ΤΟΠΑΛ ΟΣΜΑΝ Η ΚΟΛΑΣΗ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΕΙ --- ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗ




   ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΤΑΚΤΕΣ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ που σχηματίστηκαν τούτο τον καιρό σε διάφορα μέρη τού Πόντου, η πιο τρο­μερή, και με τη φρικιαστικότερη δράση, ήταν τού Τοπάλ Οσμάν, τού κουτσού βαρκάρη από την Κερασούντα που έγινε το δεξί χέρι τού Μουσταφά Κεμάλ στο εξοντωτικό έργο του εναντίον των Ρωμιών της Μαύρης θάλασσας.
Στις 2 Απριλίου, ο αιμοβόρος τούτος αρχιτσέτης, που βρισκόταν μαζί με τους 800 τσέτες του στην περιοχή τού Ευφράτη ποταμού για να καταπολεμήσει μια τοπική εξέ­γερση των Κούρδων, πήρε τηλεγραφική διαταγή από τον αφέντη του της Άγκυρας Μουσταφά Κεμάλ πασά, να γυ­ρίσει στον Πόντο και να βαδίσει εναντίον των ανταρτών της Σαμψούντας. Ο Τοπάλ Οσμάν πήρε τα οπλισμένα σαν αστακούς δολοφονικά όργανά του και τράβηξε προς τα δυ­τικά. Κατά τη διαδρομή του, αφού έσπειρε τη φωτιά και το θάνατο στον ανατολικό και στον κεντρικό Πόντο, σίμωσε στο δυτικό.
Φτάνοντας στη Νεοκαισάρεια, το πρωί της 8ης Απρι­λίου, έπιασε όλους τους Ρωμιούς κατοίκους, τους έβγαλε έξω από την πόλη και τους ντουφέκισε ομαδικά!
Συνεχίζοντας τη ματωμένη πορεία του, με τα κανιβα­λικά στίφη, έφτασε έπειτα από δυο μέρες στην Έρμπαγα. Κύκλωσε την πόλη και αμόλησε τα ανθρωπόμορφα θηρία του στους δρόμους. Ένα όργιο θανάτου και βιασμού ακολούθησε. Όσες γυναίκες έπεφταν στα χέρια των κακούργων, βιάζον­ταν και σφάζονταν, ενώ οι άντρες συγκεντρώνονταν σε με­γάλα σπίτια και εκεί θανατώνονταν άγρια με στραγγαλισμό. Μια βδομάδα κράτησε το μακελειό τούτο. Δεν έμεινε ούτε ένας άντρας ζωντανός. Μέσα σ' ένα αρχοντικό στραγγαλί­στηκαν πάνω από τετρακόσια άτομα! Σ' ένα άλλο κατακρεουρ­γήθηκαν πενήντα!... Τα γυναικόπαιδα που πιάστηκαν, στάλ­θηκαν σε λίγες μέρες εξορία, για να πεθάνουν τα μισά από τις ταλαιπωρίες τού δρόμου, την πείνα και τις αρρώστιες...

Στις 18 τού μηνός ο αποτρόπαιος αρχιτσέτης μάζεψε τους κακούργους του και τράβηξε για το Λαντίκ, έτοιμος να συ­νεχίσει το κολασμένο όργιό του. Οι Τούρκοι όμως χωρικοί της περιφέρειας, για να προστατέψουν τον «Ταμερλάνο» από την εκδίκηση των ανταρτών, τον συμβούλεψαν να μην πε­ράσει από το μπογάζι τού Τεστλέ, γιατί εκεί σιμά είχε το λημέρι του ο περιβόητος καπετάνιος Κοτζά Αναστάς. Μό­λις τα άκουσε αυτά ο θρασύδειλος αρχιδολοφόνος, ταράχτηκε φοβερά. Στην ιδέα ότι θα αναγκαζόταν να τα βάλει με οπλι­σμένους άντρες, δείλιασε! Έκρινε πιο φρόνιμο να αποφύγει τη σύγκρουση, να συμμορφωθεί με τη συμβουλή των χωρι­κών και να αλλάξει δρόμο.
Πήρε λοιπόν την αριστερή όχθη τού Λύκου ποταμού και τράβηξε κατά τα νοτιοδυτικά. Καθώς βάδιζε όμως με σκυφτό το κεφάλι καβάλλα στο άλογο του, τον κυρίεψε ξαφνικά η λύσσα τού μη ικανοποιημένου πόθου να συντρίψει ένα θρυ­λικό καπετάνιο, όπως ήταν ο Κοτζάκ Αναστάς. Κόντεψε να πλαντάξει από το κακό του και για να ξεθυμάνει κάπως, όταν έφτασε έξω από ένα ρωμαίικο χωριό της περιοχής, το Κίρκ-χαρμάν, έδωσε διαταγή στους δημίους να το καταστρέψουν συνθέμελα! ΟΙ ματοβαμμένοι λύκοι του όρμησαν μέσα στο χωριό, μάζεψαν όσα γυναικόπαιδα βρήκαν, τα συγκέντρωσαν μέσα σε μερικά μεγάλα σπίτια και ρίχνοντας κατόπιν πετρέ­λαιο στους τοίχους, τα έδωσαν φωτιά!... θρήνος και κοπετός ακολούθησε, καθώς καίγονταν ζωντανοί γέροι, γυναίκες, παι­διά και κοπέλλες, μέσα στα φλεγόμενα σπίτια! Τρεις γυναί­κες που προσπάθησαν να ρίξουν έξω τα μικρά παιδιά τους, για να τα σώσουν από το φριχτό θάνατο της φωτιάς, δέ­χτηκαν τα πυκνά πυρά των κακούργων, πριν ακόμα ξεμυτίσουν από τα παράθυρα.
Από το Κίρκ - χαρμάν, που παραδόθηκε ολόκληρο στις φλόγες, ο Τοπάλ Οσμάν αγάς τράβηξε για τη Μερζιφούντα. Όταν έφτασε μέσα στην πόλη, τα στίφη του ξεχύ­θηκαν στους ρωμαίικους μαχαλάδες και έκαψαν, μέσα σε πέντε μονάχα ώρες, τα χίλια οχτακόσια σπίτια μαζί με τους κατοίκους... Όσοι προσπάθησαν να γλυτώσουν από τον κλοιό της φωτιάς, τρέχοντας στο ποτάμι για να σβήσουν τα φλεγό­μενα ρούχα τους, τουφεκίστηκαν επί τόπου!... Ολόκληρη η περιοχή των ρωμαίικων μαχαλάδων έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο, που έκανε να φρικιάσουν ακόμα και οι ίδιοι oι Τούρκοι της μαρτυρικής πολιτείας.
Μετά τη Μερζιφούντα, ο κολασμένος αγάς τράβηξε για τη γειτονική Κάβζα και έκανε ακόμα χειρότερα όργια. Εκείνες τις μέρες συνέπεσε οι Ρωμιοί αντάρτες της περιο­χής Πάφρας να κάψουν ένα τούρκικο χωριό για να εκδικη­θούν την εξορία των οικογενειών τους. Οι Τουρκάλες τού καμένου χωριού ήρθαν στην Κάβζα για να παραπονεθούν στις αρχές της πόλης. Ο Τοπάλ Οσμάν, που ήταν από πριν αποφασισμένος να συνεχίσει το μακελειό του, θεώρησε, την εμφάνιση των γυναικών αυτών, σαν πολύ καλή ευκαιρία για να δείξει πως είναι τάχα υπερασπιστής των ομοεθνών του. Ως τώρα σκότωνε και έκαιγε απροσχημάτιστα και απρό­κλητα. Πως να χάσει τώρα την ουρανοκατέβατη αφορμή; Έδωσε λοιπόν διαταγή στα καθάρματά του να μαζέψουν όλους τους Ρωμιούς της Κάβζας και να τους εξοντώσουν μέχρι τον τελευταίο με τη φωτιά και με το σίδερο.
Το μεγάλο μπλόκο έγινε τη νύχτα. Οι αποθηριωμένοι τσέτες χύθηκαν σα λιμασμένα τσακάλια στα ρωμαίικα σπί­τια και αρπάζοντας από τα κρεβάτια τα γυναικόπαιδα, τα μάζεψαν στα λουτρά της Αγίας Βαρβάρας. Οι άντρες της πόλης, από δεκατεσσάρων χρονών και άνω, ευτυχώς γι' αυ­τούς, βρίσκονταν εξορία στο Μαράς του Κουρδιστάν και δεν παραβρέθηκαν στο κακό, για να γίνουν μάρτυρες και θύ­ματα του.
Από τα λουτρά της Αγίας Βαρβάρας, οι τσέτες έπαιρναν λίγα - λίγα τα γυναικόπαιδα και τα έσφαζαν! Όλη τη νύχτα τα μαχαίρια δούλευαν. Η Κάβζα έγινε ένα απέραντο σφαγείο. Το σύθρηνο, οι οιμωγές και οι κραυγές των μαρτυ­ρικών κατοίκων της ξέσχιζαν σε χίλια κομμάτια τη μαύρη νύχτα. Οι χτηνώδεις μακελάρηδες έκοβαν, θέριζαν, θανά­τωναν και κατόπιν σήκωναν τα πτώματα των σφαγμένων με τα κάρα και τα έρριχναν στα πηγάδια!...
Όσα γυναικόπαιδα κατάφεραν να κρυφτούν στα υπόγεια, αμέσως μόλις είχαν ακούσει τις πρώτες σπαραχτικές φωνές μέσα στη νύχτα, ανακαλύφτηκαν το πρωί από τους τσέτες. Όταν τα έπιασαν όλα, τα έβγαλαν έξω από την πόλη, τα συγκέντρωσαν σ' ένα χωράφι και μετά τα έβαλαν στο δρόμο τάχα για να τα πάνε εξορία. Φτάνοντας όμως σιμά στη φάμπρικα τού Γιουνούς εφέντη, τα έμπασαν μέσα στο δά­σος, που βρισκόταν δίπλα στον δημόσιο δρόμο, και τα έσφαξαν μέχρι το τελευταίο. Τα πτώματα τους κατόπιν τα πέταξαν μέσα στο γειτονικό ποτάμι. Έτσι, σχεδόν κανένα από τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα της Κάβζας δεν έμεινε ζωντανό.
Από την Κάβζα, οι μανιασμένοι φονιάδες τού Οσμάν αγά, τράβηξαν για την κωμόπολη Καβάκ, όπου ρίχτηκαν σε νέο όργιο αίματος. Έσφαξαν δεκάδες γυναικόπαιδα και τα πτώματα τους τα έρριξαν στο ποτάμι. Ύστερα έδωσαν φω­τιά στα σπίτια τους, βίασαν δεκαεφτά κορίτσια, που τα ξε­χώρισαν ανάμεσα στις μελλοθάνατες και, ατιμασμένα κατό­πιν, τα πέταξαν μέσα στις φλόγες να καούν ζωντανά!
Μετά το Καβάκ, τα ανθρωπόμορφα τέρατα κατηφόρισαν προς τη Σαμψούντα καίγοντας τα χωριά που βρίσκονταν πάνω στο δρόμο και σφάζοντας όσους άοπλους Ρωμιούς και αθώα γυναικόπαιδα συναντούσαν μπροστά τους. Γιατί, οι κακούργοι και θρασύδειλοι τσέτες, δεν τολμούσαν να πάνε στα βουνά για να χτυπηθούν με τους αντάρτες, κι ας ήταν αυτή η κύρια αποστολή τους, κι ας ήταν αυτός ο σκοπός της συγκρότησης τού «94ου ανεξάρτητου Τάγματος» που πήρε το μεγαλεπήβολο όνομα «Γιλντιρίμ ταπουρού», δηλαδή Τάγμα Κεραυνός. Ο «μπιζίμ Τιμουρλέγχ», «ο δικός μας Ταμερλάνος», όπως αποκαλούσαν τον αρχηγό τους οι τσέ­τες, θρασύδειλος και ψοφοδεής, δεν τολμούσε να αναμε­τρηθεί με τους αντάρτες, παρά γυρεύοντας εύκολα και σί­γουρα γιουρούσια, καβάλλα πάνω στο κόκκινο άλογο του, με τη στρατιωτική του χλαίνη ριγμένη επιδειχτικά στους ώμους, με το τσερκέζικο καλπάκι στο κεφάλι και το μαστίγιο στο χέρι, αμολιόταν με τα ξέφρενα στίφη του πάνω στα απρο­στάτευτα χωριά και τα ξεκλήριζε! Όλος ο Πόντος στέ­ναξε κάτω από το αδίσταχτο μαχαίρι του. Φρίκη κυρίευε κάθε Ρωμιό, ακόμα και στο άκουσμα τού ονόματος τού κου­τσού βαρκάρη της Κερασούντας. Οι ορδές του προκαλούσαν τον τρόμο ακόμα και στους Τούρκους, που πολλοί απ' αυτούς δοκίμασαν το βούρδουλα και το μαχαίρι του, όταν θέλησαν να τον συγκρατήσουν ή να τού αντιμιλήσουν.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, πάλι, αναδεικνύοντας τον Τοπάλ Οσμάν γενικό αντιπρόσωπο του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Ρωμιούς, γινόταν ηθικός αυτουργός όλων των απερί­γραπτων εγκλημάτων τού συνεργάτη του. Και επί πλέον, γινόταν ο μεγάλος κλεφταποδόχος, με την επικαρπία των ορ­γίων τού αιμοβόρου φίλου του, γιατί ο Οσμάν αγάς του έστελνε κάθε τόσο στην Άγκυρα ολόκληρα φορτία με χαρτο­νομίσματα και χρυσαφικά που άρπαζε από τους πλούσιους Ρωμιούς των πόλεων και των χωριών.
Η ΚΟΛΑΣΗ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΕΙ
ΟΙ ΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΙ ΛΥΚΟΙ του Τοπάλ Οσμάν, μπαίνοντας στην περιφέρεια Σαμψούντας, σκόρπισαν κι εκεί το θάνατο και τη συμφορά. Μόνο σε μια μέρα, κατά τα τέλη τού Απρίλη, εξολόθρεψαν χίλια πεντακόσια γυναικόπαιδα και γέροντες που είχαν καταφύγει στο χωριό Άττα! Κατόπιν εξαπολύθηκαν σαν τη μαύρη θύελλα σ' ολόκληρη την πεδινή περιοχή ως τα παράλια, άπλωσαν το συφοριασμένο χέρι τους πάνω στον άμαχο πληθυσμό τού κάμπου και τον αφάνισαν. Μέσα στο δίμηνο Απρίλη - Μάη, πάνω από πενήντα χωριά κολύμπησαν στο αίμα της σφαγής και έγιναν τροφή στα αχόρταγα σαγόνια της καταστροφικής φωτιάς! Όσοι από τους κατοίκους δεν έφυγαν με τους αντάρτες στα βουνά, όσοι δεν κρύφτηκαν στα δάση και τις σπηλιές, αλλά παρέ­μειναν για διάφορους λόγους στα σπίτια τους, θανατώθη­καν άγρια! Το ίδιο διάστημα, πέντε χιλιάδες τακτικός στρα­τός είχε ριχτεί κατά πάνω στα βουνά και απασχολούσε τους αντάρτες με αψιμαχίες, για να δώσει καιρό και άνεση στις ορδές των δολοφόνων να οργιάζουν σε βάρος του απροστά­τευτου πληθυσμού.
Οι φυλακές είχαν αδειάσει από τους κοινούς εγκληματίες. Οι κατάδικοι πήραν αμνηστία και πύκνωσαν τα αιμοβόρα μπουλούκια τού Τοπάλ Οσμάν. Έτσι, κοντά στα αποβράσματα και τα κατακάθια των πόλεων και των χωριών, τους κλέφτες, τους χασικλήδες, τους πλιατσικολόγους και τους φυγόδικους, δόθηκαν όπλα και μαχαίρια και στους κατάδι­κους ισοβίτες, τους θανατοποινίτες, τους φονιάδες, τους λη­στές και τους βιαστές. «Ό,τι κάνατε ως τώρα, τους είπαν οι αρχιτσέτες, και ό,τι θα κάνετε από δω και πέρα, όλα είναι αμνηστευμένα! Καταστρέψτε τους γκιαούρηδες του Πόντου, θάψτε τους!... Διπλή κεραμίδα να μη μείνει στα σπίτια τους! Ψυχή να μη μείνει ζωντανή! Φωτιά και μαχαίρι!...».
Η κόλαση περπατούσε νύχτα και μέρα στην ύπαιθρο. Μετά το μακελειό στην περιφέρεια της Σαμψούντας, ο Το­πάλ Οσμάν ρίχτηκε με τα στίφη του στη γειτονική περι­φέρεια της Πάφρας για να συνεχίσει το εξολοθρευτικό του έργο. Και ο απολογισμός της νέας εξόρμησης του ήταν το ίδιο πλούσιος σε απερίγραπτα εγκλήματα. Πεντακόσιοι πενήντα Ρωμιοί, γυναικόπαιδα και γέροι, που μαζεύτηκαν από τα γειτονικά χωριά στο Σουρμελί, κάηκαν μέσα στην εκκλησία!
Στο χωριό Μουαμλί, οι τσέτες μάζεψαν τριακόσια εξήντα πέντε γυναικόπαιδα στο σπίτι τού Σάββα Τσιγαλίδη και τα έδωσαν φωτιά!
Τον ίδιο φριχτό θάνατο βρήκαν και οι κάτοικοι τού Κιζίλ-κιολ.
Εξ άλλου, όσοι άντρες των χωριών κατάφεραν να γλυ­τώσουν από τα μπλόκα και έφυγαν στην Πάφρα την ίδια, για να βρουν τάχα προστασία, έπεσαν από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη! Μετά από τρεις μέρες, η πόλη περικυκλώθηκε από χιλιάδες κακούργους, τσέτες και στρατιώτες, που όρμη­σαν μέσα, σκόρπισαν στις ρωμαίικες συνοικίες και, παίρνον­τας αράδα τα σπίτια, μάζεψαν όλους τους Ρωμιούς. Τους έκλεισαν στο αστυνομικό τμήμα και την άλλη μέρα, διαλέ­γοντας πεντακοσίους τριάντα πέντε τους έδεσαν τα χέρια πιστάγκωνα και τους οδήγησαν στο χωριό Σουλούντερε. Εκεί τους έκλεισαν μέσα στην εκκλησία για δυο ώρες και, μετά, μαζί με τους τσέτες που κατέφτασαν στο μεταξύ από τα γύρω χωριά, έπεσαν πάνω τους, τους ξεγύμνωσαν και τους λήστεψαν. Κατόπιν, έβγαλαν στη αυλή εφτά παπάδες και τους έσφαξαν μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας!
Μετά τη σφαγή των παπάδων, ήρθε η σειρά και των άλλων. Οι τσέτες μπήκαν μέσα στο ναό και άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα τους δεμένους άντρες! Σκότωσαν σχεδόν τους μισούς και, όταν είδαν ότι τα όπλα τους άναψαν και δε μπορούσαν να συνεχίσουν το θανατικό, άρπαξαν τα τσε­κούρια και τα χαντζάρια. Έτσι, με ακράτητη λύσσα απο­τελείωσαν και τους άλλους μισούς... Μόνο ένας άντρας, ο Νικολής Γιορδανίδης, απόμεινε στο τέλος ζωντανός. Μα οι τσέτες δεν τού χαρίσανε τη ζωή. Ο τσαούσης που τον ανα­κάλυψε κρυμμένο ανάμεσα στα πτώματα, ετοιμάστηκε να τον σφάξει δίχως χρονοτριβή. Ο Γιορδανίδης τού πρόσφερε τριακόσιες λίρες που είχε κρυμμένες πάνω του και παρακά­λεσε να τον σκοτώσει με το ντουφέκι για ν' αποφύγει το φριχτό θάνατο με το μαχαίρι, ή τον αποτρόπαιο με το μπαλ­τά. Ο τσαούσης δέχτηκε το κομπόδεμα και πυροβόλησε στην καρδιά!
Από άλλα χωριά της ίδιας περιφέρειας έπιασαν πάνω από οχτακόσιους Ρωμιούς, από δεκάξι χρονώ μέχρι εξήντα, τους μάζεψαν στο Σελεμελίκ και τους έκλεισαν στην εκκλη­σία τού Αγίου Γεωργίου. Κατόπιν έρριξαν τέσσερις ντενεκέ­δες βενζίνη στους τοίχους και τα παράθυρα και έδωσαν φω­τιά! Οι φλόγες τύλιξαν την εκκλησία και έκαψαν ζωντανούς όλους τους έγκλειστους! Κανείς δε γλύτωσε!...
Τα γυναικόπαιδα που είχαν μαζέψει στο μεταξύ από ολόκληρη την περιφέρεια, τα κατέβασαν στην Πάφρα και από κει τα έστειλαν εξορία στον Κουρδιστάν. Τα δύστυχα πλάσματα έκαναν ενενήντα πέντε ημερών εξοντωτική πο­ρεία. Ξεκίνησαν το καλοκαίρι πέντε χιλιάδες πεντακόσια άτομα, και έφτασαν το χειμώνα στο Διαρμπεκίρ μόνο τρια­κόσια πενήντα!
Μετά την Πάφρα, το όργιο τού θανάτου και της φωτιάς συνεχίστηκε και στην περιφέρεια τού Τσαρσαμπά. Οι κολα­σμένοι τσέτες μπήκαν μια μέρα στο Αγατσέκινι και όσους Ρωμιούς βρήκαν στα σπίτια τους τράβηξαν έξω από το χω­ριό, τους έρριξαν μέσα σ' ένα λάκκο και τους επιτέθηκαν με μαχαίρια, με ξύλα και πέτρες! Κατόπιν, νεκρούς, μισοπεθα­μένους ή και ζωντανούς ακόμα, τους σκέπασαν με κλαδιά και χώματα!
Στο δάσος τού Κεστενέ κερίς, όπου κατέφυγαν για να γλυτώσουν το μαχαίρι όλοι οι κάτοικοι των γειτονικών χω­ριών, έγινε η πιο άγρια και ολοκληρωτική σφαγή!... Μόνο δυο γυναίκες βγήκαν ζωντανές από το σφαγείο, μα και κείνες δεν κατάφεραν να επιζήσουν τελικά. Η μια που την κυνη­γούσαν τρεις τσέτες επί πέντε ολόκληρες ώρες, έπεσε από ένα γκρεμό και σκοτώθηκε. Η άλλη τρελάθηκε καθώς τρι­γυρνούσε βδομάδες ολόκληρες στα δάση μοναχή.
Ο Τοπάλ Οσμάν, ξαναγυρνώντας στην περιφέρεια της Σαμψούντας, ανηφόρισε προς τα χωριά, που βρίσκονταν στους πρόποδες τού Αγιούτεπε και μπήκε ξαφνικά στο Καράπερτσιν. Διακόσια εβδομήντα γυναικόπαιδα που βρέ­θηκαν στο χωριό, πιάστηκαν από τους τσέτες και κλείστηκαν μέσα στο κοινοτικό μέγαρο. Κατόπιν πέρασαν από τα μα­χαίρια των τσετέδων και σφάχτηκαν όλα!... Τα ακέφαλα πτώματα γέμισαν και τα δύο πατώματα του χτιρίου, που σε λίγο παραδόθηκε στις φλόγες! Μόνο μια γυναίκα έμεινε ζωντανή και κατάφερε να γλυτώσει τη ζωή της πηδώντας από το παράθυρο στο δρόμο.
Την άλλη μέρα ο καπετάν Χασαρής, βαδίζοντας με τους αντάρτες του προς το Αγιούτεπε, έστειλε δύο ανιχνευτές να ερευνήσουν μια σπηλιά που βρισκόταν στη βάση μιας χαράδρας, γιατί ήξερε ότι είχαν κρυφτεί μερικά γυναικό­παιδα. Οι ανιχνευτές γύρισαν και ανέφεραν ότι δε συνάντη­σαν ψυχή ζωντανή.
Ούτε γύρω; ρώτησε ο καπετάνιος υποψιαζόμενος από το ύφος των ανιχνευτών ότι κάτι τού έκρυβαν.
— Στη ρίζα της σπηλιάς είδαμε κάτι, που είναι φοβερό να το μάθει κανείς.
— Λέγετε! Τίποτε πια δε μας είναι φοβερό. Γνωρίσαμε τα φριχτότερα τού κόσμου.
— Να, είπε με σπασμένη φωνή ο ένας ανιχνευτής, είδα­με μια γυναίκα σουβλισμένη και δίπλα της ένα φασκιωμένο μωρό, και κείνο σουβλισμένο!...
Ο καπετάνιος έκλεισε τα μάτια του με την παλάμη σα να ήταν μπροστά του το ίδιο το φριχτό θέαμα και ήθελε να το αποφύγει. Τόσο πολύ ταράχτηκε από τον κανιβαλισμό των Τούρκων, ώστε κάλεσε όλους τους άντρες του να βγά­λουν τις κάμες τους και να ορκιστούν ότι στο εξής, δε θα σκοτώνουν πια τους Τούρκους που θα πέφτουν στα χέρια τους με σφαίρες, αλλά θα τους κόβουν με τις κάμες. Τα παλικάρια τού Χασαρή έδωσαν το φοβερό όρκο.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ-ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ»
Β' Έκδοση - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ»
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com
29  ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ  2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου