«Ω Κύριε,
ανήσυχος είναι η ψυχή μας, έως ου εύρη ανάπαυσιν εν Σοι».
Έμαθον δια της
«Εκκλησίας», ότι εις τας Αθήνας αφίχθη τελευταίως ένας Γιόγκι και πολλοί
έσπευσαν εις συνάντησίν του, «δια να μάθουν παρ’ αυτού την μέθοδον της
κατακτήσεως της αληθούς χαράς και ευτυχίας», την οποίαν υπέσχετο «ο απόστολος
ούτος του ανατολικού εξωχριστιανικού μυστικισμού». Οι Γιόγκι, ως γνωστόν, είναι
μοναχοί βουδδισταί, οι οποίοι ακολουθούντες τας υποδείξεις του πρίγκηπος
Σιντάρτα – τον οποίον ανεγνώρισαν ως Θεόν – αγωνίζονται δια την απαλλαγήν των
από την εσωτερικήν δυστυχίαν των, δια μεθόδων τινών. Ο βουδδισμός στηρίζει όλην
την περί λυτρώσεως θεωρίαν του και μακαριότητα – «νιρβάνα» -- εις την νέκρωσιν
του αισθήματος της ζωής, της βουλήσεως. Και ως γνωρίζομεν εκ πληροφοριών, οι
Γιόγκι, κάμνουν και ένα είδος «νοεράς προσευχής», περιερχόμενοι ούτω εις
κατάστασίν τινα εκστάσεως. Δεν χωρεί καμμία αμφιβολία, ότι ο βουδδισμός, ως
θρησκεία, είναι χάλκευμα του θρησκευτικού συναισθήματος και παραπλάνησις του
σατανά. Είναι φανερόν, ότι οι δυστυχείς Γιόγκι εμπαίζονται από πονηρά πνεύματα,
τα οποία και τον διδάσκαλόν των πρίγκηπα ηπάτησαν.
Αλλά λαμβάνουν παρ’ αυτών
αποζημίωσίν τινα, μίαν ψευδαίσθησιν μακαριότητος υπό μορφήν φωτοφανειών, αι
οποίαι δεν είναι άγνωστοι εις τους καθ’ ημάς διδασκάλους του Ορθοδόξου
Ασκητισμού. Δια τούτο και η βουδδιστική διδασκαλία, ως και ο, υπό του
«μετασχηματιζομένου εις άγγελον Φωτός» εμπνευσθείς, Νεοπλατωνισμός, είναι
πλήρεις φασματικού φωτός, «πυρώδους», όπερ δημιουργεί δι’ απάτης των οφθαλμών ο
Εωσφόρος, «ο δια την έπαρσιν σκότος Βεελζεβούλ και γενόμενος και λεγόμενος»,
κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Το σχόλιον της «Εκκλησίας», εν συνεχεία, σημειώνει
ορθότατα, ότι· «αν πάσα μυστικιστική ζωή παρέχει ακτίνάς τινας πνευματικής
χαράς και ικανοποιήσεως, η εν Χριστώ ζωή παρέχει τον ήλιον της πλήρους και
ωλοκληρωμένης χαράς και πνευματικής ειρήνης. Τούτο – επιλέγει ο σχολιαστής –
φθάνει εις το κατακόρυφον δια του εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία αναπτυχθέντος υγιούς
χριστοκεντρικού μυστικισμού». Επιθυμώ να συμπληρώσω το ευστοχώτατον σχόλιον της
«Εκκλησίας» δια παρατηρήσεών τινων επί του θέματος του μυστικού βίου εν τη
Ορθοδοξία, όπερ θέμα τόσον έχει παρεξηγήσει η εποχή μας. Κατ΄ αρχήν, κακώς
νομίζεται, ότι η βίωσις του βαθυτέρου νοήματος της εν Χριστώ ζωής αποτελεί
αποκλειστικόν προνόμιον των Μοναχών μόνον. Η δίψα της μυστικής ζωής – αυτή που
ωδήγησε πολλούς εις τον Γιόγκι – υπάρχει εις τας ψυχάς φυσικώς, ως ανάμνησις
της θείας πατρίδος μας, και ως πόθος επιστροφής εις την πατρικήν εστίαν. Και
πάντες οι Ορθόδοξοι χριστιανοί και διψούν την λύτρωσιν και δύνανται να την εύρουν
εν τοις κόλποις του Ιησού. Αλλά οι πολλοί διψούν και αγνοούν το διατί.
Απόδειξις η καταφυγή εις τον Γιόγκι. Λοιπόν, υπάρχει αυτή η δίψα εις τους
πιστούς, αλλά εις διάφορον βαθμόν, αναλόγως της πνευματικότητος εκάστου. Όσον η
ψυχή υψούται εις «γνώσιν» του Χριστού, τόσον και διψά. Και όσον πίνει εκ του
ύδατος αυτού, τόσον περισσότερον «καίεται αφλέκτως». Την δίψαν την προκαλεί η
αγάπη του Θεού· η αγάπη γεννά την γνώσιν· η γνώσις τον θαυμασμόν. Εντεύθεν ο
«εκστατικός θείος έρως», και η μυστική «νύμφευσις». Και επειδή η ψυχή
ευρίσκεται εισέτι μετά σώματος, «συνέχεται εις το αναλύσαι και συν Χριστώ
είναι». Αλλ’ η «τετρωμένη αγάπης» ψυχή, αγαπά και την ομόδουλον του Θεού και
ομόδοξον. Και ενώ διαφλέγεται από τον πόθον της επιστροφής, της «αναλύσεως»,
όμως λέγει: «μενώ και συμπαραμενώ» χάριν του πλησίον. Εν τούτοις η δίψα δεν
καταπαύει. Όσον η ψυχή προάγεται, όσον καθαίρεται, τόσον «γινώσκει» τα θεία,
τόσον τα επιποθεί, τόσον τα θαυμάζει και εξίσταται και κινείται εις μίαν συνεχή
ανακύκλησιν, ανάλογον εκείνης, που είδεν ο Ησαϊας, καθ’ ην τα Σεραφίμ,
περιδινούμενα περί το Άκτιστον φως του Θεού, προσλαμβάνουν ατελευτήτως φως και
«γνώσιν» και θαυμασμόν. Η ορθή πορεία της χριστιανικής ψυχής είναι η ακόρεστος
δίψα της «χαρμοσύνου θέας» του Θεού, την οποίαν απήλαυσαν προγευστικώς από την
γην οι άγιοι της Εκκλησίας. Και άλλοι εξ αυτών έγραψαν τας θείας των εμπειρίας,
άλλοι απεσιώπησαν. Όλοι είχον «γευθή της χρηστότητος Κυρίου», όλοι οι πατέρες
είχον την μυστικήν Κοινωνίαν των με τον Θεόν εν Χριστώ Ιησού. Από τον άγιον
Παύλον και τον Ιωάννην και τον Πέτρον και τους λοιπούς αγίους Αποστόλους και
Μαθητάς του Σωτήρος μέχρι τον Ιγνάτιον και τους Κλήμεντας και Διονύσιον
Αρεοπαγίτην και Εύοδον και τους Εβδομήκοντα Αποστόλους και τον Χρυσόστομον και
τον Μ. Βασίλειον και τον Θεολόγον Γρηγόριον και τους άλλους Γρηγορίους μέχρι
του πλήθους των Οσίων Πατέρων και Μαξίμου μέχρι Φωτίου και Συμεώνος του Ν. Θεολόγου
και μέχρι των Ιερωτάτων Ησυχαστών, Σιναϊτών Γρηγορίου και Φιλοθέου και
Αγιορειτών Ισιδώρου, Φιλοθέου, Νικηφόρου, Παλαμά, Νικοδήμου και τόσων άλλων
ενωνύμων και ανωνύμων δια την πολλήν ταπείνωσίν των, πάντες έζων εν Χριστώ
Ιησού. Όσοι άγιοι Πατέρες δεν μας έδωσαν τας εμπειρίας των δια γραπτής
διδασκαλίας, αφήκαν ως υποτύπωσιν, δια να επακολουθήσωμεν επί τα ίχνη των,
αυτήν την αιδέσιμον και υπέρ φύσιν ζωήν των. Διότι αι μυστικαί επαφαί της ψυχής
μετά του νυμφίου της Χριστού, είναι υπέρ φύσιν. Τόσον, λοιπόν, εις την γραπτήν
διδασκαλίαν των Πατέρων, όσον και εις την άφατον, δια βίου και χρηστής
πολιτείας, βλέπομεν τας προϋποθέσεις του χριστοκεντρικού μυστικισμού. Και
βασικαί προϋποθέσεις είναι η θέλησις, η θυσία, η χάρις. Ούτε μόνη η θέλησις,
ούτε μόνη η θυσία, ούτε μόνη η χάρις. Προηγείται η θέλησις του ανθρώπου,
ακολουθεί η θυσία και έπεται η χάρις. Σπανιωτάτη είναι η αντιστροφή της
ακολουθίας ταύτης. Αλλ’ όταν λέγωμεν θυσίαν εννοούμεν την εργασίαν των εντολών.
Διότι η εκτέλεσις των εντολών απαιτεί θυσίας και μεγάλας μάλιστα θυσίας. Διατί
είναι αναγκαία προϋπόθεσις, της μετά του Χριστού μυστικής ενώσεως, η εργασία
των εντολών; Διότι καθαίρομεν την καρδίαν από των ψεκτών παθών και ετοιμάζομεν
ούτω τόπον προς τον ειπόντα: «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο
πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ
ποιήσομεν». Ή και καθαιρομένης της καρδίας από των παρά φύσιν παθών, η εν αυτή
χάρις, ην ελάβομεν δια του αγίου Βαπτίσματος, αναλάμπει κατά το μέτρον της
καθάρσεως. Εντολαί όμως, δεν είναι η αρνητική μόνον πλευρά των. Δεν είναι
αρκετόν να εκκλίνωμεν των κακών, αλλά και να ποιώμεν τα αγαθά. Το αγαθόν εν τη
Καινή Διαθήκη της Χάριτος φθάνει μέχρι της τελείας αφιερώσεως όλων των ψυχικών
και πνευματικών δυνάμεων εις τον Θεόν και την υπηρεσίαν του πλησίον. Εις την
διπλήν αυτήν αγάπην, ως περί κέντρον, δέον να στρέφωνται και νους και καρδία
και ολόκληρος η ψυχή. Αλλά δια να κατορθώσωμεν την απελευθέρωσιν των
ηγγιστρωμένων εις τα πράγματα ψυχικών δυνάμεων, και να καταστήσωμεν την ψυχήν
«κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» επιστρέφοντες εις το «αρχαίον απλούν»,
απαιτούνται ηρωϊκοί αγώνες και ιδρώτες και χρόνος πολύς. Μεγίστην βοήθειαν εις
τον αγώνα της καθάρσεως της ψυχής και την διόδευσιν της «στενής και
τεθλιμμένης», έχομεν το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Επικουρούμεθα, εις τον
κατά των παθών και των δαιμόνων πόλεμον, δια της έξωθεν εισχωρούσης εις την
ψυχήν χάριτος, εν τη ολοσώμω μεταλήψει του Σώματος και Αίματος του Χριστού. Εις
το σημείον τούτο θα ήθελα να κάμω μίαν παρατήρησιν. Εις την εποχήν μας, η οποία
εκλήθη «λειτουργική», γίνεται κατάχρησις του μυστηρίου υπό μεγάλου αριθμού
ευσεβών, εκ του οποίου προσδοκάται η πνευματική των πρόοδος. Κατάχρησιν λέγων,
δεν εννοώ την συχνότητα της θείας μεταλήψεως, αλλά την εκ της συχνότητος μ ό ν ο
ν επιζητουμένην προκοπήν. Βεβαίως,
ουδείς ο αντιλέγων, ότι η μετά καθαρού συνειδότος προσέλευσις εις το μυστήριον,
αγιάζει την ψυχήν. Αλλά χρειάζεται παραλλήλως και η εργασία των εντολών, όλων,
«εις τας οποίας κρύπτεται ο Χριστός». «Η προς Θεόν αφομοίωσίς τε και ένωσις,
ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις μόνως τελείται», κατά
τον Αρεοπαγίτην άγιον Διονύσιον. Εντολή είναι, να κλαίωμεν και να πενθώμεν και
να αγρυπνώμεν και να προσευχώμεθα «αδιαλείπτως», και να «υπωπιάζωμεν την
σάρκα», και να ελεώμεν και να καθαρεύωμεν από πονηρών λογισμών και φαντασιών
απρεπών και να έχωμεν την πείναν και την δίψαν της δικαιοσύνης του Θεού. Διότι,
όσον κακόν είναι να απέχωμεν από του ζωοποιού μυστηρίου επί πολύ, «θηριάλωτοι
γενόμενοι υπό του νοητού λύκου», άλλο τόσον κακόν είναι, όταν συνηθίσωμεν και,
δια το άκοπον, ρίπτωμεν το κέντρον του βάρους της πνευματικής μας καθάρσεως εις
μόνον το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Εξετέθησαν εν συντομία ανωτέρω αι
προϋποθέσεις του Χριστοκεντρικού μυστικισμού, της διψωμένης ενώσεως μετά του
ηγαπημένου Ιησού, αφού προηγουμένως η νύμφη ψυχή, εγένετο πάλλευκος δια της
εργασίας των εντολών, φυγούσα τον «κατακλυσμόν των παθών», του θυμικού,
επιθυμητικού και λογιστικού. Εντεύθεν δύναται να ακούση την μυστικήν φωνήν του
Νυμφίου λέγουσαν: «Δεύρο καλή μου, περιστερά μου· ιδού ο χειμών παρήλθεν, ο
υετός απήλθεν, επορεύθη εαυτώ. Τα άνθη ώφθη τη γη, φωνή της τρυγόνος ηκούσθη,
αι άμπελοι κυπρίζουσιν, έδωκαν οσμήν…». Και η μυστική νύμφη ψυχή, η ψυχή των
αγίων μας, βιώσασα τον μυστικόν διάλογον Νυμφίου και νύμφης, δια στόματος ενός
Μεγάλου Βασιλείου εκφράζει τας υπερουσίους εμπειρίας της δια των εξής
μεγαληγόρων και ενδόξων στροφών. «Τι ουν κάλλους θείου θαυμασιώτερον; Τις
έννοια της του Θεού μεγαλοπρεπείας χαριεστέρα; Ποίος πόθος ψυχής ούτω δριμύς
και αφόρητος, ως ο από Θεού εγγινόμενος τη από πάσης κακίας κεκαθαρμένη ψυχή,
και από αληθινής διαθέσεως λεγούση, ότι «τετρωμένη αγάπης εγώ ειμι»; Άρρητοι
παντελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί… Τούτο το κάλλος
σαρκίνοις μεν οφθαλμοίς αθεώρητον, ψυχή δε μόνη και διανοία καταληπτόν· και ει
που τινα περιέλαμψε των αγίων, αφόρητον του πόθου το κέντρον αυτοίς
εγκατέλιπεν». Αυτό είναι «το κατακόρυφον… του υγιούς Χριστοκεντρικού
μυστικισμού», της αγιωτάτης Εκκλησίας μας. Αλλ’ η διαπίστωσις αυτή δεν αποτελεί
ύλην προς εγκαύχησιν, αλλά προς ονειδισμόν μας, «δια το της καρδίας σκληρόν».
Βιούμεν μυστικώς σήμερον; Που η ακτινοβολία της εν Χριστώ ζωής; Και διατί δεν
ζώμεν εν Χριστώ; Ουχί διότι ερρίψαμεν εις ανυποληψίαν τα μυστικά συγγράμματα
των αγίων Πατέρων μας; Ουχί διότι δεν ποιούμεν τας εντολάς του Χριστού, που
οδηγούν εις την κάθαρσιν, ελλάμπουν τον νουν και τελεσιουργούν την μυστικήν
μετ’ Αυτού ένωσιν; Ημπορούμεν να είπωμεν μετά του θείου Συμεώνος του Ν.
Θεολόγου: «… το πρόσωπόν μου λάμπει, όπως το πρόσωπον του Ηγαπημένου μου, και
όλα τα μέλη μου γίνονται φωτεινά, τότε γίνομαι περισσότερον ωραίος παρά οι
ωραίοι, περισσότερον πλούσιος παρά οι πλούσιοι, περισσότερον ισχυρός παρά οι
ισχυροί, περισσότερον μεγάλος παρά οι Αυτοκράτορες, και περισσότερον πολύτιμος
από οιονδήποτε αντικείμενον είτε επί της γης είτε εν τω ουρανώ…». Και αν
φυσικώς έχωμεν μεν ισχυράς επιθυμίας να είμεθα ωσάν τον «πτωχόν φιλάδελφον»
άγιον Συμεώνα, δεν πληρούται δε η καρδία μας με τα χαρίσματα της πνευματικής ωραιότητος,
ισχύος, πλούτου, αξίας, τας μορφάς αυτάς της θείας φιλοδοξίας και των αγίων
επιθυμιών, κατ’ ανάγκην δεν θα αναζητήσωμεν την πλήρωσιν της καρδίας με ταπεινά
και ένοχα υποκατάστατα, αφού δεν δυνάμεθα, ούτως ή άλλως, να αλλοιώσωμεν την
φύσιν και τας ιδιότητας της ψυχής; Μήπως από της υψηλής αυτής σκοπιάς δεν
πρέπει να ελέγχωμεν την πτωχείαν μας, την ασχημίαν, την αδυναμίαν, την απαξίαν
μας; Διότι αν δεν κρινώμεθα με το «δέον», κρινόμεθα, κατά τον Απόστολον Παύλον
«εις τα άμετρα», οπότε ησυχάζομεν ενόχως εν τη οικεία αθλιότητι. Αν όμως ορώμεν
εαυτούς από «το κατακόρυφον του χριστοκεντρικού μυστικισμού», θα ίδωμεν την
πραγματικότητά μας, προ της οποίας αδύνατον να μη κλαύσωμεν. Και ούτω θα
εύρωμεν την οδόν, την «αρίστην οδόν της υψώσεως» εις την κορυφήν, την
ταπείνωσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου