Γρηγόριος
ο Όσιος Πατήρ ημών έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του
μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Πατρίς του
υπήρξεν η μεγαλόδοξος Ρώμη, εις την οποίαν εγεννήθη περί το έτος φμ΄ (540) εξ
ευγενών και πλουσίων γενέων. Ήτο δε η κατοικία των πλησίον της θύρας του Αγίου
ενδόξου Αποστόλου Παύλου, εις τόπον ονομαζόμενον Κέλλα Νόβα. Επειδή όμως λίαν
ενωρίς έμεινεν ορφανός πατρός, επεμελήθη δια την μόρφωσιν αυτού η μήτηρ αυτού
ονόματι Συλβία, ήτις και εφρόντισε να δώση εις τον νέον ουχί μόνον την κατά
κόσμον πρέπουσαν μόρφωσιν, αλλά και την κατά Χριστόν αγωγήν.
Ελθών δε εις ηλικίαν ο μακάριος και λόγω της μορφώσεώς του διετέλεσεν επί ένα διάστημα πραιφέκτος, τουτέστι διδάσκαλος, εις την Ρώμην. Διαφλεγόμενος όμως υπό του ιερού πόθου να ακολουθήση την Μοναχικήν πολιτείαν και να ευαρεστήση τον Κύριον εν νηστείαις, εν αγρυπνίαις, εν προσευχαίς και εν γένει με την κατά Χριστόν αγίαν ζωήν, εγκαταλείψας ενωρίτατα τα του κόσμου τερπνά και ευάρεστα κατέφυγεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, το κοινώς Κλειοσκάβρη καλούμενον και ευρισκόμενον εις το Μόντε Τσέλιο, εν θέσει καλουμένη Σκαύρου. Εκεί γενόμενος Μοναχός ο νέος Γρηγόριος έζησε βίον τόσον αυστηρώς ασκητικόν, ώστε εβλάβη η υγεία του. Την αρετήν του αυτήν βλέποντες οι Πατέρες του Μοναστηρίου πολύ τον εξετίμων και τον εσέβοντο διο και όταν απήλθε προς Κύριον ο τότε Ηγούμενος του Μοναστηρίου εψήφισαν Ηγούμενον αυτών τον Όσιον τούτον Γρηγόριον, όστις και εποίμανε την Μονήν με σύνεσιν και επιμέλειαν φροντίζων πάντοτε πως να πληροί τας εντολάς του Θεού και πως να αρέση εις Αυτόν, εκείθεν δε είτα εκλήθη να ανέλθη και εις τον αρχιερατικόν θρόνον της Ρώμης, όχι κατά τύχην, αλλά κατά θείαν ψήφον την αρχιερωσύνην λαβών, καθώς εν συνεχεία ο λόγος θέλει το αποδείξει και ακούσατε. Ευρισκόμενος ο Άγιος εις την ως άνω Μονήν και ησυχάζων εις το κελλίον του, εις το οποίον ειργάζετο καλλιγραφών ιερά βιβλία, προσήλθεν εις αυτόν πτωχός τις, όστις διασωθείς, ως έλεγεν, εκ ναυαγίου, διηγείτο την συμφοράν του παρακαλών τον Άγιον να τον ελεήση. Ήτο δε ο κατά το φαινόμενον πτωχός όχι άνθρωπος απλώς, αλλά Άγγελος Θεού, εις σχήμα πτωχού και δεομένου παρουσιασθείς, ίνα φανερώση εις όλους το εύσπλαγχνον και ευσυμπάθητον φρόνημα του Αγίου. Ο εμφανισθείς λοιπόν ως πτωχός, έλαβε τότε από τον Άγιον, δι’ ελεημοσύνην, εξ νομίσματα. Μετ’ ολίγον όμως επέστρεψε και πάλιν και εζήτησεν εκ νέου ελεημοσύνην. Όθεν δια δευτέραν φοράν έλαβεν άλλα εξ. Ελθών δε και δια τρίτην φοράν δεν έφυγεν ανελέητος, διότι μη έχων ο Άγιος να δώση άλλα νομίσματα, έδωκεν εις αυτόν προθύμως το αργυρούν τριβλίον του Μοναστηρίου. Τόσον ήτο ο τρισμακάριος συμπαθής προς τους πτωχούς και ανεξίκακος. Διότι εν ω έπρεπε να ελέγξη δικαίως τον πτωχόν εκείνον και να τον αποπέμψη με κενάς χείρας, αφ’ ενός μεν διότι δις έλαβε πρώτον ελεημοσύνην και έπειτα εφαίνετο φορτικός, αφ’ ετέρου δε διότι δεν είχε τι να δώση εις αυτόν, όμως δεν έπραξε τούτο, αλλ’ επροτίμησε να δώση και αυτό το πράγμα της Μονής, της οποίας τα πράγματα είναι αναφαίρετα κατά τους Ιερούς Κανόνας και τους νόμους. Τούτο όμως επροτίμησε να πράξη ο Άγιος παρά να παραβλέψη τον άνθρωπον και να αποπέμψη αυτόν κενόν. Ούτως επολιτεύετο ο Άγιος προ της Αρχιερωσύνης. Αφ’ ου δε έγινε και Αρχιερεύς και Πάπας της Ρώμης, πάλιν την αυτήν μετήρχετο προς τους πτωχούς ελεημοσύνην. Ακούσατε δε και εν θαυμάσιον, εξ εκείνων τα οποία εν τη αρχιερατεία ων επετέλεσεν. Επρόσταξε ποτέ τον Σακελλάριον να καλέση δώδεκα πτωχούς, ίνα συμφάγωσι μετά του Αγίου. Ενώ δε εκάθηντο εις την τράπεζαν, εφαίνετο εις τον Άγιον, και μόνον εις αυτόν, εις άνθρωπος επί πλέον, δέκατος τρίτος τον αριθμόν, ο οποίος εκ της μορφής τού προσώπου του, αλλά και εκ των εσωτερικών σκιρτημάτων της εαυτού ψυχής, του εφαίνετο διαφορετικός των άλλων δώδεκα. Κρατήσας λοιπόν τούτον κατά το τέλος της τραπέζης ο Άγιος, ηρώτα πως λέγεται, ποίος είναι και πως ήλθε προς αυτόν· ο δε παρουσιασθείς απεκρίθη· «Το μεν όνομά μου δεν είναι δυνατόν να ακούση τις, επειδή είναι θαυμαστόν, διότι είμαι Άγγελος Θεού· τούτο δε φανερώνω εις σε, ότι εγώ είμαι εκείνος όστις και πρότερον επέμφθην παρά Θεού ίνα ζητήσω παρά σου ελεημοσύνην. Προσετάχθην δε έκτοτε να είμαι πάντοτε μετά σου, ίνα σε φυλάττω». Έγινε δε ο Άγιος ούτος Γρηγόριος κάτοχος απάσης της σοφίας των Αγίων Γραφών, πολλά δε συγγράμματα αφήκεν εις την Εκκλησίαν του Θεού γεγραμμένα λατινιστί, εκ των οποίων μετεγλωττίσθησαν εις το Ελληνικόν τα τέσσαρα βιβλία, τα οποία περιέχουσι τους Βίους των εν Ιταλία διαπρεψάντων Οσίων Πατέρων. Τινά δε εξ αυτών μετεγλώττισε και ο Αρχιδιάκονος αυτού Πέτρος, όστις έλεγεν, ότι τα συγγράμματα του Αγίου τούτου δεν ήσαν συντεθειμένα με ανθρωπίνους συλλογισμούς και με λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, εβεβαίωνε δε, ότι, όταν ο Άγιος έγραφεν, έβλεπε λευκήν περιστεράν, η οποία επλησίαζεν εις το στόμα του και τρόπον τινά ηρμήνευεν εις αυτόν τας Γραφάς και τον ωδήγει εις τα γραφόμενα. Περιπατών δε ο Άγιος ούτος εις τους εν τη Δύσει τόπους, εδίδασκε και ωδήγει εις την Πίστιν του Χριστού το γένος των Σαξόνων. Ούτω λοιπόν θεοφιλώς διανύσας την ζωήν του, ο τρισμακάριστος, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε τίμιον αυτού Λείψανον ήτο τεθησαυρισμένον εν τη παλαιά Ρώμη, εκεί δε προσερχόμενοι κατ’ έτος οι Σάξονες ετίμων τον Άγιον με τιμάς και ιερούς ύμνους.
Ελθών δε εις ηλικίαν ο μακάριος και λόγω της μορφώσεώς του διετέλεσεν επί ένα διάστημα πραιφέκτος, τουτέστι διδάσκαλος, εις την Ρώμην. Διαφλεγόμενος όμως υπό του ιερού πόθου να ακολουθήση την Μοναχικήν πολιτείαν και να ευαρεστήση τον Κύριον εν νηστείαις, εν αγρυπνίαις, εν προσευχαίς και εν γένει με την κατά Χριστόν αγίαν ζωήν, εγκαταλείψας ενωρίτατα τα του κόσμου τερπνά και ευάρεστα κατέφυγεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, το κοινώς Κλειοσκάβρη καλούμενον και ευρισκόμενον εις το Μόντε Τσέλιο, εν θέσει καλουμένη Σκαύρου. Εκεί γενόμενος Μοναχός ο νέος Γρηγόριος έζησε βίον τόσον αυστηρώς ασκητικόν, ώστε εβλάβη η υγεία του. Την αρετήν του αυτήν βλέποντες οι Πατέρες του Μοναστηρίου πολύ τον εξετίμων και τον εσέβοντο διο και όταν απήλθε προς Κύριον ο τότε Ηγούμενος του Μοναστηρίου εψήφισαν Ηγούμενον αυτών τον Όσιον τούτον Γρηγόριον, όστις και εποίμανε την Μονήν με σύνεσιν και επιμέλειαν φροντίζων πάντοτε πως να πληροί τας εντολάς του Θεού και πως να αρέση εις Αυτόν, εκείθεν δε είτα εκλήθη να ανέλθη και εις τον αρχιερατικόν θρόνον της Ρώμης, όχι κατά τύχην, αλλά κατά θείαν ψήφον την αρχιερωσύνην λαβών, καθώς εν συνεχεία ο λόγος θέλει το αποδείξει και ακούσατε. Ευρισκόμενος ο Άγιος εις την ως άνω Μονήν και ησυχάζων εις το κελλίον του, εις το οποίον ειργάζετο καλλιγραφών ιερά βιβλία, προσήλθεν εις αυτόν πτωχός τις, όστις διασωθείς, ως έλεγεν, εκ ναυαγίου, διηγείτο την συμφοράν του παρακαλών τον Άγιον να τον ελεήση. Ήτο δε ο κατά το φαινόμενον πτωχός όχι άνθρωπος απλώς, αλλά Άγγελος Θεού, εις σχήμα πτωχού και δεομένου παρουσιασθείς, ίνα φανερώση εις όλους το εύσπλαγχνον και ευσυμπάθητον φρόνημα του Αγίου. Ο εμφανισθείς λοιπόν ως πτωχός, έλαβε τότε από τον Άγιον, δι’ ελεημοσύνην, εξ νομίσματα. Μετ’ ολίγον όμως επέστρεψε και πάλιν και εζήτησεν εκ νέου ελεημοσύνην. Όθεν δια δευτέραν φοράν έλαβεν άλλα εξ. Ελθών δε και δια τρίτην φοράν δεν έφυγεν ανελέητος, διότι μη έχων ο Άγιος να δώση άλλα νομίσματα, έδωκεν εις αυτόν προθύμως το αργυρούν τριβλίον του Μοναστηρίου. Τόσον ήτο ο τρισμακάριος συμπαθής προς τους πτωχούς και ανεξίκακος. Διότι εν ω έπρεπε να ελέγξη δικαίως τον πτωχόν εκείνον και να τον αποπέμψη με κενάς χείρας, αφ’ ενός μεν διότι δις έλαβε πρώτον ελεημοσύνην και έπειτα εφαίνετο φορτικός, αφ’ ετέρου δε διότι δεν είχε τι να δώση εις αυτόν, όμως δεν έπραξε τούτο, αλλ’ επροτίμησε να δώση και αυτό το πράγμα της Μονής, της οποίας τα πράγματα είναι αναφαίρετα κατά τους Ιερούς Κανόνας και τους νόμους. Τούτο όμως επροτίμησε να πράξη ο Άγιος παρά να παραβλέψη τον άνθρωπον και να αποπέμψη αυτόν κενόν. Ούτως επολιτεύετο ο Άγιος προ της Αρχιερωσύνης. Αφ’ ου δε έγινε και Αρχιερεύς και Πάπας της Ρώμης, πάλιν την αυτήν μετήρχετο προς τους πτωχούς ελεημοσύνην. Ακούσατε δε και εν θαυμάσιον, εξ εκείνων τα οποία εν τη αρχιερατεία ων επετέλεσεν. Επρόσταξε ποτέ τον Σακελλάριον να καλέση δώδεκα πτωχούς, ίνα συμφάγωσι μετά του Αγίου. Ενώ δε εκάθηντο εις την τράπεζαν, εφαίνετο εις τον Άγιον, και μόνον εις αυτόν, εις άνθρωπος επί πλέον, δέκατος τρίτος τον αριθμόν, ο οποίος εκ της μορφής τού προσώπου του, αλλά και εκ των εσωτερικών σκιρτημάτων της εαυτού ψυχής, του εφαίνετο διαφορετικός των άλλων δώδεκα. Κρατήσας λοιπόν τούτον κατά το τέλος της τραπέζης ο Άγιος, ηρώτα πως λέγεται, ποίος είναι και πως ήλθε προς αυτόν· ο δε παρουσιασθείς απεκρίθη· «Το μεν όνομά μου δεν είναι δυνατόν να ακούση τις, επειδή είναι θαυμαστόν, διότι είμαι Άγγελος Θεού· τούτο δε φανερώνω εις σε, ότι εγώ είμαι εκείνος όστις και πρότερον επέμφθην παρά Θεού ίνα ζητήσω παρά σου ελεημοσύνην. Προσετάχθην δε έκτοτε να είμαι πάντοτε μετά σου, ίνα σε φυλάττω». Έγινε δε ο Άγιος ούτος Γρηγόριος κάτοχος απάσης της σοφίας των Αγίων Γραφών, πολλά δε συγγράμματα αφήκεν εις την Εκκλησίαν του Θεού γεγραμμένα λατινιστί, εκ των οποίων μετεγλωττίσθησαν εις το Ελληνικόν τα τέσσαρα βιβλία, τα οποία περιέχουσι τους Βίους των εν Ιταλία διαπρεψάντων Οσίων Πατέρων. Τινά δε εξ αυτών μετεγλώττισε και ο Αρχιδιάκονος αυτού Πέτρος, όστις έλεγεν, ότι τα συγγράμματα του Αγίου τούτου δεν ήσαν συντεθειμένα με ανθρωπίνους συλλογισμούς και με λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, εβεβαίωνε δε, ότι, όταν ο Άγιος έγραφεν, έβλεπε λευκήν περιστεράν, η οποία επλησίαζεν εις το στόμα του και τρόπον τινά ηρμήνευεν εις αυτόν τας Γραφάς και τον ωδήγει εις τα γραφόμενα. Περιπατών δε ο Άγιος ούτος εις τους εν τη Δύσει τόπους, εδίδασκε και ωδήγει εις την Πίστιν του Χριστού το γένος των Σαξόνων. Ούτω λοιπόν θεοφιλώς διανύσας την ζωήν του, ο τρισμακάριστος, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε τίμιον αυτού Λείψανον ήτο τεθησαυρισμένον εν τη παλαιά Ρώμη, εκεί δε προσερχόμενοι κατ’ έτος οι Σάξονες ετίμων τον Άγιον με τιμάς και ιερούς ύμνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου