Ο εικοστός αιώνας στο χώρο του Χριστιανισμού χαρακτηρίσθηκε ως αιώνας του Οικουμενισμού, γιατί ποτέ άλλοτε στα προηγούμενα έτη δεν αναλήφθηκε τόσο εργώδης και εκτεταμένη προσπάθεια για την αποκατάσταση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου. Κατά την πρώτη χιλιετία η Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση, παρά την εμφάνιση αιρέσεων και σχισμάτων, διατήρησε την ενότητα της.
Στις οικουμενικές συνόδους, πού εκφράζουν το αληθές οικουμενικό πνεύμα του Ευαγγελίου, την γνήσια οικουμενικότητα, υπήρχε η δυνατότητα για την έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία και αποκατάσταση των τραυμάτων πού προκαλούσαν οι παρανοήσεις και παραχαράξεις του χριστιανικού δόγματος και η διασάλευση της εκκλησιαστικής τάξεως. Μέσα στο θεσμό της πενταρχίας των πατριαρχών, που περιελάμβανε τους θρόνους Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ο Πάπας λειτουργούσε ως πρώτος μεταξύ ίσων, και μολονότι είχαν φυτρώσει οι τάσεις και προβάλλονταν συχνά οι διεκδικήσεις για παγκόσμια δικαιοδοσία, για πρωτείο εξουσίας, αντί του προηγουμένου πρωτείου τιμής, εν τούτοις οι ιστορικές συγκυρίες και η εκκλησιολογική ευαισθησία απέτρεπαν την διαίρεση Ανατολής και Δύσεως, η οποία σχεδιαζόταν και τότε και ήταν εμφανής στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι.
Δυστυχώς η ενότητα έπαυσε να υπάρχει στις
αρχές της δεύτερης χιλιετίας, με αποκλειστική την ευθύνη του Παπισμού για την
μεγάλη αυτή αμαρτία και πτώση, την τρίτη μεγάλη πτώση μετά από εκείνες του Αδάμ
και του Ιούδα κατά τον Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς. Η μοναρχία του Πάπα στη Δύση
με την υποβάθμιση και κατάργηση του συνοδικού συστήματος, σε συνδυασμό με τις
κοσμικές επιδιώξεις τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, διέστρεψαν το γνήσιο
χριστιανικό πνεύμα και οδήγησαν σε περαιτέρω διαιρέσεις τον δυτικό
Χριστιανισμό, με συνέπεια την εμφάνιση του Προτεσταντισμού τον 16ο αιώνα ο οποίος ορθά κατενόησε την παραποίηση και διαστροφή του Ευαγγελίου εκ μέρους των Παπών, κινήθηκε όμως και αυτός έξω από την εγγυημένη και κατασταλαγμένη
εμπειρία της Εκκλησίας σε ατραπούς ατομικών και εγωιστικών ερμηνειών και
πλήθηνε τις διαιρέσεις.
Δημιουργήθηκε πάντως τώρα ένας τρίτος
πόλος, ένας τρίτος εταίρος μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Οι δύο μεγάλοι
ιστορικοί θρόνοι, όσο η Κωνσταντινούπολη ήταν πολιτικά ελεύθερη, παρά τις
επανειλημμένες ενωτικές προσπάθειες μέχρι και των τελευταίων προ της αλώσεως
χρόνων, δεν κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν την ενότητα. Η πολιτική υποβάθμιση και
αιχμαλωσία της Κωνσταντινούπολης κατά τους αιώνες της Τουρκοκρατίας, μέσα στην
άβυσσο του ελέους και των κριμάτων του Θεού, με τον σταυρό του μαρτυρίου και της
θυσίας, βοήθησε στην εμβάθυνση και εμπέδωση της ορθοδόξου πίστεως στην
αναγκαστική αποχή από τις κοσμογονικές διεργασίες στο χώρα της Δύσεως, όπου ο
Χριστιανισμός διηρημένος τραγικά ετίθετο στο περιθώριο των πνευματικών και
πολιτιστικών διεργασιών.
Μετά την πνευματική κυριαρχία του
Διαφωτισμού και των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης ο Προτεσταντισμός φαινόταν
περισσότερο κατάλληλος και έτοιμος να εκπροσωπήσει το μήνυμα του Ευαγγελίου
απέναντι στην μεσαιωνική παρακμή του Παπισμού. Παπισμός και Προτεσταντισμός,
γεννήματα αμφότεροι ανθρωποκεντρικών τάσεων και επιδιώξεων, στην μεταξύ τους
άγρια και εξοντωτική αντιπαράθεση αναζητούσαν συμμάχους, ιστορικά και θεολογικά
ερείσματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική
Εκκλησία, ήταν και παρέμενε για τις δύο πλευρές ο γνώμων, η λυδία λίθος, για
τον έλεγχο της εκκλησιολογικής τους ταυτότητος.
Δυστυχώς, όταν κατά τον 20ό αιώνα τα
αδιέξοδα του δυτικού Χριστιανισμού ήσαν πλέον εμφανή στην αδυναμία του να
ποδηγετεί τον δυτικό κόσμο και στην ουσιαστική αποχριστιάνιση της Ευρώπης η
διαφυλαχθείσα από τον Θεό αμέτοχη σ' αυτήν την πορεία Ορθόδοξη Εκκλησία έκανε
το μεγάλο ιστορικό και θεολογικό λάθος αντί να παραμείνει ουδέτερη απέναντι
στον Παπισμό και στον Προτεσταντισμό, ως ελπίδα και κριτήριο αληθείας για
αμφότερους, ταυτίσθηκε με τους Προτεστάντες, έγινε μέλος του Προτεσταντικού
Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών με βαρύτατες συνέπειες και απώλειες. Η Ρώμη
διεκδικεί τώρα μόνη της τα χαρακτηριστικά της UNA SANCTA και οι Προτεστάντες
αντιμετωπίζουν την Ορθοδοξία ως μία από τις πολλές δικές τους ομολογίες και
«εκκλησίες».
Δεν προτιθέμεθα στο σύντομο παρόν άρθρο να
προχωρήσουμε σε περαιτέρω αναλύσεις και εμβαθύνσεις. Στόχος μας εδώ
αποκλειστικός είναι να επισημάνουμε ότι αυτό το άνοιγμα της Ορθοδοξίας για την
επίτευξη της χριστιανικής ενότητας, κατ' αρχήν προς τους Προτεστάντες, κατόπιν
και προς τον Παπισμό, πού επισυνέβη με έκπτωση από βασικές αρχές της ορθοδόξου
πίστεως, και πού κατέστησε την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία
μέρος και μέλος του συστήματος των αιρέσεων και των πλανών και συνυπεύθυνη για
τα τραγικά αδιέξοδα του χριστιανικού κόσμου, παρουσιάζεται με καύχηση ως μεγάλο
επίτευγμα, από τους Ορθόδοξους Οικουμενιστές. Διοργανώνονται επετειακές
εκδηλώσεις, ενισχύονται οι συμπροσευχές και τα συλλείτουργα, συνεχίζονται οι
θεολογικοί διάλογοι. Και ενώ ωριμάζει στην εκκλησιαστική συνείδηση η αίσθηση
του λάθους και η ανάγκη της εξόδου από την οικουμενιστική αιχμαλωσία,
ενισχύεται στην θεολογική παιδεία και στους κύκλους των εκκλησιαστικών ηγετών η
οικουμενιστική, ισοπεδωτική και συγκρητιστική τάση. Η αλήθεια όμως δεν αλλάζει,
όσο και αν αυξάνει το ψεύδος. Αυτήν την αλήθεια εξέφρασε το «Διορθόδοξο
Θεολογικό Συνέδριο» πού οργάνωσαν στην Θεσσαλονίκη το Τμήμα Ποιμαντικής και
Κοινωνικής Θεολογίας και η Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών, από 20-24 Σεπτεμβρίου,
με θέμα «Οικουμενισμός - Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις».
Η επιτυχέστατη διεξαγωγή του συνεδρίου με
τον μεγάλο αριθμό εισηγητών και την σημαντικότατη θεματολογία, ως και η απήχηση
στο εκκλησιαστικό πλήρωμα, δικαιώνουν την διαπίστωση, πού θα φανεί και από την
δημοσίευση των πορισμάτων, αργότερα δε και των πρακτικών, ότι αποτελεί την
πρώτη σοβαρή επιστημονική και συλλογική απομύθευση του Οικουμενισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ - ΕΤΟΣ ΣΤ-
ΙΟΥΛΙΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου