Ομιλία εις την δευτέραν Κυριακήν της αγίας Τεσσαρακοστής, υπόθεσιν έχουσαν την σήμερον αναγνωσθείσαν περικοπήν του Ιερού Ευαγγελίου περί του εν Καπερναούμ ιαθέντος παρά του Κυρίου Παραλύτου και προς τους ακαίρως ομιλούντας αλλήλους εν ταις κατά την Εκκλησίαν ιεραίς συνάξεσιν.
Αυτούς τους ιδίους τους λόγους του Δεσπότου ημών ή μάλλον το κεφάλαιον του ευαγγελικού κηρύγματος θα αναπτύξω σήμερον, αρχόμενος της ομιλίας μου, προς την ημετέραν αγάπην· «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2). Και όχι μόνον επλησίασεν· αλλά και ευρίσκεται ήδη μεταξύ ημών. «Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι» (Λουκ. ιζ: 21), είπε πάλιν ο Κύριος. Και όχι μόνον ευρίσκεται μεταξύ ημών, αλλ’ εντός ολίγου έρχεται και κατά τρόπον περισσότερον φανερόν, δια να καταργήση πάσαν αρχήν και εξουσίαν και δύναμιν μόνον δι’ εκείνους οι οποίοι ζουν συμφώνως προς τας εντολάς του Θεού και οι οποίοι έζησαν εις την παρούσαν ζωήν κατά τρόπον θεάρεστον. Επειδή λοιπόν η Βασιλεία του Θεού και ήλθε και μεταξύ ημών ευρίσκεται, και εντός ολίγου έρχεται, ας καταστήσωμεν τους εαυτούς μας αξίους της Βασιλείας ταύτης δια των έργων της μετανοίας. Ας πιέσωμεν τους εαυτούς μας, διακόπτοντες τας κακάς πράξεις και τας πονηράς συνηθείας μας.
Διότι η Βασιλεία των ουρανών θέλει βίαν και οι βιασταί την αρπάζουν και την κρατούν (Ματθ. ια: 12). Ας προσπαθήσωμεν να μιμηθώμεν την υπομονήν των θεοφόρων Πατέρων ημών, την ταπείνωσιν αυτών, την πίστιν αυτών· «ων», λέγει η Γραφή, «αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν» (Εβρ. ιγ: 7). Ας νεκρώσωμεν λοιπόν τα γήϊνα μέλη μας, την πορνείαν, την ακαθαρσίαν, πάσαν κακήν επιθυμίαν και την πλεονεξίαν, και μάλιστα κατά τας αγίας αυτάς ημέρας της νηστείας της αγίας Τεσσαρακοστής. Δια τούτο άλλωστε η Χάρις του Αγίου Πνεύματος κατά τας προηγουμένας Κυριακάς μάς ωμίλησε πρώτον περί της φρικτής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου· κατόπιν (την προπαρελθούσαν Κυριακήν) μας υπενθύμισε την εξορίαν του Αδάμ εκ του Παραδείσου. Και κατόπιν τούτων (κατά την παρελθούσαν Κυριακήν της Ορθοδοξίας) υπέδειξεν εις ημάς ποία είναι η ασφαλεστάτη Πίστις, ίνα εκ του φόβου της μελλούσης Κρίσεως και εκ του θρήνου δια την απώλειαν του Παραδείσου και εις την πίστιν να παραμείνωμεν σταθεροί και να περιορίσωμεν τους εαυτούς μας, ώστε να μη παραδιδώμεθα εις την ακρασίαν και να μη ανοίγωμεν την θύραν εις όλα τα πάθη δια της απλήστου κοιλίας μας και παρέχωμεν εις αυτά θέσιν, ίνα μη δια της ευρυχώρου και πλατείας οδού των ηδονών οδηγηθώμεν όλοι εις την απώλειαν. Αλλ’ αφού αγαπήσωμεν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, η οποία οδηγεί εις την αιώνιον ζωήν (Ματθ. ζ: 13 – 14), της οποίας αρχή και πρώτον στάδιον αποτελεί η νηστεία, να διανύσωμεν με σταθερότητα και καρτερίαν το διάστημα των τεσσαράκοντα ημερών της παρούσης νηστείας. Εάν δηλαδή, καθώς δια κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. γ: 1 – 17, η: 6), και δι’ όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος, ούτω ζητεί τις και καιρόν τινά επιτήδειον προς εργασίαν της αρετής, ο δε κατάλληλος προς τούτο καιρός είναι η αγία Τεσσαρακοστή των ημερών τούτων. Εάν δε ολόκληρος ο βίος των ανθρώπων είναι κατάλληλος δια την επίτευξιν της σωτηρίας των, πολύ περισσότερον κατάλληλος προς τούτο είναι ο καιρός ούτος της νηστείας. Επειδή και ο άρχων και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός δια της νηστείας έκαμε την αρχήν και το στάδιον αυτής κατεπολέμησε και κατήσχυνε τον διάβολον τον δημιουργόν όλων των παθών, όστις δια πολλών τρόπων προσεπάθει να Τον πειράξη. Διότι όπως η υποδούλωσις εις την κοιλίαν καταστρέφει όλας τας αρετάς και γίνεται αρχή της υποταγής εις τα διάφορα πάθη, κατά τον ίδιον τρόπον και η εγκράτεια, καθαρίζουσα από τους μολυσμούς της ακρασίας, γεννά εντός ημών την απαλλαγήν από των παθών. Εάν δε η ακρασία γεννά εντός ημών τα πάθη, ενώ δεν τα έχομεν, πως όταν γεννηθούν εντός μας δεν θα τα αυξήση και δεν θα τα στηρίξη, όπως πάλιν η νηστεία θα τα ελαττώση και θα τα αφανίση; Η δε νηστεία και η εγκράτεια είναι ηνωμέναι μεταξύ των, έστω και αν αύτη κατά τας διαφόρους περιστάσεις πλεονεκτή της άλλης, δι’ εκείνους οι οποίοι μετά σωφροσύνης ασκούν αυτήν. Ας μη χωρίσωμεν λοιπόν και ημείς την μίαν από της άλλης, αλλά την μεν σεπτήν νηστείαν να φυλάττωμεν περισσότερον κατά τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, κατά δε το Σάββατον και την Κυριακήν να προσέχωμεν περισσότερον την εγκράτειαν και ολιγώτερον την νηστείαν, ώστε μετά φρονήσεως να ακούσωμεν τους ευαγγελικούς λόγους, οι οποίοι θα αναγγείλουν σήμερον την θαυμαστήν θεραπείαν του παραλυτικού, η οποία εγένετο όχι εις την Ιερουσαλήμ αλλά εις την Καπερναούμ. «Τω καιρώ, δηλαδή, εκείνω», λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθεν ο Ιησούς εις την Καπερναούμ δι’ ημερών» (Μάρκ. β: 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ο Ματθαίος την λέγει ιδίαν πόλιν του Κυρίου (ιδικήν του πόλιν). Όταν δηλαδή εξιστορή και ούτος όσα συνέβησαν με τον παράλυτον λέγει· «ήλθεν (ο Ιησούς) εις την ιδίαν πόλιν» (Ματθ. θ: 1). Διότι αφού εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνην ποταμόν υπό του Ιωάννου και κατέβη επ’ αυτόν το Άγιον Πνεύμα, ο Ιησούς ωδηγήθη υπό του Αγίου Πνεύματος εις την έρημον, δια να υποβληθή εις πειρασμόν, και αφού ενίκησε τον πειράζοντα, επανελθών εις τα περίχωρα του Ιορδάνου περιήρχετο τας πόλεις διδάσκων και μαρτυρούμενος κατά πολλούς τρόπους υπό του Βαπτιστού, ότι Αυτός ήτο ο αναμενόμενος Μεσίας, μέχρις ότου ο Ιωάννης ενεκλείσθη υπό του Ηρώδου εις την φυλακήν. Τότε λοιπόν, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησεν εις την Γαλιλαίαν, και καταλιπών την Ναζαρέτ, ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν» (Ματθ. δ: 12 – 13). Εξήρχετο λοιπόν ο Κύριος από την Καπερναούμ και εις την έρημον χάριν προσευχής, και εις τας γειτονικάς κωμοπόλεις, κηρύσσων το Ευαγγέλιον και επανήρχετο πάλιν εις αυτήν. Δια τούτο ο μεν Ευαγγελιστής Ματθαίος την λέγει ιδίαν πόλιν αυτού, ο δε Μάρκος λέγει ότι μετ’ ολίγας ημέρας εισήλθε πάλιν εις την Καπερναούμ. «Και ηκούσθη ότι εις οίκον εστι και ευθέως συνήχθησαν πολλοί, ώστε μηκέτι χωρείν μηδέ τα προς την θύραν· και ελάλη αυτοίς τον λόγον» (Μαρκ. β: 1 – 2). Επειδή δηλαδή συχνά διέμενεν εις αυτήν την πόλιν, είχε γίνει πλέον γνωστός δια πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, δια τούτο δε ήτο και ιδιαιτέρως επιθυμητός. Όταν λοιπόν ήκουσαν ότι ευρίσκεται και πάλιν εκεί, όλη η πόλις συνεκεντρώθη εντός και πέριξ της οικίας εκείνης. Όπως δε λέγει ο Λουκάς (ε: 17) οι συγκεντρωθέντες ήσαν από όλην την πόλιν, μεταξύ δε τούτων ήσαν και Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι, και εκήρυττε, λέγει, εις αυτούς τον λόγον· διότι αυτό ήτο το κύριον έργον Του, όπερ και δια παραβολής εφανέρωσεν ειπών· «Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ.η: 5), δηλαδή τον λόγον της διδασκαλίας· διότι ήλθον, λέγει, δια να καλέσω τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν (Ματθ. θ: 13), η δε κλήσις προς μετάνοιαν εγένετο δια του λόγου της διδασκαλίας. Φανερώνων τούτο και ο Παύλος έλεγεν· «Η πίστις γεννάται από το κήρυγμα, το δε κήρυγμα είναι η γνωστοποίησις των λόγων του Θεού» (Ρωμ. ι: 17). Εκήρυττε λοιπόν ο Κύριος προς όλους από κοινού και χωρίς διάκρισιν τον λόγον της μετανοίας, το Ευαγγέλιον της σωτηρίας, τα ρήματα της αιωνίου ζωής· και όλοι μεν τον ήκουον, αλλά δεν υπήκουον όλοι εις τους λόγους του. Διότι εις όλους μας αρέσει να ακούωμεν και να βλέπωμεν, αλλά δεν αγαπώμεν όλοι εξ ίσου την αρετήν. Εν τη επιθυμία μας να μάθωμεν όσον το δυνατόν περισσότερα, επιθυμούμεν συν τοις άλλοις να γνωρίσωμεν και τον τρόπον δια του οποίου είναι δυνατόν να επιτύχωμεν την σωτηρίαν μας. Δια τούτο οι περισσότεροι όχι μόνον ευχαρίστως παρακολουθούν το κήρυγμα του θείου λόγου, αλλά και αναλύουσιν έκαστον λόγον, αναλόγως προς τας γνώσεις ή την σύνεσίν των, αν περιέχη ούτος ορθάς ή εσφαλμένας υποδείξεις. Όσον αφορά όμως εις την μεταβολήν των λόγων εις έργα ή εις το να καρπούνται εκ των λόγων τούτων πίστιν ωφέλιμον, τούτο χρειάζεται ορθήν κρίσιν και αγαθήν προαίρεσιν, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα και μάλιστα εις εκείνους οι οποίοι δικαιώνουν πάντοτε εαυτούς και νομίζουν ότι είναι παντογνώσται. Τοιούτοι ήσαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι των Ιουδαίων. Δια τούτο και τότε παρέμενον μεν και ήκουον τον λόγον του Κυρίου και έβλεπον τα τελούμενα θαύματα, εβλασφήμουν όμως αντί να επαινούν εκείνον όστις και δια λόγων και δι’ έργων τους ευηργέτει. Όταν δηλαδή εδίδασκεν ο Κύριος όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι τον ήκουον με τεντωμένα τα ώτα των και εδέχοντο τους λόγους της Χάριτος, οι οποίοι εξήρχοντο εκ του στόματος αυτού· «Έρχονται», λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής, «προς αυτόν, παραλυτικόν φέροντες αιρόμενον υπό τεσσάρων· και μη δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτώ δια τον όχλον, απεστέγασαν την στέγην, όπου ην και εξορύξαντες χαλώσι τον κράββατον εφ’ ω ο παραλυτικός κατέκειτο» (Μάρκ. β: 3 – 4). Έρχονται δηλαδή προς αυτόν φέροντες ένα παραλυτικόν, τον οποίον εσήκωνον τέσσαρες· και επειδή λόγω του μεγάλου πλήθους δεν ηδύναντο να πλησιάσουν προς Αυτόν, αφήρεσαν την στέγην της οικίας εις την οποίαν ευρίσκετο και αφού ήνοιξαν οπήν κατεβίβασαν δι’ αυτής τον κράββατον, επί του οποίου έκειτο ο παραλυτικός. Είναι βεβαίως δυνατόν να νομίση τις ότι το θαύμα, το οποίον έγινεν, υπήρξεν αποτέλεσμα της πίστεως εκείνων, οι οποίοι έφερον τον παραλυτικόν προς τον Ιησούν, και ότι επειδή ο Κύριος ηυχαριστήθη δια την πίστιν των, δια τούτο εθεράπευσε τον ασθενή. Εγώ όμως νομίζω ότι δεν έχει ούτω το πράγμα. Βεβαίως, όταν εθεράπευσεν ο Κύριος τον υιόν του αρχισυναγώγου δεν εζήτησεν από μέρους του πίστιν, ούτε από την θυγατέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκεσθείς εις την πίστιν εκείνων οι οποίοι ήλθον προς αυτόν χάριν εκείνων. Μάλιστα εκ τούτων η μεν κόρη του Ιαείρου είχεν ήδη αποθάνει, η θυγάτηρ της Χαναναίας ήτο παράφρων, ο δε υιός του αρχισυναγώγου ούτε καν ήτο παρών· ο παράλυτος όμως ήτο παρών και είχε πλήρη τα λογικά του, μολονότι το σώμα του ήτο παράλυτον. Δια τούτο νομίζω, ότι μάλλον από την εμπιστοσύνην και την πίστιν του ιδίου του παραλυτικού επίστευσαν εις τον Κύριον και εκείνοι οι οποίοι τον εσήκωναν, και ήλθον προς τον Κύριον μετά θάρρους και ότι υπακούοντες εις τον παραλυτικόν τον εσήκωσαν και τον ανεβίβασαν εις την στέγην και εξ αυτής κατεβίβασαν τον ασθενή ενώπιον του Κυρίου. Δεν θα έπραττον βεβαίως εκείνοι πάντα ταύτα παρά την θέλησίν των, και η βαρύτης της παραλύσεως δεν παρέλυσε την σκέψιν των, αλλά μάλλον διέλυσε τα εμπόδια, τα οποία παρουσιάζοντο και εδυσκόλευον την πίστιν των. Τους Φαρισαίους απεμάκρυνεν από τον Κύριον η επιθυμία της δόξης εκ μέρους των ανθρώπων. Δια τούτο και έλεγε προς αυτούς· «Πως είναι δυνατόν να πιστεύετε εις εμέ, όταν δέχεσθε την εκ μέρους των ανθρώπων δόξαν και δεν ζητήτε τον εκ μέρους του μόνου Θεού έπαινον»; (Ιωάν. ε: 44). Άλλους πάλιν ημπόδιζον από του να προσέλθουν προς τον Κύριον αγροί και γάμοι και φροντίδες βιοτικών έργων· όλα όμως αυτά τα διέλυσε και οιονεί τα αφήρεσεν από την σκέψιν του παραλυτικού η παράλυσις του σώματός του Και δια τούτο δια τους αμαρτάνοντας υπάρχουν περιπτώσεις κατά τας οποίας η ασθένεια είναι ωφελιμωτέρα από την υγείαν, ενίοτε μάλιστα γίνεται και αιτία της σωτηρίας αυτών. Και τας μεν φυσικάς ορμάς προς την κακίαν αμβλύνει η νόσος, ως να ανταποδίδη δε δια της σωματικής ταλαιπωρίας το οφειλόμενον ένεκα των αμαρτιών χρέος, καθιστά τους ασθενείς ικανούς να δεχθώσι πρώτον μεν την ψυχικήν θεραπείαν, έπειτα δε την σωματικήν και μάλιστα όταν ο ασθενής, αφού αντιληφθή ότι η θεραπεία προέρχεται εκ Θεού, και την νόσον υπομένει με γενναιότητα και μετά πίστεως προσπίπτει εις τον Θεόν και δι’ έργων με όσην δύναμιν του απομένει ζητεί την συγχώρησιν των αμαρτιών του. Τούτο απέδειξε δια των έργων του και ο παράλυτος, όσον του επέτρεπον αι δυνάμεις του, και ο Κύριος δια των έργων του και των λόγων του εφανέρωσε, αν και οι Φαρισαίοι, επειδή δεν ηδυνήθησαν να αντιληφθούν ταύτα, εβλασφήμουν και εγόγγυζον κατά του Κυρίου. Όταν δηλαδή είδεν ο Ιησούς την πίστιν αυτών, λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, «Ιδών δε ο Ιησούς την πίστιν αυτών», και εκείνου ο οποίος δια του κραββάτου κατεβιβάζετο από την στέγην και εκείνων δηλαδή οι οποίοι τον κατεβίβαζον εξ αυτής, «λέγει τω παραλυτικώ», λέγει εις τον παραλυτικόν· «Τέκνον, αφέονταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Μάρκ. β: 5). Τέκνον, ας είναι συγκεχωρημέναι αι αμαρτίαι σου. Οποίον θαυμάσιον λόγον ήκουσεν ο παραλυτικός! Αποκαλείται υπό του Θεού τέκνον και γίνεται υιός του ουρανίου Πατρός και προσκολλάται εις τον αναμάρτητον Θεόν, γενόμενος και αυτός την ιδίαν στιγμήν αναμάρτητος δια της συγχωρήσεως των αμαρτιών του, και δια να επακολουθήση και η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει προηγουμένως την ψυχήν ανωτέραν της αμαρτίας εκ μέρους Εκείνου, όστις γνωρίζει, ότι όταν η ψυχή πέση εις τα δίκτυα της αμαρτίας, ακολουθούν και αι νόσοι και ο θάνατος κατά την δικαίαν κρίσιν του Θεού. «Ήσαν δε τινες των Γραμματέων εκεί καθήμενοι και διαλογιζόμενοι εν ταις καρδίαις αυτών· τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; Τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις ο Θεός»; Όταν ήκουσαν ταύτα οι Γραμματείς, λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, εσκέπτοντο καθ’ εαυτούς· τι βλασφημίας λέγει ούτος; Ποίος έχει το δικαίωμα να συγχωρή αμαρτίας ει μη μόνος ο Θεός; «Και ευθέως επιγνούς ο Ιησούς τω πνεύματι αυτού ότι ούτως αυτοί διαλογίζονται εν εαυτοίς, είπεν αυτοίς· Τι ταύτα διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών; Τι εστιν ευκοπώτερον ειπείν τω παραλυτικώ, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει»; Γνωρίζων δηλαδή ο Κύριος, ως δημιουργός των καρδιών, τους κρυφούς διαλογισμούς των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «Διατί κάμνετε τοιαύτας σκέψεις; Τι είναι ευκολώτερον να είπω εις τον παραλυτικόν· ας είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου ή να του είπω, σήκω, πάρε τον κράββατόν σου εις τον ώμον σου και περιπάτει»; Οι Γραμματείς ενόμιζον, ότι επειδή ο Κύριος δεν είχε την δύναμιν να θεραπεύση τον παραλυτικόν, κατέφυγε προς εκείνο το οποίον δεν εφαίνετο, την συγχώρησιν των αμαρτιών, την οποίαν ηδύνατο να εκφράση δια λόγων, μολονότι τούτο γενόμενον κατά τρόπον δεσποτικόν και προστακτικόν αποτελεί βλασφημίαν, αλλ’ είναι δυνατόν δι’ οποιονδήποτε θέλει να το κάμη. Δια τούτο λοιπόν λέγει προς αυτούς ο Κύριος· «Ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γης αμαρτίας, λέγει τω παραλυτικώ· σοι λέγω, έγειρε και άρον τον κράββατόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου». Εάν δηλαδή ήθελον να είπω απλώς λόγους καινούς δια πρώτην φοράν εκφερομένους, των οποίων η αλήθεια να μη αποδεικνύεται εκ πραγματικών γεγονότων, ήτο εύκολον να ενεργήσω έκαστον εκ των έργων τούτων χωριστά και την έγερσιν δηλαδή του παραλυτικού και την συγχώρησιν των αμαρτιών του. Ενήργησα όμως τοιουτοτρόπως δια να ίδητε ότι ο λόγος μου δεν μένει χωρίς πραγματικόν αποτέλεσμα και ότι δεν κατέφυγον εις την συγχώρησιν των αμαρτιών, διότι δεν ηδυνάμην να του παράσχω την σωματικήν θεραπείαν, αλλ’ ότι έχω εξουσίαν θεϊκήν επί της γης, ως Υιός ομοούσιος προς τον ουράνιον Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος κατά σάρκα και προς σας τους αχαρίστους. Δια τούτο λοιπόν λέγει εις τον παραλυτικόν· «Εις σε λέγω, σήκω επάνω, πάρε τον κράββατόν σου εις τον ώμον σου και ύπαγε εις τον οίκον σου». Και οι λόγοι και το θαύμα τούτο του Κυρίου είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων, αλλά και συμφωνούν προς αυτούς· διότι αποδεικνύουν ότι είναι αληθές αυτό το οποίον έλεγον οι Γραμματείς, ότι ουδείς άνθρωπος έχει την δύναμιν να συγχωρή αμαρτίας. Εκείνο όμως το οποίον ήτο εκ μέρους των Φαρισαίων ψευδές και ανόητον, ήτο το ότι ενόμιζον ότι ο Χριστός ήτο κοινός άνθρωπος και όχι Θεός παντοδύναμος. Διότι εκείνο το οποίον ουδείς είδεν ούτε ήκουσε μέχρι τούδε, τώρα συνέβη και παρουσιάσθη Θεός και άνθρωπος ο ίδιος, έχων διπλήν την φύσιν και την ενέργειαν, ομιλών μεν όπως και ημείς ως άνθρωπος, εκτελών όμως όσα θέλει δια του λόγου και του προστάγματός του ως Θεός, και αποδεικνύων δια των έργων, ότι και εν αρχή τα πάντα εποίησε, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός· «Είπε και εγενήθησαν, αυτός έδωσεν εντολήν και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ: 9). Δια τούτο και εις την παρούσαν περίπτωσιν τον λόγον του ηκολούθησεν αμέσως το έργον· αμέσως δηλαδή εσηκώθη ο παραλυτικός. «Και ηγέρθη ευθέως και άρας τον κράββατον εξήλθεν εναντίον πάντων, ώστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον Θεόν λέγοντας ότι ουδέποτε ούτως είδομεν». Αμέσως, λέγει, ο παραλυτικός εσηκώθη ορθός και αφού επήρε τον κράββατόν του εις τους ώμους του, εξήλθεν ενώπιον πάντων. Η μεν συγχώρησις των αμαρτημάτων και από τους ανθρώπους, προς τους οποίους ήθελεν υποπέσει τις εις σφάλμα, γίνεται δια του λόγου· απαλλαγή όμως εκ της νόσου και εκ των αμαρτημάτων δια μόνου του λόγου, τούτο είναι έργον μόνον του Θεού. Δια τούτο και ο Ευαγγελιστής τονίζει το γεγονός αυτό λέγων, ότι εξέστησαν όλοι οι ιδόντες και εδόξαζον τον Θεόν, Αυτόν όστις υπήρξεν ο ποιητής του παραδόξου τούτου θαύματος, ή μάλλον εκείνον όστις πάντοτε εκτελεί ένδοξα και θαυμαστά έργα, τα οποία είναι αδύνατον να μετρηθούν, λέγοντες: «ουδέποτε εις την ζωήν μας είδομεν παρόμοια πράγματα». Αλλ’ εκείνοι μεν αποδίδοντες εις τον Κύριον την δόξαν δια των λόγων και αποδεικνύοντες ότι το θαύμα ήτο μεγαλύτερον από όλα τα προηγούμενα, έλεγον, ουδέποτε είδομεν τοιαύτα πράγματα. Ημείς όμως, δεν δυνάμεθα να είπωμεν κάτι παρόμοιον σήμερον, διότι είδομεν πολλά και κατά πολύ μεγαλύτερα από αυτό όχι μόνον εκ μέρους του Χριστού, αλλά και εκ μέρους των μαθητών Αυτού και των μετέπειτα θείων Πατέρων εκτελούμενα δια μόνης της επικλήσεως του ονόματος του Κυρίου. Ημείς λοιπόν, αδελφοί, ας δοξάσωμεν Αυτόν τώρα δι’ έργων, λαμβάνοντες ως παράδειγμα δια τους εαυτούς μας και το θαύμα τούτο. Διότι όστις είναι παραδεδομένος εις τας ηδονάς είναι ψυχικώς παράλυτος κατακείμενος επί του κραββάτου της ηδυπαθείας, νομίζων ότι ούτω ευρίσκεται εις ανάπαυσιν σαρκικήν. Αλλ’ όταν πεισθή εις τας ευαγγελικάς παραινέσεις και δια της εξομολογήσεως θριαμβεύση κατά των αμαρτιών του και ούτω θεραπεύση την εκ τούτων προερχομένην παράλυσιν της ψυχής, τότε οδηγείται προς τον Κύριον φερόμενος υπό τεσσάρων, όπως ο παραλυτικός, ήτοι της ιδίας κατακρίσεως, της εξομολογήσεως των προηγουμένων αμαρτιών, της υποσχέσεως περί αποχής εις το μέλλον από παντός κακού και της δεήσεως προς τον ελεήμονα Θεόν. Αλλά δεν ημπορούν ταύτα να μας φέρουν πλησίον του Θεού, εάν δεν αφαιρέσωσι την στέγην, απορρίπτοντα μακράν τας κεράμους και το χώμα και τα άλλα υλικά. Στέγη δε εις ημάς είναι το λογιστικόν της ψυχής, επειδή είναι ανώτερον από όλα όσα υπάρχουν εντός ημών· έχει δε το λογιστικόν πολλήν ύλην, η οποία το σκεπάζει και μεγάλην σχέσιν προς τα γήϊνα και τα διάφορα πάθη. Όταν λοιπόν η ύλη αυτή δια των τεσσάρων τούτων διαλυθή και αποτιναχθή, τότε πραγματικώς δυνάμεθα να οδηγηθώμεν ενώπιον του Κυρίου, ήτοι να ταπεινωθώμεν αληθώς και να προσπέσωμεν και να πλησιάσωμεν τον Κύριον και να ζητήσωμεν και να λάβωμεν παρ’ Αυτού την θεραπείαν. Πότε όμως γίνονται τα έργα ταύτα της μετανοίας; Όταν ήλθεν ο Ιησούς εις την ιδικήν του πόλιν, τουτέστιν αφού ήλθεν εις τον κόσμον ως άνθρωπος, ο οποίος κόσμος είναι ιδικός του, ως κτισθείς υπ’ Αυτού, καθώς λέγει περί αυτού και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ότι «Ήλθεν εις τον ιδικόν του λαόν, αλλά οι ιδικοί του Ιουδαίοι τον απέρριψαν· όσοι όμως τον εδέχθησαν ως σωτήρα, εις αυτούς έδωσε το δικαίωμα και την Χάριν να γίνουν τέκνα Θεού, όσοι πιστεύουν εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. α: 11 – 12). Δια τούτο και ο νους όστις έχει πάθει παράλυσιν, όταν προσπέση κατ’ αυτόν τον τρόπον μετά πίστεως, αμέσως ακούει να καλήται «τέκνον» παρά του Κυρίου και λαμβάνει παρ’ αυτού την συγχώρησιν και την θεραπείαν. Και όχι μόνον τούτο, αλλά λαμβάνει επί πλέον την δύναμιν να σηκώνη και να μεταφέρη επί των ώμων του τον κράββατον επί του οποίου κατέκειτο. Ως κράββατον δε θα εννοήσης το υλικόν σώμα, με το οποίον είναι συνδεδεμένος και δια του οποίου εκτελεί τα έργα της αμαρτίας ο νους, ο οποίος υποτάσσεται εις τας σαρκικάς επιθυμίας. Μετά την θεραπείαν όμως ο νους πλέον οδηγεί το σώμα και το εξουσιάζει ως υποδουλωμένον εις αυτόν και δι’ αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας, ώστε οι βλέποντες ταύτα να δοξάζουν τον Θεόν, όταν βλέπουν σήμερον Ευαγγελιστήν τον χθεσινόν τελώνην, Απόστολον τον διώκτην, Θεολόγον την ληστήν, υιόν του ουρανίου Πατρός εκείνον ο οποίος χθες ακόμη έζη και συνανεστρέφετο με τους χοίρους. Εάν δε θέλης, τον βλέπεις να πραγματοποιή και αναβάσεις εις την καρδίαν του και να πορεύεται από δόξης εις δόξαν και καθημερινώς να προκόπτη προς το καλύτερον. Δια τούτο και ο Κύριος λέγει προς τους μαθητάς του: «Ούτω λαμψάτω το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε: 16). Τούτο δε λέγει ο Κύριος, παραγγέλλων ταύτα εις αυτούς όχι δια να επιδεικνύωνται, αλλά δια να πολιτεύωνται κατά τρόπον θεάρεστον. Όπως δε το φως χωρίς προσπάθειαν σύρει προς εαυτό τους οφθαλμούς των ανθρώπων, ούτω και η θεοφιλής πολιτεία μαζί με τους οφθαλμούς σύρει προς εαυτήν και την διάνοιαν. Και όπως πάλιν επί του ηλιακού φωτός δεν επαινούμεν τον αέρα, ο οποίος μετέχει της λαμπρότητος του φωτός, αλλά τον ήλιον, ο οποίος παρέχει την λαμπρότητα αυτήν, εάν δε επαινέσωμεν τον αέρα, πόσον μάλλον θα πρέπη να επαινέσωμεν τον ήλιον; Το ίδιον συμβαίνει και με εκείνον, ο οποίος δια των έργων της αρετής φανερώνει την λαμπρότητα του Ηλίου της δικαιοσύνης. Ούτος δηλαδή αναβιβάζει τον νουν των βλεπόντων προς την δόξαν του ουρανίου Πατρός, του ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού. Και για να παραλείψω τας μεγαλυτέρας εκ των αρετών αυτήν την στιγμήν, όταν εις την Εκκλησίαν παρίσταμαι μαζί με υμάς ενώπιον του Θεού και στρέφων το βλέμμα βλέπω εκείνους οι οποίοι με κατάνυξιν και σωφροσύνην αναπέμπουν προς τον Θεόν τους ύμνους και τας δεήσεις, ή ίδω κάποιον ο οποίος ίσταται σιωπηλός και σκεπτικός ακούων την θείαν Λειτουργίαν, και μόνον ότι βλέπω ταύτα αμέσως καταλαμβάνομαι από ενθουσιασμόν και γεμίζω από ψυχικήν ευχαρίστησιν και δοξάζω τον ουράνιον Πατέρα ημών Χριστόν, άνευ του οποίου κανείς ποτέ δεν είναι δυνατόν ουδέν καλόν να πραγματοποιήση και δια του οποίου οι άνθρωποι κατορθώνουν τα πάντα. Τι θα είπωμεν όμως δι’ εκείνους οι οποίοι ίστανται εις την Εκκλησίαν χωρίς να σιωπούν, οι οποίοι δεν συμμετέχουν εις την ψαλμωδίαν των διαφόρων ύμνων, αλλά συνομιλούν μεταξύ των και την λογικήν λατρείαν ημών προς τον Θεόν αναμειγνύουν με συζητήσεις περί των κοσμικών υποθέσεών των, ώστε ούτε αυτοί να ακούουν τους ιερούς και θεοπνεύστους λόγους, αλλά να εμποδίζουν και εκείνους οι οποίοι θέλουν να ακούουν τους λόγους τούτους; Έως πότε, όσοι είσθε τοιούτοι, θα χωλαίνετε και κατά τους δύο πόδας, όπως θα έλεγεν ο προφήτης Ηλίας (Γ΄ Βασ. ιη: 21), θέλοντες συγχρόνως να ασχολήσθε με την προσευχήν, αλλά και με ζητήματα άκαιρα και γήινα και όπως είναι φυσικόν ουδέν άλλο κατορθώνοντες ειμή και τα δύο καταστρέφοντες ταυτοχρόνως, μάλλον δε γίνεσθε σεις αιτία να ζημιώνωνται και οι άλλοι; Πότε θα εγκαταλείψετε τους ματαίους λόγους, δια των οποίων μεταβάλλετε τον οίκον της προσευχής εις τόπον διαπραγματεύσεων και τόπον όπου κυριαρχούν τα διάφορα πάθη; Ούτος είναι οίκος εις τον οποίον λέγονται και ακούονται λόγοι περί αιωνίου ζωής, άλλοι μεν εκ μέρους ημών, οι οποίοι ζητούμεν από τον Θεόν με αδιάψευστον ελπίδα την αιώνιον ζωήν, άλλοι δε παρά του Θεού, όστις παρέχει την αιώνιον ζωήν εις τους ζητούντας αυτήν εξ όλης της ψυχής και της διανοίας αυτών, αλλ’ ουχί και εις εκείνους οι οποίοι ουδέ καν κινούσι την γλώσσαν των δια να την ζητήσουν. Η θυσία η ιδική μας δεν γίνεται σήμερον δια πυρός, αδελφοί, όπως κατά την εποχήν του Μωϋσέως, αλλά γίνεται δια λόγου. Τότε, όταν ο Θεός εδέχετο την δια πυρός ανερχομένην προς τον ουρανόν θυσίαν, όταν οι προσκομίσαντες ξένον πυρ εκ των έξω μαζί με τους οπαδούς του Κορέ και εξηγέρθησαν εναντίον του Μωϋσέως, αμέσως κατεκάησαν υπό του ιερού πυρός, το οποίον εξεχύθη εναντίον αυτών (Αρ. ιστ: 35). Ας φοβηθώμεν λοιπόν και ημείς, μήπως προσφέροντες εις το λογικόν τούτο θυσιαστήριον του Θεού, την Εκκλησίαν λέγω, λόγους έξωθεν ερχομένους και ασχέτους προς αυτό, εις το τέλος κατακριθώμεν υπό των εν αυτή θείων λόγων, καθιστώντες δια των έργων τους εαυτούς μας αξίους της ανεπιθυμήτου φωνής και της καταδίκης υπό του Θεού. Ναι, ας φοβηθώμεν παρακαλώ, και μέχρις ότου μεν ευρισκόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, παριστάμενοι ενώπιον του Θεού μετά φόβου, ας προσφέρωμεν την ικεσίαν μας προς Αυτόν. Όταν δε εξέλθωμεν από την παρούσαν ζωήν, από εδώ ας δώσωμεν δείγματα της μεταβολής της διαγωγής μας προς το καλύτερον, μη κυριευόμενοι υπό της μανίας του κέρδους και μάλιστα του αδίκου· αποφεύγοντες τους όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, αποφεύγοντες πάντα αισχρόν λόγον και πολύ περισσότερον βεβαίως πάσαν αισχράν πράξιν, καταλαλιάν, δόλον, καυχησιολογίαν· καθοδηγούντες όλα τα μέλη μας και όλας τας αισθήσεις μας δια νου θεόφρονος και φέροντες με φόβου Θεού και κατά τον λόγον του Θεού το υλικόν τούτο σώμα χωρίς όμως να κυριευώμεθα και να παρασυρώμεθα υπό του σώματος εις τας ταπεινάς και πονηράς επιθυμίας αυτού, έχοντες υπ’ όψιν όσα λέγει περί τούτου ο Παύλος και γνωρίζοντες, ότι εάν μεν ζώμεν ως σαρκικοί άνθρωποι, μέλλομεν να αποθάνωμεν τον αιώνιον θάνατον· εάν δε δια του πνεύματος θανατώνωμεν τας ορμάς και επιθυμίας του σώματος, τότε θα ζήσωμεν εις τους αιώνας (Ρωμ. η: 13). Και ήδη ας παρακινήσωμεν όλους όσοι μας βλέπουν, ώστε να δοξάσουν τον Θεόν, με την επίγνωσιν ότι ο οίκος ούτος έχει εν αυτώ τον Χριστόν, όστις σφίγγει τους ψυχικώς παραλυτικούς και παραγγέλλει να στρέφωμεν προς Αυτόν τας σωματικάς αισθήσεις και αντιλήψεις μας με πνευματικήν και θεοφιλή διάνοιαν, χωρίς να παρασυρώμεθα υπό των σωματικών αισθήσεων· και ούτω να υπάγωμεν εις τον πραγματικόν οίκον μας, τον ουρανόν εννοώ και τον υπερουράνιον χώρον, ένθα υπάρχει νυν ο Χριστός ο κληρονόμως και κληροδότης ημών· Ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου