ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΤΑΚΤΕΣ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ που σχηματίστηκαν τούτο τον καιρό σε διάφορα μέρη τού Πόντου, η πιο τρομερή, και με τη φρικιαστικότερη δράση, ήταν τού Τοπάλ Οσμάν, τού κουτσού βαρκάρη από την Κερασούντα που έγινε το δεξί χέρι τού Μουσταφά Κεμάλ στο εξοντωτικό έργο του εναντίον των Ρωμιών της Μαύρης θάλασσας.
Στις 2 Απριλίου, ο αιμοβόρος τούτος αρχιτσέτης, που βρισκόταν μαζί με τους 800 τσέτες του στην περιοχή τού Ευφράτη ποταμού για να καταπολεμήσει μια τοπική εξέγερση των Κούρδων, πήρε τηλεγραφική διαταγή από τον αφέντη του της Άγκυρας Μουσταφά Κεμάλ πασά, να γυρίσει στον Πόντο και να βαδίσει εναντίον των ανταρτών της Σαμψούντας. Ο Τοπάλ Οσμάν πήρε τα οπλισμένα σαν αστακούς δολοφονικά όργανά του και τράβηξε προς τα δυτικά. Κατά τη διαδρομή του, αφού έσπειρε τη φωτιά και το θάνατο στον ανατολικό και στον κεντρικό Πόντο, σίμωσε στο δυτικό.
Φτάνοντας στη Νεοκαισάρεια, το πρωί της 8ης Απριλίου, έπιασε όλους τους Ρωμιούς κατοίκους, τους έβγαλε έξω από την πόλη και τους ντουφέκισε ομαδικά!
Συνεχίζοντας τη ματωμένη πορεία του, με τα κανιβαλικά στίφη, έφτασε έπειτα από δυο μέρες στην Έρμπαγα. Κύκλωσε την πόλη και αμόλησε τα ανθρωπόμορφα θηρία του στους δρόμους. Ένα όργιο θανάτου και βιασμού ακολούθησε. Όσες γυναίκες έπεφταν στα χέρια των κακούργων, βιάζονταν και σφάζονταν, ενώ οι άντρες συγκεντρώνονταν σε μεγάλα σπίτια και εκεί θανατώνονταν άγρια με στραγγαλισμό. Μια βδομάδα κράτησε το μακελειό τούτο. Δεν έμεινε ούτε ένας άντρας ζωντανός. Μέσα σ' ένα αρχοντικό στραγγαλίστηκαν πάνω από τετρακόσια άτομα! Σ' ένα άλλο κατακρεουργήθηκαν πενήντα!... Τα γυναικόπαιδα που πιάστηκαν, στάλθηκαν σε λίγες μέρες εξορία, για να πεθάνουν τα μισά από τις ταλαιπωρίες τού δρόμου, την πείνα και τις αρρώστιες...
Στις 18 τού μηνός ο αποτρόπαιος αρχιτσέτης μάζεψε τους κακούργους του και τράβηξε για το Λαντίκ, έτοιμος να συνεχίσει το κολασμένο όργιό του. Οι Τούρκοι όμως χωρικοί της περιφέρειας, για να προστατέψουν τον «Ταμερλάνο» από την εκδίκηση των ανταρτών, τον συμβούλεψαν να μην περάσει από το μπογάζι τού Τεστλέ, γιατί εκεί σιμά είχε το λημέρι του ο περιβόητος καπετάνιος Κοτζά Αναστάς. Μόλις τα άκουσε αυτά ο θρασύδειλος αρχιδολοφόνος, ταράχτηκε φοβερά. Στην ιδέα ότι θα αναγκαζόταν να τα βάλει με οπλισμένους άντρες, δείλιασε! Έκρινε πιο φρόνιμο να αποφύγει τη σύγκρουση, να συμμορφωθεί με τη συμβουλή των χωρικών και να αλλάξει δρόμο.
Πήρε λοιπόν την αριστερή όχθη τού Λύκου ποταμού και τράβηξε κατά τα νοτιοδυτικά. Καθώς βάδιζε όμως με σκυφτό το κεφάλι καβάλλα στο άλογο του, τον κυρίεψε ξαφνικά η λύσσα τού μη ικανοποιημένου πόθου να συντρίψει ένα θρυλικό καπετάνιο, όπως ήταν ο Κοτζάκ Αναστάς. Κόντεψε να πλαντάξει από το κακό του και για να ξεθυμάνει κάπως, όταν έφτασε έξω από ένα ρωμαίικο χωριό της περιοχής, το Κίρκ-χαρμάν, έδωσε διαταγή στους δημίους να το καταστρέψουν συνθέμελα! ΟΙ ματοβαμμένοι λύκοι του όρμησαν μέσα στο χωριό, μάζεψαν όσα γυναικόπαιδα βρήκαν, τα συγκέντρωσαν μέσα σε μερικά μεγάλα σπίτια και ρίχνοντας κατόπιν πετρέλαιο στους τοίχους, τα έδωσαν φωτιά!... θρήνος και κοπετός ακολούθησε, καθώς καίγονταν ζωντανοί γέροι, γυναίκες, παιδιά και κοπέλλες, μέσα στα φλεγόμενα σπίτια! Τρεις γυναίκες που προσπάθησαν να ρίξουν έξω τα μικρά παιδιά τους, για να τα σώσουν από το φριχτό θάνατο της φωτιάς, δέχτηκαν τα πυκνά πυρά των κακούργων, πριν ακόμα ξεμυτίσουν από τα παράθυρα.
Από το Κίρκ - χαρμάν, που παραδόθηκε ολόκληρο στις φλόγες, ο Τοπάλ Οσμάν αγάς τράβηξε για τη Μερζιφούντα. Όταν έφτασε μέσα στην πόλη, τα στίφη του ξεχύθηκαν στους ρωμαίικους μαχαλάδες και έκαψαν, μέσα σε πέντε μονάχα ώρες, τα χίλια οχτακόσια σπίτια μαζί με τους κατοίκους... Όσοι προσπάθησαν να γλυτώσουν από τον κλοιό της φωτιάς, τρέχοντας στο ποτάμι για να σβήσουν τα φλεγόμενα ρούχα τους, τουφεκίστηκαν επί τόπου!... Ολόκληρη η περιοχή των ρωμαίικων μαχαλάδων έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο, που έκανε να φρικιάσουν ακόμα και οι ίδιοι oι Τούρκοι της μαρτυρικής πολιτείας.
Μετά τη Μερζιφούντα, ο κολασμένος αγάς τράβηξε για τη γειτονική Κάβζα και έκανε ακόμα χειρότερα όργια. Εκείνες τις μέρες συνέπεσε οι Ρωμιοί αντάρτες της περιοχής Πάφρας να κάψουν ένα τούρκικο χωριό για να εκδικηθούν την εξορία των οικογενειών τους. Οι Τουρκάλες τού καμένου χωριού ήρθαν στην Κάβζα για να παραπονεθούν στις αρχές της πόλης. Ο Τοπάλ Οσμάν, που ήταν από πριν αποφασισμένος να συνεχίσει το μακελειό του, θεώρησε, την εμφάνιση των γυναικών αυτών, σαν πολύ καλή ευκαιρία για να δείξει πως είναι τάχα υπερασπιστής των ομοεθνών του. Ως τώρα σκότωνε και έκαιγε απροσχημάτιστα και απρόκλητα. Πως να χάσει τώρα την ουρανοκατέβατη αφορμή; Έδωσε λοιπόν διαταγή στα καθάρματά του να μαζέψουν όλους τους Ρωμιούς της Κάβζας και να τους εξοντώσουν μέχρι τον τελευταίο με τη φωτιά και με το σίδερο.
Το μεγάλο μπλόκο έγινε τη νύχτα. Οι αποθηριωμένοι τσέτες χύθηκαν σα λιμασμένα τσακάλια στα ρωμαίικα σπίτια και αρπάζοντας από τα κρεβάτια τα γυναικόπαιδα, τα μάζεψαν στα λουτρά της Αγίας Βαρβάρας. Οι άντρες της πόλης, από δεκατεσσάρων χρονών και άνω, ευτυχώς γι' αυτούς, βρίσκονταν εξορία στο Μαράς του Κουρδιστάν και δεν παραβρέθηκαν στο κακό, για να γίνουν μάρτυρες και θύματα του.
Από τα λουτρά της Αγίας Βαρβάρας, οι τσέτες έπαιρναν λίγα - λίγα τα γυναικόπαιδα και τα έσφαζαν! Όλη τη νύχτα τα μαχαίρια δούλευαν. Η Κάβζα έγινε ένα απέραντο σφαγείο. Το σύθρηνο, οι οιμωγές και οι κραυγές των μαρτυρικών κατοίκων της ξέσχιζαν σε χίλια κομμάτια τη μαύρη νύχτα. Οι χτηνώδεις μακελάρηδες έκοβαν, θέριζαν, θανάτωναν και κατόπιν σήκωναν τα πτώματα των σφαγμένων με τα κάρα και τα έρριχναν στα πηγάδια!...
Όσα γυναικόπαιδα κατάφεραν να κρυφτούν στα υπόγεια, αμέσως μόλις είχαν ακούσει τις πρώτες σπαραχτικές φωνές μέσα στη νύχτα, ανακαλύφτηκαν το πρωί από τους τσέτες. Όταν τα έπιασαν όλα, τα έβγαλαν έξω από την πόλη, τα συγκέντρωσαν σ' ένα χωράφι και μετά τα έβαλαν στο δρόμο τάχα για να τα πάνε εξορία. Φτάνοντας όμως σιμά στη φάμπρικα τού Γιουνούς εφέντη, τα έμπασαν μέσα στο δάσος, που βρισκόταν δίπλα στον δημόσιο δρόμο, και τα έσφαξαν μέχρι το τελευταίο. Τα πτώματα τους κατόπιν τα πέταξαν μέσα στο γειτονικό ποτάμι. Έτσι, σχεδόν κανένα από τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα της Κάβζας δεν έμεινε ζωντανό.
Από την Κάβζα, οι μανιασμένοι φονιάδες τού Οσμάν αγά, τράβηξαν για την κωμόπολη Καβάκ, όπου ρίχτηκαν σε νέο όργιο αίματος. Έσφαξαν δεκάδες γυναικόπαιδα και τα πτώματα τους τα έρριξαν στο ποτάμι. Ύστερα έδωσαν φωτιά στα σπίτια τους, βίασαν δεκαεφτά κορίτσια, που τα ξεχώρισαν ανάμεσα στις μελλοθάνατες και, ατιμασμένα κατόπιν, τα πέταξαν μέσα στις φλόγες να καούν ζωντανά!
Μετά το Καβάκ, τα ανθρωπόμορφα τέρατα κατηφόρισαν προς τη Σαμψούντα καίγοντας τα χωριά που βρίσκονταν πάνω στο δρόμο και σφάζοντας όσους άοπλους Ρωμιούς και αθώα γυναικόπαιδα συναντούσαν μπροστά τους. Γιατί, οι κακούργοι και θρασύδειλοι τσέτες, δεν τολμούσαν να πάνε στα βουνά για να χτυπηθούν με τους αντάρτες, κι ας ήταν αυτή η κύρια αποστολή τους, κι ας ήταν αυτός ο σκοπός της συγκρότησης τού «94ου ανεξάρτητου Τάγματος» που πήρε το μεγαλεπήβολο όνομα «Γιλντιρίμ ταπουρού», δηλαδή Τάγμα Κεραυνός. Ο «μπιζίμ Τιμουρλέγχ», «ο δικός μας Ταμερλάνος», όπως αποκαλούσαν τον αρχηγό τους οι τσέτες, θρασύδειλος και ψοφοδεής, δεν τολμούσε να αναμετρηθεί με τους αντάρτες, παρά γυρεύοντας εύκολα και σίγουρα γιουρούσια, καβάλλα πάνω στο κόκκινο άλογο του, με τη στρατιωτική του χλαίνη ριγμένη επιδειχτικά στους ώμους, με το τσερκέζικο καλπάκι στο κεφάλι και το μαστίγιο στο χέρι, αμολιόταν με τα ξέφρενα στίφη του πάνω στα απροστάτευτα χωριά και τα ξεκλήριζε! Όλος ο Πόντος στέναξε κάτω από το αδίσταχτο μαχαίρι του. Φρίκη κυρίευε κάθε Ρωμιό, ακόμα και στο άκουσμα τού ονόματος τού κουτσού βαρκάρη της Κερασούντας. Οι ορδές του προκαλούσαν τον τρόμο ακόμα και στους Τούρκους, που πολλοί απ' αυτούς δοκίμασαν το βούρδουλα και το μαχαίρι του, όταν θέλησαν να τον συγκρατήσουν ή να τού αντιμιλήσουν.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, πάλι, αναδεικνύοντας τον Τοπάλ Οσμάν γενικό αντιπρόσωπο του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Ρωμιούς, γινόταν ηθικός αυτουργός όλων των απερίγραπτων εγκλημάτων τού συνεργάτη του. Και επί πλέον, γινόταν ο μεγάλος κλεφταποδόχος, με την επικαρπία των οργίων τού αιμοβόρου φίλου του, γιατί ο Οσμάν αγάς του έστελνε κάθε τόσο στην Άγκυρα ολόκληρα φορτία με χαρτονομίσματα και χρυσαφικά που άρπαζε από τους πλούσιους Ρωμιούς των πόλεων και των χωριών.
Η ΚΟΛΑΣΗ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΕΙ
ΟΙ ΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΙ ΛΥΚΟΙ του Τοπάλ Οσμάν, μπαίνοντας στην περιφέρεια Σαμψούντας, σκόρπισαν κι εκεί το θάνατο και τη συμφορά. Μόνο σε μια μέρα, κατά τα τέλη τού Απρίλη, εξολόθρεψαν χίλια πεντακόσια γυναικόπαιδα και γέροντες που είχαν καταφύγει στο χωριό Άττα! Κατόπιν εξαπολύθηκαν σαν τη μαύρη θύελλα σ' ολόκληρη την πεδινή περιοχή ως τα παράλια, άπλωσαν το συφοριασμένο χέρι τους πάνω στον άμαχο πληθυσμό τού κάμπου και τον αφάνισαν. Μέσα στο δίμηνο Απρίλη - Μάη, πάνω από πενήντα χωριά κολύμπησαν στο αίμα της σφαγής και έγιναν τροφή στα αχόρταγα σαγόνια της καταστροφικής φωτιάς! Όσοι από τους κατοίκους δεν έφυγαν με τους αντάρτες στα βουνά, όσοι δεν κρύφτηκαν στα δάση και τις σπηλιές, αλλά παρέμειναν για διάφορους λόγους στα σπίτια τους, θανατώθηκαν άγρια! Το ίδιο διάστημα, πέντε χιλιάδες τακτικός στρατός είχε ριχτεί κατά πάνω στα βουνά και απασχολούσε τους αντάρτες με αψιμαχίες, για να δώσει καιρό και άνεση στις ορδές των δολοφόνων να οργιάζουν σε βάρος του απροστάτευτου πληθυσμού.
Οι φυλακές είχαν αδειάσει από τους κοινούς εγκληματίες. Οι κατάδικοι πήραν αμνηστία και πύκνωσαν τα αιμοβόρα μπουλούκια τού Τοπάλ Οσμάν. Έτσι, κοντά στα αποβράσματα και τα κατακάθια των πόλεων και των χωριών, τους κλέφτες, τους χασικλήδες, τους πλιατσικολόγους και τους φυγόδικους, δόθηκαν όπλα και μαχαίρια και στους κατάδικους ισοβίτες, τους θανατοποινίτες, τους φονιάδες, τους ληστές και τους βιαστές. «Ό,τι κάνατε ως τώρα, τους είπαν οι αρχιτσέτες, και ό,τι θα κάνετε από δω και πέρα, όλα είναι αμνηστευμένα! Καταστρέψτε τους γκιαούρηδες του Πόντου, θάψτε τους!... Διπλή κεραμίδα να μη μείνει στα σπίτια τους! Ψυχή να μη μείνει ζωντανή! Φωτιά και μαχαίρι!...».
Η κόλαση περπατούσε νύχτα και μέρα στην ύπαιθρο. Μετά το μακελειό στην περιφέρεια της Σαμψούντας, ο Τοπάλ Οσμάν ρίχτηκε με τα στίφη του στη γειτονική περιφέρεια της Πάφρας για να συνεχίσει το εξολοθρευτικό του έργο. Και ο απολογισμός της νέας εξόρμησης του ήταν το ίδιο πλούσιος σε απερίγραπτα εγκλήματα. Πεντακόσιοι πενήντα Ρωμιοί, γυναικόπαιδα και γέροι, που μαζεύτηκαν από τα γειτονικά χωριά στο Σουρμελί, κάηκαν μέσα στην εκκλησία!
Στο χωριό Μουαμλί, οι τσέτες μάζεψαν τριακόσια εξήντα πέντε γυναικόπαιδα στο σπίτι τού Σάββα Τσιγαλίδη και τα έδωσαν φωτιά!
Τον ίδιο φριχτό θάνατο βρήκαν και οι κάτοικοι τού Κιζίλ-κιολ.
Εξ άλλου, όσοι άντρες των χωριών κατάφεραν να γλυτώσουν από τα μπλόκα και έφυγαν στην Πάφρα την ίδια, για να βρουν τάχα προστασία, έπεσαν από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη! Μετά από τρεις μέρες, η πόλη περικυκλώθηκε από χιλιάδες κακούργους, τσέτες και στρατιώτες, που όρμησαν μέσα, σκόρπισαν στις ρωμαίικες συνοικίες και, παίρνοντας αράδα τα σπίτια, μάζεψαν όλους τους Ρωμιούς. Τους έκλεισαν στο αστυνομικό τμήμα και την άλλη μέρα, διαλέγοντας πεντακοσίους τριάντα πέντε τους έδεσαν τα χέρια πιστάγκωνα και τους οδήγησαν στο χωριό Σουλούντερε. Εκεί τους έκλεισαν μέσα στην εκκλησία για δυο ώρες και, μετά, μαζί με τους τσέτες που κατέφτασαν στο μεταξύ από τα γύρω χωριά, έπεσαν πάνω τους, τους ξεγύμνωσαν και τους λήστεψαν. Κατόπιν, έβγαλαν στη αυλή εφτά παπάδες και τους έσφαξαν μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας!
Μετά τη σφαγή των παπάδων, ήρθε η σειρά και των άλλων. Οι τσέτες μπήκαν μέσα στο ναό και άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα τους δεμένους άντρες! Σκότωσαν σχεδόν τους μισούς και, όταν είδαν ότι τα όπλα τους άναψαν και δε μπορούσαν να συνεχίσουν το θανατικό, άρπαξαν τα τσεκούρια και τα χαντζάρια. Έτσι, με ακράτητη λύσσα αποτελείωσαν και τους άλλους μισούς... Μόνο ένας άντρας, ο Νικολής Γιορδανίδης, απόμεινε στο τέλος ζωντανός. Μα οι τσέτες δεν τού χαρίσανε τη ζωή. Ο τσαούσης που τον ανακάλυψε κρυμμένο ανάμεσα στα πτώματα, ετοιμάστηκε να τον σφάξει δίχως χρονοτριβή. Ο Γιορδανίδης τού πρόσφερε τριακόσιες λίρες που είχε κρυμμένες πάνω του και παρακάλεσε να τον σκοτώσει με το ντουφέκι για ν' αποφύγει το φριχτό θάνατο με το μαχαίρι, ή τον αποτρόπαιο με το μπαλτά. Ο τσαούσης δέχτηκε το κομπόδεμα και πυροβόλησε στην καρδιά!
Από άλλα χωριά της ίδιας περιφέρειας έπιασαν πάνω από οχτακόσιους Ρωμιούς, από δεκάξι χρονώ μέχρι εξήντα, τους μάζεψαν στο Σελεμελίκ και τους έκλεισαν στην εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου. Κατόπιν έρριξαν τέσσερις ντενεκέδες βενζίνη στους τοίχους και τα παράθυρα και έδωσαν φωτιά! Οι φλόγες τύλιξαν την εκκλησία και έκαψαν ζωντανούς όλους τους έγκλειστους! Κανείς δε γλύτωσε!...
Τα γυναικόπαιδα που είχαν μαζέψει στο μεταξύ από ολόκληρη την περιφέρεια, τα κατέβασαν στην Πάφρα και από κει τα έστειλαν εξορία στον Κουρδιστάν. Τα δύστυχα πλάσματα έκαναν ενενήντα πέντε ημερών εξοντωτική πορεία. Ξεκίνησαν το καλοκαίρι πέντε χιλιάδες πεντακόσια άτομα, και έφτασαν το χειμώνα στο Διαρμπεκίρ μόνο τριακόσια πενήντα!
Μετά την Πάφρα, το όργιο τού θανάτου και της φωτιάς συνεχίστηκε και στην περιφέρεια τού Τσαρσαμπά. Οι κολασμένοι τσέτες μπήκαν μια μέρα στο Αγατσέκινι και όσους Ρωμιούς βρήκαν στα σπίτια τους τράβηξαν έξω από το χωριό, τους έρριξαν μέσα σ' ένα λάκκο και τους επιτέθηκαν με μαχαίρια, με ξύλα και πέτρες! Κατόπιν, νεκρούς, μισοπεθαμένους ή και ζωντανούς ακόμα, τους σκέπασαν με κλαδιά και χώματα!
Στο δάσος τού Κεστενέ κερίς, όπου κατέφυγαν για να γλυτώσουν το μαχαίρι όλοι οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών, έγινε η πιο άγρια και ολοκληρωτική σφαγή!... Μόνο δυο γυναίκες βγήκαν ζωντανές από το σφαγείο, μα και κείνες δεν κατάφεραν να επιζήσουν τελικά. Η μια που την κυνηγούσαν τρεις τσέτες επί πέντε ολόκληρες ώρες, έπεσε από ένα γκρεμό και σκοτώθηκε. Η άλλη τρελάθηκε καθώς τριγυρνούσε βδομάδες ολόκληρες στα δάση μοναχή.
Ο Τοπάλ Οσμάν, ξαναγυρνώντας στην περιφέρεια της Σαμψούντας, ανηφόρισε προς τα χωριά, που βρίσκονταν στους πρόποδες τού Αγιούτεπε και μπήκε ξαφνικά στο Καράπερτσιν. Διακόσια εβδομήντα γυναικόπαιδα που βρέθηκαν στο χωριό, πιάστηκαν από τους τσέτες και κλείστηκαν μέσα στο κοινοτικό μέγαρο. Κατόπιν πέρασαν από τα μαχαίρια των τσετέδων και σφάχτηκαν όλα!... Τα ακέφαλα πτώματα γέμισαν και τα δύο πατώματα του χτιρίου, που σε λίγο παραδόθηκε στις φλόγες! Μόνο μια γυναίκα έμεινε ζωντανή και κατάφερε να γλυτώσει τη ζωή της πηδώντας από το παράθυρο στο δρόμο.
Την άλλη μέρα ο καπετάν Χασαρής, βαδίζοντας με τους αντάρτες του προς το Αγιούτεπε, έστειλε δύο ανιχνευτές να ερευνήσουν μια σπηλιά που βρισκόταν στη βάση μιας χαράδρας, γιατί ήξερε ότι είχαν κρυφτεί μερικά γυναικόπαιδα. Οι ανιχνευτές γύρισαν και ανέφεραν ότι δε συνάντησαν ψυχή ζωντανή.
— Ούτε γύρω; ρώτησε ο καπετάνιος υποψιαζόμενος από το ύφος των ανιχνευτών ότι κάτι τού έκρυβαν.
— Στη ρίζα της σπηλιάς είδαμε κάτι, που είναι φοβερό να το μάθει κανείς.
— Λέγετε! Τίποτε πια δε μας είναι φοβερό. Γνωρίσαμε τα φριχτότερα τού κόσμου.
— Να, είπε με σπασμένη φωνή ο ένας ανιχνευτής, είδαμε μια γυναίκα σουβλισμένη και δίπλα της ένα φασκιωμένο μωρό, και κείνο σουβλισμένο!...
Ο καπετάνιος έκλεισε τα μάτια του με την παλάμη σα να ήταν μπροστά του το ίδιο το φριχτό θέαμα και ήθελε να το αποφύγει. Τόσο πολύ ταράχτηκε από τον κανιβαλισμό των Τούρκων, ώστε κάλεσε όλους τους άντρες του να βγάλουν τις κάμες τους και να ορκιστούν ότι στο εξής, δε θα σκοτώνουν πια τους Τούρκους που θα πέφτουν στα χέρια τους με σφαίρες, αλλά θα τους κόβουν με τις κάμες. Τα παλικάρια τού Χασαρή έδωσαν το φοβερό όρκο.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ-ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ»
Β' Έκδοση - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ»
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον www.egolpion.com
29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου