ζ΄
Η εκκλησιολογία των Παλαιοημερολογιτών
Οι Νεοημερολογίτες
διατύπωσαν κατηγορίες σε βάρος των Παλαιοημερολογιτών σχετικά με την Ορθόδοξη
Εκκλησιολογία τους. Τέτοιες κατηγορίες είναι το ότι «έπρεπε να μείνουν στην
Εκκλησία», να δέχωνται σε «κοινωνία» τους επισκόπους του Νέου Ημερολογίου, να
μην αποκηρύξουν όλα τα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Όλα τα θέματα
αυτά εξετάζονται στην ενότητα αυτή.
1. Έπρεπε να μείνουν στην
Εκκλησία
Άλλη κατηγορία, που απευθύνουν όσοι δέχτηκαν την αλλαγή του ημερολογίου, σε βάρος όσων έμειναν πιστοί στο Παληό είναι, ότι δεν έπρεπε να φύγουν οι τελευταίοι απ’ την Εκκλησία. Έπρεπε, λένε, να μείνουν σ’ αυτή κι’ όλοι μαζί να δώσουν τη μάχη και για την επαναφορά του Παληού ημερολογίου και για την Ορθοδοξία. Η κατηγορία λοιπόν είναι, ότι οι πιστοί στο Παληό ημερολόγιο με την απόσχισή τους ζημίωσαν την Ορθοδοξία. Είναι σωστή η πιο πάνω κατηγορία; Αυτό, το εξετάζουμε στη συνέχεια.
Α. Ποιοι φεύγουν απ’ την
Εκκλησία
1. Το ότι δεν πρέπει ένας
χριστιανός να φεύγει από την Εκκλησία είναι θεμελιώδης διδασκαλία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Τη δέχονται και οι ακολουθούντες το Νέο ημερολόγιο και οι
ακολουθούντες το Παληό. Οι άγιοι Πατέρες είναι κατηγορηματικοί στο ζήτημα αυτό.
Ο άγιος Κυπριανός τονίζει εμφαντικά, ότι «δεν υπάρχει σωτηρία εκτός Εκκλησίας».
Ο «άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει «σπουδάζετε ουν μηδέποτε την
εκκλησίαν του Θεού καταλιπείν. Ει δε τις ταύτην υπερίδοι…ο τοιούτος τι
απολογήσεται τω Θεώ εν ημέρα κρίσεως;»
α. Για τους Πατέρες, και
γενικά για ολόκληρη την Εκκλησία τουλάχιστον των πρώτων αιώνων του
χριστιανισμού, το να είναι κάποιος μέλος της Εκκλησίας έχει τεράστια θεολογική
σημασία. Εμείς, οι σύγχρονοι χριστιανοί, συνήθως δεν καταλαβαίνουμε όσο πρέπει
τη σημασία αυτή. Αυτό σημαίνει, ότι είμαστε ξένοι από τη σκέψη και τη ζωή των Πατέρων.
Σημαίνει, ότι είμαστε επηρεασμένοι από την φράγκικη θεολογία. Αρκεί κάποιος να
ρίξει μια ματιά σε πολλά βιβλία θεολόγων της εποχής μας. Θα διαβάσει σ’ αυτά ορισμούς
που καθορίζουν το τι είναι η Εκκλησία, σύμφωνα με τα ανθρώπινα κριτήρια. Η Εκκλησία
όμως είναι μυστήριο. Και ως μυστήριο, είναι πέρα από κάθε ορισμό. Γι’ αυτό οι
σύγχρονοι θεολόγοι θεωρούν ως μέλη της Εκκλησίας κάθε Ορθόδοξο, επειδή κάποτε
βαπτίσθηκε. Δεν τους ενδιαφέρει σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονται σήμερα
τα άτομα αυτά. Οι Οικουμενιστές μάλιστα, θεωρούν ως μέλη της Εκκλησίας κάθε υποτιθέμενο
χριστιανό, που λέει ότι πιστεύει στο Θεό, ακόμη κι’ αν δεν πιστεύει στην Αγία
Τριάδα! 361. Αντίθετα οι Πατέρες, με βάση την Αγία Γραφή, θεωρούν μέλη της
Εκκλησίας τους αγίους. Σ’ αυτούς δέχονται, ότι υπάρχει η θεοποιός θεία χάρη.
362 Θεωρούν Εκκλησία την «κοινωνία των αγίων». Γι’ αυτό, μολονότι αποτελείται
από ανθρώπους, που είναι κτίσματα, επειδή οι άγιοι ως θεούμενοι έγιναν κατά
χάριν άκτιστοι, η πραγματική Εκκλησία είναι και αυτή για τους Πατέρες άκτιστη.
Τόπος της άκτιστης αυτής Εκκλησίας είναι η «δόξα» του Θεού, δηλ. η θεότητα που
είναι κοινή και στα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδος. «Η οικία του πατρός μου»,
που λέγει ο Κύριος, είναι ο ίδιος ο Κύριος στον οποίο μένει ο Πατέρας Του. Αλλά
στην «οικία» αυτή «πολλαί μοναί εισί» (Ιω.14,2). Οι «μονές», που λέει ο Κύριος,
είναι οι τόποι που μένουν τα μέλη του «σώματός του», οι άγιοι και θεωρούν τη
«δόξα» του Θεού. Τα μοναστήρια λέγονται «μονές», γιατί υποτίθεται ότι είναι
τόποι στους οποίους όσοι διαμένουν «θεωρούν», κατά την πατερική παράδοση, την «δόξα»
του Θεού. Αυτό είναι το νόημα του «ησυχασμού» της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά την
φράγκικη αντίληψη τα μοναστήρια είναι τόποι ιεραποστολικής και κοινωνικής
δράσεως. Οι Φράγκοι ιδέα δεν έχουν για το τι είναι η «θέωση» του ανθρώπου. Ή
μάλλον, πιστεύουν, ότι «θέωση» είναι η ενόραση των αρχετύπων των αρχαίων φιλοσόφων,
που λένε ότι είναι στην ουσία του Θεού και με τα οποία πρέπει να ενωθεί ο άνθρωπος.
Είναι πλήρης διαστροφή και κακοποίηση των θείων αληθειών!
β. Την φύση της Εκκλησίας
την περιέγραψε ο ίδιος ο Κύριος λίγο πριν το σταυρικό θάνατό Του στην «
Αρχιερατική προσευχή» Του προς τον Πατέρα Του. Στη συνέχεια παραθέτουμε σε
μετάφραση χαρακτηριστικά αποσπάσματα απ’ αυτή: «Φανέρωσα το όνομά σου, στους
ανθρώπους τους οποίους μου έδωσες (αποσπώντας τους) από τον κόσμο. Αυτοί ήταν
μαζί σου και μου τους έδωσες. Και τήρησαν τον λόγο σου (που τους
απεκάλυψα)…Πάτερ άγιε, φύλαξε τους με την πατρική σου δύναμη, την οποία έδωκες
και σε μένα, για να μένουν πάντοτε ενωμένοι σε ένα, όπως και εμείς είμαστε ένα
( με μία ουσία και ενέργεια, δηλ. θεότητα). Όταν ήμουνα μαζί τους στον κόσμο, εγώ
τους φύλαγα με την πατρική σου δύναμη. Όσους μου έδωσες τους φύλαξα και κανένας
από αυτούς δεν χάθηκε, παρά μόνο ο υιός της απωλείας…Εγώ έδωκα σ’ αυτούς τον
λόγο σου, αλλά ο κόσμος τους μίσησε, γιατί δεν είναι από τον κόσμο, όπως και
εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. Δεν σε παρακαλώ να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά
να τους προφυλάξεις από τον πονηρόν… Αγίασέ τους στην αλήθειά σου. Δεν σε
παρακαλώ μόνο γι’ αυτούς ( τους ένδεκα τότε αποστόλους), αλλά και για εκείνους
που θα πιστεύουν δια του κηρύγματός τους σε μένα, για να είναι όλοι ενωμένοι σε
ένα, όπως συ Πάτερ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα, για να είναι και
αυτοί μέσα μας ενωμένοι σε ένα. Έτσι ο κόσμος θα πιστεύει ότι συ με απέστειλες.
Πάτερ, αυτοί τους οποίους μου έχεις δώσει, θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί
μου, για να θεωρούν (=βλέπουν) την δόξα μου (=την θεότητα μου), την οποία μου έδωσες…»
363.
γ. Από τα λόγια αυτά του
Κυρίου είναι φανερό, ότι όσοι άνθρωποι δόθηκαν απ’ τον Θεό Πατέρα στον Κύριο,
τηρούν το λόγο του Θεού, τους προφυλάσσει ο Θεός απ’ τον πονηρό, τους αγιάζει,
είναι ενωμένοι σε ένα και «θεωρούν» τη «δόξα» του Θεού, που είναι η θεότητά Του
Αυτοί είναι η Εκκλησία. Αυτά διδάσκει η Αγία Γραφή και οι άγιοι Πατέρες! Αυτό
σημαίνει, ότι πρέπει πρώτα να μας απασχολεί το αν είμαστε πράγματι μέλη της
Εκκλησίας. Ύστερα να μας απασχολεί το πότε και πως φεύγει κάποιος από την Εκκλησία.
Θα πρέπει όλοι μας να κάνουμε κάποτε αυτή την εξέταση. Όταν θα δούμε τα αποτελέσματα
μιας τέτοιας εξέτασης, αν είμαστε τίμιοι με τον Θεό και τον εαυτό μας, είναι
βέβαιο ότι θα «χάσουμε τον ύπνο μας»! Δυστυχώς, δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο
στο θέμα αυτό. Επιγραμματικά μόνο σημειώνουμε, ότι μέλη της Εκκλησίας, κατά τ’
ανωτέρω, είναι όσοι «θεωρούν την δόξα του Θεού», όσοι δηλ. βλέπουν την θεότητά
Του. Αυτό οι Πατέρες το λένε «θεωρία του Θεού». Και εξηγούν πως σε «θεωρία
Θεού» είναι όσοι αξιώθηκαν να φτάσουν σε κατάσταση «φωτισμού του νου», ή σε
κατάσταση «θέωσης». 364. Εύλογα θα διερωτηθεί κανένας, «τις δύναται σωθήναι;»
Την ερώτηση αυτή υπέβαλαν κάποτε και οι απόστολοι στον Κύριο, μετά την απάντηση
που έδωσε ο Κύριος στον πλούσιο εκείνο νεανίσκο, ότι είναι ευκολώτερο να
περάσει ένα καραβόσχοινο από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ένας πλούσιος
να μπει στη βασιλεία του Θεού. Η απάντηση του Κυρίου στους μαθητές Του ήταν «τα
αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστιν». 365. Η ίδια απάντηση του
Κυρίου, νομίζουμε, ισχύει και σ’ όσους θα διερωτηθούν για το ποιοι σήμερα
μπορεί να σωθούν με τις παραπάνω προδιαγραφές της Αγίας Γραφής και των αγίων
Πατέρων για την Εκκλησία. Εκείνο, που δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε είναι, ότι
τους όρους της σωτηρίας μας δεν τους καθορίζουμε εμείς. Τους όρισε ο Χριστός,
είτε μας αρέσουν, είτε όχι. Και μας τους εξηγούν απλανώς οι άγιοι Πατέρες.
Αυτούς είμαστε υποχρεωμένοι κάθε φορά να συμβουλευόμαστε. Ας παρηγορηθούμε
όμως, με κάτι που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για το ποιοι
είναι θεολόγοι. Λέγει, ότι θεολόγοι είναι όσοι έφτασαν στη θέωση, ή «το
μετριώτατον», οι «καθαιρόμενοι». 366 Αν, «οι καθαιρόμενοι», δηλ. όσοι έβαλαν «αρχή
μετανοίας» και αγωνίζονται να διανύσουν επιτυχώς το στάδιο αυτό της «κάθαρσης»,
μπορεί να είναι θεολόγοι, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι και μέλη της
Εκκλησίας. Επομένως, αυτό που προέχει για τον καθένα μας είναι, στην παρούσα
ζωή να βάλουμε «αρχή μετανοίας». Στην περίπτωση αυτή, κι’ αν ακόμα φύγουμε απ’
τον παρόντα κόσμο, ή μετάνοια μας συνεχίζεται στην άλλη ζωή. Μετά θάνατον
υπάρχει πνευματική προκοπή. Αυτό που δεν υπάρχει στην άλλη ζωή είναι η αρχή
μετάνοιας. «Το μετριώτατον», λοιπόν, μπορεί να θεωρηθούν μέλη της Εκκλησίας οι
«καθαιρόμενοι», δηλ. όσοι διανύουν το στάδιο της «κάθαρσης».
δ. Οι πρώτοι χριστιανοί
βαπτίζονταν, όταν είχαν διανύσει το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής, που
είναι η «κάθαρση», και είχαν φτάσει στο δεύτερο, που είναι ο «φωτισμός του
νου». Τότε γίνονταν μέλη της Εκκλησίας. Η διατήρηση όμως κάποιου πιστού στην
κατάσταση του «φωτισμού», απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι ο πιστός αυτός
μέλος της Εκκλησίας, δεν ήταν πάντοτε δεδομένη και συνεχής. Μπορούσε ο οιοσδήποτε
πιστός να εκπέσει απ’ τον φωτισμό, ή τη θέωση, όπως εξέπεσε και ο διάβολος.
Τότε, ο πιστός έπαυε να είναι μέλος της Εκκλησίας, δηλ. έφευγε από την
Εκκλησία. Και αν ποτέ μετανοούσε και ήθελε να επανέλθει, κατατάσσονταν για
μεγάλο διάστημα στη τάξη των «προσκλαιόντων», που ήταν αντίστοιχη τάξη των
«κατηχουμένων». Και οι δύο αυτές τάξεις, «προσκλαίοντες» και «κατηχούμενοι»,
δεν ήταν ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν
ολόκληρη τη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσουν τα άχραντα μυστήρια. Έφευγαν απ’
τις ευχαριστιακές συνάξεις της ενορίας μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και
κλείνονταν οι πόρτες των ναών, για να μη μείνει κανένας που δεν ήταν μέλος της
Εκκλησίας.
ε. Όλα σχεδόν τα παραπάνω,
σήμερα έχουν ξεχαστεί. Διασώζεται μόνο η διδασκαλία, ότι με το άγιο βάπτισμα
γίνεται κάποιος μέλος της Εκκλησίας. Από εκεί και πέρα θεωρείται, ότι η
ιδιότητα αυτή του μέλους της Εκκλησίας, εξακολουθεί να υπάρχει σ’ όλη του τη
ζωή, εκτός αν ο ίδιος εκούσια θελήσει να την αποβάλει. Δεν λαμβάνεται δηλαδή
υπ’ όψη, το αν είναι κάποιος ζωντανό μέλος της Εκκλησίας, ή έχει νεκρωθεί πνευματικά.
Με τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να εξετασθεί ποιοι από τους δύο, οι ακολουθούντες
το Νέο, ή το Παληό ημερολόγιο, δέχονται στην πράξη την πατερική, ή την φράγκικη
διδασκαλία για την Εκκλησία. Αλλιώς, η μεταξύ τους διαμάχη για το ποιοι είναι εντός,
ή εκτός Εκκλησίας, θυμίζει δύο πολύ συμπαθή ζώα, που «μάλωναν σε ξένο αχυρώνα»!
Το ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, μετά την απελευθέρωση το 1821, δέχθηκε στα
θέματα αυτά τον επηρεασμό της φράγκικης θεολογίας, είναι γενικά παραδεκτό. Ο επηρεασμός
αυτός, ως «προπατορικό αμάρτημα», βαρύνει μέχρι σήμερα όλους μας. Όσοι ακολούθησαν
το Παληό ημερολόγιο, με τη στάση τους το 1924, έδειξαν την αντίθεσή τους με
ό,τι το φράγκικο. Όχι όμως, και όσοι δέχτηκαν την ημερολογιακή αλλαγή, που, ως
επί το πλείστον, βρίσκονται υπό την «βαβυλώνεια αιχμαλωσία» του σχολαστικισμού,
πάνω στο έδαφος του οποίου εβλάστησε η αίρεση του Οικουμενισμού! Οι επίσκοποι
όσων ακολούθησαν το Νέο ημερολόγιο, στη Διορθόδοξη Διάσκεψη, που συνήλθε το
1931 στη Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος, τον κατ’ εξοχήν τόπο του «ησυχασμού»,
αποφάσισε την αντικατάσταση του ησυχασμού, με τον φράγκικο μοναχισμό της Δύσης,
με τα ιεραποστολικά τάγματά τους.
2. Είναι φανερό, ύστερα
από τα όσα πιο πάνω είπαμε, ότι από την Εκκλησία, όπως την όρισε ο Χριστός και
την δίδαξαν οι άγιοι Πατέρες, φεύγει κάποιο μέλος της, όταν εκπέσει από την
μακάρια εκείνη κατάσταση του «φωτισμού» και της «θέωσης», δηλ. της «θεωρίας του
Θεού». Τότε εκπίπτει από μέλος της Εκκλησίας. Οι περιπτώσεις αυτές είναι, όταν
σκοτιστεί και νεκρωθεί εκ νέου ο νους του ανθρώπου από αμαρτίες και πάθη, ή
περιπέσει σε κακοδοξίες και αιρέσεις.
α. Αυτό συμβαίνει, όχι
μόνο με τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και τους μοναχούς, αλλά και τους κληρικούς,
ακόμη και επισκόπους, Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες. Όταν όμως ένας τέτοιος
κληρικός «εκπέσει» απ’ την κατάσταση αυτή της πνευματικής τελειότητας, στην
πραγματικότητα «φεύγει» και από την Εκκλησία. Οι Κανόνες της Εκκλησίας θεωρούν
τους αιρετικούς επισκόπους, προ της καταδίκης τους ακόμα από Σύνοδο, ως
ψευδεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους. Διαβάζουμε στον 15 ο Κανόνα της
Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ότι όσοι αποτειχίζονται από αιρετικούς επισκόπους «ου
γαρ επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν». Ο δε
Δοσίθεος Ιεροσολύμων λέγει για τους αιρετικούς επισκόπους: «Ο δε αιρετικός
γενόμενος, ούτε Πατριάρχης εστίν, ούτε επίσκοπος, ούτε καν μέλος της
Εκκλησίας». 367. Όταν κάποιος κληρικός, οιουδήποτε βαθμού, κηρύττει φανερά
κάποια αίρεση, ενώπιον Θεού αυτός ο κληρικός δεν είναι ούτε Πατριάρχης, ούτε επίσκοπος,
ούτε καν μέλος της Εκκλησίας! Αυτό είναι αυτονόητο, όταν κανείς λάβει υπ’ όψη
του, ότι όποιος κληρικός γίνεται αιρετικός, μαζί με την Αποστολική Πίστη χάνει
και την Αποστολική Διαδοχή, η οποία είναι αλληλένδετη με την πρώτη, δηλ. την
Αποστολική Πίστη. Και γι’ αυτό, οι Πατέρες παραγγέλλουν οι πιστοί να μην έχουν
«κοινωνία» μαζί του. Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, αναφερόμενος σε αιρετικούς
κληρικούς, θεωρεί ότι «βεβήλωσις των αγίων εστίν τούτον (τον κληρικόν)
ιερουργείν». 368. Γι’ αυτό ένας Ορθόδοξος δεν μπορεί να χειροτονείται από
αιρετικό «επίσκοπο», που είναι κατά τους Κανόνες ψευδεπίσκοπος! Είναι άλλο,
βεβαίως, το θέμα , αν η Εκκλησία δέχεται ενίοτε, για λόγους οικονομίας,
χειροτονίες τέτοιων προσώπων. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος π.χ. δέχτηκε την χειροτονία
του αγίου Ανατολίου, Πατριάρχη Κπόλεως, που τον είχε χειροτονήσει ο Διόσκορος
369 . Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δέχτηκε χειροτονίες εικονομάχων επισκόπων. Είναι
άλλο επίσης το θέμα των αναξίων κληρικών, τα μυστήρια των οποίων είναι έγκυρα,
χάριν του λαού, ο οποίος δεν μπορεί να γνωρίζει εάν ο κληρικός στον οποίον
προσέρχεται, είναι ανάξιος. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «πάντας
ο Θεός χειροτονεί, και τους αναξίους; Πάντας μεν ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων
δε αυτός ενεργεί, ει και αυτοί είεν ανάξιοι, δια το σωθήναι τον λαόν»! 370.
β. Έχουμε δει στα
προηγούμενα άρθρα μας ότι η αλλαγή του ημερολογίου το 1924 έγινε από τον
Μελέτιο Μεταξάκη και τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο στα πλαίσια του Οικουμενισμού.
Τα δύο αυτά άτομα δεν ήταν μόνο Οικουμενιστές, δηλαδή αιρετικοί, ήταν και
μασόνοι! Οπότε κατά τους Ιερούς Κανόνες, δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον, ότι είναι
κληρικοί της Εκκλησίας, έστω και αν η Εκκλησία δεν τους καθήρεσε. Ένας Ορθόδοξος
είναι αιρετικός από τη στιγμή που αποκλίνει από την διδασκαλία της Εκκλησίας.
Δεν είναι από τη στιγμή που η Εκκλησία τον καταδικάζει, όπως πιστεύουν πολλοί.
Από τη στιγμή της καταδίκης του είναι επίσημα και αδιαμφισβήτητα πλέον αιρετικός,
αν η Σύνοδος που τον καταδίκασε ήταν πράγματι Ορθόδοξη. Ψευδεπίσκοποι είναι
όσοι Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι και λοιποί κληρικοί είναι μασόνοι , Οικουμενιστές
κλπ.
3. Όσοι έμειναν το 1924
πιστοί στο Παληό ημερολόγιο δεν άλλαξαν τίποτε από την Εκκλησία τους. Έπαυσαν
μόνο την «κοινωνία» με μασόνους και αιρετικούς επισκόπους τους. Δεν μπορεί
λοιπόν ποτέ κάποιος να δεχθεί, ότι έφυγαν από την Εκκλησία, όσοι για λόγους
πίστεως έπαυσαν την κοινωνία με τέτοιους επισκόπους. Οι άνθρωποι αυτοί, που
έμειναν πιστοί στην Παράδοση της Εκκλησίας, όπως είναι το Παληό ημερολόγιο,
έφυγαν μόνο από «ψευδεπισκόπους» και «ψευδοδιδασκάλους». Δεν έκαμαν σχίσμα,
όπως λέγει ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας «ου σχίσματι την ένωσιν της
εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την εκκλησίαν εσπούδασαν
ρύσασθαι»! Επομένως, ο ισχυρισμός όσων δέχτηκαν το Νέο ημερολόγιο, ότι όσοι
έμειναν πιστοί στο Παληό ημερολόγιο έφυγαν από την Εκκλησία, δεν είναι ορθός.
Β. Η διακοπή της κοινωνίας
με όσους άλλαξαν το ημερολόγιο το 1924, τους έθεσε εκτός Εκκλησίας ; Όσοι
άλλαξαν το ημερολόγιο το 1924, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι αυτοί είναι πλέον η
Εκκλησία. Όσοι έμειναν πιστοί στο Παληό ημερολόγιο, λένε, ότι έφυγαν από την Εκκλησία.
Είναι ορθός όμως αυτός ο ισχυρισμός;
1. Είδαμε ήδη, ότι κατά
τους Πατέρες, όσοι το 1924 έπαυσαν τη κοινωνία με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο
και τους λοιπούς επισκόπους, δεν έφυγαν από την Εκκλησία. Επομένως, αυτό που
ισχυρίζονται όσοι άλλαξαν το ημερολόγιο, ότι όσοι έμειναν πιστοί στο Παληό
ημερολόγιο δεν έπρεπε να φύγουν από την Εκκλησία, υπονοώντας, ότι αυτοί είναι
πλέον η Εκκλησία, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Με τον ισχυρισμό αυτό, όσοι δέχτηκαν το φράγκικο ημερολόγιο προσπαθούν
να δημιουργήσουν εντυπώσεις σε βάρος όσων έπαυσαν την κοινωνία. Θέλουν να
περάσουν το μήνυμα, πως αυτοί πλέον είναι «εντός Εκκλησίας», όσοι δε έμειναν
πιστοί στο Παληό είναι «εκτός Εκκλησίας». Το πρόβλημα, λοιπόν, για όσους το
1924 άλλαξαν το ημερολόγιο, αλλά και όλους τους Οικουμενιστές γενικότερα, είναι
ότι «η διακοπή της κοινωνίας», είναι επιταγή των Ιερών Κανόνων και των αγίων
Πατέρων προς τους Ορθοδόξους πιστούς στις περιπτώσεις, που ένας, ή περισσότεροι
επίσκοποι αποκλίνουν από την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση.
2. Τα άτομα αυτά, για να
εξουδετερώσουν το μοναδικό σε αποτελεσματικότητα αυτό όπλο της Εκκλησίας σε
βάρος των επιδιώξεων τους, προσπαθούν ν’ αχρηστεύσουν τους Κανόνες, που
προβλέπουν την παύση της κοινωνίας με τους επισκόπους, οι οποίοι αποκλίνουν από
την Ορθόδοξη πίστη. Είναι γνωστό, πως δύο είναι αυτοί οι Κανόνες, ο 31ος
Αποστολικός και ο 15ος της Πρωτοδευτέρας. Ο πρώτος προβλέπει την διακοπή της
κοινωνίας για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης». Ο δεύτερος, για κηρυσσόμενη
δημόσια αίρεση. Το σκεπτικό τους είναι, ότι ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας
κατάργησε τον 31 ο Αποστολικό, γιατί τάχα ήθελε να περιστείλει τα σχίσματα, που
προκαλούνταν από την εφαρμογή του Κανόνα αυτού. Ισχυρίζονται δηλ. ότι επειδή,
εξ αιτίας του 31 ου Κανόνα των αγίων Αποστόλων, δημιουργήθηκαν ορισμένα
σχίσματα, με τον 15 ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας καταργήθηκε ο 31ος Αποστολικός.
Δηλαδή, όταν ένας νόμος η κανόνας παραβιάζεται, πρέπει ο νόμος ή ο κανόνας
αυτός να καταργείται; Όχι, βέβαια! Έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, 371 ότι ο 15ος
Κανόνας της Πρωτοδευτέρας δεν καταργεί τον 31ο Αποστολικό, αλλά τον
συμπληρώνει. Άλλωστε, αρκετά χρόνια, προ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο άγιος
Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, που δεν υπήρχε τότε το σχίσμα μεταξύ
Ιγνατίου και Φωτίου, διατύπωσε τις ίδιες ακριβώς θέσεις με τον 15ο Κανόνα.
Διακήρυξε ότι «ει δέ τινες αποσταίεν τινος, ου δια πρόφασιν εγκλήματος, αλλά
δι’ αίρεσιν υπό Συνόδου η αγίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμής και αποδοχής
άξιοι, ως οι Ορθόδοξοι». Η αντίθεση όσων τάχθηκαν με το Νέο ή φράγκικο
ημερολόγιο, και γενικά των υποστηρικτών του Οικουμενισμού, κατά της «διακοπής
της κοινωνίας» των πιστών από τον παραβάτη επίσκοπό τους, δείχνει καθαρά το
πόση βαρύνουσα σημασία για την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας, έχουν οι δύο αυτοί
Ιεροί Κανόνες, ο 31ος Αποστολικός και 15ος της Πρωτοδευτέρας.
3. Αν τυχόν δεχθούμε την
άποψη, ότι με τον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας καταργήθηκε ο 31ος Αποστολικός,
τότε οι περιπτώσεις που απομένουν για κανονική «διακοπή της κοινωνίας» εκμηδενίζονται.
Είναι μόνο, όταν κηρύσσεται δημόσια μία αίρεση, που προηγουμένως έχει
καταδικαστεί είτε από Συνόδους, είτε από Πατέρες. Αυτό σημαίνει, ότι οι
Ορθόδοξοι πιστοί στην Κωνσταντινούπολη, κακώς διέκοψαν την κοινωνία με τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, όταν πρωτοάκουσαν να κηρύσσεται η αίρεσή
του στο ναό της Αγίας Σοφίας, προτού οποιαδήποτε Σύνοδος την καταδικάσει. Αλλά
και σήμερα οι πολυάριθμες αιρέσεις, που προσπαθούν να εξαπατήσουν τους
Ορθοδόξους, συνήθως ποτέ δεν έχουν καταδικαστεί από Συνόδους ή Πατέρες! Αν λοιπόν
ένας κληρικός προσχωρήσει σε μία απ’ αυτές, θα πρέπει, σύμφωνα με το πιο πάνω σκεπτικό
των οπαδών του Νέου ημερολογίου και γενικότερα των διαφόρων Οικουμενιστών, οι
Ορθόδοξοι πιστοί να κοινωνούν μαζί του!
4. Εκ παραλλήλου, τα ίδια
αυτά άτομα, περιορίζουν και αυτή την έννοια της «αιρέσεως». Τι κάνουν; Ισχυρίζονται
πως τάχα οι Πατέρες θεωρούν ως «αίρεση», μόνο κάθε απόκλιση από την Ορθόδοξη
Πίστη και Παράδοση, που έχει προηγουμένως καταδικαστεί από Συνόδους! Ότι οι
Πατέρες δεν θεωρούν ως αιρετικούς μόνον όσους έχουν καταδικασθεί από Συνόδους ή
αγίους Πατέρες, φαίνεται καθαρά από όσα λέγει ο 15 ος Κανόνας της
Πρωτοδευτέρας. Ο Κανόνας αυτός τονίζει ότι όσοι «απομακρύνονται από την
κοινωνία από τον επικεφαλής τους εξ αιτίας κάποιας αίρεσης, η οποία έχει
καταδικασθεί από τις άγιες συνόδους ή τους Πατέρες,.. αυτοί όχι μόνο δεν θα
υποβληθούν στην προβλεπόμενη από τους κανόνες ποινή, επειδή απέχουν από την «κοινωνία»
με τον ονομαζόμενο επίσκοπο πριν από την συνοδική απόφαση, αλλά και θα θεωρηθούν
από τους Ορθοδόξους άξιοι τιμής, που τους αρμόζει. Γιατί δεν καταδίκασαν επισκόπους,
αλλά ψευτοεπισκόπους και ψευτοδιδασκάλους». 372. Μερικοί, μάλιστα, παρουσιάζουν
ως «πατερική διδασκαλία για καταδικασμένους αιρετικούς», απόψεις των Πατέρων, που
οι ίδιοι οι Πατέρες δεν φαίνεται, ότι τις συνδέουν με προηγούμενη καταδίκη.
Αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις, όπως οι ίδιοι τις εκθέτουν.
α. Ο Μέγας Αθανάσιος
λέγει: «αγάπα πάντα άνθρωπον. Και ειρήνευε μετά πάντων, χωρίς αιρετικών. Ο γαρ αιρετικός
λύκος εστί της του Χριστού ποίμνης, και του Αντιχρίστου Πρόδρομος». 373. Πού, ο
Μέγας Αθανάσιος αναφέρεται σε καταδικασμένους αιρετικούς; Ομιλεί γενικά για
κάθε αιρετικό, χωρίς να κάνει διάκριση, αν έχει προηγουμένως ή όχι καταδικαστεί
από Σύνοδο.
β. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός γράφει: «Πάση
δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών, μήτε διδόναι. Μη
δώτε τα άγια τοις κυσίν, ο Κύριος φησί, μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας τους μαργαρίτας
υμών, έμπροσθεν των χοίρων, ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα
κατακρίσεως». Πού, ο άγιος Δαμασκηνός ομιλεί για καταδικασμένους αιρετικούς;
Και αυτός ο άγιος ομιλεί γενικά για κάθε αιρετικό.
γ. Ο άγιος Θεόδωρος
Στουδίτης διακηρύττει: «Η παρά των αιρετικών κοινωνία ου κοινός άρτος, αλλά
φάρμακον, ου σώμα βλάπτον, αλλά ψυχήν μελαίνον και σκοτίζον». 374. Που, ο άγιος
Θεόδωρος αναφέρει για καταδικασμένους αιρετικούς;
δ. Ο άγιος Αναστάσιος
Σιναΐτης αποφαίνεται: «Ούτε εντολών τήρησις, ορθοδοξίας απηλλαγμένη, παντελώς
ονήσειεν τον άνθρωπον». 375. Πού, ο άγιος Αναστάσιος ομιλεί για αιρετικούς
καταδικασμένους; Πουθενά!
5 Καθένας, λοιπόν,
κληρικός ή λαϊκός, που αποκλίνει σε θέματα Πίστεως είναι αιρετικός, άσχετα αν
προηγουμένως έχει καταδικασθεί από Σύνοδο, ή όχι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου