«Ο καινός εν
Χριστώ άνθρωπος, φως ων και ορών δια φωτός, καν εαυτόν βλέπη, φως ορά, καν προς
εκείνο ο ορά, φως εστι και τούτο…» Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς.
Η θειοτάτη εορτή
της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ην εωρτάσαμεν, τόσον ούσα
συγγενής προς τα επί μέρους θέματα, τα οποία απησχόλησαν τον άγιον Γρηγόριον
τον Παλαμάν, διεγείρει την επιθυμίαν ημών, όπως αφιερώσωμεν το παρόν άρθρον εις
το άκτιστον και άγιον εκείνο φως, όπερ περιέλαμψε και εμέθυσε πνευματικώς τους
Μαθητάς του Κυρίου, και του οποίου ο Παλαμάς υπήρξεν ακαταγώνιστος προασπιστής.
Δια το φως εκείνο, το τόσον οικείον εις τας ημετέρας ψυχάς, ως επιπόθησιν και
δριμύν έρωτα, και τόσον ουσιώδες δια την κατανόησιν της ορθοδόξου
πνευματικότητος. Αυτός ο άγιος Παλαμάς γράφει, ότι «ο καινός εν Χριστώ
άνθρωπος, φως ων και ορών δια φωτός, καν εαυτόν βλέπη, φως ορά, καν προς εκείνο
ο ορά, φως εστι και τούτο, καν το δι’ ου έχη το οράν, και εκείνο φως εστι· και
τούτ’ εστιν η ένωσις, εν πάντ’ εκείνα είναι…». Η βαθύτης της θεολογίας του
Παλαμά ήτο αυτή η μυστική εμπειρία του, κατοχυρουμένη δια της δογματικής
διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Χωρίς την εν Χριστώ σωτηρίαν και την άκτιστον χάριν, ην λαμβάνομεν δια του αγίου Βαπτίσματος, ουδέν νόημα θα είχε δια την Εκκλησίαν ο αγών του Παλαμά εν τη δογματική καθιερώσει της διακρίσεως Ουσίας και Ενεργείας. Αλλ’ ο άγιος Γρηγόριος και μετ’ αυτού η Ορθόδοξος Εκκλησία, ηγωνίσθησαν να διασώσουν την φύσιν της υπερφυσικής ενεργείας της χάριτος, η οποία ευρίσκεται εν τη Εκκλησία. Άλλως, το περιεχόμενον των Ησυχαστικών καλουμένων ερίδων, θα μετέπιπτεν εις ένα απλούν φιλοσοφικόν κατηγόρημα. Δια τούτο οφείλομεν να αξιολογώμεν την σημασίαν του Θαβωρίου φωτός, ως ακτίστου ενεργείας, υπό το φως των συνεπειών του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και των υπερφυσικών δωρεών, δι’ ων εκόσμησε και κατηξίωσε την τέως πεπτωκυϊαν ανθρωπίνην φύσιν, στοιχεία τόσον εντόνως διακρίνοντα την διδασκαλίαν του Παλαμά. Παρ’ ότι διετυπώθη η άποψις ότι, η έρις μεταξύ αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του πρώτου ανακινήσαντος το θέμα της διακρίσεως Ουσίας και θείων Ενεργειών μοναχού Βαρλαάμ, εν αναλύσει δεν απετέλει σύγκρουσιν της Ορθοδόξου προς την Λατινικήν Θεολογίαν, εν τούτοις έχομεν εις την διάθεσιν ημών σαφή στοιχεία οικοδομούντα την πεποίθησιν, ότι ο Βαρλαάμ διηκόνει την λατινικήν Θεολογίαν, τόσον ασαφώς έχουσαν περί την διδασκαλίαν της θείας χάριτος. Συμφώνως προς τας θεμελιώδεις θέσεις του Βαρλαάμ, ανέκυπτεν αυτομάτως η διδασκαλία Θωμά του Ακινάτου, περί «κτιστών χαρίτων» και του Θεού όντος ως «Καθαράς Ενεργείας» (Actus Purus). Ο άκρατος Αριστοτελισμός, δι’ ου είναι εμπεποτισμένη η Λατινική Θεολογία, παρουσιάζει ως αγεφύρωτον το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να γνωρίση τον Θεόν του, δεν ημπορεί να τον ίδη, ισχυρίζεται, ως εστερημένος ακτίστων οργάνων. Ο Παλαμάς, διερμηνεύων τας θέσεις της Ορθοδόξου διδασκαλίας, δεν αρνείται την διαφοράν των φύσεων Θεού και ανθρώπου και επομένως την αναγνώρισιν του αδυνάτου, όπως δια των οικείων φυσικών δυνάμεών του ίδη τον Θεόν. Ο θείος Γρηγόριος διατυπώνει, ότι, «το να ίδωμεν το Εν, τον Θεόν, δεν είναι ίδιον δημιουργηθείσης δυνάμεως». Αλλ’ η θέα του Θεού είναι αποτέλεσμα της ικανώσεως του χριστιανού υπ’ αυτού του Χριστού. Γράφων ο Παλαμάς περί των εν Θαβωρίω ιδόντων το άκτιστον φως Αποστόλων, σημειώνει: «Πως ουν είδον οι οφθαλμοί την άκτιστον δόξαν; Μετασκευασθέντες τη δυνάμει του Πνεύματος και δύναμιν σχόντες, ην ου πρότερον είχον και Πνεύμα γεγονότες, και εν Πνεύματι ορώντες». Ώστε ενταύθα διασαφείται, ότι ο άνθρωπος εν Χριστώ αποκτά άκτιστα όργανα προς γνώσιν ακτίστου ενεργείας. Το κατωτέρω είναι αρκούντως διαφωτιστικόν της Παλαμικής διδασκαλίας. «Κτιστός ουν ην ο Παύλος μόνον, μέχρις αν έζη την προστάγματι Θεού εξ ουκ όντων γεγονυϊαν ζωήν· ότε δε μη ταύτην έζη, αλλά τη ενοικήσει του Θεού προσγενομένην, άκτιστος γέγονε τη χάριτι». Ούτω, λοιπόν, εις τον φυσιοκρατικόν αγνωστικισμόν της αριστοτελιζούσης Θεολογίας του Καθολικισμού, η Ορθόδοξος Θεολογία αντιτάσσει την εν Χριστώ γνώσιν των ακτίστων ενεργειών του Θεού και την υπό των χριστιανών μέθεξιν αυτών. Ο Καθολικισμός, στερούμενος της εμπειρίας της μυστικής κοινωνίας εν ταις ακτίστοις ενεργείαις του Θεού και δέσμιος ων του Θωμιστικού actus purus, καθ’ ο ουδεμία διάκρισις υφίσταται μεταξύ θείας Ουσίας και Ακτίστου Ενεργείας, αποκλείει πάσαν θείαν μέθεξιν, παν άκτιστον φως. Αντιθέτως, η Ορθόδοξος Θεολογία, θεμελιουμένη εις τας εμπειρίας των Μυστικών Πατέρων, την διδασκαλίαν των και την χριστολογίαν της, ανέπτυξε μίαν ένδοξον Θεολογίαν, ανάπλεων χάριτος και φωτός, θεοκεντρικήν και χριστολογικήν, καθ’ ην ο καινός της χάριτος άνθρωπος ευρίσκεται «φως ων και ορών δια φωτός…».
Χωρίς την εν Χριστώ σωτηρίαν και την άκτιστον χάριν, ην λαμβάνομεν δια του αγίου Βαπτίσματος, ουδέν νόημα θα είχε δια την Εκκλησίαν ο αγών του Παλαμά εν τη δογματική καθιερώσει της διακρίσεως Ουσίας και Ενεργείας. Αλλ’ ο άγιος Γρηγόριος και μετ’ αυτού η Ορθόδοξος Εκκλησία, ηγωνίσθησαν να διασώσουν την φύσιν της υπερφυσικής ενεργείας της χάριτος, η οποία ευρίσκεται εν τη Εκκλησία. Άλλως, το περιεχόμενον των Ησυχαστικών καλουμένων ερίδων, θα μετέπιπτεν εις ένα απλούν φιλοσοφικόν κατηγόρημα. Δια τούτο οφείλομεν να αξιολογώμεν την σημασίαν του Θαβωρίου φωτός, ως ακτίστου ενεργείας, υπό το φως των συνεπειών του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και των υπερφυσικών δωρεών, δι’ ων εκόσμησε και κατηξίωσε την τέως πεπτωκυϊαν ανθρωπίνην φύσιν, στοιχεία τόσον εντόνως διακρίνοντα την διδασκαλίαν του Παλαμά. Παρ’ ότι διετυπώθη η άποψις ότι, η έρις μεταξύ αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του πρώτου ανακινήσαντος το θέμα της διακρίσεως Ουσίας και θείων Ενεργειών μοναχού Βαρλαάμ, εν αναλύσει δεν απετέλει σύγκρουσιν της Ορθοδόξου προς την Λατινικήν Θεολογίαν, εν τούτοις έχομεν εις την διάθεσιν ημών σαφή στοιχεία οικοδομούντα την πεποίθησιν, ότι ο Βαρλαάμ διηκόνει την λατινικήν Θεολογίαν, τόσον ασαφώς έχουσαν περί την διδασκαλίαν της θείας χάριτος. Συμφώνως προς τας θεμελιώδεις θέσεις του Βαρλαάμ, ανέκυπτεν αυτομάτως η διδασκαλία Θωμά του Ακινάτου, περί «κτιστών χαρίτων» και του Θεού όντος ως «Καθαράς Ενεργείας» (Actus Purus). Ο άκρατος Αριστοτελισμός, δι’ ου είναι εμπεποτισμένη η Λατινική Θεολογία, παρουσιάζει ως αγεφύρωτον το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να γνωρίση τον Θεόν του, δεν ημπορεί να τον ίδη, ισχυρίζεται, ως εστερημένος ακτίστων οργάνων. Ο Παλαμάς, διερμηνεύων τας θέσεις της Ορθοδόξου διδασκαλίας, δεν αρνείται την διαφοράν των φύσεων Θεού και ανθρώπου και επομένως την αναγνώρισιν του αδυνάτου, όπως δια των οικείων φυσικών δυνάμεών του ίδη τον Θεόν. Ο θείος Γρηγόριος διατυπώνει, ότι, «το να ίδωμεν το Εν, τον Θεόν, δεν είναι ίδιον δημιουργηθείσης δυνάμεως». Αλλ’ η θέα του Θεού είναι αποτέλεσμα της ικανώσεως του χριστιανού υπ’ αυτού του Χριστού. Γράφων ο Παλαμάς περί των εν Θαβωρίω ιδόντων το άκτιστον φως Αποστόλων, σημειώνει: «Πως ουν είδον οι οφθαλμοί την άκτιστον δόξαν; Μετασκευασθέντες τη δυνάμει του Πνεύματος και δύναμιν σχόντες, ην ου πρότερον είχον και Πνεύμα γεγονότες, και εν Πνεύματι ορώντες». Ώστε ενταύθα διασαφείται, ότι ο άνθρωπος εν Χριστώ αποκτά άκτιστα όργανα προς γνώσιν ακτίστου ενεργείας. Το κατωτέρω είναι αρκούντως διαφωτιστικόν της Παλαμικής διδασκαλίας. «Κτιστός ουν ην ο Παύλος μόνον, μέχρις αν έζη την προστάγματι Θεού εξ ουκ όντων γεγονυϊαν ζωήν· ότε δε μη ταύτην έζη, αλλά τη ενοικήσει του Θεού προσγενομένην, άκτιστος γέγονε τη χάριτι». Ούτω, λοιπόν, εις τον φυσιοκρατικόν αγνωστικισμόν της αριστοτελιζούσης Θεολογίας του Καθολικισμού, η Ορθόδοξος Θεολογία αντιτάσσει την εν Χριστώ γνώσιν των ακτίστων ενεργειών του Θεού και την υπό των χριστιανών μέθεξιν αυτών. Ο Καθολικισμός, στερούμενος της εμπειρίας της μυστικής κοινωνίας εν ταις ακτίστοις ενεργείαις του Θεού και δέσμιος ων του Θωμιστικού actus purus, καθ’ ο ουδεμία διάκρισις υφίσταται μεταξύ θείας Ουσίας και Ακτίστου Ενεργείας, αποκλείει πάσαν θείαν μέθεξιν, παν άκτιστον φως. Αντιθέτως, η Ορθόδοξος Θεολογία, θεμελιουμένη εις τας εμπειρίας των Μυστικών Πατέρων, την διδασκαλίαν των και την χριστολογίαν της, ανέπτυξε μίαν ένδοξον Θεολογίαν, ανάπλεων χάριτος και φωτός, θεοκεντρικήν και χριστολογικήν, καθ’ ην ο καινός της χάριτος άνθρωπος ευρίσκεται «φως ων και ορών δια φωτός…».
Ας μας επιτραπή
να παραθέσωμεν ένα θαυμάσιον φωτονυμικόν κείμενον της Μυστικής Θεολογίας του
Παλαμά αντί άλλων σχολίων επί του ακτίστου Θαβωρίου φωτός, όπερ τοσούτον
πλουσίως περιέλαμψε την ιερωτάτην του ψυχήν· «… ο όντως άνθρωπος επί την
εργασίαν αυτού, και τω φωτί χρώμενος οδώ, άνεισιν ή ανάγεται επί όρη αιώνια·
και των υπερκοσμίων εν τούτω τω φωτί πραγμάτων, ω του θαύματος! επόπτης καθίσταται
μη διαζευγνύμενος της της αρχής συμπροηγουμένης ύλης, ως οίδεν η οδός· ου γαρ
διανοίας φανταστικής άνεισι πτεροίς, ή πάντα καθάπερ τυφλή περιπολεί, μήτ’ επί
των απόντων αισθητών, μήτ’ επί των υπεραναβεβηκότων νοητών της ακριβούς και
ανενδοιάστου καταλήψεως αντιλαμβανομένη, αλλ’ απ’ ευθείας άνεισιν αρρήτω
Πνεύματος δυνάμει, και, πνευματική και αρρήτω αντιλήψει, των αρρήτων ρημάτων
διακούει, και ορά τα αθέατα, και του θαύματος όλος τουντεύθέν εστί τε και
γίνεται καν εκείθεν απή, και τοις ακαμάτοις υμνωδοίς αμιλλάται, άγγελος ως
αληθώς άλλος επί γης Θεού γεγονώς, και δι’ εαυτού παν είδος κτίσεως αυτώ
προσαγαγών, επεί και αυτός εν μετοχή πάντων… Ο κατηξιωμένος του φωτός εκείνου
νους, και προς το συνημμένον σώμα πολλά διαπορθμεύει του θείου κάλλους τεκμήρια·
χάριτί τε θεία και σαρκός παχύτητι μεσιτεύων και δύναμιν των αδυνάτων εντιθείς.
Εντεύθεν η κατ’ αρετήν θεοειδής και απαράμιλλος έξις, και το προς κακίαν
ακίνητον όλως ή δυσκίνητον… η του νου προς εαυτόν εοιστροφή και σύννευσις,
μάλλον δε πασών των της ψυχής δυνάμεων, ει και θαυμαστόν ειπείν, προς τον νουν
επιστροφή και η κατ’ αυτόν τε και Θεόν ενέργεια δι’ ης επεσκευασμένοι προς το
πρωτότυπον ευ διατίθενται το αρχαίον εκείνο και αμήχανον κάλλος επανθούσης της
χάριτος…».
"Αθωνικά άνθη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου