Πολυχρόνιος ο Άγιος Ιερομάρτυς κατήγετο από την επαρχίαν την λεγομένην
Γαμφανίτου, ο δε πατήρ αυτού ωνομάζετο Βαρδάνιος, γεωργός ων κατά την τέχνην.
Παιδιόθεν ο Άγιος ούτος παρεδόθη από τον πατέρα του δια να μανθάνη τα ιερά
γράμματα. Τόσην δε μεγάλην σύνεσιν, φρόνησιν και εγκράτειαν είχεν ο αοίδιμος,
έτι παιδίον ων, ώστε ηξιώθη να λάβη και Χάριν παρά Θεού· διότι και ύδωρ
ανέβλυσε δια της προσευχής του, επειδή το υπάρχον πρότερον ύδωρ, εκ του οποίου
υδρεύοντο αυτός και όλοι οι συμπατριώται του, ήτο μακράν της πόλεως και
προυξένει εις αυτούς πολύν κόπον· όθεν δια τούτο προσηυχήθη προς τον Θεόν, και
ω του θαύματος! Ανέβλυσε παραδόξως πηγή ύδατος παρά τον οίκον του πατρός του.
Όταν δε έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν , συνηνώθη με τινας εργάτας και μετ’ αυτών επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Εργαζόμενος δε με αυτούς τας αμπέλους, εις το διάστημα δύο ή τριών ημερών έτρωγε μόνον άπαξ. Ο δε κύριος των αμπελώνων, βλέπων αυτόν και θαυμάσας τον του Θεού εργάτην, ενετράπη την αρετήν του· όθεν δους εις αυτόν ποσότητα χρημάτων, τον απέστειλε λέγων· «Ύπαγε εις την πατρίδα σου, άνθρωπε του Θεού, και προσεύχου υπέρ εμού». Δια δε την πίστιν και ευλάβειαν, την οποίαν είχε προς αυτόν, εκράτησε την δίκελλαν αυτού, ήτις ενήργησε πολλά θαύματα. Λαβών δε τα χρήματα ο του Χριστού δούλος έκτισε με αυτά μίαν Εκκλησίαν και παρέμενεν εις αυτήν. Ούτος ο Άγιος έζη κατά τας ημέρας κατά τας οποίας συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία και Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε΄ (325), και παρευρέθη και ούτος εις αυτήν, γενόμενος πρόμαχος της ευσεβείας. Αναγνώστης δε ων πρότερον, έλαβεν ύστερον και το του Διακόνου και Πρεσβυτέρου αξίωμα. Επειδή δε μετά την τελευτήν του μεγάλου εν βασιλεύσι Κωνσταντίνου έλαβε μεγάλην έκτασιν η αίρεσις του Αρείου, δια τούτο και ο Άγιος ούτος, κρατών στερεά την ευσεβή πίστιν, εσπούδαζε πάντοτε να την αυξάνη και να την στερεώνη. Όθεν οι κακόδοξοι Αρειανοί, βλέποντες αυτόν, κατετήκοντο από τον φθόνον των. Όθεν ημέραν τινά ευρόντες αυτόν ιερουργούντα και παριστάμενον εις το άγιον Θυσιαστήριον, επήδησαν αιφνιδίως εντός αυτού και με τα ξίφη κατέσφαξαν τον αοίδιμον και κατέκοψαν αυτόν και σμίξαντες το μαρτυρικόν αυτού αίμα με το μυστικόν και θείον Αίμα του Κυρίου, παρέπεμψαν αυτόν χωρίς να θέλωσι θυσίαν εις τον Θεόν.
Όταν δε έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν , συνηνώθη με τινας εργάτας και μετ’ αυτών επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Εργαζόμενος δε με αυτούς τας αμπέλους, εις το διάστημα δύο ή τριών ημερών έτρωγε μόνον άπαξ. Ο δε κύριος των αμπελώνων, βλέπων αυτόν και θαυμάσας τον του Θεού εργάτην, ενετράπη την αρετήν του· όθεν δους εις αυτόν ποσότητα χρημάτων, τον απέστειλε λέγων· «Ύπαγε εις την πατρίδα σου, άνθρωπε του Θεού, και προσεύχου υπέρ εμού». Δια δε την πίστιν και ευλάβειαν, την οποίαν είχε προς αυτόν, εκράτησε την δίκελλαν αυτού, ήτις ενήργησε πολλά θαύματα. Λαβών δε τα χρήματα ο του Χριστού δούλος έκτισε με αυτά μίαν Εκκλησίαν και παρέμενεν εις αυτήν. Ούτος ο Άγιος έζη κατά τας ημέρας κατά τας οποίας συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία και Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε΄ (325), και παρευρέθη και ούτος εις αυτήν, γενόμενος πρόμαχος της ευσεβείας. Αναγνώστης δε ων πρότερον, έλαβεν ύστερον και το του Διακόνου και Πρεσβυτέρου αξίωμα. Επειδή δε μετά την τελευτήν του μεγάλου εν βασιλεύσι Κωνσταντίνου έλαβε μεγάλην έκτασιν η αίρεσις του Αρείου, δια τούτο και ο Άγιος ούτος, κρατών στερεά την ευσεβή πίστιν, εσπούδαζε πάντοτε να την αυξάνη και να την στερεώνη. Όθεν οι κακόδοξοι Αρειανοί, βλέποντες αυτόν, κατετήκοντο από τον φθόνον των. Όθεν ημέραν τινά ευρόντες αυτόν ιερουργούντα και παριστάμενον εις το άγιον Θυσιαστήριον, επήδησαν αιφνιδίως εντός αυτού και με τα ξίφη κατέσφαξαν τον αοίδιμον και κατέκοψαν αυτόν και σμίξαντες το μαρτυρικόν αυτού αίμα με το μυστικόν και θείον Αίμα του Κυρίου, παρέπεμψαν αυτόν χωρίς να θέλωσι θυσίαν εις τον Θεόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου