Μέγας καί ἀπέραντος και ἀνεξιχνίαστος
ὠκεανός εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Μιά ἀγάπη ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη, ἀνέκφραστη,
ἀπερίγραπτη, πού μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός τή γνωρίζει. Κατά τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο,
«ὁ Θεός Φῶς ἐστι» καί «ὁ Θεός Ἀγάπη ἐστί». Ἀλλά ποιος μπορεῖ νά περιγράψει τοῦτο
το Φῶς; Τοῦτο τό Φῶς δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τά φῶτα τοῦ γήϊνου κόσμου. Ὅπως
καί ἡ Ἀγάπη Του δέ μετριέται οὔτε μέ τό λογικό, οὔτε μέ τ’ ἀνθρώπινα
συναισθήματα. Ὁ Θεός ὡς Φῶς καί ὡς Ἀγάπη εἶναι ἀκατάληπτος. Οὔτε το Φῶς Του
μποροῦμε νά προσεγγίσουμε, οὔτε τήν Ἀγάπη Του. Ἐλάχιστο Φῶς καί μέρος τῆς Ἀγάπης
Του εἶδαν καί γεύτηκαν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Μέρος τοῦ φωτός γεύτηκαν, στη
Μεταμόρφωση —«καθώς ἠδύναντο»— καί τῆς Ἀγάπης Του σημάδια στά τρία χρόνια πού
ζήσανε μαζί. «Ὀψόμεθα τόν Κύριον καθώς ἐστι», μόνο στή βασιλεία Του.
Ἕνα πρᾶγμα μόνο ξέρουμε ὅτι ἡ Ἀγάπη Του Τόν ἔφερε στή μολυσμένη γῆ μας γιά νά μᾶς λυτρώσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει στή βασιλεία Του. Ἕνας μονάχα ὁ στοχασμός μας καί ἕνα τό ἐρωτηματικό μας μπροστά στήν ἀπρόσιτη τούτη Ἀγάπη: «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν»; Πόση εἶναι ἡ δική μας ἀγάπη; Ποιά τῆς καρδιᾶς μας ἡ ἀνταπόδοση και προσφορά; Ποιά τῆς δικῆς μας ἀγάπης ἡ ποιότητα; Ποιό τοῦ θείου ἔρωτα τό τραγούδι μας; Ποιά τῆς δικῆς μας ψυχῆς τά ὑμνολογήματα; Ὦ, Κύριε! Τά δικά μας τραγούδια —συγχώρεσέ μας— εἶναι τραγούδια «τοῦ αἰῶνος τούτου, τοῦ ἀπατεῶνος». Εἶναι μολυσμένα καί ἁμαρτωλά. Εἶναι τραγούδια μιᾶς ἄλλης, ξένης ἀγάπης. Εἶναι τραγούδια κάποιου ἄλλου, γήϊνου καί σαρκικοῦ ἔρωτα. Μ’ αὐτά τά τραγούδια προσβάλλουμε καί προδίδουμε τήν ἀγάπη Σου. «Μοιχούς καί μοιχαλίδες» εἶπες κάποτε τούς ἀνθρώπους. Καί τέτοιοι εἴμαστε. Ὁ προφήτης Σου, Κύριε, χαιρότανε ὅταν σέ ὑμνοῦσε, λέγοντας, «ἄσω δή τῷ ἠγαπημένῳ ἆσμα τοῦ ἀγαπητοῦ μου» (Ἡσ. Ε΄1). Ἀλλά κι ὁ ἄλλος προφήτης καί βασιλιάς, τό ἴδιο χαιρότανε ὅταν ἔψαλλε μέ τήν κιθάρα του τό τόσο μελωδικό καί ἀσίγητο τραγούδι του, «ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (Ψαλμ. 145, 2). Πόσο ἔνιωθε τήν ἀγάπη Σου καί ὁ δικός μας ποιητής μέ τούς ὄμορφους, τοῦ θείου ἔρωτα, στίχους του!: «Ψάλλε γλυκά γιά τό Νυμφίο σου, ψυχή μου νυχτοπαρωρίτρα. Γιά τό Νυμφίο πού σέ λευτέρωσε τό αἷμα Του δίνοντας γιά λύτρα». «Θεῖος ὁ ἔρως ὁ πρός Σέ». Μυστικός, τοῦτος ὁ ἔρωτας. Θελκτικός καί ἐκστατικός. Ἅγιος καί μεγαλοπρεπής. Ὑπερκόσμιος καί μοναδικός. Μονάχα ἡ καρδιά τόν αἰσθάνεται και τόν βιώνει. «Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται», ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. «Καλός ὁ ἀδελφιδός μου, ὡραῖος», τραγουδοῦσε ἡ νύμφη ψυχή (Ἆσμα Α΄16). Εἶναι ὁ «ἐκλελοχισμένος ἀπό μυριάδων», ὁ «λευκός καί πυρρός». Ὁ διαλεγμένος, δηλαδή, ἀνάμεσα σέ μυριάδες ἀνθρώπους αὐτός πού εἶναι δίχως καμιά κηλίδα, ὁ πανάγιος καί ἀναμάρτητος, ἀλλά καί κόκκινος, κατακόκκινος ἀπ’ τό αἶμα Του πού χύθηκε στό Σταυρό. Ὁ Ντοστογιέφσκι ἔλεγε: «Ἄν ὑπάρξουν ἄνθρωποι, πού θά με πείσουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἀλήθεια, και ὅτι ἡ ἀλήθεια δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τόν Ἰησοῦ, ἐγώ θά προτιμήσω νά εἶμαι μέ τό Χριστό κι ἄς μη εἶμαι μέ τήν ἀλήθεια». Ὁ Ἰησοῦς εἶναι «μῦρον ἐκκενωθέν» καί «ὀσμή ζωῆς εἰς ζωήν». Εἶναι τῆς ψυχῆς ὁ γλυκοπόθητος ἐραστής καί Νυμφίος. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος εἶναι γοητευμένος ἀπό τον ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ. Αἰσθάνεται τέτοια μυστική μέθη, πού δέ βρίσκει λόγια νά τήν ἐκφράσει. Τη βιώνει ἐκστατικά. Ἔχει τήν αἴσθηση πώς ζεῖ σέ ἄλλους κόσμους. Οἱ λόγοι του εἶναι ἕνα ἀσίγαστο τραγούδι, ἕνας ὕμνος θείου ἔρωτα. Νά μερικοί στίχοι του: «Ὦ, ἀγάπη παμπόθητε, μακάριος ὁ σέ ἀσπασάμενος». «Μακάριος ὁ τά σά κάλλη καταφιλήσας καί κατατρυφήσας ἐξ ἀπείρου πόθου». «Ἀμήχανον τό κάλλος σου, ἀσύγκριτον τό εἶδος ἡ ὡραιότης ἄφατος, ὑπέρ λόγον ἡ δόξα». Κατά τήν ὑμνολογική ἔκφραση, ὁ Ἰησοῦς εἶναι «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης». Ἀπό τά ποθητά το πιό ποθητό, πού μπορεῖ νά ποθήσει ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ἡ ἄπειρη τελειότητα. Τό ἀπειροτέλειο. Ἡ ἀκρότατη ἐπιθυμία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Κάποιος ἔγραψε τούτη την προσευχητική ἱκεσία: «Ζωγράφισε, Κύριε, στούς βολβούς τῶν ματιῶν τῆς ψυχῆς μου τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Σου». Ἔτσι μιλοῦν, ζοῦν καί κινοῦνται «οἱ τετρωμένοι τῆς ἀγάπης» τοῦ Ἰησοῦ. Σάν τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τόν Παῦλο, πού ἔγραφε στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Β΄ 20). «Τί οὖν κάλλους θείου θαυμασιώτερον;», ρωτάει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί συμπληρώνει: «Ἄρρητοι παντελῶς καί ἀνεκδιήγητοι τοῦ θείου κάλλους αἱ ἀστραπαί. Τοῦτο τό κάλλος σαρκίνοις μέν ὀφθαλμοῖς ἀθώρητον, ψυχή δέ μόνη καί διανοία καταληπτόν». Ὁ «ὡραῖος κάλλει» —ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας— θεᾶται καί βιώνεται μέ τῆς ψυχῆς τίς μυστικές καί ἀθέατες δυνάμεις. Βέβαια, προσθέτει ὁ Μ. Βασίλειος: «Οὐ τοῦ τυχόντος εἰς τό τέλειον χωρῆσαι τῆς ἀγάπης». Ποιος φτάνει τοῦτα τά ὕψη; Ὁ δικός μας ὁ θεῖος ἔρωτας, πόσων καρατίων γνησιότητα ἔχει;
Ἕνα πρᾶγμα μόνο ξέρουμε ὅτι ἡ Ἀγάπη Του Τόν ἔφερε στή μολυσμένη γῆ μας γιά νά μᾶς λυτρώσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει στή βασιλεία Του. Ἕνας μονάχα ὁ στοχασμός μας καί ἕνα τό ἐρωτηματικό μας μπροστά στήν ἀπρόσιτη τούτη Ἀγάπη: «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν»; Πόση εἶναι ἡ δική μας ἀγάπη; Ποιά τῆς καρδιᾶς μας ἡ ἀνταπόδοση και προσφορά; Ποιά τῆς δικῆς μας ἀγάπης ἡ ποιότητα; Ποιό τοῦ θείου ἔρωτα τό τραγούδι μας; Ποιά τῆς δικῆς μας ψυχῆς τά ὑμνολογήματα; Ὦ, Κύριε! Τά δικά μας τραγούδια —συγχώρεσέ μας— εἶναι τραγούδια «τοῦ αἰῶνος τούτου, τοῦ ἀπατεῶνος». Εἶναι μολυσμένα καί ἁμαρτωλά. Εἶναι τραγούδια μιᾶς ἄλλης, ξένης ἀγάπης. Εἶναι τραγούδια κάποιου ἄλλου, γήϊνου καί σαρκικοῦ ἔρωτα. Μ’ αὐτά τά τραγούδια προσβάλλουμε καί προδίδουμε τήν ἀγάπη Σου. «Μοιχούς καί μοιχαλίδες» εἶπες κάποτε τούς ἀνθρώπους. Καί τέτοιοι εἴμαστε. Ὁ προφήτης Σου, Κύριε, χαιρότανε ὅταν σέ ὑμνοῦσε, λέγοντας, «ἄσω δή τῷ ἠγαπημένῳ ἆσμα τοῦ ἀγαπητοῦ μου» (Ἡσ. Ε΄1). Ἀλλά κι ὁ ἄλλος προφήτης καί βασιλιάς, τό ἴδιο χαιρότανε ὅταν ἔψαλλε μέ τήν κιθάρα του τό τόσο μελωδικό καί ἀσίγητο τραγούδι του, «ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (Ψαλμ. 145, 2). Πόσο ἔνιωθε τήν ἀγάπη Σου καί ὁ δικός μας ποιητής μέ τούς ὄμορφους, τοῦ θείου ἔρωτα, στίχους του!: «Ψάλλε γλυκά γιά τό Νυμφίο σου, ψυχή μου νυχτοπαρωρίτρα. Γιά τό Νυμφίο πού σέ λευτέρωσε τό αἷμα Του δίνοντας γιά λύτρα». «Θεῖος ὁ ἔρως ὁ πρός Σέ». Μυστικός, τοῦτος ὁ ἔρωτας. Θελκτικός καί ἐκστατικός. Ἅγιος καί μεγαλοπρεπής. Ὑπερκόσμιος καί μοναδικός. Μονάχα ἡ καρδιά τόν αἰσθάνεται και τόν βιώνει. «Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται», ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. «Καλός ὁ ἀδελφιδός μου, ὡραῖος», τραγουδοῦσε ἡ νύμφη ψυχή (Ἆσμα Α΄16). Εἶναι ὁ «ἐκλελοχισμένος ἀπό μυριάδων», ὁ «λευκός καί πυρρός». Ὁ διαλεγμένος, δηλαδή, ἀνάμεσα σέ μυριάδες ἀνθρώπους αὐτός πού εἶναι δίχως καμιά κηλίδα, ὁ πανάγιος καί ἀναμάρτητος, ἀλλά καί κόκκινος, κατακόκκινος ἀπ’ τό αἶμα Του πού χύθηκε στό Σταυρό. Ὁ Ντοστογιέφσκι ἔλεγε: «Ἄν ὑπάρξουν ἄνθρωποι, πού θά με πείσουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἀλήθεια, και ὅτι ἡ ἀλήθεια δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τόν Ἰησοῦ, ἐγώ θά προτιμήσω νά εἶμαι μέ τό Χριστό κι ἄς μη εἶμαι μέ τήν ἀλήθεια». Ὁ Ἰησοῦς εἶναι «μῦρον ἐκκενωθέν» καί «ὀσμή ζωῆς εἰς ζωήν». Εἶναι τῆς ψυχῆς ὁ γλυκοπόθητος ἐραστής καί Νυμφίος. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος εἶναι γοητευμένος ἀπό τον ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ. Αἰσθάνεται τέτοια μυστική μέθη, πού δέ βρίσκει λόγια νά τήν ἐκφράσει. Τη βιώνει ἐκστατικά. Ἔχει τήν αἴσθηση πώς ζεῖ σέ ἄλλους κόσμους. Οἱ λόγοι του εἶναι ἕνα ἀσίγαστο τραγούδι, ἕνας ὕμνος θείου ἔρωτα. Νά μερικοί στίχοι του: «Ὦ, ἀγάπη παμπόθητε, μακάριος ὁ σέ ἀσπασάμενος». «Μακάριος ὁ τά σά κάλλη καταφιλήσας καί κατατρυφήσας ἐξ ἀπείρου πόθου». «Ἀμήχανον τό κάλλος σου, ἀσύγκριτον τό εἶδος ἡ ὡραιότης ἄφατος, ὑπέρ λόγον ἡ δόξα». Κατά τήν ὑμνολογική ἔκφραση, ὁ Ἰησοῦς εἶναι «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης». Ἀπό τά ποθητά το πιό ποθητό, πού μπορεῖ νά ποθήσει ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ἡ ἄπειρη τελειότητα. Τό ἀπειροτέλειο. Ἡ ἀκρότατη ἐπιθυμία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Κάποιος ἔγραψε τούτη την προσευχητική ἱκεσία: «Ζωγράφισε, Κύριε, στούς βολβούς τῶν ματιῶν τῆς ψυχῆς μου τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Σου». Ἔτσι μιλοῦν, ζοῦν καί κινοῦνται «οἱ τετρωμένοι τῆς ἀγάπης» τοῦ Ἰησοῦ. Σάν τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τόν Παῦλο, πού ἔγραφε στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Β΄ 20). «Τί οὖν κάλλους θείου θαυμασιώτερον;», ρωτάει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί συμπληρώνει: «Ἄρρητοι παντελῶς καί ἀνεκδιήγητοι τοῦ θείου κάλλους αἱ ἀστραπαί. Τοῦτο τό κάλλος σαρκίνοις μέν ὀφθαλμοῖς ἀθώρητον, ψυχή δέ μόνη καί διανοία καταληπτόν». Ὁ «ὡραῖος κάλλει» —ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας— θεᾶται καί βιώνεται μέ τῆς ψυχῆς τίς μυστικές καί ἀθέατες δυνάμεις. Βέβαια, προσθέτει ὁ Μ. Βασίλειος: «Οὐ τοῦ τυχόντος εἰς τό τέλειον χωρῆσαι τῆς ἀγάπης». Ποιος φτάνει τοῦτα τά ὕψη; Ὁ δικός μας ὁ θεῖος ἔρωτας, πόσων καρατίων γνησιότητα ἔχει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου