«Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ: 19).
Κάτω εις τα παραθαλάσια της Γαλιλαίας άνοιξε, τέλος πάντων, το μέγα σχολείον της ουρανίου διδασκαλίας ο θείος Διδάσκαλος, ο εκ του ουρανού καταβάς. Εδώ άρχισε το πρώτον να λαλήση επί της γης ο Θεάνθρωπος Λόγος, και να κάμη το πρώτον κήρυγμα της μετανοίας και Βασιλείας των ουρανών, ο παρά του ουρανίου Πατρός προς ανθρώπους πεμφθείς μέγας Απόστολος: «ανεχώρησεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν, και από τότε ήρξατο κηρύσσειν και λέγειν: μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών». Και τούτο είναι εκείνο το μέγα φως, περί του οποίου επροφήτευσεν ο Ησαΐας, πως έμελλε να ανατείλη εις τον λαόν τον καθήμενον εν σκότει και σκιά θανάτου, δηλαδή η σωτήριος λάμψις του Ευαγγελίου, όπου έμελλε να φωτίση και να ζωογονήση με την νέαν χάριν ανθρώπους ποταπούς, οι οποίοι ήσαν οι περί την Γαλιλαίαν Ιουδαίοι, μεμιγμένοι με εθνικούς εσκοτισμένους και νενεκρωμένους εις την ασέβειαν.
Πρώτοι μαθηταί καλεσμένοι εις την νέαν ταύτην διδασκαλίαν εστάθησαν οι τρισμακάριοι Σίμων Πέτρος και Ανδρέας ο αδελφός αυτού, Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί Ζεβεδαίου· άνθρωποι απλοί εις την προαίρεσιν, πτωχοί εις την κατάστασιν, αλιείς εις την τέχνην: «δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Τοιαύτα όργανα επεχειρίσθη η σεσαρκωμένη θεία Σοφία· μωρά, ασθενή και εξουθενωμένα δια να καταργήση (καθώς λέγει ο θείος Παύλος) του κόσμου την σοφίαν, την ευγένειαν και την δύναμιν· και τέτοιας λογής να φανή, πως η διδασκαλία του Χριστού, την οποίαν εδέχθη ο κόσμος, δεν ήτον έργον δυνάμεως ανθρώπου, αλλά κατόρθωμα δυνάμεως του Θεού. Τι έκαμαν οι καλοί ετούτοι αλιείς; Αφήνοντες εν τω άμα και δίκτυα και πλοίον, όλον δηλαδή τον πλούτον της πτωχείας των, και ακόμη τον ίδιον πατέρα, εδέχθησαν αδιστάκτως το κάλεσμα, ηκολούθησαν προθύμως τον καλεστήν. «Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτώ». Τοιούτοι πρέπει να είναι οι αληθινοί Μαθηταί του Χριστού· όλοι δι’ όλου αφιερωμένοι τω Χριστώ, χωρισμένοι και απολελυμένοι από κάθε πράγμα εγκόσμιον. Αύτη είναι, ω ευσεβέστατοι ακροαταί, η υπόθεσις του σημερινού Ευαγγελίου· ήτοι το κάλεσμα των Αποστόλων του Χριστού· και επειδή εις τιμήν των ιερών Αποστόλων η αγία μας Εκκλησία θεοπνεύστως αφιέρωσε τας ημέρας ταύτας, διατάζουσα να τους αγιάζωμεν με νηστείαν, φαίνεταί μοι αρμόδιον να ομιλήσω σήμερον επάνω εις την υπεροχήν και αξίαν του αποστολικού επαγγέλματος, δια να καταλάβετε τι θέλει να ειπή: Απόστολος του Χριστού. Απόστολος, κατά την κοινήν σημασίαν του ονόματος, θέλει να ειπή: απεσταλμένος, καίτοι ούτοι είναι καθολικά οι πρέσβεις των βασιλέων, απεσταλμένοι εις τινα μεγάλην υπηρεσίαν· οι οποίοι καθώς επιφέρουσι το πρόσωπον του βασιλέως, από τον οποίον αποστέλλονται, έχουσι δύο εξαίρετα προνόμια, εις τον λόγον και εις το έργον. Όσα δηλαδή είπωσιν, όσα κάμωσι, νομίζονται ωσάν λόγια και έργα αυτού του ιδίου βασιλέως όπου τους έστειλε. Πρέσβεις του Θεανθρώπου Λόγου, απεσταλμένοι εις όλον τον κόσμον δια να κηρύξωσι την παγκόσμιον σωτηρίαν και την Βασιλείαν των ουρανών, εστάθησαν οι Μαθηταί του Χριστού, παρ’ αυτού ονομασθέντες Απόστολοι· «εκλεξάμενος παρ’ αυτών δώδεκα, ους και Αποστόλους ωνόμασεν, απέστειλεν αυτούς κηρύσσειν την βασιλείαν του Θεού· πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει». Αλλά και ο τρόπος της αποστολής είναι θαυμαστός· «καθώς, (λέγει) απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς», όπου θέλει να ειπή: καθώς του προαιωνίου Πατρός Απόστολος ήτον ο Υιός απεσταμένος εις την γην, δια να κάμη το μέγα έργον της θείας οικονομίας· έτσι τον ονομάζει ο θείος Παύλος, Απόστολον της ομολογίας ημών, όθεν έλαβε παρά του Πατρός όλην την εξουσίαν των επουρανίων, και επιγείων «πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου· εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης». Τέτοιας λογής του σεσαρκωμένου Υιού ήτον Απόστολοι οι μαθηταί έχοντες του Υιού όλην την εξουσίαν. Εις τρόπον ότι, καθώς ο Υιός, ως Απόστολος του Πατρός, επέφερε το πρόσωπον του Πατρός, όθεν ος τις εδέχετο τον Υιόν, εδέχετο αυτόν τον Πατέρα, «ο δεχόμενος εμέ, δέχεται τον αποστείλαντά με». Έτσι οι μαθηταί, ως Απόστολοι του Υιού, επέφερον το πρόσωπον του Υιού, όθεν ός τις εδέχετο τους μαθητάς, εδέχετο αυτόν τον Διδάσκαλον· «ο δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται και ο ακούων υμών εμού ακούει». Και δια τούτο όσα μυστικά ήκουσεν ο Υιός απεσταλμένος από τον Πατέρα όλα έμαθον οι μαθηταί απεσταλμένοι από τον Υιόν· «πάντα όσα ήκουσα παρά του Πατρός μου, εγνώρισα υμίν». Ώστε όπου Απόστολος και μύστης του Πατρός ο Υιός, του δε Υιού Απόστολοι και μύσται οι μαθηταί· όθεν έλαβον εκείνα τα δύο εξαίρετα προνόμια εις τον λόγον και εις το έργον. Εις τον λόγον όσα λαλήσωσι, να πιστεύωνται ως λαληθέντα παρ’ αυτού του Θεού· εις το έργον, όσα κάμωσι να φυλάττωνται ως καμωμένα παρ’ αυτού του Θεού, όπου θέλει να ειπή: καθώς πας άνθρωπος ψεύτης, του Θεού δε μόνον είναι ίδιον το αψευδές και αλάθητον, ομοίως τούτο το αψευδές και αλάθητον είχον οι Απόστολοι, διότι οι λόγοι τους δεν ήσαν λόγοι ανθρώπων αλλά Θεού, και με το στόμα των ωσάν με θεόπνευστον όργανον ελάλει το Πνεύμα της αληθείας «ουκ εστέ (τους έλεγεν ο Χριστός) υμείς οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα το εν υμίν». Και πάλιν καθώς ούτε άνθρωπος, ούτε Άγγελος, αλλ’ ο Υιός του Θεού μόνος έχει κυρίως την πνευματικήν εξουσίαν, και μόνος κρατεί τας κλεις δια να ανοίγη και να κλείη τας πύλας της βασιλείας των ουρανών, ομοίως όλην αυτήν την εξουσίαν και αυτάς τας κλεις έλαβον οι Απόστολοι παρά του Υιού όταν τους είπεν: «Όσα αν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ· και όσα αν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ». Ένα όμοιον προτέρημα δεν έλαβον οι Προφήται, έλαβον αληθινά του Αγίου Πνεύματος την χάριν, αλλά κατά μέρος μόνον, δηλαδή το χάρισμα της προφητείας, δια να προλέγουν τα μέλλοντα· αλλ’ εις τους Αποστόλους όλον εξέχεε τον πλούτον των θείων του δωρεών το Πανάγιον Πνεύμα, τότε όταν εκατέβη εν είδει πυρίνων γλωσσών. Οι Προφήται είδασι μόνον εν εσόπτρω και εν αινίγμασι τους τύπους των μελλόντων πραγμάτων, όπου οι Απόστολοι είδασιν οφθαλμοφανώς· «ετέραις γενεαίς, λέγει ο Παύλος, ουκ εγνωρίσθη το μυστήριον του Χριστού τοις υιοίς των ανθρώπων, ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αυτού Αποστόλοις εν Πνεύματι». Τότε ο Θεός εφανέρωνεν εις τον κόσμον μόνον την θείαν του δικαιοσύνην ως κριτής, και ταύτης της θείας του δικαιοσύνης την μάστιγα και σιδηράν ράβδον έδιδεν εις τας χείρας των Προφητών, δια να πλήττωσι με ελέγχους και φοβερισμούς των ανθρώπων την δυσκάθεκτον αμαρτίαν· αλλ’ αυτοί δεν είχον εξουσίαν να συγχωρήσωσι μίαν μόνην αμαρτίαν εις την γην, ούτε να εισάγωσι ένα άνθρωπον εις την ουράνιον βασιλείαν, την οποίαν είχε κλεισμένην το πταίσμα του Αδάμ. Όταν δε ήλθε το πλήρωμα των χρόνων και εφανέρωσεν ο Θεός την θείαν του ευσπλαγχνίαν ως Πατήρ, και εξαπέστειλεν τον Υιόν αυτού Σωτήρα του κόσμου, της θείας του ευσπλαγχνίας όλον τον θησαυρόν παρέδωκεν εις τας χείρας των Αποστόλων, κάνοντάς τους οικονόμους της θείας του χάριτος και κλειδούχους της βασιλείας των ουρανών· όθεν αυτοί άνοιξαν εδώ εις την γην τας θύρας της παγκοσμίου σωτηρίας, και εις τον ουρανόν την είσοδον της αιωνίου μακαριότητος. Ώστε όπου οι Προφήται ήσαν κήρυκες του παλαιού νόμου, οι Απόστολοι κήρυκες του Ευαγγελίου της νέας χάριτος. Και λοιπόν όσον υπερέχει του παλαιού νόμου το Ευαγγέλιον, τόσον υπερέχει του επαγγέλματος των Προφητών το επάγγελμα των Αποστόλων· όθεν καταλαμβάνομεν ότι Απόστολος κατά το επάγγελμα θέλει ειπή: άνθρωπος επιφέρων αυτό το πρόσωπον του Υιού του Θεού, δεξιά του Θεού, στόμα του Θεού, όπου εις το στόμα έχει τον λόγον του Θεού, και φέρει εις την δεξιάν τας κλεις πάσης της πνευματικής εξουσίας. Δώδεκα τοιούτοι εκλέχθησαν του σεσαρκωμένου Θεού Λόγου υπηρέται και συνεργοί. Σίμων Πέτρος και Ανδρέας ο αδελφός αυτού, οι οποίοι πρώτον ήσαν μαθηταί του Ιωάννου· Ιάκωβος και Ιωάννης οι υιοί Ζεβεδαίου· Φίλιππος, Βαρθολομαίος, Θωμάς, Ματθαίος ο Τελώνης, Ιάκωβος Αλφαίου, Λεββαίος ο επικληθείς Θαδδαίος, ο οποίος λέγεται και Ιούδας, όπου έγραψε την καθολικήν επιστολήν, Σίμων ο Κανανίτης, ο αυτός και Ζηλωτής, και Ιούδας ο Ισκαριώτης εις του οποίου τον τόπον εχειροτονήθη ο Ματθίας μετέπειτα. Τον δωδεκάριθμον χορόν των Αποστόλων επροεικόνισε το Πνεύμα το Άγιον με πολλούς τύπους εις την θείαν Γραφήν. Δώδεκα ήσαν οι Πατριάρχαι οι υιοί Ιακώβ, όπου ωσάν δώδεκα θεόφυτα δένδρα εβλάστησαν πολυαρίθμους κλάδους, τον λαόν του Ισραήλ, καρπούς της θείας επαγγελίας. Τύπος των δώδεκα Αποστόλων, όπου δια του Ευαγγελικού κηρύγματος εγέννησαν τον περιούσιον λαόν τον νέον Ισραήλ, τα αναρίθμητα τέκνα της Εκκλησίας. Δώδεκα ήσαν οι άρχοντες των Εβραίων, όπου υποκάτω του πρώτου κριτού Μωϋσέως έκρινον όλον τον λαόν· τύπος των δώδεκα Αποστόλων, όπου υποκάτω του πρώτου κριτού ζώντων και νεκρών, έκρινον εδώ μεν εις την γην, τη επιπνοία του Αγίου Πνεύματος, όλην την Εκκλησίαν των ορθοδόξων, εκεί δε εν τη παλιγγενεσία θέλουσι καθήσει επί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. Δώδεκα ήσαν οι κατάσκοποι οι απεσταλμένοι από τον Μωϋσήν εις την γην της επαγγελίας, τύπος των δώδεκα Αποστόλων, όπου απεστάλησαν από τον Χριστόν επίσκοποι της Καθολικής Εκκλησίας, όπου είναι η γη της ευλογίας και χάριτος. Δώδεκα ήσαν αι πηγαί των υδάτων, όπου επότισαν εις την έρημον τον Ισραηλιτικόν λαόν· τύπος των δώδεκα Αποστόλων, όπου επότισαν όλον το πρόσωπον της γης με τα ζωήρρυτα νάματα της θείας διδασκαλίας. Δώδεκα ήσαν οι βόες, όπου εβάσταζαν εις τον ναόν του Σολομώντος την χαλκίνην θάλασσαν, τύπος των δώδεκα Αποστόλων, όπου αφόντης ως νοητοί βόες με το άροτρον του Σταυρού εγεώργησαν την Εκκλησίαν, εθυσιάσθησαν εις τον βωμόν του μαρτυρίου ολοκαυτώματα λογικά. Δώδεκα ήσαν τα άστρα, όπου έστεφον την κεφαλήν της γυναικός την οποίαν είδεν ο Ιωάννης εις την Αποκάλυψιν, περιβεβλημένην τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής, τύπος των δώδεκα Αποστόλων, όπου είναι ο δωδεκάφωτος στέφανος της μυστικής νύμφης του Χριστού ημφιεσμένης το φως της ευαγγελικής αληθείας, και καταπατούσης τας σκιάς της συναγωγής. Δώδεκα ήσαν οι πολύτιμοι λίθοι όπου είδεν ο αυτός θεολόγος επάνω των οποίων ήταν θεμελιωμένη η ουράνιος Ιερουσαλήμ, τύπος εναργέστατος των δώδεκα Αποστόλων, επάνω εις τους οποίους όλους κοινώς εθεμελίωσεν ο Χριστός την αγίαν του Εκκλησίαν και το τείχος της πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών τα δώδεκα ονόματα των Αποστόλων του αρνίου. Αυτό είναι το μέγα, το υψηλόν, το σωτήριον επάγγελμα των ιερών Αποστόλων, τους οποίους πρεπόντως η αγία μας Εκκλησία σέβεται με εξαίρετον τιμήν, διότι αυτοί είναι του θεανθρώπου Λόγου τα θεόπνευστα στόματα· της θείας οικονομίας οι θεόκλητοι συνεργοί, της παγκοσμίου σωτηρίας οι πνευματέμποροι κήρυκες, της Εκκλησίας οι ασάλευτοι στύλοι, οι πιστοί οικονόμοι της νέας χάριτος, οι πανόλβιοι κλειδούχοι της Βασιλείας των ουρανών. Χριστιανοί, δεν φοβείται τόσον την βροντήν του ουρανού ο λαγωός, όσον εφοβήθη το κήρυγμα των ιερών Αποστόλων ο διάβολος· ετρόμαξεν, έφυγεν από τους ναούς όπου επροσκυνείτο ως θεός, και εκρύβη εις τα κατώτερα μέρη των καταχθονίων· και ακόμη φοβείται, τρέμει, φεύγει, όταν ακούη να κηρύττεται ο Αποστολικός Λόγος εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Μα αλλοίμονον! όταν εις την Εκκλησίαν του Χριστού είναι σιωπή, ήγουν όταν δεν ακούεται ο λόγος του Θεού, όταν δεν λαλούσιν, αλλά είναι άφωνοι φύλακες οι βοσκοί, οι ποιμένες των λογικών προβάτων, οι διάδοχοι των Αποστόλων, τότε παίρνει καρδίαν ο διάβολος, εβγαίνει άφοβα, εμβαίνει θαρρετά μέσα εις την ποίμνην του Χριστού, και ως αιμοβόρος λύκος κατατρώγει ωσάν αφύλακτα πρόβατα, τας ψυχάς των Χριστιανών· το λέγω με πολλήν θλίψιν και οδύνην της καρδίας μου. Εκεί όπου δεν ακούεται ο λόγος του Θεού, εκεί είναι σημάδι φανερόν, πως ο Θεός είναι ωργισμένος· δεν ημπορεί να είναι μεγαλύτερον κακόν εις μίαν πολιτείαν Χριστιανών, και το λέγει ο ίδιος Θεός με το στόμα ενός Προφήτου: «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, Κύριος, και εξαποστελώ λιμόν επί της γης, ου λιμόν άρτου, ουδέ λιμόν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι τον λόγον του Θεού· και περιδραμούνται ζητούντες τον λόγον του Κυρίου και ου μη εύρωσιν»· ήγουν θέλει έλθει καιρός να πέμψω πείναν εις την γην, όχι πείναν από ψωμί, ή από νερόν, αλλά πείναν από λόγον Θεού, να τον πεινώσιν οι άνθρωποι, και να τον ζητώσι καθώς ζητεί ο πεινασμένος την τροφήν, και να μην τον ευρίσκωσι να τον χορτάσωσι. Και εξεναντίας πρέπει να είναι σημάδι ευλογίας και χάριτος Θεού εκεί όπου δεν είναι τέτοια πείνα, εκεί όπου ακούεται ο λόγος του Θεού, εκεί όπου κηρύττεται το Ευαγγέλιον· εκεί όπου εξηγείται η διδασκαλία των Αποστόλων· εκεί όπου οι Χριστιανοί ακούουσι και μανθάνουσι τα δόγματα της πίστεως, τας οδούς της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής. Αλλά τάχα δεν είναι λόγος Θεού το ιερόν Ευαγγέλιον, όπου αναγινώσκεται καθ’ εκάστην εις την λειτουργίαν από τους ιερείς; Ναι, αλλά η ανάγνωσις του Ευαγγελίου, όπου κάμνει ο ιερεύς, δεν φέρει εκείνον τον καρπόν, όπου φέρει του Ευαγγελίου η εξήγησις, όπου κάνει ο Διδάσκαλος ο εξηγητής του Ευαγγελίου. Το βιβλίον Ησαΐου του Προφήτου, όπου ανεγίνωσκεν ο ευνούχος Κανδάκης της βασιλίσσης Αιθιόπων, δεν ωφέλησε τον ευνούχον, παρά όταν του το εξήγησε Φίλιππος ο Απόστολος· «άραγε γινώσκεις α αναγινώσκεις»; Ημπορώ να είπω και εγώ, τόσον προς εκείνον τον ιερέα, όπου αναγινώσκει, όσον και προς εκείνον τον Χριστιανόν, όπου ακούει το Ευαγγέλιον· τι το κρύπτομεν; Ας το ομολογήσωμεν φανερά. Δεν το καταλαμβάνει ούτε εκείνος όπου αναγινώσκει, ούτε εκείνος όπου ακούει· και λοιπόν, ποίον όφελος ημπορεί να γένη; Ποίος καρπός; Αλλ’ όταν το κηρύττη επ’ άμβωνος ο Διδάσκαλος, όταν εξηγή την έννοιαν, ερμηνεύη τας παραβολάς, όταν αποκαλύπτη τα μυστήρια, τότε έχει δύναμιν ο λόγος του Θεού· τότε γίνεται ζων και ενεργός, καθώς λέγει ο θείος Παύλος· τότε γίνεται εκείνη η δίστομος μάχαιρα, όπου διαπερά, όπου πλήττει, όπου λαβώνει τας καρδίας των ακουόντων, όπου παρακινεί εις κατάνυξιν, όπου σύρει εις μετάνοιαν, όπου φέρει εις σωτηρίαν. Δεν έχει τόσην χρείαν το κορμί από το ψωμί δια να τρέφεται, όσην έχει χρείαν η ψυχή από τον λόγον του Θεού, δια να τρέφεται εις την πίστιν. Η πίστις είναι εξ ακοής, λέγει ο θείος Παύλος· τώρα πως να πιστεύσωσιν οι Χριστιανοί, λέγει ο αυτός, χωρίς να ακούσωσι; Και πως να ακούσωσιν, αν δεν είναι τινάς να διδάσκη; «πως πιστεύσωσιν ου ουκ ήκουσαν; Πως δε ακούσωσι χωρίς κηρύσσοντος»; Και πάλιν: ο λόγος του Θεού (λέγει ο Μ. Γρηγόριος) είναι εκείνος ο άρτος των Αγγέλων, με τον οποίον τρέφονται αι ψυχαί, όπου πεινώσι τον Θεόν· «άρτος Αγγέλων ο λόγος του Θεού, ω ψυχαί τρέφονται Θεόν πεινώσαι». Αλλ’ ας έλθωμεν εις την προκειμένην υπόθεσιν, επειδή και ημείς με τα μακάρια δίκτυα των ιερών Αποστόλων ερρύσθημεν από της απωλείας τον βυθόν· ήτοι επειδή και με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, όπου έκαμαν οι Απόστολοι, ημείς έχομεν την χάριν να είμασθε Χριστιανοί, πόσον λογιάζετε να έχωμεν προς αυτούς το χρέος της ευλαβείας; Ας αγιάσωμεν λοιπόν με την θεάρεστον αρετήν της νηστείας τας ημέρας ταύτας αφιερωμένας εις τιμήν και μνήμην αυτών· ας βαστάσωμεν μετά χαράς τον ολίγον τούτον κόπον δια εκείνους, όπου τόσον εκοπίασαν δια την οικοδομήν της Εκκλησίας του Χριστού και της σωτηρίας του κόσμου· τον δε μισθόν της νηστείας, το βραβείον του κόπου μας, δια πρεσβειών αυτών των ενδόξων Αποστόλων θέλει μας δώσει ο μισθαποδότης Θεός εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου