«Μνημονεύετε του λόγου ου εγώ είπον υμίν, ουκ έστι δούλος μείζων του Κυρίου αυτού» (Ιωάν. ιε:20).
Όσον αγαπά, όσον αγωνίζεται ο άνθρωπος δια να φέρη εις πέρας έργον το οποίον εργάζεται υπέρ την δύναμίν του, τοσούτον φθάνει προώρως και ανεπλίστως εις το ίδιον αυτού τέλος, καταβυθιζόμενος παραδόξως εις βαθύτατον λάκκον, εις απύθμενον κρημνόν ή εις μεγάλον και φοβερώτατον πνιγμόν εν βαθυτάτη θαλάσση. Ηγωνίσθη αγώνα μεγάλον, ετεχνεύθη με αδύνατον και νενοθευμένην σοφίαν ο Δαίδαλος, ο πατήρ του Ικάρου, όταν εφρόντιζε να φύγη με πανουργίαν από τον βασιλέα της Κρήτης Μίνωα και να κάμη να πετάξη ο υιός του Ίκαρος ως όρνεον εις τον αέρα, με τα κήρινα πτερά τα οποία του έπλασε, πράγμα αδύνατον και υπέρ την φύσιν. Αλλ’ ανίσχυρος η μηχανή του πατρός εκρήμνισε και εθανάτωσε τον παίδα. Διότι ενώ επέτα ο Ίκαρος, διελύθησαν από την θέρμην του ηλίου αι πτέρυγες αυτού, επειδή ήσαν πλασμέναι από κηρόν και κρημνισθείς από του ύψους επνίγη εντός των υδάτων της θαλάσσης. «Εξ Ικάρου του Δαιδάλου παιδός, Ικάριον πέλαγος μέχρι της σήμερον λέγεται».
Αν λοιπόν όσοι μετέρχονται τέχνας υπέρ την δύναμιν αυτών, βυθίζονται εις βαθύτατον κρημνόν, τι ήθελον πάθει εγώ ο μικρός και ελάχιστος, όστις ήρχισα σήμερον να πλέξω εγκώμια πολύ ισχυρότερα από την ιδικήν μου δύναμιν; Αν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μου λέγει σήμερον εις το θείον Αυτού Ευαγγέλιον, ότι «Ουκ έστι δούλος μείζων του Κυρίου αυτού, ουδέ Απόστολος μείζων του πέμψαντος αυτόν» (Ιωάν. ιγ: 16), πως ήθελον ανοίξει την άναρθρον και απαίδευτον γλώσσαν μου, σήμερον, ότε εκλήθην εγώ ο μικρός δούλος από τον πέμψαντά με διδάσκαλον δια να πλέξω εγκώμια και επαίνους προς σε τον Τροπαιοφόρον και θαυματουργόν Γεώργιον; Βεβαίως ομολογών τον εαυτόν μου ανίσχυρον και απαίδευτον, δια το άωρον της ηλικίας μου, φοβούμαι μη καταποντισθώ εις το σκότος της αφωνίας, αν δεν ελπίσω με όλην μου την ψυχήν και όλην μου την καρδίαν εις την πρεσβείαν και την ταχυτάτην σου βοήθειαν, Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρε Γεώργιε. Δια τούτο λοιπόν, εμπιστευόμενος εις την ακαταμάχητον δύναμιν της ανυπερβλήτου σου ανδρείας, προσέρχομαι με την καλήν ελπίδα, ότι θα εξαποστείλης την φωτιστικήν και λαμπροτάτην ακτίνα των χαρίτων σου, ίνα αποδιώξη το σκότος της αμαθείας μου και φωτίση την ψυχήν μου, εις το να αποδείξω κατά την φαιδράν σου ταύτην πανήγυριν εις τους φιλεόρτους ακροατάς μου, ότι, δια την μεγάλην αγάπην και τον άπειρον φόβον τον οποίον είχες προς τον Παντοδύναμον Θεόν, υπέμεινες τόσα μαρτύρια και δια τούτο ηξιώθης να επιτελής μεγάλα θαυμάσια και σημεία εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους το θαυματουργόν όνομά σου. Ταύτα λοιπόν θέλετε ακούσει σήμερον, χριστιανικώτατοι πανηγυρισταί, αν μου προσφέρετε με αγάπην την ποθουμένην ακρόασιν. Φρίττει ο νους και εκπλήττεται, φιλόχριστοι, βλέπων ένα νέον, σχεδόν εικοσαετή, να δεικνύη τόσον μέγαν φόβον εις τον Παντοδύναμον και τόσον υπερβολικήν αγάπην εις την χάριν Του, μέχρι σημείου ώστε να καταφρονή την επίγειον δόξαν ενός βασιλέως να αποστρέφεται τον πλούτον και την εύκλειαν, και να τρέχη με προθυμίαν εις τόσα φοβερά μαρτύρια, τα οποία τρομάζει τις να διηγηθή, πόσω μάλλον να υπομείνη και να δεχθή, ως ο μέγας ούτος Τροπαιοφόρος ένδοξος του Χριστού Μάρτυς! Παραβλέπω τα βούνευρα δια των οποίων ερράβδιζον τας σάρκας του γενναίου ήρωος, τόσον ώστε εκόπτοντο αύται μεληδόν και ηρυθρία η γη από τους ρύακας των αιμάτων του. Αποσιωπώ τον φοβερώτατον τροχόν, με τα κοπτερά ξίφη, με τόσα κεντητά καρφία γύρωθεν, τα οποία, λόγω της βροντής και της βιαίας ορμής δια της οποίας τον έστρεφον οι παράνομοι, κατεξέσχιζον τας αρθρώσεις και τα μέλη του νεανικωτάτου Γεωργίου, ώστε ήνοιξε μία πληγή από κεφαλής μέχρι ποδών, ελεεινότατον τούτο θέαμα εις τους ορώντας. Δεν λέγω τον λάκκον της ασβέστου εντός του οποίου τον έρριψαν ως αρνίον οι μιαιφόνοι, δια να τον μεταβάλουν δια του πυρός εις φλεγόμενον κρέας. Δεν διηγούμαι τας πεφλογισμένας και σιδηράς πλάκας υπό τους πόδας του μεγάλου αριστέως, τους ξεστήρας της παναγίας του σαρκός, τας πολυχρονίους φυλακάς και στενοχωρίας, τα πάνδεινα βασανιστήρια τα οποία εφεύρισκον καθ’ ώραν οι του διαβόλου μαθηταί, κατατυραννούντες τούτον, οι τύραννοι, μόνον δια να μισήση την Πίστιν του και να αγαπήση τα είδωλα! Έχω, έλεγεν ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ενστερνισμένον τον φόβον του παντοδυνάμου Θεού εις την καρδίαν μου. Διατηρώ την θείαν Του αγάπην εις την ψυχήν μου και δια τούτο δεν δειλιώ προ των βασάνων, δεν φοβούμαι τας απειλάς σας, ειδωλολάτραι· τον Χριστόν διψώ, τον Χριστόν φοβούμαι, τον Χριστόν αγαπώ, τον Χριστόν ζητώ και λατρεύω και προσκυνώ και φιλώ και σέβομαι. Ταύτα πάντα τα φρικτά μαρτύρια των δημίων, ως αναρίθμητα, παρατρέχω προς ώραν, Χριστιανοί, διότι ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ακούων τον Χριστόν εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, λέγοντα· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι : 28) ηνδρίζετο γενναίως εις τοιαύτην φοβεράν αθλοθεσίαν. Εν μόνον θεωρώ μέγα και εξαίσιον μαρτύριον και τούτο διηγούμαι με θάμβος και απορίαν. Το να αρπάση το θανατηφόρον δηλητήριον με πάσαν ευχαρίστησιν, με πάσαν αφοβίαν, από τας χείρας ενός μάγου και με τόσην γενναιότητα να κρατή το ποτήριον πλήρες, κιτρινισμένον, δηλητηριώδες, και να ανοίγη το στόμα του δια να φέρη τον θάνατον εις την καρδίαν του! Στάσου, στάσου, Γεώργιε, τι κάμνεις; Αυτός, όστις σου προσφέρει το δηλητήριον, είναι υπηρέτης και δούλος του διαβόλου και των ειδώλων. Δέχεσαι συ λοιπόν να πίης το θανατηφόρον τούτο φάρμακον; Ναι, λέγει ο στρατιώτης του Χριστού, εγώ, δια την αγάπην του Ιησού Χριστού μου, πίνω τούτο το δηλητήριον, διότι και ο Χριστός μου, δια την ιδικήν μου αγάπην, έπιεν επί του Σταυρού την χολήν και το όξος. Έπιε λοιπόν ο Άγιος το φάρμακον και έμεινεν αβλαβής με την χάριν του Χριστού, εξέστησαν δε οι ορώντες. Εφόνευσεν ο Σαμψών παραδόξως τον φοβερόν λέοντα και έλαβεν από το στόμα του μέλι, το οποίον παρήγαγον αι μέλισσαι και έφαγε, καθώς μας διηγείται η Ιερά Βίβλος των Κριτών και άφησεν εκθάμβους τους αλλοφύλους το τοιούτον γεγονός. Λέγει δηλαδή η Γραφή· «Και ήλατο επ’ αυτόν Πνεύμα Κυρίου και συνέτριψεν αυτόν ωσεί συντρίψει έριφον αιγών· και ουδέν ην εν ταις χερσίν αυτού… Και ιδού συναγωγή μελισσών εν τω στόματι του λέοντος και μέλι· και εξείλεν αυτό εις χείρας αυτού, και επορεύετο πορευόμενος και εσθίων» (Κριταί ιδ: 6 – 9). Και ολίγον κατωτέρω συνεχίζει· «Τι βρωτόν εξήλθεν εκ βιβρώσκοντος και από ισχυρού γλυκύ;» (αυτόθι 14). Όντως καλώς λίαν ο θείος Προφητάναξ βοά· «Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει» (Ψαλμ. ρμδ:19). Παράδοξον πράγμα και φοβερόν να θανατώση ο Σαμψών τόσον μέγα θηρίον με τας χείρας του και να φάγη μέλι γλυκύ από το στόμα του! Όντως καλώς ο Προφήτης Μαλαχίας εις το τέταρτον κεφάλαιον λέγει· «Ανατελεί υμίν τοις φοβουμένοις το όνομά μου ήλιος δικαιοσύνης, και ίασις εν ταις πτέρυξιν αυτού» (Μαλ. δ:2). Πόσα παράδοξα και θαυμαστά δύναται, ακροαταί, να κατορθώση ο φόβος του Θεού. Χωρίς να μεταχειρισθή ξύλον ή μάχαιραν να διασπάση τον λέοντα ως έριφον! Φόβος Κυρίου, Πνεύμα Κυρίου το κατορθώσαν το τοιούτον παράδοξον θαύμα εις τον Σαμψών. Πράγματι, φόβος Κυρίου, βεβαίως, αγάπη Κυρίου, Πνεύμα Κυρίου το κατορθώσαν το τοιούτον παραδοξότατον θαύμα εις τον Γεώργιον· διότι μόνος εφόνευσε τας μαγείας του διαβόλου, μόνος έπιεν, όχι γλυκύ μέλι, αλλά πικρόν και υπέρπικρον φάρμακον από τον άγριον λέοντα μάγον. Ώστε αν ηνδραγάθησεν ο Γεώργιος προ τόσων μεγάλων μαρτυρίων και βασάνων, αν έπιε το φάρμακον και δεν έπαθεν ουδέν κακόν, βεβαίως η αγάπη του Παντοδυνάμου Θεού και ο θείος φόβος, τον οποίον είχεν εις την καρδίαν του, ηξίωσαν τούτον να θαυματουργή υπέρ φύσιν. Ούτως έχει, ακροαταί. Διότι λέγει ο Σειράχ εν κεφαλαίω πρώτω· «Στέφανος σοφίας, φόβος Κυρίου, αναθάλλων ειρήνην και υγείαν ιάσεως» (Σειρ. α:18). Δεν είναι μέγα, φιλόχριστοι ακροαταί, αυτό του οποίου ηξιώθη ο στρατιώτης του Χριστού, ένεκα του φόβου τον οποίον είχε προς την χάριν Του; Να κατορθώση, δηλαδή, ώστε να κατέλθουν εξ ουρανού οι Άγιοι Άγγελοι να τον λύσουν από τα δεσμά, να τον ελευθερώσουν από τον τροχόν, να του ιατρεύουν τας πληγάς και να τον θεραπεύσουν πλήρως; Ναι, βεβαίως. Και δεν είναι θαύμα μέγα και σημείον της αγάπης και του φόβου του Θεού το ότι εξήλθεν αβλαβής από τον λάκκον της ασβέστου, χωρίς να καή ουδέ καν μία θριξ της κεφαλής του, ως οι Άγιοι Τρεις Παίδες εις την κάμινον; Ναι, βεβαίως. Δεν είναι δε και τούτο μέγα θαύμα να πίνη θανατηφόρον φάρμακον, ως άλλο μέλι γλυκύ, το οποίον έτρωγεν ο Σαμψών, να διασκορπίζη τας μαγείας του αγριωτάτου λέοντος διαβόλου και να επιστρέφη τον μάγον του εις την Πίστιν του Χριστού; Ναι, βεβαίως. Δεν είναι επίσης θαύμα μέγα και σημείον της αγάπης και του φόβου του Θεού εις εκείνον τον Γλυκέριον, όστις επεκαλέσθη ον Άγιον Γεώργιον και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση εις την πτωχείαν του, ούτος δε, δια της θείας Χάριτος, ανέστησε τον τεθνεώτα βουν; Ναι, βεβαίως. Και δεν είναι ακόμη μεγαλύτερον θαύμα και σημείον της αγάπης του Θεού και του φόβου του, να αναστήση, ως εξ ύπνου, εκείνον τον νεκρόν, εκ των εγκάτων του Άδου; Ναι, βεβαίως, και τούτο είναι θαύμα μέγιστον. Ποίος δε άλλος ακόμη, μετά πίστεως και ευλαβείας επικαλούμενος το θαυματουργόν του όνομα, δεν τον ευρίσκει πρόθυμον και τάχιστον βοηθόν εις την ανάγκην του; Όντως μεγάλη η αγάπη, μέγας ο φόβος του Γεωργίου, ον είχε προς τον Θεόν και δια τούτο ηξιώθη να υπομείνη τόσα φοβερά μαρτύρια και να τελέση θαύματα και σημεία μεγάλα. Δια τούτο και ο Χριστός, εμφανιζόμενος εις αυτόν αοράτως, στεφανώνει την παναγίαν του κεφαλήν με τους αμαράντους στεφάνους της Βασιλείας Του, κατά την ώραν της σφαγής και της τελευτής του· «Ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ:21). Ιδού λοιπόν, ακροαταί, ότι η μεγάλη αγάπη του Γεωργίου προς τον Θεόν και ο θείος φόβος, τον οποίον είχεν εις την καρδίαν του, τον ηξίωσαν να υπομείνη γενναίως τα φοβερά μαρτύρια των απίστων και να κάμνη σημεία μεγάλα και θαυμαστά. Ω αγάπη του Γεωργίου διάπυρος προς τον Θεόν! Ώ ένθεος φόβος! Αλλ’, ω Μεγαλομάρτυς Τροπαιοφόρε και θαυματουργέ Γεώργιε, ο την μεγάλην αγάπην και τον ένθεον φόβον έχων εν τη καρδία και δια τούτο μεγάλα τα αθλήματα ασκήσας και τα μαρτύρια υπομείνας, ο θαυμάσια και εξαίσια σημεία τελών προς τους το άγιον και θαυματουργόν όνομά σου επικαλουμένους εν πίστει και ευλαβεία, ο τα φάρμακα υπέρ μέλι δια την αγάπην του σταυρωθέντος Χριστού καταπιών και ουδόλως υπό τούτων διαλωβηθείς, πρέσβευε δια παντός προς τον Κύριον υπέρ του Ορθοδόξου λαού σου, του εορτάζοντος και πανηγυρίζοντος τους λαμπρούς και γενναίους άθλους σου. Έχεις πολλήν την παρρησίαν προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, ως δι’ Αυτόν υπομείνας τας βασάνους και εκχεών το αίμα σου υπέρ αγάπης του ουρανίου Βασιλέως. Δια τούτο, γνωρίζοντές σε σωτήρα υπέρμαχον και βοηθόν εις τας θλίψεις ημών των αμαρτωλών και ότι το θέλημα των φοβουμένων τον Κύριον θέλει ούτος πληρώσει εισακούων της δεήσεως αυτών, σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν να ικετεύσης τον Θεόν, ίνα εν τη απείρω ευσπλαγχνία Αυτού, άρη εξ ημών την φοβεράν μάχαιραν των αντιπάλων. Ιδέ, Άγιε του Θεού, την ασθένειαν ημών των ταπεινών και αμαρτωλών και αναξίων δούλων σου, τας πολυπλόκους βασάνους και τυραννίας, ας εξέπεμψαν καθ’ ημών οι ανήμεροι λύκοι, οι ακάθαρτοι δαίμονες κατακαίοντες καθ’ εκάστην με ανημμένην φλόγα την λυπημένην καρδίαν μας. Αξίωσον δε και εμέ τον κηρύξαντα σήμερον τα μαρτύρια και τα θαυμάσιά σου, μετά των παμφιλτάτων μου γονέων, των διψώντων τοιούτον σωτήριον έργον, με την φώτισιν της θείας σου Χάριτος, ίνα απολαύσω πλήρως το ευαγγελικόν κήρυγμα με το οποίον ήρχισα να κηρύττω ευφήμως τα μεγαλεία των θαυμασίων σου. Επάκουσον δε της φωνής ημών και καταξίωσον ημάς, καθώς εορτάζομεν ώδε εις τον επίγειον Ναόν την πανήγυριν και τους γενναίους αγώνας σου, ούτω και μετά θάνατον εις τον υπερουράνιον Ναόν αξιωθώμεν να υμνούμεν δια παντός μετά σου τον ουράνιον Βασιλέα. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου