Η Διαθήκη του Πατρός ημών κι Ομολογητού ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ

Επειδή κι έφθασεν ο καιρός της εμής αναλύσεως, εγώ μεν υπάγω προς τον Θεόν, σεις δε, ω τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, σπουδάσατε επιμελέστατα να ετοιμασθήτε καλώς, τώρα όπου έχετε καιρόν, γινώσκοντες ότι μετά θάνατον δεν ωφελεί παντάπασιν η μετάνοια· «Εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια» («Εν τω άδη τις εξομολογήσεταί σοι»; ) (Ψαλμ. στ: 6). Διότι εν τη μελλούση ζωή είναι ο καιρός της ανταποδόσεως, εις δε την παρούσαν είναι ο καιρός της μετανοίας και των αγώνων προς απόκτησιν της αρετής. Όμως όλα τα λυπηρά και επίπονα του κόσμου τούτου συντόμως εξαφανίζονται, ομοίως και όλα του τα χαροποιά και ηδονικά ταχέως διαφθείρονται και αυτά και εξαφανίζονται· των δε μελλόντων η κληρονομία, τόσον η απόλαυσις των αγαθών, όσον και τα βάσανα της κολάσεως, είναι αιώνια και παντοτεινά.

Όθεν σας παραγγέλλω προ πάντων να φυλάττητε ακριβώς την θεοπαράδοτον πίστιν, χωρίς να κλονίζησθε παντελώς ή να σαλεύητε από καιρικής περιστάσεως ή κινδύνου· διότι μετ’ ολίγον καιρόν, καθώς μοι απεκάλυψεν ο Κύριος, μέλλει να γίνη μεγάλη ταραχή εις τας αγίας του Χριστού Εκκλησίας υπό των αιρετικών, οι οποίοι θα παρασύρωσι πολλούς εις τα αιρετικά των φρονήματα· σεις όμως να ίστασθε στερεοί εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας και μέχρις αίματος, αν το καλέση ο καιρός και η ανάγκη. Έπειτα να φυλάττητε την ζωήν σας ακατηγόρητον και αμέτοχον πάσης κακίας, και αν δεν εφθάσατε ακόμη εις τούτο, να την καθαρίζητε προθυμότατα πάσαν ημέραν· την δε παρθενίαν και τον αγιασμόν του σώματος να τα φυλάττητε τόσον πολύ, ώστε να γίνησθε ναοί αμόλυντοι, ίνα επιθυμήση ο καθαρώτατος Θεός να κατοικήση εις τας καρδίας σας και να γεμίση τας ψυχάς σας δια του αγιασμού και της ανεκλαλήτου ευωδίας του. Ο θυμός και η οργή είναι μεγαλώτατον κακόν, και κανέν άλλο πάθος δεν βλάπτει τόσον την φιλαδελφίαν, όσον αυτό· σεις δε, ω γνήσια σπλάγχνα μου, να φυλάττητε επιμελέστατα την ομόνοιαν, την ειρήνην, την χριστομίμητον πραότητα και την φιλανθρωπίαν· αν όμως και από πειρασμού του μισοκάλου ακολουθήση καμμίαν φοράν μεταξύ σας σκάνδαλον, σπουδάσατε, όσον δύνασθε, ίνα ανακαλέσητε το ταχύτερον το πάντιμον καλόν της αγάπης και της φιλαδελφίας, ίνα μη τύχη και βασιλεύση ο ήλιος και σας αφήση σκανδαλισμένους και εσκοτισμένους εις το μίσος της μνησικακίας· διότι εάν αποθάνωμεν αίφνης την νύκτα εκείνην, δεν είναι δυνατόν, χωρίς την αγάπην, να ίδωμεν τον ήλιον της δικαιοσύνης, τον Διδάσκαλόν μας Χριστόν, ο οποίος ορίζει εν τω ιερώ Ευαγγελίω: «Εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν. ιγ: 35). Εάν δε ο διάβολος, ο ψυχοφθόρος σπορεύς, σπείρη εις τας ψυχάς σας λογισμόν κακής επιθυμίας, σπουδάζετε επιμελέστατα να τον εκριζώνητε παρευθύς και να τον απορρίπτητε μακράν· διότι εάν προφθάσητε συντόμως, θα τον ποδιώξητε ευκόλως· ει δε και τον αφήσητε να πολυκαιρίση εντός της καρδίας σας, δυσκολώτατα θα τον εκριζώσητε. Όπλα δε ίνα πολεμήτε επιτήδεια είναι το να μεταχειρίζησθε την νηστείαν, την προσευχήν, τα δάκρυα και την ενθύμησιν του θανάτου και του ασβέστου πυρός της κολάσεως, επειδή η τοιαύτη ενθύμησις είναι φονεύτρια παντοίου κακού και το ισχυρότατον πάντων των όπλων και φοβερώτατον εις τους εχθρούς μας, είναι το ένδυμα του Ιησού μας, ήτοι η νικοποιός ταπείνωσις, την οποίαν μας προστάττει ο ίδιος επιτακτικώς να μάθωμεν ούτω λέγων· «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια: 29). Το δε ακίνδυνον καταφύγιον, όπως μη αιχμαλωτιζώμεθα υπό λογισμών χωριζόντων ημάς από του Θεού, είναι η φύλαξις και προσοχή του νοός και όλων των αισθήσεων, και το περισσότερον της οράσεως και της ακοής· διότι δια των δύο τούτων αισθητηρίων εμβαίνουσιν εις την καρδίαν μας όλαι σχεδόν αι κακαί επιθυμίαι· και καθώς λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας: «Ότι ανέβη θάνατος δια των θυρίδων υμών» (Ιερεμ. θ: 21), δια της απροσεξίας δηλαδή των θυρίδων, ήτοι των αισθήσεων, εισδύει εντός ημών ο ψυχικός θάνατος. Τιμιώτατον απόκτημα είναι εις τον Μοναχόν η ακτημοσύνη, και πλούτος εις τον ευγενή τη αληθεία και ελεύθερον η απροσπάθεια, και το να μη είναι δεδεμένος εις καμμίαν επιθυμίαν των φθαρτών πραγμάτων, αλλά να μεταχειρίζηται μετρίως την αναγκαίαν χρείαν του σώματος, ως μας συμβουλεύει ο Παύλος: «Έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. στ: 8), μη γογγύζοντες ακρίτως κατά του ευεργέτου ημών. Το μεγαλώτατον δε κακόν από όλα τα άλλα είναι η υψηλοφροσύνη και υπερηφάνεια, εξαλείφουσα παν ό,τι καλόν έχει ο άνθρωπος· η οποία, αν και τας περισσοτέρας φοράς ακολουθεί φύσει εις τους πλουτούντας από πολλών αρετών, όμως ενίοτε προσκολλάται και εις τον παντέρημον καλών έργων. Αύτη η υπερηφάνεια προξενεί φοβερόν κρημνισμόν εις τον κάτοχον αυτής· δια τούτο και ο θείος Παύλος, δίδων εις ημάς χείρα βοηθείας, μας υποδεικνύει τον τρόπον της εξ αυτής απαλλαγής λέγων· «Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση» (Α΄ Κορ. ι: 12). Πρέπει επίσης να προσέχωμεν πολύ να μη κατακρίνωμεν τον αδελφόν μας, αλλά να τον συλλυπώμεθα και να τον διορθώνωμεν· διότι η κατάκρισις είναι γέννημα ψυχής ανθρώπου υπερηφάνου, ο οποίος καταδικάζει δια του λογισμού του όλους τους ανθρώπους, κι ζητεί δια της κατακρίσεως των άλλων να δικαιώση και να δοξάση εαυτόν επί το φαρισαϊκώτερον· «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων…, ή και ως ούτος ο τελώνης» (Λουκά ιη: 11). Αν σοι αρέσκη, αδελφέ, να κρίνης και να εξετάζης, πολύ πλησίον έχεις τον εαυτόν σου, και μη παύσης ποτέ κρίνων και εξετάζων πάντοτε όλα σου τα απόκρυφα, ήτοι τους λογισμούς σου και τους λόγους σου και τα έργα σου, διορθώνων τα σφάλματά σου· διότι εάν κρίνωμεν εδώ τον εαυτόν μας εις την παρούσαν ζωήν και διορθωθώμεν, δεν θα κατακριθώμεν από τον Θεόν εις την άλλην ζωήν, ούτε θα καταδικασθώμεν εις την κόλασιν, κατά τον μακάριον Παύλον λέγοντα· «Ει γαρ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα· κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Α΄ Κορινθ. ια: 31-32). Όποιος ωσαύτως κολακεύει έξω από του πρέποντος την κοιλίαν του, ευκόλως κρημνίζεται εις τα σαρκικά πάθη, και λαμβάνει παρ’ αυτής κακήν ανταπόδοσιν· οι κόποι όμως και η αγρυπνία την ατονίζουσι και η νηστεία την καταδαμάζει τελείως, και παρεμποδίζει τα άτακτά της κινήματα· αγαπάτε δε την φιλοξενίαν, μεταχειριζόμενοι αυτήν πάντοτε, διότι είναι έργον θεάρεστον· δεχόμενοι δε ξένους, πλύνετε τους πόδας των, επειδή το νίψιμον των ποδών είναι διακόνημα και εντολή του Χριστού, όστις πρώτος ένιψε τους πόδας των Μαθητών του, προστάξας έπειτα να πράττωμεν και ημείς το αυτό· το οποίον όχι μόνον προξενεί ανάπαυσιν εις τους κεκοπιασμένους, αλλά και δύναται ακόμη να ιατρεύση περισσότερον παντός άλλου επιχειρήματος το βλαπτικώτατον ασθένημα της ψυχής, την κενοδοξίαν. Τα δε καθαρτικά, τα καθαρίζοντα την ψυχήν από των μολυσμών της αμαρτίας, είναι πολλά· ήτοι τα δάκρυα, οι αναστεναγμοί, η συντριβή της καρδίας, η εξομολόγησις, η νηστεία, η προσευχή, η χαμαικοιτία, και όλα τα άλλα ιατρικά των μετανοούντων· όμως είναι μετρίως κοπιαστικά, αν και προξενούσι πολλήν ωφέλειαν εις τους διακριτικούς. Εν δε μόνον γνωρίζω πολύ μεν ακοπίαστον, αλλά πολύ δυνατόν να καθαρίση τους μολυσμούς της ψυχής· και τούτο είναι το να συμπαθή τις εις τα σφάλματα εκείνων, οι οποίοι του πταίουσι· διότι η συμπάθεια όχι μόνον προξενεί την άφεσιν των αμαρτημάτων εις τον συμπαθούντα, κατά το «Άφετε και αφεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ: 14), αλλά και πολλάκις σωφρονίζει αύτη και τον πταίστην περισσότερον από την παίδευσιν, και από ελεύθερον τον κάμνει δούλον του συμπαθούντος· καθώς λέγουν οι Έλληνες συγγραφείς, ότι: «Η συγγνώμη είναι κρείττων και αμείνων της τιμωρίας». Ταύτα και τα τοιαύτα διδάσκων τους μαθητάς του ο θείος Χαρίτων, τους ηυχήθη εξ ύψους σωτηρίαν ψυχής· έπειτα χωρίς καμμίαν ασθένειαν, ουδέ κανένα πόνον εις τα μέλη του σώματός του, πεσών επάνω εις τον κράββατον και απλώσας τους πόδας του, παρέδωκεν ευθύς την αγίαν του ψυχήν χαίρουσαν εις τους Αγίους Αγγέλους, και ούτω μετέβη εις την ατελεύτητον μακαριότητα, εκεί ένθα διαδέχεται ανάπαυσις ευτυχεστάτη εκείνους, οι οποίοι ίδρωσαν και εκοπίασαν εις τον αμπελώνα του Κυρίου, και περιεπάτησαν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της αρετής. Όσα λοιπόν έργα και θαύματα του αειμνήστου Χαρίτωνος διέφυγον τον πανδαμάτορα χρόνον και την παλαιότητα και την λήθην, αυτά παρεδώκαμεν εις τας φιλομαθείς ακοάς σας, αγαπητοί, δια της παρούσης Βιογραφίας, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και Βασιλείας· η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ πολύ!! Από ποιο βιβλίο είναι;

Silver είπε...

Από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας του μηνός Σεπτεμβρίου.

Η Κυρία Θεοτόκος σκέπη και καταφυγή μας!

Εν Χριστώ,
Κωνσταντίνος