Παρακαλείτε, παρακαλείτε, λέγει η Γραφή, ω ιερείς, τον λαόν· λαλήσατε εις την καρδίαν Ιερουσαλήμ (Ησ. μ: 1 – 2). Η φύσις του λόγου έχει την δύναμιν να ενισχύση μεν την ορμήν των σπουδαίων, να διεγείρη δε την προθυμίαν των οκνηρών και των νωθρών. Δια τον λόγον αυτόν οι μεν στρατηγοί, όταν παρατάσσουν τον στρατόν των δια την μάχην, απευθύνουν παραινετικούς λόγους προς τους στρατιώτας προ του αγώνος, και τόσην δύναμιν έχει η παραίνεσις αυτή των στρατηγών προς τους στρατιώτας, ώστε πολλοί εξ αυτών να περιφρονούν πολλάκις και αυτόν τον θάνατον. Οι δε γυμνασταί και οι παιδοτρίβαι, όταν οδηγούν τους αθλητάς εις τους αγώνας εις το στάδιον, πολλάς οδηγίας δίδουν εις αυτούς, ότι είναι ανάγκη να κοπιάσουν δια να κερδήσουν τον στέφανον της νίκης. Δια του τρόπου τούτου πολλοί εκ των αθλητών πείθονται να περιφρονούν τους σωματικούς κόπους εις την προσπάθειάν των να επιτύχουν την νίκην. Και εις εμέ λοιπόν, ο οποίος παρατάσσω στρατιώτας του Χριστού δια τον πόλεμον εναντίον των αοράτων εχθρών και προετοιμάζω δια της εγκρατείας τους αθλητάς της ευσεβείας δια να κερδήσουν τους στεφάνους της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίος ο λόγος της παρακλήσεως.
Τι εννοώ με τους λόγους τούτους, αδελφοί μου; Ότι εκείνοι οι οποίοι ετοιμάζονται δια πόλεμον και εκείνοι οι οποίοι αγωνίζονται εις τας παλαίστρας είναι φυσικόν να προσπαθούν να ενδυναμώσουν τα σώματά των με άφθονον τροφήν, ώστε να εκτίθενται εις τους κινδύνους και τους κόπους με μεγαλυτέραν αντοχήν και δύναμιν. Εκείνοι όμως οι οποίοι δεν έχουν να πολεμήσουν προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του κόσμου τούτου, προς τα πονηρά πνεύματα (Εφεσ. στ: 12), αυτοί είναι ανάγκη να προετοιμάζωνται δια τον αγώνα αυτόν δια της εγκρατείας και της νηστείας. Διότι το μεν έλαιον παχύνει και ισχυροποιεί τον αθλητήν· η δε νηστεία δυναμώνει τον ασκητήν της ευσεβείας. Ώστε όσον υποβάλλεις εις στέρησιν την σάρκα, τόσον θα κάμης την ψυχήν να λάμπη από πνευματικήν υγείαν και δύναμιν. Διότι η νίκη κατά των αοράτων εχθρών δεν επιτυγχάνεται δια της σωματικής δυνάμεως, αλλά δια της ψυχικής καρτερίας και της υπομονής απέναντι των θλίψεων. Η νηστεία λοιπόν είναι ωφέλιμος εις πάσαν περίστασιν δι’ εκείνους οι οποίοι την εφαρμόζουν (διότι ούτε οι δαίμονες τολμούν να πλησιάσον δια να επηρεάσουν τους νηστεύοντας και οι Άγγελοι φύλακες της ζωής μας με περισσοτέραν προθυμίαν παραμένουν πλησίον εκείνων οι οποίοι έχουν καθαρίσει την ψυχήν των δια της νηστείας). Αλλά πολύ περισσότερον ωφέλιμος είναι η νηστεία σήμερον, ότε εις όλην την οικουμένην διακηρύσσεται αύτη. Και το κήρυγμα αυτό της νηστείας δεν υπάρχει ούτε νήσος, ούτε ήπειρος, ούτε πόλις, ούτε έθνος ούτε απομεμακρυσμένον σημείον της γης, το οποίον να μη το ήκουσεν. Αλλάκαι οι στρατιώται και οι οδοιπόροι και οι ναυτικοί και οι έμποροι, όλοι ακούουν εξίσου το παράγγελμα και με χαράν το υποδέχονται. Ώστε κανείς να μη μείνη έξω από τον κατάλογον των νηστευόντων, εις τον οποίον περιλαμβάνονται όλα τα γένη των ανθρώπων, άνθρωποι κάθε ηλικίας, κατέχοντες διάφορα αξιώματα. Άγγελοι δε εις εκάστην εκκλησιαστικήν περιφέρειαν καταγράφουν εκείνους οι οποίοι νηστεύουν. Πρόσεξε μήπως δια την μικράν ευχαρίστησιν, την οποίαν δοκιμάζεις από το φαγητόν, δεν εγγραφείς μεν υπό του Αγγέλου εις τον κατάλογον των νηστευόντων, γίνης δε ένοχος λιποταξίας απέναντι Εκείνου, ο οποίος σε στρατολογεί δια τον αγώνα της νηστείας. Είναι μικρότερος ο κίνδυνος να κατηγορηθή κανείς ως ρίψασπις και λιποτάκτης από την στρατιωτικήν παράταξίν του παρά να παρουσιασθή ως ρίψας μακράν αυτού το όπλον της νηστείας. Είσαι μήπως πλούσιος; Μη προσβάλης την νηστείαν, απαξιών να δεχθής αυτήν μαζί σου εις την τράπεζαν, ούτε να την εκδιώξης από την οικίαν σου, νικημένην από την ηδονήν των φαγητών, μήπως σε καταγγείλη εις Εκείνον, ο οποίος ενομοθέτησε τας νηστείας και σου προξενήση λόγω της καταδίκης, στερήσεις μεγαλυτέρας από εκείνας, τας οποίας θα ήτο δυνατόν να δοκιμάσης είτε δια κάποιαν σωματικήν ασθένειαν είτε ένεκα κάποιας άλλης δυσκόλου περιστάσεως. Ο πτωχός ας μη ειρωνεύεται την νηστείαν, επειδή πάντοτε την έχει συγκάτοικον και ομοτράπεζον. Δια δε τας γυναίκας, όπως είναι η αναπνοή, τοιουτοτρόπως είναι και η νηστεία κάτι το συνηθισμένον και φυσικόν. Τα παιδιά ας ποτίζωνται με το ύδωρ της νηστείας, όπως ποτίζωνται και τα γερά και ζωηρά δενδρύλλια. Δια τους μεγαλυτέρους κατά την ηλικίαν ανακουφίζει τον κόπον της νηστείας η εξοικείωσις με αυτήν από μακρού. Διότι κόποι οι οποίοι είναι γνωστοί από παλαιάν συνήθειαν, δημιουργούν ολιγωτέρας δυσκολίας δι’ εκείνους οι οποίοι έχουν ασκηθή εις τους κόπους αυτούς. Δια τους οδοιπορούντας η νηστεία είναι ελαφρός συνοδοιπόρος. Διότι όπως η επιθυμία της τροφής τούς αναγκάζει να μεταβάλλωνται εις αχθοφόρους δια να μεταφέρουν μαζί των τα απολαυστικά τρόφιμά των, κατά τον ίδιον τρόπον η νηστεία τούς κάμνει ελαφρούς και ταχείς εις την οδοιπορίαν των. Άλλωστε και όταν αναλαμβάνεται κάποια μακρινή εκστρατεία, οι στρατιώται δεν παίρνουν μαζί των τρόφιμα δια τρυφήν και απόλαυσιν, αλλά μόνον τα απολύτως αναγκαία. Ημείς δε, οι οποίοι έχομεν την αξίωσιν να πολεμήσωμεν εναντίον των αοράτων εχθρών και μετά την νίκην μας εναντίον των βιαζόμεθα να φθάσωμεν εις την ουράνιον πατρίδα μας, δεν θα είναι κατά πολύ καλύτερον εάν αρκεσθώμεν εις τα απολύτως αναγκαία, ως εάν ευρισκώμεθα εις κάποιο στρατόπεδον; Κακοπάθησον λοιπόν ως καλός στρατιώτης και νίκησον εις τον αγώνα αυτόν νομίμως δια να κερδήσης τον στέφανον της νίκης, έχων υπ’ όψιν σου, ότι εκείνος ο οποίος αγωνίζεται είναι εις όλα εγκρατής. Αυτό δε το οποίον ανέφερα προ ολίγου, δεν πρέπει να το αφήσω να περάση ασχολίαστον. Ότι δηλαδή δια τους γνωστούς εις όλους μας στρατιώτας, αναλόγως με τους κόπους εις τους οποίους υποβάλλονται, αυξάνεται και η μερίς της τροφής. Δια τους πνευματικούς όμως στρατιώτας συμβαίνει το αντίθετον· εκείνος ο οποίος λαμβάνει ολιγωτέραν τροφήν, αυτός θεωρείται και καλύτερος. Όπως και η περικεφαλαία την οποίαν φέρομεν κατά τον αγώνα τούτον είναι τελείως διαφορετική από την φθαρτήν. Το υλικόν δηλαδή εκ του οποίου είναι κατεσκευασμένη η περικεφαλαία είναι ο χαλκός, ενώ εκείνη αποτελείται από την ελπίδα της σωτηρίας (Εφεσ. στ: 17). Και η μεν ασπίς η ιδική των είναι κατεσκευασμένη από ξύλον και δέρμα, ενώ η ιδική μας είναι η Πίστις ημών. Και ως θώρακα ημείς έχομεν τον θώρακα της δικαιοσύνης με τον οποίον έχομεν περιφράξει το σώμα μας, ενώ εκείνοι ως θώρακα έχουν ένα αλυσιδωτόν χιτώνα. Και δια την άμυνάν μας ημείς μεν έχομεν την μάχαιραν του πνεύματος, ενώ εκείνοι προβάλλουν δι’ άμυναν την σιδηράν μάχαιράν των. Τοιουτοτρόπως γίνεται φανερόν, ότι δεν είναι και δια τους δύο κατάλληλοι αι ίδιαι τροφαί, αλλά ημάς μεν μας δυναμώνουν τα δόγματα της ευσεβείας, ενώ εκείνοι έχουν ανάγκην να γεμίζουν την κοιλίαν των. Αφού λοιπόν το πέρασμα του καιρού μάς έφερεν εις τας πολυποθήτους αυτάς ημέρας, ας τας υποδεχθώμεν όλοι με ευχαρίστησιν, ως παλαιάς τροφούς, δια των οποίων η Εκκλησία μάς ωδήγησε προς την ευσέβειαν. Όταν λοιπόν πρόκειται να νηστεύσης, μη γίνεσαι σκυθρωπός κατά τον τρόπον των Ιουδαίων, αλλά να παρουσιάζης τον εαυτόν σου φαιδρόν, κατά την εντολήν του Ευαγγελίου (Ματθ. στ: 16 – 18), χωρίς να πενθής δια την ολιγοφαγίαν της κοιλίας, αλλ’ ευφραινόμενος μαζί με την ψυχήν από τας απολαύσεις του πνεύματος. Γνωρίζεις βεβαίως, ότι αι σαρκικαί επιθυμίαι είναι εναντίον του πνεύματος, και αι επιθυμίαι του πνεύματος αντίθετοι προς τας επιθυμίας της σαρκός (Γαλ. ε: 17). Επειδή λοιπόν τα δύο ταύτα είναι αντίθετα το εν προς το άλλο, ας ελαττώσωμεν την αδυναμίαν της σαρκός, ας αυξήσωμεν δε την δύναμιν της ψυχής, ώστε, αφού δια της νηστείας νικήσωμεν τα πάθη, να φορέσωμεν εις τας κεφαλάς μας τους στεφάνους της εγκρατείας. Εμπρός λοιπόν, ετοίμασε τον εαυτόν σου ίνα καταστή άξιος της σεμνοτάτης νηστείας· μη καταστρέψης την αυριανήν εγκράτειαν με την σημερινήν μέθην. Είναι κακή και πικρά η σκέψις ότι, αφού εντός πέντε ημερών έχει ορισθή δι’ ημάς νηστεία, σήμερον ας μεθύσωμεν έως ότου χορτάσωμεν. Κανείς όμως, όταν πρόκειται να λάβη εις νόμιμον γάμον γυναίκα, δεν εισάγει εις τον οίκον του εταίρας και παλλακίδας. Διότι η νόμιμος σύζυγος δεν είναι βεβαίως δυνατόν να δεχθή να συγκατοική μετά των διεφθαρμένων γυναικών. Και συ λοιπόν, ενώ αναμένομεν την νηστείαν, μη παρεμβάλλης προ αυτής την μέθην, αυτήν την κοινήν πόρνην, την μητέρα της αναισχυντίας, η οποία προκαλεί τον γέλωτα, η οποία χωρίς καμμίαν δυσκολίαν και κανένα δισταγμόν ημπορεί να διαπράξη οιανδήποτε ασχημοσύνην. Διότι δεν είναι δυνατόν εις ψυχήν, την οποίαν εμόλυνεν η μέθη, να εισέλθη η επιθυμία δια νηστείαν και προσευχήν. Εκείνον ο οποίος νηστεύει τον δέχεται ο Κύριος εντός του ιερού περιβόλου του. Εκείνον ο οποίος παραδίδεται εις την μέθην και την κραιπάλην δεν τον δέχεται, θεωρών αυτόν ως βέβηλον και ανόσιον. Εάν δηλαδή έλθης αύριον και αποπνέης την οσμήν του οίνου, και μάλιστα αποσυντεθειμένου, πως θα θεωρήσω ως νηστείαν την κραιπάλην σου; Μη προβάλης ως δικαιολογίαν το ότι δεν έπιες τον οίνον, και μάλιστα άκρατον, αυτήν την στιγμήν, αλλά να σκέπτεσαι ότι δεν αποφεύγεις την οινοποσίαν. Που να σε κατατάξω; Εις τους μεθύσους ή εις τους νηστευτάς; Η προηγουμένη μέθη σου σε σύρει προς το μέρος της· η παρούσα στέρησις επιβεβαιώνει νηστείαν. Η μέθη σε διεκδικεί ως ιδικόν της δούλον και δικαιολογημένα δεν θα σε αφήση να της διαφύγης, αφού ημπορεί να παρουσιάση ως αναμφισβητήτους αποδείξεις της υποδουλώσεώς σου εις αυτήν, την οσμήν του οίνου η οποία έχει μείνει εις σε, όπως μένει και εις τα αγγεία του οίνου. Αμέσως λοιπόν η πρώτη ημέρα των νηστειών θα είναι ανωφελής δια σε, επειδή ακόμη διατηρούνται εις σε τα υπολείμματα της προηγουμένης μέθης. Εκείνων δε των οποίων η αρχή είναι απαράδεκτος, είναι φανερόν ότι και όλα τα υπόλοιπα είναι εξ ίσου απαράδεκτα. Μέθυσοι δεν πρόκειται να κληρονομήσουν την Βασιλείαν του Θεού (Α΄ Κορ. στ: 10). Εάν έρχεσαι μεθυσμένος δια να αρχίσης την νηστείαν σου, ποίον το όφελος δια σε; Εάν η μέθη γίνεται αιτία να αποκλεισθής από την Βασιλείαν των ουρανών, εις τι ημπορεί να σου χρησιμεύση η νηστεία; Δεν βλέπεις ότι και οι πλέον έμπειροι από τους εκγυμναστάς των ίππων, δια της νηστείας και των στερήσεων προετοιμάζουν τους αναβάτας, όταν πλησιάζη ο αγών; Συ όμως αυτοβούλως πιέζεις τον εαυτόν σου τόσον πολύ με τον κόρον και την λαιμαργίαν, ώστε γίνεται χειρότερος και από τα άλογα ζώα. Κοιλία γεμάτη και βεβαρημένη από το πολύ φαγητόν όχι μόνον δι’ αγώνα δρόμου δεν είναι ικανή, αλλ’ ούτε δια τον ύπνον δεν είναι κατάλληλος· διότι, πιεζομένη από το φορτίον των φαγητών, όχι μόνον δεν ημπορεί να μείνη ήρεμος, αλλ’ υπό το βάρος αυτών αναγκάζεται να στριφογυρίζη διαρκώς προς την μίαν και την άλλην πλευράν. Η νηστεία προφυλάσσει τα μικρά παιδία, σωφρονίζει τον νέον, τον ενήλικον τον κάμνει σεμνόν· η λευκή κόμη γίνεται περισσότερον σεβαστή, όταν στολίζεται και από την νηστείαν. Δια τας γυναίκας είναι ο πλέον κατάλληλος στολισμός, δια τους ευρισκομένους εις την ακμήν της ηλικίας των αποτελεί χαλινόν, ο οποίος τους συγκρατεί από πολλάς περεκτροπάς, η νηστεία διατηρεί την αγάπην μεταξύ των συζύγων αδιατάρακτον, η νηστεία είναι τροφός δια τας παρθένους. Και αυταί μεν είναι αι ευεργεσίαι, τας οποίας προξενεί η νηστεία εις κάθε μίαν οικογένειαν χωριστά. Αλλά και εις τον δημόσιον βίον πως συμπεριφέρεται η νηστεία; Ολόκληρον την πόλιν και όλον τον λαόν τον μεταβάλλει και τον φέρει εις τάξιν, καταπαύει τας φωνάς, εκδιώκει μακράν την διαμάχην, κατασιγάζει τας ύβρεις και τας λοιδορίας. Τίνος διδασκάλου η παρουσία είναι ικανή να καταπαύση τον θόρυβον των μαθητών του, όπως καταστέλλει την αναταραχήν της πόλεως η νηστεία, όταν παρουσιασθή; Ποίος ενεφανίσθη τραγουδών εις τον δρόμον κατά την διάρκειαν νηστείας; Ή πότε εστήθη κάπου άσεμνος χορός εις εποχήν νηστείας; Άσεμνοι γέλωτες και άσματα πορνικά και μανιασμένοι χοροί απομακρύνονται αμέσως από την πόλιν, εκδιωκόμενοι υπό της νηστείας, όπως θα εξεδιώκοντο από ένα αυστηρόν και αμείλικτον δικαστήν. Εάν δε όλοι έπαιρναν ως σύμβουλον την νηστείαν εις πάσαν περίπτωσιν κατά την οποίαν ευρίσκονται εις αμφιβολίαν τινά περί του πρακτέου, τότε τίποτε δεν θα ημπόδιζε να επικρατή βαθεία ειρήνη εις όλην την οικουμένην και ούτε τα έθνη να ξεσηκώνωνται το ένα εναντίον του άλλου, ούτε οι στρατοί να συγκρούωνται μεταξύ των. Εάν επεκράτει η νηστεία ούτε όπλα θα κατεσκευάζοντο, ούτε δικαστήρια θα συνεκροτούντο, ούτε θα ευρίσκοντο μερικοί κλεισμένοι εις τας φυλακάς, ούτε θα υπήρχον εις τας ερημίας οι λησταί, ούτε εις τας πόλεις οι συκοφάνται, ούτε εις τας θαλάσσας οι πειραταί. Εάν όλοι ήσαν μαθηταί της νηστείας ούτε θα ηκούετο ποτέ, κατά τον λόγον του Ιώβ, φωνή εισπράκτορος των φόρων (Ιώβ γ: 18, λθ: 7), ούτε και η ζωή μας θα ήτο γεμάτη από στενοχωρίας και στεναγμούς, εάν η νηστεία επρυτάνευεν εις την ζωήν μας. Διότι είναι ολοφάνερον, ότι η νηστεία θα εδίδασκεν όλους όχι μόνον από την πολυφαγίαν να απέχουν, αλλά και την φιλαργυρίαν και την πλεονεξίαν και πάσαν άλλην κακίαν θα τους έκαμνε να αποφεύγουν και να την αποδιώκουν μακράν. Και όταν θα έπαυον να υπάρχουν αι κακίαι αυταί, κανένα εμπόδιον δεν θα υπήρχεν ώστε να διερχώμεθα την ζωήν μας με πλήρη ειρήνην και ψυχικήν ηρεμίαν και αταραξίαν. Σήμερον όμως, άλλοι μεν αφού εκδιώξουν μακράν εαυτών την νηστείαν, και επιδιώκοντες τας υλικάς απολαύσεις ως την αληθινήν ευτυχίαν της ζωής, έφεραν μεταξύ ημών το πλήθος όλων αυτών των κακών, επί πλέον δε φθείρουν τα σώματά των. Κάμε μου την χάριν και πρόσεξε την διαφοράν εις τα πρόσωπα εκείνων οι οποίοι θα σου ομιλήσουν σήμερον την εσπέραν και εκείνων, οι οποίοι θα σου ομιλήσουν αύριον. Σήμερον τα πρόσωπα είναι φουσκωμένα ως πρησμένα, κατακόκκινα, ιδρωμένα ελαφρώς, οι οφθαλμοί των είναι υγροί, εξέχοντες προς τα έξω, έχουν δε χάσει την ακρίβειαν του αισθητηρίου της οράσεως από την ομίχλην που έχει δημιουργήσει μέσα των η μέθη. Ενώ αύριον τα πρόσωπα είναι συμμαζευμένα, σεμνά, με το φυσικόν των και πάλιν χρώμα, γεμάτα από φρόνησιν και ακρίβειαν των αισθήσεων εφ’ όσον δεν υπάρχει καμμία αιτία εσωτερική, η οποία να επισκοτίζη τας φυσικάς ενεργείας του σώματος. Η νηστεία είναι εκείνη που εξομοιώνει κατά κάποιον τρόπον τους ανθρώπους προς τους Αγγέλους, η ομόσκηνος των Δικαίων, ο σωφρονισμός της ζωής μας. Αυτή έκαμε τον Μωϋσήν νομοθέτην, καρπός της νηστείας είναι ο Σαμουήλ. Η μήτηρ του Άννα, αφού ενήστευσε, προσηυχήθη εις τον Θεόν. «Αδωναϊ Κύριε, Ελωί Σαβαώθ, εάν ευσπλαγχνισθής την δούλην σου και με αξιώσης να αποκτήσω υιόν, υπόσχομαι να το αφιερώσω εις Σε! Οίνον και σίκερα δεν θα πίη εις την ζωήν του, μέχρι της ημέρας του θανάτου του» (Α΄ Βασιλ. α: 11). Η νηστεία ανέθρεψε τον μέγαν Σαμψών, και μέχρις ότου έμενε πλησίον αυτού, κατά χιλιάδας έπιπτον οι αντίπαλοί του και αι πύλαι των πόλεων εκρημνίζοντο και οι λέοντες δεν ηδύναντο να αντισταθούν εις την δύναμιν των χειρών του. Όταν όμως τον εκυρίευσεν η μέθη και η πορνεία, τότε έγινεν αιχμάλωτος των εχθρών του, και αφού εστερήθη των οφθαλμών, έγινε περίγελως των παιδίων των αλλοφύλων. Όταν ο Ηλίας ενήστευσεν, επί τρία έτη και εξ μήνας απέκλεισε τον ουρανόν και δεν έδωσε βροχήν. Επειδή δηλαδή είδεν ότι από τον κόρον οι άνθρωποι έγιναν υπερήφανοι και αυθάδεις, επέβαλεν εις αυτούς αναγκαστικώς την νηστείαν δια του λιμού, ο οποίος ηκολούθησε την ανομβρίαν. Δια της νηστείας δε εσταμάτησε την αμαρτίαν των, η οποία είχε ξεχυθή ασυγκράτητος προς πάσαν κατεύθυνσιν, ανακόψας την πρόοδον της αμαρτίας δια της νηστείας ως να ήτο αύτη πεπυρακτωμένος σίδηρος ή χειρουργικόν νυστέρι. Δεχθήτε την νηστείαν, σεις οι πτωχοί, αυτήν η οποία μαζί σας κατοικεί και συμπαρακάθηται εις την τράπεζάν σας. Δεχθήτε αυτήν σεις οι δούλοι, αυτήν η οποία αποτελεί δια σας ξεκούρασμα από τους συνεχείς κόπους της υπηρεσίας. Δεχθήτε την νηστείαν οι πλούσιοι, αυτήν η οποία σας θεραπεύει από την βλάβην, την οποίαν σας προξενεί η λαιμαργία και ο κόρος, αυτήν η οποία δια της αλλαγής κάμνει περισσότερον ευχάριστα, εκείνα τα οποία εκ της συνηθείας περιφρονείτε. Δεχθήτε αυτήν οι άρρωστοι, διότι είναι η μήτηρ της υγείας. Δεχθήτε την νηστείαν όσοι είσθε υγιείς, διότι αυτή διατυρεί την υγείαν σας. Ερώτησον, αν θέλης, τους ιατρούς, και αυτοί θα σου είπουν, ότι αποτελεί σφάλμα η απόλυτος ευεξία. Δια τούτο οι πλέον έμπειροι από τους ιατρούς δια της νηστείας αφαιρούν το περισσεύον, δια να μη καμφθή η σωματική δύναμις από το υπερβολικόν πάχος. Αφού δηλαδή εξεπίτηδες περιορίσουν το υπερβολικόν πάχος δια της νηστείας, προετοιμάζουν κατά κάποιον τρόπον κάποιαν ευρυχωρίαν και δια της θρεπτικής δυνάμεως του σώματος αρχήν δευτέρας σωματικής αναπτύξεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εις κάθε επιτήδευμα και εις κάθε συνήθειαν του σώματος παρουσιάζεται ό,τι ωφέλιμον προέρχεται εξ αυτής, το οποίον παραχωρεί εξ ίσου εις πάντας, εις τας οικίας, τας αγοράς, τας νύκτας, τας ημέρας, τας πόλεις, τας ερημίας. Ας υποδεχθώμεν λοιπόν με φαιδρότητα αυτήν η οποία με τόσους τρόπους μας χαρίζει ό,τι καλόν προέρχεται εξ αυτής, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου, χωρίς να γινώμεθα σκυθρωποί όπως οι υποκριταί (Ματθ. στ: 16), αλλά δεικνύοντες την ιλαρότητα της ψυχής μας χωρίς επιτήδευσιν. Και δεν νομίζω ότι χρειάζεται τόση προσπάθεια εκ μέρους μου δια την παρακίνησιν προς νηστείαν, όσος αγών χρειάζεται ώστε να μη περιπέση κανείς σήμερον εις τα κακά της μέθης. Διότι την μεν νηστείαν και εκ λόγων συνηθείας και διότι εντρέπονται ο εις τον άλλον οι περισσότεροι την αποδέχονται· φοβούμαι όμως την μέθην, την οποίαν διατηρούν ως πατρικήν κληρονομίαν όσοι αγαπούν τον οίνον. Όπως δηλαδή συμβαίνει με εκείνους οι οποίοι αναχωρούν εις μακρινόν ταξίδιον, κατά τον ίδιον τρόπον μερικοί ανόητοι ανταλλάσουν τας πέντε ημέρας της νηστείας με οινοποσίαν πέντε ημερών. Ποίος όμως είναι τόσον ανόητος, ώστε πριν αρχίση να πίνη, να κάμνη τας παραφροσύνας που διαπράττουν οι μεθυσμένοι; Δεν γνωρίζεις ότι η κοιλία δεν διατηρεί ό,τι της δώσωμεν προς φύλαξιν; Η κοιλία ουδεμιάς εμπιστοσύνης είναι αξία εις τας συναλλαγάς της. Είναι ένα θησαυροφυλάκιον, το οποίον δεν είναι δυνατόν να φυλαχθή, το οποίον, όταν εναποτεθούν εις αυτό πολλά, διατηρεί μεν την βλάβην η οποία προέρχεται εξ αυτών, δεν διαφυλάττει όμως όσα ετοποθετήθησαν εις αυτώ προς φύλαξιν. Πρόσεξε μήπως και εις σε αύριον, επιστρέφοντα μεθυσμένον, λεχθώσιν αυτά τα οποία αναγινώσκονται αυτήν την στιγμήν. Δεν εξέλεξα αυτού του είδους την νηστείαν, λέγει ο Κύριος (Ησαϊας νη: 5 – 6). Διατί αναμιγνύεις πράγματα, τα οποία είναι αδύνατον να αναμιχθούν; Ποία η συμμετοχή της νηστείας προς την μέθην; Τι το κοινόν έχει η οινοποσία προς την εγκράτειαν; «Ποία συμφωνία υπάρχει μεταξύ του ναού του Θεού και ναού των ειδώλων;» (Β΄ Κορ. στ: 16). Διότι οι μεν εγκρατείς είναι ναός του Θεού, εις τον οποίον κατοικεί το Πνεύμα του Θεού, ναός δε ειδώλων είναι εκείνοι οι οποίοι δια της μέθης υποδέχονται ό,τι είναι συνδεδεμένον με την ακολασίαν. Η σημερινή ημέρα είναι τρόπον τινά η είσοδος των νηστειών. Εκείνος δε ο οποίος εμολύνθη ευρισκόμενος ήδη εις την είσοδον, δεν είναι βεβαίως άξιος να εισέλθη εις τα άγια. Κανείς δούλος, ο οποίος θέλει να εξευμενίση τον κύριόν του, δεν χρησιμοποιεί ως μεσίτην και συμφιλιωτήν τον εχθρόν του κυρίου του. Η μέθη είναι εχρά του Θεού· απόφευγε την μέθην, μήπως αύτη δε αποξενώση ακόμη περισσότερον από τον Θεόν. Δεν είναι αρκετή μόνον η αποχή από τα φαγητά δια να είπωμεν ότι όντως νηστεύομεν, αλλά πρέπει να νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν και ευχάριστον προς τον Θεόν (Ησαϊας νη: 5). Αληθής νηστεία είναι η απομάκρυνσις από το κακόν, η συγκράτησις της γλώσσης, η αποχή από το θυμόν, ο χωρισμός από τας κακάς επιθυμίας, η εγκατάλειψις της καταλαλιάς, του ψεύδους, της επιορκίας. Η εγκατάλειψις όλων αυτών είναι η αληθινή νηστεία. Όταν μαζί με όλα αυτά υπάρχη και η νηστεία, η νηστεία αυτή είναι καλή. Ας εντρυφήσωμεν δε εις τον Κύριον, εις την μελέτην των λογίων του Πνεύματος, και εις την ανάληψιν των όσων επιτάσσει ο νόμος δια την σωτηρίαν μας και εις πάσαν διδασκαλίαν, η οποία συντελεί εις την διόρθωσιν των ψυχών μας. Ας φυλαχθώμεν από την νηστείαν την νοουμένην, την οποίαν απεύχεται και ο Προφήτης λέγων περί αυτής· «ου λιμοκτονήσει Κύριος ψυχάς δικαίων» (Παρ. ι: 3) και ο θείος Δαβίδ «ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους» (Ψαλμ. λστ: 25). Δεν έλεγε βεβαίως περί των αισθητών άρτων, εκείνος ο οποίος εγνώριζεν ότι τα τέκνα του Πατριάρχου Ιακώβ κατέβησαν ειςτην Αίγυπτον δια να ζητήσουν άρτους, αλλά ομιλεί περί της πνευματικής τροφής, δια της οποίας τελειοποιείται ο εσωτερικός μας άνθρωπος. Ας μη επέλθη και εναντίον μας εκείνη η νηστεία, την οποίαν ηπείλησεν ο Κύριος δια τους Ιουδαίους· «Ιδού, λέγει ο Κύριος, έρχονται ημέραι κατά τας οποίας θα φέρω επάνω εις αυτήν την γην πείναν, όχι πείναν δι’ άρτον, ούτε δίψαν δι’ ύδωρ, αλλά λιμόν του να ακούσουν τον λόγον του Κυρίου» (Αμώς η: 11). Την πείναν αυτήν έστειλεν ο δίκαιος Κριτής, επειδή έβλεπεν, ότι ο νους αυτών επνίγετο από την πείναν της στερήσεως των δογμάτων της αληθείας, ενώ ο υλικός άνθρωπος επαχύνετο υπερβολικά και εγέμιζεν από σάρκας και λίπος. Καθ’ όλας λοιπόν τας ημέρας, αι οποίαι θα ακολουθήσουν, θα μας θρέψη το Πνεύμα το Άγιον με την πρωϊνήν και εσπερινήν ευφροσύνην. Κανείς να μη απομακρυνθή θεληματικώς από την πνευματικήν αυτήν ευωχίαν. Πάντες ας μετάσχωμεν του κρατήρος της νηφαλιότητος, τον οποίον εγέμισεν η σοφία του Θεού και τον ετοποθέτησεν επί της τραπέζης δι’ όλους εξ ίσου, ώστε ο άξιος και ικανός να λάβη. Η νηστεία δηλαδή εγέμισε τον κρατήρα της και έσφαξε τα θύματά της (Παρ. θ: 2), δηλαδή την τροφήν των τελείων, εκείνων οι οποίοι έχουν ασκήσει τας αισθήσεις των και τον νουν των, ώστε να διακρίνουν το καλόν από το κακόν. Εξ αυτών αφού λάβωμεν εν αφθονία είθε να ευρεθώμεν άξιοι και της ευφροσύνης του Νυμφώνος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου