(Νικηφόρου του Θεοτόκη)
Λαμπρά και ένδοξος πανήγυρις σήμερον, αδελφοί, πλήρης ευλογίας και χάριτος Θεού· όχι ενός, αλλά Πάντων των εν ουρανοίς απογεγραμμένων Αγίων, ήτοι των προ νόμου Δικαίων, των εν νόμω Προφητών και των μετά την ευαγγελικήν χάριν Αποστόλων, Μαρτύρων, Ομολογητών, Ιεραρχών, Οσίων και πάντων των απ’ αρχής κόσμου μέχρι της σήμερον ευαρεστησάντων τον Θεόν ανδρών τε και γυναικών, γνωστών και αγνώστων. Πάντων τούτων των Αγίων ομού την μνήμην σήμερον ευσεβώς πανηγυρίζοντες, λαμβάνομεν δια της πρεσβείας αυτών την χάριν και ευλογίαν του Θεού. Σήμερον δε ανεγνώσθη και η περικοπή της προς Εβραίους επιστολής του Παύλου, η εξιστορούσα τα κατορθώματα των Αγίων, εις δόξαν μεν και έπαινον αυτών, προτροπήν δε ημών προς μίμησιν των θεαρέστων αυτών έργων. Την επιστολήν ταύτην, εν τη Ιταλία ευρισκόμενος ο πανένδοξος Παύλος, έγραψε προς πάντας τους κατοικούντας εις την Ιερουσαλήμ και εις όλην την Παλαιστίνην, παρηγορών αυτούς δια τους μεγάλους διωγμούς και την καταπίεσιν, την οποίαν υφίσταντο εκεί υπό των μη πιστευσάντων Εβραίων, συγχρόνως δε και δι’ ισχυρών επιχειρημάτων αποδεικνύων, ότι κατηργήθησαν πάντα τα του νόμου σκιώδη, αντ’ αυτών δε εισήχθη η χάρις του Ιησού Χριστού και η υπ’ αυτών προτυπωθείσα ευαγγελική αλήθεια.
Το ύψος των νοημάτων, το κάλλος της φράσεως, η σύνθεσις των ονομάτων, η ισχυρότης των εις αυτήν αποδείξεων δισταγμόν προεξένησαν εις διαφόρους και μάλιστα εις τους Δυτικούς περί του συγγραφέως αυτής. Άλλοι μεν τούτων ενόμιζον, ότι αύτη είναι έργον του Λουκά, άλλοι του Βαρνάβα, άλλοι του λογίου Απολλώ και άλλοι του Ρώμης Κλήμεντος. Κατά τον τέταρτον όμως από Χριστού αιώνα πάντες και αυτοί οι της Δυτικής Εκκλησίας Πατέρες επείσθησαν νικηθέντες υπό των ισχυρών αποδείξεων, ότι είναι γνήσιον σύγγραμμα του Απ. Παύλου. Έκτοτε δε πάσαι αι Εκκλησίαι συμφώνως πιστεύουν, ότι ο Παύλος ελληνιστί συνέγραψεν αυτήν, ως και τας λοιπάς αυτού επιστολάς (όρα τον Προλ. των υπομν. του Καλμ. εις την προς Εβρ. επιστ.). Πας ευσεβής, ακούων τας αρετάς των Αγίων και τα θαύματα τούτων, τα ιστορούμενα υπό του σήμερον αναγνωσθέντος μέρους ταύτης της επιστολής, κατανύγεται και πολλήν κερδίζει την πνευματικήν ωφέλειαν. Προσηλώσατε λοιπόν τον νουν σας προς ακρόασιν της ερμηνείας αυτών, ίνα ακριβώς αυτά κατανοήσαντες, μιμηθήτε τας των Αγίων αρετάς και τα τούτων σεβάσμια κατορθώματα. «Αδελφοί, οι Άγιοι Πάντες δια της πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων» (Εβρ. ια: 33). Όσοι εκ του γένους των Εβραίων επίστευσαν εις τον Ιησούν Χριστόν, εκείνοι πολλά έπασχον υπό των μη πιστευσάντων ομογενών αυτών, ονειδισμούς δηλονότι, θλίψεις, θεατρισμούς, δεσμά, αρπαγήν και στέρησιν των ιδίων υπαρχόντων (Εβρ. ι: 33 – 34). Ίνα λοιπόν παρηγορήση αυτούς ο θεηγόρος Παύλος, και στερεώση εις την εις Χριστόν πίστιν, περιγράφει τα κατορθώματα και τα θαύματα όσα εποίησαν, και τας ανταμοιβάς όσας έλαβον οι πιστοί και δίκαιοι άνθρωποι και άρχεται μεν από του δικαίου Άβελ, αναφέρων αυτούς κατ’ όνομα, καταντήσας δε εις την Ραάβ, ήτις δια την πίστιν αυτής δεξαμένη τους κατασκόπους εσώθη, ίσταται εκεί λέγων· «Εγκαταλείπει με και ουκ εξαρκεί μοι ο καιρός, εάν διηγηθώ τα περί του Γεδεών, Βαράκ τε και Σαμψών, Δαβίδ τε και Σαμουήλ, και των Προφητών» (Εβρ. ια: 32). Έπειτα σιωπήσας των άλλων Αγίων τα ονόματα, λέγει· «Οι δια πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας» (Εβρ. ια: 33). Αυτοί, λέγει, οι Άγιοι Πάντες, και οι ονομασθέντες υπ’ εμού και οι σιωπηθέντες, τη δυνάμει της πίστεως ενίκησαν και κατετρόπωσαν βασιλείας. Τίνες δε είναι ούτοι οι τας βασιλείας κατατροπώσαντες; Ο μεν Αβραάμ ενίκησε τους πέντε βασιλείς, τους τον ανεψιόν αυτού Λωτ αιχμαλωτεύσαντας (Γεν. ιδ: 20)· ο δε Μωϋσής, τον Φαραώ, τον Αμαλήκ τον Χαναναίον, τον Σιών βασιλέα των Αμορραίων, και τον Ώγ βασιλέα της Βασάν (Έξοδ. ιδ: 28, ιζ:13, Δευτ. α:4). Ο δε Ιησούς του Ναυή τον βασιλέα της Ιεριχούς και τον βασιλέα της Γαί, και όσους άλλους η τούτου βίβλος διαλαμβάνει (Αριθ. κ: 3, 24, 35). Και άλλοι δε άνδρες ευσεβείς τη δυνάμει της Πίστεως κατετρόπωσαν βασιλείας, ως ιστορούσι τα των Κριτών και των Βασιλειών βιβλία (Ιησ. στ: 7). «Ειργάσαντο δικαιοσύνην» (ενθ. ανωτ.). Ούτοι είναι η Δεββώρα, ο Βαράκ, ο Γεδεών, ο Ιεφθάε, ο Σαμουήλ, οίτινες υπό του φωτός της εις Θεόν πίστεως οδηγούμενοι έκριναν μετά πάσης δικαιοσύνης τον λαόν του Ισραήλ, δικαιούντες τους αδικουμένους, και κατακρίνοντες τους αδικούντας. «Επέτυχον επαγγελιών» (ενθ. ανωτ.). Νίκην υπεσχέθη ο Θεός εις τον Βαράκ δια στόματος της Προφήτιδος Δεββώρας (Κριτ. δ:7), ομοίως και εις τον Γεδεών δια στόματος του εις αυτόν αποσταλέντος Αγγέλου (Κριτ. στ: 14), ανάπαυσιν από της καταδρομής των εχθρών εις τον Δαβίδ δια του Προφήτου Νάθαν (Β΄ Βασιλ. ζ: 11), απέλαβον δε ούτοι όσα εις αυτούς υπεσχέθη ο Θεός. Ο μεν Βαράκ κατετρόπωσε την του Ιαβίν δύναμιν, ο δε Γεδεών επάταξε τους Μαδιανίτας· ο δε Δαβίδ βασιλεύσας επί πάσας τας φυλάς του Ισραήλ και τελευταίον απαλλαγείς των εχθρών αυτού, και απλώσας της βασιλείας αυτού τα όρια, ανεπαύθη εν ειρήνη. «Έφραξαν στόματα λεόντων» (ενθ. ανωτ.). Ούτοι είναι ο Σαμψών, όστις συνέτριψε τον σκύμνον του λέοντος ως ερίφιον απαλόν (Κριτ. ιδ: 6) και ο Δαβίδ, όστις εθανάτωσε τας άρκτους και τους λέοντας τους επιβουλευομένους τα πρόβατα της ποίμνης αυτού (Α΄ Βασιλ. ιζ: 34 – 35) και ο Προφήτης Δανιήλ, όστις έφραξε των λεόντων τα στόματα (Δαν. στ: 22). «Έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων» (Εβρ. ια: 34). Οι τρεις Παίδες έσβεσαν την δύναμιν του πυρός της επταπλασίως εκκαυθείσης καμίνου, εις δρόσον αυτό μεταβαλόντες. Ο Δαβίδ έφυγε την μάχαιραν του Σαούλ, ο Ηλίας την της Ιεζάβελ, ο Μιχαίας την του Ιωράμ. Ο Ιώβ ενεδυναμώθη από της ασθενείας αυτού και ιατρεύθη από των οδυνηρών αυτού πληγών, ομοίως και ο Εζεκίας από της θανατηφόρου ασθενείας αυτού. Ο Μωϋσής, ο Ιησούς του Ναυή, ο Δαβίδ, οι Μακκαβαίοι πολλήν ανδρείαν έδειξαν εις τους πολέμους, και έστρεψαν εις τα οπίσω τας των εχθρών αυτών παρατάξεις. «Έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια: 35).Η Σαραφθία δια της προσευχής του Προφήτου Ηλιού έλαβε παρ’ αυτού τον νεκρόν αυτής υιόν εγερθέντα εκ των νεκρών· ομοίως και η Σωμανίτις δια της προσευχής του Προφήτου Ελισαίου. Σημείωσε δε ότι ο θείος Παύλος δια μεν των προειρημένων λόγων ιστόρησε συντόμως τα δια της Πίστεως κατορθώματα των θεοφιλών ανθρώπων, δια δε των εξής περιγράφει τας αρετάς και τα παθήματα των Αγίων ανδρών. «Άλλοι δε (λέγει, εκ των Αγίων) ετυμπανίσθησαν» (ενθ. ανωτ.). Και τινές μεν λέγουσιν ότι το Ετυμπανίσθησαν σημαίνει το Απεκεφαλίσθησαν· τινές δε το Εξεδάρησαν το δέρμα αυτών, τινές δε το Απέθανον δια ροπάλων τυπτόμενοι. Τούτο δε το έσχατον σημαινόμενον είναι το αληθές. Πρώτον μεν επειδή τύμπανα λέγονται τα ξύλα δι’ ων δέρουσι τους καταδίκους εις τα δικαστήρια· δεύτερον επειδή ο Ελεάζαρος, ο των επτά Μακκαβαίων διδάσκαλος, περί ου εγράφη ότι «Τοσαύτα δε ειπών, επί το τύμπανον ευθέως ήλθεν» (Β΄ Μακκαβ. στ: 28), ουδέ απεκεφαλίσθη, ουδέ εξεδάρη το δέρμα, αλλά μαστιγούμενος ετελεύτησεν. Ηδύνατο δε ούτος, εάν ήθελε να ποιήση το θέλημα των τυράννων, να λυτρωθή από του θανατηφόρου τυμπανισμού, ως συνεβούλευον αυτόν οι μέλλοντες να τυμπανίσωσιν αυτόν (αυτόθ. 22 – 30) όπως και αυτός ο ίδιος εμαρτύρησε, λέγων· «Τω Κυρίω τω την αγίαν γνώσιν έχοντι φανερόν εστιν, ότι δυνάμενος απολυθήναι του θανάτου, σκληράς υποφέρων κατά το σώμα αλγηδόνας μαστιγούμενος, κατά ψυχήν δε ηδέως δια τον Αυτού φόβον ταύτα πάσχων» (ενθ. ανωτ. 30). Τους λόγους τούτους του Ελεαζάρου σημαίνουσι του Παύλου τα λόγια: «Ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν» (Εβρ. ια: 35). Αρμόζουσι δε και προς πάντας τους Αγίους Μάρτυρας, οίτινες δεν εδέχθησαν να αρνηθώσι την ευσέβειαν, ίνα λυτρωθώσιν από των χειρών των τυράννων. Αλλά διατί οι Άγιοι Μάρτυρες δυνάμενοι να λυτρωθώσι εκ των βασάνων και του θανάτου, δεν ηθέλησαν; «Ίνα, λέγει, κρείττονος αναστάσεως τύχωσι» (Εβρ. ια: 35). Ποία δε είναι η κρείττων ανάστασις; Δύο είναι αι των νεκρών αναστάσεις· ανάστασις ζωής, και ανάστασις κρίσεως. Και πάντες μεν οι νεκροί ανίστανται, όταν σαλπίση του Αγγέλου η σάλπιξ, πλην «Εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής» (Ιωάν. ε: 29), ήτοι ανίστανται ίνα πορευθώσιν εις την αιώνιον ζωήν και Βασιλείαν, «Οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως», τουτέστιν ανίστανται, ίνα απέλθωσιν εις την αιώνιον κόλασιν. Ανάστασιν λοιπόν κρείττονα ωνόμασεν ο θείος Παύλος την ανάστασιν της ζωής. Δεν εδέχθησαν λοιπόν οι Άγιοι Μάρτυρες να αρνηθούν την αλήθειαν δια να λυτρωθώσιν από του θανάτου, ίνα μη αναστηθώσιν εις ανάστασιν κρίσεως, αλλ’ ίνα τύχωσι κρείττονος αναστάσεως, ήτοι απολαύσωσι της ουρανών Βασιλείας. Δια τούτο και ο θεόφρων Ελεάζαρος έλεγεν· «Ει γαρ και επί του παρόντος εξελούμαι την εξ ανθρώπων τιμωρίαν, αλλά τας του Παντοκράτορος χείρας ούτε ζων ούτε αποθανών εκφεύξομαι» (Β΄ Μακ. στ: 26). «Έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής» (Εβρ. ια: 36). Τον μεν Ελισαίον αναβαίνοντα εις Βαιθήλ περιέπαιξαν και εχλεύασαν τα παιδάρια τα εκ της πόλεως εξελθόντα, και κραυγάσαντα· «Ανάβαινε, φαλακρέ, ανάβαινε» (Δ΄ Βασ. β:23), τον δε Ιερεμίαν έδειρε και έθηκε εις την φυλακήν ο Πασχώρ ο υιός Εμμήρ ο ιερεύς (Ιερ. κ: 1 – 2), τον δε Μιχαίαν ερράπισε μεν ο ψευδοπροφήτης Σεδεκίας, έβαλε δε αυτόν εις την φυλακήν ο Αχαάβ (Γ΄ Βασ. κβ: 24 – 27). «Ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν· υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι (ων ουκ ην άξιος ο κόσμος) εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια: 37 – 38). Ελιθάσθη, ο μεν Ναβουθαί δια προστάγματος του Αχαάβ (Γ΄ Βασ. κα: 13), ο δε Αζαρίας ο υιός Ιωδάε ο ιερεύς ο ελέγχων τας του λαού ανομίας δι’ εντολής του βασιλέως Ιωάς (Β΄ Παραλ. κδ: 20 – 21), ο δε Πρωτομάρτυς Στέφανος θυμώ και κακία των Ιουδαίων (Πράξ. ζ: 58). Επρίσθη (επριονίσθη) εν ξυλίνω πρίονι ο Προφήτης Ησαϊας· επειράσθη ο Ιώβ δια της στερήσεως των υπαρχόντων και των τέκνων αυτού, και δια της περικατασχούσης αυτόν δριμυτάτης αρρωστίας. Εν φόνω δε μαχαίρας απέθανεν ο Πρόδρομος Ιωάννης, και ο Ιάκωβος ο αδελφός Ιωάννου. Εν μηλωταίς (Ωριγ. Επιστ. Προς Αφρικ.), ή εν δέρμασι προβάτων και εν δέρμασιν αιγών ενδεδυμένοι περιήρχοντο ο Προφήτης Ηλίας και ο Προφήτης Ελισαίος, υστερούμενοι πάσης σωματικής απολαύσεως, θλιβόμενοι υπό των παρανόμων (Πράξ. ιβ: 2), κακουχούμενοι υπό της εκουσίου πτωχείας· (τοιούτων Αγίων ανδρών «ουκ ην άξιος ο κόσμος» ήτοι δεν ήσαν άξιοι οι εις την πονηρίαν και ανομίαν του κόσμου δουλεύοντες άνθρωποι, ουδέ της συναναστροφής ουδέ της θεωρίας τοιούτων Αγίων) περιπλανώμενοι εις τας ερημίας και εις τα όρη και εις τα σπήλαια και εις τας τρύπας της γης. Τοιούτοι ήσαν οι εκατόν Προφήται, τους οποίους έκρυψεν εν σπηλαίοις ο ευσεβής Αβδιού, ο του Αχαάβ οικονόμος (Γ΄ Βασ. ιζ: 4). Τοιούτοι ήσαν εκείνοι οι ζηλωταί του Νόμου, οίτινες μετά των Μακκαβαίων εξελθόντες εκ της Ιερουσαλήμ, ήλθον συν γυναιξί και τέκνοις εις την έρημον, κρυπτόμενοι εις αποκρύφους τόπους, και πάσαν κάκωσιν υπομένοντες (Α΄ Μακ. β: 29). «Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες δια της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν» (Εβρ. ια: 39 – 40). Πάντες, λέγει, ούτοι οι προειρημένοι Άγιοι, καν μεμαρτυρημένον και βέβαιον υπάρχη, ότι δια της πίστεως αυτών ευηρέστησαν τω Θεώ, όμως δεν έλαβον την επαγγελίαν, ήτοι εκείνο όπερ υπεσχέθη ο Θεός εις τους δικαίους. Αλλά διατί τούτο; Διότι ο Θεός ωκονόμησε, λέγει, πράγμα κρείττον, τουτέστιν υπέρτερον και αγαθώτερον δι’ ημάς τους μετά ταύτα. Ποίον δε είναι τούτο το κρείττον; Τούτο είναι αυτό το ίνα μη λάβωσιν εκείνοι την τελείαν μισθαποδοσίαν, πριν ή και ημείς λάβωμεν αυτήν. Αλλά πως ανωτέρω μεν είπεν: «Επέτυχον επαγγελιών» (Εβρ. ια: 33). Ήτοι έλαβον τας επαγγελίας, ενταύθα δε λέγει ότι δεν έλαβον την επαγγελίαν, «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν»; Και τα δύο είναι αληθινά. Έλαβον μεν τινες των Αγίων επί γης όσα εις αυτούς κατά μέρος εις διαφόρους καιρούς υπεσχέθη ο Θεός· την δε μίαν και κοινήν και ουράνιον επαγγελίαν, ήτις είναι η απόλαυσις της θείας δόξης, δεν έλαβον οι Άγιοι. Τι λοιπόν; Δεν απολαμβάνουσιν αυτοί νυν της θείας δόξης και μακαριότητος; Απολαμβάνουσιν αναμφιβόλως, πλην ουχί όλου του πληρώματος αυτής. Όθεν δια τούτο δεν είπεν, ίνα μη χωρίς ημών δοξασθώσιν· αλλ’ είπεν, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν, τουτέστιν ίνα μη χωρίς ημών λάβωσι το τέλειον της θείας δόξης. Αλλά διατί τούτο; Πρώτον μεν επειδή οι Άγιοι δεν είναι συννημμένοι μετά των σωμάτων αυτών, δι’ ων κοπιάσαντες τας αρετάς κατώρθωσαν· δεύτερον δε, επειδή ο Θεός «Έστησεν ημέραν, εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη» (Πράξ. ιζ: 31). Εν αυτή δε τη ημέρα «Αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. β: 6). Εάν δε οι απ’ αιώνος Άγιοι έλαβον προ της ημέρας εκείνης το τέλειον της θείας δόξης, επομένως δε και οι αμαρτωλοί το τέλειον της κολάσεως, η παγκόσμιος κρίσις, την οποίαν ο Θεός ώρισεν, είναι περιττή· τρίτον, επειδή η πρόνοια του Θεού ωκονόμησε κρείττον τι περί ημών, ίνα μη εκείνοι έχωσι τι περισσότερον από ημάς, απολαβόντες πρότερον και χωρίς ημών της τελείας δόξης, αλλά πάντες ομού, ως εν σώμα Χριστού, συνδοξασθώμεν εν αυτώ, λαβόντες τον αποκείμενον «της δικαιοσύνης στέφανον, ον αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα» (Β΄ Τιμ. δ: 8). Βλέπε δε ότι σύμφωνα προς ταύτα είναι και τα εξής του Προφήτου Δαβίδ λόγια· «Εμέ υπομενούσι δίκαιοι έως ου ανταποδώς μοι» (Ψαλμ. ρμα : 8). Αλλ’ άραγε δεν αδικούνται οι δίκαιοι, περιμένοντες τοσούτους αιώνας την τελειότητα της ανταποδόσεως; Λύει την απορίαν ταύτην ο θείος Χρυσόστομος (εν τη προς Εβραίους), λέγων· «Ουκ εκείνους ηδίκησεν, αλλ’ ημάς ετίμησε. Ει γαρ σώμα εν οι πάντες εσμέν, μείζων γίνεται τω σώματι τούτω η ηδονή, όταν κοινή στεφανούνται, και μη κατά μέρος· και γαρ οι δίκαιοι και εν τούτω εισί θαυμαστοί, ώστε χαίρουσιν ως επί ιδίοις αγαθοίς, τοις των αδελφών· ώστε κακείνοις τούτο κατά γνώμην εστί, το μετά των μελών των ιδίων στεφανωθήναι. Το γαρ ομού δοξασθήναι μεγάλη ηδονή». Τα αυτά δε και άλλοι περί της αυτής υποθέσεως επιβεβαιούσιν. Ο δε εν Αγίοις Γρηγόριος ο Θεολόγος και το πως οι δίκαιοι ευθύς μετά την εκ νεκρών ανάστασιν απολαύσουσι της θείας δόξης, διδάσκει λέγων· «Ψυχή πάσα καλή τε και θεοφιλής, επειδάν του συνδεδεμένου λυθείσα σώματος ενθένδε απαλλαγής, ευθύς μεν εν συναισθήσει και θεωρία του μένοντος αυτήν καλού γενομένη… θαυμασίαν τινά ηδονήν ήδεται, και αγάλλεται, και ίλεως, χωρεί προς τον εαυτής δεσπότην… και οίον ήδη τη φαντασία καρπούται την αποκειμένην μακαριότητα· μικρόν δ’ ύστερον και το συγγενές σαρκίον απολαβούσα… τούτο συγκληρονομεί της εκείθεν δόξης» (Λόγος εις Καισάρ.). Ο δε θεηγόρος Παύλος έγραψε τα προκείμενα αυτού λόγια προς τους Εβραίους, ίνα παρηγορήση και ενδυναμώση αυτούς διωκομένους και πάσχοντας. Εάν ούτοι, λέγει, οι Άγιοι άνθρωποι, καν προ πολλών αιώνων ετελείωσαν τον αγώνα, όμως έτι περιμένουσι το τέλειον της ανταποδόσεως, πολλώ μάλλον ημείς οι μήπω τελειώσαντες της αρετής τον δρόμον, αλλ’ έτι αγωνιζόμενοι, ανάγκην έχομεν υπομονής. Τούτο δε και εκ των εξής λόγων είναι φανερόν. «Τοιγαρούν και ημείς τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα, και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ: 1 – 2). Το μεν νέφος, ως συγκείμενον εκ πολλών ατμών και αναθυμιάσεων, σημαίνει πλήθος πολύ· ο δε όγκος, ως μέγεθος, οίδημα, έπαρσις, σημαίνει παν υπερηφανείας είδος. Μάρτυρας δε ονομάζει όχι μόνον τους της Νέας Διαθήκης, τους υπέρ Χριστού μαρτυρήσαντας, αλλά και τους της Παλαιάς, οίτινες εμαρτύρησαν την αλήθειαν της Πίστεως και την του Θεού μεγαλειότητα, οι μεν δια θαυμάτων, οι δε δια προφητείας, οι δε δι’ αρετής, οι δε δια της μέχρι θανάτου υπομονής και γενναιότητος. Ευπερίστατον δε εκάλεσε την αμαρτίαν, ή καθότι μετά ευκολίας περικυκλοί ημάς, ή καθότι εύκολα πάσχει της νίκης την περίστασιν, επειδή εάν θέλωμεν, εύκολα νικώμεν αυτήν· ή καθότι ευκόλως και συνίσταται και γίνεται. Διότι και ο οφθαλμός δελεάζεται, και η ακοή καταθέλγεται, και η όσφρησις εκθηλύνεται, και η αφή γαργαλίζεται και η γλώσσα παραφέρεται, και ο λογισμός ημών ταχύς είναι εις την πονηρίαν. Και Αρχηγόν μεν της Πίστεως λέγει τον Ιησούν Χριστόν, καθότι πρώτος Αυτός εδίδαξεν εντελώς πάντα τα περί της εις Αυτόν Πίστεως, και καθότι δια του φωτισμού της θείας Αυτού Χάριτος σπείρει εις τας ψυχάς ημών της ευσεβείας τα σπέρματα. Τελειωτήν δε, καθότι Αυτός και αύξει και θερμαίνει και αναβιβάζει αυτήν εις την τελειότητα. Βλέπε δε πως ο του Θεού Απόστολος πρώτον ιστόρησε της Πίστεως τα κατορθώματα και των Αγίων ανδρών τα ενάρετα και θαυμάσια έργα, έπειτα ως συμπέρασμα επέφερε την νουθεσίαν, λέγων· λοιπόν επειδή έχομεν τοσούτον πλήθος Μαρτύρων κύκλω ημών, παριστώντων της πίστεως και της αρετής τα παραδείγματα, απορρίψαντες την οίησιν, την υψηλοφροσύνην, την έπαρσιν και παν άλλο της υπερηφανείας είδος, απορρίψαντες την ευκόλως συνιστωμένην και τελουμένην αμαρτίαν, τρέχωμεν προθύμως τον υπό του Θεού προτεθέντα ημίν αγώνα, προσηλούντες τα όμματα του νοός ημών εις τα παθήματα του Αρχηγού και τελειωτού της πίστεως, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου