Κοσμοϊστορικὸν γεγονός
Ἡ Καινή Διαθήκη καί γενικώτερα ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
μας τονίζει τήν σπουδαιότητα καί την ἀξία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι
τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, τό περιεχόμενο τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος καί ἡ πηγή
τῶν μυστηρίων, ἡ ἀπαρχή τῆς ἄλλης βιοτῆς, τήν ὁποία ὁ Χριστός ἐγκαινίασε. Ὁποιαδήποτε
θρησκεία ἤ φιλοσοφικό σύστημα μπορεῖ νά σταθεῖ καί νά ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπό τό
πρόσωπο καί τή ζωή τοῦ ἱδρυτοῦ του, καθ᾽ ὅσον ἀποτελεῖ μία θεωρία. Π.χ. τό ἄν ὑπῆρξε
Μωάμεθ ἤ ὄχι, ἄν ἦταν ἕνας προφήτης ἤ ψευδοπροφήτης καί δικτάτωρ δέν ἔχει ἰδιαίτερη
σημασία γιά τό μωαμεθανισμό. Αὐτό, πού ἐνδιαφέρει, εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς
θρησκείας του. Ὁ χριστιανισμός ὅμως δέν μπορεῖ νά σταθεῖ, ἄν δέν ὑπῆρξε ἀληθινός
ὁ Χριστός, δηλαδή ἄν δέν ἦταν Θεάνθρωπος καί ἄν δέν Ἀναστήθηκε. «Εἰ δέ Χριστός
οὐκ ἐγήγερται», κατά τόν συλλογισμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «κενόν ἄρα τό
κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (Α´ Κορ. 15, 14). Καί τοῦτο, διότι
βάση τῆς χριστιανικῆς πίστεως δέν εἶναι ἁπλῶς μία διδασκαλία, ἡ διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ, ἀλλά ἕνα πρόσωπο καί ἕνα γεγονός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ Ἀνάστασή Του.
Τό γεγονός ὅμως τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό καί γιά
τήν παγκόσμια ἱστορία, διότι ἡ Ἀνάσταση ἀνταποκρίνεται σέ δύο ἐσώτατες ἀνάγκες τοῦ
ἀνθρώπου· νά νικήσει τόν θάνατο καί τήν φθορά καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἐνοχή
καί τό ἄγχος, πού τοῦ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του
σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου καί τόν λυτρώνει ἀπό τήν
τυραννία τῆς ἁμαρτίας.
Ἀνάγκη ἱστορικῆς τεκμηριώσεως
Εἶναι, λοιπόν, κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα νά βεβαιωθοῦμε
για τήν πραγματικότητα τῆς Ἀναστάσεως καί νά ἔχουμε στά χέρια μας ἀσφαλεῖς ἀποδείξεις
γιά τήν ἱστορικότητά της. Τίθεται ὅμως τό ἐρώτημα· ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι
γεγονός, πού μποροῦμε νά το ἐλέγξουμε; Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν θέματα τῆς πίστεώς μας,
τά ὁποῖα ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, διότι ἀνήκουν σε ἄλλη
διάσταση. Δέν μποροῦμε π.χ. νά κατανοήσουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος κ.λπ. Ὁ Ἰησοῦς
Χριστός ὅμως ὡς Θεάνθρωπος μπῆκε στήν
ἀνθρώπινη διάσταση. Ἔζησε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά
«χωρίς ἁμαρτίας» (Ἑβρ. 4, 15), «ἀπέθανε... καί ἐτάφη... ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ...
καί ὤφθη» (Α´ Κορ. 15, 4). Ἀποτελεῖ δηλαδή ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἱστορικό
γεγονός καί ὡς ἱστορικό γεγονός ὀφείλουμε να τήν ἀντιμετωπίσουμε. Ἄν ἦταν ἕνα μαθηματικό
ἤ οἰκονομικό πρόβλημα, θά τό ἐξιχνιάζαμε μέ ἀφαιρέσεις καί ὑπολογισμούς, ἄν ἦταν
ἕνα φυσικό ἤ χημικό φαινόμενο, θα καταφεύγαμε στήν παρατήρηση καί τό πείραμα. Ἀφοῦ
εἶναι ἱστορικό γεγονός, πρέπει νά ἀνατρέξουμε στίς ἱστορικές πηγές, δηλαδή να ἀναζητήσουμε
μάρτυρες, πού γνωρίζουν ἀπό αὐτοψία τό γεγονός και μνημεῖα, πού δείχνουν τήν ὕπαρξή
Του. Ἐξάλλου καί ὁ ἱστορικός, πού θέλει νά ἀναπλάσσει τήν ἱστορία
τοῦ παρελθόντος, συμβουλεύεται καί ἀξιοποιεῖ ἀκριβῶς
τέτοιου εἴδους πηγές. Εἶναι δέ οἱ πηγές ἄμεσες (καταθέσεις αὐτοπτῶν και αὐτηκόων μαρτύρων, μνημεῖα)
και ἔμμεσες (πληροφορίες τρίτων, ἱστορικές παραδόσεις). Αὐτονόητη εἶναι ἡ ὑπεροχή
τῶν ἀμέσων πηγῶν, ἀλλά καί ἡ σπανιότητά τους. Γιά νά γίνει κατανοητό πῶς συμβαίνει
ἡ ἱστορική τεκμηρίωση, ἀναφέρω μερικά παραδείγματα ἀπό τήν ἑλληνική ἱστορία.
α)
Τήν προσωπικότητα καί την ζωή τοῦ Σωκράτη γνωρίζαμε ἀπό δύο ἄμεσες πηγές, ἀπό
τά κείμενα τῶν μαθητῶν του Ξενοφῶντα και Πλάτωνα. Οἱ πληροφορίες ὅμως, πού μᾶς
παρέχουν οἱ δύο αὐτοί συγγραφεῖς γιά τόν δάσκαλό τους εἶναι τόσο διαφορετικές
καί ἀλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους, ὥστε δέν θά ἦταν ὑπερβολή να ποῦμε ὅτι οὐσιαστικά
οἱ γνώσεις μας γιά τόν μεγάλο σοφό δέν εἶναι πολύ σαφεῖς.
β) Τίς πρῶτες ἱστορικές πληροφορίες γιά τήν ζωή καί γιά
τό ἔργο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου (4ος αἰ. π.Χ.) τις βρίσκουμε τόν 1ο αἰ. π.Χ. στό ἔργο
«Βιβλιοθήκη ἱστορική», πού ἔχει γράψει ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης, ὁ ὁποῖος
μάλιστα κατηγορεῖται ἀπό τούς εἰδικούς ὅτι δέν χρησιμοποιεῖ κριτικά τίς πηγές
του. Ἀργότερα, τόν 2ο αἰ. μ.Χ., ἐξιστορεῖ τίς ἐκστρατεῖες τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου ὁ
Φλάβιος Ἀρριανός. Στήν ἱστορία του φαίνεται ὅτι ἔχει λάβει ὑπ᾽ ὄψη
τά ἔργα, πού συνέταξαν δύο σύγχρονοι και συνέκδημοι τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ, ὁ Ἀριστόβουλος
Ἀριστοβούλου ἀπό τήν Κασσάνδρα τῆς Χαλκιδικῆς –ὁ ὁποῖος σημειωτέον ἔγραψε σέ ἡλικία
84 ἐτῶν–, καί ὁ βασιλιάς τῆς
Αἰγύπτου Πτολεμαῖος ὁ Λάγου. Τά χρονικά τῶν δύο αὐτῶν
συγγραφέων, πού θά ἀποτελοῦσαν ἄμεσες πηγές, δέν σώζονται –ἐκτός ἀπό λίγα ἀποσπάσματα–,
κι ἔτσι δέν μποροῦμε νά ἐλέγξουμε τήν ἀξιοπιστία τοῦ Ἀρριανοῦ. Μολαταῦτα, ὅ,τι
γνωρίζουμε σήμερα γιά τόν Μ. Ἀλέξανδρο εἶναι ἐκεῖνα, πού πέντε αἰῶνες μετά τήν ἐποχή
του μᾶς παραδίδει ὁ Ἀρριανός.
γ) Τήν πρώτη λεπτομερῆ περιγραφή τοῦ Παρθενώνα καί γενικά
τῆς Ἀκροπόλεως πληροφορούμαστε ἀπό τίς «Περιηγήσεις» τοῦ Παυσανία, ὁ ὁποῖος ἔζησε
ἕξι αἰῶνες μετά ἀπό τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ περίφημου μνημείου. Ἐν τούτοις,
δεχόμαστε τίς περιγραφές του ὡς ἱστορικές μαρτυρίες ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Ἔχουμε,
βέβαια, καί τό ἴδιο τό μνημεῖο, πού ἀναστηλώθηκε μέ τήν βοήθεια τῆς ἀρχαιολογίας
καί συνιστᾶ πολύτιμη μαρτυρία γιά τήν ἐποχή του μέχρι τίς μέρες μας.
Ἀξία τῶν πηγῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης
Γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν παρόμοιες ἱστορικές
μαρτυρίες, ὥστε νά μποροῦμε ἀνεπιφύλακτα νά τήν δεχθοῦμε ὡς πραγματικό, ἱστορικό
γεγονός; Βεβαίως. Καί μάλιστα, εἴμαστε σέ θέση ἄφοβα νά ποῦμε ὅτι οἱ μαρτυρίες μας
εἶναι τόσες καί τέτοιες, πού παρόμοιες δέν σώζονται γιά κανένα γεγονός τῆς ἀρχαιότητος.
Ἔχουμε μάρτυρες αὐτόπτες καί αὐτηκόους, ἔχουμε κείμενα, τά ὁποῖα κανείς δεν μπορεῖ
νά ἀμφισβητήσει, ἔχουμε μνημεῖα. Ὅλες αὐτές οἱ ἱστορικές μαρτυρίες τῆς ἀναστάσεως
βρίσκονται συγκεντρωμένες σ᾽ ἕνα βιβλίο, στήν Καινή Διαθήκη. Ἴσως μερικοί, ἀκούγοντας
τό ὄνομα τοῦ βιβλίου, βιασθοῦν νά ἀπορρίψουν τις μαρτυρίες ὡς ἀναξιόπιστες,
διότι ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικό βιβλίο,
πού περιέχει τήν χριστιανική διδασκαλία. Ὁπωσδήποτε, κατά ἕνα μέρος τό
περιεχόμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι διδαχή· περιέχει ὅμως καί τήν ἱστορία, ἀπό
τήν ὁποία μάλιστα ἀπορρέει ἡ διδαχή, καί κατά τοῦτο ἡ Καινή Διαθήκη
ἀποτελεῖ ἱστορικό ντοκουμέντο. Ἀκριβέστερα ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἕνας φάκελλος
μαρτυρικῶν καταθέσεων, ὅπου αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες μιλοῦν γιά τά
γεγονότα, πού ἔζησαν. Ἔχουμε, λοιπόν, κάτι περισσότερο ἀπό ἱστορία στήν Καινή Διαθήκη,
ἔχουμε τίς ἴδιες τίς πηγές τῆς ἱστορίας, καί μάλιστα τίς ἄμεσες. Ἐκεῖνο πού
μένει εἶναι νά ἐλέγξουμε τήν ἀξία καί τήν γνησιότητα τῶν πηγῶν αὐτῶν. Καταθέτοντας
τήν ἱστορία τους οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης γράφουν χωρίς νά ἐκφράζουν οὔτε
ἴχνος συμπαθείας ἤ ἀντιπαθείας για τά πρόσωπα καί γιά τά γεγονότα, πού ἀναφέρουν.
Τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ὅτι καί οἱ πιό αὐστηροί ἱστορικοί
δέν κατορθώνουν νά ἀποφύγουν ἐντελῶς αὐτόν τόν πειρασμό. Οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς
Διαθήκης ἐκφράζονται γιά τόν Ἰησοῦ τόσο οὐδέτερα ὅσο καί γιά τόν Πιλᾶτο,
(Ματθ. 27, 63), ἀναφέρουν τόν Ἀπόστολο Ἰάκωβο τόσο ψυχρά ὅσο καί τόν φονιά του Ἡρώδη
(Πράξ. 12, 1–2). Τό δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους εἶναι ὅτι στήν ἱστορία
τους ἀναφέρουν μόνο ὅσα οἱ ἴδιοι γνώρισαν με τίς αἰσθήσεις τους. Δέν ἀναμιγνύουν
τίποτε ἀπό ἐκεῖνα, πού ὁ Θεός τούς ἀποκάλυψε. Ἀξίζει νά προσέξουμε ὅτι οἱ ὀκτώ συγγραφεῖς,
πού γράφουν γιά την ἀνάσταση ἔχουν ποικίλη τήν προέλευση. Τρεῖς ἀπ᾽ αὐτούς ἀνῆκαν
στόν κύκλο τῶν 12 μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ (Ματθαῖος, Ἰωάννης, Πέτρος), δύο ἦταν μαθητές τῶν μαθητῶν του (Μᾶρκος, Λουκᾶς) και
τρεῖς δεδηλωμένοι ἐχθροί του, πού πίστεψαν μετά τήν Ἀνάσταση (Ἰάκωβος, Ἰούδας,
Παῦλος). Τέλος, ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἐλάχιστος χρόνος παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στήν χρονολογία
συγγραφῆς τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τήν χειρόγραφη παράδοσή τους. Ἔχουμε
χειρόγραφα κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τά μέσα ἀκόμη τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ.
(πάπυρος Bodmer 145 μ.Χ.), δηλαδή μόλις
70 χρόνια μετά τό θάνατο και τοῦ τελευταίου συγγραφέα της τοῦ Ἰωάννη, ἐνῶ τά
χειρόγραφα τῶν κλασικῶν συγγραφέων, π.χ., ἀπέχουν αἰῶνες ἀπό τήν ἐποχή τῆς
συγγραφῆς τῶν κειμένων. Ἐπιπλέον ἔχουμε ἀποσπάσματα τῶν κειμένων τῆς Καινῆς
Διαθήκης, πού ἀπέχουν μόλις 40–50 χρόνια ἀπό τήν ἐποχή τῶν συγγραφέων τους, ἐνῶ
γιά τά κείμενα τῶν κλασικῶν ἡ ἀντίστοιχη ἀπόσταση εἶναι 1.400–1.500 χρόνια. Ἀποσιωπῶ δέ τήν
ποσότητα καί την ποιότητα τῶν χειρογράφων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τήν ἐν γένει ὑπεροχή
τους ἔναντι τῶν χειρογράφων ὁποιουδήποτε ἄλλου κειμένου τῆς παγκοσμίου
γραμματείας. Ἀξιοσημείωτο ὅμως εἶναι τοῦτο, τό ὁποῖο καθιστᾶ ἀσύγκριτη καί ἀνυπέρβλητη τήν ἀξία τῶν
χειρογράφων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πρόκειται γιά ἔργα, τά ὁποῖα ἀπό τήν στιγμή
πού γράφτηκαν ἦταν διαρκῶς σε χρήση, κυκλοφοροῦσαν καί διαβάζονταν ἀδιάλειπτα
καθ᾽ ὅλους τους αἰῶνες μέχρι σήμερα, ἐν ἀντιθέσει μέ τά ἔργα τῆς θύραθεν γραμματείας, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται
μόνο ἀπό τούς ἱστοριοδῖφες. Εἶναι δηλαδή τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης ζωντανοί
μάρτυρες, πού ἐλέγχονται συνεχῶς, καθώς δημοσιεύονται καθημερινά, ἐνῶ τά ἄλλα
κείμενα εἶναι νεκροί, πού ἔκτακτα ἀνασταίνονται κάποιες φορές ἀπό τούς φιλολόγους.
Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος
Καί ἔρχομαι τώρα σ᾽ αὐτές τις ἴδιες τίς μαρτυρίες τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ. Καταρχήν θέλω νά τονίσω ὅτι πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν γίνεται
περιγραφή τῆς Ἀναστάσεως, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι κανείς δέν εἶδε πῶς ἔγινε
ἡ Ἀνάσταση. Κάποιο «κατά Πέτρον Εὐαγγέλιο», πού ἐπιχειρεῖ ἐξιστόρηση τοῦ
γεγονότος τῆς ἀναστάσεως το χαρακτήρισε ἀπόκρυφο ἡ Ἐκκλησία
καί δέν τό συμπεριέλαβε στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μά
τότε, ποιός μᾶς βεβαιώνει για τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος
Κυρίου. Δώδεκα ἐμφανίσεις ἀναφέρονται στήν Καινή Διαθήκη. Τόν Ἀναστημένο Χριστό
τόν εἶδαν·
— ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή (Μᾶρκ. 16, 9· Ἰωάν. 20, 14–17)
— οἱ μυροφόρες γυναῖκες (Ματθ. 28, 9)
— οἱ δύο μαθητές, πού πήγαιναν πρός Ἐμμαούς (Μᾶρκ. 16,
12· Λουκ. 24, 13–32)
— ὁ Πέτρος (Λουκ. 24, 34· Α´ Κορ. 15, 4)
— οἱ δέκα μαθητές (Λουκ. 24, 36· Ἰωάν. 20, 19)
— οἱ ἕνδεκα μαθητές (Ἰωάν. 20, 26)
— οἱ ἑπτά μαθητές στήν Τιβεριάδα (Ἰωάν. 21,1–23)
— οἱ μαθητές στό ὄρος (Ματθ. 28, 16–20)
— οἱ πεντακόσιοι μαθητές (Α´ Κορ. 15, 5)
— ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος (Α´ Κορ. 15, 7)
— οἱ μαθητές στήν Βηθανία, κατά τήν Ἀνάληψη (Λουκ. 24,
50–53· Πράξ. 1, 2–12)
— ὁ Ἀπ. Παῦλος (Α´ Κορ. 15, 8).
Ἀλλ᾽ αὐτές εἶναι μερικές μόνο ἀπό τίς πολλές ἐμφανίσεις
τοῦ Κυρίου, διότι ὅπως σημειώνουν οἱ Πράξεις «ἦν ὀπτανόμενος αὐτοῖς δι᾽ ἡμερῶν τεσσαράκοντα»
(Πράξ. 1, 3). Ἐμφανίσθηκε πρωΐ, μεσημέρι, δειλινό, ποτέ νύχτα γιά νά μή θεωρηθεῖ
ὄνειρο. Σέ ἕνα ἄτομο, δέ δύο, σέ τρία–τέσσερα, σέ ἑπτά, σέ δέκα, σέ ἕνδεκα, σέ ἑβδομῆντα,
σέ ἑκατόν εἴκοσι, σέ πεντακόσια, ἦταν δε ἄτομα καί τῶν δύο φύλων. Ἐμφανίσθηκε
σέ διάφορα μέρη· κοντά στο μνημεῖο, στόν δρόμο, στόν γιαλό, σέ σπίτι, σέ βουνό,
σέ πόλη, σε ὕπαιθρο, μέσα στά Ἱεροσόλυμα και ἔξω ἀπό αὐτά. Καί δέν ἦταν ἡ
παρουσία του μία φευγαλέα ὀπτασία. Τόν ἀντιλήφθηκαν μέ ὅλες τις αἰσθήσεις τους
οἱ παριστάμενοι. Τόν εἶδαν, τόν ἄκουσαν νά μιλᾶ, και μάλιστα νά τούς ἐξηγεῖ
πράγματα, πού μέχρι τότε δέν καταλάβαιναν, τόν ἄγγιξαν, τοῦ ἔδωσαν κι ἔφαγε μαζί
τους. Ἦταν «συναλιζόμενος αὐτοῖς» (Πράξ 1, 4), σημειώνει ὁ Λουκᾶς καί ὁ Πέτρος
καταθέτει· «συνεφάγομεν καί συνεπίομεν αὐτῷ μετά τό ἀναστῆναι αὐτόν ἐκ νεκρῶν» (Πράξ. 10, 11).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου