Παληό και Νέο ημερολόγιο -- Του αειμνήστου Αθανασίου Σακαρέλλου, Θεολόγου

                                                                            H΄

                     Ορθοδοξία και κακοδοξία

Ορισμένοι απ’ το Νέο Ημερολόγιο ισχυρίζονται, ότι κι’ αν ακόμα επίσκοποι, ή Πατριάρχες, υποτεθεί, ότι κηρύττουν κακοδοξίες, δεν πρέπει οι πιστοί ν’ αποκόπτουν, κατ’ οικονομία, την κοινωνία μαζί τους. Τον ισχυρισμό αυτό τον στηρίζουν στο ότι υπήρξαν ακόμα και άγιοι της Εκκλησίας, που δήθεν δίδαξαν αιρέσεις, κι’ όμως οι πιστοί δεν αποκόπηκαν απ’ αυτούς! Αλλά, και η Εκκλησία, λένε, δεν τους καταδίκασε! Αναφέρουν μάλιστα, ως τέτοιες περιπτώσεις, τον άγιο Διονύσιο Αλεξανδρείας, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον Αυγουστίνο, κ.ά. Διακηρύττουν ακόμα, ότι η Εκκλησία ανέχθηκε κακοδοξίες, και μάλιστα επί αιώνες, όπως το Φιλιόκβε των Λατίνων κλπ. Με τα σπουδαία αυτά θέματα, ασχολείται η επόμενη ενότητα του βιβλίου. Επιμένουμε κάπως περισσότερο στην εξέταση αυτών, γιατί αντιλαμβάνεται ο κάθε πιστός, πόση σημασία μπορεί να έχει για την υπόσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας η επικράτηση εσφαλμένων απόψεων στα θέματα αυτά.

 

1. Ορθοδοξία και κακοδοξία δεν συμβιβάζονται.

Οι Νεοημερολογίτες για ν’ αμνηστεύσουν τους ποιμένες τους που κηρύττουν αιρέσεις, ισχυρίζονται ότι και άγιοι κήρυτταν αιρέσεις, χωρίς ν’ αποκηρυχθούν ποτέ απ’ τους Ορθοδόξους πιστούς. Ο ισχυρισμός τους αυτός όμως δεν είναι σωστός!

1. Το φως είναι αδύνατο να συνυπάρχει με το σκοτάδι. Το ίδιο αδύνατο είναι να συνυπάρχει η Ορθοδοξία με την αίρεση! Η μία κατάσταση αποκλείει την άλλη. Και η παραμικρή πλάνη στα θέματα της Πίστεως ακυρώνει την Ορθοδοξία. Ο σκοπός της Ορθοδοξίας είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στη θέωση, οπότε τότε ο άνθρωπος γίνεται «ναός Θεού» και μέλος του «σώματος του Χριστού». Κάθε πιστός που αξιώνεται να φτάσει στην κατάσταση του «φωτισμού» ή της «θεώσεως», αποκτά την αίσθηση της παρουσίας του Χριστού μέσα του. Αν ένας άνθρωπος δεν έχει αποκτήσει την αίσθηση αυτή, έστω και αν είναι βαπτισμένος δεν είναι μέλος του σώματος του Χριστού, κατά τους Πατέρες. Γι’ αυτό ο μοναχισμός, ο πραγματικός μοναχισμός των αγίων Πατέρων, έγινε ένα είδος δευτέρου βαπτίσματος στην Εκκλησία. Όταν ο πιστός φτάνει στη θέωση, φτάνει στην προσωπική του Πεντηκοστή. Όπως, τη μέρα της Πεντηκοστής αποκαλύφθηκε στους Αποστόλους «η πάσα αλήθεια», έτσι αποκαλύπτεται σε κάθε θεούμενο όλη η Ορθόδοξη θεολογία της Εκκλησίας. Τότε γίνεται ο άνθρωπος αυτός πραγματικός θεολόγος! Όταν η Εκκλησία διαθέτει πολλούς θεούμενους, τότε βρίσκεται σε ακμή. Όταν δεν διαθέτει τέτοιους βρίσκεται σε παρακμή, όπως σήμερα, που κοντεύει να εκλείψει και ο μοναχισμός των Πατέρων, στον οποίο υπήρχε πάντοτε η ασκητική μέθοδος θεραπείας του ανθρώπου. Η αίρεση καταστρέφει τη μέθοδο, που οδηγεί τον πιστό στη θέωση. Ανακόπτει την πορεία του ανθρώπου προς τη θέωση. Αυτό σημαίνει, ότι κάποιος που είναι αιρετικός δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στη θέωση, γιατί η αίρεση δεν μπορεί να μεταβάλει το δόγμα σε βίωμα. Γι’ αυτό ένας αιρετικός δεν μπορεί ποτέ να σωθεί. Δεν μπορεί ποτέ να γίνει άγιος. Και γι’ αυτό δεν υπάρχουν αιρετικοί άγιοι! Η αίρεση δεν οδηγεί τον άνθρωπο, εκεί που ο Θεός τον όρισε να φτάσει. Η διαφορά λοιπόν μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών είναι ότι οι μεν πρώτοι έχουν την θεραπεία της «νοεράς ενεργείας», οι άλλοι δεν έχουν. Στην αίρεση δεν υπάρχει πραγματική θεραπεία της ψυχής του ανθρώπου. Γι’ αυτό είναι τόσο επικίνδυνη η αίρεση και πολεμήθηκε τόσο απ’ τους Πατέρες, αλλά και πολεμείται από όλους τους Ορθοδόξους μέχρι σήμερα! 

2. Η αίρεση προέρχεται από έλλειψη «καθάρσεως» και «φωτισμού». Όταν ένας άνθρωπος δεν έφτασε στο στάδιο του «φωτισμού» και θεολογεί διατρέχει τον κίνδυνο να πέσει σε αιρέσεις, γιατί συγχέει τη σκέψη του περί Θεού, με το Θεό! Είναι αίρεση το να ταυτίζει κάποιος το Θεό με τη σκέψη του. Αυτό το βασικό σφάλμα έκαναν όλοι οι αιρετικοί, προπαντός δε οι Φράγκοι.

α. Οι κατά καιρούς αιρετικοί, που αναφάνηκαν στην ιστορία της Εκκλησίας, δεν παρεξέκλιναν σ’ όλα τα δόγματα της Ορθοδοξίας. Ήταν αρκετό να παρεκκλίνουν σε μια μόνο αλήθεια της Πίστεως, που μας παρέδωσαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας. Συνήθως, οι διάφοροι αιρετικοί ήταν καθ’ όλα Ορθόδοξοι, εκτός από ένα σημείο. Αυτό το τονίζουν πολλές φορές οι Πατέρες, όταν αναφέρονται στους διάφορους αιρετικούς. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός π.χ. λέει ότι οι Μονοφυσίτες δεν δέχονται την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο μόνο, «τα δε άλλα πάντα Ορθόδοξοι υπάρχοντες».

β. Η Ορθόδοξη Εκκλησία απαιτεί απ’ τα μέλη της να είναι 100% Ορθόδοξοι! Αν είναι 99% Ορθόδοξοι, δεν είναι Ορθόδοξοι! Είναι κακόδοξοι και αιρετικοί! Δεν είναι τότε τα άτομα αυτά μέλη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί να έχει μέλη, ανθρώπους που είναι αιρετικοί και κακόδοξοι! Κι’ αυτό γιατί είναι αδύνατο, να υπάρχει αίρεση και κακοδοξία μαζί στην Εκκλησία. Ο Απ. Παύλος τονίζει ότι η Εκκλησία δεν έχει «σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ίνα η (= είναι) αγία και άμωμος». 411. Την πραγματικότητα αυτή υπογραμμίζει και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, όταν γράφει προς την Εκκλησία των Εφεσίων: «Εν υμίν ουδεμία αίρεσις κατοικεί, αλλ’ ουδέ ακούετε τινός πλέον, είπερ Ιησού Χριστού λαλούντος εν αληθεία». 

3. Η πίστη μας στο Θεό δεν είναι δική μας. Δεν την έχει, δηλαδή, εφεύρει κανένας από τους ανθρώπους. Μας την παρέδωσε ο ίδιος ο Θεός δια των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων. Γι’ αυτό ο Αδελφόθεος Ιούδας την ονομάζει «παραδοθείσα πίστη». 

α. Αυτή είναι η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας.. Είναι η πηγή της θείας Αποκαλύψεως. Γι’ αυτό είναι θεόπνευστη. Κι’ αυτή η Ιερή Παράδοση αποτελείται από την Αγία Γραφή, που περιέχει τα όσα ο Κύριος έκανε και δίδαξε τους ανθρώπους, όταν ενανθρώπησε πάνω στη γη, αλλά και την θεία εμπειρία των Προφητών και Πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, των Αποστόλων της Καινής και των μέχρι τώρα Αγίων. Αποτελείται ακόμα από τις αποφάσεις των εγκρίτων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, ως και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι η έκφραση της θείας εμπειρίας τους.

β. Έχουμε τονίσει κι’ άλλη φορά, πως το θεμέλιο της πίστεώς μας, της Ορθοδοξίας, είναι η εμπειρία των αγίων. Αντίθετα, στον παπισμό, τον «φραγκισμό», το θεμέλιο της πίστεώς του είναι ο στοχασμός, η φιλοσοφία, η μεταφυσική. Και γι’ αυτό, πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο βλάστησε η αίρεση και η κακοδοξία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όποιος αξιωθεί να φτάσει στη θέωση, που είναι ο σκοπός του ανθρώπου, αποκτά γνώση όλης της θεολογίας, που είναι δυνατόν ποτέ ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος. Είναι αυτό που είπε ο Κύριος στους Αποστόλους, «υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών». Η γνώση αυτή είναι ασφαλώς πολύ περιορισμένη, γιατί το «βάθος της σοφίας και πλούτου» του Θεού, δεν μπορεί ν’ αποκτηθεί ή ερευνηθεί ποτέ από άνθρωπο. Τότε ο άνθρωπος «γνωρίζει, τι γνωρίζει για το Θεό και γνωρίζει, τι δεν γνωρίζει»! Αυτή η γνώση είναι το «κλειδί» όλης της θεολογίας της Εκκλησίας μας! Προτού ο άνθρωπος φτάσει σ’ αυτή την κατάσταση, διαθέτει μόνο την λεγόμενη «ψιλή», ή «εξ ακοής πίστη». Αν ο άνθρωπος δεν προχωρήσει στη δεύτερη πίστη, δεν σώζεται. Η «ψιλή» πίστη ξεκινά από το να παραδέχεται ο άνθρωπος, ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη. Αυτή την πίστη, την «ψιλή» ή «εξ ακοής» πίστη, την διαθέτει, όχι μόνο ο πολύς κόσμος σήμερα, αλλά και αυτός ο διάβολος, όπως λέει ο Αδελφόθεος Ιάκωβος. Όταν όμως ο άνθρωπος φτάσει σε κατάσταση «θεωρίας», και δη στη θέωση, τότε αποκτά την δεύτερη πίστη, την λεγόμενη «πίστη εκ θεωρίας» ή «ενδιάθετη πίστη». Αυτή η πίστη μόνο σώζει τον άνθρωπο. Και γι’ αυτή την πίστη είπε ο Χριστός «εάν έχητε πίστιν.. αλλά καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται». Μ’ αυτή την πίστη οι Απόστολοι, οι αγράμματοι ψαράδες της Γεννησαρέτ, έγιναν οι πανεύφημοι διδάσκαλοι της Οικουμένης. Αυτή την πίστη απέκτησε κι’ ο Παύλος όταν «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». 

4. Τα «μυστήρια της βασιλείας των ουρανών» είναι η απλανής θεολογία, που αποκαλύπτει ο Θεός στον κάθε άνθρωπο, που αξιώνεται να φτάσει στη θέωση.

α. Η εμπειρία αυτή είναι κοινή σ’ όλους τους θεούμενους. Γι’ αυτό όλοι οι άγιοι λένε πάντοτε τα ίδια πράγματα για τα θέματα αυτά, που είναι αντικείμενο της θείας εμπειρίας τους. Ποιά είναι τα θέματα αυτά, που γνωρίζουν απ’ την εμπειρία τους οι άγιοι; Ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει ότι οι θεούμενοι γνωρίζουν: «αα. Την περιχώρησιν και το ακοινώνητον των προσώπων της αγίας Τριάδος. ββ. Την ύπαρξιν των δύο προσώπων, εκ του ενός. γγ. Το κοινόν της μιάς ακτίστου ουσίας και της φυσικής αυτής δόξης, βασιλείας, ενεργείας. δδ. Το αμέθεκτον της θείας ουσίας και το μεθεκτόν της φυσικής αυτής δόξης, βασιλείας και ενεργείας. εε. Ότι, όχι μόνον η αμέθεκτος θεία ουσία, αλλά και η μεθεκτή άκτιστη δόξα, βασιλεία και ενέργεια, υπερβαίνουν την φυσικήν γνωστικήν ικανότητα του ανθρώπου στ.στ. Ότι, όχι μόνο η θεία ουσία, αλλά και η θεία ενέργεια, ουδεμία ομοιότητα έχουν προς τα κτίσματα. ζζ. Ότι ο ομοούσιος τω Πατρί Λόγος σαρξ εγένετο ομοούσιος ημίν εκ της Παρθένου, και ότι ο φύσει Υιός, εγένετο φύσει άνθρωπος, ώστε ο Χριστός είναι φύσει πηγή θεώσεως των θεουμένων, φωτισμού των φωτιζόμενων, καθάρσεως των καθαιρομένων, ως και της δημιουργικής, συνεκτικής και προνοητικής δυνάμεως των πάντων». Επομένως, στα θέματα που αφορούν π.χ. την αγία Τριάδα, την ενσάρκωση, την ανθρώπινη φύση του Χριστού, τη θεία χάρη, τον τρόπο θεραπείας του ανθρώπου, την έλευση και διαμονή του Χριστού στον άνθρωπο στην κατάσταση του φωτισμού και της θεώσεως, τη σωτηρία, τη μέλλουσα Κρίση, τον παράδεισο, την κόλαση κλπ. είναι απλανείς οδηγοί των πιστών οι Πατέρες, επειδή απέκτησαν την θεία εμπειρία της θεώσεως.

β. Όσοι στα παραπάνω θέματα θεολογούν κατά τον ίδιο τρόπο, δηλ. όσοι λένε τα ίδια ακριβώς πράγματα, έχουν φθάσει στη θέωση. Μπορούν να λένε τα ίδια πράγματα και όσοι δεν έφτασαν μεν στη θέωση, αλλά επαναλαμβάνουν ακριβώς τα λόγια, όσων έφτασαν στη θέωση. Οι μεν πρώτοι, που έφτασαν στη θέωση, είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Σ’ αυτούς η Ορθόδοξη Εκκλησία των πρώτων αιώνων εμπιστεύονταν τη ικανότητα να θεολογούν. Τους λοιπούς πιστούς υποχρέωνε να επαναλαμβάνουν τα λόγια των Πατέρων, αν ήθελαν να μη βρεθούν έξω από τους κόλπους της. Όσοι στα παραπάνω θέματα θεολογούν διαφορετικά απ’ ότι οι άγιοι Πατέρες, αυτό σημαίνει, ότι τα άτομα αυτά, ποτέ δεν αξιώθηκαν να φτάσουν στη θέωση. Επομένως δεν μπορεί να καταταγούν στους αγίους. Γι’ αυτό τα συγγράμματα, που άφησαν οι άνθρωποι αυτοί, είναι σε μας απαραίτητα, για να δούμε αν θεολογούν, όπως θεολόγησαν οι Πατέρες, αν δηλ. λένε τα ίδια πράγματα.

5. Οι θεούμενοι, πολλές φορές, είναι υποχρεωμένοι να μιλήσουν και για θέματα, που δεν ανάγονται στη θεία εμπειρία τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τουλάχιστον θεωρητικά, εκφράζουν την προσωπική τους γνώμη, που μπορεί να μη είναι πάντοτε ορθή. Μπορεί δηλ. να εμφιλοχωρήσει στα όσα λένε κάποιο λάθος. Γι’ αυτό, οι Πατέρες στα ζητήματα αυτά θεολογούν με γνώμονα την γνώμη των προγενεστέρων Πατέρων, εκείνοι δε, με γνώμονα την γνώμη των αποστόλων, των προφητών και γενικά της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Τόσο φόβο είχαν οι Πατέρες να μην παρεκκλίνουν από την ορθή πίστη, γι’ αυτό έλεγαν το «επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν…»! Ο Απ. Παύλος π.χ. αναφερόμενος στο, εάν πρέπει μια γυναίκα που χηρεύει να παντρεύεται πάλι, αναφέρει την προσωπική του γνώμη, την οποία όμως δικαιολογεί, λέγοντας «νομίζω, ότι έχω και εγώ Πνεύμα Θεού».  Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι, και σε θέματα άσχετα από την θεία εμπειρία τους, με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος που ενοικεί μέσα τους, μπορούν να εκφράζουν την προσωπική τους γνώμη. Σε τέτοια θέματα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τη γνώμη περισσοτέρων Πατέρων, για να είμαστε σιγουρότεροι για την ορθότητα μιάς απόψεως. Αυτό το λέμε «συμφωνία Πατέρων» (“consensus Patrum”).

6. Η εμπειρία της θεώσεως είναι άκτιστη, όπως άκτιστος είναι ο Θεός. Για να αποκτήσει κανείς την εμπειρία αυτή, πρέπει να γίνει ο ίδιος κατά χάρη άκτιστος, δηλ. κατά χάρη θεός. Από την εμπειρία αυτή των θεουμένων γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ κτιστού και άκτιστου. Αυτό σημαίνει, ότι δημιουργείται ένα πρόβλημα στην περίπτωση, που οι θεούμενοι θέλουν να μεταφέρουν την άκτιστη αυτή θεία εμπειρία τους στα λοιπά μέλη της Εκκλησίας, που δεν αξιώθηκαν ακόμα να φτάσουν στην ίδια με αυτούς θεία κατάσταση. Τα μέλη αυτά έχουν μόνο την εμπειρία του κτιστού. Πως θα μπορέσουν να μεταφέρουν στα λοιπά μέλη της Εκκλησίας, τα «άρρητα ρήματα» που λέει ο Απ. Παύλος, αφού δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων, της άκτιστης και της κτιστής;

α. Η μεταβίβαση της άκτιστης θείας εμπειρίας στους μη θεούμενους, γίνεται κατορθωτή με τη χρησιμοποίηση απ’ τους θεούμενους κτιστών «ρημάτων και νοημάτων», δηλ. διάφορες λέξεις, λόγια και έννοιες, με τα οποία οι άγιοι προσπαθούν να μεταφέρουν την εμπειρία τους. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Η αποκάλυψη του Θεού είναι μόνο η εμπειρία της θεώσεως. Σ’ αυτή μόνο περιορίζεται η θεοπνευστία. Δεν είναι τα «κτιστά ρήματα και νοήματα». Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί ο κάθε θεούμενος, που μεταφέρει την εμπειρία του με σύμβολα, δηλ. τα «κτιστά ρήματα και νοήματα», είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει εκφράσεις και εικόνες ανάλογα με τις δυνατότητές του, ακόμα και τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του. Πολλές φορές όμως αυτά μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Έτσι μπορεί να παρατηρηθούν λάθη, που δεν είναι λάθη αναφερόμενα στη θεία εμπειρία, στη θεοπνευστία, αλλά στη διατύπωσή της. «Κτιστά ρήματα και νοήματα» είναι η Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων κλπ. Σ’ όλα αυτά μπορεί να υπάρχουν λάθη, από ανεπιτυχείς εκφράσεις, από ξεπερασμένες επιστημονικές αντιλήψεις κτλ. Γι’ αυτό οι Πατέρες θεωρούν αίρεση το να προσκολλάται κάποιος στις λέξεις, ακόμα και της Αγίας Γραφής.

β. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναφερόμενος στο ότι δεν πρέπει να προσκολλάται κανείς στις λέξεις, γράφει σε επιστολή του προς τον Διονύσιο: «Είναι μάλιστα χρέος να παραινώμεν τους πλησιάζοντας και ακούοντας, να μη δουλεύουν εις το γράμμα, αλλά να αναζητούν το περικλειόμενον εις αυτό νόημα και να δέχωνται την ευσεβή έννοιαν και να λέγουν προς αυτούς μαζί με τον θείον Κύριλλον και τον Δαμασκηνόν πατέρα, ότι «εξ αρχής όχι μόνον η θεία Γραφή, αλλά και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας συνηθίζουν να αδιαφορούν προς τας λέξεις, γνωρίζοντες ότι αι λέξεις δεν αδικούν, όταν άλλως έχουν τα πράγματα» …». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά: «Δεν πρέπει να εξετάζωμε γυμνά τα λόγια, επειδή θα προέλθουν πολλά ατοπήματα, ούτε να βασανίζωμεν την λέξιν καθ’ εαυτήν, αλλά να προσέχωμεν εις την διάνοιαν του γράφοντος , διότι αν δεν εξετάζωμεν την γνώμην του γράφοντος, θα υποστώμεν πολλάς απεχθείας και όλα θα ανατραπούν». Όλα αυτά σημαίνουν, ότι δεν κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί κάποιος άγιος ως αιρετικός, όταν χρησιμοποίησε ανεπιτυχή «κτιστά ρήματα και νοήματα», εφόσον από όσα διδάσκει, περιγράφει την ίδια ακριβώς με τους άλλους αγίους θεία εμπειρία.

γ. Όμως, αυτά τα «κτιστά ρήματα και νοήματα» έχουν μεγάλη σημασία για όσους δεν αξιώθηκαν να φτάσουν στη θέωση. Για όσους έφθασαν στη θέωση όλα αυτά καταργούνται, γιατί αυτοί έχουν την εμπειρία της, που τα υπερβαίνει. Η σημασία των σωστών «κτιστών ρημάτων και νοημάτων» έγκειται στο ότι βοηθούν τον κάθε πιστό, να οδηγηθεί και αυτός στη θέωση. Τα «κτιστά ρήματα και νοήματα» είναι απαραίτητα για τη σωτηρία μας. Εάν κάποιος πλανηθεί, ακόμα και στα «κτιστά ρήματα και νοήματα», είναι αδύνατο να φτάσει στη θέωση. Γι’ αυτό η Εκκλησία θεωρεί την Αγία Γραφή, ως «κανόνα πίστεως» για τη σωτηρία μας. Το βιβλίο αυτό είναι θεόπνευστο, μόνο στα χέρια των θεόπνευστων, ή τουλάχιστον όσων δέχονται την πίστη των θεοπνεύστων. Στα χέρια των μη θεόπνευστων, ή Ορθοδόξων, είναι αιρετικό βιβλίο. Απ’ την Αγία Γραφή, όταν δεν ερμηνεύεται από θεοπνεύστους, ξεπήγασαν όλες οι κακοδοξίες. Γι’ αυτό όσοι θέλουν να μη πλανηθούν, πρέπει να διαβάζουν την Αγία Γραφή με οδηγό μόνο τους Πατέρες.

δ. Με αυτά τα δεδομένα, κάθε τι που δεν απαντά στους Πατέρες αποτελεί καινοτομία. Οι Πατέρες, κατά τον Συμεών Θεσσαλονίκης, μίλησαν για όλα τα θεολογικά ζητήματα. Ο άγιος Μάξιμος λέει κάτι το πολύ σημαντικό. «πάσα λέξις και φωνή, μη τοις πατράσιν ειρημένη, καινοτομία προδήλως καθέστηκεν». Συνεπώς, κάθε παρέκκλιση από τις Γραφές και απ’ ό,τι μας παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες είναι αίρεση. Αυτή είναι η Πίστη της Εκκλησίας μας. Επομένως, είναι αδύνατο να κηρύττει κάποιος αιρέσεις και να είναι άγιος! Από τη στιγμή που κάποιος κηρύττει αίρεση, παύει να είναι μέλος της Εκκλησίας, οι δε πιστοί δεν έχουν «κοινωνία» μαζί του!

Δεν υπάρχουν σχόλια: