«Το Ελληνικό Έθνος το υπό φρικώδη Οθωμανικήν
δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της
τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των
νομίμων παραστατών του εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν ενώπιον Θεού και
ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν» (Μ Σχινάς, εις την Β’ Εθνοσυνέλευση).
Ως εκ τούτου λοιπόν, εξ ιδρύσεως του Ελλαδικού
Κράτους, όλα τα Συντάγματα, υπό διάφορες, ιστορικές και πολιτειακές συνθήκες
ψηφίστηκαν εις το «Όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδας»,
(Σύνταγμα, Επιδαύρου, Άστρους Τροιζήνας 1822, 1823, 1827, επί Βαυαρών, 1832,
1864, 1911, 1952, επί Δημοκρατίας 1975, 1986,2001, 2008, 2019) παρεκτός, δύο
Συνταγμάτων, ήτοι του «ηγεμονικού
Συντάγματος του 1832» και του «Δημοκρατικού Συντάγματος το 1927»
Είναι πρόδηλον, ότι η προμετωπίς του Συντάγματος,
ενδημεί και σήμερον αναλλοίωτος εις το νεοπαγές ψηφισθέν Σύνταγμα, εν έτει 2019,
γεγονός το οποίο υπομημνίσκει ευθαρσώς και συνδηλοί την αδήριτο ανάγκη διατηρήσεως του, διότι η ζώσα Ορθόδοξη παράδοσίς μας
καθίσταται, εκ των ών ούκ άνευ, αρρήκτως συνυφασμένη με την ταυτότητα του
Ελληνικού λαού.
Για τους ως άνω λόγους ο Ι. Καποδίστριας
απευθυνόμενος εις την Δ’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων εν έτει 1829 αναφέρει
χαρακτηριστικά :
«Ας δοξάσωμεν ολοψύχως τον Ύψιστον Θεόν! Ας
ευλογήσωμεν το ΆΓΙΟΝ Αυτού όνομα…..Η ευσπλαχνία του δια θαυμάτων έσωσε την
Ελλάδα, ας είμεθα άρα ενδομύχως πεπεισμένοι, ότι δεν εθαυματούργησεν ματαίως.».
Η ρητή επίκλησης «εις το όνομα της Αγίας και
Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», τυποποιείται το πρώτον , εις το Προσωρινό
πολίτευμα της Επιδαύριου εν έτει 1822 δια της φράσεως[1]
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος», εν ταυτώ δε υποαγορεύεται από
την φρόνιμη παραγγελία «Εκ θεού τε άρχεσθαι, και εις θεόν αναπαύεσθαι».
Ο Χριστιανικός χαρακτήρας του Συντάγματος
καθίσταται αδιαμφισβήτητο γεγονός καθότι
ο θεμελιώδης νόμος του Κράτους, ήτοι το Σύνταγμα είναι ψηφισμένο όπως
αναλύθηκε διεξοδικώς ανωτέρω, περί της σπουδαιότητας απαρέγκλιτης τηρήσεως της
Συνταγματικής εννόμου τάξεως, υπό του κράτους και απάντων των πολιτών, εις το
Όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, ως εκ τούτου λοιπόν ο
χαρακτήρας της Συνταγματικής εννόμου τάξεως είναι ακραιφνώς Χριστιανικός και δη
Ορθόδοξος.
Τούτο δε προκύπτει αιτιωδώς και με ακρίβεια από ένα
πλέγμα διατάξεων, όπως το άρθρο 3, το άρθρο 13, διατάξεις οι οποίες θα
αναλυθούν εν συνεχεία, αλλά συγχρόνως τούτο θεμελιώνεται και με την διήθησή μας
εις την Ιστορική αναδρομή της παρ’ ημίν Συνταγματικής Ιστορίας, αρχής γενομένης
εξ ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους,
διευρευνώντας ενδελεχώς την
απαρχή της διαχρονικής αποκρυστάλλωσης του εν θέματι προοιμίου
Ως εκ τούτου,
κατά νομική αναγκαιότητα η οποία συνεπικουρείται και από την λογικής της
συνέπεια, δεν μπορεί και ο χαρακτήρας τους όλος να είναι Χριστιανικός και δη
Ορθόδοξος, άλλως θα συνιστούσε την παραδοξότερη νομική αντινομία υπό της μορφή
και της κραυγαλέας λογικής πλέον αντίφασης, το μεν προοίμιο του Συντάγματος να
είναι ακραιφνώς Χριστιανικό, ο χαρακτήρας του όμως να καθίσταται ουδέτερος ή αντιχριστιανικός.
Της ως άνω συνέπειας εκδήλωση συνιστούν ορισμένες
διατάξεις του Συντάγματος όπως το άρθρο 2 παράγραφος 1 σύμφωνα με το οποίο :
«ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου
αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», καίτοι εν πρώτοις, το γράμμα
της διατάξεως αυτής, πόρρω απέχει από της ύπαρξη μνείας θρησκευτικού
περιεχομένου, πλήν όμως με μία πιο εμβριθή ματιά, δύναται να διαπιστώσει ο
καθείς ότι ποιείται αναφορά σε θρησκευτικό περιεχόμενο και παραπέμπει ευθέως σε
θεμελιώδη διδασκαλία του Χριστιανισμού περί της εννοίας του ανθρώπινου προσώπου
και της αξίας της ανθρώπινης αξίας, τόσο υπό έποψη, ανθρωπολογική,
κοινωνιολογική και οντολογική.
Ο Χριστιανισμός είναι αυτός ο οποίος αναγνώρισε
πρώτος εμπράκτως την αξία του ανθρώπου αφού ανύψωσε αυτόν σε θέση «Θεού κατά
χάριν», σε τέκνου θεού κατά θέση με την υιοθεσία του από τον Θεό Πατέρα και τον
κατέστησε αντικείμενο της ασύλληπτης αγάπης του Θεού, ο οποίος έδωσε υπέρ αυτού
« τον μονογενή του υιόν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχει
ζωήν αιώνιον». (Ιω 3, 16).
Ο χριστιανισμός λοιπόν αναγνώρισε πρώτος τον
άνθρωπο, ως αυθύπαρκτη αξία, ως πρόσωπο
ελεύθερο και αυτεξούσιο, ως κατ’ εικόνα δημιούργημά του και εν δυνάμει
καθ’ ομοίωσιν, καθιστώντας τον ούτως
δυνάμει κληρονόμο της Βασιλείας του Θεού.
Τούτο δε εξάλλου συνάγεται με την προσφιλή τοις
πάσι, περί ελευθερίας διακήρυξη του Αποστόλου Παύλου «ούκ ένι δούλος ουδέ
ελεύθερος….» (Γαλ. 3, 28 Κολ 3, 11) όπου και
διακρίνουμε τον άνθρωπο ως ελεύθερη προσωπικότητα και κατά συνέπεια ως
αφεαυτής ανυπέρβλητη αξία.
Η ρηξικέλευθη διδασκαλία του Χριστιανισμού
δημιούργησε την «καινήν εν Χριστώ κτίσιν», με όλες τις διαχρονικές αξίες του
Πολιτισμού, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει ο άνθρωπος, ανατρέποντας
τις μέχρι τούδε αντιλήψεις περί δουλείας.
Το άρθρο 3 του Συντάγματος καθίσταται απολύτως
στοιχημένο με το προοίμιο του Συντάγματος και ρυθμίζει με αυξημένη τυπική ισχύ
ορισμένα εκ των σπουδαιότερων ζητημάτων της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας Του
Χριστού και επάγομαι ακολούθως :
Άρθρο 3 παρ.
1 : Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της
τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη
Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού,
τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, του ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς
κανόνες και τις Ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά
Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται
από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με
τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κΘ’ (29) Ιουνίου 1850 και της
Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Το Εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε
ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκεται στις διατάξεις της προηγουμένης
παραγράφου.
3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο.
Η επίσημε μετάφραση του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση
της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
στην Κωνσταντινούπολη.
Το ως άνω άρθρο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο και
την έμπρακτο απόδειξη περί του Χριστιανικού χαρακτήρα του Συντάγματος παρά τις
ύπαρξη διφορούμενων επιστημονικών απόψεων, ερειδομένων στην ρευστότητα των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας
και Πολιτείας, η οποία επιτρέπει ευμενώς, συχνές επεμβάσεις της τελευταίας,
καίτοι δημιουργεί δυσπλασίες στον εκκλησιαστικό οργανισμό, με αποτέλεσμα να
δημιουργείται μία τάση αποδεσμεύσεως της Πολιτείας από την Εκκλησία
Ειδικότερον το άρθρο 3 του Συντάγματος, παρά την
ρητής μνεία, περί της «επικρατούσας θρησκείας» εντάσσεται εις το πλαίσιο των
Σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, από Διοικητικής απόψεως δίχως να θίγει τον
άρρηκτο και αναμφίλεκτο ιστορικό δεσμό μεταξύ έθνους και ζώσης Ορθοδόξου
Παραδόσεως.
Η αυτοτελής αυτή διάταξη δεν αναφέρεται εις την
αυτονόητη, ιστορικώς αποδεδειγμένη αξεδιάλυτη συνύφανση, της ζώσης Ορθοδόξου
Παραδόσεως και του Ελληνισμού, ως δομική σταθερά εις την διαχρονική σφυρηλάτηση
της Εθνικής μας ιδιοπροσωπίας, ως ευγλώττως αποτυπώνεται αυτή η
αλληλοπεριχώρηση και διαχρονική αγαστή συμπόρευση, εις την κεφαλίδα του
Συντάγματος, αλλά εις την ρύθμιση του κανονιστικού πλαισίου της Εκκλησίας εν
σχέσει με την Πολιτεία.
Ο όρος επικρατούσα απηχεί την πλειονοψηφία του
Ελληνικού λαού, υποδηλοί την «Θρησκεία» την οποία ανέκαθεν, εξ ιδρύσεως του
Ελληνικού Κράτους πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, δίχως
όμως από την άλλη πλευρά να λογίζεται ως Κρατική Θρησκεία ή άλλως Θρησκεία της
Επικράτειας.
Εξ αυτού λοιπόν του λόγου και προς άρση πάσης
τέτοιας ερμηνευτικής συγχύσεως, υφίσταται πέραν του εν λόγω άρθρου το άρθρο 13
του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει ρητώς την ελευθερία της θρησκευτικής
συνειδήσεως η οποία καθίσταται απαραβίαστος, επιτρέποντας την ύπαρξη του
θρησκευτικού πλουραλισμού.
Ως εκ τούτου λοιπόν κατά αντιπαραβολή η αυτοτελής
διάταξη του άρθρου 3, με το αυτό περιεχόμενο δεν αναιρεί ή περιστέλει το αντίστοιχο δικαίωμα των μη Ορθόδοξων εις
την Θρησκευτική ελευθερία κατά την έτερη
αυτοτελή διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος.
Εν κατακλείδι τα δύο εργαλεία ερμηνείας της εθνικής
μας ιδιοπροσωπίας και της εκκλλησιαστικής μας αυτοσυνειδησίας υπό μία έποψη
εθνοπατριωτική με γνώμονα αφενός μεν το έθνος και αφετέρου δε την ορθόδοξη
Θεολογία είναι η «θεολογία του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα» εν συνδυασμώ με την «Νομική
Θεολογία» της συστηματικής ερμηνείας της Συνταγματικής Ιστορίας ει τα πλαίσια
του Υπέρτερου Νόμου του Κράτους, ήτοι του Συντάγματος.
Η αναγέννηση του Γένους θα προέλθει από την ορθή
διεκδίκηση ιδεωδών και Αξιών δια τους επιγενόμενους όπως, η προσήκουσα
περιποίηση τιμή εις τους προγόνους, σεβασμός προς την ιστορία, αφοσίωση προς
την γλώσσα και πίστη εις την Ορθοδοξία μας.
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
6944-938836
www.katsivardas-dimitriadou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου