Α΄ Η αρρώστια θερμόμετρο πνεύματος
Κύριο δείγμα υγείας του ανθρωπίνου οργανισμού είναι η καλή θερμοκρασία του σώματος. Και βασικό στοιχείο υγείας πνευματικής του χριστιανού είναι ο ζήλος της πίστεως. Όταν η πίστη χάνει την θερμότητά της και ο ζήλος ατονεί, τότε ο πιστός δεν μπορεί να περπατά τον δρόμο των εντολών του Θεού, δεν μπορεί να χαίρεται τα δώρα της αγάπης του ούτε καν όρθιος να στέκεται κοντά του. Και το πιο φοβερό είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται το επικίνδυνο της καταστάσεώς του. Αλάνθαστο και αιώνιο θερμόμετρο, για να θερμομετρούμε τον ζήλο μας και να ελέγχουμε την πνευματική μας υγεία, μας έχει δώσει ο Κύριος τον θεόπνευστο λόγο του. Και μέσα στην Καινή Διαθήκη έχει καταχωρίσει μία γνωμάτευση για τα παιδιά του με την χλιαρή πίστη, στην οποία περιγράφει τα συμπτώματα, αλλά δίνει και την θεραπεία της αρρώστιας. Είναι η προς Λαοδικείς επιστολή της Αποκαλύψεως (3, 14 – 22).
Η Λαοδίκεια ήταν σπουδαία πόλη της Μ. Ασίας, χτισμένη στη νότια όχθη του Λύκου ποταμού, δυτικά και όχι πολύ μακριά από τις Κολοσσές. Ήταν εξέχων συγκοινωνιακός κόμβος και μεγάλο εμπορικό κέντρο, και φημιζόταν για τον πλούτο της. Όταν καταστράφηκε από τους μεγάλους σεισμούς του 60- 61μ.Χ., δεν ζήτησε αυτοκρατορική βοήθεια, όπως οι περισσότερες πόλεις της Μ. Ασίας, διότι είχε οικονομική αυτάρκεια. Πηγές του πλούτου της ήταν κυρίως οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια, που διέθετε, τα υφαντουργεία και τα ταπητουργεία, που επεξεργάζονταν το περίφημο μαλλί της περιοχής της, και η ιατρική της σχολή, στην οποία συνέρρεαν οι μαθηταί, για να ακούσουν διάσημους δασκάλους, καθώς και τα φαρμακευτικά της εργαστήρια. Από την ευδαιμονία της πόλεως εύλογο είναι να συμπεράνουμε τον ευδαιμονισμό των κατοίκων της και μ΄ αυτά τα δεδομένα να καταλάβουμε καλύτερα τα λόγια, που της απευθύνει η επιστολή. Φαίνεται πως το πνεύμα του ευδαιμονισμού δεν είχε αφήσει ανεπηρέαστους και τους χριστιανούς της Λαοδίκειας και ίσως είχαν κάνει υποχωρήσεις στην πίστη τους, προκειμένου να μη χάσουν τις ανέσεις της ζωής τους. Μήπως προσπάθησαν να συμβιβάσουν τη λατρεία του αληθινού Θεού με την συμμετοχή στις τρυφηλές και μάταιες εκδηλώσεις της ειδωλολατρίας; Μήπως θεωρούσαν τα υλικά τους πλούτη ως ευλογία και εύνοια του Θεού με την οποία επιδοκίμαζε την ευσέβειά τους και ξωφλούσε το χρέος του για το ότι έγιναν χριστιανοί; Δεν αποκλείεται. Διότι τι άλλο μπορεί να σημαίνει η κατηγορία ότι είναι χλιαροί;
Ο έλεγχος
Όλο το
περιεχόμενο της επιστολής, που το άγιο Πνεύμα στέλνει μέσω του ευαγγελιστού
Ιωάννου στην εκκλησία της Λαοδίκειας, είναι ένας έλεγχος· ένας αυστηρός και
σκληρός έλεγχος, ο οποίος όμως γίνεται με πολλή τρυφερότητα και αγάπη. Από τις
επτά επιστολές σε επτά εκκλησίες της Μ. Ασίας, που περιέχει η Αποκάλυψις, αυτή
η επιστολή είναι η μόνη, που δεν αναγνωρίζει κανένα καλό και άξιο επαίνου στοιχείο
στην εκκλησία. Αποστολέας της επιστολής είναι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς
Χριστός, ο οποίος υπαγορεύει το γράμμα του στον ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο Χριστός
αυτοσυστήνεται με τρεις χαρακτηρισμούς, που είναι σκόπιμα διαλεγμένοι για να
τονίσουν τα νομίσματα της επιστολής· είναι «ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και
αληθινός και η αρχή της κτίσεως του Θεού». Με τους τρεις αυτούς χαρακτηρισμούς
ο αποστολέας Χριστός παρουσιάζεται ως μια προσωπικότητα ακέραιη και αψευδής,
και συνάμα παντοδύναμη και κυριαρχική. Έναντι του συμβιβαστικού και ασταθούς
πνεύματος των χριστιανών της Λαοδίκειας ο Χριστός προβάλλει έτσι σαν ένας
έλεγχος και μία κρίση, που καταδικάζει την συμπεριφορά τους και αποστομώνει
κάθε δικαιολογία τους. Κι αμέσως, πιο συγκεκριμένα, αρχίζει να απαγγέλει τις κατηγορίες
του. Απευθύνεται «τω αγγέλω της εν Λαοδικεία εκκλησίας», στον επίσκοπο δηλαδή
της πόλεως, ως εκπρόσωπο όλων των χριστιανών, αλλά και ως υπεύθυνο και υπόλογο
ενώπιον του Θεού για την πνευματική κατάσταση των πιστών. Στην ουσία, βέβαια,
απευθύνεται σε όλους τους πιστούς και στον καθένα ξεχωριστά. «Οίδά σου τα
έργα», λέει, «ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός». Μιλά ως καρδιογνώστης ο Κύριος
και τους φανερώνει ότι γνωρίζει τα έργα τους – που σημαίνει όχι απλώς τις
εξωτερικές πράξεις τους, αλλά την ποιότητά τους –, και αναγνωρίζει από αυτά την
διάθεση της καρδιάς τους απέναντί του. Δεν είναι ούτε ψυχροί ούτε ζεστοί. Δεν
έχουν ζήλο πίστεως, εκείνο τον βρασμό της αγάπης και της αφοσιώσεως στον
Χριστό, που εξαγνίζει τον άνθρωπο και τον σπρώχνει σε θυσίες για το όνομα του
Κυρίου. Δεν έχουν εκείνη την ζέστη και την θερμότητα του πνεύματος, που κρατά
ζωντανό και υγιή τον πνευματικό οργανισμό του πιστού, και την οποία μάς
παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος – «Τω πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. 12: 11). Γι΄ αυτό
δεν είναι ζεστοί. Δεν είναι όμως ούτε ψυχροί. Δεν ανήκουν στην τάξη εκείνων,
που στερούνται εντελώς την ζεστασιά, που δημιουργεί μέσα στην ανθρώπινη καρδιά
η παρουσία του αναστημένου Χριστού, και που δεν διαθέτουν ούτε μία σπίθα αγάπης
προς το πρόσωπό του. Οι ψυχροί είναι άνθρωποι, που δεν έχουν καμία σχέση με την
πίστη και με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Είναι εκείνοι που δεν πλησίασαν, δεν
άγγιξαν, δεν πήραν μέσα τους τη φωτιά του Πνεύματος. Με μια λάξη, οι
αβάπτιστοι. Οι χριστιανοί της Λαοδίκειας όμως βαπτίστηκαν. Είχαν πίστη, είχαν
αγάπη, δεν είχαν ζήλο. Το αμάρτημά τους ήταν ότι έκαναν αβαρίες στην πίστη,
νοθείες στην αγάπη· και η ελπίδα τους δεν ήταν ζωντανή. Παρ΄ όλα αυτά πίστευαν
ότι ήταν οι καλύτεροι χριστιανοί. Τους έλειπε η αυτογνωσία και η επιθυμία για
βελτίωση· ήταν χλιαροί.
«Αδόκιμον το χλιαρόν»
Ο Κύριος όμως που αγαπά την ευθύτητα και τους ευθείς τη καρδία (πρβλ.
Ψαλμ. 72, 1), μπορεί να δεχθεί μόνο τις καθαρές καταστάσεις· τον συνδυασμό και
τον συμβιβασμό, ο οποίος θεωρείται προτέρημα από τους ανθρώπους του κόσμου, δεν
τον ανέχεται. «Όφελον ψυχρός ης ή ζεστός», λέει και μας αφήνει κατάπληκτους να
εννοήσουμε ότι προτιμά ακόμη και τον ψυχρό παρά τον χλιαρό! Ο λόγος όμως είναι
ευνόητος. Ενώ στα έργα η μεσότητα είναι καλή, στην πίστη, πράγματι, η
χλιαρότητα είναι η χειρότερη περίπτωση. Διότι, όπως αποδεικνύει αδυσώπητα η
ιστορία, πολλοί ψυχροί, αμαρτωλοί και αδιάφοροι μετανόησαν και έγιναν άγιοι,
ενώ σπάνια χλιαροί αισθάνονται την ανάγκη της μετανοίας. Στην ουσία οι
μεγαλύτεροι άπιστοι είναι οι χλιαροί, διότι αυτοί, ενώ γνώρισαν τον Χριστό,
αρνούνται την δύναμή του, δεν εμπιστεύονται στην χάρη του και ζητούν να τα
έχουν καλά και με τον κόσμο. Οι μεγαλύτεροι εχθροί της Εκκλησίας είναι οι
χλιαροί, διότι κινούνται και στο στρατόπεδο του κόσμου. Ο Κύριος όμως είναι
απόλυτος στο θέμα της πίστεως και οι μαθηταί διασώζουν την παράδοση αυτή. Δεν
μπορούμε να ακρωτηριάζουμε το ευαγγέλιο, διότι και ελάχιστο να χάσει από το
μύνημά του, παύει να είναι ευαγγέλιο. Ούτε μπορούμε να αναμιγνύουμε ευαγγέλιο
και κόσμο και να βγάζουμε μέσο όρο, διότι τότε δεν έχουμε ευαγγέλιο. «Μη
γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις», κηρύττει ο απόστολος Παύλος.
Απειλή εμετού
Οι
Λαοδικείς χριστιανοί είχαν συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, γι΄ αυτό ο Κύριος τούς
απορρίπτει· «Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι
εκ του στόματός μου». Η αηδιαστική εικόνα του εμετού εκφράζει πολύ παραστατικά
όχι μόνο την απόρριψη των χλιαρών χριστιανών, αλλά και την απέχθεια του Χριστού
προς την χλιαρότητά τους. Και χρησιμοποιείται πολύ εύστοχα η μεταφορά της
εικόνος του εμετού, διότι όντως το χλιαρό νερό προξενεί εμετό και το συνιστούν
μέχρι σήμερα οι γιατροί για πλύσεις στομάχου. Η χλιαρή, χωρίς ζήλο πίστη, που
λαμβάνει υπ΄ όψη το φρόνημα της σάρκας, του εγώ, και προσέχει πάντοτε να μη
δυσαρεστεί τον κόσμο και τα καπρίτσια του, μπορεί από τους ανθρώπους να
εξιδανικεύεται και να καλείται σύνεση ή μετροπάθεια, αλλά στον Χριστό προκαλεί
ναυτία. Αηδιάζει, όπως όταν οι Ιουδαίοι του πρόσφεραν θυσίες χωρίς ζήλο και
τους έλεγε με το στόμα του Ησαϊα· «Σιχαίνομαι τις θυσίες σας» (Ησ. 1: 13). Όχι
ότι οι Ισραηλίτες είχαν προσφέρει ποτέ βρώμικες θυσίες, αλλά διότι μαζί με την
λατρεία του αληθινού Θεού συνδύαζαν και την λατρεία των ειδώλων και μαζί με τις
θυσίες στους ψεύτικους θεούς έκαναν και θυσίες στον αληθινό Θεό, νομίζοντας ότι
έτσι τον καλοπιάνουν. Αυτό ακριβώς όμως τον ερεθίζει και τον εξοργίζει. Έτσι
εδώ ο Κύριος αηδιάζει από τους χριστιανούς της Λαοδίκειας. Όταν τους πήρε μέσα
του ήταν ζεστοί. Τώρα που έγιναν χλιαροί, δεν μπορεί να τους κρατήσει· θα τους
ξεράσει από το στόμα του. Αυτό σημαίνει ότι θα τους αποκόψει τελείως και με
βδελυγμία από το σώμα του, από την Εκκλησία, από την αιώνια ζωή, θα τους
καταστήσει ξένους και σιχαμένους. Οι πατέρες, μάλιστα, εξηγούν τον εμετό
υπενθυμίζοντας τον καταδικαστικό λόγο του Κυρίου· «Πορεύεσθε απ΄ εμού οι
κατηραμένοι» (Ματθ. 25: 41). Η απειλή είναι πολύ σκληρή, αλλά αφήνει χώρο για
την ελπίδα, καθώς η πραγματοποίησή της τοποθετείται στο μέλλον· «μέλλω σε
εμέσαι». Υπάρχει ένα χρονικό διάστημα, στο οποίο όλα μπορούν να αλλάξουν.
Β΄ Διάγνωση και
θεραπεία
Αιτία η αυτάρκεια
Ο Χριστός ερμηνεύει την κατάσταση της χλιαρότητος, που κατακλύζει τους
χριστιανούς της Λαοδίκειας ως εξής· «ότι λέγεις ότι πλούσιος ειμί και
πεπλούτηκα και ουδενός χρείαν έχω». Αιτία αλλά και έκφραση της χλιαρότητός τους
ήταν η αυτάρκεια, που νόμιζαν ότι είχαν. Πίστευαν ότι είναι πλούσιοι και ότι
δεν έχουν ανάγκη από τίποτε. Και είναι φυσικό, όποιος νιώθει αυτάρκης να χάνει την
ζέση της πίστεως, να παύει να στηρίζεται με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Ποια
όμως ήταν τα πλούτη, για τα οποία καυχώνταν οι Λαοδικείς; Αν επρόκειτο για
υλικό πλούτο, είναι απίθανο ότι θα απασχολούσε τον Κύριο. Μάλλον εννοείται ο
πνευματικός πλούτος, του οποίου όμως η αίσθηση επηρεάζεται από την ύπαρξη του
υλικού. Φαίνεται ότι η υλική ευμάρεια και ο ευδαιμονισμός της ζωής είχαν
δημιουργήσει στους χριστιανούς της Λαοδίκειας μία αυταπάτη ως προς την
πνευματική τους κατάσταση και έμεναν ευχαριστημένοι από την χλιαρή τους
προσφορά στον Χριστό. Ένιωθαν πλούσιοι πνευματικά, και μάλιστα νόμιζαν ότι
πλούτησαν με τις δικές τους δυνάμεις – αυτό δηλώνει το ενεργητικό ρήμα
«πεπλούτηκα»-. Η αυτοπεποίθησή τους δε αυτή τους οδηγούσε στην αυθάδεια να λένε
υβριστικά ότι δεν έχουν ανάγκη από τίποτε. Σε αντίθεση με την εκκλησία της
Σμύρνης, που ζούσε την πτωχεία της, αλλά ήταν πλούσια (Απ. 2: 9), η εκκλησία
της Λαοδίκειας δεν είχε πατήσει καλά το πρώτο σκαλί της πνευματικής πορείας,
την πτωχεία του πνεύματος, όπως το επισημαίνει ο Κύριος με τον πρώτο μακαρισμό
του· «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» (Ματθ. 5: 3). Και οι χριστιανοί , που δεν
αισθάνονται ανεπαρκείς πνευματικά και δεν έχουν αγωνία για την πορεία τους, δεν
μπορούν να πλουτήσουν εν Χριστώ. Ο καλός, που δεν προσπαθεί να γίνει καλύτερος,
παύει να είναι καλός· κι ο πιστός, που δεν αγωνίζεται να αυξηθεί στην πίστη,
καταντά χλιαρός. Όσο δε πλουσιώτερος γίνεται κάποιος πνευματικά, τόσο
μεγαλύτερη συνείδηση αποκτά της πνευματικής του φτώχειας και τόσο περισσότερο
αγωνίζεται για μια πνευματικότερη ζωή.
Η διάγνωση
Αλλά
οι χλιαροί χριστιανοί της Λαοδίκειας ναρκισσεύονται και αλαζονεύονται μέσα στην
χλιαρότητά τους, θεωρώντας τον εαυτό τους ανώτερο από όλους. Γι΄ αυτό ο Χριστός
τούς συνεφέρνει λέγοντας· «Και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός
και πτωχός και τυφλός και γυμνός». Αυτοί ταλάνιζαν και ελεεινολογούσαν τους
άλλους, αλλά ο Χριστός τούς φανερώνει ότι οι ίδιοι είναι οι αληθινά ταλαίπωροι
και αξιολύπητοι. Περιφρονούσαν ίσως και καταφρονούσαν τους χριστιανούς, που
ήταν αυστηροί στην ζωή τους και τους στοίχιζε η πίστη με θλίψεις και διωγμούς,
αλλά ο Χριστός τούς δηλώνει ότι αυτοί είναι οι ένοχοι και οι αξιοκατάκριτοι.
Είχαν κάνει κριτήριο και νόμο την δική τους ζωή και όχι την ζωή του Χριστού,
και θεωρούσαν τον εαυτόν τους υπόδειγμα, αλλά ο λόγος του Θεού τούς αποδεικνύει
αδόκιμους, ανάξιους και ακατάλληλους για την βασιλεία του. Ο ισχυρισμός τους
ότι είναι πλούσιοι αποδεικνύεται γελοίος και οι ίδιοι καταντροπιάζονται· είναι
και φτωχοί και τυφλοί και γυμνοί. Με τα επίθετα «ταλαίπωρος και ελεεινός»
χαρακτηρίζει γενικά ο Χριστός την αθλιότητα των χλιαρών χριστιανών. Με τα
υπόλοιπα τρία περιγράφει ειδικότερα τις αδυναμίες τους. Λαμβάνοντας υπ΄ όψη
μάλιστα την ιστορία της Λαοδίκειας, διακρίνουμε μία αντιστοιχία ανάμεσα στα
τρία επίθετα και στα καυχήματα των Λαοδικέων ή στις πηγές πλουτισμού τους. Το
«πτωχός», δηλαδή, αναφέρεται στο χρήμα, που συσσωρευόταν στην πόλη από το
εμπόριο και τις συναλλαγές, το «τυφλός» στα ιατρεία της και στα φαρμακεία της, και
το «γυμνός» στα υφαντουργεία της. Είναι σαν να λέει στους χριστιανούς ο Κύριος·
«Παρ΄ όλα σας τα πλούτη είστε φτωχοί, διότι σας λείπει η ταπεινοφροσύνη· παρ΄
όλα σας τα γιατρικά είστε τυφλοί, διότι δεν μπορείτε να δείτε ποιο είναι το
θέλημά μου· παρ΄ όλα σας τα υφαντά είστε γυμνοί, διότι δεν έχετε έργα πίστεως
και αγάπης». Έτσι παραστατικά παρουσιάζει την αμαρτία τους και τους ταπεινώνει.
Η θεραπεία
Σκοπός του Χριστού όμως δεν είναι να εξουθενώσει τους χλιαρούς
Λαοδικείς. Συντρίβει την ματαιοδοξία τους για να υψώσει την ταπεινοφροσύνη,
αφαιρεί τα ψεύτικα καυχήματά τους για να τους χαρίσει αληθινά. Πριν τους
εμέσει, τους δίνει ένα περιθώριο μετανοίας και τους συστήνει τον τρόπο της
θεραπείας. «Συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ΄ εμού χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα
πλουτήσης, και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη και μη φανερωθή η αισχύνη της
γυμνότητός σου, και κολλύριον ίνα βλέπης». Αν θέλουν οι χριστιανοί της Λαοδίκειας να γίνουν όντως πλούσιοι,
λαμπροντυμένοι και υγιείς, είναι ανάγκη να καταλάβουν ότι αυτά που τους λείπουν
τα διαθέτει μόνον ο Χριστός και από Εκείνον πρέπει να τα αγοράσουν. «Χρυσίον» σημαίνει
χρυσά νομίσματα και «χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός», είναι τα γνήσια νομίσματα,
από καθαρό χρυσάφι, που δοκιμάστηκε στην φωτιά. Νόμισμα από ατόφιο χρυσό είναι
η πίστη του Χριστού η καθαρή και δοκιμασμένη σε διωγμούς, σε θλίψεις και
πειρασμούς, η ορθόδοξη πίστη. «Ιμάτια λευκά», που σκεπάζουν την πνευματική
γύμνια, είναι η αγνότητα της ψυχής και η καθαρότητα της ζωής. Νομίζουμε πολλές
φορές ότι είμαστε ασφαλισμένοι και όμορφοι μέσα στα λαμπρά μας φορέματα, αλλά ο
τρόπος και η ζωή μας δείχνουν πολύ έντονα στους γύρω μας την ασχήμια μας την
εσωτερική, μας ξεγυμνώνουν και μας ντροπιάζουν, χωρίς να το καταλάβουμε, και οι
άλλοι μάς γιουχαϊζουν. Ο Πλαστουργός είχε ντύσει τους πρωτοπλάστους με υπέροχη
στολή, που δεν την έβλεπε μάτι ανθρώπου, αλλά την θαύμαζαν οι άγγελοι. Μετά την
πτώση, όμως, η στολή χάθηκε και οι ίδιοι οι πρωτόπλαστοι ντρέπονταν τον εαυτόν
τους, και ζήτησαν να σκεπάσουν την γύμνια τους. Όταν ο άνθρωπος διαθέτει
αγνότητα και καθαρότητα, τότε είναι πραγματικά ντυμένος και κόσμιος. Έτσι ο
Χριστός με τα δύο αυτά στοιχεία, το χρυσάφι και τα λευκά φορέματα, δείχνει στα
παιδιά του τα αναγκαία για την σωτηρία, την πίστη και την αγνότητα, που πάντοτε
θεωρείται απαραίτητο να συνυπάρχουν στην ζωή του χριστιανού. Προσθέτει όμως και
ένα τρίτο, το κολλύριο για τα μάτια. Στην ιατρική σχολή της Λαοδίκειας
χρησιμοποιούνταν για την θεραπεία των άρρωστων ματιών ένα φημισμένο στον αρχαίο
κόσμο φάρμακο, η λεγόμενη φρυγική σκόνη. Αλλά ο Κύριος συστήνει το δικό του
κολλύριο, που δεν είναι άλλο από τα δάκρυα της μετανοίας. Φαίνεται ότι τα
δάκρυα προέρχονται από μας, αλλά οι άγιοι, που «εγεώργησαν ταις των δακρύων των
ροαίς το άγονον της ερήμου», θεωρούν τα δάκρυα δώρο Θεού. Και πράγματι, τα
δάκρυα, που πηγάζουν από μια καρδιά συντετριμμένη για τις αμαρτίες της, από μια
καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη στον Κύριο, που την αγαπά και την ελεεί,
είναι βροχή της χάριτος του Θεού, που καθαρίζει και λαμπικαρίζει τα μάτια της
ψυχής, ώστε να βλέπουν το πρόσωπο του Κυρίου, να το αγαπούν και να το
λατρεύουν, όπως εκείνος το ζητά. Δίπλα στην πίστη και στην αγνότητα τα δάκρυα
εξασφαλίζουν την θεϊκή αγάπη, τον θείο έρωτα της νύμφης ψυχής προς τον νυμφίο
Χριστό. Οι αρχαίοι ερμηνευτές έχουν δώσει επίσης και άλλες ερμηνείες στα
στοιχεία, που αναφέρονται στην συμβουλή του Χριστού προς τους χλιαρούς
χριστιανούς. Είπαν ότι «χρυσίον πεπυρωμένον» σημαίνει «τον διδασκαλικόν λόγον
τον τω πυρί των πειρασμών λαμπρυνόμενον» (Ανδρέας, Οικουμένιος), σύμφωνα και
προς το ψαλμικό χωρίο· «Αγαθός μοι ο νόμος του στόματός σου υπέρ χιλιάδας
χρυσίου και αργυρίου» (Ψαλμ. 118: 72). «Ιμάτια λευκά» θεωρούν την υπέρλαμπρη
στολή των αρετών, και κολλύριο την ακτημοσύνη, κατά αντίθεση με την δωροδοκία,
που τυφλώνει την ορθή κρίση (Ανδρέας, Αρέθας, Οικουμένιος)· αλλά επίσης ως
κολλύριο θεωρούν και την μετάνοια (Αρέθας). Εν πάση περιπτώσει, όμως, πρόκειται
για τα αγαθά του Πνεύματος, για τον ίδιο τον Χριστό, τον οποίο ο απόστολος
Παύλος ονομάζει πλούτο (Κλ.1: 27· πρβλ. 2: 2-3). Και για να «αγοράσουν» οι
χριστιανοί της Λαοδίκειας αυτά τα αγαθά, ένας τρόπος υπάρχει· η αυτογνωσία, που
θα τους φανερώσει την μεγάλη τους ένδεια, η ταπείνωση, που θα τους οδηγήσει να
τα ζητήσουν από τον Κύριο, και η μετάνοια, που θα καταβάλουν σαν αντίτιμο στα
χέρια του. Εκεί αποβλέπει ο έλεγχος που τους κάνει ο Χριστός.
Γ΄ Ο Αγαπητός μέσα μας
Στοργική προτροπή
Είναι αλήθεια ότι ο Χριστός μίλησε στους Λαοδικείς σκληρά, απότομα· το αναγνωρίζει και ο ίδιος. Αλλά ο δριμύς του τρόπος εκφράζει την σφοδρή του αγάπη· το ομολογεί αμέσως· «Εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω». Όσο αποτροπιασμό περιείχε το ρήμα «εμέσαι» τόση τρυφερότητα περικλείει το ρήμα «φιλώ», κι όση αυστηρότητα απέπνεε μέχρι τώρα ο λόγος τόση ενθέρρυνση εμπνέει στο εξής. Είναι ακριβώς τα γνωρίσματα της πατρικής αγάπης, μιας αγάπης γνήσιας, που ζητά το καλό του αγαπωμένου και όχι την ικανοποίηση του αγαπώντος, γι΄ αυτό μπορεί και συνδυάζει σοφά την επίπληξη με το χάδι. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Πρμ 3: 18), είχε πει ο θεόπνευστος παροιμιαστής και τα λόγια του επαναλαμβάνονται εδώ από τα χείλη του Χριστού. Η εκκλησία της Λαοδίκειας, παρ΄ όλη την αθλιότητα, δεν παύει να είναι εκκλησία του Χριστού και την στιγμή αυτή βρίσκεται ακόμη μέσα στα σπλάγχνα του. Πως είναι δυνατόν να μη την αγαπά; Γι΄ αυτό της δείχνει τα λάθη της – την ελέγχει – και την μαλώνει – την παιδεύει – διότι θέλει να απαλλαγεί από τα ψεγάδια της και να την χαίρεται πανωραία. Απόδειξη της αγάπης του είναι η γεμάτη στοργή προτροπή τού Χριστού, που αμέσως ακολουθεί· «Ζήλευε ουν και μετανόησον!». Αφού έδειξε ότι εκείνο που ζημιώνει τα παιδιά του είναι η χλιαρότητα, τα παρακινεί τώρα να ανακτήσουν τον ζήλο τους. Κι αφού έδειξε ότι εκείνο που μειώνει τον ζήλο τους είναι η αυτοπεποίθησή τους και η ύβρη τους, τα καλεί να αλλάξουν νοοτροπία, να μετανοήσουν. Πως θα το επιτύχουν, τους το έχει πει επίσης· να αναζητήσουν και να οικειωθούν το χρυσάφι της Ορθοδοξίας, τα ενδύματα της αγνότητος, το κολλύριο των δακρύων. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι το «ζήλευε» τίθεται σε χρόνο ενεστώτα διαρκείας, που σημαίνει ότι ο Χριστός ζητά μία κατάσταση, που ο ζήλος θα διατηρείται πάντοτε ακμαίος, ενώ το «μετανόησον» σε χρόνο στιγμιαίο αόριστο δηλώνει την αποφασιστική, πράξη που θα σημειώσει ακαριαία την αρχή της μεγάλης αλλαγής.
Η επίσκεψη του Αγαπητού
Εντούτοις ο Χριστός προχωρεί κι έρχεται όλο και πιο κοντά στα χλιαρά του
παιδιά, λες και θέλει να τα ζεστάνει με την ανάσα του, να τα ζωντανέψει με την
πνοή του. Ξεκίνησε από αμείλικτος κριτής, που έβγαλε την καταδικαστική κρίση
του· παρουσιάστηκε σαν αυστηρός πατέρας, που συμβούλευσε την διόρθωση· έγινε
στοργικός φίλος, που παρακίνησε σε μετάνοια· και τώρα εμφανίζεται σαν
αγαπημένος εραστής, που ζητά να μπεί στην καρδιά μας. «Ιδού έστηκα επί την
θύραν και κρούω», λέει· «εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν,
εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ΄ αυτού και αυτός μετ΄ εμού». Σαν να
ακούμε την φωνή του αδελφιδού στο Άσμα ασμάτων, που κράζει έξω από την πόρτα
της αδελφής του νύμφης· «Άνοιξον μοι, αδελφή μου, η πλησίον μου, περιστερά μου,
τελεία μου, ότι η κεφαλή μου επλήσθη δρόσου και οι βόστρυχοί μου ψεκάδων
νυκτός»(5: 2). «Θύρα» είναι η καρδιά του κάθε ανθρώπου, την οποία ο Κύριος δεν
θέλει να βιάσει, όπως ερμηνεύουν οι πατέρες, αλλά περιμένει να ανοίξει μόνη της
για να τον δεχθεί. Η καρδιά είναι κλειστή, διότι ο ζήλος της έχει κρυώσει και η
αλαζονεία την έχει φράξει, αλλά ο Κύριος χτυπά. Χτυπά και φωνάζει με ποικίλους
τρόπους· με δοκιμασίες, με ευλογίες, και προ πάντων με τον λόγο του. Κι όποιος
ακούσει την φωνή του και υπακούσει στο κτύπημά του, ζωντανεύει η πίστη μέσα του
και σηκώνεται η μετάνοια και ανοίγει την καρδιά του και μπαίνει μέσα ο Χριστός.
Μπαίνει αυτός μέσα μας, για να μη εμέσει εμάς και μας βγάλει από μέσα του.
Κάθεται μαζί μας στο ίδιο τραπάζι και τρώμε συντροφιά από το ίδιο φαγητό. Με
την ευφρόσυνη αυτή εικόνα του συμποσίου ο Κύριος εκφράζει την παραδείσια
κατάσταση της οικειότητος, της τιμής και της κοινωνίας μαζί του, που χαρίζει σε
όποιον τον δέχεται με αγάπη και πόθο. Σημαίνει την μυστική και άρρητη
αγαλλίαση, που νιώθει ο πιστός με την παρουσία του Χριστού στην καρδιά του. Και
βρίσκει την κυριολεκτική της, πράγματι, επαλήθευση στο μυστηριακό δείπνο της
θείας Ευχαριστίας, στο οποίο κοινωνούμε τον Αγαπημένο με αυτό το Σώμα του και
το Αίμα του, που μπαίνει μέσα στο δικό μας σώμα και αίμα και μας κάνει δικούς
του, μας αγιάζει και μας θεώνει.
Το βραβείο
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός τελειώνει την επιστολή του προς την εκκλησία της
Λαοδίκειας ανακοινώνοντας το μεγάλο βραβείο, που επιφυλάσσει στους νικητάς· «Ο
νικών δώσω αυτώ καθίσαι μετ΄ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα
μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού». Είναι όντως πολύ μεγάλο το βραβείο, το
μεγαλύτερο από όλα όσα υπόσχεται στις επτά εκκλησίες της Μ. Ασίας, στις οποίες γράφει·
και το υπόσχεται στην εκκλησία, που ελέγχει περισσότερο από όλες. Αυτόν που θα
νικήσει, δηλαδή θα διώξει την χλιαρότητα και θα ανακτήσει τον ζήλο, θα τον
βάλει να καθίσει στον θρόνο του, θα τον κάνει σύνεδρο και συμβασιλέα. Ο ίδιος ο
Ιησούς Χριστός έχει θρόνο ως νικητής του πιο μεγάλου εχθρού, του θανάτου, και ο
θρόνος του είναι αυτός ο ίδιος ο θρόνος του Θεού Πατέρα. Θεός Κύριος και αυτός,
σύνθρονος και ισότιμος με τον Πατέρα, δίνει το ύψιστο προνόμιο στους πιστούς,
που αγωνίζονται και νικούν, να κάθονται στον θρόνο μαζί του, που σημαίνει να
συμμετέχουν στην δική του δύναμη και στην δική του δόξα. Πόσο ψηλά ανεβάζει τον
άνθρωπο η θεία χάρη! Ίσως, βέβαια, δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιο ακριβώς
είναι το περιεχόμενο αυτής της θεϊκής δόξας. Είναι όμως βέβαιο ότι θα σημάνει
την τέλεια ολοκλήρωση του αληθινού, αθάνατου εαυτού μας!
Προσοχή, γράφτηκε και για μας
«Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις». Η τελευταία
αυτή φράση του Κυρίου, που κατακλείει και τις επτά επιστολές της Αποκαλύψεως
μάς καθιστά πολύ σαφές ότι οι επιστολές αυτές δεν απευθύνονταν μόνο στους τότε
χριστιανούς. Έτσι η συγκεκριμένη επιστολή δεν αφορά μόνο στους τότε χριστιανούς
της Λαοδίκειας, αλλά απευθύνεται μέχρι σήμερα σε όλους τους χλιαρούς
χριστιανούς της Εκκλησίας. Και είναι πολύ επίκαιρο και ιδιαίτερα αναγκαίο να
ακούσουμε το μήνυμα του αγίου Πνεύματος σήμερα, που η χλιαρότητα και η χαλάρωση
των χριστιανών έχει τόσο επεκταθεί, ώστε απειλεί να αλλοιώσει την Εκκλησία και
να επιτρέψει στον κόσμο να την αλώσει. Βέβαια, η Εκκλησία δεν πρόκειται να
χαθεί, διότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16: 18), αλλά εμείς και
την σωτηρία μας διακινδυνεύουμε, αν ανήκουμε στην κατηγορία των χλιαρών, και με
μεγάλο κρίμα βαρυνόμαστε, αν ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση. Ειδικά οι επίσκοποι,
οι άγγελοι των κατά τόπους εκκλησιών, αλλά και οι ιερείς και ποιμένες, στους
οποίους ανατίθεται η πνευματική ευθύνη ψυχών, χρειάζεται με πολλή προσοχή να
ενωτισθούν την φωνή του Χριστού και να μη επιτρέπουν να εισβάλει το κοσμικό πνεύμα
μέσα στην Εκκλησία αλλά να καλλιεργούν την διαρκή μετάνοια. Η μετάνοια δεν
είναι μόνον αποφασιστική στιγμή είναι αποφασιστική ζωή, που θερμαίνει την πίστη
και αυξάνει τον ζήλο. Χωρίς μετάνοια, και η πιο ζεστή εκκλησία κρυώνει, και η
πιο λαμπερή σκοτεινιάζει και η πιο δυνατή αδυνατίζει και η πιο αγία εκκλησία
εκκοσμικεύεται. Αλλά ούτε και στον εαυτό μας να επιτρέπουμε αβαρίες στην πίστη
με ελαφριά συνείδηση. Μόλις αντιληφθούμε ότι τα κρύα ρεύματα του κόσμου
εισρέουν μέσα μας και απειλούν να κρυώσουν τον ζήλο μας, μόλις αντιληφθούμε ότι
η άνεση κι ο ευδαιμονισμός της εποχής μας δημιουργούν ένα αίσθημα βολεύματος
υβριστικού απέναντι στον Θεό, αμέσως να φροντίσουμε να ανάψουμε την φωτιά της
πίστεως, να τρέξουμε να ζητήσουμε το χρυσάφι του Χριστού, να ντυθούμε τα λευκά
του ιμάτια και να αλείψουμε τα μάτια μας με το κολλύριο των δακρύων, για να
μπορούμε να είμαστε κοντά του, να τρώμε και να ευωχούμαστε μαζί του μέσα στην
Εκκλησία του, και να καθίσουμε μια μέρα δίπλα του, στον θρόνο της αιώνιας
βασιλείας του. Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου