Τό ὅτι, τέλος, καί εἰς τόν παρόντα ἀποστολικόν Κανόνα τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς δικαιοσύνης τίθενται ὡς ἐξαίρεσις, κατά τήν ὁποία ὁ ἀποτειχιζόμενος δέν δημιουργεῖ παρασυναγωγή ἤ φατρία, δεικνύει ὅτι εἰς αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις ἀπό ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο εἶναι δεδηλωμένη, αὐτονόητος καί φυσική καί οὐδεμία ὑπόνοια δυνητικῆς ἑρμηνείας δύναται νά ὑπάρξη. Δηλαδή, ἀπό ἕνα φανερό καί δεδηλωμένο αἱρετικό, εἶναι φυσικό κάθε Ὀρθόδοξος νά ἀπομακρυνθῆ, ὄχι μόνον ἄν εἶναι Ἐπίσκοπος, ἀλλά καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό, κατά τήν ἁγιογραφική ἔκφρασι. Ἄν πάλι, ἡ ἀπόφασις τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο ἐπαφίετο εἰς τήν διάθεσι τοῦ καθενός, θά ἔπρεπε ἀφ’ ἑνός μέν νά ἀναφέρεται ὅτι δύνασαι νά ἐνεργήσης οὕτως ἤ ἄλλως, (δηλαδή νά ἀπομακρυνθῆς ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἤ νά ἀναμένης τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου), ἀφ’ ἑτέρου δέν θά ἔπρεπε νά ἀναφέρεται ὡς ἐξαίρεσις εἰς τούς δύο αὐτούς Κανόνες, τήν στιγμή πού δέν ἦτο ξεκάθαρη εἰς αὐτήν τήν ἐξαίρεσι ἡ στάσις τῶν Ὀρθοδόξων. Διότι τί ἐξαίρεσι ἐπισημαίνει ὁ Κανών, στήν ὁποία δέν γνωστοποιεῖ τήν γραμμή καί τήν στάσι ἑκάστου κατ’ αὐτήν; Τό ὅτι εἰς τόν παρόντα ἀποστολικό Κανόνα ἀναφέρονται καί τά θέματα τῆς δικαιοσύνης, σημαίνει ὅτι διά τά θέματα τῆς πίστεως πρέπει νά εἶναι πολύ αὐστηρότεροι οἱ Ὀρθόδοξοι. Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ εἰς ἕναν ἄλλο ἱερό Κανόνα διά νά ἰδοῦμε τό θέμα τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονομίας καί νά συνειδητοποιήσωμε ὅτι, αὐτοί οἱ δύο τρόποι διαποιμάνσεως καί ἐνεργείας καταγράφονται εἰς τούς Κανόνας καί μάλιστα ἐπακριβῶς, κάθε φορά πού ὑφίσταται τέτοιο πρόβλημα. Πρόκειται διά τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὡς γνωστόν οἱ Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου ἔχουν οἰκουμενικόν κῦρος, διότι, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Νικόδημον τόν ἁγιορείτην, ἐπεκυρώθησαν ἀορίστως ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄, ὁρισμένως δέ (ὀνομαστικῶς) ἀπό τόν Β΄ τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Εἰς τόν πρῶτον, λοιπόν, Κανόνα του ἀναφέρεται ὁ ἅγιος εἰς τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν. Ἀφοῦ ἑρμηνεύει τί εἶναι αἵρεσις, τί σχίσμα καί τί παρασυναγωγή, ἀναφέρει ὅτι: τό μέν βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι παντελῶς ἄδεκτον (ἀνύπαρκτον) ὡς τελεσθέν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, τό δέ τῶν σχισματικῶν εἶναι καί αὐτό ἄδεκτον σύμφωνα μέ τίς Συνόδους πού συνεκάλεσαν οἱ ἅγιοι Κυπριανός καί Φιρμιλιανός. Ἐν συνεχείᾳ ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος
θαυμάσια διατί καί οἱ σχισματικοί εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἄρα δέν ἔχουν χάριν καί ἐξουσία νά βαπτίζουν. Εἰς τό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει τήν ἐπικρατοῦσαν συνήθεια εἰς τήν Ἀσίαν καί λέγει τά ἑξῆς: «Ἐπειδή δέ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατά τήν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν δεχθῆναι αὐτῶν τό βάπτισμα (τῶν σχισματικῶν), ἔστω δεκτόν». Καί ἑρμηνεύει ὁ ἅγ. Νικόδημος τό σημεῖον αὐτό: «Μερικοί δέ Ἐπίσκοποι κατά τήν Ἀσίαν ἐδέχθησαν τό βάπτισμα αὐτῶν (τῶν σχισματικῶν) χάριν οἰκονομίας καί συγκαταβάσεως, καί οὐχί ἀκριβείας, ὡσάν ὅπου οἱ σχισματικοί εἶναι ἀκόμη μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅθεν κατά τήν γνώμην αὐτῶν ἄς εἶναι δεκτόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου