«Ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα· και ελθόντες εις
την οικίαν, είδον το Παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού» (Ματθ. β:
10- 11).
Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε· άσατε τω Κυρίω πάσα η γη· εξέλθετε λοιπόν από τας θύρας του ουρανού, σεις οι λειτουργοί του πρώτου Φωτός, αι δεύτεραι λάμψεις και ακτίνες της υπερφώτου Ουσίας, τα νοερά και άϋλα πνεύματα των Αγγελικών ουσιών, δια την παράδοξον ταύτην θεωρίαν εξέλθετε, δια να τον προϋπαντήσετε ουχί ως φοβερόν Βασιλέα επάνω εις τα ύψη του ουρανού, αλλ΄ ως ταπεινότατον δούλον μέσα εις το σπήλαιον της Βηθλεέμ· ουχί δια να ψάλλετε τον εν τοις υψίστοις μέγαν Θεόν, αλλά το εν τοις ταπεινοίς μικρότατον Βρέφος· «και εξαίφνης εγένετο συν τω Αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων· δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β: 13-14).
Αλλά και σεις οι απόγονοι του
Βαλαάμ μάντεις, οι εκ της Περσίδος βασιλείς, σήμερον τέλος πάντων απορρίψατε
τας αστρονομικάς βίβλους, δια να αναλάβετε έτερα τρία δώρα, σύμβολα θαυμασιωτάτου
Βασιλέως· ιδού τον του ηλίου αυγερινόν, δεικνύοντα το φως το αληθινόν· ιδού τον
λαμπρότατον αστέρα επί την Βηθλεέμ, ο οποίος αυγάζει την πάντερπνον ευφροσύνην
εις τας καρδίας σας, την φαιδράν αγλλίασιν εις τας ψυχάς σας· «ιδόντες δε τον
αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (Ματθ. β: 10). Δεύτε λοιπόν και ημείς, ω φυλαί και λαοί των
Χριστιανών, όσοι εβυθίσθημεν δια την παρακοήν μέσα εις τον μυχιαίτατον τόπον
της κολάσεως, δεύτε και αναβιβασθώμεν από τον τάρταρον των αμαρτιών μας επάνω
εις το ύψος της φρικωδεστάτης οικονομίας, επάνω εις το σημερινόν μυστήριον της
ιδικής μας σωτηρίας. Δεύτε υψωθώμεν εν τη των Ποιμένων μυστικωτάτη θεωρία, εν
τη των Αγγέλων μελωδική δοξολογία. Δεύτε και ίδωμεν παράδοξα σήμερον, νεανίσκοι
και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων· δεύτε και λαοί λαμπρυνθώμεν οι πάντες,
ουχί εν ιματίοις κεκοσμημένοι, αλλά εν πράγμασι θεαρέστοις, δια να
προσκυνήσωμεν Θεόν, παιδίον γενόμενον, αόρατον Βασιλέα σπαργανούμενον. Δεύτε, ω
αδελφοί, και θαυμάσωμεν μετά του Ιωσήφ το μυστήριον· δεύτε και φρίξωμεν μετά
της Παρθένου το παράδοξον θαύμα. Δεύτε και ακολουθείτε μοι νοητώς, ω τρυφηταί
των εορτών, με αγάπην, με κατάνυξιν, μέχρι της Βηθλεέμ, δια να ίδωμεν το μέγα
τούτο μυστήριον, το οποίον μας εφανέρωσε σήμερον ο Δεσπότης. Δεύτε και
ακολουθείτε, δια να μάθετε δύο μεγάλα μυστήρια εις την σεβάσμιον ταύτην
πανήγυριν· α΄ ότι ο Θεός όπου τίκτεται σήμερον, πως τάχα τον πιστεύομεν; Β΄ ότι
ο Θεός όπου δεν θεωρείται φυσικά, πως τάχα τον βλέπομεν; «διέλθωμεν δη έως
Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο ο Κύριος εγνώρισεν ημίν» (Λουκ.
β: 15). Έπρεπε σήμερον, ακροαταί, δεν λέγω να θαυμάζη και να φρίττη κάθε γλώσσα
ανθρώπου, αλλά και παντελώς να βυθίζηται εις το χάος της αφωνίας, δια το πέλαγος
των τερατουργημάτων όπου βλέπει εις την Γέννησιν του Σωτήρος· και αληθώς βλέπων
καγώ ο αμαρτωλός τόσα μεγάλα θαυμάσια, τόσα ακατανόητα μυστήρια, εγώ ο αμαθής
και αγράμματος, ευθύς δειλιώ, τρομάζω και φρίττω· διότι ως αρχάριος της
θεολογικής επιστήμης και πάσης φιλοσοφικής διδασκαλίας, φοβούμαι μη ήθελε πνιγώ
εις την θάλασσαν των τοιούτων φρικτών μυστηρίων, αποφασίζων δια να αντλήσω την
σήμερον από αυτά τα σωτήρια νάματα και να ποτίσω πλουσίως με αγαλλίασιν τας
ψυχάς σας. Αλλοίμονον και πως δεν ήθελε φρίξω, ω Υιέ του Θεού, βλέπων σήμερον
σε τον αόρατον, εντός φάτνης των αλόγων ανακλινόμενον; Πως δεν ήθελε κρυώσω και
τρομάσω από τον τρόμον, θεωρών σε τον καθήμενον επί των Χερουβείμ και
αναπαυόμενον επί των Σεραφείμ, να κείτεσαι τώρα ως νήπιον εντός ενός καταφρονεμένου
Σπηλαίου; Να ενδύεσαι τώρα με ράκη ως βρέφος εσπαργανωμένον, συ όπου στολίζεις
τον ουρανόν με φώτα διαυγή των αστέρων; Αν ο Ιωσήφ όλος θαυμάζη, η Μήτηρ
εκπλήττεται και τα άλογα ζώα απορούσιν επί την θαυμασίαν σου Γέννησιν, πως
ήθελον αποτολμήσει εγώ ο αμαρτωλός, δια να διηγούμαι τοιαύτα φοβερά μυστήρια;
Αν οι Ποιμένες θαυμάζουν, οι Μάγοι προσπίπτουν, και οι Άγιοι Άγγελοι αοράτως
δοξολογούν, πως ήθελον ανοίξω εγώ το αμαρτωλόν στόμα, δια να κηρύξω τεράστια,
δια να υμνολογήσω θαυμάσια; Αχ, βέβαια, πίπτω εις θάμβος, ρίπτομαι εις δειλίαν,
ευθύς άμα συλλογισθώ το άφραστον βάθος των μυστηρίων σου· «αμαρτιών μου τα
πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου»; Αλλ΄
όμως θαρρών εις την άβυσσον ταύτην των κριμάτων και της σοφίας σου ελπίζω να
διώξης απ΄ εμού τον φόβον, να αφανίσης το σκότος εκ της καρδίας μου, και να
λάμψης το φως της θεογνωσίας σου επί την αμαρτωλήν μου ψυχήν, δια να εννοήσω
εγώ και οι ακροαταί μου, πως τάχα πρέπει να σε πιστεύωμεν. Μέγα μυστήριον,
ακροαταί μου, αυτό όπου βλέπομεν σήμερον· ένας φοβερώτατος Θεός, να γίνεται
ένας ταπεινός άνθρωπος; Ο Απερίγραπτος περιγραπτός; Ο Ασώματος υλικός; Ο
Αόρατος ορατός; Εκείνος όπου έπλασε λόγω μόνω με την σοφίαν του όλην την φύσιν,
ουράνιον και επίγειον, να πλάττεται σήμερον και να κτίζεται; Εκείνος όπου δεν
χωρείται εις τον ουρανόν, εις την γην, εις την θάλασσαν, να χωρήται εις φάτνην
των αλόγων; Ω των παραδόξων παραδοξότερον θέαμα! Ω των απορρήτων ακατανόητον
πλήρωμα! Και ποίος τάχα να είναι ικανός, δια να μας εξηγήση το μυστήριον; Εδώ
βλέπομεν ένα διδάσκαλον της οικουμένης, όπου έχει όλην την σοφίαν του Παναγίου
Πνεύματος εντός της καρδίας του, όπου αναβαίνει μέχρι τρίτου ουρανού ως
Άγγελος, όπου εμβαίνει εις τον Παράδεισον ως καθαρός, όπου ακούει άρρητα ρήματα
των αϋλων Αγγέλων, και πάλιν θαυμάζων δια το μυστήριον τούτο βοά εξεστηκώς· «ω
βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού»
(Ρωμ. ια: 33). Και λοιπόν ποίος άλλος δύναται τάχα, δια να μας είπη πως πρέπει
να πιστεύωμεν το Παιδίον τούτο; Τάχα αυτό έχει ουσίαν και φύσιν Θεού, ή μόνον
φύσιν ανθρώπου; Είναι μέγας Θεός, ή είναι μικρός άνθρωπος; Βασιλεύς των
Αγγέλων, ή δούλος των ανθρώπων; Δημιουργός όλου του κόσμου, ή δημιουργημένος
από την Παρθένον; Αόρατος Θεός, ή ορατός άνθρωπος; Άϋλος και ασώματος, ή υλικός
και σωματικός; Απαθής και αθάνατος, ή παθητός τε και θνητός; Προαιώνιος Λόγος
του Πατρός, ή χρονικόν παιδίον της Μητρός; Ελθέ λοιπόν εν μέσω ημών, ω
θεολογικώτατε διδάσκαλε, δια να μας λύσης την απορίαν, δια να λάμψης το φως της
θεογνωσίας επί τας ψυχάς μας, δια να μας διδάξης πως πρέπει να πιστεύωμεν το
Παιδίον τούτο. Θεόν τέλειον (ερμηνεύει ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν τω γ΄ κεφ. του
γ΄ βιβλ.) «Θεόν τέλειον, και άνθρωπον τέλειον, τον αυτόν, και είναι, και
λέγεσθαι, εκ δύο τε, και εν δυσίν ομολογούμεν φύσεσιν»· καλά, ω θείε Δαμασκηνέ,
το Παιδίον αυτό είναι τέλειος Θεός, και τέλειος άνθρωπος, ως λέγεις, μα πως
ημπορεί να ευρίσκωνται δύο ουσίαι εις εν Παιδίον; Πως είναι δυνατόν δύο εναντία
πράγματα να είναι εις μίαν υπόστασιν; Πυρ και ύδωρ, άϋλον και υλικόν, φως και
σκότος, άφθαρτον και φθαρτόν, αιώνιον και πρόσκαιρον, συμφωνούσι ποτέ; «των
εναντίων ουδεμία αναλογία»· τάχα χωριστά είναι η μία από την άλλην ουσίαν, ή
και αι δύο ομού; Δύο υποστάσεις αποτελούσιν αι δύο αύται φύσεις, ή μόνον μίαν;
Παράδοξον πράγμα· άφραστον το μυστήριον· αν είναι δύο ουσίαι και φύσεις εις το
Παιδίον τούτο, πως βλέπομεν μόνον ένα Παιδίον γεγεννημένον; Και αν είναι εν
Παιδίον, πως έχει δύο ουσίας; Φανέρωσόν μας λοιπόν, ω μεγάλης θεολογίας φωνή,
το παράδοξον τούτο μυστήριον· ερμήνευσόν μας πως πρέπει να πιστεύωμεν και να
ομολογούμεν τον Υιόν του Θεού, και Υιόν της Παρθένου· ο νους μας είναι
τεθολωμένος από το σκότος της αμαθείας, η ψυχή φορτωμένη από αμαρτίας, η καρδία
στενή δια να εννοήση τοιούτον βάθος της Γεννήσεως του Ιησού μας· δια τούτο
δείξον μας τον τρόπον, δια να εννοήσωμεν πως πρέπει να πιστεύωμεν το Παιδίον!
«Ώσπερ αι τρεις υποστάσεις (θεολογεί ο Θεολόγος εν τω ε΄ κεφ. του γ΄ βιβλ.) της
Αγίας Τριάδος, ασυγχύτως τε ήνωνται και αδιαιρέτως διήρηνται και αριθμούνται,
και ο αριθμός διαίρεσιν ή διάστασιν ή αλλοτρίωσιν και διανομήν εν αυταίς ουκ
εργάζεται, τον αυτόν τρόπον και αι του Χριστού φύσεις, ει και ήνωνται, αλλ΄
ασυγχύτως ήνωνται· και ει εν αλλήλαις περιχωρούσιν, αλλά την εις αλλήλας τροπήν
τε και μεταβολήν ου προσίενται». Καθώς λέγει ο θείος ούτος Πατήρ, Χριστιανοί
μου, αι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, χωρίς
σύγχυσιν ενώνονται, και χωρίς διαίρεσιν διαιρούνται εις μίαν μόνην Ουσίαν και
Φύσιν. Αλλ΄ όπως ο αριθμός των υποστάσεων δεν κατεργάζεται ούτε διαίρεσιν ούτε
διάστασιν ούτε αλλοτρίωσιν εις αυτάς, κατά τον όμοιον τρόπον γνωρίζεται, ότι
και αι δύο φύσεις του Χριστού, Θεότης τε και Ανθρωπότης, ανίσως και ενώνονται
εις μίαν μόνην υπόστασιν, αλλά χωρίς σύγχυσιν και ανακάτωσιν ενούνται· και
πάλιν, ανίσως και αι δύο φύσεις χωρούσιν εις τον Χριστόν, αλλά ούτε η
ανθρωπότης μεταβάλλεται εις την Θεότητα, ούτε πάλιν η Θεότης εις την
ανθρωπότητα, αλλά σώζεται ο όρος εν εκατέρα των φύσεων αμετάβλητος. Καθώς
λοιπόν είναι αδύνατον εις την Αγίαν Τριάδα να είπωμεν ποτέ, ή να νοήσωμεν,
τρεις φύσεις, επειδή είναι τρεις υποστάσεις, ούτε μίαν υπόστασιν, επειδή είναι
μία ουσία και φύσις, αλλά μίαν μόνην ουσίαν και φύσιν εις τρεις υποστάσεις,
ούτω και εις το Παιδίον τούτο όπου γεννάται την σήμερον, δεν δυνάμεθα να
είπωμεν ποτέ δύο υποστάσεις, διότι έχει δύο ουσίας, ούτε πάλιν μίαν ουσίαν,
διότι έχει μίαν υπόστασιν, αλλά μίαν μόνην υπόστασιν εν δυσί τελείαις ταις
φύσεσι και ενεργείαις. Προσκυνούμεν λοιπόν και λατρεύομεν εκεί μίαν μόνον
ουσίαν και φύσιν της Θεότητος εν τρισίν υποστάσεσι, προσκυνούμεν και εδώ μίαν
μόνην υπόστασιν, εν δυσί φύσεσιν. Ομολογούμεν εκεί αδιαίρετον την ουσίαν της
Θεότητος, διηρημένας δε τας υποστάσεις και ασυγχύτους. Ομολογούμεν και εδώ
αδιαίρετον την υπόστασιν, διηρημένας δε τας φύσεις και ασυγχύτους. Όλον εκεί
αχώριστον τον Υιόν και συναϊδιον τω Πατρί και τω Πνεύματι, όλον αχώριστον και
εδώ τον Υιόν εν τη Μητρί και τοις ανθρώποις. Εκεί άναρχον γέννησιν εκ του
Πατρός, εδώ χρονικήν γέννησιν εκ της Μητρός· εκεί αμήτορα Υιόν εν Πατρί, εδώ
απάτορα Υιόν εν Μητρί. Ώστε όπου εκεί ομολογούμεν και πιστεύομεν άσαρκον Λόγον
εν ουρανώ εκ του Πατρός, εδώ πιστεύομεν σεσαρλωμένον τον Λόγον εν τη γη εκ της
Μητρός. Πιστεύομεν λοιπόν το Παιδίον τούτο τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον,
δύο τας φύσεις και ενεργείας δοξάζοντες, εν μια μόνη τη υποστάσει. Πιστεύομεν
και ομολογούμεν ακόμη και την Μαρίαν Παρθένον και Θεοτόκον, Παρθένον εν τόκω,
προ τόκου και μετά τόκον, διότι απάτωρ εν τη γεννήσει ο Λόγος, Θεοτόκον, διότι
ο γεννηθείς, και τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος εγεννήθη εξ Αυτής. Εμάθαμεν
το ένα μυστήριον της σημερινής εορτής· πως πρέπει να πιστεύωμεν το Παιδίον
τούτο. Αλλά πώς να μάθωμεν δια το άλλο, το οποίον φαίνεται πολύ δύσκολον;
Είπομεν, ότι ο Θεός φύσει δεν θεωρείται από τινα, λοιπόν πως θα τον ίδωμεν
ημείς; Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος, μας είπεν ο Δαμασκηνός, ότι είναι το
Παιδίον τούτο, και τοιουτοτρόπως να το πιστεύωμεν· ως Άνθρωπον το θεωρούμεν εν
τη φάτνη, διότι είναι νήπιον, διότι είναι σεσαρκωμένον, διότι τρέφεται με γάλα,
διότι ενδύεται με σπάργανα, ίδια της ανθρωπίνης φύσεως. Δια να το ίδωμεν όμως
ως Θεόν, εδώ μεγάλη η δυσκολία· ακούω τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην όπου λέγει·
«Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιωαν. α: 18)· και αφού κανένας δεν είδε ποτέ τον
Θεόν (κατά την μαρτυρίαν του Ιωάννου), πως ημπορούμεν τώρα ημείς να Τον ίδωμεν
την σήμερον εις την Βηθλεέμ; Αλλ΄ αυτού βλέπω μέγαν Προφήτην όπου αναβαίνει
δρομαίως εις το όρος του Σινά δια να ίδη τον Θεόν, και να ομιλήση με Αυτόν· και
εγώ θέλω να φωνάξω δια να μου δείξη τον τρόπον να ίδω και εγώ τον Θεόν· Μωϋσή,
Μωϋσή, μένε ολίγον παρακαλώ, δια να σε ερωτήσω δι΄ εν μυστήριον, αυτού όπου
αναβαίνεις δια να ίδης τον Θεόν· δεν με παίρνεις και εμέ, δια να ίδω το
σεβάσμιον Αυτού πρόσωπον; Δεν μοι ερμηνεύεις τον τρόπον δια να ίδω και εγώ τοιούτον
παράδοξον θαύμα; Αχ, με κωλύουν αι αμαρτίαι, και δια τούτο μου λέγει ο Μωϋσής·
«Μη, μη εγγίσης ώδε· είναι τρόμος και φόβος, εδώ σείονται τα βουνά, καπνίζονται
αι κορυφαί και τρέμει το όρος από τον φόβον· εδώ αστραπαί, εδώ θύελλα και
γνόφος· εδώ φλόγες αναβαίνουν έως τον ουρανόν· εδώ αι βρονταί των σαλπίγγων· εδώ
καίεται η κορυφή του Σινά από το πυρ της Θεότητος, ώστε μη υποφέρων να
ενατενίσω εις τας ακτίνας εκείνας της θείας δόξης, σκεπάζω το πρόσωπον, και
τρέμων από τον φόβον μου κρύπτομαι εντός λίθου· μη με εγγίσης λοιπόν, διότι και
εγώ, μόλις είδον τα οπίσθια του Θεού αμυδρώς». Φευ της δυστυχίας! Και αν ο Μωϋσής, όπου είναι Προφήτης και Άγιος, δεν
ημπορεί να ίδη τον Θεόν, ημείς οι αμαρτωλοί πως θέλομεν τον ίδει; «Θεόν ουδείς
εώρακε πώποτε» (Ιωάν. α: 18)· και πώς να τον θεωρήσωμεν; Ακολουθείτε λοιπόν έως
εις την Βηθλεέμ, και ίσως να τον ίδωμεν· αυτού δεν είναι φόβος, αστραπαί,
γνόφος και φλόγες, ως εις το Σινά· είναι μάλιστα μεγάλη χαρά· «Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι
υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ» (Λουκ. β: 10)· είναι Ιωσήφ ολίγον
λυπημένος, είναι Μαρία Μητέρα, είναι Ποιμένες θαυμάζοντες, είναι βασιλείς
δωροφορούντες, είναι πλήθος στρατιάς ουρανίου δοξολογούντες· είναι σπήλαιον,
φάτνη και κτήνη, όλα εις χαράν και αγαλλίασιν· είναι μικρόν Παιδίον εσπαργανωμένον
εν τη φάτνη· ακολουθείτε λοιπόν, και ιδού το παιδίον ο Ιησούς αυτό είναι
τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Βλέπετε τώρα Χριστιανοί με τους οφθαλμούς
τον αόρατον Θεόν; Τον πιάνετε με τας χείρας; Αλλ΄ ουχί· πάλιν σεις δεν εννοείτε
το Παιδίον τούτο, ότι είναι καθαρός Θεός, πάλιν σεις δεν θεωρείτς τόσον λαμπρά
τον αόρατον Θεόν, διότι έχετε σκεπασμένον το πρόσωπον της διανοίας, ουχί ως ο
Μωϋσής από τον φόβον, αλλά ως απαίδευτοι από τον λόγον· και λοιπόν προσέχετε
μόνον, και θα τον ίδητε με τους οφθαλμούς, και θα τον πιάσετε με τας
χείρας. Δεν είναι αληθές, Χριστιανοί,
ότι ούτος ο λόγος όπου ομιλώ εγώ και τον ακούετε τώρα σεις, γεννάται μέσα από
τον νουν μου; Ναι, βέβαια· λοιπόν υτός ο προφορικός λόγος είναι άϋλος, είναι
ασώματος· και δια τούτο, ούτε θεωρείται ούτε πιάνεται· διατί, ειπέτε μοι; Όταν
εγώ τώρα ομιλώ τον πανηγυρικόν τούτον λόγον, και τον ακούετε, ημπορεί κανείς
από σας ή να τον ίδη με τους οφθαλμούς, ή να τον πιάση με τας χείρας; Ουχί
ποτέ· τόσον μόνον όπου ακούετε τον ήχον της φωνής μου, ο οποίος εξέρχεται εκ
του στόματός μου, σχίζει τον επιπροσθούντα αέρα, και εκείνος ο κτύπος είναι
όπου εμβαίνει εντός των ωτίων σας, και ακούετε τον λόγον· τοιουτοτρόπως είναι
φύσει ο λόγος ούτος και αόρατος και αψηλάφητος· αλλ΄ αν πιάσω τον κάλαμον με
την χείρα, έπειτα να ζωγραφήσω ή και να κοσμήσω τον λόγον τούτον με φορέματα,
ήτοι με τα γράμματα, με τα στοιχεία, επάνω εις χάρτην, τότε παρευθύς δεν
γίνεται ορατός και ψηλαφητός ο αόρατος λόγος; Τότε παρευθύς δεν τον βλέπετε με
τους οφθαλμούς, και τον πιάνετε με τας χείρας; Ναι βέβαια, διότι ούτω θέλει και
η αλήθεια· τούτο βεβαιώνει και ο εξ Αγκύρας Θεόδοτος εις τον λόγον των
Γενεθλίων· «επειδάν ο λόγος ενδύσηται γράμματα και στοιχεία, φαινόμενος γίνεται,
όψει καταλαμβάνεται, αφή ψηλαφάται». Τώρα αυτό το Παιδίον είναι
ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο ενυπόστατος Λόγος του Πατρός, ο ομοούσιος και
συναϊδιος τω Πατρί και τω Πνεύματι· ο οποίος ήτο πρώτον ασώματος και άϋλος
φύσει, και δεν ηδυνάμεθα ούτε να τον ίδωμεν ούτε να τον πιάσωμεν· και τούτο
είναι όπου προείπομεν με τον Ευαγγελιστήν· «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιωάν.
α: 18)· αλλά τώρα, διότι εζωγραφήθη με τον κάλαμον του Παναγίου Πνεύματος από
τον άναρχον Νουν, τον Πατέρα, εντός του χάρτου, εις την κοιλίαν της Παρθένου,
και εστολίσθη με τα γράμματα, δηλαδή με την σάρκα, γίνεται παρευθύς ορατός και
ψηλαφητός ο αψηλάφητος· παρευθύς τον θεωρούμεν με τους οφθαλμούς, τον πιάνομεν
με τας χείρας· θεολογεί εις τούτο και πάλιν ο του Θεού ηγαπημένος Απόστολος και
Ευαγγελιστής Ιωάννης· «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και
εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης Χάριτος και
αληθείας» (Ιωάν. α: 14). Εννοήσατε λοιπόν, αδελφοί μου, ότι εδώ είναι νους,
εκεί είναι Πατήρ· εδώ είναι λόγος προφορικός όπου γεννάται από τον νουν αϊδίως,
εκεί ουχί προφορικός, αλλ΄ ενυπόστατος Λόγος και ουσιώδης όπου γεννάται από τον
Πατέρα αϊδίως· εδώ εις τον νουν και εις τον χάρτην αχώριστος ο λόγος, εκεί
επάνω εις τον Πατέρα και κάτω εις την Μητέρα αχώριστος ο ενυπόστατος Λόγος· εδώ
μόνον η χειρ μου δια γραμμάτων γεννά τον λόγον επάνω εις τον χάρτην και ουχί ο
νους, εκεί η Παρθένος δια του σώματος γεννά τον Θεόν επάνω εις την Βηθλεέμ, και
ουχί ο Πατήρ· εδώ βλέπετε τον λόγον μου επάνω εις τον χάρτην, διότι τον
εστόλισα με τα γράμματα και τον πιάνετε· εκεί βλέπετε τον Λόγον του Θεού επάνω
εις την Βηθλεέμ, διότι τον εστόλισεν η Παρθένος με την σάρκα και τον πιάνετε·
εδώ ο νους γεννά αϊδίως τον λόγον, και η χειρ μόνον άπαξ εις τον χάρτην, εκεί ο
Πατήρ γεννά αϊδίως τον Λόγον, και η Παναγία μόνον άπαξ εις την φάτνην· ούτος
είναι ο τρόπος, Χριστιανοί, με τον οποίον βλέπετε σήμερον τον αόρατον Θεόν με
τα όμματα και τον πιάνετε με τας χείρας, ό,τι λογής θεωρείτε τον λόγον μου εις
τον χάρτην και τον πιάνετε· δεν χρειάζεται τώρα άλλο, παρά να θεωρήσετε νοητώς
και να πιάσετε τον αόρατον, δια να εννοήσητε σήμερον τοιούτον παράδοξον
μυστήριον· διότι ό,τι λογής δεν ημπορείτε να θεωρήσετε και να πιάσετε τον λόγον
όπου γράφει η χειρ μου δια γραμμάτων επάνω εις τον χάρτην, αν δεν αναβιβάσετε πρώτον
τον νουν σας εις την θεωρίαν του λόγου, τοιουτοτρόπως δεν ημπορείτε να
θεωρήσετε και να ψηλαφήσετε τον Θεόν όπου γεννά η Παρθένος Μαρία δια σαρκός
επάνω εις την Βηθλεέμ, ανίσως και δεν υψώσετε πρώτον τον νουν εις την
μυστηριωδεστάτην θεωρίαν του Υιού και Λόγου του Θεού. Υψώσατε λοιπόν τον νουν,
την διάνοιαν, τον στοχασμόν, εις το γεννηθέν τούτο Παιδίον, και βλέποντες και
πιάνοντες νοητώς τον Θεόν, προσκυνείτε και ψάλλετε ευφραινόμενοι· «Τις Θεός
μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. οστ: 14-15,
οα΄: 18). Ψάλατε αυτώ και προσκυνείτε την Βασιλείαν του, διότι εγώ ακούω ένα
άλλον βασιλέα όπου ετοιμάζεται και αυτός δήθεν δια να τον προσκυνήση και δια
τούτο θέλω να του ομιλήσω και να του είπω τοιούτους λόγους. Παράνομε και
ασεβέστατε βασιλεύ, διότι ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού γεννάται την σήμερον εις
την Βηθλεέμ από την Παναγίαν την Παρθένον, συ βλέπων και καταλαμβάνων τούτον
τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον, διατί σκοτίζεσαι και ταράττεσαι και
αφρίζεις; Διότι εγεννήθη σήμερον ο Χριστός μου Ιησούς εις την γην, συ φθονείς
και αγριώνεσαι και θυμώνεις; Συ προσποιείσαι προσκύνησιν, δια να τον φονεύσης;
Συ πολεμείς τον ουράνιον Θεόν, ο οποίος σοι εχάρισεν, αχάριστε, την βασιλείαν
και την ζωήν, συ φονεύεις τα νήπια και αρπάζεις ταύτα από τας αγκάλας των
μητέρων των; συ ποτίζεις την γην περισσότερον από τα αίματα, παρά η βροχή από
τα νάματα; Συ σφάζεις δεκατέσσαρας χιλιάδας παιδία, τόσον ώστε να κάνης ώσπερ
βουνά τα σώματά των, ανακατωμένα με τας κεφαλάς τας κεκομμένας και επάνω αυτών
μητέρες ολιγοψυχισμέναι; Ω ουρανέ και πως δεν κατακαίεις με τα αστροπελέκια
τοιούτον παράνομον άνθρωπον; ω γη και πως δεν σχίζεσαι ταύτην την ώραν, δια να
καταπίης τοιούτον βρεφοκτόνον Ηρώδην; Α, μάταιε και ασεβή, α, θεοκτόνε και
φθονερέ βασιλεύ! Ο αναίσθητος λίθος συμπονεί και λυπείται δια τον φόνον όπου
ποιείς εις τα βρέφη και σχιζόμενος εις δύο μέρη κρύπτει την Ελισάβετ με τον
Ιωάννην, δια να μη τον φονεύσης, και δεν σχίζεται η λιθίνη καρδία σου, να
γνωρίση την αμαρτίαν, να ακούση τας φωνάς των μητέρων και να λυπηθή εις τα
δάκρυα όπου χύνουν; «Παύσατε, παύσατε, ω ευλογημέναι μητέρες, την λύπην,
παύσατε τα δάκρυα και τους πόνους, διότι ταχέως επέρχεται η θεία δίκη επί την
κεφαλήν του αντιδίκου σας, να θερίση την ζωήν του και να ρίψη την πονηράν του
ψυχήν εις την αιώνιον κόλασιν· οι δε τρυφερώτατοι βλαστοί, τα ηγαπημένα σας
τέκνα, όπου εσφάγησαν δια την Γέννησιν του Κυρίου και Σωτήρος μας, θέλουν
ανθήσει εις τον ουράνιον λειμώνα, εις την Βασιλείαν των ουρανών, δια να
πέμπωσιν εκείθεν την ευωδίαν εις τας ψυχάς σας». Ημάς δε, ω Υιέ του Θεού, όπου
μας ηξίωσες σήμερον και επροφθάσαμεν εις την Αγίαν σου Γέννησιν, ως όπου
εχρίσθημεν και εβαπτίσθημεν εις την Αγίαν Τριάδα, πιστεύομεν και ομολογούμεν σε
το μικρόν Βρέφος, τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον, ομολογούμεν αχώριστον του
Πατρός και αχώριστον της Μητρός. Προσκυνούμεν μίαν ουσίαν και φύσιν εις την
Αγίαν Τριάδα εν τρισίν υποστάσεσι· προσκυνούμεν και μίαν υπόστασιν εις σε τον
θείον Λόγον εν δυσί φύσεσι και ενεργείαις. Ομολογούμεν ασυγχύτως και αδιαιρέτως
τας υποστάσεις εκεί εις την ουσίαν, ομολογούμεν και εδώ, συγχύτως και
αδιαιρέτως τας φύσεις εις την υπόστασιν· ορώμεν σε τον αόρατον Θεόν εν τη φάτνη
ώσπερ τον ημέτερον λόγον εν τω χάρτη. Κηρύττομεν και την Μητέρα σου, Παρθένον
και Θεοτόκον. Προσκυνούμεν τα σπάργανα, υμνούμεν την φάτνην, δοξολογούμεν την
Αγίαν σου Γέννησιν, δι΄ ης και ελπίζομεν να απολαύσωμεν την Βασιλείαν σου.
Αμήν.
Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε· άσατε τω Κυρίω πάσα η γη· εξέλθετε λοιπόν από τας θύρας του ουρανού, σεις οι λειτουργοί του πρώτου Φωτός, αι δεύτεραι λάμψεις και ακτίνες της υπερφώτου Ουσίας, τα νοερά και άϋλα πνεύματα των Αγγελικών ουσιών, δια την παράδοξον ταύτην θεωρίαν εξέλθετε, δια να τον προϋπαντήσετε ουχί ως φοβερόν Βασιλέα επάνω εις τα ύψη του ουρανού, αλλ΄ ως ταπεινότατον δούλον μέσα εις το σπήλαιον της Βηθλεέμ· ουχί δια να ψάλλετε τον εν τοις υψίστοις μέγαν Θεόν, αλλά το εν τοις ταπεινοίς μικρότατον Βρέφος· «και εξαίφνης εγένετο συν τω Αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων· δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β: 13-14).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου