Μέγας ὑπῆρξε ὁ προφήτης Ἠλίας. «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — «δεύτερος Πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ». Φλογερός κήρυκας καί προφήτης Κυρίου Σαβαώθ. Στόμα Θεοῦ καί γλῶσσα τῆς ἀλήθειας. «Ἐπίγειος ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος». Ζηλωτής μέ τό λόγο καί τή ζωή του, δέ δίσταζε νά βεβαιώνει τόν ἴδιο τόν Κύριο καί νά τοῦ λέει: «Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. ΙΘ΄ 10). Ζῆλος ἱερός καί φλογερός κυριεύει τήν ψυχή μου γιά Σένα, τόν παντοκράτορα Κύριο. Γιά Σένα τό κήρυγμά μου. Γιά Σένα οἱ κόποι καί οἱ ταλαιπωρίες μου. Γιά Σένα, Κύριε, κάθε θυσία. Ἤτανε, στ’ ἀλήθεια, μιά πνευματική φωτιά. Κι ἕνα φῶς, μεσ’ στ’ ἀπέραντο σκοτάδι τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Ἰσραήλ στά σκοτεινά ἐκεῖνα χρόνια εἶχε, σέ μεγάλη ἔκταση, προδώσει τόν Κύριο, τόν ἀληθινό Θεό του. Εἶχε ἀποστατήσει καί λατρέψει τά εἴδωλα... Εἴχανε στήσει ἐκεῖνο τό τρομερό καί ἀπαίσιο εἴδωλο τοῦ Βάαλ καί τό προσκυνούσανε καί τό λατρεύανε. Ἤτανε, κατά κάποιο τρόπο, ὁ Δίας τῶν Χαναναίων καί ἄλλων ἀνατολικῶν λαῶν. Κάποια μέρα ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί διαλέγεται μέ τόν Ἠλία, κάπου ἐκεῖ στό Χωρήβ, μέσα στή σπηλιά τῆς διαμονῆς του: —«Τί σύ ἐνταῦθα, Ἠλιού»; τοῦ λέγει. Τί κάνεις ἐδῶ, Ἠλία; Πῶς ἐδῶ; —«Ζηλῶν ἐζήλωκα τῶ Κυρίω παντοκράτορι», τοῦ ἀπαντᾶ ὁ προφήτης. Φλογερός ζῆλος ἔχει κυριεύσει τήν ψυχή μου, καί μιά ἀγανάκτηση γιά τήν ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων. Σ’ ἔχουν ἐγκαταλείψει, Κύριε, ὅλοι.
Τά θυσιαστήριά σου τά καταστρέψανε καί τούς προφῆτες σου τούς σκοτώσανε, κι ἔμεινα μόνος ἐγώ· ἀλλά καί μένα μέ κυνηγᾶνε νά μέ σκοτώσουν.... Θά τόν ἐνισχύσει ὁ Θεός, βεβαιώνοντάς τον, ὅτι εἶναι ἑφτά χιλιάδες ἄνδρες οἱ ὁποῖοι «οὐκ ἔκλασαν γόνυ τῶ Βάαλ». —Αὔριο, τοῦ λέγει, νά βγεῖς ἀπ’ τή σπηλιά καί θά σταθεῖς μπροστά στόν Κύριο, ἐπάνω στό βουνό. Καί νά, ξαφνικά θά περάσει ἀπό μπροστά σου ὁ Κύριος μέ τοῦτο τόν τρόπο: Θά φυσήξει ἀνεμοθύελλα πού διαλύει ὄρη καί σπάει τίς πέτρες, ἀλλά δέν εἶν’ ἐκεῖ ὁ Κύριος. Μετά τήν καταιγίδα θ’ ἀκολουθήσει σεισμός, ἀλλ’ οὔτε ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Κύριος. Μετά τόν σεισμό θ’ ἀκολουθήσει φωτιά, ἀλλ’ οὔτε στή φωτιά βρίσκεται ὁ Κύριος. Καί μετά τή φωτιά θ’ ἀκολουθήσει «φωνή αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄ Βασ. ΙΘ΄ 11 – 12). Ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Κύριος. «Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ συντελεῖται μέ θύελλα, μέ σεισμό καί μέ φωτιά, γεγονότα πού τοῦ προκαλοῦν τήν προσοχή καί τήν ἔκπληξή του. Τόν ἔκαμαν νά φοβηθεῖ, νά συντριβεῖ καί νά ταπεινωθεῖ. Ὅμως ὁ Θεός δέν τοῦ μίλησε μέσα ἀπό τά φοβερά ἐκεῖνα σημεῖα, ἀλλ’ ὡς θεία ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία» (Νικ. Βασιλειάδη: Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας, Γ΄ – Δ΄ Βασ. τόμος ΣΤ΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ»). Ὁ Θεός τούς δικούς Του ἀνθρώπους τούς διδάσκει μέ πολλούς καί διαφόρους τρόπους. Οἱ τρεῖς πρῶτοι τρόποι —τῆς καταιγίδας, τοῦ σεισμοῦ καί τῆς φωτιᾶς— δέν ἀποκλείουν, βέβαια, τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν θέλει, διδάσκει καί μ’ αὐτούς τούς τρόπους, ὅπως, γιά παράδειγμα, μέ τίς πύρινες γλῶσσες μίλησε καί δίδαξε τή μέρα τῆς Πεντηκοστῆς· μέ τόν σεισμό καί τὴ φωτιά κατάστρεψε τά Σόδομα καί Γόμορρα —αἰώνιο δίδαγμα γιά ὅσους παραμένουν ἀμετανόητοι στή διαστροφή τους— ὥστε νά γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι πώς ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμο καί μπορεῖ νά διδάξει τούς ἀνθρώπους μέ μύριους τρόπους. Ὁ ἑρμηνευτής ἀρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, σημειώνει στό τελευταῖο φαινόμενο τῆς «φωνῆς αὔρας λεπτῆς» τά ἑξῆς: «Ὡραιότατος συμβολισμός τοῦ Κυρίου. Σεισμός, θύελλα καί φωτιά συμβολίζουν τό τραγικό μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὁ Θεός δέν ἐξαντλεῖται εἰς τά τρία αὐτά. Ἐντεῦθεν ἡ αὔρα, τό σύμβολον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τό εἶδος αὐτό τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ διδάσκει τόν προφήτην ἐν τῆ ἀπογνώσει καί ἀποθαρρύνσει διά τόν θρίαμβον τοῦ κακοῦ, ὅτι ἔπρεπε νά σκέπτεται τήν ἀγάπην καί μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, μέχρις ὅτου μετανοήση. Ἐπί τοῦ Σινᾶ, ἔνθα εἶχε δοθῆ ὁ αὐστηρός Νόμος διά κεραυνῶν καί ἀστραπῶν, δίδεται τώρα ὁ νόμος τῆς ἀγάπης». Στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες μέ τίς θύελλες καί τίς καταιγίδες καί τ’ ἀστραπόβροντα τοῦ μίσους καί τῶν διχασμῶν, ἡ ἀγάπη, σάν αὔρα λεπτή καί δροσερή ἡμερεύει καί ἀνακουφίζει τίς καρδιές. Ἡ δροσοφύσητη πνοή τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ σκορπάει καί μεταφέρει στίς ψυχές μιά μυστική καί θεία γαλήνη, χάρισμα καί δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη...» (Γαλ. Ε΄ 22). «Ἐν σοί μέν ἠρεμοῦμεν, ὦ Θεοῦ Λόγε», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ποῦ ἀλλοῦ θά βρεῖ ὁ κουρασμένος ἄνθρωπος, τῆς ψυχῆς τή γαλήνη, πού σάν «αὔρα λεπτή» θά τοῦ χαρίσει τήν ἐσωτερική ἀνάπαυση; Ὁ Κύριος ὅταν κάλεσε τούς ἀνθρώπους κοντά Του, αὐτή τήν ἀνάπαυση τούς ὑποσχέθηκε, ὅταν ἔλεγε: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ΙΑ΄ 28). Ἀνειρήνευτος, εἶναι μονάχα ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ «τήν ἀπελπισία τῆς ἀπουσίας τοῦ Χριστοῦ». Ὅποιος ὅμως, ζεῖ ἔντονα τήν παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά χαίρει καί εἰρηνεύει. Ὁ «ζηλωτής» Ἠλίας ὑπῆρξε ὁ φλογερός καί πύρινος προφήτης τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πῆρε καί τό μάθημα τῆς «φωνῆς αὔρας λεπτῆς». Ἄς μή σβήσει καί σέ μᾶς ἡ φλόγα τῆς πίστης, καί ἄς δεχόμαστε νά μᾶς ἁπαλοδροσίζει ἡ «φωνή αὔρας λεπτῆς» τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου