Ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, κατὰ τὴν ἀλάνθαστη ἀπόφανση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ διαχρονικὴ συνείδησή Της, ἐκφρασμένη ἀπὸ πλῆθος Ἁγίων, Οἰκουμενικῶν (8ης καὶ 9ης) καὶ Τοπικῶν Συνόδων, ἀπὸ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας (9ος – 14ος αἰ.), τὸ ὁποῖο ἐν τῷ προσώπῳ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κατακρίνει τὸν λατινικὸ θωμισμὸ καὶ σχολαστικισμό, ἀπὸ ἐγκυκλίους τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς στὸν 19ο αἰῶνα (1848 καὶ 1895), ἀπὸ τοὺς ἐσχάτως ἀναγνωρισθέντες Ἁγίους θεολόγους Νικόλαο Ἀχρῖδος (Βελιμίροβιτς) καὶ Ἰουστῖνο τῆς Μονῆς τοῦ Τσέλιε (Πόποβιτς) καὶ ἀπὸ πλῆθος ἱερῶν ὀρθοδόξων φωνῶν διαχρονικῶς. Ὁ λατινισμὸς ἀποδέχεται τὴ θέαση τῆς θείας οὐσίας σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία αἵρεση τοῦ εὐνομιανισμοῦ τοῦ 4ου αἰῶνος, τὸν ὁποῖον κατεδίκασε ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (βλ. σχετικῶς καὶ τὰ ἔργα τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη), ἀκόμη δὲ ἐμπίπτει εἰς τὰ ἀναθέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, περὶ ὅσων ἀλλοιώνουν τὸ Σύμβολο Νικαίας-Κωσταντινουπόλεως (προσθήκη “Filioque” στὸ «Πιστεύω»). Τὸ ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι αἵρεση, ἀποτελεῖ αὐτὸ ποὺ στὴν Ἐκκλησία ἐπιστεύθη «πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων», “quod semper, quod ubique, quod ab omnibus creditum est”, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξαιρέσεως μεταξὺ τῶν Ἁγίων Πατέρων· συνεπῶς, στοὺς ἐκπροσώπους τοῦ αἱρετικοῦ Παπισμοῦ ἁρμόζει θεσμικὴ ἀντιμετώπιση τέτοια ποὺ προβλέπεται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου