Ηρακλείδης ο γενναίος του Χριστού Ιερομάρτυς κατήγετο από την νήσον
Κύπρον, ήτο δε υιός ιερέως τινός των ειδώλων ονομαζομένου Ιερόκλεω. Επειδή δε
οι της αληθείας πρόβολοι, Βαρνάβας και Μάρκος ομού, κατόπιν δε και Παύλος,
ελθόντες εις την Κύπρον, ήρχισαν να κηρύττουν αδιστάκτως και θαρραλέως τον
σωτήριον λόγον της ευσεβείας περιερχόμενοι από τόπου εις τόπον και ούτω ποιούντες
έφθασαν μέχρι Σολέας, εύρον εις εν χωρίον αυτής, Λαμπαδιστού καλούμενον, τον
Ιερόκλεων, όστις φιλόξενος ων υπεδέχετο τους ξένους και εκάλει αυτούς εις τον
οίκον του, παρέχων εις αυτούς τροφήν και ανάπαυσιν.
Καλεί όθεν κατά την συνήθειάν του ο Ιερόκλεως τους Αγίους τούτους Αποστόλους δια να τους φιλοξενήση, αλλ’ ούτοι δεν εδέχθησαν ούτε να μεταβούν εις τον οίκον του ούτε να συμφάγωσι μετ’ αυτού, καθόσον ούτος ήτο ιερεύς των ειδώλων· όθεν ζητούσι μόνον παρ’ αυτού να μάθουν την οδόν την οποίαν επεθύμουν να ακολουθήσουν. Ο δε Ιερόκλεως φιλανθρώπως φερόμενος έδωκεν εις αυτούς τον υιόν του Ηρακλείδην δια να τους καθοδηγήση ασφαλώς εις την οδόν, επειδή όλος ο τόπος εκείνος ήτο δύσβατος κατά πολύ. Ο Ηρακλείδης προθύμως τούτο ποιών ηκολούθει τους Αγίους Αποστόλους και καθωδήγει αυτούς εις την οδόν, συμβαδίζων δε ήρχισε να συνδιαλέγηται μετ’ αυτών περί της Ελληνικής παιδείας και θρησκείας. Οι δε θειότατοι Απόστολοι και μύσται του Σωτήρος, βλέποντες τούτον καλοπροαίρετον και ζηλωτήν της αληθείας προθυμότατον, ανταποδίδουσι την ευεργεσίαν πολλαπλάσιον και κηρύττουσιν εις αυτόν τον Ιησούν Χριστόν, τον επί γης σαρκωθέντα και παθόντα και αναστάντα, Θεόν αληθή, εις τον οποίον και μόνον οφείλει να πιστεύη. Δεν έπεσε δε ο σπόρος της αληθείας εις πέτραν, αλλ’ ευρών γην αγαθήν εκαρποφόρησεν αμέσως, διότι ο Ηρακλείδης, έχων εκ των προτέρων αμφιβολίαν δια την θρησκείαν των ειδώλων, πείθεται ευθύς εις το κήρυγμα των Αποστόλων και άνευ αναβολής ή δισταγμού πιστεύσας εις τον Χριστόν βαπτίζεται υπ’ αυτών και προχειρίζεται πρώτος ποιμήν της Εκκλησίας Ταμασέων. Ελκύσας δε και τους ιδίους γονείς δια της καλής του νουθεσίας, εβάπτισεν αυτούς. Αφού δε ο Άγιος εγένετο Επίσκοπος, ειργάσθη να εξαπλώση το όνομα του Χριστού, ωκοδόμησεν Εκκλησίας και καλώς το ποίμνιον αυτού εδίδαξε, πολλούς δε των Ελλήνων καθωδήγησεν εις θεογνωσίαν· ποικίλα δε πάθη θεραπεύων, νεκρούς ανιστών, δαίμονας διώκων και μυρία άλλα τεράστια θαύματα ενεργών, εμισήθη υπό των ειδωλολατρών και κατεκάη υπ’ αυτών μαζί με τον Μύρωνα παραδώσας την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Το δε ιερώτατον και τίμιον αυτού λείψανον ενταφιασθέν υπό των ευσεβών Χριστιανών πλείστα όσα θαύματα ενήργησε και ενεργεί εις τους μετά πόθου και πίστεως προσερχομένους εις τον Ιερόν αυτού Ναόν, τα οποία εάν θελήσωμεν να περιγράψωμεν ενταύθα εν προς εν δεν θέλει επαρκέσει εις ημάς ο χώρος, εκ των πολλών δε θα αναφέρωμεν ένα και μόνον υπερθαύμαστον και φρικώδες, το οποίον ο θαυμάσιος ούτος ετέλεσεν, ίνα εκ του ελαχίστου τούτου γνωρίσωμεν την προς Θεόν παρρησίαν του Αγίου. Κατά το έτος αψξθ΄ (1769) εν παιδίον, Ιωάννης καλούμενον, υιός τινος Χατζή Σάββα από της πόλεως Λευκωσίας και εκ της ενορίας Πεφανερωμένης, κατείχετο υπό αγρίου δαίμονος και εβασανίζετο συνεχώς καθ’ ημέραν. Οι δε γονείς του παιδίου εκ της πολλής αυτών θλίψεως έφεραν αυτό εις τον άγιον Ναόν του θαυματουργού Επισκόπου Ηρακλείδου, κατά την ημέραν κατά την οποίαν ετελείτο η μνήμη αυτού. Εν τω καιρώ δε της θείας λειτουργίας, ω του θαύματος! συνετάραξε σφοδρώς ο πονηρός δαίμων το παιδίον, το οποίον καταληφθέν υπό εμέτου εξέβαλεν εκ του στόματος ένα όφιν σπιθαμιαίον και δύο καρκίνους (καβούρια), τα οποία αναρτήσαντες κατόπιν εντός του Ναού διεφύλαττον αυτά, ίνα το θαυμάριον του Αγίου διακηρύττηται· από δε της ώρας εκείνης εθεραπεύθη τελείως το παιδίον, πάντες δε οι παρευρισκόμενοι εξεπλάγησαν εις το φρικώδες τούτο θαύμα και εδόξαζον μεγαλοφώνως τον Θεόν και τον αυτού Ιεράρχην θαυματουργόν Ηρακλείδην, όστις και πολλάς άλλας θαυματουργίας καθ’ εκάστην επιτελεί εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Καλεί όθεν κατά την συνήθειάν του ο Ιερόκλεως τους Αγίους τούτους Αποστόλους δια να τους φιλοξενήση, αλλ’ ούτοι δεν εδέχθησαν ούτε να μεταβούν εις τον οίκον του ούτε να συμφάγωσι μετ’ αυτού, καθόσον ούτος ήτο ιερεύς των ειδώλων· όθεν ζητούσι μόνον παρ’ αυτού να μάθουν την οδόν την οποίαν επεθύμουν να ακολουθήσουν. Ο δε Ιερόκλεως φιλανθρώπως φερόμενος έδωκεν εις αυτούς τον υιόν του Ηρακλείδην δια να τους καθοδηγήση ασφαλώς εις την οδόν, επειδή όλος ο τόπος εκείνος ήτο δύσβατος κατά πολύ. Ο Ηρακλείδης προθύμως τούτο ποιών ηκολούθει τους Αγίους Αποστόλους και καθωδήγει αυτούς εις την οδόν, συμβαδίζων δε ήρχισε να συνδιαλέγηται μετ’ αυτών περί της Ελληνικής παιδείας και θρησκείας. Οι δε θειότατοι Απόστολοι και μύσται του Σωτήρος, βλέποντες τούτον καλοπροαίρετον και ζηλωτήν της αληθείας προθυμότατον, ανταποδίδουσι την ευεργεσίαν πολλαπλάσιον και κηρύττουσιν εις αυτόν τον Ιησούν Χριστόν, τον επί γης σαρκωθέντα και παθόντα και αναστάντα, Θεόν αληθή, εις τον οποίον και μόνον οφείλει να πιστεύη. Δεν έπεσε δε ο σπόρος της αληθείας εις πέτραν, αλλ’ ευρών γην αγαθήν εκαρποφόρησεν αμέσως, διότι ο Ηρακλείδης, έχων εκ των προτέρων αμφιβολίαν δια την θρησκείαν των ειδώλων, πείθεται ευθύς εις το κήρυγμα των Αποστόλων και άνευ αναβολής ή δισταγμού πιστεύσας εις τον Χριστόν βαπτίζεται υπ’ αυτών και προχειρίζεται πρώτος ποιμήν της Εκκλησίας Ταμασέων. Ελκύσας δε και τους ιδίους γονείς δια της καλής του νουθεσίας, εβάπτισεν αυτούς. Αφού δε ο Άγιος εγένετο Επίσκοπος, ειργάσθη να εξαπλώση το όνομα του Χριστού, ωκοδόμησεν Εκκλησίας και καλώς το ποίμνιον αυτού εδίδαξε, πολλούς δε των Ελλήνων καθωδήγησεν εις θεογνωσίαν· ποικίλα δε πάθη θεραπεύων, νεκρούς ανιστών, δαίμονας διώκων και μυρία άλλα τεράστια θαύματα ενεργών, εμισήθη υπό των ειδωλολατρών και κατεκάη υπ’ αυτών μαζί με τον Μύρωνα παραδώσας την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Το δε ιερώτατον και τίμιον αυτού λείψανον ενταφιασθέν υπό των ευσεβών Χριστιανών πλείστα όσα θαύματα ενήργησε και ενεργεί εις τους μετά πόθου και πίστεως προσερχομένους εις τον Ιερόν αυτού Ναόν, τα οποία εάν θελήσωμεν να περιγράψωμεν ενταύθα εν προς εν δεν θέλει επαρκέσει εις ημάς ο χώρος, εκ των πολλών δε θα αναφέρωμεν ένα και μόνον υπερθαύμαστον και φρικώδες, το οποίον ο θαυμάσιος ούτος ετέλεσεν, ίνα εκ του ελαχίστου τούτου γνωρίσωμεν την προς Θεόν παρρησίαν του Αγίου. Κατά το έτος αψξθ΄ (1769) εν παιδίον, Ιωάννης καλούμενον, υιός τινος Χατζή Σάββα από της πόλεως Λευκωσίας και εκ της ενορίας Πεφανερωμένης, κατείχετο υπό αγρίου δαίμονος και εβασανίζετο συνεχώς καθ’ ημέραν. Οι δε γονείς του παιδίου εκ της πολλής αυτών θλίψεως έφεραν αυτό εις τον άγιον Ναόν του θαυματουργού Επισκόπου Ηρακλείδου, κατά την ημέραν κατά την οποίαν ετελείτο η μνήμη αυτού. Εν τω καιρώ δε της θείας λειτουργίας, ω του θαύματος! συνετάραξε σφοδρώς ο πονηρός δαίμων το παιδίον, το οποίον καταληφθέν υπό εμέτου εξέβαλεν εκ του στόματος ένα όφιν σπιθαμιαίον και δύο καρκίνους (καβούρια), τα οποία αναρτήσαντες κατόπιν εντός του Ναού διεφύλαττον αυτά, ίνα το θαυμάριον του Αγίου διακηρύττηται· από δε της ώρας εκείνης εθεραπεύθη τελείως το παιδίον, πάντες δε οι παρευρισκόμενοι εξεπλάγησαν εις το φρικώδες τούτο θαύμα και εδόξαζον μεγαλοφώνως τον Θεόν και τον αυτού Ιεράρχην θαυματουργόν Ηρακλείδην, όστις και πολλάς άλλας θαυματουργίας καθ’ εκάστην επιτελεί εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου