Ότι ανέστη η Θεοτόκος μαρτυρούν πολλοί άγιοι και Θεολόγοι. Ο μεν γαρ θεσπέσιος Ανδρέας ο Κρήτης εν ενί των εις την Κοίμησιν τριών εγκωμίων αυτού, ούτω γράφει: «Πως ουκ αψευδής η μετάθεσις; Επεί και τάλλα συνέδραμε, ψυχής διάστασις από σώματος, συνθέτου λύσις, μερών διάζευξις, ανάλυσις, επίζευξις (ήτοι ένωσις ψυχής μετά σώματος), σύμπηξις (ήτοι ανάστασις), και προς το αφανές, υποχώρησις». Ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν ενί των εις την Κοίμησιν λόγων αυτού, ου η αρχή «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις» ούτω φάσκει: «Έδει καθάπερ χρυσόν αποβαλούσαν το γεώδες και αλαμπές της θνητότητος πάχος, ως εν χωνεύσει τω θανάτω την σάρκα (της Θεοτόκου) άφθαρτον και καθαράν τω φέγγει της αφθαρσίας εκλάμπουσαν, εξαναστήναι του μνήματαος. Σήμερον αρχήν λαμβάνει (η Θεοτόκος) δευτέρας υπάρξεως (ήτις εστίν η ανάστασις) υπό του δόντος αυτή την αρχήν της προτέρας υπάρξεως». Και πάλιν εν τω τέλει: «Εισέλθωμεν εις τον τάφον (της Θεοτόκου) και γνώμεν του μυστηρίου το ξένον, ως ήρται (το σώμα δηλ.). ως μετεώρισται, ως προς Ουρανόν ανείληπται, ως τω Υιώ πασών υπερτέρα των Αγγελικών παρίσταται τάξεων· ουδέν γαρ μέσον Μητρός και Υιού». Και αύθις:
«Ώσπερ το εξ αυτής ενυποστάν τω Θεώ Λόγω σώμα το άγιον το ακήρατον τη Τρίτη ημέρα του μνήματος εξανίστατο· ούτω και ταύτην έδει εξαρπασθήναι του τάφου, και προς τον Υιόν την Μητέρα προσορμισθήναι». Καθαρώτατα δε και σαφέστατα τούτο παρίστησιν ο της Θεσσαλονίκης φωστήρ θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς εν τω εις την Κοίμησιν λόγω αυτού, ούτω πανηγυρίζων: «Μόνη αύτη νυν μετά του Θεοδοξάστου σώματος συν τω Υιώ τον ουρανόν έχει χώρον… Ει γαρ ψυχή Θεού χάριν ένοικον σχούσα, προς Ουρανόν ανέρχεται των ενταύθα λυθείσα… πως αν το μη μόνον εν εαυτώ λαβόν αυτόν τον προαιώνιον και Μονογενή του Θεού Υιόν, την αένναον πηγήν της χάριτος, αλλά και γεννητικόν αναφανέν αυτού σώμα, ουκ από γης προς Ουρανόν ανελήφθη; Δια τούτο το γεννήσαν εικότως σώμα, συνδοξάζεται τω γεννήματι δόξη Θεοπρεπεί, και συνανίσταται κατά το προφητικόν άσμα, τω πρότερον αναστάντι τριημέρω Χριστώ η Κιβωτός του αγιάσματος αυτού». Διατί δε ου δημοσιεύεται επ’ Εκκλησίας η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, αλλά μετάστασις μόνον αυτής λέγεται; Διότι η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις δόγμα εστί μυστικόν εν μόνοις τοις λόγοις των Πατέρων σημειούμενον, και ουχί κήρυγμα όθεν και σιωπάται. Επειδή κατά τον μέγαν Βασίλειον «Τα μεν δόγματα σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται». Και (εκ δευτέρου) ότι η μετάστασις είναι καθολικωτέρα της αναστάσεως και αναλήψεως· καθότι παν το αναστηθέν, ή αναληφθέν, μεθίσταται κατά τόπον· όθεν η μετάστασις λεγομένη επί της Θεοτόκου, και την ανάστασιν αυτής συμπεριλαμβάνει, και την ανάληψιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν δήλον ότι οι φρονούντες ότι η Θεοτόκος ουκ ανέστη: ήτοι δεν ηνώθη η αγιωτάτη αυτής ψυχή μετά του αχράντου αυτής σώματος, ουδέ το σώμα αυτής είναι ζωντανόν εν ουρανοίς, αλλά νεκρόν, ως χωρισμένον της ζωοποιούσης αυτό ψυχής, ουκ ορθώς φρονούσιν, ουδέ πρέποντα τη Μητρί του Θεού λέγουσι· καθότι το εκ νεκρών αυτήν αναστήναι και αναληφθήναι και ζώσαν ήδη είναι εν ουρανοίς, ασυγκρίτως Θεομητροπρεπέστερον επί του νεκράν αυτήν είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου