτο διατί; Κατά δύο τρόπους· αφ’ ενός μεν, διότι, καθώς είχον συνήθειαν οι Εβραίοι, όταν ήθελαν ακούσει βλασφημίαν τινά μεγάλην, να σχίζωσι τα ενδύματά των, όπως το έκαμε και ο αρχιερεύς Καϊάφας, κρινομένου του Χριστού υπ’ αυτού, κατά τον τρόπον τούτον και το καταπέτασμα του Ναού, βλέπον τότε την πολλήν παρανομίαν των θεοκτόνων Ιουδαίων και μη υπομένον την τοιαύτην αδικίαν, εσχίσθη· αφ’ ετέρου δε, διότι το πράγμα εκείνο εσήμαινε την παντελή ερήμωσιν του Ναού. Διότι, όπως σχισθέντος εκείνου, είδον πάντες και καθαροί και ακάθαρτοι τα αόρατα εις τους πολλούς οφθαλμούς, ούτω και του Ναού ερημωθέντος θέλουσι πατήσει ένδον αυτού οι πόδες των βεβήλων Εθνών, όπερ επληρώθη, ότε ο Τίτος, ο υιός του Ουεσπασιανού Καίσαρος, ηχμαλώτισε την Ιερουσαλήμ. Διατί δε εσείσθη η γη; Δια να δείξη, ότι ο επί Σταυρού ηπλωμένος είναι Δημιουργός ταύτης· άμα δε και δια να πληρωθή και η προφητεία του Προφήτου Αγγαίου, όστις εις το δεύτερον κεφάλαιον αυτής ως εκ προσώπου του Χριστού λέγει· «Έτι άπαξ εγώ σείω τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και την ξηράν» (Αγγαίος β: 6). Και του Αββακούμ ειπόντος· «Έστη και εσαλεύθη η γη» (Αββακούμ γ: 6). Διότι του Τιμίου Σταυρού ταθέντος, εσαλεύθη η γη. Αι δε πέτραι εσχίσθησαν, σημαίνουσαι ότι ούτω και αι λίθιναι καρδίαι των εθνών θέλουσι διανοιχθή, προς υποδοχήν του Ευαγγελικού κηρύγματος. Ω πόσα σημεία εγένοντο τότε, ευλογημένοι Χριστιανοί, οι δε αγνώμονες Ιουδαίοι έμειναν αμετανόητοι! Η γη εσείετο, αι πέτραι εσχίζοντο, τα πάντα συνέπασχον τω τα πάντα κτίσαντι, οι δε Εβραίοι μόνοι υπήρχον αναίσθητοι. Ταύτα προορών ο Προφήτης Ιερεμίας προεφήτευε λέγων· «Εξέστη ο ουρανός επί τούτω και έφριξεν επί πλείον σφόδρα, λέγει Κύριος, ότι δύο και πονηρά εποίησεν ο λαός μου· εμέ εγκατέλιπον, πηγήν ύδατος ζωής και ώρυξαν εαυτούς λάκκους συντετριμμένους, οι ου δυνήσονται ύδωρ συνέχειν» (Ιερεμίας β: 12- 13). Ουχί δε μόνον ταύτα τα σημεία, τα οποία είπον, είδον οι παράνομοι και δεν επίστευσαν, αλλά και το θαυμαστότερον, ότι και πολλοί τάφοι ηνεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων Αγίων ηγέρθησαν και ουδ’ ούτω κατεμαλάχθη η πεπωρωμένη και ασύνετος αυτών καρδία. Όντως, ως λέγουσι και οι Προφήται Δαβίδ και Ησαΐας, ο μεν εις τον εκατοστόν τριακοστόν τέταρτον Ψαλμόν, ο δε εις το έκτον κεφάλαιον «οφθαλμούς είχον και ουκ έβλεπον· ώτα είχον και ουκ ήκουον» (Ψαλμ. ρλδ: 16 – 17, Ησαΐας στ: 10). Διότι επαχύνθη η ασύνετος αυτών καρδία. Και διατί ανεστήθησαν οι νεκροί; Διότι προεσήμαινον την ανάστασιν των εν άδη κατεχομένων ψυχών, άμα δε και δια να πληρωθή και η προφητεία του Ησαΐου λέγοντος εν τω εικοστώ έκτω κεφαλαίω· «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις και ευφρανθήσονται οι εν τη γη» (Ησαΐας κστ: 19), τουτέστιν οι Απόστολοι· ηυφράνθησαν δε, διότι είδον τον Χριστόν αναστάντα. Θέλει δε ίσως απορήσει τις εις τούτο· οι Άγιοι εκείνοι, οίτινες ανέστησαν τότε, καθώς γράφουσιν οι Ευαγγελισταί, τι εγένοντο; Έζησαν μετά ταύτα πάλιν επί της γης ή απέθανον; Και πότε ανέστησαν, προ της Αναστάσεως του Χριστού ή μετά την Ανάστασιν Αυτού; Και ο μεν Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει, ότι πριν να αναστή ο Χριστός εκ των νεκρών, ανέστησαν εκείνοι· πλην είναι δυσπαράδεκτος ούτος ο λόγος, διότι αφού ο Απόστολος Παύλος ονομάζει τον Χριστόν πρωτότοκον των νεκρών, πως ήτο δυνατόν να αναστηθώσιν άλλοι τινές προ Αυτού; Μάλιστα δε και του Χριστού μη ελευθερώσαντος ακόμη τότε τας ψυχάς αυτών εκ του Άδου, μετά ποίων ψυχών ανέστησαν; Το αληθές όμως είναι, ότι μετά την Ανάστασιν του Χριστού ανέστησαν και εκείνοι, διότι και ο Άγιος Επιφάνιος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, εν τω εις την Θεόσωμον του Κυρίου Ταφήν λόγω αυτού, ούτω λέγει προς το τέλος· «Ταύτα και τα τοιαύτα του Δεσπότου λέγοντος, ανίσταται συν αυτώ ηνωμένος Αδάμ, συνανίσταται και Εύα· αλλά και πολλά σώματα των απ’ αιώνος Αγίων ανέστησε, κηρύττοντα την του Δεσπότου τριήμερον Ανάστασιν». Τούτο δε και αυτός ούτος ο Ευαγγελιστής Ματθαίος επιβεβαιοί, διότι ευθύς μετά ταύτα λέγει. «Και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερσιν αυτού, εισήλθον εις την αγίαν πόλιν, και ενεφανίσθησαν πολλοίς» (Ματθ. κζ: 53). Βλέπεις ότι καθαρώς λέγει «Και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερσιν Αυτού»; Δηλαδή μετά την έγερσιν του Χριστού, πολλοί των κεκοιμημένων Αγίων ανέστησαν και εισήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και ενεφανίσθησαν εις πολλούς. Τούτο δε και ο Προφήτης Ωσηέ προεφήτευσεν, καθώς βλέπομεν εν τω έκτω κεφαλαίω της προφητείας αυτού, όπου λέγει· «Υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη ημέρα τη Τρίτη εξαναστησόμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού και γνωσόμεθα· διώξωμεν του γνώναι τον Κύριον» (Ωσηέ στ: 2 – 3). Διατί δε οι αναστηθέντες Άγιοι εισήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και ενεφανίσθησαν εις πολλούς; Δια να μη νομισθή, ότι κατά φαντασίαν ανέστησαν. Τι δε εγένοντο μετά ταύτα; Πάλιν απέθανον, ως λέγει ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος. Λέγουσι δε, ότι και ο Δίκαιος Ιώβ ανέστη τότε μετά των άλλων Αγίων, καθώς το μαρτυρεί η Βίβλος αυτού, λέγουσα εν τω τέλει· «Γέγραπται δε αυτόν πάλιν αναστήσεσθαι μεθ’ ων ο Κύριος ανίστησιν» (Ιώβ μβ: 18). «Ο δε εκατόνταρχος και οι μετ’ αυτού τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες· Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ: 54). Τον καιρόν, κατά τον οποίον έπασχε ταύτα ο Χριστός υπό των παρανόμων Ιουδαίων, ήτο εκατόνταρχος, ήτοι πρώτος επάνω εις εκατόν στρατιώτας, ο Άγιος Λογγίνος, όστις μετά ταύτα πιστεύσας εμαρτύρησεν υπέρ του ονόματος του Χριστού, εορτάζεται δε κατά την δεκάτην έκτην του μηνός Οκτωβρίου. Ούτος λοιπόν, κατά προσταγήν του Πιλάτου, περίστατο εις την Σταύρωσιν μετά των στρατιωτών αυτού δια να μη γίνη σύγχυσις του λαού. Βλέπων δε ούτος τον ήλιον σκοτιζόμενον, την γην σειομένην και τας πέτρας σχιζομένας, εφοβήθη και αυτός και οι στρατιώται αυτού, διο και εβόησε δια φωνής μεγάλης· «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος». Ω της πωρώσεως των αγνωμόνων Ιουδαίων! Οι εθνικοί στρατιώται επίστευσαν μετά του εκατοντάρχου και οι αρχιερείς, οι λέγοντες ότι γνωρίζουν τον Νόμον και τους Προφήτας, απετυφλώθησαν. Που είναι εκείνοι, όπου έλεγον, ας κατέβη από τον Σταυρόν να πιστεύσωμεν εις Αυτόν; Διατί τώρα, βλέποντες τοσαύτα θαύματα, δεν πιστεύουν; Πρεπόντως ελέγομεν, ότι όχι εκ πίστεως έλεγον τον λόγον εκείνον, ούτε είχον σκοπόν αληθινόν να πιστεύσουν, αλλά μόνον χάριν γέλωτος και προς χλευασμόν τα έλεγον. Διότι εάν ήθελον να ίδωσι θαύμα και να πιστεύσουν, ιδού ας ίδωσι τώρα, όχι θαύμα εν, αλλά θαύματα πέντε, το καταπέτασμα σχιζόμενον, την γην σειομένην, τας πέτρας σχιζομένας, τα μνήματα ανοιγόμενα, τους νεκρούς ανισταμένους. «Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ· ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου» (Ματθ. κζ: 55 – 56). Περί των Αγίων τούτων Γυναικών, αίτινες παρευρίσκοντο εις την Σταύρωσιν του Κυρίου, ωμιλήσαμεν και προηγουμένως ερμηνεύοντες την ρήσιν του θείου Ευαγγελιστού Ιωάννου· «Ειστήκεισαν δε παρά τω Σταυρώ του Ιησού η Μήτηρ αυτού και η αδελφή της Μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή». Ποίαι δε είναι αι ενταύθα υπό του Ευαγγελιστού Ματθαίου ονομαστικώς αναφερόμεναι γυναίκες; Ήσαν, λέγει, εκεί γυναίκες πολλαί, μεταξύ των οποίων ήσαν Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου. Και περί μεν της Μαρίας της Μαγδαληνής και της μητρός των υιών Ζεβεδαίου ευκόλως δύναται να εννοήση τις ποίαι είναι, διότι η μεν Μαρία η Μαγδαληνή πολλάκις εν τω ιερώ Ευαγγελίω αναφέρεται και εορτάζεται αύτη κατά την κβ΄ (22αν) Ιουλίου, οι δε υιοί Ζεβεδαίου είναι οι Άγιοι Απόστολοι Ιάκωβος και Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, τούτων δε η μήτηρ παρηκολούθει την Σταύρωσιν του Κυρίου. Περί δε του ότι η ονομαζομένη ενταύθα «Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ» είναι αυτή αύτη η Κυρία Θεοτόκος ολίγοι γνωρίζουσιν. Ότι δε την Θεοτόκον ονομάζουν ενταύθα οι Ευαγγελισταί μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, μαρτυρεί τούτο ο Ιερός Χρυσόστομος και ο Θεοφύλακτος, καθώς και άλλοι τινές, αν και άλλοι άλλως λέγουσι. Την ονομάζουν δε οι Ευαγγελισταί ούτω κεκαλυμμένως μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, δια να μη συκοφαντούν οι Ιουδαίοι την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Θεότητα. Ήσαν δε ο Ιάκωβος και ο Ιωσής τέκνα του Ιωσήφ εκ της προτέρας αυτού γυναικός και καθώς ούτοι Αδελφόθεοι ωνομάζοντο, δια την νομιζομένην συγγένειαν αυτών μετά του Κυρίου, ούτω και ως τέκνα της Θεοτόκου εθεωρούντο, διότι η Θεοτόκος μετά του Ιωσήφ ανέτρεφον αυτούς. Αύται λοιπόν είναι αι ονομαστικώς αναφερόμεναι γυναίκες. Πλην όμως τούτων, ήσαν και άλλαι πολλαί, αι οποίαι ηκολούθουντον Ιησούν από της Γαλιλαίας· ίσταντο δε αύται μακρόθεν και παρηκολούθουν τα γινόμενα δια τον φόβον των Ιουδαίων. Οι δε σκληροκάρδιοι Ιουδαίοι μη αρκούμενοι εις όσα μέχρι της Σταυρώσεως κατά του Κυρίου διέπραξαν και μη θέλοντες να μείνωσι τα σώματα και κατά την ημέραν του Σαββάτου επί του Σταυρού, εζήτησαν την άδειαν του Πιλάτου, δια να συντρίψωσι τα σκέλη αυτών και επιφέρωσιν ούτω ταχύτερον τον θάνατον των καταδίκων, καθώς τούτο μαρτυρεί ο θείος Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγων. «Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν» (Ιωάν. ιθ: 31). Επειδή τότε ήτο η εσπέρα της Παρασκευής, η δε επομένη ήτο η μεγάλη και τετιμημένη ημέρα του Σαββάτου, δια να μη απομείνωσι τα σώματα εις τον Σταυρόν έως την μεθεπομένην, δια τούτο επήγαν οι Ιουδαίοι και παρεκάλεσαν τον Πιλάτον να τους δώση εξουσίαν, να συντρίψωσι τους πόδας των καταδίκων, δια να τελειωθώσιν το ταχύτερον. Διατί δε ηγωνίζοντο να καταβιβάσωσι τα σώματα από τους σταυρούς; Δια να φανώσιν οι παράνομοι, ότι φυλάττουσι τον Μωσαϊκόν· διότι ούτω ο Μωϋσής παραγγέλλει εις το εικοστόν πρώτον κεφάλαιον του Δευτερονομίου λέγων· «Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτόν εν τη ημέρα εκείνη» (Δευτ. κα: 22 – 23). Ήτοι, εάν γίνη εις τινα άνθρωπον κρίσις θανάτου, δια τι πταίσιμον και τον σταυρώσετε και αποθάνη, να μη αφήσετε το σώμα του να μείνη εις τον Σταυρόν, αλλά να το καταβιβάσετε και να το θάψετε εν τη ημέρα εκείνη. Δια τούτο και εις το ένατον κεφάλαιον του Ιησού του Ναυή γράφεται, ότι ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, όταν επολεμούσε την Λαΐπολιν και συνέλαβε τον βασιλέα αυτής και τον εσταύρωσε, δεν άφησε το σώμα του να μείνη επί του σταυρού έως την πρωΐαν, αλλά δύοντος του ηλίου προσέταξεν ο Ιησούς να καταβιβάσουν το σώμα αυτού από του ξύλου, τούτου δε γενομένου έρριψαν αυτό εις τον λάκκον. Δια την αιτίαν λοιπόν ταύτην εβιάζοντο να καταβιβάσουν τα σώματα. Επειδή δε οι λησταί ακόμη έζων, δια τούτο εζήτουν την άδειαν να θραύσουν τους πόδας αυτών, δια να αποθάνουν και αν δεν αποθάνουν, να μείνουν άχρηστοι. «ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη» (Ιωάν. ιθ: 32 – 33). Ελθόντες λοιπόν οι στρατιώται συνέτριψαν τους πόδας και των δύο ληστών· θέλοντες δε να συντρίψουν και τους πόδας του Ιησού, ως είδον ότι είχεν αποθάνει, δεν συνέτριψαν τους πόδας Αυτού, ίνα πληρωθή ο λόγος του Προφήτου Μωϋσέως, τον οποίον λέγει εις το δωδέκατον κεφάλαιον της Εξόδου, και εις το ένατον των Αριθμών· «Οστούν ου συντριβήσεται απ’ αυτού» (Εξ. ιβ: 10, Αρ. θ: 12). «Αλλ’ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ» (Ιωάν. ιθ: 34). Διατί ο στρατιώτης ένυξε δια της λόγχης την πλευράν του Κυρίου; Δια δύο λόγους· πρώτον μεν, προς χάριν των Ιουδαίων, δεύτερον δε, ίνα ίδη, εάν εισέτι αναπνέη και αισθάνεται. Διατί δε εχύθη εκ της πλευράς του Χριστού αίμα και ύδωρ; Το μεν αίμα ίνα δείξη αυτόν ως άνθρωπον (διότι των ανθρώπων ίδιον είναι το αίμα), το δε ύδωρ, ίνα δείξη αυτόν ως υπέρ άνθρωπον. Διότι δεν είναι δυνατόν να χυθή εκ σώματος νεκρού ανθρώπου ύδωρ. Είναι όμως και έτερος λόγος, ο εξής· επειδή ο Χριστός εβαπτίσθη δύο βαπτίσματα, το δι’ ύδατος εις τον Ιορδάνην υπό Ιωάννου, και το δι’ αίματος επί του Σταυρού υπό των Ιουδαίων, δια τούτο και νυν δεικνύων ταύτα τα δύο βαπτίσματα, ανέβλυσεν εκ της αχράντου Αυτού πλευράς αίμα και ύδωρ. Διατί δε κατεδέχθη ο Κύριος να κεντηθή με την λόγχην εις την πλευράν; Ίνα ιατρεύση την πλευράν του Αδάμ, δηλαδή το παράπτωμα της Εύας· τούτο δε διότι, όταν ύπνωσεν ο παλαιός Αδάμ εις τον Παράδεισον, τότε ελήφθη η πλευρά αυτού και επλάσθη η Εύα. Δια τούτο και του νέου Αδάμ Χριστού, κοιμηθέντος επί του Σταυρού, νύττεται η πλευρά, ίνα αναπλασθή η Εύα· συγχρόνως δε, ίνα πληρωθή και η προφητεία του Προφήτου Ζαχαρίου, ειπόντος ως εκ προσώπου του Χριστού· «Και επιβλέψονται προς με (εις ον εξεκέντησαν) ανθ’ ων κατωρχήσαντο» (Ζαχαρίου ιβ: 10). «Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἀριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ Ἰησοῦ· οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα» (Ματθ. κζ: 57 – 58). Όταν δε ενύκτωσε, ήτοι κατά το εσπέρας της Παρασκευής, ήλθεν άνθρωπος τις, πλούσιος από την Αριμαθαίαν πόλιν, ευσχήμων βουλευτής των Ιουδαίων, ο οποίος ήτο και Μαθητής του Χριστού κεκρυμμένος, ονομαζόμενος Ιωσήφ και εζήτησεν από τον Πιλάτον το Σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να δοθή το Σώμα του Κυρίου. Προσθέτει δε ενταύθα ο θείος Ευαγγελιστής Μάρκος και τα εξής. «ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ» (Μάρκ. ιε: 44 – 45). Ακούσας δηλαδή ο Πιλάτος, ότι ο Ιησούς απέθανεν, εθαύμασε, διότι τόσον ταχέως επήλθεν ο θάνατος αυτού και προσκαλέσας τον κεντυρίωνα ηρώτησεν αυτόν δια να βεβαιωθή, ότι πράγματι απέθανε και πληροφορηθείς τούτο και απ’ αυτού εχάρισεν εις τον Ιωσήφ το Σώμα του Ιησού. «Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. Ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου» (Ματθ. κζ: 59 – 61). Λαβών ο Ιωσήφ το Σώμα του Κυρίου, κατεβίβασεν αυτό από του Σταυρού. Ήλθε δε τότε και ο Νικόδημος φέρων αρώματα εκ σμύρνης και αλόης, ως μαρτυρεί τούτο ο θείος Ιωάννης λέγων· «ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ιωάν. ιθ: 39 – 40). Ο Ιωσήφ λοιπόν και ο Νικόδημος ενετύλιξαν το Σώμα του Ιησού εις λευκήν και καθαράν σινδόνα και αλείψαντες αυτό δια των αρωμάτων, έθηκαν αυτό ευλαβώς εις έτοιμον καινουργές μνημείον, το οποίον ήτο πελεκημένον επί της πέτρας. Προσεκύλισαν δε και λίθον μέγαν, τον οποίον έβαλαν επάνω του Τάφου. Και αύτη μεν είναι η ερμηνεία των λέξεων· ας ερευνήσωμεν όμως και λεπτομερώς την σημασίαν αυτών. Πρώτον, διατί λέγουν οι Ευαγγελισταί ότι ήτο πλούσιος ο Ιωσήφ. Δεύτερον, διατί λέγει, ότι ήτο από την Αριμαθαίαν πόλιν. Τρίτον, τι σημαίνει ευσχήμων και βουλευτής. Τέταρτον, διατί δεν επήγεν άλλος τις από τους ένδεκα Μαθητάς του Χριστού να ζητήση το Σώμα του Ιησού από τον Πιλάτον, αλλ’ ο Ιωσήφ ούτος. Πέμπτον, διατί ηρώτησεν ο Πιλάτος τον κεντυρίωνα, εάν απέθανε ο Χριστός. Έκτον, τι σημαίνει κεντυρίων. Έβδομον, ποίος είναι αυτός ο Νικόδημος, όστις εβοήθησε τον Ιωσήφ εις την αποκαθήλωσιν και τον ενταφιασμόν του Κυρίου και πότε επήγεν εις τον Χριστόν και συνωμίλησε μετ’ αυτού. Όγδοον, διατί ετύλιξαν το Σώμα του Κυρίου μετά λευκής και καθαράς σινδόνος και διατί το ήλειψαν δια σμύρνης και αλόης. Ένατον, διατί έθαψαν τον Χριστόν εις καινουργή Τάφον και έτοιμον. Δέκατον, διατί εσκέπασαν τον Τάφον μετά λίθου μεγάλου. Τα δέκα ταύτα ζητήματα έχομεν να λύσωμεν και προσέχετε να τα μάθητε. Πτώτον ζήτημα έχομεν να λύσωμεν το διατί οι Ευαγγελισταί λέγουν, ότι ο Ιωσήφ ήτο πλούσιος· απαντώμεν δε εις τούτο, ότι αναφέρουν τούτο οι Ευαγγελισταί, δια να εννοήσωμεν τα ελατήρια από τα oποία παρεκινήθη ο Ιωσήφ δια να ζητήση το Σώμα του Ιησού. Πληροφορούμεθα λοιπόν εκ τούτου ότι επειδή ήτο πλούσιος και είχε παρρησίαν προς τον Πιλάτον, απετόλμησε και επήγε προς αυτόν και του το εζήτησεν. Αλλά ίδετε και την καλήν προαίρεσιν αυτού και την αγάπην, την οποίαν είχε προς τον Χριστόν. Διότι δεν εφοβήθη, συλλογισθείς, πως να ζητήσω το Σώμα του Ιησού, ο οποίος εσταυρώθη ως αποστάτης της βασιλείας; Ο Πιλάτος τον εσταύρωσεν ως στασιαστήν κατά του Καίσαρος και εγώνα υπάγω να ζητήσω το Σώμα Αυτού, να είπουν ότι είμαι συγκοινωνός της αποστασίας; Και εάν μεν ήμην πτωχός, ίσως να μη έκαμνε τίποτε εναντίον μου ο Πιλάτος, διότι τον πτωχόν δεν τον ζηλεύει κανείς. Αφού όμως έχω πλούτον, τον οποίον πας τις φθονεί, πως να αποτολμήσω τοιούτο έργον, ένεκεν του οποίου είναι δυνατόν να παρακινηθή να αρπάση την περιουσίαν μου; Δεν εφοβήθη, λέγω, τοιαύτα συλλογιζόμενος, αλλά ως έχων αγάπην προς τον Χριστόν, καθό μαθητής εν τω κρυπτώ όπου ήτο και αυτός, απετόλμησε και επήγεν, έχων θάρρος εις την παρρησίαν του. Δεύτερον ζήτημα έχομεν, το διατί λέγουσιν οι Ευαγγελισταί ποία ήτο η πατρίς του Ιωσήφ. Λέγομεν δε εις τούτο, ότι τον καιρόν εκείνον ήσαν και άλλοι Ιουδαίοι, άρχοντες και πλούσιοι, φέροντες το όνομα Ιωσήφ· ίνα μη λοιπόν νομίσωμεν, ότι δια άλλον τινά λέγουσι, δια τούτο είπον και την πατρίδα αυτού, Αριμαθαίαν λεγομένην, όπερ σημαίνει Εβραϊστί: «Σήκωσε εκείνο».Τρίτον ζήτημα έχομεν τι σημαίνει, ευσχήμων και βουλευτής. Ευσχήμων μεν λέγεται ο σεμνός και ευλαβής, ήτοι εκείνος, τον οποίον ευλαβούνται πάντες από το ήθος του προσώπου, ο άμεμπτος, δηλαδή ακατηγόρητος, εις τα μέτρα και τας θέσεις των μελών του σώματος και ο επίσημος και ονομαστός εις πολλούς ανθρώπους του τόπου εκείνου. Δια τούτο και ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το δέκατον τρίτον κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων ευσχήμονας ονομάζει τας πλουσίας και ενδόξους γυναίκας των Αντιοχέων της Πισιδίας, λέγων· «Οι δε Ιουδαίοι παρώτρυναν τας σεβομένας γυναίκας και τας ευσχήμονας και τους πρώτους της πόλεως και επήγειραν διωγμόν επί τον Παύλον και τον Βαρνάβαν» (Πράξ. ιγ: 50). Ομοίως και εις το δέκατον έβδομον κεφάλαιον των αυτών Πράξεων, ευσχήμονας ονομάζει τας γυναίκας των Βεροιαίων, λέγων· «Πολλοί μεν ουν εξ αυτών επίστευσαν και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και ανδρών ουκ ολίγοι» (Πραξ. ιζ: 12). Το δε βουλευτής, ως λέγει ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, ήτο αξία τις, μάλλον δε υπηρεσία, κατά την οποίαν ο έχων ηναγκάζετο εκ της βασιλείας να επιβλέπη τα περί της καλής λειτουργίας της αγοράς και της πόλεως εν γένει. Εκ ταύτης δε της υπηρεσίας και κίνδυνος ηκολούθει εις τον έχοντα ταύτην, διότι εάν πουέ ήθελε παρατηρηθεί έλλειψις τροφίμων ή και των άλλων ειδών πρώτης ανάγκης από την αγοράν ή επήρχετο ανωμαλία τις εις την πληρωμήν των φόρων, ετιμωρείτο υπό της ηγεμονίας ο βουλευτής εκείνος. Το δε τέταρτον, διατί δεν επήγε τις από τους ένδεκα Μαθητάς του Χριστού να ζητήση το Σώμα Αυτού από τον Πιλάτον, αλλ’ ούτος ο Ιωσήφ, είναι αυτονόητον. Διότι οι μεν Μαθηταί ήσαν κεκρυμμένοι εις τον οίκον του Ζεβεδαίου και ουδείς ετόλμα να εξέλθη δια τον φόβον των Ιουδαίων, μήπως τους συλλάβωσιν ως συναποστάτας του Χριστού· ούτος δε επειδή δεν ήτο φανερός Μαθητής, αλλά κεκρυμμένος, δια τούτο δεν είχε και τον φόβον να τον υποπτευθή τις, ούτε ο Πιλάτος, ούτε οι Ιουδαίοι, ως συμμέτοχον της δήθεν αποστασίας του Χριστού. Μάλλον δε ως έχων παρρησίαν και γνωριμίαν προς τον Πιλάτον από τον πλούτον και το αξίωμά του, δια τούτο απετόλμησε και εζήτησε το Σώμα του Κυρίου να το θάψη, ίνα μη λάβωσιν αυτό και το ατιμάσωσιν οι θεομάχοι Εβραίοι. Περί δε του πέμπτου, διατί ηρώτησεν ο Πιλάτος τον κεντυρίωνα, εάν απέθανεν ο Χριστός, λέγομεν, ότι ενόμιζεν ο Πιλάτος ότι ο Χριστός ακόμη ζη και δια τούτο θέλει ο Ιωσήφ να τον καταβιβάση. Φοβούμενος λοιπόν μήπως αφεθή ο Χριστός και γίνη πάλιν σύγχυσις εκ μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων, δια τούτο ηρώτησεν εάν έχη ώραν, όπου ετελεύτησε. Αφού δε επληροφορήθη, ότι πράγματι απέθανε, τότε εχάρισεν εις αυτόν το νεκρόν Σώμα. Του έκτου δε ζητήματος η λύσις είναι η εξής. Κεντυρίων, κατά την γλώσσαν των Ρωμαίων, λέγεται ο εκατόνταρχος, διότι οι Ρωμαίοι τσέντουμ (κατ’ ακρίβειαν Centum) λέγουν τα εκατόν. Εκ του τσέντουμ λοιπόν και ο εκατόνταρχος λέγεται κεντυρίων. Μόνος δε ο Ευαγγελιστής Μάρκος ονομάζει τον εκατόνταρχον κεντυρίωνα, κατά την διάλεκτον των Ρωμαίων, επειδή ρωμαϊκώς έγραψε το κατ’ αυτόν Ευαγγέλιον. Επί δε του εβδόμου ζητήματος, το να μάθωμεν δηλαδή ποίος είναι ο Νικόδημος και πότε επήγε προς τον Χριστόν και συνωμίλησε μετ’ Αυτού, ας ακούσωμεν του Ευαγγελιστού Ιωάννου λέγοντος εις το τρίτον κεφάλαιον· «Ην δε άνθρωπος εκ των Φαρισαίων, Νικόδημος όνομα αυτώ, άρχων των Ιουδαίων· ούτος ήλθε προς τον Ιησούν νυκτός και είπεν αυτώ· Ραββί, (τουτέστι διδάσκαλε), οίδαμεν, ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος· ουδείς γαρ ταύτα τα σημεία δύναται ποιείν, α συ ποιείς, εάν μη η ο Θεός μετ’ αυτού» (Ιωάν. γ: 1 – 2). Όγδοον ζήτημα είναι, διατί ετύλιξαν το Σώμα του Κυρίου μετά λευκής καθαράς σινδόνος, και διατί μετά σμύρνης και αλόης ήλειψαν αυτό; Ότι μετά λευκής και καθαράς σινδόνος ενετύλιξαν αυτό, το έκαμαν δια την λαμπρότητα και καθαρότητα του Σώματος του Χριστού. Το ότι δε μετά σμύρνης και αλόης ήλειψαν αυτό, το έκαμαν διότι τοιαύτην συνήθειαν είχον τότε οι Εβραίοι, να αλείφωσι το λείψανον μετά σμύρνης και αλόης, όταν έμελλον να θάψωσιν αυτό. Διατί δε είχαν ταύτην την συνήθειαν, ακούσατε: Η σμύρνα είναι δάκρυον δένδρου τινός αρωματικού, το οποίον γίνεται εις την Ευδαίμονα Αραβίαν· ομοίως δε και η αλόη, δάκρυον δένδρου είναι, ευρισκομένου εις εκείνα τα μέρη. Έχουσι δε και τα δύο ταύτα πολλάς θεραπευτικάς ιδιότητας, τας οποίας γνωρίζουσιν οι μετερχόμενοι την ιατρικήν τέχνην. Εκτός όμως των θεραπευτικών αυτών ιδιοτήτων, έχουν και τα εξής δύο ιδιώματα, είναι και πικρά είναι και κολλητικά. Δια να δεικνύωσι λοιπόν οι Εβραίοι, ότι αν δεν πικρανθή εις την γην ταύτην ο άνθρωπος, εκ της στερήσεως των ηδονών, δεν δύναται να κολλήση η ψυχή αυτού όπισθεν του Θεού, ως λέγει και ο Δαβίδ· «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ:9), δια τούτο αλείφοντες το λείψανον μετά τούτων, έθαπτον αυτό. Και την συνήθειαν μεν ταύτην είχον οι Ιουδαίοι· όμως το να αλείψωσι το Σώμα του Χριστού δια της σμύρνης και της αλόης, ώστε να κολλήση το λεπτόν και καθαρόν εκείνο σάβανον εις το Σώμα Αυτού, ήτο θεία οικονομία. Διότι, εφ’ όσον οι φθονεροί Ιουδαίοι έμελλον να είπωσιν, ότι οι Μαθηταί έκλεψαν το Σώμα του Κυρίου, δια τούτο ηυδόκησεν ο ίδιος να γίνη η κόλλησις της σινδόνος, ίνα όταν αναστάς αφήση αυτήν εις τον κενόν τάφον, να δείξη, ότι όχι οι Μαθηταί έκλεψαν αυτό, αλλ’ ότι μόνος ως αυτεξούσιος ανέστη. Διότι πως ήθελον δυνηθή οι Μαθηταί, οι κεκρυμμένοι από τον φόβον των Ιουδαίων, να κλέψουν το Σώμα του Χριστού, εφόσον οι στρατιώται εφύλασσον τον Τάφον; Εάν δε και διέλαθον της προσοχής των στρατιωτών και έκλεψαν αυτό, τίνος ένεκεν δεν το επήραν ομού μετά του καθαρού εκείνου σαβάνου, αλλά γυμνόν; Ποτέ δεν ήτο δυνατόν, των στρατιωτών φυλασσόντων, να είχον τοσαύτην ευχέρειαν, ώστε να εκτυλίξωσι τα εντάφια, και ταύτα μάλιστα κεκολλημένα. Δια να αποστομούνται λοιπόν οι Ιουδαίοι οι συκοφάνται, λέγοντες, ότι οι Μαθηταί έκλεψαν το Σώμα του Χριστού, δια τούτο ηυδόκησεν Αυτός μόνος να το αλείψωσι τοιουτοτρόπως μετά των κολλητικών εκείνων αρωμάτων. Τούτον τον δια της σμύρνης ενταφιασμόν προβλέπων και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει εν τω τεσσαρακοστώ τετάρτω Ψαλμώ· «Σμύρνα και στακτή και κασία από των ιματίων σου» (Ψαλμ. μδ: 9). Αυτό προεσήμαινε και το τρίτον δώρον των Μάγων, η σμύρνα δηλαδή, την οποίαν προσέφερον ούτοι εις τον Χριστόν κατά την εκ της Παρθένου Γέννησιν Αυτού. Ένατον ζήτημα είναι, διατί έθαψαν τον Χριστόν εις καινουργή και έτοιμον Τάφον, εις τον οποίον άλλος άνθρωπος ποτέ δεν ετάφη; Τούτο έκαμαν και έθαψαν τον Χριστόν εις Τάφον καινουργή, ίνα όταν αναστή, να μη λέγωσιν οι Ιουδαίοι, ότι άλλος ανέστη εκ του Τάφου και ουχί ο Χριστός. Γράφεται δε και έτερος λόγος, εις το δέκατον τρίτον κεφάλαιον του Δ΄ Βιβλίου των Βασιλειών, είναι δε ούτος ο εξής· Μετά τον θάνατον του Προφήτου Ελισσαίου, άνθρωποι τινες εφόνευσαν άλλον άνθρωπον και θέλοντες να κρύψουν το σώμα αυτού, το έθαψαν μέσα εις τον τάφον, εις τον οποίον ήτο τεθαμμένος ο Προφήτης. Ευθύς όμως ως το λείψανον του νεκρού ήγγισεν εις τα οστά του Προφήτου, παρευθύς ανέστη ο φονευθείς νεκρός. Ίνα μη λοιπόν και τώρα λέγωσιν οι χριστοκτόνοι Ιουδαίοι, ότι η χάρις των οστών του από πολλού τεθαμμένου εις τον τάφον εκείνον νεκρού ανέστησε τον Χριστόν, δια τούτο ηυδόκησε μόνος να ταφή εις νεοκατεσκευασμένον Τάφον, εις τον οποίον δηλονότι δεν ετάφη άλλος ποτέ. Διατί δε και εις έτοιμον τάφον έθαψαν Αυτόν; Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λύει την απορίαν ταύτην λέγων. «ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν» (Ιωάν. ιθ: 41 – 42). Ήτοι, εκεί όπου εσταύρωσαν τον Χριστόν, ήτο κήπος και μέσα εις τον κήπον ήτο τάφος καινουργής, εις τον οποίον κανείς άλλος δεν είχε ταφεί. Εκεί λοιπόν έθαψαν τον Χριστόν δια δύο αιτίας· μίαν μεν, διότι ήτο εκεί πλησίον ο τόπος· δεύτερον δε, διότι ήτο η εσπέρα της Παρασκευής και δεν τους επέτρεπεν ο καιρός, Εβραίους όντας, να σκάψωσιν άλλον τάφον. Τους ημπόδιζεν ο Μωσαϊκός Νόμος, όστις εις το εικοστόν κεφάλαιον της Εξόδου επιτάσσει· «Μνήσθητι τὴν ἡμέρα τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. εξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου» (Έξοδος κ: 8 – 10). Αλλ’ ίδετε και την σοφίαν του Κυρίου, πως και προ της Σταυρώσεως εις κήπον παρεδόθη και εν τη Σταυρώσει εις κήπον εσταυρώθη και μετά την Σταύρωσιν εις κήπον ετάφη. Και τούτο διατί; Διότι και ο διάβολος εις κήπον εξηπάτησε τον Αδάμ και την Εύαν, δια τούτο λοιπόν και ο Χριστός εις κήπον παρεδόθη, εις κήπον εσταυρώθη και εις κήπον ετάφη, ίνα επαναγάγη πάλιν αυτούς εις τον πρότερον τόπον. Και όπως εις ξένον σπήλαιον εγεννήθη, ούτω και τώρα εις ξένον μνημείον ετάφη, ίνα εις τον ξενιτεύσαντα του Παραδείσου Αδάμ χαρίση την προτέραν διαγωγήν. Δίκαιον ζήτημα είναι, διατί εσκέπασαν τον Τάφον μετά λίθου και ουχί απλώς λίθου, αλλά και μεγάλου; Δια δύο λόγους· πρώτον μεν, κατ’ ευδοκίαν Θεού, ίνα μη όντος του Τάφου ανεωγμένου, λάβη χώραν η συκοφαντία της κλοπής, διότι ήθελον είπει οι Ιουδαίοι, ότι δια τούτο άφησαν τον Τάφον ασκέπαστον, ίνα, πορευθέντες οι Μαθηταί εν τη νυκτί, κλέψωσιν ευκόλως το Σώμα του Ιησού· δεύτερον δε, διότι ο Χριστός ονομάζεται εις την Θείαν Γραφήν Λίθος ακρογωνιαίος και Λίθος προσκόμματος και Πέτρα σκανδάλου, αφ’ ενός μεν διότι συνήψε τα διεστώτα μέρη, δηλαδή τα ουράνια και τα επίγεια, αφ’ ετέρου δε διότι πολλοί εσκανδαλίσθησαν εις τον καιρόν της Σταυρώσεως Αυτού. Δια τούτο λοιπόν και τώρα δια λίθου καλύπτεται, ίνα συντρίψη δι’ αυτού τας μύλας (δηλαδή τας σιαγόνας) των λεόντων, ήτοι των πονηρών δαιμόνων. Ότι δε ο Χριστός ονομάζεται Λίθος ακρογωνιαίος και Λίθος προσκόμματος και Πέτρα σκανδάλου μαρτυρούσιν αυτό αι Θείαι Γραφαί. Διότι ο μεν θεοπάτωρ Δαβίδ λέγει εις τον εκατοστόν δέκατον έβδομον (ριζ΄) Ψαλμόν· «Λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας» (Ψαλμ. ριζ: 22). Ο δε μεγαλοφωνότατος Ησαΐας λέγει εις τον όγδοον κεφάλαιον ούτως· «Και ουχ ως λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε αυτώ, ουδέ ως πέτρας πτώματι» (Ησαΐας η: 14), και πάλιν, εις το εικοστόν όγδοον κεφάλαιον· «Δια τούτο ούτω λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ εμβαλώ εις τα θεμέλια Σιών λίθον πολυτελή, εκλεκτόν, ακρογωνιαίον, έντιμον εις τα θεμέλια αυτής, και ο πιστεύων (επ’ Αυτώ) ου μη καταισχυνθή» (Ησαΐας κη: 16). Ότι δε οι Προφήται περί του Χριστού προεφήτευσαν ταύτα, ο ίδιος ο Χριστός το βεβαιώνει, καθώς το βλέπομεν εις το εικοστόν πρώτον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Ομοίως και ο πρωτοκορυφαίος Πέτρος επιβεβαιοί τούτο εις το δεύτερον κεφάλαιον της Καθολικής πρώτης Επιστολής αυτού λέγων· «Διότι περιέχει εν τη Γραφή· Ιδού τίθημι εν Σιών λίθον ακρογωνιαίον» (Α΄ Πέτρου β: 6), και μετ’ ολίγον «Ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας και λίθος προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου· οι προσκόπτουσι τω λόγω απειθούντες, εις ο και ετέθησαν» (Α΄ Πέτρου β: 7 – 8). Ωσαύτως και ο Απόστολος Παύλος εις το ένατον κεφάλαιον της προς Ρωμαίους Επιστολής γράφει· «Προσέκοψαν γαρ τω λίθω του προσκόμματος, καθώς γέγραπται· ιδού τίθημι εν Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου και πας ο πιστεύων επ’ αυτώ ου καταισχυνθήσεται» (Ρωμ. θ: 32 – 33). «Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης» (Ματθ. κζ: 62 – 64). Κατά την επομένην από της Σταυρώσεως ημέραν, ήτοι κατά το Σάββατον, συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και ελθόντες εις τον Πιλάτον, είπον προς αυτόν· «Αυθέντα, ενεθυμήθημεν, ότι εκείνος ο πλάνος, ότε ακόμη έζη, είπεν ότι όταν περάσουν τρεις ημέραι, θέλω αναστηθή. Πρόσταξε λοιπόν να φυλαχθή ο Τάφος έως της τρίτης ημέρας, ίνα μη υπάγωσι κατά την νύκτα οι Μαθηταί Αυτού και κλέψωσιν Αυτόν, είπωσι δε εις τον λαόν, ότι ανέστη εκ των νεκρών και τότε θέλει γίνει η υστέρα πλάνη χειροτέρα από την πρώτην». Έχομεν και ενταύθα πέντε απορίας. Πρώτον, διατί δεν λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι εν τω Σαββάτω επήγαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι προς τον Πιλάτον, αλλά λέγει επί την αύριον της Παρασκευής· δεύτερον, τι σημαίνει Παρασκευή· τρίτον διατί δεν επήγαν και άλλοι τινές, αλλά μόνοι οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι· τέταρτον, πότε είπεν ο Χριστός εις τους αρχιερείς και εις τους Φαρισαίους, ότι μετά τρεις ημέρας θέλω αναστηθή· και πέμπτον, ποία είναι η σημασία του λόγου, τον οποίον λέγουν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, ότι η υστέρα πλάνη θέλει γίνει χειροτέρα της πρώτης. Προς μεν λοιπόν την πρώτην απορίαν λέγομεν, ότι δεν ονομάζει ο Ευαγγελιστής την ημέραν εκείνην Σάββατον, επειδή Σάββατον Εβραϊστί σημαίνει κατάπαυσις· εκείνοι δε επειδή, ενώ έλεγον ότι φυλάττουν τον Νόμον, εν τούτοις παρενόμησαν και δεν κατέπαυσαν την ημέραν εκείνην να ησυχάσουν, ούτε επορεύθησαν εις την μιαράν αυτών Συναγωγήν, αλλά προς τον Πιλάτον, εθνικόν όντα, δια τούτο, ως προς εκείνους τους παρανόμους δεν ήτο η ημέρα εκείνη Σάββατον, τουτέστι κατάπαυσις. Προς δε την δευτέραν λέγομεν, ότι Παρασκευή σημαίνει ετοιμασία· επειδή δε οι Εβραίοι ετοιμάζουσι κατά την έκτην ταύτην ημέραν της εβδομάδος όσα φαγητά τους χρειάζονται να φάγουν κατά την εβδόμην, δηλαδή το Σάββατον, δια τούτο ωνόμασαν την ημέραν ταύτην Παρασκευήν, τουτέστι προετοιμασίαν. Τρίτη απορία είναι, διατί δεν επήγαν άλλοι τινές προς τον Πιλάτον, αλλά μόνον οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι; Τούτο εγένετο, διότι των μεν άλλων Ιουδαίων ο θυμός έπαυσεν, αποθανόντος του Χριστού· μάλλον δε επειδή ούτε εις την αρχήν ήσαν αίτιοι της αναιρέσεως του Χριστού, αλλά καταπεισθέντες υπό των αρχιερέων και πρεσβυτέρων, τον μεν Βαραββάν εζήτησαν να αφεθή, τον δε Χριστόν να σταυρωθή, καθώς και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εν τω εικοστώ εβδόμω κεφαλαίω λέγει· «Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους, ίνα αιτήσωνται τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν απολέσωσι» (Ματθ. κζ: 20). Δια τούτο ύστερον, σταυρωθέντος του Χριστού και αποθανόντος, μετενόησαν δι’ όσα έπραξαν. Δηλοποιεί τούτο ο θείος Λουκάς εν τω εικοστώ τρίτω κεφαλαίω λέγων· «Και πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίαν ταύτην, θεωρούντες τα γενόμενα τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον» (Λουκ. κγ: 48). Επειδή λοιπόν οι πλείοντες εκ του όχλου, ως είπον, μετενόησαν δι’ όσα έπραξαν, δια τούτο ούτε και τώρα υπάγουσι προς τον Πιλάτον· μόνον δε οι αρχιερείς, ο Άννας δηλαδή, ο Καϊάφας, ο Ιωάννης, ο Αλέξανδρος και όσοι ήσαν εκ γένους αρχιερατικού, καθώς λέγει ο Απόστολος Λουκάς εν τω τετάρτω κεφαλαίω των Αποστολικών Πράξεων (Πράξ. δ: 5 – 6), ως πρωταίτιοι της κατακρίσεως του Χριστού, λαβόντες και τους συνεργούς αυτών Φαρισαίους μετέβησαν προς τον Πιλάτον. Επήραν δε και τους Φαρισαίους, διότι και αυτοί είχον φθόνον πολύν κατά του Χριστού απ’ αρχής, επειδή τους ήλεγχεν αναφανδόν λέγων· «Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί»! (Ματθ. κγ: 13). Τετάρτην απορίαν έχομεν, ότι, πότε είπεν ο Χριστός εις τους αρχιερείς και εις τους Φαρισαίους μετά τρεις ημέρας θέλω αναστηθή και τούτο ενθυμηθέντες, απήλθον προς τον Πιλάτον; Διότι, προς μεν τους Μαθητάς αυτού ευρίσκομεν, ότι προείπε κατά μόνας, ότι μέλλει να παραδοθή και να σταυρωθή και να αποθάνη και μετά τρεις ημέρας να αναστηθή, καθώς το λέγουν οι ιεροί Ευαγγελισταί, ο μεν Ματθαίος εις το δέκατον έκτον κεφάλαιον (ιστ: 21), ο δε Μάρκος εις το δέκατον (ι: 33 – 34) και ο Λουκάς εις το δέκατον όγδοον (ιη: 31 – 33). Προς δε τους αρχιερείς και Φαρισαίους, ότι μέλλει να πάθη ταύτα, δεν δυνάμεθα να εύρωμεν πότε είπε φανερώς τον λόγον τούτον. Φρονούμεν δε, ότι οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, δεν ηννόησαν αλλαχόθεν ότι μέλλει ο Χριστός μετά τρεις ημέρας να αναστηθή, παρά μόνον από τα εξής δύο ρητά, τα οποία είπε προς αυτούς ο Κύριος αινιγματωδώς· πρώτον μεν απ’ εκείνο, όπερ λέγει ο θείος Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το δωδέκατον κεφάλαιον· «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτή ειμή το σημείον Ιωνά του Προφήτου· ώσπερ γαρ ην Ιωνάς ο Προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ: 39 – 40). Δεύτερον δε απ’ εκείνο, όπερ λέγει ο Θεολόγος Ιωάννης εις το δεύτερον κεφάλαιον· «Λύσατε τον Ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (Ιωάν. β: 19). Διότι τότε μεν, ότε έλεγεν εις αυτούς ταύτα, δεν εκαταλάμβανον οι ασύνετοι, ότι περί εαυτού τα λέγει ο Χριστός· ύστερον δε τελειωθέντων των πραγμάτων εγνώρισαν, ότι δια τον εαυτόν Του τα έλεγε. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν φοβούνται οι παράνομοι Ιουδαίοι και λέγουν προς τον Πιλάτον· «Αυθέντα, τώρα ενεθυμήθημεν, ότι ο πλάνος εκείνος είπεν, ότι μετά τρεις ημέρας εγείρομαι». Τι λέγετε, ω αρχιερείς και Φαρισαίοι; Πλάνος είναι ο Χριστός; Και τότε διατί φοβείσθε, ενθυμηθέντες τον λόγον Αυτού; Εάν είναι πλάνος, θέλει ευρεθή και ψεύστης και δεν θέλει αναστηθή. Ποία η ανάγκη και κοπιάζετε να σφραγίσετε τον Τάφον Αυτού, ίνα μη κλέψωσιν Αυτόν οι Μαθηταί; Και τίνος ένεκεν θέλουν να κλέψουν το Σώμα του πλάνου και να είπωσιν, ότι ανέστη; Μήπως επρόκειτο να κερδίσωσιν αργύρια; Μήπως ήθελον να αποκτήσωσι πλούτον; Μάλλον δε θέλουσιν υβρισθή και διωχθή από σας, ως λέγοντες ψευδή. Έπειτα και εις τι θέλουν ελπίσει κλέπτοντες Αυτόν; Εις το πλήθος των οπαδών Του; Αλλ’ αυτοί ήσαν μόνον δώδεκα. Εις την ανδρείαν των; Αλλ’ αυτοί και ζώντος του Διδασκάλου των δειλιάσαντες έφυγον πάντες, αφέντες Αυτόν μόνον. Εις την ευγένειαν αυτών και εις τον πλούτον; Αλλ’ αυτοί ήσαν εξ ευτελών χωρίων αλιείς και πένητες. Εις την σοφίαν αυτών; Αλλ’ αυτοί ήσαν ιδιώται και αγράμματοι. Εις τι λοιπόν αποβλέποντες φοβείσθε τον πλάνον, ω παράνομοι αρχιερείς και Φαρισαίοι; Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι εκείνοι ήσαν μάλλον πλάνοι και παραβάται και όχι ο Χριστός. Διότι ο Χριστός, όσα προείπεν, επληρώθησαν· εσταυρώθη και ετάφη, αλλά μετά τρεις ημέρας ανέστη, καθώς είπεν. Εκείνοι όμως μηδέν έχοντες να είπωσιν αληθές, περιέρχονται άνω και κάτω, μοχθούντες πως να συκοφαντήσουν την Ανάστασιν. Διατί όμως εζήτησαν την άδειαν να φυλαχθή ο Τάφος; Θεού οικονομία ήτο, διότι, εάν δεν εφυλάττετο ο Τάφος υπό των στρατιωτών, θα είχον να λέγουν οι αρχιερείς, ότι οι Μαθηταί έκλεψαν Αυτόν· τώρα δε τούτου γενομένου, η συκοφαντία δεν χωρεί. Πέμπτη απορία είναι να μάθωμεν ποία είναι η σημασία του λόγου, τον οποίον είπον οι αρχιερείς, ότι η υστέρα πλάνη θέλει γίνει χειροτέρα από την πρώτην· και περί τούτου ακούσατε. Πρώτην μεν πλάνην αποκαλούσι την διδαχήν του Χριστού, υστέραν δε το κήρυγμα των Αποστόλων. Φοβούνται λοιπόν οι παράνομοι αρχιερείς, μήπως πιστεύσωσι περισσότεροι εις το κήρυγμα των Αποστόλων, από όσους επίστευσαν εις την διδαχήν του Χριστού, όπερ και έγινε μετά ταύτα. Διότι πολλοί των ακουσάντων τους λόγους των Αποστόλων επίστευσαν, καθώς γράφει ο θείος Λουκάς εις τας Πράξεις· «Και εγενήθη ο αριθμός των ανδρών ωσεί χιλιάδες πέντε» (Πράξεις δ: 4). Δια να προλάβωσι λοιπόν τα πράγματα και να μη γίνη αυτό, το οποίον εφοβούντο, δια τούτο λέγουσι προς τον Πιλάτον· «Εάν κλέψωσιν οι Μαθηταί το Σώμα Αυτού, και είπωσιν ότι ανέστη, θέλουσι πλανηθή και θέλουσι πιστεύσει τους λόγους εκείνων περισσότεροι άνθρωποι από όσους επίστευσαν εις την διδαχήν του πλάνου Ιησού· ως εκ τούτου θέλει γίνει η υστέρα πλάνη χειροτέρα της πρώτης». Όντως, ως λέγει ο Προφήτης Δαβίδ εν τω τριακοστώ εβδόμω Ψαλμώ· «Ελάλησαν ματαιότητας και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν» (Ψαλμ. λζ: 13). Πρεπόντως άρα, ως εκ προσώπου αυτών και ο Προφήτης Ησαΐας λέγει εις το εικοστόν όγδοον κεφάλαιον· «Εθήκαμεν ψεύδος την ελπίδα ημών και τω ψεύδει σκεπασθησόμεθα» (Ησαΐας κη: 15). Όχι ότι δια τοιούτων ψευδολογιών ηδυνήθησαν να εμποδίσωσι το κήρυγμα των Αποστόλων, ως μη ακούσαντες του Προφητάνακτος Δαβίδ, λέγοντος εν τω δεκάτω ογδόω Ψαλμώ· «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της Οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη: 5). Αλλά και μάλλον δια τούτων, τα οποία έπραξαν, έκαμαν, ώστε να βεβαιωθή το κήρυγμα αυτών έτι περισσότερον. Ας ακούσωμεν όμως τι είπε προς αυτούς ο Πιλάτος. «ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας»(Ματθ. κζ: 65 – 66). Επί των λόγων τούτων του Πιλάτου ας μάθωμεν πρώτον, τι είναι κουστωδία. Δεύτερον, διατί δεν απέστειλεν ο Πιλάτος μόνους τους στρατιώτας να φυλάττωσι τον Τάφον, αλλ’ είπεν εις τους αρχιερείς· «Λάβετε τους στρατιώτας και υπάγετε να φυλάξετε τον Τάφον, καθώς γνωρίζετε σεις». Τρίτον, διατί οι αρχιερείς δεν άφησαν τους στρατιώτας να φυλάττωσι μόνον απλώς τον Τάφον του Κυρίου, αλλά και εσφράγισαν αυτόν. Και προς μεν το πρώτον λέγομεν, ότι κουστωδία λέγεται, κατά την ρωμαϊκήν γλώσσαν, η στρατιωτική μονάς, η οποία αποστέλλεται παρά του βασιλέως προς φύλαξιν των πόλεων, όπως τούτο γίνεται κατά την σήμερον και αποστέλλονται διάφοροι στρατιωτικαί μονάδες εις διαφόρους πόλεις αναλόγως του πληθυσμού αυτών. Τοιαύτη μονάς ήτο και η κουστωδία, ήτις απεστάλη μετά του Πιλάτου υπό του Καίσαρος Τιβερίου, προς φύλαξιν της Ιερουσαλήμ. Απ’ αυτήν λοιπόν την μονάδα έδωσεν ο Πιλάτος στρατιώτας εις τους αρχιερείς, όπως φυλάξωσι τον Πανάγιον Τάφον. Προς δε το δεύτερον ζήτημα, διατί δεν απέστειλεν ο Πιλάτος μόνους τους στρατιώτας να φυλάττωσι τον Τάφον, αλλά είπε προς τους αρχιερείς· «Υπάγετε και σεις μετ’ αυτών», λέγομεν, ότι ήτο Θεού οικονομία, να είπη ο Πιλάτος τούτον τον λόγον· διότι εάν ήθελον υπάγει μόνοι οι στρατιώται άνευ των αρχιερέων, έμελλον να λέγουν οι Ιουδαίοι, μετά την Ανάστασιν του Χριστού, ότι οι στρατιώται, ως εθνικοί όντες, έλαβον αργύρια παρά των Μαθητών και άφησαν αυτούς να λάβουν το Σώμα. Δια τούτο λοιπόν ηυδόκησεν ο Θεός να υπάγωσι και οι αρχιερείς μετά των στρατιωτών εις τον Τάφον, ίνα μη στερεωθή μετά ταύτα το ψεύδος. Προς δε το τρίτον ζήτημα, διατί οι αρχιερείς δεν άφησαν τους στρατιώτας να φυλάττωσι μόνον απλώς τον Τάφον του Κυρίου, αλλά και εσφράγισαν αυτόν, λέγομεν, ότι επειδή δεν είχον εμπιστοσύνην εις αυτούς, δια τούτο και εσφράγισαν τον Τάφον. Διότι ενόμιζον, ότι οι στρατιώται, ως ειδωλολάτραι και αλλόφυλοι, θέλουν δελεασθή από τα δώρα των Αποστόλων και θέλουν δώσει το Σώμα του Χριστού. Αλλ’ ίδετε τους παραβάτας του Νόμου αρχιερείς τι εργάζονται. Τον Χριστόν κατηγόρουν ποτέ και έλεγον, ότι καταλύει τον Νόμον, διότι δια μόνου του λόγου ιατρεύοντο εν τω Σαββάτω οι ασθενείς· αυτοί δε τώρα, Σαββάτου όντος, και μάλιστα του μεγάλου, έρχονται και σφραγίζουσι τον Τάφον. Αλλά ας κοπιάζωσι διακενής, διότι δεν θα κρατήσωσι τον Χριστόν αι σφραγίδες αυτών να μη αναστηθή· μάλλον δε και μετά δόξης θέλει αναστηθή τριήμερος, αυτοί δε θέλουσιν αισχυνθή τοιαύτα κατά της εαυτών κεφαλής κατεργαζόμενοι. Ιδού, βοηθεία Θεού, ετελειώσαμεν την ερμηνείαν των λόγων του Ευαγγελίου εις τα Άγια Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου. Ας εξετάσωμεν δε τώρα και περί των εν Άδη πεπραγμένων υπό του Κυρίου, ίνα δώσωμεν τέλος παντός του λόγου. Περί τούτου δε θέλομεν εξετάσει, δια το συντομώτερον, τρεις μόνον απορίας. Πρώτον, πόσας ώρας έμεινεν ο Χριστός εν τω Άδη; Δεύτερον, ο Χριστός, καταβάς εν τω Άδη, πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων τας ψυχάς ανέστησεν ή μερικών; Τρίτον, πόθεν έχομεν τας μαρτυρίας, ότι ο Χριστός επήγεν εις τον Άδην; Διατί οι Ευαγγελισταί τίποτε περί τούτου δεν διηγούνται, αλλά παρευθύς μετά την διήγησιν της ταφής του Χριστού, διηγούνται τα περί της Αναστάσεως Αυτού; Προς μεν λοιπόν την πρώτην απορίαν λέγομεν, ότι ο Χριστός τριάκοντα τρεις ώρας παρέμεινεν εν τω Άδη, κατ’ αναλογίαν των τριάκοντα τριών χρόνων, τους οποίους έκαμεν επί της γης. Όπως δε εν τη γη ευρισκόμενος εδίδαξε τους εν αυτή ανθρώπους, ούτως έπρεπε και εν τω Άδη να φωτίση τους εκεί κεκρατημένους, ίνα αι τούτων ψυχαί, πληροφορούμεναι την συγκατάβασιν Αυτού, επιστρέψωσι και σωθώσι. Δια τούτο λοιπόν έμεινε και εν τω Άδη τριάκοντα τρεις ώρας. Πως δε αριθμούνται αι τριάκοντα τρεις ώραι; Άκουσον· τη ενάτη ώρα, ως λέγουσιν οι Ευαγγελισταί, εξέπνευσεν ο Χριστός· ήτο δε τότε του μεν παρ’ Εβραίοις λεγομένου Νισσάν η δεκάτη Τετάρτη, του δε παρά Ρωμαίοις Μαρτίου η εικοστή Τρίτη. Διότι οι μεν Εβραίοι αριθμούσι τους μήνας κατά τας ημέρας της σελήνης, οι δε Ρωμαίοι κατά την κίνησιν του ηλίου. Είχε λοιπόν τότε ο Μάρτιος ώρας δώδεκα την ημέραν και δώδεκα την νύκτα. Επειδή λοιπόν, ως είπον, ώρα ενάτη εξέπνευσεν ο Χριστός, έχομεν έως της δωδεκάτης ώρας, οπότε δύει ο ήλιος, ώρας τρεις εκ της Παρασκευής. Έχομεν δε και είκοσι τέσσαρας ώρας από της δύσεως του ηλίου της Παρασκευής μέχρι της δύσεως του ηλίου του Σαββάτου, γίνονται είκοσιν επτά. Έχομεν και άλλας εξ ώρας από της δύσεως του ηλίου του Σαββάτου μέχρι του μεσονυκτίου του Σαββάτου προς την Κυριακήν, οπότε ανέστη ο Κύριος, γίνονται τριάκοντα τρεις. Αύτη είναι η λύσις της πρώτης απορίας. Προς δε την δευτέραν απορίαν λέγομεν τα εξής: Ο Θεολόγος Γρηγόριος, εις τον λόγον του Πάσχα, παρακινών τους ανθρώπους εις μίμησιν των Παθών του Χριστού και διεγείρων αυτούς προς έρευναν των Μυστηρίων της διπλής καταβάσεως του Χριστού, της εν τη γη δηλαδή και εν τω Άδη, λέγει· «Γνώθι και τα εκείσε του Χριστού Μυστήρια, τις η οικονομία της διπλής καταβάσεως; Τις ο λόγος; Απλώς σώζει πάντας επιφανείς ή κακεί τους πιστεύοντας»; Πλην δεν είναι αποφασιστικός ο λόγος ούτος του Αγίου, αλλά μάλλον διαπορητικός· διότι δεν αποφασίζει να είπη, ότι ο Χριστός έσωσεν εν τω Άδη πάντας τους κεκοιμημένους ή μόνον τους εις Αυτόν πιστεύσαντας εκεί, αλλά θέτει τούτο εις απορίαν και λέγει προς ένα έκαστον Χριστιανόν, ότι ερεύνησον να καταλάβης, πάντας ανεξαιρέτως έσωσεν ο Χριστός επιφανείς εν τω Άδη ή και εκεί έσωσε μόνον τους πιστεύσαντας εις Αυτόν; Όχι δε μόνον την απορίαν ταύτην γεννά η ρήσις αύτη του Θεολόγου αλλά και άλλην, η οποία είναι η εξής: Ο Χριστός κατελθών εν τω Άδη ποίους εκ των πιστευσάντων εις Αυτόν έσωσεν; Εκείνους, οι οποίοι ιδόντες την παρουσίαν Του εν τω Άδη επίστευσαν εις Αυτόν ή εκείνους, οι οποίοι προεπίστευσαν εν τη γη; Δηλαδή τους δικαίους Προπάτορας και Αγίους Προφήτας και επιλοίπους πιστούς ανθρώπους; Και ο μεν Γρηγόριος ο Θεολόγος, τοιαύτα λέγων, διετύπωσεν απορίαν εις την απορίαν και ουχί λύσιν. Ομοίως δε και ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γερμανός, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εν τω εις την Θεόσωμον του Κυρίου ταφήν άριστα παρ’ αυτού συντεθειμένω λόγω, ου η αρχή «Σάββατον μεν εστι σήμερον», ούτω λέγει· «Και τω εκ νεκρών πρωτοτόκω, λύσαντι τας του θανάτου ωδίνας, οι εν τη κοιλία του Άδου συνείποντο· όσοι δηλαδή, το της απιστίας δεν έπαθον άμβλωμα». Δια τούτων όμως των λόγων ούτε ο Άγιος Γερμανός λύει το ζήτημα, διότι γεννάται και εδώ η απορία, ποίους έσωσεν ο Χριστός, τους εν τη γη προπιστεύσαντας εις Αυτόν ή τους εν τω Άδη; Διότι απλώς μόνον λέγει, ότι, όσοι δεν ηπίστησαν, όλοι ηκολούθησαν εις τον Χριστόν αναστάντα· το δε που δεν ηπίστησαν, δεν δηλοποιεί. Ο δε Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λύων τας απορίας πάσας, ταύτα λέγει εις τον περί των εν πίστει κεκοιμημένων λόγον του· «Εάν έσωσεν ο Χριστός εν τω Άδη μόνους, όσοι τον επίστευσαν εις την γην ποτέ, τουτέστι τους Προπάτορας και τους καθεξής πιστούς, τι θαυμαστόν και παράδοξον εποίησεν, ότι κατήλθεν εις τον Άδην; Διότι τούτο είναι της δικαιοκρισίας του Θεού, να σωθώσι δηλαδή, όσοι τον επίστευσαν τότε και όσοι τον πιστεύουν και τώρα. Δεν είναι λοιπόν θαυμαστόν, εάν έσωσεν εκείνους μόνους. Διότι έργον της άκρας φιλανθρωπίας του Χριστού ήτο το να σώση και εκείνους, οι οποίοι εδώ μεν δεν τον επίστευσαν, επειδή δεν ήκουσαν το Όνομά Του, τότε όμως εις τον Άδην επίστευσαν εις Αυτόν. Θέλει ίσως είπει τις, ότι και ποίος ήτο εκείνος, όστις θα ήτο εις την κόλασιν και εις το σκότος το αφεγγές και βλέπων το φως του Χριστού, όπερ έλαμψε μέσα εις τον Άδην, δεν θα επίστευεν; Αλλά προς ταύτην την απορίαν πάλιν λέγει ο αυτός Άγιος παρακατιών, ότι τινές των απίστων εν τη γη, επίστευσαν τότε εις τον Χριστόν, όσοι δηλαδή διήλθον την ζωήν των με παρθενίαν, με νηστείαν, με καθαρότητα και με άλλας αρετάς, όπως οι σοφοί των Ελλήνων, οι ζήσαντες μετά σπουδής και αποχής των παθών, εξ ων οι μεν εσέβοντο την άνω Πρόνοιαν, άλλοι δε προείπον περί της Σαρκώσεως του Χριστού και της Σταυρώσεως Αυτού· άλλοι δε και την εκ της Θεοτόκου Γέννησιν και το όναμα Αυτής προείπον ότι δηλαδή Μαρία θέλει είναι το όνομα Αυτής· άλλοι δε και τα θαύματα πάντα λεπτομερώς προείπον. Τούτους λοιπόν πάντας και τους ομοίους αυτών δεν παρείδεν ο φιλάνθρωπος Χριστός ίνα μη απολεσθούν εις τέλος. Όσοι δε ήσαν επί της γης πόρνοι, μοιχοί, άδικοι, κλέπται, λησταί, φονείς και γενικώς όσοι επολιτεύθησαν εν ανομίαις και ασελγείαις, εκείνοι δεν ηδυνήθησαν παντελώς να ίδωσι το φως του Χριστού, όπερ έλαμψεν εν τω Άδη, ούτε της διδαχής Αυτού ήκουσαν, ως εσκοτισμένοι όντες εκ των πάλαι ηδονών και επιθυμιών. Φέρει δε ο αυτός Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και δύο παραβολάς, προς απόδειξιν του λόγου αυτού, και λέγει, ότι η βροχή καταβαίνει μεν εξ ουρανού επί την γην, αλλά δεν ωφελεί ομοίως όλους τους τόπους και ανθρώπους. Διότι, εάν μεν εύρη τίποτε εσπαρμένον επί της γης, το ποτίζει και το τρέφει· εάν δε δεν εύρη σπέρμα, μένει και ανενέργητος και καμμίαν ωφέλειαν δεν δίδει, όχι διότι δεν έχει φυσικήν ενέργειαν η βροχή να ωφελή, αλλ’ ότι δεν εύρε τίποτε έτοιμον, καταβεβλημένον εν τη γη, να δεχθή την ωφέλειαν εκείνην. Ούτω λοιπόν και του νοητού Όμβρου, του Χριστού δηλαδή, κατελθόντος εν τω Άδη, όσοι μεν είχον έργα αγαθά προητοιμασμένα εν τη γη, εδέχθησαν και την παρ’ Αυτού ωφέλειαν, όσοι δε δεν είχον σπέρμα Δικαιοσύνης ούτε άλλης αρετής, δικαίως εστερήθησαν και της ωφελείας. Ο αυτός δε Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει και πάλιν, ότι όπως ο ήλιος, όταν λάμπη, όσοι μεν έχουσι καθαρούς τους οφθαλμούς, βλέπουσιν αυτόν, όσοι δε έχουσιν ασθένειαν τινά εις τους οφθαλμούς ή και είναι τυφλοί, δεν δύνανται να τον ίδωσιν, όχι διότι δεν λάμπει ο ήλιος, αλλά διότι η τυφλότης αυτών εμποδίζει αυτούς να τον ίδωσιν, ούτω και τότε, του νοητού Ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού λάμψαντος εν τω Άδη τας ακτίνας της Θεότητος, δεν ηδυνήθησαν άπαντες να τον ίδωσι, δηλαδή και οι ποτέ καλώς και εναρέτως επί της γης πολιτευθέντες και οι κακώς και αθέως ζήσαντες· αλλά οι μεν, ως καθαρόν έχοντες το όμμα της ψυχής, τον νουν δηλαδή, είδον Αυτόν και της γλυκείας Αυτού φωνής ήκουσαν· όσοι δε ήσαν εσκοτισμένοι και τετυφλωμένοι της διδαχής Αυτού να ακούσουν και να πιστεύσουν, διο και έμενον πάλιν εν τω Άδη κολαζόμενοι. Με την γνώμην ταύτην συμφωνεί και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· διότι και εκείνος λέγει, ότι ο Χριστός ουδένα έσωσεν εν τω Άδη, μη όντα και επί της γης άξιον σωτηρίας. Αλλά ταύτα μεν λέγοντες οι Άγιοι λύουσι την δευτέραν απορίαν. Ημείς δε ας έλθωμεν εις την τρίτην, ίνα γνωρίσωμεν πόθεν έχομεν τας αποδείξεις, ότι ο Χριστός επήγεν εις τον Άδην, εφόσον οι Ευαγγελισταί δεν διηγούνται τούτο. Προς την τρίτην λοιπόν ταύτην απορίαν λέγομεν, ότι ο λόγος, τον οποίον είπεν ο Χριστός προς τους γραμματείς και Φαρισαίους, καθώς λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το δωδέκατον κεφάλαιον ότι, όπως ο Ιωνάς εποίησε τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εν τη κοιλία του κήτους, ούτω και ο Υιός του ανθρώπου θέλει ποιήσει τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εν τη καρδία της γης (Ματθ. ιβ: 39 – 40), αυτός ο λόγος δηλοποιεί, ότι έκαμεν ο Χριστός τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εις τον Άδην, διότι καρδίαν της γης τον Άδην είπεν ο Χριστός, επειδή είναι εις το μέσον αυτής, όπως είναι και η καρδία εις το μέσον του στήθους του ανθρώπου. Άδης δε ωνομάζετο ο αφεγγής και σκοτεινός τόπος, ο εν τω μέσω της γης πάσης υπάρχων, εις τον οποίον απέρχονται αι ψυχαί των αμαρτωλών. Αλλά και ο Προφήτης Δαβίδ, δεικνύων ότι θέλει υπάγει ο Χριστός εις τον Άδην να εκβάλη την ψυχήν αυτού, ούτω λέγει εν τω δεκάτω πέμπτω Ψαλμώ· «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην, ουδέ δώσεις τον Όσιόν σου ιδείν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε: 10). Δηλαδή το Σώμα του Χριστού δεν θέλει αναλύσει και φθαρή εις το παντελές. Αλλά και εις τον Ιώβ ευρίσκομεν, εν κεφαλαίω τριακοστώ ογδόω, λέγοντα δια τον Κύριον ούτως· «Ανοίγονται δε σοι φόβω πύλαι θανάτου, πυλωροί δε Άδου ιδόντες σε έπτηξαν» (Ιώβ λη: 17). Και πάλιν εν τω τεσσαρακοστώ· «Επελθών δε επ’ όρος ακρότομον εποίησε χαρμονήν τετράποσιν εν τω ταρτάρω» (Ιώβ λη: 15). Δηλαδή ο διάβολος προσεγγίσας εις τον Χριστόν και αναγκάσας τους Εβραίους να σταυρώσουν Αυτόν, εποίησε χαράν εις τας ψυχάς των Προπατόρων, τας εις τον τάρταρον κατεχομένας. Όρος δε λοιπόν ακρότομον τον Χριστόν ονομάζει ο Ιώβ, επειδή προείπεν αυτόν ο Προφήτης Δανιήλ, εις το δεύτερον κεφάλαιον λέγων· «Ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών» (Δανιήλ β: 34), λίθον τον Χριστόν ονομάζων και όρος την Παρθένον. Τετράποδα δε καλεί τας ψυχάς των Προπατόρων, επειδή όπως το τετράποδον σύρεται υπό του οικείου Δεσπότου προς το θέλημα αυτού, ούτω και οι δίκαιοι άνδρες εκείνοι εκυβερνώντο υπό Θεού, εις παν θέλημα Αυτού. Δια τούτο λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ προς τον Θεόν εις τον εβδομηκοστόν δεύτερον Ψαλμόν· «Κτηνώδης εγενόμην παρά σοι· καγώ δια παντός μετά σου» (Ψαλμ. οβ: 22 – 23). Διότι όταν γίνη ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού όπως το κτήνος, τότε είναι και μετ’ Αυτού δια παντός. Άλλοτε πάλιν προσονομάζονται κτήνη και όσοι ημάρτησαν μεν, αλλ’ όμως έκαμαν διόρθωσίν τινα της αμαρτίας αυτών. Περί τούτων λέγει ο αυτός Προφήτης «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε» (Ψαλμ. λε: 7). Ανθρώπους μεν ονομάζει τους φυλάξαντας το κατ’ Εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή όσοι διέμενον μέχρι θανάτου καθώς ήτο ο πρώτος άνθρωπος αναμάρτητος εν τω Παραδείσω προ της παρακοής, κτήνη δε λέγει τους εξισωθέντας προς τα ανόητα κτήνη και ομοιωθέντας με αυτά κατά τον νουν. Ομοίως δε και εις το τρίτον κεφάλαιον ο Προφήτης Ιωνάς λέγει· «Και περιεβάλλοντο σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνοι» (Ιωνάς γ: 8). Όχι ότι και τα άλογα ζώα ενεδύθησαν σάκκους, μετανοήσαντα εις το κήρυγμα του Προφήτου, αλλά κτήνη ονομάζει η αγία Γραφή τους εκδεδομένους εις τα θελήματα της σαρκός, ωσάν τα άλογα ζώα. Είτε λοιπόν τους Δικαίους λέγει τετράποδα ο συγγραφεύς του Ιώβ, κατά την ανωτέρω έννοιαν, είτε τους αμαρτωλούς, κατά την δευτέραν, όμως και οι Δίκαιοι και οι αμαρτωλοί εχάρησαν εις τον τάρταρον, ότε επήλθε το νοητόν θηρίον επί τον Χριστόν. Έχομεν και άλλας μαρτυρίας περί της μέχρι του Άδου συγκαταβάσεως του Χριστού. Ο Προφήτης Ησαΐας, εις το δέκατον τέταρτον κεφάλαιον λέγει· «Ο Άδης κάτωθεν επικράνθη συναντήσας σοι, συνηγέρθησάν σοι πάντες γίγαντες οι άρξαντες της γης» (Ησαΐας ιδ: 6). Ο δε Προφήτης Ωσηέ λέγει εις το δέκατον τρίτον κεφάλαιον, ως εκ προσώπου του Χριστού· «Εκ χειρός Άδου ρύσομαι (αυτούς) και εκ θανάτου λυτρώσομαι αυτούς. Που η δίκη σου, θάνατε; Που το κέντρον σου, Άδη»; (Ωσηέ ιγ: 14). Ποίον είναι το κέντρον του Άδου; Η αμαρτία· καθώς το λέγει και ο Απόστολος Παύλος εις το δέκατον πέμπτον κεφάλαιον της Κορινθίους πρώτης Επιστολής αυτού. Διότι όπως η μέση στιγμή του κύκλου λέγεται κέντρον του κύκλου παντός, ούτω και η αμαρτία πρεπόντως ονομάζεται κέντρον του Άδου, ως απάγουσα τον άνθρωπον εις το μεσώτατον του Άδου. Ο δε Απόστολος Πέτρος εις το τρίτον κεφάλαιον της Καθολικής Α΄ Επιστολής αυτού πλέον σαφέστερον αποδεικνύων ότι ο Χριστός μετά τον εκούσιον θάνατον, πορευθείς εις τον Άδην, εκήρυξε μετάνοιαν εις τας εν αυτώ κατεχομένας ψυχάς, λέγει· «ότι και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι· εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς, εκήρυξεν απειθήσασί ποτε» (Α΄ Πέτρου γ: 18 – 20). Έχομεν και την λύσιν της τρίτης απορίας περί των εν τω Άδη πεπραγμένων υπό του Κυρίου και ούτω βοηθεία Θεού ετελειώσαμεν τον λόγον μας. Τι έτι λείπεται ημίν; Να δοξάσωμεν την του Χριστού άπειρον ευσπλαγχνίαν· να υμνήσωμεν την άρρητον Αυτού συγκατάβασιν· να εκπλαγώμεν δια την άφατον Αυτού μακροθυμίαν, ότι κατεδέχθη να χλευασθή και να υβρισθή, ίνα ημάς τιμήση· να εμπτυσθή, ίνα ημάς ελευθερώση της δουλείας του διαβόλου· να σταυρωθή και να θανατωθή, ίνα ημάς ζωοποιήση νεκρωθέντας τη αμαρτία. Τι λοιπόν θα ανταποδώσωμεν εις Αυτόν δι’ όσας χάριτας προσέφερεν εις ημάς; Θεός ων, δι’ ημάς εγένετο άνθρωπος, δια την καταφθαρείσαν υπό της αμαρτίας φύσιν των ανθρώπων, Αυτός, Λόγος υπάρχων προαιώνιος, εγένετο Σαρξ. Προς ημάς, τους αχαρίστους, κατήλθεν ο Ευεργέτης· προς τους αιχμαλώτους, ο Ελευθερωτής· προς τους εν σκότει καθημένους, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης. Επί τον Σταυρόν ανήλθεν ο απαθής· επί τον Άδην κατήλθε το Φως εκ του Φωτός· επί τον θάνατον ήλθεν η Ζωή των τεθνεώτων, δι’ ημάς τους παραπεσόντας εις θάνατον, ίνα χαρίση εις ημάς την αιώνιον ζωήν. Αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου