ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ, ΗΤΙΣ ΗΛΕΙΨΕ ΜΕ ΜΥΡΟΝ ΤΟΥΣ ΠΟΔΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.

Σήμερον ο Φαρισαίος τον Δεσπότην εις δείπνον εκάλεσε αναμιγνύων την ατιμίαν με την τιμήν, η δε πόρνη τον εκάλεσε με πολλήν πίστιν. Διότι όταν ήτο ει την οικίαν του Σίμωνος, επήγε και εκείνη η πόρνη. Γυνή πόρνη εις την χώραν; Μανιώδους ανθρώπου σχήμα, ο κεραυνοβόλος πόλεμος, το σιδηρούν βέλος, το γυμνόν δίστομον ξίφος, η παγίς δια της οποίας συλλαμβάνονται οι νέοι, η ακόνη της εμφύτου επιθυμίας, ο παροξυσμός της αμαρτίας, η πλανήτρια του ευολίσθου σώματος, η άτιμος και ανωφελής πραγματεία, η τον ψυχικόν θάνατον προξενούσα και εις εκείνους, οίτινες την πωλούν και εις εκείνους, οίτινες την αγοράζουν, το δίκτυον της νεότητος, η ασκέπαστος παγίς· διότι οι της πόρνης οφθαλμοί είναι παγίς δια τους δυστυχείς αμαρτωλούς. Προσέξατε το λοιπόν, ω φιλόχριστοι, να νοήσητε και απολαύσητε την καλήν διήγησιν της καλής γυναικός, πως διέβη έως εκεί, όπου ήθελε, χωρίς να την καλέσουν, πως επλησίασεν εκεί όπου εκάθητο ο Κύριος και του εξωμολογήθη εξ όλης καρδίας, όσα έπραξεν· να ίδητε πως δεν ησχύνθη ούτε εφοβήθη η ανδρειωμένη την ψυχήν, ούτε την ταραχήν των υπηρετούντων, ούτε την κατηγορίαν των εκεί παρισταμένων.

Δεν έβαλε ταύτα εις τον νουν της η γυνή, αλλ’ εσκέφθη και είπε καθ’ εαυτήν· εάν εγώ δεν κάμω πραγματικώς το πρόσωπόν μου ως σιδηρούν ή χάλκινον, δεν δύναμαι να σωθώ, τώρα είναι καιρός να σπεύσω, να κάμω κάθε τρόπον επάνω και κάτω, τώρα είναι καιρός να νικήσω εκείνον, ο οποίος με επολεμούσεν έως τώρα, δια να πάρω της νίκης τον στέφανον παρά του φιλανθρώπου Θεού. Των ανθρώπων ήρεσα τόσους χρόνους, τώρα είναι πρέπον να αρέσω και του Θεού μου του Αγίου, με ψυχήν καθαράν και πίστιν αγίαν, να καθαρισθώ δι’ Αυτού. Δια την μισουμένην αμαρτίαν ήρεσα εις τους ανθρώπους, τώρα ας αρέσω και εις τον ευεργέτην μου δια της μετανοίας. Ποίον δε να πάρω εις συντροφίαν προς την καλήν μου ταύτην παρακίνησιν, δια να εύρω παρρησίαν, να επιτύχω τον καλόν μου σκοπόν; Εις εμέ φαίνεται καλόν να πάρω ελάχιστον τι δώρον, να του το προσφέρω και ούτω βαστάζουσα αυτό εις τας χείρας μου, να υπάγω προς Αυτόν και αν με αποδιώξη, τότε θέλω γνωρίσει, ότι δεν είμαι αξία να λάβω συγχώρησιν των αμαρτιών μου. Αυτήν λοιπόν την παρακίνησιν έχουσα η θαυμαστή γυνή, παρεφύλαττε τον καιρόν και είχεν εις την ψυχήν της σφοδράν προθυμίαν πότε να πλησιάση εις τον Χριστόν, και εναγκαλιζομένη τους πόδας Του να τους φιλήση με πολλήν σπουδήν. Αλλά πρωτύτερα, οπόταν αυτή ήκουσεν, ότι ο Σίμων ο Φαρισαίος τον εκάλεσεν, εχάρη πολύ και τρέχουσα με πολλήν σπουδήν εις τους μυρεψούς δια να αγοράση εν υάλινον αγγείον με μύρον, έλεγεν εις τον λογισμόν της· να αγοράσω μύρον δίδουσα πολλά χρήματα δια να είναι πολύτιμον και εκλεκτόν. Και όταν έφθασεν εις τον μυρεψόν του λέγει· «Δος μου μοι μύρον εκλεκτόν, βασιλικόν, τίμιον· διότι Εκείνος, εις τον οποίον πρόκειται να το προσφέρω, είναι μεγαλύτερος από όλους». Αποκρίνεται ο μυρεψός και της λέγει· «Ω γύναι, μεγάλα και δυνατά λόγια είπες, ποιος απ’ όλους τους κατοικούντας την χώραν μας δεν σε γνωρίζει ότι έχεις πολλούς αγαπητικούς; Εις ποίον λοιπόν απ’ όλους βούλεσαι να φέρης το μύρον το βασιλικόν και εκλεκτόν; Τι δύναται εκείνος να σου αντιχαρίση δια το μύρον, το οποίον βούλεσαι να αγοράσης δια τοσαύτης μεγάλης τιμής; Εγώ γνωρίζω όλους τους αγαπητικούς σου, αλλά κανείς δεν δύναται απ’ αυτούς να σου ανταποδώςη τοιούτον δώρημα. Δια το μύρον, το οποίον ζητείς να σου δώσω να το υπάγης, αληθώς θέλω και εγώ να πωλήσω, αλλά περισσότερον ήθελον να μάθω εις ποίον απ’ αυτούς θα το προσφέρης με τόσην σπουδήν και ταραχήν; Μήπως άραγε είναι από βασιλικόν γένος αυτός ο αγαπητικός σου ή υιός μεγάλου τινός ανθρώπου; Μήπως πάλιν είναι μεγαλύτερος από τον Δαβίδ, από τον οποίον δεν είναι άλλος μεγαλύτερος βασιλεύς εις το γένος του Ισραήλ; Μήπως είναι γένος αυτού, ο αγαπητικός σου, ω γύναι»; Τότε αποκρίνεται η θαυμαστή γυνή και του λέγει· «Φοβήσου, άνθρωπε, τον Θεόν των πατέρων ημών και δος μοι το αγγείον με το μύρον, δια να φθάσω τάχιστα εκεί, όπου θέλω. Ορκίζω σε εις τον Θεόν, όστις έδωσε τόσην δύναμιν εις τον Μωϋσήν και έσχισε με την ράβδον του την Ερυθράν θάλασσαν και εστάθησαν τα ύδατα ως τοίχος εις το εν μέρος και εις το άλλο και επέρασεν ο λαός των Εβραίων εις την έρημον· ορκίζω σε εις τα άγια οστά, τα οποία εβάσταζεν ο Μωϋσής διερχόμενος την θάλασσαν, ορκίζω σε εις τα λείψανα του αθλοφόρου Ιωσήφ· δος μοι λοιπόν το αγγείον του μύρου και λάβε όσην πληρωμήν θέλεις, μόνον να είναι της αρεσκείας μου και άφησόν με δια να ίδω τάχιστα τον μέγαν μου αγαπητικόν τον αμόλυντον». Λέγει πάλιν ο μυρεψός· «Βλέπω την πολλήν τιμήν του μύρου και θαυμάζω· και τι βλάπτει, ω γύναι, εάν μου είπης ποίος είναι αυτός ο αγαπητικός σου, εις τον οποίον έχεις τόσην πολλήν αγάπην; Διότι εις τόσην πολλήν αγάπην έφερες και εμέ και επιθυμώ να τον ίδω, ποίος είναι». Απεκρίθη η γυνή· «Τι με βιάζεις, ω άνθρωπε, να σου είπω ποίος είναι, το οποίον δεν είναι δυνατόν να μάθης; Δεν βλέπεις, πως καίεται η καρδία μου και η ψυχή μου πότε να τον ίδω, δια να με γεμίση χαράν και φοβούμαι μήπως παρέλθη ο καιρός και δεν θέλω εύρει άλλον ιατρόν παρόμοιον τούτου! Τι με βιάζεις, ω ανθρωπε, να σου είπω τα κρύφια της καρδίας μου; Εγώ μύρον ήλθον να αγοράσω και όχι να πολυλογώ με σε· δος μοι το αγγείον και λάβε την τιμήν του δια να υπάγω». Βλέπουσα όμως η γυνή την πολλήν εξέτασιν του νέου εκείνου, την οποίαν έκαμνεν εις αυτήν, του λέγει και πάλιν· «Εγώ μου φαίνεται, ω άνθρωπε, ότι εις ουδένα από τους ευρισκομένους εις την χώραν μας διαφεύγουν όσα άτοπα έκαμα, μιαίνουσα καθ’ εκάστην τους ανθρώπους δια πορνείας και ασωτείας. Όσους άλλους εκυνήγησα εις αμαρτίαν είναι αναρίθμητοι. Και λοιπόν ως είδα αιφνιδίως εκείνον τον άγιον ιατρόν, ο οποίος τώρα εις τον καιρόν μας εφάνη εις την γην, παρευθύς η ψυχή μου έγινε δεδουλωμένη και αιχμάλωτος οπίσω της αμολύντου Μορφής Του, διότι είδα με τους οφθαλμούς μου ιατρείας φοβεράς και σημεία υπερθαυμάσια και πολλήν συμπάθειαν εις Αυτόν. Αμαρτωλούς δέχεται, τελώνας πλησιάζει, λεπρούς και ασεβείς συναναστρέφεται και δεν τους αποδιώκει, δεν οργίζεται δι’ εκείνους, οίτινες υπάγουν έμπροσθέν Του. Επάνω δε εις όλα, νεκρούς ανασταίνει και πάσαν δαιμονικήν φύσιν εκδιώκει από τους δαιμονιζομένους και με μόνον τον λόγον του κάμνει όλα αυτά. Ιδούσα δε ταύτα εγώ, ετρόμαξα και είπα εις τον διαλογισμόν μου· τι θέλω να ζω εγώ η δυστυχής και δεν υπάγω πλησίον Του; Η αμαρτία μου είναι πολλή και μεγάλη, λοιπόν μη αμελείς, διότι ουδέποτε μέλλεις να εύρης άλλον τοιούτον καιρόν, ούτε άλλον ιατρόν τόσον φιλάνθρωπον. Εγώ ούτω πιστεύω, ότι αυτός είναι Θεός· ο φαινόμενος είναι μέγας εξουσιαστής, μόνον με τον λόγον Του όλους ιατρεύει, αμαρτίας συγχωρεί με πάσαν εξουσίαν. Τοιούτον καιρόν ευρούσα εγώ και τοιούτον ιατρόν, χρεωστώ να μη αμελώ δια την υγείαν μου. Δια ταύτην την αφορμήν βιάζομαι να δώσω εις Αυτόν τον καλόν συγχωρητήν το χειρόγραφον των αμαρτιών μου, γνωρίζω, ότι ημάρτησα αμέτρητα, αλλά προς το πλήθος της ευσπλαγχνίας Του προσπίπτω. Γνωρίζω τούτο αληθώς, ότι μόνον αν τον πλησιάσω, παρευθύς με αγιάζει και καθαρίζει από όλας τας αμαρτίας μου· διότι είναι ουράνιος και αμόλυντος, είναι Χριστός ο Θεός. Άκουσον, ω νέε. Σου είπον όλα τα κρύφιά μου, δος μοι λοιπόν το μύρον, ότι πολύ ώρα είναι αφ’ ου με εμποδίζεις και με βιάζεις να σου λέγω». Ταύτα ακούσας ο μυρεψός της λέγει· «Ευχαριστώ σε, γυνή πιστοτάτη, όπου μου εφανέρωσες την καλήν σου παρακίνησιν, μέγαν φίλον έκαμες αιφνιδίως, ουράνιον· με τον λόγον Του όλους αγιάζει, όσοι προστρέξουν εις Αυτόν. Θεϊκόν πράγμα θέλεις να κάμης, ω γύναι, το οποίον είναι γεμάτον από τιμήν και πολύ ωφέλιμον, αλλά μικράν συμβουλήν θέλω να σου δώσω και εγώ και καταδέξου την χωρίς καμμίαν υποψίαν. Γνωρίζεις και συ καλώς, ότι οι Φαρισαίοι είναι πολύ φθονεροί και πονηροί και Τον μισούν, επειδή είναι φιλάνθρωπος και Θεός μέγας και συγχωρεί αμαρτίας με την ιδικήν Του εξουσίαν και ευσπλαγχνίαν. Αν λοιπόν σε ίδουν, ότι υπάγεις εκεί, θέλουν κλείσει τας θύρας προς σε και θέλουν σε διώξει υβρίζοντες· συ όμως μη φοβηθής, αλλά γενού δυνατωτέρα από την πέτραν, δια την ψυχήν σου. Εάν εις τα πορνικά έργα ήσο αναίσχυντος, πόσον μάλλον τώρα να μη γίνης άραγε δια την σωτηρίαν της ψυχής σου; Μέλλουσι δε όλοι οι θυρωροί και οι υπηρέται, να σε υβρίσουν πολύ, συ όμως καταφρόνησον όλα και ύπαγε με θάρρος εις Αυτόν τον Άγιον, με πολλήν ταπείνωσιν και θέλεις είσαι ευτυχής. Εγώ δε έμαθα, ότι είναι σήμερον ο Ιησούς εις τον οίκον του Φαρισαίου Σίμωνος. Όθεν ύπαγε εκεί με θάρρος και προθυμίαν και θέλει προσδεχθή το δώρον σου. Γνώριζε, ότι σου δίδω μύρον βασιλικόν, τίμιον και εκλεκτόν, άξιον του Σωτήρος, ω πιστοτάτη γυνή. Άλλο μύρον δεν ευρίσκω ισώτερόν Του και περισσοτέρας τιμής». Λαβούσα λοιπόν η γυνή το μύρον με το αγγείον, επήγαινεν εις την οδόν της μετά χαράς και έλεγε με τον νουν της· «Ποίος να μου δώση χάριν να εύρω την θύραν ανοικτήν, δια να έμβω αιφνιδίως να πλησιάσω εις τους πόδας του Αγίου Ιατρού και εναγκαλιζομένη αυτούς, να μη Τον αφήσω, έως αν λάβω την συγχώρησιν των αμαρτιών μου; Να προσευχηθώ εις τον Κύριον, όστις γνωρίζει τα κρύφια όλων και πριν ή τον πλησιάσουν οι αμαρτωλοί, γνωρίζει δια ποίαν αφορμήν έρχονται προς Αυτόν. Ως Θεός, όπου είναι, βλέπει τον λογισμόν της καρδίας μου και γνωρίζει διατί εγώ ηγόρασα το μύρον. Το γνωρίζεις, σου λέγω, Κύριε, δια να έλθω να προσπέσω εις τους πόδας της αγίας Σου Θεότητος, να σωθώ. Γνωρίζω, ότι είσαι Θεός Άγιος και με την ιδικήν Σου ευσπλαγχνίαν σώζεις όλους. Μόνον με το ότι Σε είδον εις τας οδούς επίστευσα, ότι πάντα δύνασαι να κάμης. Χάρισόν μοι τούτο, Σωτήρ, να έλθω να έμβω άνευ τινός φόβου και εμποδίου εκεί όπου κάθεσαι». Ταύτα λέγουσα κατ’ ιδίαν η γυνή, έφθασεν εις τον οίκον, όπου εκάθητο ο Χριστός· ευρούσα δε την θύραν ανοικτήν εισήλθε μέσα και πλησιάζουσα Αυτόν εκ των όπισθεν, ήγγισε την αγίαν Του κορυφήν και χύνουσα το αγγείον του μύρου εις την κεφαλήν Του εκεί, όπου εκάθητο, εγέμισεν όλη η οικία από την ευωδίαν του μύρου και κλίνουσα την κεφαλήν της με την καρδίαν της προς τους πόδας Του, τους οποίους με στεναγμούς και πηγάς δακρύων έβρεχε, τους κατεφίλει με μεγάλην χαράν και πόθον πολύν. Σπογγίζουσα δε αυτούς με τας τρίχας της κεφαλής της έλεγε με προθυμίαν· «Συ αυτός γινώσκεις, αυθέντη, διατί ετόλμησα να κάμω τούτο· όχι διότι δεν εγνώριζα τας αμαρτίας μου ετόλμησα να πλησιάσω εις Σε τον αμόλυντον, αλλά θέλουσα να σωθώ προσέπεσα εις Σε, καθώς και οι τελώναι και οι αμαρτωλοί. Δέχου, Χριστέ, τας πηγάς των δακρύων μου, η τόλμη μου ας λογισθή παράκλησις και η αναισχυντία μου προσευχή, το μύρον η υπερτάτη Σου συμπάθεια και ιδικός μου φωτισμός η της καρδίας μου μετάνοια. Από παιδιόθεν ήκουα ότι μέλλει να έλθη ο Μεσσίας εις τον κόσμον, ύστερον δε έμαθα, ότι ο Ιησούς εγεννήθη από Παρθένον με θείον θαύμα. Θέλουσα λοιπόν να μάθω, πάντοτε ερωτούσα, πως δύναται ο άσαρκος να σαρκωθή και μου έλεγον οι γονείς μου, ότι είναι αυτή η παράδοσις από των πατέρων ημών περί τούτου, ότι θέλει γεννηθή ο Θεός, ο Άγιος, από Παρθένον εις την γην εις σάρκα ανθρώπου, το οποίον τώρα βλέπω με τους οφθαλμούς μου αληθώς. Βλέπω και πολύ ευλαβούμαι Θεόν Άγιον, μέγαν, θεωρούμενον εις την ιδικήν μας σάρκα δια να μας σώση. Δεν Σε βλέπω καθώς Σε βλέπει ο Φαρισαίος Σίμων, όστις Σε εκάλεσεν εις τον δείπνον του, αλλά Σε βλέπω Θεόν δημιουργόν, όστις με λόγον έκαμες τα πάντα. Πρόβατον είμαι της ποίμνης Σου, απολεσθέν· όθεν επίστρεψόν με από των αμαρτιών. Περιστερά είμαι, φιλάνθρωπε, και ηρπάγην υπό κακού ιέρακος· η καρδία μου δια την ιδικήν Σου χαράν σκιρτά, διότι θέλω γίνει παράδειγμα καλόν των αμαρτωλών, δια τους οποίους ήλθες να τους σώσης. Διάλυσον το χρέος των αμαρτιών μου, ως και εγώ έλυσα τους πλοκάμους της κεφαλής μου. Γνωρίζεις των αμαρτιών μου το πλήθος, μη με αποδιώξης την πόρνην Συ, όστις εγεννήθης από την Παρθένον. Μη παρίδης τα δάκρυά μου, η χαρά των Αγγέλων. Δέξου, Δέσποτα, τους στεναγμούς της καρδίας μου, δέξαι με μετανοούσαν και δος μοι την συγχώρησιν των αμαρτιών μου και σώσον με». Ως είδον οι μαθηταί, ότι έχυσεν η γυνή εκείνο το πολύτιμον μύρον, εσκανδαλίσθησαν και είπον καθ’ εαυτούς και μεταξύ των· «Ω κρίμα εις αυτό το μύρον, το οποίον έχυσεν ούτω αδίκως, το οποίον ηδύνατο να πωληθή εις τιμήν πολλήν και να δοθή εις τους πτωχούς». Γνωρίζων ο Κύριος τους διαλογισμούς των, τους κατεδίκασε και εφανέρωσε την αγάπην της ψυχής της γυναικός, λέγων προς αυτούς· «Τι σκανδαλίζεσθε προς εμέ δια την γυναίκα; Διότι τους πτωχούς έχετε πάντοτε πλησίον σας, εμέ όμως δεν έχετε πάντοτε· χύνουσα δε αύτη το μύρον εις την κεφαλήν μου, προέλαβε τον ενταφιασμόν μου, αλλ’ αλήθειαν σας λέγω, όπου αν κηρυχθή το Ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, μέλλει να λαληθή και αυτό, το οποίον έκαμεν αυτή και θέλει είσθαι εις μνημόσυνον αυτής» (Ματθ. κστ: 10 – 13). Ακόμη και ο Σίμων ο Φαρισαίος, όστις τον εκάλεσεν εις τον δείπνον, εσκανδαλίσθη και είπε καθ’ εαυτόν· «Εγώ ενόμιζον, ότι είναι προφήτης και θα γνωρίση την γυναίκα ταύτην, ήτις τον επλησίασεν, ότι ήτο πόρνη· αυτός όμως την προσεδέχθη ευμενώς· όθεν, ως φαίνεται η αλήθεια, αυτός δεν είναι προφήτης». Βλέπων δε ο Κύριος τον Σίμωνα, ότι τεταραγμένος διελογίζετο, αποκρίνεται· «Σίμων, συ, ο οποίος εντίμως με εκάλεσες, μίαν κρίσιν θέλω να μου κρίνης. Ήσαν δύο χρεοφειλέται ενός και του αυτού δανειστού, ο εις ώφειλεν εις αυτόν δραχμάς πεντακοσίας και ο έτερος πεντήκοντα· και μη έχοντες να τον πληρώσουν, τους τα εχάρισε και λαβών εμπιστοσύνην, έσχισε το ιδιόγραφον αυτών γράμμα. Ειπέ μου λοιπόν, τις εκ των δύο τούτων είναι δίκαιον να τον αγαπήση περισσότερον»; Αποκρίνεται ο Φαρισαίος· «Νομίζω, ότι εκείνος χρεωστεί να τον αγαπήση περισσότερον, εις τον οποίον εχάρισε τα περισσότερα». Λέγει προς αυτόν ο Κύριος· «Δικαίως έκρινας· άκουσον λοιπόν· βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Εχρεωστούσε περισσότερον από σε και προσέφερε το δώρον της και με ηγάπησε περισσότερον, επειδή την εσυγχώρησα· αλλά συ, ήλθα εις τον οίκον σου και ύδωρ καν, το οποίον είναι σύνηθες χρέος προς τους φιλοξενουμένους, δεν μου έφερες εις τους πόδας μου, αυτή δε βρύσιν δακρύων έχυσεν εις τους πόδας μου δι’ ευχαριστίαν· φίλημα δεν μου έδωκες και αυτή έβαλε τα χείλη της εις τους πόδας μου πολλήν ώραν· με έλαιον την κεφαλήν μου δεν ήλειψες και αυτή με το μύρον ήλειψε το σώμα Μου και δια την ευχαριστίαν της αυτήν σου λέγω, ότι καλώς έλαβε την συγχώρησιν των πολλών αυτής αμαρτιών». Ω εξομολόγησις πόρνης; Ω πίστις γυναικός! Τις από ημάς εξωμολογήθη ούτω τας αμαρτίας του, ως αυτή; Θέλετε δε να είπομεν και άλλης γυναικός εξομολόγησιν; Με αυτήν θέλω τελειώσει τον λόγον μου. Γυνή τις επήγεν εις γέροντα τινα Μοναχόν, χάριν εξομολογήσεως, και επειδή ήσαν τα αμαρτήματά της πολλά, δεν ηδυνήθη να τα είπη. Επιστρέφουσα δε απ’ εκεί, απήντησεν εις την οδόν έτερον γέροντα Μοναχόν λωβόν, ο οποίος έκειτο κατά γης μη έχων τινά να τον κυβερνήση. Λέγει δε προς αυτόν η γυνή· «Θέλεις να σε πάρω εις τον οίκον μου, δια να αναπαυθής και να παρακαλέσης τον Θεόν δια τας αμαρτίας μου»; Απεκρίθη ο γέρων· «Φρόντισον, κυρία μου, και κάμε ελεημοσύνην εις εμέ τον ταλαίπωρον και αμαρτωλόν». Ύστερον επήγεν η γυνή εις τον οίκον της, ητοίμασεν δωμάτιον και κλίνην και έστειλεν ένα δούλον της και ηγόρασεν ενδύματα μοναχικά. Έπειτα έστειλε τους δούλους της και αφού επήραν τον λωβόν Μοναχόν, έφερον αυτόν εις το λουτρόν, τον έλουσαν, έπειτα τον ενέδυσαν τα καινουργή ράσα και φέροντες απέθεσαν αυτόν εις την κλίνην. Αφού έκαμεν ούτω η γυνή, ειργάσθη κατόπιν και η ιδία προσωπικώς, πλύνουσα τας πληγάς του και αλείφουσα αυτόν με διάφορα φάρμακα. Όταν λοιπόν έφθασεν η αγία και μεγάλη Τετάρτη του σωτηρίου Πάθους του Χριστού, είπεν η γυνή προς τον γέροντα· «Ένα πράγμα βούλομαι να κάμω εις σε, πατέρα μου. Όθεν έχε ολίγην υπομονήν και μη φοβηθής». Λέγει προς αυτήν ο γέρων· «Ό,τι ορίζεις, κυρία μου, κάμε». Τότε η γυνή έχουσα Εκκλησίαν εις την αυλήν της, εις την ώραν της θείας Λειτουργίας, όταν ήρχισεν ο Ιερεύς να λέγη το Ευαγγέλιον· «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία, εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου» (Ματθ. κστ: 6 – 7), ήλθε και αυτή η γυνή εις τον Μοναχόν τον λωβόν και βαστάζουσα φιάλην με μύρον, το έχυσεν εις την κεφαλήν του· φιλούσα δε τους πόδας του τους έβρεχε με τα δάκρυά της και τους εσπόγγιζε με τας τρίχας της κεφαλής και εξωμολογείτο τας αμαρτίας της. Ταύτα η γυνή πράττουσα έγινε σεισμός φοβερός εις εκείνον τον οίκον μόνον, ύστερα δε ήλθε φωνή λέγουσα· «Ας είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου». Ταύτης της θεϊκής φωνής ελθούσης, εσηκώθη από τον φόβον του ο Μοναχός, ο λεπρός, όλος υγιής, μη έχων ουδεμίαν πληγήν εις το σώμα του, δοξάζων τον Θεόν, όστις κάμνει θαύματα μεγάλα και πολλά. Είδετε θαυμάσια εις γυναίκα; Είδετε μετάνοιαν καθαράν; Ας μιμηθώμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, την μετάνοιαν και εξομολόγησιν της πόρνης, ίνα ελεηθώμεν και αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεία Χάριτι και φιλανθρωπία, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς ως φιλάνθρωπος. Αμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: