Τοῦ κ. Δημητρίου Νατσιοῦ, δασκάλου
Ως δάσκαλος δημοτικοῦ, ἐδῶ καὶ 25 χρόνια, εἶμαι μάχιμος καὶ
ὄχι κηφήνας συνδικαλιστής, (ἀναφέρομαι σ’ αὐτοὺς τοὺς χασομέρηδες ποὺ τὸ ἕνα
τους μάτι εἶναι στραμμένο στὴν πολύφερνη ἐξουσία), θὰ παραπέμψω, κατ’ ἀρχάς, σ’
ἕνα μῦθο τοῦ Αἰσώπου, τοὺς ὁποίους μύθους φρόντισε τὸ ὑπουργεῖο πρώην Ἐθνικῆς
Παιδείας νὰ ἐξοβελίσει ἀπὸ τὰ «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης», ὅπως ἀπροκάλυπτα ὀνομάζω
τὰ εὐφημιστικῶς λεγόμενα βιβλία Γλώσσας, καὶ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει μὲ συνταγὲς
μαγειρικῆς (κάπου 30). Οἱ μῦθοι, τὰ παραμύθια ἀρέσουν πολὺ στὰ παιδιά.
Διδάσκουν καθ’ ὅτι «μῦθος ἐστὶ λόγος ψευδὴς εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν». Διαβάζω:
«Θήρας ἐθήρευον λέων καὶ ὄναγρος, ὁ μὲν λέων διά τῆς δυνάμεως ὁ δὲ ὄναγρος διά τῆς ταχύτητος. Ἐπεὶ δὲ ζῶα τινὰ ἐθήρευσαν, ὁ λέων μερίζει καὶ τίθησι τρεῖς μοίρας (=μερίδια) καὶ τὴν μὲν μίαν, εἶπεν, λήψομαι ὡς πρῶτος· βασιλέα μὲ ὀνομάζουσι· τὴν δὲ δευτέραν ὡς ἐξ ἴσου κοινωνὸς (=ὡς συνέταιρος μὲ τὰ ἴδια δικαιώματα). Ἡ δὲ Τρίτη μοῖρα κακὸν μέγα σοὶ ποιήσει, ἂν μὴ φύγης». Ὁ Αἴσωπος, μετὰ τὸν μῦθο, παρέθετε τὸ ἐπιμύθιον τὴν κοινωνικὴ διάσταση τοῦ μύθου. Ἀποτολμῶ μία δική μου. Λέων εἶναι ἡ ἄπληστη Γερμανία. Ὄναγρος ἡ καθημαγμένη πατρίδα μας, ἡ ὁποία ξεθεώνεται στὸ κυνήγι τῶν στόχων τοῦ «Μνημονίου», τὸ ἐξαίσιο θήραμα θὰ λέγαμε, καὶ στὸ φινάλε ὅλα τὰ κερδίζει ὁ ἀδηφάγος λέων. Πανηγύριζαν πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες οἱ «μνημονιακοὶ» λακέδες καὶ οἱ σφουγγοκωλάριοι τῶν καναλιῶν ποὺ τοὺς δορυφοροῦν γιὰ τὸ πρωτογενὲς πλεόνασμα. Ὀρθῶς ὀνομάστηκε αἱμοσταγές. Ἂν τὸ ὑποβάλουμε σὲ χημικὴ ἀνάλυση, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία μεταφορικὴ φράση, τὸ πλεόνασμα αὐτὸ ἀποτελεῖται: Κατὰ 30% ἀπὸ αἷμα Ἑλλήνων, ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἄντεξαν τὴν ἀναξιοπρέπεια τῆς οἰκονομικῆς ἐξαθλίωσης. Ἄλλο ἕνα 30% εἶναι τὰ δάκρυα καὶ οἱ θρῆνοι τῶν ἀνέργων καὶ τῶν γερόντων γονέων μας, ποὺ βλέπουν τὰ παιδιά τους ἢ νὰ μεταναστεύουν ἢ νὰ λειώνουν ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ φρίκη. Τὸ ὑπόλοιπο ἀπὸ πεῖνα παιδιῶν. Καθημερινῶς στὰ σχολεῖα μας 30-40 παιδιὰ περιμένουν στὴν οὐρά, γιὰ νὰ λάβουν τὸ σχολικὸ κολατσιὸ ποὺ προσφέρει ἡ φιλανθρωπία πολιτῶν. Ἀθῶες παιδικὲς ψυχὲς ποὺ ἡ ἄνοιξη τῆς ζωῆς τους δὲν εἶναι χαρά, ἀνεμελιὰ καὶ παιχνίδι, ἀλλὰ βιώνουν τὸ αἴσθημα τῆς ζητιανιᾶς. Τσακίζουμε τὶς καρδιές τους, ὅπως τσάκιζαν σὲ προηγούμενη Κατοχή, οἱ ἴδιοι κατακτητές, χέρια παιδιῶν. Διαβάζω ἀπὸ ἕνα παλιὸ βιβλίο. «Στὶς ἀρχὲς τῆς Κατοχῆς, καὶ στὴν πλατεῖα τοῦ Κλαυθμῶνος, ποὺ τὴν εἴχανε μεταβάλει οἱ Γερμανοὶ σὲ χῶρο στάθμευσης, ἕνας Γερμανὸς σωφέρ, ἔτρωγε ἀπ’ τὴν καραβάνα του τὸ φαΐ του, καθισμένος στὸ σκαλοπάτι τοῦ αὐτοκινήτου του. Ἔτρωγε μ’ ἀχορταγιά, ἐνῶ γύρω του, οἱ ἄλλοι πείναγαν. Τότε ἕνα παιδάκι, ἴσια μὲ ἑφτὰ-ὀχτὼ χρονῶν, ἅπλωσε τὸ χεράκι του, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι κάτι θὰ τοῦ ἔδινε γιὰ νὰ ρίξη στὸ πεινασμένο στομάχι του, ὁ Γερμανὸς στρατιώτης. Ἀντὶς ὅμως ὁ στρατιώτης νὰ κάνη τότε μία ἀνθρώπινη χειρονομία, ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ καὶ βάρβαρη πράξη. Ἄφησε στὸ σιδερένιο σκαλὶ τὴ γιομάτη καραβάνα του, σηκώθηκε ἀπάνου, ἅρπαξε τὸ μὲ πνεῦμα ἱκεσίας τεντωμένο χέρι τοῦ παιδιοῦ, τὸ στήριξε πάνω στὸ γόνατό του, καὶ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, τὸ ἔσπασε στὰ δύο σὰν ξερὸ κλαδί». Κι ἐνῶ τὰ μάτια τοῦ Ἀρμένη δακρύζουν στὴ θύμηση τῆς σκληρῆς αὐτῆς εἰκόνας, μοῦ προσθέτει: -Ἤμουνα αὐτόπτης μάρτυς. Κι ἔφυγα ἀπὸ κεῖ φτύνοντας αὐτὸν καὶ τὴ φυλή του ὁλόκληρη». Τὸ γεγονὸς περιέχεται στὸ βραβευμένο ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, βιβλίο «Οἱ σφαγὲς τῶν Καλαβρύτων», τοῦ Κώστα Καλαντζῆ (Ἀθήνα 1962, σελ. 26). Ἴσως αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ τῆς τωρινῆς Ἑλλάδας. Καὶ πάλι στεκόμαστε ταπεινοὶ καὶ καταφρονεμένοι μὲ «ἐξαπλωμένη τὴν χεῖρα ψωμοζητοῦντες» (Κάλβος), ἱκετεύουμε τὸ ἄπληστο θηρίο τῆς Εὐρώπης γιὰ «χαλάρωση» τῶν λαοκτόνων μέτρων, ὅμως μᾶς «τσακίζουν» τὴν ψυχή μας, μᾶς τιμωροῦν, γιατί δὲν ξεχνοῦν τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ’41... Καὶ ὅπως τότε, ἔτσι καὶ σήμερα, ἀνθεῖ τὸ σαπρόφυτο τοῦ δωσιλογισμοῦ. Τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα ποὺ διαπράττει σήμερα τὸ μνημονιακὸ κράτος εἶναι εἰς βάρος τῶν παιδιῶν. Εἶναι μία παράμετρος ποὺ δὲν τὴν ἔχουμε πολυσκεφτεῖ. Συζητῶ μὲ γονεῖς καὶ «ματώνει» ἡ καρδιά μου. Ἔχουν παιδιὰ-διαμάντια, ἄριστοι μαθητὲς μὲ ἄριστο ἦθος καὶ τρέμουν στὴν σκέψη ὅτι θὰ ἐνηλικιωθοῦν, ὅτι θὰ πετύχουν στὴν σχολὴ ποὺ ἐπιθυμοῦν καὶ θὰ ξενιτευτοῦν. «Βαρύτερα εἶν᾽ τὰ ξένα», «ὁ ζωντανὸς ὁ χωρισμὸς παρηγοριὰ δὲν ἔχει». Ἐλάχιστα ἀπασχόλησε στὶς ἐκλογές τους τὸ τρομακτικὸ αὐτὸ πρόβλημα. (Οἱ δεξιοί, «οἱ νοικοκύρηδες», ὅπως βαυκαλίζονται νὰ αὐτοπροσδιορίζονται, «ἔτρεχαν» γιὰ νὰ βγάλουν εὐρωβουλευτὴ τὴν κ. Μαρία Σπυράκη τοῦ Megalou κοπροκάναλου, ποὺ ἐπὶ χρόνου βυσσοδομεῖ κατὰ τῆς Πατρίδας καὶ τῆς Πίστης. Καὶ τὰ κατάφεραν. Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι!). Μάθαμε ὅτι στὶς Πανελλήνιες Ἐξετάσεις στὸ θέμα τῆς ἔκθεσης «μπῆκε» ἡ ἀνθρωπιά. Ἔχουν χιοῦμορ οἱ ἄνθρωποι. Ἀνθρωπιά; Τι εἶναι αὐτό; Τρώγεται; Ἂς ρωτήσουν τὸ 1.500.000 ἀνέργους ποὺ βιώνουν τὴν ἀπανθρωπιά τους καὶ ἀναμένουν τὸ «τραῖνο» τῆς ἀνάπτυξης. Ἂς ρωτήσουν τοὺς κυβερνητικοὺς μπουμπούκους. («Ὅταν ὁ ἥλιος τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι χαμηλὰ στὸν ὁρίζοντα ἀκόμα καὶ οἱ νάνοι ρίχνουν μεγάλες σκιὲς» ἔλεγε ὁ Κὰρλ Κράους). Τὸ κείμενο ποὺ συνόδευε τὴν ἔκθεση ἦταν τοῦ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Ἂν ἤμουν ἀξιολογητὴς τοῦ ὑπουργείου γιὰ τὰ θέματα, θὰ ἔβαζα ἀπόσπασμα, ἀπὸ ἕνα βιβλίο του μὲ τίτλο «Ἡ Κύπρος, ἕνα ταξίδι». Καὶ Θὰ καλοῦσα τὸν «μνημονιακὸ» γραικυλισμὸ νὰ τὸ σχολιάσει. Νὰ καθρεφτιστεῖ σ’ αὐτό. «Ὁ δάσκαλος ἦρθε. Ἔφεραν τὸ παιδάριο στὸ «ἐντευκτήριο» τῆς φυλακῆς. Μὲ τὰ χέρια σιδερωμένα. Ἀνάμεσα σὲ δύο δεσμοφύλακες: τὸν ἕνα Τοῦρκο, τὸν ἄλλο Ἄγγλο. Τοῦ ἔλυσαν τὰ χέρια. Ὁ δάσκαλος ἅπλωσε μπρός του τὰ χαρτιά, τοῦ ἔδωσε μολύβι νὰ γράψει, περίμενε, μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη λυγμούς, νὰ ξεμουδιάσουν τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ. Τὸ παιδὶ πῆρε τὸ μολύβι, ἔγραψε. Ἔτσι, ὅπως τότε. Ποὺ καθόταν ἥσυχα ἥσυχα στὸ θρανίο του κι ὁ ἥλιος ἔμπαινε πρόσχαρος ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα κι ἦταν ἄνοιξη καὶ τὰ χελιδόνια τιτίβιζαν καὶ τὰ δέντρα θροοῦσαν ἀπόξω. Ἔγραψε, τελείωσε. Ὁ δάσκαλος προχώρησε στὴν προφορικὴ ἐξέταση:
«Θήρας ἐθήρευον λέων καὶ ὄναγρος, ὁ μὲν λέων διά τῆς δυνάμεως ὁ δὲ ὄναγρος διά τῆς ταχύτητος. Ἐπεὶ δὲ ζῶα τινὰ ἐθήρευσαν, ὁ λέων μερίζει καὶ τίθησι τρεῖς μοίρας (=μερίδια) καὶ τὴν μὲν μίαν, εἶπεν, λήψομαι ὡς πρῶτος· βασιλέα μὲ ὀνομάζουσι· τὴν δὲ δευτέραν ὡς ἐξ ἴσου κοινωνὸς (=ὡς συνέταιρος μὲ τὰ ἴδια δικαιώματα). Ἡ δὲ Τρίτη μοῖρα κακὸν μέγα σοὶ ποιήσει, ἂν μὴ φύγης». Ὁ Αἴσωπος, μετὰ τὸν μῦθο, παρέθετε τὸ ἐπιμύθιον τὴν κοινωνικὴ διάσταση τοῦ μύθου. Ἀποτολμῶ μία δική μου. Λέων εἶναι ἡ ἄπληστη Γερμανία. Ὄναγρος ἡ καθημαγμένη πατρίδα μας, ἡ ὁποία ξεθεώνεται στὸ κυνήγι τῶν στόχων τοῦ «Μνημονίου», τὸ ἐξαίσιο θήραμα θὰ λέγαμε, καὶ στὸ φινάλε ὅλα τὰ κερδίζει ὁ ἀδηφάγος λέων. Πανηγύριζαν πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες οἱ «μνημονιακοὶ» λακέδες καὶ οἱ σφουγγοκωλάριοι τῶν καναλιῶν ποὺ τοὺς δορυφοροῦν γιὰ τὸ πρωτογενὲς πλεόνασμα. Ὀρθῶς ὀνομάστηκε αἱμοσταγές. Ἂν τὸ ὑποβάλουμε σὲ χημικὴ ἀνάλυση, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία μεταφορικὴ φράση, τὸ πλεόνασμα αὐτὸ ἀποτελεῖται: Κατὰ 30% ἀπὸ αἷμα Ἑλλήνων, ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἄντεξαν τὴν ἀναξιοπρέπεια τῆς οἰκονομικῆς ἐξαθλίωσης. Ἄλλο ἕνα 30% εἶναι τὰ δάκρυα καὶ οἱ θρῆνοι τῶν ἀνέργων καὶ τῶν γερόντων γονέων μας, ποὺ βλέπουν τὰ παιδιά τους ἢ νὰ μεταναστεύουν ἢ νὰ λειώνουν ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ φρίκη. Τὸ ὑπόλοιπο ἀπὸ πεῖνα παιδιῶν. Καθημερινῶς στὰ σχολεῖα μας 30-40 παιδιὰ περιμένουν στὴν οὐρά, γιὰ νὰ λάβουν τὸ σχολικὸ κολατσιὸ ποὺ προσφέρει ἡ φιλανθρωπία πολιτῶν. Ἀθῶες παιδικὲς ψυχὲς ποὺ ἡ ἄνοιξη τῆς ζωῆς τους δὲν εἶναι χαρά, ἀνεμελιὰ καὶ παιχνίδι, ἀλλὰ βιώνουν τὸ αἴσθημα τῆς ζητιανιᾶς. Τσακίζουμε τὶς καρδιές τους, ὅπως τσάκιζαν σὲ προηγούμενη Κατοχή, οἱ ἴδιοι κατακτητές, χέρια παιδιῶν. Διαβάζω ἀπὸ ἕνα παλιὸ βιβλίο. «Στὶς ἀρχὲς τῆς Κατοχῆς, καὶ στὴν πλατεῖα τοῦ Κλαυθμῶνος, ποὺ τὴν εἴχανε μεταβάλει οἱ Γερμανοὶ σὲ χῶρο στάθμευσης, ἕνας Γερμανὸς σωφέρ, ἔτρωγε ἀπ’ τὴν καραβάνα του τὸ φαΐ του, καθισμένος στὸ σκαλοπάτι τοῦ αὐτοκινήτου του. Ἔτρωγε μ’ ἀχορταγιά, ἐνῶ γύρω του, οἱ ἄλλοι πείναγαν. Τότε ἕνα παιδάκι, ἴσια μὲ ἑφτὰ-ὀχτὼ χρονῶν, ἅπλωσε τὸ χεράκι του, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι κάτι θὰ τοῦ ἔδινε γιὰ νὰ ρίξη στὸ πεινασμένο στομάχι του, ὁ Γερμανὸς στρατιώτης. Ἀντὶς ὅμως ὁ στρατιώτης νὰ κάνη τότε μία ἀνθρώπινη χειρονομία, ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ καὶ βάρβαρη πράξη. Ἄφησε στὸ σιδερένιο σκαλὶ τὴ γιομάτη καραβάνα του, σηκώθηκε ἀπάνου, ἅρπαξε τὸ μὲ πνεῦμα ἱκεσίας τεντωμένο χέρι τοῦ παιδιοῦ, τὸ στήριξε πάνω στὸ γόνατό του, καὶ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, τὸ ἔσπασε στὰ δύο σὰν ξερὸ κλαδί». Κι ἐνῶ τὰ μάτια τοῦ Ἀρμένη δακρύζουν στὴ θύμηση τῆς σκληρῆς αὐτῆς εἰκόνας, μοῦ προσθέτει: -Ἤμουνα αὐτόπτης μάρτυς. Κι ἔφυγα ἀπὸ κεῖ φτύνοντας αὐτὸν καὶ τὴ φυλή του ὁλόκληρη». Τὸ γεγονὸς περιέχεται στὸ βραβευμένο ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, βιβλίο «Οἱ σφαγὲς τῶν Καλαβρύτων», τοῦ Κώστα Καλαντζῆ (Ἀθήνα 1962, σελ. 26). Ἴσως αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ τῆς τωρινῆς Ἑλλάδας. Καὶ πάλι στεκόμαστε ταπεινοὶ καὶ καταφρονεμένοι μὲ «ἐξαπλωμένη τὴν χεῖρα ψωμοζητοῦντες» (Κάλβος), ἱκετεύουμε τὸ ἄπληστο θηρίο τῆς Εὐρώπης γιὰ «χαλάρωση» τῶν λαοκτόνων μέτρων, ὅμως μᾶς «τσακίζουν» τὴν ψυχή μας, μᾶς τιμωροῦν, γιατί δὲν ξεχνοῦν τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ’41... Καὶ ὅπως τότε, ἔτσι καὶ σήμερα, ἀνθεῖ τὸ σαπρόφυτο τοῦ δωσιλογισμοῦ. Τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα ποὺ διαπράττει σήμερα τὸ μνημονιακὸ κράτος εἶναι εἰς βάρος τῶν παιδιῶν. Εἶναι μία παράμετρος ποὺ δὲν τὴν ἔχουμε πολυσκεφτεῖ. Συζητῶ μὲ γονεῖς καὶ «ματώνει» ἡ καρδιά μου. Ἔχουν παιδιὰ-διαμάντια, ἄριστοι μαθητὲς μὲ ἄριστο ἦθος καὶ τρέμουν στὴν σκέψη ὅτι θὰ ἐνηλικιωθοῦν, ὅτι θὰ πετύχουν στὴν σχολὴ ποὺ ἐπιθυμοῦν καὶ θὰ ξενιτευτοῦν. «Βαρύτερα εἶν᾽ τὰ ξένα», «ὁ ζωντανὸς ὁ χωρισμὸς παρηγοριὰ δὲν ἔχει». Ἐλάχιστα ἀπασχόλησε στὶς ἐκλογές τους τὸ τρομακτικὸ αὐτὸ πρόβλημα. (Οἱ δεξιοί, «οἱ νοικοκύρηδες», ὅπως βαυκαλίζονται νὰ αὐτοπροσδιορίζονται, «ἔτρεχαν» γιὰ νὰ βγάλουν εὐρωβουλευτὴ τὴν κ. Μαρία Σπυράκη τοῦ Megalou κοπροκάναλου, ποὺ ἐπὶ χρόνου βυσσοδομεῖ κατὰ τῆς Πατρίδας καὶ τῆς Πίστης. Καὶ τὰ κατάφεραν. Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι!). Μάθαμε ὅτι στὶς Πανελλήνιες Ἐξετάσεις στὸ θέμα τῆς ἔκθεσης «μπῆκε» ἡ ἀνθρωπιά. Ἔχουν χιοῦμορ οἱ ἄνθρωποι. Ἀνθρωπιά; Τι εἶναι αὐτό; Τρώγεται; Ἂς ρωτήσουν τὸ 1.500.000 ἀνέργους ποὺ βιώνουν τὴν ἀπανθρωπιά τους καὶ ἀναμένουν τὸ «τραῖνο» τῆς ἀνάπτυξης. Ἂς ρωτήσουν τοὺς κυβερνητικοὺς μπουμπούκους. («Ὅταν ὁ ἥλιος τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι χαμηλὰ στὸν ὁρίζοντα ἀκόμα καὶ οἱ νάνοι ρίχνουν μεγάλες σκιὲς» ἔλεγε ὁ Κὰρλ Κράους). Τὸ κείμενο ποὺ συνόδευε τὴν ἔκθεση ἦταν τοῦ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Ἂν ἤμουν ἀξιολογητὴς τοῦ ὑπουργείου γιὰ τὰ θέματα, θὰ ἔβαζα ἀπόσπασμα, ἀπὸ ἕνα βιβλίο του μὲ τίτλο «Ἡ Κύπρος, ἕνα ταξίδι». Καὶ Θὰ καλοῦσα τὸν «μνημονιακὸ» γραικυλισμὸ νὰ τὸ σχολιάσει. Νὰ καθρεφτιστεῖ σ’ αὐτό. «Ὁ δάσκαλος ἦρθε. Ἔφεραν τὸ παιδάριο στὸ «ἐντευκτήριο» τῆς φυλακῆς. Μὲ τὰ χέρια σιδερωμένα. Ἀνάμεσα σὲ δύο δεσμοφύλακες: τὸν ἕνα Τοῦρκο, τὸν ἄλλο Ἄγγλο. Τοῦ ἔλυσαν τὰ χέρια. Ὁ δάσκαλος ἅπλωσε μπρός του τὰ χαρτιά, τοῦ ἔδωσε μολύβι νὰ γράψει, περίμενε, μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη λυγμούς, νὰ ξεμουδιάσουν τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ. Τὸ παιδὶ πῆρε τὸ μολύβι, ἔγραψε. Ἔτσι, ὅπως τότε. Ποὺ καθόταν ἥσυχα ἥσυχα στὸ θρανίο του κι ὁ ἥλιος ἔμπαινε πρόσχαρος ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα κι ἦταν ἄνοιξη καὶ τὰ χελιδόνια τιτίβιζαν καὶ τὰ δέντρα θροοῦσαν ἀπόξω. Ἔγραψε, τελείωσε. Ὁ δάσκαλος προχώρησε στὴν προφορικὴ ἐξέταση:
— Πρῶτα τὰ Νέα μας Ἑλληνικά, τοῦ εἶπε. Τὸν ρώτησε:
— Ποιὸς εἶναι ὁ ποιητής, ποὺ πιὸ πολὺ σοῦ ἀρέσει;
— Ὁ νεανίσκος ἀποκρίθηκε:
— Ὁ Διονύσιος Σολωμός.
— Τί ἔγραψε ὁ Σολωμός;
— Τὸν «Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν».
— Μήπως θυμᾶσαι καμμιὰ στροφή;
— Μάλιστα!
Κι ὁ νεανίσκος ἄρχισε ν’ ἀπαγγέλνει μέσα στὴν φυλακή, ἀνάμεσα
στοὺς δεσμοφύλακες, ποὺ ἐκπροσωποῦσαν τοὺς παλιοὺς καὶ τοὺς νέους τυράννους, μὲ
καθάρια κι ἀποφασιστικὴ φωνή: Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ
σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου