(Νικηφόρου του Θεοτόκη)
Ουδεμία ευαγγελική δογματική υπόθεσις ουδέ πλέον καθαρά, ουδέ πλέον φοβερά της υποθέσεως του σήμερον αναγνωσθέντος Ευαγγελίου. Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού έρχεται πάλιν εις την γην ουχ ως το πρώτον αφανής και άδοξος, αλλά μετά πολλής δόξης και της θεϊκής μεγαλοπρεπείας και λαμπρότητος· έρχεται δε ουχ ίνα σώση τον κόσμον, ως πρότερον, αλλ’ ίνα κρίνη πάντας τους απ’ αιώνος ανθρώπους ζώντας τε και νεκρούς, ανταποδίδωσι δε εις μεν τους τα καλά πράξαντας Βασιλείαν, εις δε τους τα κακά ποιήσαντας κόλασιν· επίσης δε και η Βασιλεία και η κόλασις είναι αιώνιος και ατελεύτητος. Ταύτην την διδασκαλίαν μετά πάσης σαφηνείας και καθαρότητος διδάσκει το σημερινόν Ευαγγέλιον· εξ αυτής δε συνίσταται το άρθρον της Πίστεως, το εν τω αγίω Συμβόλω περιεχόμενον και υπό πάντων των Ορθοδόξων Χριστιανών πιστευόμενον και ομολογούμενον, ήτοι το «και πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος».
Άραγε δε ο φοβερός και δικαιότατος Κριτής εν εκείνη τη ημέρα μόνον τα περί ελεημοσύνης εξετάζει, και εις μεν τους ελεήμονας δίδωσι την Βασιλείαν την αιώνιον, εις δε τους ανελεήμονας την κόλασιν την ατελεύτητον; Εάν ούτως έχη, ο φόβος δεν είναι τοσούτον μέγας, διότι έκαστος εύκολα γίνεται ελεήμων και σώζεται. Ακούσατε όμως πρώτον την ερμηνείαν των σήμερον αναγνωσθέντων ευαγγελικών λόγων, έπειτα ακούετε και την λύσιν της προκειμένης απορίας. «Είπεν ο Κύριος. Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι Άγιοι Άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού». Δεν εφανέρωσεν εις ημάς ο Θεάνθρωπος ουδέ εις ποίον μέρος της γης μέλλει να έλθη, ουδέ που πρόκειται να στήση τον θρόνον της δόξης, εις τον οποίον μέλλει να καθίση και να κρίνη τον κόσμον. Τινές δε, ακούοντες τον Προφήτην Ιωήλ λέγοντα· «Και συνάξω πάντα τα έθνη και κατατάξω αυτά εις την κοιλάδα Ιωσαφάτ, και διακριθήσομαι προς αυτούς εκεί υπέρ του λαού μου… Εξεγειρέσθωσαν, αναβαινέτωσαν πάντα τα έθνη εις την κοιλάδα Ιωσαφάτ, διότι εκεί καθιώ του διακρίναι πάντα τα έθνη κυκλόθεν» (Ιωήλ γ: 2 και 12), είπον ότι ο τόπος, εις τον οποίον μέλλει να καταβή ο Κύριος και να στήση τον θρόνον της «δόξης» και της φοβεράς αυτού κρίσεως, είναι η κοιλάς του Ιωσαφάτ, ήτις είναι αυτός ο χειμάρρους ή φάραγξ Κεδρών (Ιερών· εις το ονομαστικόν). Εις τούτο δε ευκόλως έκαστος πείθεται, εάν αναγνώση τα προφητικά λόγια του τρίτου κεφαλαίου του Ιωήλ, και νοήση την εν αυτοίς αλληγορίαν. Εφανέρωσε δε ο Θεάνθρωπος την δόξαν, μεθ’ ης πάλιν έρχεται, ίνα μη νομίσωμεν ότι και η Δευτέρα αυτού Παρουσία θα είναι ταπεινή και αγνώριστος, καθώς και η πρώτη. Εις την πρώτην εφάνη Βρέφος εσπαργανωμένον, εν φάτνη των αλόγων κείμενον· εις την δευτέραν θα εμφανισθή Θεός πανυπερένδοξος, «επί θρόνου» κρίσεως καθήμενος. Την δόξαν και λαμπρότητα της Δευτέρας Αυτού Παρουσίας περιγράφει πλατύτερον ο Άγιος Προφήτης Δανιήλ, μέγαν φόβον ενστάζων εις την καρδίαν παντός πιστού ανθρώπου. «Εθεώρουν», λέγει, «έως ότου οι θρόνοι ετέθησαν, και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν, ο θρόνος αυτού φλοξ πυρός, οι τροχοί αυτού πυρ φλέγον· ποταμός πυρός είλκεν έμπροσθεν αυτού· χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ, και μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ· κριτήριον εκάθισε και βίβλοι ηνεώχθησαν» (Δανιήλ ζ: 9 – 10). «Και συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη· και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων· και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων». «Πάντα τα έθνη», πάντες οι απ’ αιώνος άνθρωποι, οι γεγενημένοι από Αδάμ έως της ώρας εκείνης, αφού συναθροισθούν, θέλουν παρασταθή ενώπιον του φοβερού βήματος του Δικαίου Κριτού, περιμένοντες την δικαίαν αυτού απόφασιν. Τούτο αυτό εκήρυττε και ο θεηγόρος Απόστολος, λέγων· «Τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (Β΄ Κορ. ε: 10). Τότε δε χωρίζει ο Κριτής τους Δικαίους από των αμαρτωλών, καθώς «ο ποιμήν» χωρίζει «τα πρόβατα» δια το πράον του ήθους και ήμερον, εις τα δεξιά, τους δε αμαρτωλούς, ους εκάλεσεν «ερίφια» δια το άγριον και άτακτον, εις τα αριστερά αυτού μέρη· έπειτα επιφέρει και την απόφασιν, κηρύττων και τον λόγον της αυτού αποφάσεως. «Τότε ερεί ο Βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού. Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν· εδίψησα, και εποτίσατέ με· ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με· γυμνός, και περιεβάλετέ με· ησθένησα, και επεσκέψασθέ με· εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με». Kαι η ονομασία των Δικαίων χαροποιός και ένδοξος· «ευλογημένοι» λέγονται υπό του Θεού και Πατρός του Κυρίου Ιησού Χριστού· ο δε λόγος «κληρονομήσατε» θαυμάσιος είναι και πανέντιμος ως σημαίνων την συγγένειαν και οικειότητα του Θεού μετά των Δικαίων. Δεν είπε «λάβετε», διότι και οι ξένοι λαμβάνουσι κατά λόγον δωρεάς, αλλά «κληρονομήσατε» είπε, διότι οι συγγενείς και οικείοι κληρονομούσι των συγγενών τα αγαθά. Αλλά και ο λόγος ούτος, «την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου», πολλήν εμφανίζει την αγαθότητα και μεγαλοπρέπειαν, καθότι δεικνύει όχι μόνον την άμετρον του Θεού φιλανθρωπίαν, αλλά και την τιμήν και μεγαλειότητα του ανθρώπου. Διότι αυτή η από πρώτης κτίσεως κόσμου ετοιμασία της Βασιλείας δια τον άνθρωπον τι άλλο σημαίνει, ειμή την βασιλικήν του ανθρώπου αξίαν, και το υπερέχον πάντων των άλλων επιγείων κτισμάτων; Έλθετε, λέγει προς τους Δικαίους ο Κριτής ο επί δόξης καθεζόμενος, κληρονομήσατε την Βασιλείαν, ήτις ητοιμάσθη δια σας απ’ αρχής «κόσμου». Ταύτην δε την απόφασιν περί των Δικαίων εκφωνήσας, προστίθησι και το δια τι τοιαύτην απόφασιν υπέρ αυτών εποίησε. Διότι, λέγει, και εθτέψατέ με πεινώντα, και εποτίσατέ με διψώντα, και ξένον εφιλοξενήσατέ με, και ενεδύσατέ με γυμνόν, και ασθενή με «επεσκέψασθε», και εν τη φυλακή όντα «ήλθετε προς με». Σημείωσον δε ότι ταύτα τα εξ είδη της φιλανθρωπίας και του ελέους όχι μόνον υλικώς, αλλά και πνευματικώς ενεργούσιν οι Δίκαιοι, δια λόγου ευεργετούντες τας των ανθρώπων ψυχάς. Διότι και δια της ηθικής διδασκαλίας τρέφουσι τας ψυχάς των εν τω λιμώ όντων ουχί άρτου, αλλά του ακούειν τον λόγον του Θεού, και δια της δογματικής κατηχήσεως ποτίζουσι τους διψώντας τα ρήματα της ζωής και το ύδωρ το ζων και σωτήριον, και δια του κηρύγματος της Πίστεως συνάγουσιν εις την Εκκλησίαν του Θεού τους ξένους και απηλλοτριωμένους απ’ αυτής και δια της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών ενδύουσι το ιμάτιον της ευφροσύνης και τον χιτώνα του σωτηρίου τους γυμνούς των καλών έργων και δια της συμβουλής αυτών στερεούσι και ενδυναμούσι τους ασθενείς, βαστάζοντες τα τούτων ασθενήματα, και τους εν σκότει δε της αμαρτίας κειμένους φωτίζουσι τω φωτί της αυτών νουθεσίας. Τι δε προς ταύτα αποκρίνονται προς τον Κριτήν οι Δίκαιοι; «Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι, λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν; Ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή, ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο Βασιλεύς, ερεί αυτοίς. Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Της ταπεινοφροσύνης η αρετή διαμένει και μετά θάνατον ανεξάλειπτος· όθεν «οι Δίκαιοι», καθώς έκρυπτον τας αρετάς αυτών από των ανθρώπων, ούτω και ενώπιον του Θεού ταπεινούμενοι δεν στέργουσι να είπωσιν ότι ήσαν ελεήμονες. Και εάν δεν εγνώριζον ότι η προς τους πτωχούς ευεργεσία προς τον Θεόν αναφέρεται, υποπαραιτούμενοι όμως λέγουσιν· ουδέποτε, ουδέ εθρέψαμεν ουδέ εποτίσαμεν ουδέ άλλην τινά περιποίησιν εδείξαμεν προς σε τον Βασιλέα της δόξης και Κύριον. Οικονομικώς δε ο Θεάνθρωπος έθηκεν εις το στόμα των Δικαίων ταύτα της ταπεινοφροσύνης τα λόγια, ίνα δια της αποκρίσεως αυτού μάθωμεν, ότι ο πτωχός παριστά το θείον αυτού πρόσωπον· ει τι δε και αν ποιήσωμεν εις τον πτωχόν, τούτο ποιούμεν εις αυτόν τον Χριστόν. «Αμήν λέγω υμίν. Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Της ταπεινοφροσύνης η αρετή διαμένει και μετά θάνατον ανεξάλειπτος· όθεν «οι Δίκαιοι», καθώς έκρυπτον τας αρετάς αυτών από των ανθρώπων, ούτω και ενώπιον του Θεού ταπεινούμενοι δεν στέργουσι να είπωσιν ότι ήσαν ελεήμονες. Και εάν δε εγνώριζον ότι η προς τους πτωχούς ευεργεσία προς τον Θεόν αναφέρεται, υποπαραιτούμενοι όμως λέγουσιν· ουδέποτε, ουδέ εθρέψαμεν ουδέ εποτίσαμεν ουδέ άλλην τινά περιποίησιν εδείξαμεν προς σε τον Βασιλέα της δόξης και Κύριον. Οικονομικώς δε ο Θεάνθρωπος έθηκεν εις το στόμα των Δικαίων ταύτα της ταπεινοφροσύνης τα λόγια, ίνα δια της αποκρίσεως αυτού μάθωμεν, ότι ο πτωχός παριστά το θείον αυτού πρόσωπον· ει τι δε και αν ποιήσωμεν εις τον πτωχόν, τούτο ποιούμεν εις αυτόν τον Χριστόν. «Αμήν λέγω υμίν. Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Άκουε δε μετά πόσης εμφάσεως επιβεβαιοί τούτο· «Αμήν λέγω υμίν», ως πράγμα βέβαιον και αναμφίβολον λέγω εις υμάς ότι, όσον εποιήσατε εις ένα τούτων «των αδελφών μου των ελαχίστων», εις εμέ τούτο «εποιήσατε». Και αδελφούς μεν εκάλεσε τους πτωχούς, επειδή «τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών» (Εβρ. β: 14), το οποίον σημαίνει ότι επειδή εγένετο άνθρωπος και την των ανθρώπων φύσιν ηγίασε, δια τούτο «ουκ επαισχύνεται αδελφούς αυτούς καλείν, λέγων. Απαγγελώ το όνομά σου τοις αδελφοίς μου» (αυτόθ. 11,12), ελαχίστους δε, είτε δια το ευτελές της σωματικής αυτών καταστάσεως, είτε δια το ταπεινόν του φρονήματος και πολιτεύματος, καθότι και αυτός «εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β: 8). Και ταύτα μεν απεφάσισεν ο Κύριος και είπε περί των Δικαίων· ακούσωμεν δε τι αποφασίζει και κατά των αμαρτωλών. «Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων· πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις Αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν· εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με· ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με· γυμνός, και ου περιεβάλετέ με· ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με». Τρεις τιμωρίας δηλοποιεί η του Θεού απόφασις κατά των αμαρτωλών· χωρισμόν Θεού: «πορεύεσθε απ’ εμού οι καταραμένοι»· πυρ ατελεύτητον: «εις το πυρ το αιώνιον»· συγκατοίκησιν μετά των πονηρών δαιμόνων: «το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού». Είναι δε και αι τρεις τοσούτον αφόρητοι κατά το βάρος, βασανιστικαί κατά την οξύτητα, παρατεταμέναι κατά τον καιρόν, φοβεραί και κατ’ αυτό το όνομα «κατηραμένοι», ώστε ουδέ νους δύναται να νοήση, ουδέ γλώσσα ανθρώπου να περιγράψη αυτάς ως πρέπει. Βλέπε δε πως ο φιλανθρωπότατος Θεός Βασιλείαν ητοίμασεν εις τους ανθρώπους από καταβολής κόσμου, ουχί δε κόλασιν και τιμωρίαν. Κόλασιν δε ητοίμασε δια τους δαίμονας. «Πορεύεσθε», είπεν, «εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού». Όταν δε οι άνθρωποι, άσπλαγχνοι γενόμενοι, ώσπερ οι δαίμονες, δι’ ουδενός τρόπου ελεούσι τους πτωχούς, τότε και αυτοί καταδικάζονται μετά των ασπλάγχνων δαιμόνων εις το αιώνιον πυρ. Δια τούτο λέγει ο δικαιότατος Κριτής προς τους ανελεήμονας· καταδικάζω υμάς, διότι «επείνασα, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν· εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με· ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με· ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με». Τι δε προς ταύτα αποκρίνονται οι πανάθλιοι αμαρτωλοί; «Τότε αποκριθήσονται αυτώ και αυτοί, λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα, ή διψώντα, ή ξένον, ή γυμνόν, ή ασθενή, ή εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων. Αμήν λέγω υμίν. Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Επειδή οι άπιστοι προλαβόντως εκρίθησαν άξιοι κολάσεως δια την απιστίαν αυτών κατά το «ο δε μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού» (Ιωάν. γ: 18), δια τούτο οι ασεβείς εν τη ημέρα εκείνη ανίστανται, όχι δια να κριθώσιν, αλλ’ ίνα καταδικασθώσι. «Δια τούτο», λέγει ο Προφήτης, «ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει» (Ψαλμ. α: 5). Ούτοι λοιπόν, οι προς τον Κριτήν αποκρινόμενοι, παράνομοι μεν είναι και αμαρτωλοί, ουχί δε άπιστοι, αλλά πιστοί. Τις δε είναι εκείνος ο πιστός, όστις ουδέποτε ήκουσε τα λόγια του σημερινού Ευαγγελίου; Τις των πιστών αγνοεί ότι ο πτωχός παριστά το πρόσωπον του Ιησού Χριστού, και ότι, όστις ελεεί τον πτωχόν, ελεεί αυτόν τον Ιησούν Χριστόν; Ουδείς. Η απόκρισις λοιπόν των αμαρτωλών είναι πρόφασις ψευδής και δολία. Εις εκείνο δε το φοβερώτατον και αλάνθαστον κριτήριον ουδεμίαν ισχύν έχει το ψεύδος και ο δόλος· όθεν μένει μεν άπρακτος η των αμαρτωλών πρόφασις, τελείται δε του Θεού η δικαία απόφασις. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον». Το «απελεύσονται ούτοι», ήτοι οι αμαρτωλοί, «εις κόλασιν αιώνιον» εμφράττει το στόμα εκείνων, οίτινες παραλόγως λέγουσιν ότι έχει τέλος η κόλασις· διότι το «αιώνιον» ουδέν έτερον σημαίνει, ειμή το ατελεύτητον. Εάν η ευσπλαγχνία του Θεού δια τον πρόσκαιρον κόπον της αρετής εισάγη εις Βασιλείαν αιώνιον τους Δικαίους, η δικαιοσύνη αυτού δια την πρόσκαιρον ηδονήν της αμαρτίας κολάζει αιωνίως τους αμαρτωλούς. Αιώνιον το βραβείον της αρετής δια την ευσπλαγχνίαν του Θεού, αιώνιος και η τιμωρία της αμαρτίας δια την δικαιοσύνην αυτού. Εάν ο Θεός εδόξαζεν αιωνίως και εκόλαζε προσκαίρως, ενήργει μόνον η ευσπλαγχνία αυτού, έμενε δε αργή η δικαιοσύνη· τούτο δε είναι αδύνατον, επειδή, όσον ο Θεός είναι εύσπλαγχνος, τοσούτον είναι και δίκαιος. Άπειρος η ευσπλαγχνία, άπειρος και η δικαιοσύνη. Όταν δε και η Βασιλεία και η κόλασις υπάρχουν αιώνια, τότε επίσης ενεργεί και της ευσπλαγχνίας το έλεος και της δικαιοσύνης η ισότης, τότε συνέρχεται η ευσπλαγχνία και το έλεος μετά της κρίσεως και δικαιοσύνης κατά τον ιεροψάλτην, όστις έψαλλεν· «έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε· ψαλώ και συνήσω εν οδώ αμώμω» (Ψαλμ. ρ: 1 – 2).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου