Ἡ πέρα καὶ ἀπὸ τὴν τολμηρότερη φαντασία τρομοκρατικὴ ἐπίθεση στὴν Νέα Ὑόρκη (11.9.2001) δὲν ἀπέδειξε μόνο ὅτι καμμία Ὑπερδύναμη στὸν κόσμο μας δὲν εἶναι ἄτρωτη καί, συνεπῶς, ἀξιόπιστη ἡγέτιδα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὁδήγησε καὶ σὲ τραγικὰ ἐπακόλουθα, μὲ σωρεία ἀθῴων θυμάτων στὸν βωμὸ τοῦ Μολὼχ τῶν συμφερόντων. Ἔτσι φθάσαμε στὴν ἰταμὴ εἰσβολὴ στὸ Ἀφγανιστὰν καὶ στὸ Ἰράκ, ὅπως παλαιότερα στὸ Κόσσοβο, μὲ τὶς ἑκατόμβες τῶν ἀθῴων. Διότι στοὺς ἀδικοχαμένους ἀθῴους του Ἰράκ, τῆς Σερβίας, τῆς Νέας Ὑόρκης ἐντοπίζεται τὸ πρόβλημα. Χωρὶς νὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνονται συμψηφισμοί, μπορεῖ τὰ γεγονότα αὐτὰ νὰ τοποθετοῦνται παράλληλα, διότι μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουμε -ἂν διαθέτουμε ἴχνος ἀνθρωπιᾶς- νὰ τὰ ἀποφύγουμε στὸ μέλλον. Ἀφοῦ ὅμως συνεχίζεται ἡ ἐξολόθρευση τῶν ἀθῴων, φαίνεται ὅτι κάποιοι δὲν διαθέτουν ἀνθρωπιά, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὶς πολιτικὲς ἱκανότητες (ἴσως οὔτε καὶ τὴ θέληση) νὰ τὴν ἀποφύγουν. Ἔτσι, μία τρομοκρατία, ποὺ καλύπτεται μὲ τὸν μανδύα τῆς διεθνοῦς νομιμότητας, συστρατεύει πιεστικά τους συμμάχους της, γιὰ νὰ καταπνίξει τὴ «ρέμπελη» τρομοκρατία ἄλλων συμφερόντων, μὲ ἄμεσο κίνδυνο μία νέα παγκόσμια σύρραξη, ποὺ γιὰ κάποιους πολιτικοὺς ἀναλυτὲς ἄρχισε ἤδη. Ἡ ἰουδαιοχριστιανικὴ Δύση (κατὰ τὸν Σ. Χάντιγκτον) ἐναντίον τῆς ἰσλαμικῆς Ἀνατολῆς, ἔστω καὶ ἂν τὸ Ἰσλὰμ ἔχει πλέον διεισδύσει καὶ στὴν πολυπολιτισμικὴ πιὰ Δύση καὶ τὰ ὅρια τῆς διάκρισης τῶν πολιτισμῶν, γεωγραφικὰ τουλάχιστον, εἶναι δυσπροδιόριστα.
Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ποὺ
ἡ πολιτικὴ πέτυχε νὰ κινητοποιήσει καὶ τὴν (ἱδρυματικὴ) Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴν
πνευματικὴ κορυφή της, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, σὲ μία «σταυροφορία» -ὁ ὅρος
ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὸν Πλανητάρχη- καταπολέμησης τῆς τρομοκρατίας, στὴ μιὰ
μορφή της φυσικά, σὲ συνεργασία καὶ μὲ τὰ ἄλλα θρησκεύματα τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ ἐπιβληθεῖσα
διαθρησκειακὴ συνεργασία, ποὺ ἐντάσσεται στὴ νεοεποχικὴ κίνηση πρὸς τὴν
«Πανθρησκεία», θέτει τὸ πρόβλημα -ἀφοῦ ὁ λόγος εἶναι περὶ θρησκειῶν
(θρησκευμάτων) καὶ ὄχι πολιτικῶν δυνάμεων- τῆς δυνατότητας σύμπτωσης, γιὰ νὰ ὑπάρξει
δυνατότητα συνεργασίας. Ἡ Ὀρθοδοξία (ὅταν εἶναι Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ πατερικότητα)
δὲν μπορεῖ λ.χ. νὰ σταθεῖ ποτὲ στὸ πλευρὸ τοῦ Ἰσχυροῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἰσχυρός, ἀλλὰ
τοῦ Δικαίου, δηλαδὴ τῶν ἀθῴων θυμάτων ὅλου τοῦ κόσμου. Ὁπότε γεννᾶται τὸ ἐρώτημα:
ποιὲς δυνατότητες ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία σὲ μία τέτοια συστράτευση; τί θὰ ἀντιμετωπίσει;
Ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται -καὶ πάλι- μεταξὺ δυὸ κατέναντι, τοῦ δυτικοῦ καὶ τοῦ ἀνατολικοῦ,
τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύεται γιὰ μία ἀκόμη φορά, ὅτι τελικὰ συμπίπτουν στὴν ἰδεολογικοποιημένη
(δηλαδὴ πολιτικοποιημένη) πίστη τους. Ἡ «τζιχάντ», ὅποιες ἀποχρώσεις καὶ ἂν ἔχει,
δὲν παύει, ὅταν ἀναθερμανθεῖ ὁ θρησκευτικὸς φανατισμός, ποὺ εἶναι ὁ φοβερότερος
ὅλων, διότι ἐνδύεται θεία ἀποστολή, νὰ προσλαμβάνει τὴν ἔννοια τοῦ «ἱεροῦ
πολέμου κατὰ τῶν ἀπίστων» καὶ νὰ συμπίπτει ἔτσι μὲ τὴν «ἱερὰ ἐκδίκηση» (ἱερὸ
πόλεμο) τῆς ἄλλης πλευρᾶς, ποὺ καθαγιάζει ἀκόμη καὶ τὶς ναζιστικὲς μεθόδους. Τὸ
κοινό, ἡ νομιμοποίηση τῆς βίας γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς πολιτικοποιημένης θρησκείας ἢ
τῆς θρησκειοποιημένης πολιτικῆς. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι τὸ ἴδιο.
Ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, ἄλλωστε
ἔχει βαθειὲς θεολογικὲς προϋποθέσεις στὸν καθαγιασμὸ τῆς βίας ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα
καὶ τὴν ἑνιαία χριστιανικὰ Δύση. Εἶναι ἡ «θεολογία» τοῦ Ἀνσέλμου Κανταβρυγίας
(†1100) «περὶ ἱκανοποιήσεως (satisfactio) τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεὸς στέλνει τὸν Υἱό
του-Χριστὸ στὸν κόσμο, ὄχι ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν ἄνθρωπο (Ἰω. 3, 16 - Ρωμ. 5, 8), ἀλλὰ
γιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας! Τὸ δυτικὸ
φεουδαρχικὸ - ρατσιστικὸ - ἱπποτικὸ δίκαιο προβλήθηκε, ἔτσι, στὸν Θεὸ (εἰδωλολατρία),
ποὺ νοεῖται ὄχι ὡς Πατέρας «πλήρης οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας», ἀλλὰ ὡς
φεουδάρχης-τύραννος καὶ τιμωρός, ποὺ ζητεῖ συνεχῶς ἐκδίκηση (καλβινιστικὴ
νοοτροπία, ποὺ εἶναι τὸ ὑπόβαθρο τοῦ ἀμερικανικοῦ χριστιανισμοῦ). Αὐτὴ εἶναι ἡ
νοοτροπία τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, ποὺ φάνηκε ἰδιαίτερα στὶς σταυροφορίες (ἡ μανία
τῶν σταυροφόρων τῆς δ´ σταυροφορίας τοῦ 1204, κατὰ τὸν ἱστορικὸ Victor Frankl, ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας ἔκανε τὴν πολεμικὴ μανία τοῦ Ἰσλὰμ
νὰ φαίνεται φιλάνθρωπη...). Ἡ «θεολογία» τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» εἶναι καρπὸς αὐτῆς
τῆς νοοτροπίας. Τὸ συσσωρευμένο πάθος τῆς ἰσλαμικῆς κοινωνίας κατὰ τῆς Δύσεως ἐκφράζεται
ὡς τυφλὴ ἐπιθετικότητα ἐνίοτε, ποὺ ἀντιμετωπίζεται ὄχι μὲ πνεῦμα δικαιοσύνης ἀπὸ
τὴ Δύση (σύλληψη καὶ καταδίκη τῶν πραγματικῶν ἐνόχων καὶ ὄχι ναζιστικὰ ἀντίποινα).
Ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία συμπράττει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, σὲ μιὰ τέτοια λογική, δὲν εἶναι
Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ θλιβερὸ κακέκτυπό της.
Ἡ Ὀρθοδοξία γνωρίζει,
βέβαια, τὴν βία καὶ τὴν ἐφαρμόζει στὴ σκληρότερη μορφή της. Ἡ γλῶσσα τῶν ἱερῶν
κειμένων της εἶναι ἀπόλυτα ἐπαναστατικὴ (π.χ. ὑμνογραφία τῆς Ἀναστάσεως) καὶ
καταδικαστικὴ γιὰ τὴν ἀδικία καὶ ἐκμετάλλευση (Ἰακώβου, κεφ. 5). Ἡ βία της ὅμως
δὲν στρέφεται πρὸς τὰ ἔξω, πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ κατὰ τοῦ Διαβόλου καὶ πρὸς
τὰ μέσα, στὸ ἐσωτερικό μας. «Ἡ βασιλεία (χάρη) τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν
αὐτήν» (Ματθ. 11, 12). Εἶναι βία, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἀσκητικονηπτικὴ πράξη τῆς Ὀρθοδοξίας,
ποὺ ἀσκεῖται στὴν ἐπαναστατημένη καὶ διεστραμμένη φύση μας, τὰ ἔνστικτά μας, γιὰ
νὰ μὴν τυραννοῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν δυναστεύουν. Μέσῳ τοῦ αὐτοβιασμοῦ ἐλευθερώνεται
ὁ ἄνθρωπος στὴν ἄκτιστη Θεία Χάρη. Μόνο ἔτσι γίνεται «ναὸς τοῦ Θεοῦ» δηλαδὴ
Χριστιανὸς (πρβλ. Ρωμ. 8, 9 ἑ.). Μόνο ἔτσι πατάσσεται ἡ τρομοκρατία καὶ ὄχι μὲ
βομβαρδισμοὺς ἀθῴων. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν
παράγει τρομοκράτες, κάθε εἴδους, ἀλλὰ Μάρτυρες. Ὁ τρομοκράτης, κάθε εἴδους,
βιάζει τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς ἐξολοθρεύει, ἔστω καὶ ἂν αὐτοκτονεῖ μαζί τους
(καμικάζι). Ἐδῶ ἰσχύει τὸ ἑβραϊκό «ἀποθανέτω ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων»
(Κρ. 16, 30). Ὁ Μάρτυρας νικᾷ μὲ τὴν αὐτοθυσία του, ποὺ προσφέρεται ὑπὲρ τῶν ἄλλων.
Ἔχω ὀνομάσει τοὺς Νεομάρτυρες τῆς ὀθωμανοκρατίας «τοὺς δυναμικότερους καὶ ἀποτελεσματικότερους
ἀντιστασιακούς, ὄχι μὲ ὅπλα, ἀλλὰ μὲ τὸν σταυρό». Ὁ Μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας νικᾷ
τοὺς τυράννους τοῦ κόσμου μὲ τὴ θυσία του, ἀποδεικνύοντας ὅτι δὲν εἶναι ἀκαταγώνιστοι
καὶ ἐνθαρρύνοντας καὶ τοὺς ἄλλους στὴν ἀντιμετώπισή τους. Οὔτε ὅμως ἱερὸ πόλεμο
γνωρίζει ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ πόλεμος εἶναι πάντα σατανικὴ ὑπόθεση. Στὴν ἱστορία της
δέχθηκαν οἱ Ἁγιοί μας, «κατ᾿ ἄκραν οἰκονομίαν», τὸν ἀμυντικὸ καὶ ἀπελευθερωτικὸ
ἀγῶνα (αὐτὸ εἶναι τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821) ὡς
αὐτοθυσία ὑπὲρ τῶν ἄλλων (βλ. Ἰωάν. 15, 13), ἀλλὰ ἐνῷ οἱ μετέχοντες σὲ τέτοιους
πολέμους τιμῶνται ὡς ἥρωες, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν κληρικοί, ὡς φονευτές, καὶ
περνοῦν ἀπὸ μακρὰ μετάνοια.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ,
συνεπῶς, ἀπὸ τὴ φύση της νὰ συγκαλύψει ὁποιαδήποτε ἀδικία καὶ ἀπανθρωπία, ἀπ᾿ ὅπου
καὶ ἂν προέρχεται. Εἶναι ἐπίσης ξένη πρὸς κάθε ἔννοια τρομοκρατίας, ποὺ τὴν
θεωρεῖ ἔγκλημα φρικτὸ καὶ ἀπάνθρωπο. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ πολεμήσει τὴν
τρομοκρατία μόνο μὲ διακηρύξεις καὶ μανιφέστα, ἀλλὰ καλώντας στὸν τρόπο ζωῆς τῶν
Ἁγίων, ποὺ ὡς ἐλευθερωμένες ἐν Χριστῷ ὑπάρξεις, ὑπερβαίνουν ὅλες αὐτὲς τὶς
καταστάσεις τῆς πεπτωκυίας φύσεως. Αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς καὶ ὑπάρξεως τῶν Ἁγίων εἶναι
τὸ ὀρθόδοξο ἦθος. Δὲν ἀρκεῖ, συνεπῶς, μιὰ ἐξωτερικὴ συμφωνία λόγων, ἀλλὰ καὶ ἔνταξη
σ᾿ αὐτὸ τὸ ἦθος, τὸ ὁποῖο μὲ τὴν ἄκτιστη Θεϊκὴ Χάρη νικᾷ τὶς ροπὲς καὶ πρακτικὲς
τῆς πτώσεως καὶ φθορᾶς μας, δηλαδὴ τοῦ θανάτου μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου