Εἶναι τόση καί τέτοια ἡ
μεγαλωσύνη καί ἡ προσφορά τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί σ’ ὅλο
τόν οἰκουμενικό Χριστιανισμό, πού λίγο ἀπέχουν ἀπό τούς θεόπνευστους ἀποστόλους
τοῦ Χριστοῦ. Σπάνια βρίσκει κανείς τόση ἁγιότητα καί τόση σοφία σέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ, στά δύο χιλιάδες χρόνια, ὅσο στούς τρεῖς Ἱεράρχες. Ἀπ’ ὅλο τοῦτο
τόν πνευματικό πλοῦτο τῶν τριῶν «μελιρρύτων ποταμῶν τῆς σοφίας», προτιμῶ στό
σημερινό κείμενο, ν’ ἀκούσομε τό χρυσό στόμα τοῦ Ἰωάννη, νά μᾶς μιλάει γιά τήν
προσευχή, στήν ὁποία ἀφιέρωσε πολλές ὁμιλίες (Βλπ. Λόγοι Α΄ καί Β΄ «περί
προσευχῆς», ΕΠΕ, τόμ 21). Ἄς πάρουμε λοιπόν μερικά ψήγματα ἀπ’ τό Χρυσοστομικό
χρυσάφι, ὥστε νά μάθουμε καλύτερα τήν ἀξία καί τή δύναμη τῆς προσευχῆς. «Ὥσπερ
γάρ τῷ σώματι φῶς ἥλιος, οὕτω τῇ ψυχῇ ἡ προσευχή». Ὅπως εἶναι τό φῶς τοῦ ἥλιου
γιά τό σῶμα, εἶναι καί γιά τήν ψυχή ἡ προσευχή.
Οἱ γλυκιές στιγμές τῆς προσευχῆς, συνοψίζουν ὅλη τή ζωή, ὅλη τήν ὑγεία, ὅλο τόν πλοῦτο τῆς ψυχῆς, καί ὅλη τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσευχή, συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κρείττων θανάτου» καί κατακτᾶ τήν ἀθανασία. Ὅποιο δρόμο καί ὅποια κλίση προτιμήσει καί ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, εἴτε τήν παρθενία, εἴτε τόν τίμιο γάμο, εἴτε κυριαρχεῖ στό θυμό του, εἴτε ζεῖ μέ πραότητα καί χωρίς φθόνους, ὅταν προσεύχεται, κάνει τό δρόμο του εὐκολοβάδιστο καί τή ζωή του πιό ὄμορφη. Ἀντίθετα, «θάνατος ψυχῆς ἀσέβεια καί βίος παράνομος». Ἀπουσία τῆς προσευχῆς ἀπ’ τή ζωή μας, ὁδηγεῖ στό θάνατο τῆς ψυχῆς. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀφροσύνη, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀπό «τό μή ἐπίστασθαι τό μέγεθος τῆς τιμῆς, μηδέ ἐρᾶν προσευχῆς». Καί προσθέτει: «Ὥσπερ γάρ τό σῶμα τοῦτο τό ἡμέτερον, ψυχῆς μή παρούσης, νεκρόν ἐστι καί δυσῶδες· οὕτω ψυχή, μή κινοῦσα ἑαυτήν εἰς προσευχήν, μικρά ἐστι καί ἀθλία καί δυσώδης». Καί πάλι συμπληρώνει καί λέγει ὅτι: «ὅστις γάρ οὐ προσεύχεται τῷ Θεῷ, οὐδέ θείας ὁμιλίας ἀπολαύειν ἐπιθυμεῖ συνεχῶς, νεκρός ἐστι καί ἄψυχος». Καί μ’ ἕνα τόνο προσωπικό, δηλώνει ὁ χρυσόστομος ὁμιλητής: «Ὅταν ἴδω τινά μή φιλοῦντα προσευχήν, μηδέ θερμόν ἔρωτα ταύτης ἔχοντα καί σφοδρόν, ἤδη μοι οὗτος δῆλός ἐστιν ὡς οὐδέν γενναῖον ἐν τῇ ψυχῇ κέκτηται». Στ’ ἀλήθεια, ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται, δέν εἶναι ἄξιος γιά τίποτε τό μεγάλο καί τό γενναῖο. Ὁ μέγας τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος θά δηλώσει μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του, ὅτι, «παντελῶς ἀμήχανον ἄνευ προσευχῆς ἀρετῇ συζῆν». Εἶναι ἀδύνατο τῶν ἀδυνάτων νά ὑπάρξει ἀρετή χωρίς προσευχή. Γιά τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς ὑπάρχει φάρμακο —«ἀλεξιφάρμακο» τό ὀνομάζει— καί αὐτό εἶναι ἡ προσευχή. Καί μόνο φάρμακο εἶναι ἡ προσευχή; Ὄχι, βέβαια. Εἶναι καί «ἄμαχον ὅπλον καί ἀσφαλές φυλακτήριον». Εἶναι, δηλαδή, καί ὅπλο ἀκαταμάχητο καί ἀσφαλές ὀχυρό. Τά ἁμαρτήματα τά καθαρίζει, χωρίς, βέβαια, νά καταργεῖται τό Μυστήριο τῆς Μετάνοιας ἤ Ἐξομολόγησης. «Δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. Α΄ 18). Ἀπόδειξη δέ πώς, ἡ προσευχή εὔκολα καθαρίζει ἁμαρτίες, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος πατέρας, εἶναι ὁ τελώνης, ὁ ὁποῖος ἀνεχώρησε «δεδικαιωμένος». Ἔχει ἀκόμα τόσα νά πεῖ καί νά ἐξηγήσει γιά τήν προσευχή, ὁ μέγας ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν καί βασιλιάς τοῦ ἄμβωνα. Σάν ἐπωδό (ρεφραίν), ἐπαναλαμβάνει πώς «παντός ἀγαθοῦ κεφάλαιόν ἐστιν ἡ προσευχή, καί σωτηρίας καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος». Ἡ προσευχή εἶναι ὁ πιό ὡραῖος καί μεγαλειώδης διάλογος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. «Πᾶς προσευχόμενος τῷ Θεῷ διαλέγεται». Καί ὄχι μόνο. «Αὕτη γάρ ἡ τιμή καί τήν τῶν ἀγγέλων ὑπεραίρει μεγαλοπρέπειαν». Καί αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου κατά τόν ἱερό πατέρα, γιατί, ἐνῶ σ’ ὅλα τ’ ἄλλα —σοφία, σύνεση, τρόπος ζωῆς καί ὕπαρξης— μᾶς χωρίζουν ἀποστάσεις, στό θέμα τῆς προσευχῆς ἔχομεν «κοινόν ἔργον ἀγγέλων ὁμοῦ καί ἀνθρώπων». Κι εἶναι, στ’ ἀλήθεια, ἐκπληκτική παρατήρηση. Σέ τίποτε δέ διαφέρει ἕνας προσευχόμενος ἄνθρωπος, ἀπό ἕνα ἄγγελο. Ἐάν οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὅπως προσεύχονται, τότε ἡ γῆ μας θά ᾽ τανε παράδεισος γεμάτος μέ ἀν θρωπόμορφους ἀγγέλους. Ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία δυστυχῶς, τούς ἔκαμε ὑπανθρώπους καί ἀπανθρώπους.... Οἱ προσευχές, ἐπίσης, εἶναι «τά νεῦρα τῆς ψυχῆς», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὅπως τά νεῦρα συγκροτοῦν καί συγκρατοῦν τό σῶμα, κατά παρόμοιο τρόπο καί οἱ προσευχές ἐνισχύουν καί δυναμώνουν τήν ψυχή. Καθώς καί ἀντίστροφα»· ὅπως τό ἄνευρο σῶμα εἶναι καχεκτικό, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται, εἶναι πνευματικά, ἄρρωστος. Μή ξεχνᾶμε πώς ἔχουμε ἀκήρυκτο καί ἀδιάκοπο πόλεμο μέ τίς δυνάμεις τοῦ ἀόρατου ἐχθροῦ. Ὁ διάβολος μέρα καί νύχτα μᾶς πολεμάει. «Οὕτω δή καί ἡμεῖς προσευχόμενοι μέν, ραδίως τοῦ διαβόλου κρατήσομεν, ραθυμοῦντες δέ, καθ’ ἑαυτῶν ἀσκοῦμεν τόν πονηρόν». Ὅταν, δηλαδή, προσευχόμαστε, εὔκολα νικοῦμε τόν διάβολο· ἐάν ὅμως νυστάξουμε καί ραθυμήσουμε —καί σταματήσουμε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή— προκαλοῦμε μεῖς οἱ ἴδιοι τόν πονηρό ἐναντίον μας. Ἡ προσευχή εἶναι φῶς, δύναμη, ζωή. Νά γίνουμε καί νά μείνουμε γιά πάντα, ἄνθρωποι προσευχῆς.
Οἱ γλυκιές στιγμές τῆς προσευχῆς, συνοψίζουν ὅλη τή ζωή, ὅλη τήν ὑγεία, ὅλο τόν πλοῦτο τῆς ψυχῆς, καί ὅλη τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσευχή, συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κρείττων θανάτου» καί κατακτᾶ τήν ἀθανασία. Ὅποιο δρόμο καί ὅποια κλίση προτιμήσει καί ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, εἴτε τήν παρθενία, εἴτε τόν τίμιο γάμο, εἴτε κυριαρχεῖ στό θυμό του, εἴτε ζεῖ μέ πραότητα καί χωρίς φθόνους, ὅταν προσεύχεται, κάνει τό δρόμο του εὐκολοβάδιστο καί τή ζωή του πιό ὄμορφη. Ἀντίθετα, «θάνατος ψυχῆς ἀσέβεια καί βίος παράνομος». Ἀπουσία τῆς προσευχῆς ἀπ’ τή ζωή μας, ὁδηγεῖ στό θάνατο τῆς ψυχῆς. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀφροσύνη, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀπό «τό μή ἐπίστασθαι τό μέγεθος τῆς τιμῆς, μηδέ ἐρᾶν προσευχῆς». Καί προσθέτει: «Ὥσπερ γάρ τό σῶμα τοῦτο τό ἡμέτερον, ψυχῆς μή παρούσης, νεκρόν ἐστι καί δυσῶδες· οὕτω ψυχή, μή κινοῦσα ἑαυτήν εἰς προσευχήν, μικρά ἐστι καί ἀθλία καί δυσώδης». Καί πάλι συμπληρώνει καί λέγει ὅτι: «ὅστις γάρ οὐ προσεύχεται τῷ Θεῷ, οὐδέ θείας ὁμιλίας ἀπολαύειν ἐπιθυμεῖ συνεχῶς, νεκρός ἐστι καί ἄψυχος». Καί μ’ ἕνα τόνο προσωπικό, δηλώνει ὁ χρυσόστομος ὁμιλητής: «Ὅταν ἴδω τινά μή φιλοῦντα προσευχήν, μηδέ θερμόν ἔρωτα ταύτης ἔχοντα καί σφοδρόν, ἤδη μοι οὗτος δῆλός ἐστιν ὡς οὐδέν γενναῖον ἐν τῇ ψυχῇ κέκτηται». Στ’ ἀλήθεια, ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται, δέν εἶναι ἄξιος γιά τίποτε τό μεγάλο καί τό γενναῖο. Ὁ μέγας τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος θά δηλώσει μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του, ὅτι, «παντελῶς ἀμήχανον ἄνευ προσευχῆς ἀρετῇ συζῆν». Εἶναι ἀδύνατο τῶν ἀδυνάτων νά ὑπάρξει ἀρετή χωρίς προσευχή. Γιά τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς ὑπάρχει φάρμακο —«ἀλεξιφάρμακο» τό ὀνομάζει— καί αὐτό εἶναι ἡ προσευχή. Καί μόνο φάρμακο εἶναι ἡ προσευχή; Ὄχι, βέβαια. Εἶναι καί «ἄμαχον ὅπλον καί ἀσφαλές φυλακτήριον». Εἶναι, δηλαδή, καί ὅπλο ἀκαταμάχητο καί ἀσφαλές ὀχυρό. Τά ἁμαρτήματα τά καθαρίζει, χωρίς, βέβαια, νά καταργεῖται τό Μυστήριο τῆς Μετάνοιας ἤ Ἐξομολόγησης. «Δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. Α΄ 18). Ἀπόδειξη δέ πώς, ἡ προσευχή εὔκολα καθαρίζει ἁμαρτίες, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος πατέρας, εἶναι ὁ τελώνης, ὁ ὁποῖος ἀνεχώρησε «δεδικαιωμένος». Ἔχει ἀκόμα τόσα νά πεῖ καί νά ἐξηγήσει γιά τήν προσευχή, ὁ μέγας ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν καί βασιλιάς τοῦ ἄμβωνα. Σάν ἐπωδό (ρεφραίν), ἐπαναλαμβάνει πώς «παντός ἀγαθοῦ κεφάλαιόν ἐστιν ἡ προσευχή, καί σωτηρίας καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος». Ἡ προσευχή εἶναι ὁ πιό ὡραῖος καί μεγαλειώδης διάλογος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. «Πᾶς προσευχόμενος τῷ Θεῷ διαλέγεται». Καί ὄχι μόνο. «Αὕτη γάρ ἡ τιμή καί τήν τῶν ἀγγέλων ὑπεραίρει μεγαλοπρέπειαν». Καί αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου κατά τόν ἱερό πατέρα, γιατί, ἐνῶ σ’ ὅλα τ’ ἄλλα —σοφία, σύνεση, τρόπος ζωῆς καί ὕπαρξης— μᾶς χωρίζουν ἀποστάσεις, στό θέμα τῆς προσευχῆς ἔχομεν «κοινόν ἔργον ἀγγέλων ὁμοῦ καί ἀνθρώπων». Κι εἶναι, στ’ ἀλήθεια, ἐκπληκτική παρατήρηση. Σέ τίποτε δέ διαφέρει ἕνας προσευχόμενος ἄνθρωπος, ἀπό ἕνα ἄγγελο. Ἐάν οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὅπως προσεύχονται, τότε ἡ γῆ μας θά ᾽ τανε παράδεισος γεμάτος μέ ἀν θρωπόμορφους ἀγγέλους. Ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία δυστυχῶς, τούς ἔκαμε ὑπανθρώπους καί ἀπανθρώπους.... Οἱ προσευχές, ἐπίσης, εἶναι «τά νεῦρα τῆς ψυχῆς», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὅπως τά νεῦρα συγκροτοῦν καί συγκρατοῦν τό σῶμα, κατά παρόμοιο τρόπο καί οἱ προσευχές ἐνισχύουν καί δυναμώνουν τήν ψυχή. Καθώς καί ἀντίστροφα»· ὅπως τό ἄνευρο σῶμα εἶναι καχεκτικό, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται, εἶναι πνευματικά, ἄρρωστος. Μή ξεχνᾶμε πώς ἔχουμε ἀκήρυκτο καί ἀδιάκοπο πόλεμο μέ τίς δυνάμεις τοῦ ἀόρατου ἐχθροῦ. Ὁ διάβολος μέρα καί νύχτα μᾶς πολεμάει. «Οὕτω δή καί ἡμεῖς προσευχόμενοι μέν, ραδίως τοῦ διαβόλου κρατήσομεν, ραθυμοῦντες δέ, καθ’ ἑαυτῶν ἀσκοῦμεν τόν πονηρόν». Ὅταν, δηλαδή, προσευχόμαστε, εὔκολα νικοῦμε τόν διάβολο· ἐάν ὅμως νυστάξουμε καί ραθυμήσουμε —καί σταματήσουμε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή— προκαλοῦμε μεῖς οἱ ἴδιοι τόν πονηρό ἐναντίον μας. Ἡ προσευχή εἶναι φῶς, δύναμη, ζωή. Νά γίνουμε καί νά μείνουμε γιά πάντα, ἄνθρωποι προσευχῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου