Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
Oι άγιοι εἶναι οἱ μόνιμοι βοηθοί τῶν ἀγωνιζόμενων χριστιανῶν.
Ὅσο ζοῦν, εἶναι
τό πρότυπό τους. Μετά τήν κοίμησή τους, εἶναι οἱ
πρεσβευτές τους. Καί αὐτό
πρέπει νά το ἀξιοποιοῦν, χωρίς ὅμως νά φτάνουν στήν ὑπερβολή
καί νά
ἐξαρτοῦν τή σωτηρία τους ἀπό τούς Ἁγίους. Νά μή ξεχνοῦν ὅτι
ὁ Κύριος σώζει,
ἐνῶ οἱ Ἅγιοι ἁπλῶς βοηθοῦν, συμπαρίστανται, διδάσκουν καί
ἐμπνέουν.
Δόξα τῷ Θεῷ! Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει πολλούς Ἁγίους, παλαιούς
καί νεώτερους,
ἀλλά καί σύγχρονους, πού ζοῦν ἀνάμεσά μας και ἔχουμε τήν
δυνατότητα νά τους
δοῦμε, νά τούς ἀκούσουμε,
να τούς συμβουλευτοῦμε καί νά τούς νιώσουμε δίπλα
μας. Συγχρόνως ὑπάρχουν καί πολλά βιβλία, πού ἀναφέρονται
στούς Ἁγίους
καί μᾶς βοηθοῦν νά γίνουμε μέτοχοι τῶν ἱερῶν τους ἐμπειριῶν
καί κοινωνοί τῶν
θείων καταστάσεων, πού βίωναν. Ἰδιαίτερη ὠφέλεια
παίρνουμε ἀπό τά διάφορα
περιστατικά τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων, γιατί βλέπουμε πῶς ἀντιμετώπιζαν
εὐχάριστα
καί δυσάρεστα γεγονότα στή ζωή τους. Ὅ,τι τούς συνέβαινε,
τό συνέδεαν μέ τό
σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τους καί πάντα ἔβγαζαν
χρήσιμα συμπεράσματα
γιά τή ζωή τους. Εἶχαν ἀκόμα τή δυνατότητα να τά ἀξιοποιοῦν
πνευματικά καί να
βλέπουν παντοῦ τό στοργικό χέρι τοῦ Θεοῦ. Καί τό
πετύχαιναν αὐτό, γιατί ὁ
σύνδεσμός τους με τόν οὐράνιο Πατέρα ἦταν διαρκής. Ἡ
προσευχή τούς διατηροῦσε συνδεδεμένους μέ τό Θεό καί κάθε ἐπιθυμία τους ἔφτανε πρῶτα
στό Θεό καί μετά
γινόταν ἀπό τούς ἴδιους πράξη ἤ την ἀπέρριπταν ὡς μή ὠφέλιμη.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε πολλά τέτοια περιστατικά, τά ὁποῖα
διηγόταν στά πνευματικά
του τέκνα καί τούς ἐπισκέπτες του στόν Τίμιο Σταυρό καί
τήν Παναγούδα. Μεταφέρω
ἐδῶ ἕνα τέτοιο περιστατικό, ὅπως ὁ ἴδιος τό διηγήθηκε καί
τό κατέγραψε ὁ
βιογράφος του ἱερομόναχος Ἰσαάκ. «Ὅταν ἤμουν στό Σινᾶ εἶχα
δύο πέρδικες. Περνοῦσα ἐκείνη τήν περίοδο κάτι στενοχώριες καί ἔρχονταν τά
πουλιά νά μοῦ κάνουν συντροφιά καί νά μέ παρηγορήσουν. Ὅπου πήγαινα, μόλις μέ ἄκουγαν
ἔρχονταν κοντά μου. Ὅταν σκάλιζα εἰκόνες, ἀνέβαιναν στούς ὤμους μου.
Μιά φορά
ἀρρώστησα γιά μιά ἑβδομάδα. Ὅταν ἔγινα καλά, πῆγα στήν
κορυφή τοῦ λόφου,
ὅπου συνήθιζα, καί φώναξα τά πουλιά, γιά νά τά ταΐσω. Δέν
παρουσιάστηκαν.
Ἄφησα τό φαγητό καί ἔφυγα. Τήν ἄλλη ἡμέρα πού πῆγα, τά
πουλιά μέ προϋπάντησαν
στόν δρόμο φτεροκοπώντας γύρω μου. Δεν εἶχαν φάει τό
φαγητό τους. Μόλις ὅμως
μέ εἶδαν, ἔφαγαν». Ἐντυπωσιάζει αὐτή ἡ στενή ἐπικοινωνία
τοῦ Γέροντα μέ τά δύο
πουλιά. Τά ἔνιωθε δικά του καί τόν παρηγοροῦσαν στίς
δύσκολες ὧρες, πού περνοῦσε.
Γι᾽ αὐτό καί τά περιποιόταν μέ τό νά τούς ἐξασφαλίζει
τροφή. Κι ἐκεῖνα ἦταν πάντα
κοντά του καί ἀνησυχοῦσαν, ὅταν ἀπουσίαζε. Ἀπό τήν ἐπικοινωνία
του μέ τίς δύο
πέρδικες ὁ Γέροντας εἶχε καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι τά ἄγρια
ζῶα εἶναι πολύ
φιλότιμα. Ἔλεγε: «Συνάντησα περισσότερο φιλότιμο στά ἄγρια
ζῶα, παρά σέ πολλούς ἀνθρώπους. Καλύτερα νά ἔχουμε φιλία με αὐτά παρά μέ τούς
κοσμικούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλεις φίλο μετά τον Θεό, πιάσε φιλία με τους Αγίους.
Αλλιώς με τα άγρια ζώα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου