Μακαριώτατε Ἅγιε
Πρόεδρε, Σεβασµιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς
µελλούσης νά συνέλθει Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά ἤθελα νά θέσω γιά ἀκόµη µία
φορά, εὐλαβῶς, ἐνώπιόν Σας κάποιες θεολογικοῦ χαρακτήρα σκέψεις µου, πού ἐλπίζω
νά Σᾶς φανοῦν ἀξιοποιήσιµες. Ἀπό µία ἔρευνα, πού πραγµατοποίησα, διαπίστωσα µέ
δυσάρεστη ἔκπληξη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος -ἀπό τό 1961 πού ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες
Προσυνοδικές ∆ιασκέψεις γιά τήν παραπάνω Μεγάλη Σύνοδο- δέν ἀσχολήθηκε µέ τίς ἀποφάσεις
τῶν ∆ιασκέψεων αὐτῶν σέ ἐπίπεδο Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας. Τοῦτο εἶχε ὡς συνέπεια,
νά φτάσουµε στήν δυσχερῆ σηµερινή ἐκκλησιαστική κατάσταση. Νά ἔχουµε δηλαδή ἐκκλησιαστικές
ἀποφάσεις γιά τά κρίσιµα θέµατα µιᾶς Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, γιά τίς ὁποῖες,
ὅµως, ὑπάρχει σοβαρό ἔλλειµµα συνοδικῆς καλύψεώς τους
ἀπό τήν Τοπική
Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως προβλέπεται, ἄλλωστε, ἀπό τίς Προσυνοδικές
∆ιασκέψεις. Αὐτήν τή στιγµή βρισκόµαστε ἐκκλησιαστικῶς στό προτελευταῖο στάδιο
τῶν ὁριστικῶν ἀποφάσεων τῆς Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου. Φρονῶ, ὅτι τά
πράγµατα –παρά τήν ἐξαιρετική σοβαρότητά τους– εἶναι ἀκόµη ἰάσιµα. Ὡς γνωστόν,
τό Συνοδικό Σύστηµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µας ἀποτελεῖ ἁγιοπνευµατική ἐκκλησιαστική
λειτουργία, ὄχι µόνο γιά τά θέµατα τῆς διοικήσεως καί τῆς ζωῆς της, ἀλλά καί
γιά τήν ἀκριβῆ διατύπωση τῆς δογµατικῆς διδασκαλίας της. Εἰδικότερα, φρονῶ, ὅτι
τό συνοδικό ἔλλειµµα τῶν παρελθόντων 55 ἐτῶν µπορεῖ σίγουρα νά θεραπευθεῖ τώρα,
ἐφόσον οἱ ἀποφάσεις τῆς ἐπικειµένης Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, σχετικά µέ τά θέµατα
τῆς µελλούσης Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, θά εἶναι σύµφωνες µέ τήν αὐτοσυνειδησία
τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἁγιοπνευµατική ἐµπειρία τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς της. Καί
κάτι ἄλλο, συναφές, καί ἐξαιρετικά σοβαρό.∆ιάβασα, προσεκτικά, τόν δηµοσιευµένο προσφάτως «Κανονισµό Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» καί ἔχω νά Σᾶς καταθέσω µία θεολογικοῦ-δογµατικοῦ χαρακτήρα παρατήρησή µου. Συγκεκριµένα, στο Ἄρθρο 12, µέ θέµα «ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΙΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ», σηµειώνονται τά ἑξῆς σηµαντικά: «Ἡ ψηφοφορία ἐπί τῶν συζητηθέντων καί ἀναθεωρηθέντων ὑπό τῆς Συνόδου κειµένων ἐπί τῶν θεµάτων τῆς ἡµερησίας διατάξεως, 1. συνδέεται πρός τάς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί ὄχι πρός τά καθ’ ἕκαστον µέλη τῶν ἐν τῇ Συνόδῳ ἀντιπροσωπιῶν αὐτῶν, συµφώνως πρός τήν ὁµόφωνον σχετικήν ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνά- ξεως τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 2. ἡ κατά Ἐκκλησίας καί ὄχι κατά τά µέλη αὐτῶν ψήφισις ἐν τῇ Συν όδῳ τῶν κειµένων δέν ἀποκλείει τήν ἀρνητικήν θέσιν ἑνός ἤ καί πλειόνων ἀρχιερέων µιᾶς ἀντιπροσωπίας αὐτοκεφάλου τινός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τῶν γενοµένων τροπολογιῶν ἤ καί ἐπί ἑνός κειµένου γενικώτερον, ἡ διαφωνία τῶν ὁποίων καταχωρίζεται εἰς τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, καί 3. ἡ ἀξιολόγησις τῶν διαφωνιῶν αὐτῶν εἶναι πλέον ἐσωτερικόν ζήτηµα τῆς εἰς ἥν ἀνήκουν αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δύναται νά ὑποστηρίξῃ τήν θετικήν ψῆφον αὐτῆς ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς ἐσωτερικῆς πλειονοψηφίας, ἐκφράζεται δέ ὑπό τοῦ Προκαθηµένου αὐτῆς, διό καί δέον ὅπως προβλεφθῇ εἰς αὐτήν ὁ ἀναγκαῖος χῶρος καί χρόνος δι᾽ ἐσωτερικήν συζήτησιν ἐπ᾽ αὐτοῦ». Στό Ἄρθρο αὐτό βλέπουµε, ὅτι ἡ ὁµοφωνία τῆς Μεγάλης Συνόδου περιορίζεται στή µία ψῆφο κάθε Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπιµέρους διαφωνίες -ἐφόσον αὐτές συµβαίνει νά ἀποτελοῦν µειοψηφία, στό πλαίσιο τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν- ἀφήνονται ὡς «ἐσωτερική ὑπόθεσή τους», πρᾶγµα πού εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτο γιά τήν συγκεκριµένη Πανορθόδοξη Σύνοδο, ὅταν µάλιστα συµβαίνει τό θέµα τῆς διαφωνίας νά εἶναι γιά δογµατική ὑπόθεση. Καί ἡ περίπτωση αὐτή εἶναι πάρα πολύ πιθανή. Λόγου χάρη, τό θέµα τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, πού πραγµατεύεται τό Κείµενο: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», εἶναι θέµα ἐκκλησιολογικό, δηλαδή κατεξοχήν δογµατικό. Κατά συνέπεια, δέν εἶναι θεολογικά ἐπιτρεπτό, ἕνα Κείµενο πού προωθεῖται πρός ἔγκριση, ἀπό τή µία µεριά νά εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία τῶν «κλάδων» -νοµιµοποιώντας µέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν µέ πολύ διαφορετικά δόγµατα- καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ «Κανονισµός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Συνόδου» αὐτῆς νά ἀγνοεῖ στήν πράξη τούς ἐνδεχόµενους µειοψηφοῦντες Ἱεράρχες τῶν ἐπιµέρους Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί νά µή λαµβάνει σοβαρώτατα ὑπόψη τίς θεολογικές τοποθετήσεις τῆς ἐπισκο- πικῆς συνειδήσεώς τους. Καί ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό-δογµατικό ἐρώτηµα: Πῶς θά ὁµολογηθεῖ στήν προκειµένη περίπτωση ἡ µία πίστη τῆς Ἐκκλησίας, «ἐν ἑνί στόµατι καί µιᾷ καρδίᾳ»; Πῶς θά µπορέσουν οἱ Συνοδικοί Πατέρες νά ποῦν: «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύµατι καί ἡµῖν»; Πῶς θά ἀποδείξουν ὅτι ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ θεοφόροι Πατέρες τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας; Μακαριώτατε, Στά δογµατικά θέµατα, ὡς γνω- στόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική, γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγµατικότητα. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν µέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται κατά περίπτωση. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν ἐπι- τρέπεται νά ἀφήσει σέ κατώτερα συνοδικά σώµατα τό ἐξαιρετικά σοβαρό θέµα τῆς ἐνδεχόµενης διαφωνίας τῶν µειοψηφούντων ἐπισκόπων σέ δογµατικά θέµατα. Ἐπιβάλλεται, ὡς ἀνώτατο συνοδικό σῶµα, νά ἐπιληφθεῖ αὐτοῦ τοῦ θέµατος ἄµεσα, γιατί διαφορετικά ὑπάρχει ὁρατός ὁ κίνδυνος τοῦ Σχίσµατος στήν Ἐκκλησία, τήν στιγµή ἀκριβῶς, πού ἡ Μεγάλη αὐτή Σύνοδος φιλοδοξεῖ νά ἐπαναβεβαιώσει τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας µας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου