Ηλίας
ο ένδοξος Προφήτης ήτο υιός Σωβάκ, καταγόμενος εκ Θέσβης, πόλεως της Γαλαάδ
πέραν του Ιορδάνου, εκ της φυλής του Ααρών, η δε Θέσβη, εξ ης και θεσβίτης εκλήθη
ο Άγιος, ήτο δεδομένη εις τους ιερείς. Όταν δε ούτος εγεννήθη, είδεν ο πατήρ
του Σωβάκ οπτασίαν, ότι άνδρες λευκοφόροι τον ωνόμαζον Ηλίαν (όπερ δηλοί Θεός ή
θείος, παραγόμενον εκ του Ηλί, το οποίον σημαίνει εβραϊστί Θεός), ότι τον
εσπαργάνωναν με πυρ, και πυρ έδιδον εις αυτόν να φάγη. Όθεν μεταβάς εις την
Ιερουσαλήμ εφανέρωσε την οπτασίαν ταύτην εις τους ιερείς, οι οποίοι είπον εις
αυτόν δια χρηματισμού προφητικού και αποκαλύψεως ταύτα· «Μη φοβηθής, ω άνθρωπε,
ότι η κατοίκησις του τέκνου θα είναι φως, ο λόγος του απόφασις, η ζωή του κατά
Κύριον, και ο ζήλος του θα φανή ευάρεστος εις τον Θεόν, θέλει δε κρίνει τον
Ισραήλ δια πυρός και μαχαίρας». Ούτος ο Άγιος ήκμασε περί τα εννεακόσια έτη προ
της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και προεφήτευσεν έτη είκοσι πέντε
(921- 896 π.Χ.), ας ίδωμεν δε ποία και πόσα έργα και θαύματα έκαμεν.
Γράφει το βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, όπερ ονομάζεται Βασιλειών Τρίτη, εις το τέλος του δεκάτου έκτου Κεφαλαίου, ότι εις την πόλιν Σαμάρειαν, καθώς και εις τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, εβασίλευεν εις βασιλεύς Αχαάβ ονομαζόμενος, υιός του Αμβρί. Ούτος ήτο ασεβής και δεν επίστευεν εις τον αληθινόν Θεόν, επήρε δε και γυναίκα την Ιεζάβελ, την θυγατέρα του βασιλέως των Σιδωνίων, Ιεθεβαάλ· τόσον δε εγκατέλειψε τον Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, ώστε έκαμε Ναόν ειδωλικόν, έστησε δε και μέγα είδωλον, ίνα προσκυνή τον θεόν των Ελλήνων, τον οποίον οι μεν Έλληνες ωνόμαζον Δία, οι δε Εβραίοι Βάαλ. Εις εκείνας τας ημέρας ήτο και ο Προφήτης Ηλίας, βλέπων δε τον βασιλέα ότι αφήκε τον αληθινόν Θεόν και προσκυνεί είδωλα κωφά και αναίσθητα, αυτός και ο λαός άπας, είπε· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι εγώ· να μη γίνη πλέον δρόσος ουδέ βροχή εις την γην, ειμή μόνον πάλιν δια του λόγου μου». Αφού είπε ταύτα ήλθε λόγος Κυρίου προς τον Ηλίαν λέγων· «Φύγε απ’ εδώ κατά ανατολάς και κρύψου εις τον χείμαρρον όπου είναι απέναντι του Ιορδάνου ποταμού και ονομάζεται Χοράθ, θέλεις δε πίνει νερόν από τον ποταμόν και εγώ θέλω προστάξει τους κόρακας να σε τρέφουν εκεί». Τότε ο Προφήτης έκαμε κατά τον λόγον του Κυρίου, και εκάθισεν εις τον χείμαρον Χοράθ, οι δε κόρακες του έφερναν κάθε πρωϊ άρτον, το δε δειλινόν του έφερναν κρέας, έπινε δε και νερόν από τον λάκκον. Εάν δε ερωτήση τις διατί ο Θεός επρόσταξε τους κόρακας να τρέφουν τον Προφήτην και όχι άλλο πτηνόν, γνωρίσατε ότι οι κόρακες είναι κατά πολύ μισότεκνοι, διότι έχουν συνήθειαν, όταν βγάλουν τα πουλιά των, δεν τα τρέφουν καθώς και τα άλλα πτηνά, αλλά τα αφήνουσι μόνα εις την φωλεάν και αναχωρούν· εκείνα δε πεινώντα και ζητούντα τροφήν, κράζουν φωνάς προς τον Θεόν, ο δε Θεός ευσπλαγχνιζόμενος ταύτα στέλλει τα ζωϋφια τα μικρά, μυίας δηλονότι και ακρίδας και άλλα τοιαύτα, τα οποία πετούν πλησίον του στόματος των πτηνών εκείνων, τότε δε εκείνα αρπάζουν τα ζωϋφια και διατρέφονται έως ότου έρχονται εις ηλικίαν και πετώσιν. Ότι δε αληθής είναι ο λόγος ούτος και ο συγγραφεύς του Ιώβ βεβαιών τούτο λέγει εν τω τριακοστώ ογδόω Κεφαλαίω· «Τις δε ητοίμασε κόρακι βοράν; Νεοσσοί γαρ αυτού προς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι τα σίτα ζητούντες». Ομοίως δε και ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει εις τον ρμστ΄ (146) ψαλμόν: «Διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν». Επειδή λοιπόν, ως είπον, οι κόρακες είναι μισότεκνοι και δεν διατρέφουν τα παιδιά των, δια τούτο τους έστειλε και ο Θεός να διαθρέψουν τον Προφήτην, σημείον τούτο δεικνύον και λέγον προς τον Προφήτην, διότι και συ, ω Ηλία, είσαι ανελεήμων, ότι δεν λυπείσαι τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά με παρεκάλεσες να μη βρέξω ίνα αποθάνουν. Αυτό δε το άκαμεν ο Θεός, ως εύσπλαγχνος, ίνα λυπηθή ο Προφήτης τους ανθρώπους και ζητήση βροχήν από τον Θεόν. Αλλά ας έλθωμεν πάλιν εις την διήγησίν μας. Μετά τινας ημέρας εξηράνθη ο χείμαρρος και δεν είχε νερόν, διότι βροχή δεν έγινε παντελώς. Είπε πάλιν ο Θεός προς τον Ηλίαν· «Έγειραι και πορεύθητι εις πόλιν ονομαζομένην Σαρεφθά, ήτις είναι εις τα σύνορα της Σιδώνος, και εγώ θέλω προστάξει μίαν χήραν γυναίκα εκεί να σε διαθρέψη». Μετέβη λοιπόν ο Ηλιού και εστάθη έξω από την πύλην της πόλεως, βλέπει δε μίαν γυναίκα χήραν, ήτις συνέλεγεν ολίγα ξύλα και επέστρεφεν εις τον οίκον της· ο δε Προφήτης της είπεν· «Λάβε ολίγον ύδωρ εις αγγείον και φέρε μου να πίω». Πορευομένην δε να φέρη το ύδωρ εφώνησε πάλιν αυτήν ο Προφήτης λέγων· «Φέρε μου και ολίγον άρτον να φάγω». Απεκρίθη η γυνή· «Ζη Κύριος ο Θεός σου, άρτος δεν ευρίσκεται παρ’ εμοί, μόνον ολίγον άλευρον εις το καδίον μου, και ολίγον έλαιον εις το δοχείον και δια τούτο συλλέγω ολίγα ξύλα ίνα κάμω μικράν πήτταν, να φάγω εγώ και τα παιδιά μου και έπειτα να αποθάνωμεν από την πείναν». Ο δε Προφήτης λέγει εις αυτήν· «Έχε θάρρος, πορεύου και ποίησον καθώς λέγεις, αλλά φέρε εις εμέ πρώτον τεμάχιον άρτου και μετά ταύτα θέλεις φάγει και συ και τα παιδιά σου· διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, από το καδίον δεν θέλει ολιγοστεύσει το άλευρον και από το δοχείον δεν θέλει λείψει το έλαιον έως τας ημέρας, καθ’ ας θα εξαποστείλη ο Θεός βροχήν εις την γην». Επήγε λοιπόν η γυνή και έκαμε κατά τον λόγον του Προφήτου, και απ’ εκείνης της ημέρας δεν έλειψεν ούτε το άλευρον από το καδίον ούτε το άλαιον από το δοχείον κατά τον λόγον του Κυρίου, όστις ελαλήθη δια στόματος του Προφήτου Ηλιού. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόσην ωφέλειαν προξενεί η ελεημοσύνη; Η γυνή εκείνη μήπως εγνώριζεν ότι είναι Προφήτης και Άγιος και του έδωκεν άρτον, τον οποίον, ούτως ειπείν, αφήρεσεν από το στόμα της και από το στόμα των τέκνων της; Ουχί· μόνον ως πτωχόν και συνάνθρωπον τον είδεν· αλλ’ επειδή ήτο ελεήμων και φιλόξενος, επροτίμησε κάλλιον να δώση εις τον πτωχόν και πεινασμένον να φάγη, παρά αυτή και τα παιδιά της. Που είναι να ακούσουν ταύτα τινές ανελεήμονες γυναίκες, όπου έρχεται ο πτωχός αδελφός του Χριστού εις την θύραν των και δεν αρκεί, ότι δεν δίδουν ολίγον άρτον, αλλά τον υβρίζουν και ονειδίζουν και με θυμόν πολύν τον αποδιώκουν; Εκείνη όμως η χήρα δεν έπραξεν ούτω, αλλά με ένα λόγον του Προφήτου εστέρησε τον εαυτόν της και το έδωκεν εις αυτόν· αλλά ιδέ και την ευλογίαν του Θεού την οποίαν απέκτησε. Πόσοι άρχοντες και αρχόντισσαι ήσαν τον καιρόν εκείνον με χιλιάδας φλωρία; Όμως απέθνησκον από την πείναν· η δε χήρα η πτωχή, με την φιλοξενίαν της, έτρωγε και έπινε με αυτάρκειαν· όχι δε μόνον αυτήν την ευλογίαν απέκτησεν, αλλά και τον υιόν της, ο οποίος απέθανε τας ημέρας εκείνας, τον ανέστησεν ο Προφήτης. Πως δε τον ανέστησεν; Ακούσατε. Ευρισκομένου του Αγίου εις τον οίκον της χήρας, ησθένησεν ο υιός της από ασθένειαν σοβαράν, έως ου απέθανε. Παρεπονέθη τότε προς τον Προφήτην η γυνή και είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, ήλθες να αναμνήσης τας αμαρτίας μου εις τον Θεόν και να θανατωθή ο υιός μου»! Λέγει προς αυτήν ο Προφήτης· «Δος μοι τον υιόν σου». Έλαβε λοιπόν αυτόν από τας αγκάλας της και τον ανεβίβασεν εις το ανώγειον, όπου εκοιμάτο αυτός και τον έθεσεν επάνω εις την κλίνην του. Τότε τον ενεφύσησε τρις εις το πρόσωπον, είτα επεκαλέσθη τον Θεόν, και είπεν· «Ας επιστρέψη η ψυχή του παιδαρίου τούτου». Ούτω δε και εγένετο και ανέστη το παιδίον. Τότε το παρέδωκεν εις την μητέρα λέγων· «Ίδε, ζη ο υιός σου». Είπε δε η γυνή· «Τώρα εγνώρισα, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού, και λόγος Κυρίου αληθινός είναι εις το στόμα σου». Αφού δε παρήλθον τρία έτη, έγινε λόγος Κυρίου προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε και παρουσιάσθητι έμπροσθεν του Αχαάβ, ίνα δώς βροχήν επί πρόσωπον της γης». Παρουσιάσθη λοιπόν ο Προφήτης προςτον Αχαάβ, κατοικούντα εις την Σαμάρειαν· ήτο δε εκεί λιμός μέγας. Ο δε Αχαάβ εκάλεσε τον οικονόμον του, Αβδιού ονόματι, ο οποίος εφοβείτο τον Θεόν κατά πολλά· διότι η μεν Ιεζάβελ, η γυνή του Αχαάβ, εφόνευσε τους Ιερείς του Θεού του Υψίστου, εκείνος δε έλαβεν εκατόν άνδρας από αυτούς και τους έκρυψεν εις δύο σπήλαια, και τους έτρεφεν εκεί κρυφίως. Αυτόν λοιπόν εκάλεσε τότε ο Αχαάβ και του λέγει· «Ας εξέλθωμεν εις το πεδίον και εις τας πηγάς των υδάτων, μήπως εύρωμεν που χόρτον δια τους ίππους μας και τα ζώα μας, ώστε να μη εξολοθρευθώσι παντελώς». Διεμέρισαν δε την οδόν, και ο μεν Αχαάβ επορεύετο προς το ένα μέρος, ζητών βοσκήν δια τα ζώα, ο δε Αβδιού επήγεν εις άλλο μέρος. Εκεί ερχομένου του Προφήτου Ηλιού, απήντησεν αυτόν ο Αβδιού, ως δε τον είδεν, έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και είπε· «Μη είσαι συ, κύριέ μου, ο Ηλιού»; Ο δε Προφήτης του λέγει· «Εγώ είμαι· μόνον ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ τον κύριόν σου, ότι θέλω να τον συναντήσω». Απεκρίθη ο Αβδιού· «Διατί, κύριέ μου, εκαταφρόνησες τόσον την ζωήν σου και θέλεις να θανατωθής; Ζη ο Θεός, δεν έμεινε βασιλεία ουδέ τόπος, όπου να μη έστειλεν ο Αχαάβ αναζητών σε· όσοι δε είπον, ότι δεν σε είδον, τους εθανάτωσε και τον τόπον των κατέκαυσε· συ δε τώρα μόνος σου ζητείς τον θάνατόν σου; Καλώς δε λέγεις, να υπάγω να του είπω, ότι επιθυμείς να τον συναντήσης· αλλά εάν έλθη πνεύμα Θεού και σε αρπάση και ελθών ο Αχαάβ δεν σε εύρη, δεν ηξεύρεις, ότι θα με θανατώση; Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι και εγώ φοβούμαι τον Θεόν, τον οποίον και συ προσκυνείς και ότι παρέλαβον εκατόν Ιερείς και τους έχω κεκρυμμένους εις δύο σπήλαια και τους τρέφω δια να μη τους φονεύση η Ιεζάβελ; Τώρα φοβούμαι να μη φονεύση η Ιεζάβελ και εμέ δια την ιδικήν σου αιτίαν». Απεκρίθη ο Προφήτης· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, εις τον οποίον παρεστάθην σήμερον· πρέπει να παρουσιασθώ εις τον Αχαάβ». Επήγε λοιπόν ο Αβδιού και ευρών τον Αχαάβ του είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ερχόμενος δε ο Αχαάβ δια να συναντήση τον Προφήτην Ηλίαν, είδε μακρόθεν αυτόν και του είπε· «Συ είσαι, όστις διαστρέφεις τον λαόν»; Απεκρίθη ο Προφήτης· «Δεν τον διαστρέφω εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου, οίτινες αφήσατε Κύριον τον Θεόν και προσκυνείτε τον Βάαλ. Λοιπόν τώρα ύπαγε, στείλε και σύναξε όλους τους ιερείς των ειδώλων να έλθουν προς με εις το όρος Καρμήλιον, και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς του Βάαλ και τους άλλους υπολοίπους ιερείς της αισχύνης, τους οποίους ωνόμαζον οι Έλληνες της Αφροδίτης, και τους τετρακοσίους ιερείς των Αλσών, δηλαδή των Ναών, οι οποίοι ευρίσκοντο υποκάτω των δένδρων, οι οποίοι τρώγουν τον άρτον της Ιεζάβελ· όλοι ας έλθουν εκεί». Τότε έστειλεν ο Αχαάβ και έφερεν όλους τους ιερείς εις το Καρμήλιον όρος. Αφού λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι, λέγει προς αυτούς ο Προφήτης· «Έως πόυε θα χωλαίνετε και από τους δύο πόδας; Εάν είναι Κύριος ο Θεός, υπάγετε με αυτόν». Ο δε λαός δεν απεκρίθη λόγον. Τους λέγει πάλιν ο Προφήτης· «Εγώ έμεινα μόνος Προφήτης Κυρίου του Θεού, οι δε ιερείς του Βάαλ και της αισχύνης και των Αλσών είναι χίλιοι διακόσιοι· φέρετε λοιπόν δύο βόας, ας πάρουν δε αυτοί τον ένα και εγώ τον άλλον και ας τον σφάξουν, πυρ όμως εις τον βωμόν να μη ανάψουν, να σφάξω δε και εγώ τον άλλον και να σωρεύσω ξύλα, πυρ δε και εγώ να μη ανάψω και ας κάμωμεν προσευχήν εις το όνομα του Θεού μας. Όποιος δε Θεός εισακούση και στείλη πυρ να κατακαύση τον βουν, εκείνος είναι Θεός αληθινός». Απεκρίθη τότε όλος ο λαός και είπε· «Καλοί και δίκαιοι είναι οι λόγοι ους ελάλησας». Τότε λοιπόν λέγει ο Προφήτης προς τους ιερείς της αισχύνης· «Λάβετε σεις πρώτον τον ένα, σφάξατέ τον και προσφέρετε θυσίαν εις τον Βάαλ, παρακαλέσατε δε τον θεόν σας να σας στείλη πυρ». Έλαβον λοιπόν τον βουν και τον έσφαξαν επί του βωμού, κατόπιν εκύκλωσαν γύρωθεν τον βωμόν, και από πρωϊας μέχρι μεσημβρίας έκραζον μεγαλοφώνως λέγοντες· «Επάκουσον ημών, Βάαλ, επάκουσον ημών εν πυρί». Αλλ’ ουδέ η ελαχίστη φωνή του θεού των ηκούετο, ουδ’ αυτός είχε ώτα να τους ακούση. Τότε λοιπόν ο Προφήτης κατεγέλασε και τους είπε· «Κράξατε περισσότερον, διότι ίσως κοιμάται ή δεν έχει καιρόν και δεν σας ακούει». Εκείνοι δε περιεφέροντο γύρωθεν του βωμού και έκραζον με φωνάς μεγάλας· έτυπτον δε τα στήθη των, μέχρις αιματώσεως, αλλά ματαίως εκοπίαζον, έως ου ήλθε το δειλινόν, αλλά δεν εφάνη κανέν σημείον. Τότε λέγει προς τους ιερείς ο Προφήτης· «Παραμερίσατε να κάμω και εγώ την προσευχήν μου». Έλαβε τότε δώδεκα λίθους, κατά τον αριθμόν των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και έκτισε θυσιαστήριον δια τον Θεόν, έπειτα έκαμε λάκκον, ο οποίος εχωρούσε δύο φορτία σίτου, γύρωθεν του θυσιαστηρίου. Μετά ταύτα εμέλισε τον άλλον βουν και τον έβαλεν επάνω εις τα ξύλα τα ξηρά, και λέγει προς τον λαόν· «Λάβετε τέσσαρας κάδους ύδωρ και χύσατε επάνω εις τον βουν και εις τα ξύλα». Και εποίησαν ούτως· είπε πάλιν· «Χύσατε δεύτερον». Και εδευτέρωσαν. Λέγει πάλιν· «Χύσατε τρίτον». Έχυσαν τότε εκ τρίτου· το δε ύδωρ εκείνο επλήρωσε τον λάκκον και περιεχύθη γύρωθεν αυτού. Πλην μάθετε και τούτο, ότι αι τρεις φοραί όπου είπεν ο Προφήτης να χύσουν νερόν ήσαν εις τύπον της Αγίας Τριάδος, οι δε τέσσαρες κάδοι ήσαν εις τύπον των τεσσάρων Ευαγγελιστών, εδήλουν δε ότι η παναιτία και ζωαρχική Τριάς με το ύδωρ, ήτοι την διδαχήν των τεσσάρων Ευαγγελιστών, επότισε τας κεχερσωμένας ψυχάς των Εθνών. Αλλά ας έλθωμεν εις τον λόγον μας. Αφού λοιπόν ούτως εποίησεν ο λαός, ανέβλεψε ο Προφήτης εις τον ουρανόν και είπε· «Κύριε ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, επάκουσόν μου σήμερον εν πυρί, ίνα γνωρίση ο λαός ούτος, ότι συ είσαι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, και εγώ ειμί δούλος σου, και ότι δι’ εσέ έκαμα τα έργα ταύτα. Επάκυσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου εν πυρί, ίνα εννοήση ο λαός, ότι συ είσαι Θεός αληθινός, και συ επέστρεψας την καρδίαν του λαού τούτου οπίσω σου». Λέγοντος ταύτα του Προφήτου, παρευθύς έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού και κατέφαγε τον βουν, τα ξύλα και το ύδωρ, όπερ ήτο εις τον λάκκον, αλλά και αυτούς τους λίθους έως και το χώμα έγλειψε το πυρ. Τότε έπεσε πας ο λαός επί πρόσωπον αυτών και είπον· «Αληθώς Κύριος είναι ο Θεός· αυτός είναι Θεός αληθής». Είπε τότε ο Προφήτης προς τον λαόν· «Συλλάβετε τους ιερείς του Βάαλ, κανείς να μη μείνη από αυτούς». Συνέλαβον τότε αυτούς, ο δε Προφήτης τους κατεβίβασεν εις ένα ξηροπόταμον, όστις ονομάζεται χείμαρρος Κισσών, εκεί δε κατέσφαξεν αυτούς. Μετά ταύτα είπε προς τον Αχαάβ· «Ύπαγε, φάγε και πίε, ότι ακούω την βροχήν όπου έρχεται». Και ο Αχαάβ έπραξεν ως προσετάχθη· ο δε Προφήτης Ηλίας ανέβη εις το όρος, και κύψας επί την γην, έβαλε το πρόσωπόν του εν μέσω των γονάτων αυτού. Μετά δε ώραν εστράφη προς τον υπηρέτην του, όστις λέγουσιν, ότι ήτο ο Προφήτης Ιωνάς, ο υιός της χήρας, τον οποίον ανέστησεν ο Προφήτης Ηλίας, περί του οποίου προείπομεν, και του λέγει· «Βλέψον προς την θάλασσαν, ίνα ίδης τι έρχεται». Είδεν ο υπηρέτης, αλλ’ ουδέν εφάνη. Πάλιν λέγει ο Προφήτης· «Βλέψον έως επτά». Εποίησε καθώς προσετάχθη, την δε εβδόμην είδε νέφος μικρόν, ως πάτημα ανθρώπου, όπερ ηγείρετο από την θάλασσαν. Τότε λέγει ο Προφήτης εις εκείνον τον υπηρέτην του· «Ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ να ζεύξη την άμαξάν του, να προφθάση εις την οικίαν του, διότι θέλει κινδυνεύσει από την βροχήν». Εποίησε τότε ο βασιλεύς Αχαάβ ούτω· τόση δε πολλή βροχή ήλθεν, ώστε δεν επρόφθασε να υπάγη εις την Σαμάρειαν την πόλιν, εις τα βασίλειά του, αλλά εισήλθεν εις πόλιν τινα Ιεζράελ ονομαζομένην. Εις την πόλιν αυτήν εισήλθε και ο Προφήτης Ηλίας, φεύγων την πολλήν βροχήν όπου εγίνετο. Μετά τινας ημέρας, αφού έπαυσεν η βροχή, ήλθεν ο Αχαάβ εις την Σαμάρειαν και διηγήθη εις την γυναίκα του Ιεζάβελ πάντα όσα εποίησεν Ηλίας και ότι εφόνευσε τους ιερείς του Βάαλ. Η δε μιαρά εκείνη γυνή, ως ήκουσεν ότι ο Προφήτης Ηλίας εφόνευσε τους ιερείς, έστειλεν εις αυτόν ανθρώπους και είπον· «Εάν συ είσαι ο Ηλίας, και εγώ είμαι η Ιεζάβελ. Μάθε λοιπόν ότι εις αυτά που επέτρεψεν ο Θεός και έγιναν έχουν να προστεθούν και ταύτα· αύριον αυτήν την ώραν θα φονεύσω και εγώ σε, ως συ εφόνευσες εκείνους». Ταύτα ως ήκουσεν ο Προφήτης Ηλίας, άνθρωπος ήτο και αυτός, εφοβήθη και ηγέρθη να φύγη, φεύγων δε ήλθεν εις μίαν χώραν Βηρσαβεέ λεγομένην, ήτις ήτο εις τα σύνορα της Ιουδαίας. Εκεί αφήκε το παιδάριον, τον υπηρέτην, ο οποίος ήτο ο Ιωνάς, ως προείπον, αυτός δε επορεύθη εις την έρημον, μιάς ημέρας οδόν. Αγανακτημένος δε επήγε και εκάθησε κάτωθεν ενός δένδρου, το οποίον εβραϊστί μεν λέγεται Ραθμάν, ελληνιστί δε το λέγουν Άρκευθον, το οποίον γίνεται μόνον εις τον τόπον της Παλαιστίνης, είναι δε παρόμοιον ως κέδρος. Εκεί όπου εκάθητο στενοχωρημένος και απηλπισμένος και εζήτει από τον Θεόν τον θάνατον, απεκοιμήθη και ιδού Άγγελος Κυρίου ήλθε και ήγειρεν αυτόν λέγων· «Έγειραι και φάγε». Ηγέρθη ο Προφήτης και βλέπει ότι επάνω του μέρους της κεφαλής του ήτο μία πήττα άρτου από βρίζαν και δοχείον με ύδωρ. Έφαγε τότε και πάλιν απεκοιμήθη. Επήγε δε πάλιν ο Άγγελος εκ δευτέρου και του λέγει· «Έγειραι, φάγε και πίε, ότι πολλήν οδόν έχεις να περιπατήσης». Πάλιν δε ηγέρθη και έφαγε και έπιε. Με την δύναμιν του φαγητού εκείνου επεριπάτησεν ο Προφήτης Ηλίας τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως ου επήγεν εις το όρος το λεγόμενον Χωρήβ, το οποίον λέγεται εις την Γραφήν και Σινά, διότι το Σίναιον όρος έχει δύο κορυφάς και η μεν μία κορυφή λέγεται Σινά, η δε άλλη λέγεται Χωρήβ, εις την οποίαν είδε και ο Μωϋσής την βάτον καιομένην και μη καταφλεγομένην. Εις αυτήν επορεύθη και ο Προφήτης και εισήλθεν εις ένα εκεί σπήλαιον, και ιδού λόγος Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγων· «Διατί ήλθες εδώ, Ηλία»; Είπεν ο Προφήτης· «Ηγάπησεν η ψυχή μου τον Παντοκράτορα Κύριον, διότι σε εγκατέλιπον οι υιοί του Ισραήλ, τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, τους Προφήτας σου εφόνευσαν, μόνον δε εγώ έμεινα Προφήτης μονώτατος και ζητούσι και την ιδικήν μου ζωήν να την αφαιρέσουν». Τότε ηκούσθη φωνή Κυρίου λέγουσα· «Να εξέλθης αύριον και να σταθής έμπροσθεν του Κυρίου εις το όρος τούτο. Και ιδού θέλει έλθει ο Κύριος. Θέλει δε γίνει τότε άνεμος δυνατός, να εξολοθρεύση τα όρη και τας πέτρας, αλλά δεν θέλει είναι εκεί ο Κύριος. Έπειτα θέλει γίνει σεισμός, αλλ’ ουδέ εκεί θέλει είναι. Μετά τον σεισμόν θέλει γίνει πυρ, αλλ’ ούτε εκεί θέλει είναι ο Κύριος. Μετά το πυρ θέλει γίνει φωνή πνοής λεπτής, εκεί θέλει είναι ο Κύριος». Τούτο προέλεγε την θεωρίαν, την οποίαν είδεν ο Προφήτης εις το όρος Θαβώρ, δηλαδή την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακόμη δε ότι η φωνή εκείνη θέλει είναι ο Πρόδρομος Ιωάννης, ο οποίος ήτο η φωνή του Λόγου. Αλλά ταύτα έγιναν μετά ταύτα. Ως ήκουσεν ο Προφήτης τούτον τον λόγον του Κυρίου, εκάλυψε το πρόσωπόν του με την μηλωτήν του και εξήλθε και εστάθη εις την είσοδον του σπηλαίου. Τότε ιδού πάλιν φωνή εγένετο εκ Θεού προς αυτόν λέγουσα· «Τι περιμένεις εδώ, Ηλία»; Και είπεν ο Ηλίας τα ίδια όπου είπε και την πρώτην φοράν. Λέγει ο Κύριος· «Εγείρου και ύπαγε όπισθεν εις την οδόν σου, και να υπάγης εις την Δαμασκόν την πόλιν, να χρίσης τον Αζαήλ εις βασιλέα της Συρίας και τον Ιηού τον υιόν του Ναμεσσί να χρίσης εις βασιλέα επί τον Ισραήλ, και τον Ελισσαιέ, τον υιόν του Σαφάτ, όπου είναι από την χώραν την Αβελμανουλάν, να τον χρίσης εις Προφήτην, ίνα αντικαταστήση σε». Ανεχώρησε λοιπόν εκείθεν ο Προφήτης Ηλίας και ευρίσκει τον Ελισσαιέ, όστις εκαλλιέργει αγρόν. Παρευθύς έρριψε τότε ο Ηλίας την μηλωτήν του επάνω αυτού· ο δε Ελισσαιέ, καταλιπών τα πάντα, ηκολούθησεν έκτοτε τον Προφήτην Ηλίαν και εγένετο μαθητής και υπηρέτης αυτού. Μετά ταύτα ήτο άνθρωπος τις από τα περίχωρα της Σαμαρείας, ονόματι Ναβουθαί, όστις είχεν άμπελον πλησίον εις το αλώνιον του Αχαάβ, του βασιλέως της Σαμαρείας. Ο δε Αχαάβ, ζηλοτυπών την άμπελον εκείνην, είπεν εις τον Ναβουθαί· «Δος μοι την άμπελόν σου να κάμω κήπον λαχάνων, διότι είναι πλησίον εις τον οίκον μας, και να σου δώσω άλλην αντ’ αυτής. Ει δε και δεν θέλεις να λάβης άλλην άμπελον, λάβε χρήματα δια την τιμήν της». Του λέγει ο Ναβουθαί· «Να μη μου γίνη αύτη η εγκατάλειψις από τον Θεόν μου, να δώσω την πατρικήν μου κληρονομίαν εις άλλον άνθρωπον». Αποτυχών ο Αχαάβ, επέστρεψε λυπημένος εις τον οίκον του, και την εσπέραν από την λύπην του δεν έφαγε, αλλ’ εκοιμήθη νήστις. Η δε μιαρά γυνή αυτού Ιεζάβελ, ως είδεν αυτόν λυπημένον, τον ηρώτησε· «Τι έχεις, ω κύριέ μου, και είσαι ούτω πικραμένος»; Της λέγει εκείνος· «Εζήτησα από τον Ναβουθαί τον Ισραηλίτην την άμπελόν του να την μεταβάλω εις κήπον, και αυτός μοι απεκρίθη· «Να μη δώση ο Θεός να πωλήσω την πατρικήν μου κληρονομίαν». Του λέγει η μιαρά Ιεζάβελ· «Εγέρθητι, κύριέ μου, φάγε και χαίρου, και αύριον θα ενεργήσω εγώ, ώστε να κληρονομήσης χωρίς πληρωμήν την άμπελον του Ναβουθαί». Ο Αχαάβ την εσπέραν εκείνην επαρηγορήθη. Η δε μιαρά Ιεζάβελ γράφει το πρωϊ επιστολήν και σφραγίζει αυτήν με την σφραγίδα του Αχαάβ, απέστειλε δε ταύτην προς τους συμπολίτας του Ναβουθαί, τους εχθρούς του, λέγουσα εις αυτούς· «Να βάλετε ψευδο μάρτυρας κατά του Ναβουθαί, ότι ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και να τον λιθοβολήσετε». Εκείνοι δε, προς χάριν της βασιλίσσης, εψευδομαρτύρησαν κατά του Ναβουθαί και ελιθοβόλησαν αυτόν. Μετά ταύτα οι άνθρωποι εκείνοι έστειλαν μήνυμα εις την Ιεζάβελ, λέγοντες· «Καθώς διετάχθημεν, ούτως έγινεν· παρουσιάσαμεν μάρτυρας ότι ο Ναβουθαί ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και τον ελιθοβολήσαμεν, και ιδού απέμεινεν η κληρονομία του έρημος». Τότε η μιαρά εκείνη γυνή Ιεζάβελ, ως έγινε το θέλημά της, είπε προς τον άνδρα της, τον Αχαάβ· «Ιδού απέμεινεν η άμπελος του Ναβουθαί έρημος· όρισε λοιπόν να είναι της βασιλείας σου». Ενώ δε ανεχώρει ο Αχαάβ δια να υπάγη εις την άμπελον εκείνην, είπε Κύριος ο Θεός προς τον Προφήτην Ηλίαν· «Ύπαγε εις συνάντησιν του βασιλέως Αχαάβ της Σαμαρείας, όστις υπάγει να κληρονομήση τον αμπελώνα του Ναβουθαί, και ειπέ προς αυτόν· «Συ έρχεσαι να κληρονομήσης τον αμπελώνα του Ναβουθαί, αλλ’ ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· «Εις τον τόπον όπου εχύθη το αίμα του Ναβουθαί, να χυθή και το ιδικόν σου, ως και της μιαράς Ιεζάβελ, της οποίας το αίμα να γλείψωσιν οι κύνες, διότι εζηλεύσατε την άμπελον του γείτονός σας και εκάματε πάντα τρόπον αδικίας δια να την κληρονομήσετε· και άνθρωπος από την γενεάν σου να μη μείνη ήσυχος εις την βασιλείαν». Ταύτα ακούσας ο Προφήτης επήγε καθώς προσετάχθη, και τα είπεν εις τον Αχαάβ. Ο δε Αχαάβ, ως ήκουσε ταύτα, έκλαυσε και ενεδύθη σάκκον, και ενήστευσε μετανοών δια την αμαρτίαν του. Ο δε Θεός εδέχθη την μετάνοιάν του, και πάλιν είπε προς τον Προφήτην· «Βλέπεις πως εμετανόησεν ο Αχαάβ; Δια τούτο δεν θα δώσω την οργήν μου εις τας ημέρας του, αλλά εις τας ημέρας του υιού αυτού». Τούτο δε και εγένετο αληθές κατά τον λόγον του Θεού. Διότι μετά τον θάνατον του Αχαάβ εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν ο υιός αυτού, Οχαζίας ονόματι, ο οποίος έπαυσε να προσκυνή τον μόνον αληθή Θεόν, και προσεκύνει τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, όπως και οι Έλληνες. Μίαν δε των ημερών, αφού πλέον είχεν αποθάνει ο Αχαάβ, πεσών ο νέος βασιλεύς Οχαζίας από τον εξώστην του παλατίου του, ησθένησε. Δεν εζήτησεν όμως ιατρείαν από τον Θεόν, όστις δίδει την υγείαν εις τους ασθενείς, αλλ’ είπεν εις τους ανθρώπους του· «Υπάγετε εις την πόλιν Ακκαρών, εκεί είναι μία μάντις του Βάαλ· εκείνην ερωτήσατε δια την ασθένειάν μου». Πορευομένων δε των ανθρώπων, Άγγελος Κυρίου ελάλησε προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε εις συνάντησιν των ανθρώπων του Οχοζίου και ειπέ προς αυτούς· «Δεν είναι ο Θεός εις την Ιερουσαλήμ, όστις δίδει την υγείαν, αλλά ζητείτε μάντεις; Δια τούτο ούτω λέγει Κύριος ο Θεός: Από την κλίνην, όπου κατάκειται ο βασιλεύς, δεν θέλει εγερθή, αλλ’ εκεί θέλειαποθάνει». Επήγε τότε ο Προφήτης και είπε προς τους ανθρώπους του βασιλέως τον λόγον του Κυρίου, εκείνοι δε επιστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι εις άνθρωπος μας συνήντησε καθ’ οδόν, και μας είπε τούτους τους λόγους. Τους ηρώτησεν ο βασιλεύς· «Τι είδους άνθρωπος ήτο εκείνος»; Λέγουν αυτοί· «Άνθρωπος ήτο, με κόμην μακράν, είχε δε ζώνην δερματίνην εζωσμένην περί την οσφύν του». Λέγει ο βασιλεύς· «Ηλίας ο Θεσβίτης είναι· αλλά σπεύσατε, εις πεντηκόνταρχος να παραλάβη πεντήκοντα στρατιώτας και να υπάγη να τον φέρη». Επήγεν ο πεντηκόνταρχος εις το όρος και ευρών τον Προφήτην, είπε· «Άνθρωπε του Θεού, ο βασιλεύς σε καλεί να κατέλθης». Απεκρίθη ο Προφήτης και είπεν· «Εάν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, να κατέλθη πυρ από τους ουρανούς να καταφάγη σε και τους ανθρώπους σου». Παρευθύς, με τον λόγον του Προφήτου, κατήλθε πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε τον πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα στρατιώτας αυτού. Ως έμαθεν ο βασιλεύς την υπόθεσιν, απέστειλε πάλιν δεύτερον πεντηκόνταρχον με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους. Ομοίως όμως και εκείνους δια προσευχής κατέκαυσεν ο Προφήτης. Έστειλε τότε και τρίτον πεντηκόνταρχον, με άλλους τόσους ανθρώπους. Εκείνος δε ο τρίτος εστάθη από μακρόθεν, έπεσεν εις την γην και εδεήθη του Αγίου λέγων· «Άνθρωπε του Θεού, μη οργισθής εναντίον μου, όπως ωργίσθης κατά του πρώτου και δευτέρου πεντηκοντάρχου και των ανθρώπων αυτών, αλλά λυπήσου με, κατάβηθι, ίνα έλθης εις τον βασιλέα». Τότε Άγγελος Κυρίου είπε προς τον Προφήτην· «Μη φοβηθής, μόνον ύπαγε και μόνος σου εις τον βασιλέα Οχοζίαν». Επήγε λοιπόν ο Ηλίας και ήλεγξε τον βασιλέα, κατά την εντολήν του Κυρίου και εγένετο το τέλος αυτού, εν έτει 896 π.Χ. καθώς προείπεν ο Προφήτης Ηλίας. Μετά δε τον θάνατον τούτου εβασίλευσεν άλλος υιός του Αχαάβ, Ιωράμ ονόματι. Εις τας ημέρας τούτου του βασιλέως ηθέλησεν ο Θεός να πάρη τον Προφήτην Ηλίαν από της παρούσης προσκαίρου ζωής. Τότε παρέλαβεν ο Προφήτης Ηλίας τον μαθητήν του Ελισσαίον, και επήγαν εις τινα τόπον, ονομαζόμενον Γάλγαλα. Εκεί είπεν ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον· «Κάθισε συ εδώ, διότι εμέ με απέστειλεν ο Θεός να υπάγω έως την πόλιν Βαιθήλ». Απεκρίθη ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Ήλθον τότε και οι δύο εις την Βαιθήλ· οι δε άνθρωποι όπου ήσαν εις την Βαιθήλ, τέκνα όντες των Προφητών, είπον προς τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον γέροντά σου»; Λέγει ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως την Ιεριχώ». Πάλιν λέγει ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Περιπατούντες δε οι δύο, ήγγισαν εις την Ιεριχώ. Πάλιν δε εκεί οι υιοί των Προφητών είπον εις τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον διδάσκαλόν σου»; Λέγει και προς εκείνους ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν εκ τρίτου είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως τον Ιορδάνην ποταμόν, να υπάγω μόνος». Λέγει πάλιν ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Επορεύθηησαν τότε αμφότεροι εις τον Ιορδάνην ποταμόν. Μετ’ αυτών δε ηκολούθησαν και άλλοι πεντήκοντα άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν τέκνα των Προφητών. Τότε ο Προφήτης Ηλίας έβγαλε την μηλωτήν του και εκτύπησε τον ποταμόν, παρευθύς δε εσχίσθη εις το μέσον ο ποταμός και εγένετο οδός, από την οποίαν επέρασαν ως δια ξηράς εις το πέραν. Μετά ταύτα είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Ζήτησον να σου γίνη κανέν χάρισμα, πριν αναληφθώ από σου». Λέγει ο Ελισσαίος· «Ας γίνη η χάρις του Θεού, την οποίαν έχεις, διπλή εις εμέ». Απεκρίθη ο Ηλίας· «Μέγα χάρισμα εζήτησας, πλην, εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να γίνη εις σε ως εζήτησας· εάν δε δεν με ίδης, να μη γίνη». Εκεί τότε, καθώς ωμίλουν, ιδού εφάνη ως άρμα πύρινον και ίπποι πύρινοι, και ήρπασαν τον Προφήτην Ηλίαν και τον ανέβαζον ως εις τον ουρανόν. Ο δε Ελισσαίος βλέπων αυτόν υψούμενον, έκραξε μεγαλοφώνως· «Πάτερ, άρμα Ισραήλ, και ιππεύς αυτού»· όπερ ερμηνεύεται, ότι οι μεν βασιλείς των Εβραίων είχον ίππους και αμάξας και ίππευον ως εξουσιασταί, συ δε, ω Προφήτα, είσαι και άρμα και ιππεύς, και εξουσιαστής του Ισραήλ. Ταύτα λέγων ο Ελισσαίος εκράτησε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού και πλέον δεν τον είδεν. Ως δε ητοιμάζετο να περάση τον Ιορδάνην και ευρίσκετο εις το χείλος του ποταμού, έλαβε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού, η οποία έπεσεν επάνωθεν αυτού και με εκείνην εκτύπησε το ύδωρ, αλλά δεν εσχίσθη. Τότε είπεν ο Ελισσαίος· «Που είναι ο Θεός Ηλιού του πατρός μου»; Και μετά το ειπείν τον λόγον, πάλιν δεύτερον εκτύπησε το ύδωρ και εσχίσθη εις δύο και διεπέρασε δια ξηράς εις το πέραν. Ιδόντες δε οι υιοί των Προφητών, οίτινες ήσαν εις την Ιεριχώ, ότι ούτως εθαυματούργησεν ο Ελισσαίος, είπον· «Ανεπαύθη το πνεύμα του Προφήτου Ηλιού επί τον Ελισσαίον». Τότε εξήλθον εις συνάντησίν του, και τον επροσκύνησαν έως την γην. Ήσαν δε τότε 895 χρόνοι προ Χριστού. Τα μεν έργα και θαύματα του Προφήτου ούτως έγιναν, ευλογημένοι Χριστιανοί, καθώς εν συντόμω τα ακούσατε. Ίσως δε να ερωτήση τις, ότι επειδή η Παλαιά Διαθήκη δεν γράφει, ότι απέθανεν ο Προφήτης ούτος, αλλά ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, άραγε απέθανε φυσικόν θάνατον, ως οι άλλοι άνθρωποι, οι τε δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, ή είναι έως την σήμερον ζων; Εάν δε είναι ζων εις ποίον τόπον ευρίσκεται; Ή διατί είναι ζων και δεν απέθανε, και πότε θέλει αποθάνει; Προς αυτάς τας ερωτήσεις λέγομεν απόκρισιν όχι ιδικήν μας, αλλά της θείας Γραφής. Ο Προφήτης ούτος εφάνη μεν ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, καθώς το ηκούσατε, αλλά εις τον ουρανόν δεν ανέβη· δια τούτο λέγει και η Παλαιά Γραφή, ότι ανέβη ως εις τον ουρανόν, επειδή δεν είναι δυνατόν σώμα φθαρτόν να αναβή εις τον ουρανόν. Ουδέ άλλος τις ανέβη ποτέ εις τους ουρανούς μετά του σώματος, μόνον ο Χριστός, καθώς το λέγει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το τρίτον αυτού Κεφάλαιον· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Ο δε Απόστολος Παύλος, εν τη προς Εφεσίους Επιστολή, εις το τέταρτον Κεφάλαιον, τούτο αποδεικνύει λέγων· «Ο καταβάς, αυτός εστι (τουτέστι ο Χριστός) και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα». Άλλος τις εκτός από τον Χριστόν, ως είπον, δεν ανέβη εις τον ουρανόν. Αλλ’ ο Θεός, θέλων να φυλάξη τον Προφήτην Ηλίαν, δια να έλθη εις το τέλος του κόσμου να ελέγξη τον Αντίχριστον, δια τούτο άφησε μεν να φανή ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, πλην εδώ κάτω εις την γην ευρίσκεται ζων μετά του φθαρτού σώματος, αν και ημείς δεν τον βλέπομεν με τους αισθητούς οφθαλμούς ως ανάξιοι όντες της τοιαύτης θεωρίας. Εις ποίον δε τόπον ευρίσκεται ουδείς Άγιος, ούτε διδάσκαλος της Εκκλησίας μας το έγραψε, και δια τούτο μήτε ημείς δεν δυνάμεθα να αποφασίσωμεν περί του τόπου, τόσον δε μόνον γνωρίζομεν, ότι ο Θεός, όστις τον έτρεφε και άλλοτε δια κόρακος, αυτός δύναται και τώρα δι’ Αγγέλου να τον τρέφη μέχρι της συντελείας του κόσμου. Ότι δε είναι ακόμη ζων και ότι μέλλει να έλθη πάλιν σωματικώς μετά του δικαίου Ενώχ να ελέγξη τον Αντίχριστον και να διδάξη τον κόσμον να μη πιστεύσουν εις αυτόν τον πλάνον Αντίχριστον, και ότι τότε μέλλει να λάβη τον θάνατον εκ των χειρών του Αντιχρίστου, το λέγει και ο Προφήτης Μαλαχίας εις το τέταρτον Κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού· «Ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή, ος αποκαταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν και καρδίαν ανθρώπου προς τον πλησίον αυτού, μη ελθών πατάξω την γην άρδην». Αλλά και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως αυτού, εις το ενδέκατον Κεφάλαιον πλέον καθαρώτατα και λεπτότερα το διηγείται, λέγων ούτως· «Και δώσω τοις δυσί μάρτυσί μου (δηλαδή εις τους Προφήτας Ηλίαν και Ενώχ), και προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα (ήτοι μόνον τρεις χρόνους και πέντε και ήμισυν μήνας), περιβεβλημένοι σάκκους. Ούτοι εισιν αι δύο ελαίαι και αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον του Κυρίου της γης εστώσαι και ει τις αυτούς θέλει αδικήσαι, πυρ εκπορεύεται εκ του στόματος αυτών και κατεσθίει τους εχθρούς αυτών· και ει τις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτω δει αυτόν αποκτανθήναι. Ούτοι έχουσιν εξουσίαν τον ουρανόν κλείσαι, ίνα μη υετός βρέχει εν ταις ημέραις της προφητείας αυτών, και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα, και πατάξαι την γην εν πάση πληγή, οσάκις εάν θελήσωσι. Και όταν τελέσωσι την μαρτυρίαν αυτών, το θηρίον το αναβαίνον εκ της αβύσσου ποιήσει μετ’αυτών πόλεμον και νικήσει αυτούς και αποκτενεί αυτούς. Και το πτώμα αυτών (ρίψει) επί της πλατείας της πόλεως της μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο Κύριος αυτών εσταυρώθη. Και βλέπουσιν εκ των λαών και φυλών και γλωσσών και εθνών το πτώμα αυτών ημέρας τρεις και ήμισυ, και τα πτώματα αυτών ουκ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα. Και οι κατοικούντες επί της γης (ήτοι όσοι πιστεύσουν εις τον Αντίχριστον) χαίρουσιν επ’ αυτοίς, και ευφρανθήσονται και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο Προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης». (Αποκ. Ιωάν. ια: 3-10). Ιδού, βοηθεία Θεού, εδιαλύσαμεν τας απορίας μας. Πρέπει δε και τούτο να γνωρίζετε, ότι τα θαύματα, τα οποία ηκούσατε ότι έκαμεν ο Προφήτης Ηλίας, τα μαρτυρεί και το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, αλλά και οι Απόστολοι. Διότι ο μεν Ευαγγελιστής Λουκάς εις το τέταρτον Κεφάλαιον λέγει δια την Σαρεφθίαν χήραν ούτως, ως εκ προσώπου του Χριστού, προς τους Ιουδαίους· «Επ’ αληθείας δε λέγω υμίν, πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις Ηλιού εν τω Ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ, ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην, και προς ουδεμίαν αυτών επέμφθη Ηλίας, ειμή εις Σάραπτα της Σιδωνίας προς γυναίκα χήραν». Δια δε την προσευχήν όπου έκαμε και δεν έβρεξεν ο Θεός επί της γης τρεις χρόνους και εξ μήνας, ο Αδελφόθεος Ιάκωβος το λέγει εις το πέμπτον Κεφάλαιον της Καθολικής αυτού επιστολής ούτως· «Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ· και πάλιν προσηύξατο, και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής». Ότι δε και δια προσευχής κατεβίβασεν ο Προφήτης Ηλίας πυρ εξ ουρανού και έκαυσε τους δύο πεντηκοντάρχους μετά των στρατιωτών, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και τούτο το βεβαιώνει εις το ένατον Κεφάλαιον του Ευαγγελίου αυτού λέγων, ως από προσώπου των Αποστόλων προς τον Χριστόν· «Κύριε, θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι εξ ουρανού, και αναλώσαι αυτούς, ως και Ηλίας εποίησεν»; Αλλά και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν εις το ενδέκατον Κεφάλαιον λέγει τους λόγους του Προφήτου· «Κύριε, τους Προφήτας σου απέκτειναν, και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, καγώ υπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου». Ταύτα είναι τα εξαίσια θαύματα τα οποία εν τη παρούσι ζωή ευρισκόμενος ετέλεσε ο Προφήτης Ηλίας. Όμως και μετά την ως εις ουρανούς ανάληψίν του δεν έπαυσεν ο Άγιος θαυματουργών και ελέγχων την παρανομίαν. Δια τούτο και όταν ο Ιωράμ ο βασιλεύς της Ιουδαίας, ο υιός του Ιωσαφάτ, αφήκε την λατρείαν του αληθινού Θεού και ελάτρευε τα είδωλα, τον ήλεγξε δριμύτατα δι’ επιστολής του την οποίαν του έστειλε δια θείου Αγγέλου οκτώ έως δέκα έτη από της αναλήψεώς του. (εις την Παλαιάν Διαθήκην βιβλίον β’ των Παραλειπομένων, Κεφάλαιον εικοστόν πρώτον στίχος 12 γράφονται δα την εν λόγω επιστολήν του Προφήτου Ηλία ταύτα: «Και ήλθεν αυτώ –τω Ιωράμ δηλαδή- εν φραφή παρά Ηλιού του Προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεός Δαβίδ του πατρός σου…»). Τον απειλούσε δε δια της επιστολής ταύτης ότι θα ασθενήση, τούτο δε και εγένετο δια την αμετανόητον κατάστασίν του. Αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει ο Άγιος θαυματουργών και ευεργετών ημάς· ( Ο Ιερός Δοσίθεος Πατριάρχης Ιεροσολύμων εν τη Δωδεκαβίβλω αυτού –βιβλίον ΙΒ΄ κεφάλαιον β΄ παράγραφος β΄ σελίς 1192- διηγείται το εξής θαύμα, όπερ έλαβε χώραν κατά την εικοστήν Ιουλίου, ημέραν της εορτής του Αγίου με το παλαιόν Ορθόδοξον ημερολόγιον, εν Βελιγραδίω, παρόντος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Παϊσίου παρευρεθέντος εκεί κατά τινα μετάβασίν του, λέγων επί λέξει τα εξής: «… Ο ουν Παϊσιος από Ιασίου ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, είτα εις Ανδριανούπολιν, Φιλιππούπολιν, Σόφιαν και Βελιγράδιον, εν ω όντος αυτού του Πατριάρχου Παϊσίου, συνέβη γενέσθαι τοιούτον τι. Γυνή τις ορθόδοξος Λατινίδι γυναικί ζυμώσαι θελούση κατά την εικοστήν του Ιουλίου, εν η η του Ηλιού του Προφήτου εορτάζεται μνήμη, είπε· «Σήμερον εστίν η εορτή Ηλιού του Προφήτου, και μη άπτου έργων». Η δε Λατινίς υπολαβούσα έφη, ότι δέκα παρήλθον ημέραι από της εορτής Ηλιού του Προφήτου, και ούτως αμφότεραι αλλήλαις εφιλονείκουν, ει άρα αι δέκα ημέραι καλώς προσετέθησαν παρά των παπιστών, και ήρξατο η Λατινίς ζυμούσα. Και ω του θαύματος! Μετεβέβλητο εν ταις χερσίν αυτής το φύραμα εις λίθον, οίον εστι το κισσήριον, το κοινώς λεγόμενον πωρί, και ηκούσθη εις την Σερβίαν το πράγμα, και διένειμαν εαυτοίς τον λίθον οι άνθρωποι εις μαρτύριον και έλαβε και ο Παϊσιος μέρος εκ της πέτρας, όπερ έως του νυν κείται κρεμάμενον εις την εικόνα του Προφήτου εν τω κατά την Ιερουσαλήμ Μοναστηρίω αυτού. Είτα ο Παϊσιος απήλθεν εις Σέρρας, Θεσσαλονίκην και Βέροιαν και αύθις εις Κωνσταντινούπολιν, κακείθεν εις Ιεροσόλυμα…»· πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ευεργετούμεθα υπό των Αγίων και ακούομεν τας διηγήσεις και τους λόγους αυτών, να σπουδάζωμεν πώς να γίνωμεν και μιμηταί τούτων, δια να τύχωμεν και ημείς της βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Γράφει το βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, όπερ ονομάζεται Βασιλειών Τρίτη, εις το τέλος του δεκάτου έκτου Κεφαλαίου, ότι εις την πόλιν Σαμάρειαν, καθώς και εις τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, εβασίλευεν εις βασιλεύς Αχαάβ ονομαζόμενος, υιός του Αμβρί. Ούτος ήτο ασεβής και δεν επίστευεν εις τον αληθινόν Θεόν, επήρε δε και γυναίκα την Ιεζάβελ, την θυγατέρα του βασιλέως των Σιδωνίων, Ιεθεβαάλ· τόσον δε εγκατέλειψε τον Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, ώστε έκαμε Ναόν ειδωλικόν, έστησε δε και μέγα είδωλον, ίνα προσκυνή τον θεόν των Ελλήνων, τον οποίον οι μεν Έλληνες ωνόμαζον Δία, οι δε Εβραίοι Βάαλ. Εις εκείνας τας ημέρας ήτο και ο Προφήτης Ηλίας, βλέπων δε τον βασιλέα ότι αφήκε τον αληθινόν Θεόν και προσκυνεί είδωλα κωφά και αναίσθητα, αυτός και ο λαός άπας, είπε· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι εγώ· να μη γίνη πλέον δρόσος ουδέ βροχή εις την γην, ειμή μόνον πάλιν δια του λόγου μου». Αφού είπε ταύτα ήλθε λόγος Κυρίου προς τον Ηλίαν λέγων· «Φύγε απ’ εδώ κατά ανατολάς και κρύψου εις τον χείμαρρον όπου είναι απέναντι του Ιορδάνου ποταμού και ονομάζεται Χοράθ, θέλεις δε πίνει νερόν από τον ποταμόν και εγώ θέλω προστάξει τους κόρακας να σε τρέφουν εκεί». Τότε ο Προφήτης έκαμε κατά τον λόγον του Κυρίου, και εκάθισεν εις τον χείμαρον Χοράθ, οι δε κόρακες του έφερναν κάθε πρωϊ άρτον, το δε δειλινόν του έφερναν κρέας, έπινε δε και νερόν από τον λάκκον. Εάν δε ερωτήση τις διατί ο Θεός επρόσταξε τους κόρακας να τρέφουν τον Προφήτην και όχι άλλο πτηνόν, γνωρίσατε ότι οι κόρακες είναι κατά πολύ μισότεκνοι, διότι έχουν συνήθειαν, όταν βγάλουν τα πουλιά των, δεν τα τρέφουν καθώς και τα άλλα πτηνά, αλλά τα αφήνουσι μόνα εις την φωλεάν και αναχωρούν· εκείνα δε πεινώντα και ζητούντα τροφήν, κράζουν φωνάς προς τον Θεόν, ο δε Θεός ευσπλαγχνιζόμενος ταύτα στέλλει τα ζωϋφια τα μικρά, μυίας δηλονότι και ακρίδας και άλλα τοιαύτα, τα οποία πετούν πλησίον του στόματος των πτηνών εκείνων, τότε δε εκείνα αρπάζουν τα ζωϋφια και διατρέφονται έως ότου έρχονται εις ηλικίαν και πετώσιν. Ότι δε αληθής είναι ο λόγος ούτος και ο συγγραφεύς του Ιώβ βεβαιών τούτο λέγει εν τω τριακοστώ ογδόω Κεφαλαίω· «Τις δε ητοίμασε κόρακι βοράν; Νεοσσοί γαρ αυτού προς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι τα σίτα ζητούντες». Ομοίως δε και ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει εις τον ρμστ΄ (146) ψαλμόν: «Διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν». Επειδή λοιπόν, ως είπον, οι κόρακες είναι μισότεκνοι και δεν διατρέφουν τα παιδιά των, δια τούτο τους έστειλε και ο Θεός να διαθρέψουν τον Προφήτην, σημείον τούτο δεικνύον και λέγον προς τον Προφήτην, διότι και συ, ω Ηλία, είσαι ανελεήμων, ότι δεν λυπείσαι τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά με παρεκάλεσες να μη βρέξω ίνα αποθάνουν. Αυτό δε το άκαμεν ο Θεός, ως εύσπλαγχνος, ίνα λυπηθή ο Προφήτης τους ανθρώπους και ζητήση βροχήν από τον Θεόν. Αλλά ας έλθωμεν πάλιν εις την διήγησίν μας. Μετά τινας ημέρας εξηράνθη ο χείμαρρος και δεν είχε νερόν, διότι βροχή δεν έγινε παντελώς. Είπε πάλιν ο Θεός προς τον Ηλίαν· «Έγειραι και πορεύθητι εις πόλιν ονομαζομένην Σαρεφθά, ήτις είναι εις τα σύνορα της Σιδώνος, και εγώ θέλω προστάξει μίαν χήραν γυναίκα εκεί να σε διαθρέψη». Μετέβη λοιπόν ο Ηλιού και εστάθη έξω από την πύλην της πόλεως, βλέπει δε μίαν γυναίκα χήραν, ήτις συνέλεγεν ολίγα ξύλα και επέστρεφεν εις τον οίκον της· ο δε Προφήτης της είπεν· «Λάβε ολίγον ύδωρ εις αγγείον και φέρε μου να πίω». Πορευομένην δε να φέρη το ύδωρ εφώνησε πάλιν αυτήν ο Προφήτης λέγων· «Φέρε μου και ολίγον άρτον να φάγω». Απεκρίθη η γυνή· «Ζη Κύριος ο Θεός σου, άρτος δεν ευρίσκεται παρ’ εμοί, μόνον ολίγον άλευρον εις το καδίον μου, και ολίγον έλαιον εις το δοχείον και δια τούτο συλλέγω ολίγα ξύλα ίνα κάμω μικράν πήτταν, να φάγω εγώ και τα παιδιά μου και έπειτα να αποθάνωμεν από την πείναν». Ο δε Προφήτης λέγει εις αυτήν· «Έχε θάρρος, πορεύου και ποίησον καθώς λέγεις, αλλά φέρε εις εμέ πρώτον τεμάχιον άρτου και μετά ταύτα θέλεις φάγει και συ και τα παιδιά σου· διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, από το καδίον δεν θέλει ολιγοστεύσει το άλευρον και από το δοχείον δεν θέλει λείψει το έλαιον έως τας ημέρας, καθ’ ας θα εξαποστείλη ο Θεός βροχήν εις την γην». Επήγε λοιπόν η γυνή και έκαμε κατά τον λόγον του Προφήτου, και απ’ εκείνης της ημέρας δεν έλειψεν ούτε το άλευρον από το καδίον ούτε το άλαιον από το δοχείον κατά τον λόγον του Κυρίου, όστις ελαλήθη δια στόματος του Προφήτου Ηλιού. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόσην ωφέλειαν προξενεί η ελεημοσύνη; Η γυνή εκείνη μήπως εγνώριζεν ότι είναι Προφήτης και Άγιος και του έδωκεν άρτον, τον οποίον, ούτως ειπείν, αφήρεσεν από το στόμα της και από το στόμα των τέκνων της; Ουχί· μόνον ως πτωχόν και συνάνθρωπον τον είδεν· αλλ’ επειδή ήτο ελεήμων και φιλόξενος, επροτίμησε κάλλιον να δώση εις τον πτωχόν και πεινασμένον να φάγη, παρά αυτή και τα παιδιά της. Που είναι να ακούσουν ταύτα τινές ανελεήμονες γυναίκες, όπου έρχεται ο πτωχός αδελφός του Χριστού εις την θύραν των και δεν αρκεί, ότι δεν δίδουν ολίγον άρτον, αλλά τον υβρίζουν και ονειδίζουν και με θυμόν πολύν τον αποδιώκουν; Εκείνη όμως η χήρα δεν έπραξεν ούτω, αλλά με ένα λόγον του Προφήτου εστέρησε τον εαυτόν της και το έδωκεν εις αυτόν· αλλά ιδέ και την ευλογίαν του Θεού την οποίαν απέκτησε. Πόσοι άρχοντες και αρχόντισσαι ήσαν τον καιρόν εκείνον με χιλιάδας φλωρία; Όμως απέθνησκον από την πείναν· η δε χήρα η πτωχή, με την φιλοξενίαν της, έτρωγε και έπινε με αυτάρκειαν· όχι δε μόνον αυτήν την ευλογίαν απέκτησεν, αλλά και τον υιόν της, ο οποίος απέθανε τας ημέρας εκείνας, τον ανέστησεν ο Προφήτης. Πως δε τον ανέστησεν; Ακούσατε. Ευρισκομένου του Αγίου εις τον οίκον της χήρας, ησθένησεν ο υιός της από ασθένειαν σοβαράν, έως ου απέθανε. Παρεπονέθη τότε προς τον Προφήτην η γυνή και είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, ήλθες να αναμνήσης τας αμαρτίας μου εις τον Θεόν και να θανατωθή ο υιός μου»! Λέγει προς αυτήν ο Προφήτης· «Δος μοι τον υιόν σου». Έλαβε λοιπόν αυτόν από τας αγκάλας της και τον ανεβίβασεν εις το ανώγειον, όπου εκοιμάτο αυτός και τον έθεσεν επάνω εις την κλίνην του. Τότε τον ενεφύσησε τρις εις το πρόσωπον, είτα επεκαλέσθη τον Θεόν, και είπεν· «Ας επιστρέψη η ψυχή του παιδαρίου τούτου». Ούτω δε και εγένετο και ανέστη το παιδίον. Τότε το παρέδωκεν εις την μητέρα λέγων· «Ίδε, ζη ο υιός σου». Είπε δε η γυνή· «Τώρα εγνώρισα, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού, και λόγος Κυρίου αληθινός είναι εις το στόμα σου». Αφού δε παρήλθον τρία έτη, έγινε λόγος Κυρίου προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε και παρουσιάσθητι έμπροσθεν του Αχαάβ, ίνα δώς βροχήν επί πρόσωπον της γης». Παρουσιάσθη λοιπόν ο Προφήτης προςτον Αχαάβ, κατοικούντα εις την Σαμάρειαν· ήτο δε εκεί λιμός μέγας. Ο δε Αχαάβ εκάλεσε τον οικονόμον του, Αβδιού ονόματι, ο οποίος εφοβείτο τον Θεόν κατά πολλά· διότι η μεν Ιεζάβελ, η γυνή του Αχαάβ, εφόνευσε τους Ιερείς του Θεού του Υψίστου, εκείνος δε έλαβεν εκατόν άνδρας από αυτούς και τους έκρυψεν εις δύο σπήλαια, και τους έτρεφεν εκεί κρυφίως. Αυτόν λοιπόν εκάλεσε τότε ο Αχαάβ και του λέγει· «Ας εξέλθωμεν εις το πεδίον και εις τας πηγάς των υδάτων, μήπως εύρωμεν που χόρτον δια τους ίππους μας και τα ζώα μας, ώστε να μη εξολοθρευθώσι παντελώς». Διεμέρισαν δε την οδόν, και ο μεν Αχαάβ επορεύετο προς το ένα μέρος, ζητών βοσκήν δια τα ζώα, ο δε Αβδιού επήγεν εις άλλο μέρος. Εκεί ερχομένου του Προφήτου Ηλιού, απήντησεν αυτόν ο Αβδιού, ως δε τον είδεν, έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και είπε· «Μη είσαι συ, κύριέ μου, ο Ηλιού»; Ο δε Προφήτης του λέγει· «Εγώ είμαι· μόνον ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ τον κύριόν σου, ότι θέλω να τον συναντήσω». Απεκρίθη ο Αβδιού· «Διατί, κύριέ μου, εκαταφρόνησες τόσον την ζωήν σου και θέλεις να θανατωθής; Ζη ο Θεός, δεν έμεινε βασιλεία ουδέ τόπος, όπου να μη έστειλεν ο Αχαάβ αναζητών σε· όσοι δε είπον, ότι δεν σε είδον, τους εθανάτωσε και τον τόπον των κατέκαυσε· συ δε τώρα μόνος σου ζητείς τον θάνατόν σου; Καλώς δε λέγεις, να υπάγω να του είπω, ότι επιθυμείς να τον συναντήσης· αλλά εάν έλθη πνεύμα Θεού και σε αρπάση και ελθών ο Αχαάβ δεν σε εύρη, δεν ηξεύρεις, ότι θα με θανατώση; Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι και εγώ φοβούμαι τον Θεόν, τον οποίον και συ προσκυνείς και ότι παρέλαβον εκατόν Ιερείς και τους έχω κεκρυμμένους εις δύο σπήλαια και τους τρέφω δια να μη τους φονεύση η Ιεζάβελ; Τώρα φοβούμαι να μη φονεύση η Ιεζάβελ και εμέ δια την ιδικήν σου αιτίαν». Απεκρίθη ο Προφήτης· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, εις τον οποίον παρεστάθην σήμερον· πρέπει να παρουσιασθώ εις τον Αχαάβ». Επήγε λοιπόν ο Αβδιού και ευρών τον Αχαάβ του είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ερχόμενος δε ο Αχαάβ δια να συναντήση τον Προφήτην Ηλίαν, είδε μακρόθεν αυτόν και του είπε· «Συ είσαι, όστις διαστρέφεις τον λαόν»; Απεκρίθη ο Προφήτης· «Δεν τον διαστρέφω εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου, οίτινες αφήσατε Κύριον τον Θεόν και προσκυνείτε τον Βάαλ. Λοιπόν τώρα ύπαγε, στείλε και σύναξε όλους τους ιερείς των ειδώλων να έλθουν προς με εις το όρος Καρμήλιον, και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς του Βάαλ και τους άλλους υπολοίπους ιερείς της αισχύνης, τους οποίους ωνόμαζον οι Έλληνες της Αφροδίτης, και τους τετρακοσίους ιερείς των Αλσών, δηλαδή των Ναών, οι οποίοι ευρίσκοντο υποκάτω των δένδρων, οι οποίοι τρώγουν τον άρτον της Ιεζάβελ· όλοι ας έλθουν εκεί». Τότε έστειλεν ο Αχαάβ και έφερεν όλους τους ιερείς εις το Καρμήλιον όρος. Αφού λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι, λέγει προς αυτούς ο Προφήτης· «Έως πόυε θα χωλαίνετε και από τους δύο πόδας; Εάν είναι Κύριος ο Θεός, υπάγετε με αυτόν». Ο δε λαός δεν απεκρίθη λόγον. Τους λέγει πάλιν ο Προφήτης· «Εγώ έμεινα μόνος Προφήτης Κυρίου του Θεού, οι δε ιερείς του Βάαλ και της αισχύνης και των Αλσών είναι χίλιοι διακόσιοι· φέρετε λοιπόν δύο βόας, ας πάρουν δε αυτοί τον ένα και εγώ τον άλλον και ας τον σφάξουν, πυρ όμως εις τον βωμόν να μη ανάψουν, να σφάξω δε και εγώ τον άλλον και να σωρεύσω ξύλα, πυρ δε και εγώ να μη ανάψω και ας κάμωμεν προσευχήν εις το όνομα του Θεού μας. Όποιος δε Θεός εισακούση και στείλη πυρ να κατακαύση τον βουν, εκείνος είναι Θεός αληθινός». Απεκρίθη τότε όλος ο λαός και είπε· «Καλοί και δίκαιοι είναι οι λόγοι ους ελάλησας». Τότε λοιπόν λέγει ο Προφήτης προς τους ιερείς της αισχύνης· «Λάβετε σεις πρώτον τον ένα, σφάξατέ τον και προσφέρετε θυσίαν εις τον Βάαλ, παρακαλέσατε δε τον θεόν σας να σας στείλη πυρ». Έλαβον λοιπόν τον βουν και τον έσφαξαν επί του βωμού, κατόπιν εκύκλωσαν γύρωθεν τον βωμόν, και από πρωϊας μέχρι μεσημβρίας έκραζον μεγαλοφώνως λέγοντες· «Επάκουσον ημών, Βάαλ, επάκουσον ημών εν πυρί». Αλλ’ ουδέ η ελαχίστη φωνή του θεού των ηκούετο, ουδ’ αυτός είχε ώτα να τους ακούση. Τότε λοιπόν ο Προφήτης κατεγέλασε και τους είπε· «Κράξατε περισσότερον, διότι ίσως κοιμάται ή δεν έχει καιρόν και δεν σας ακούει». Εκείνοι δε περιεφέροντο γύρωθεν του βωμού και έκραζον με φωνάς μεγάλας· έτυπτον δε τα στήθη των, μέχρις αιματώσεως, αλλά ματαίως εκοπίαζον, έως ου ήλθε το δειλινόν, αλλά δεν εφάνη κανέν σημείον. Τότε λέγει προς τους ιερείς ο Προφήτης· «Παραμερίσατε να κάμω και εγώ την προσευχήν μου». Έλαβε τότε δώδεκα λίθους, κατά τον αριθμόν των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και έκτισε θυσιαστήριον δια τον Θεόν, έπειτα έκαμε λάκκον, ο οποίος εχωρούσε δύο φορτία σίτου, γύρωθεν του θυσιαστηρίου. Μετά ταύτα εμέλισε τον άλλον βουν και τον έβαλεν επάνω εις τα ξύλα τα ξηρά, και λέγει προς τον λαόν· «Λάβετε τέσσαρας κάδους ύδωρ και χύσατε επάνω εις τον βουν και εις τα ξύλα». Και εποίησαν ούτως· είπε πάλιν· «Χύσατε δεύτερον». Και εδευτέρωσαν. Λέγει πάλιν· «Χύσατε τρίτον». Έχυσαν τότε εκ τρίτου· το δε ύδωρ εκείνο επλήρωσε τον λάκκον και περιεχύθη γύρωθεν αυτού. Πλην μάθετε και τούτο, ότι αι τρεις φοραί όπου είπεν ο Προφήτης να χύσουν νερόν ήσαν εις τύπον της Αγίας Τριάδος, οι δε τέσσαρες κάδοι ήσαν εις τύπον των τεσσάρων Ευαγγελιστών, εδήλουν δε ότι η παναιτία και ζωαρχική Τριάς με το ύδωρ, ήτοι την διδαχήν των τεσσάρων Ευαγγελιστών, επότισε τας κεχερσωμένας ψυχάς των Εθνών. Αλλά ας έλθωμεν εις τον λόγον μας. Αφού λοιπόν ούτως εποίησεν ο λαός, ανέβλεψε ο Προφήτης εις τον ουρανόν και είπε· «Κύριε ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, επάκουσόν μου σήμερον εν πυρί, ίνα γνωρίση ο λαός ούτος, ότι συ είσαι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, και εγώ ειμί δούλος σου, και ότι δι’ εσέ έκαμα τα έργα ταύτα. Επάκυσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου εν πυρί, ίνα εννοήση ο λαός, ότι συ είσαι Θεός αληθινός, και συ επέστρεψας την καρδίαν του λαού τούτου οπίσω σου». Λέγοντος ταύτα του Προφήτου, παρευθύς έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού και κατέφαγε τον βουν, τα ξύλα και το ύδωρ, όπερ ήτο εις τον λάκκον, αλλά και αυτούς τους λίθους έως και το χώμα έγλειψε το πυρ. Τότε έπεσε πας ο λαός επί πρόσωπον αυτών και είπον· «Αληθώς Κύριος είναι ο Θεός· αυτός είναι Θεός αληθής». Είπε τότε ο Προφήτης προς τον λαόν· «Συλλάβετε τους ιερείς του Βάαλ, κανείς να μη μείνη από αυτούς». Συνέλαβον τότε αυτούς, ο δε Προφήτης τους κατεβίβασεν εις ένα ξηροπόταμον, όστις ονομάζεται χείμαρρος Κισσών, εκεί δε κατέσφαξεν αυτούς. Μετά ταύτα είπε προς τον Αχαάβ· «Ύπαγε, φάγε και πίε, ότι ακούω την βροχήν όπου έρχεται». Και ο Αχαάβ έπραξεν ως προσετάχθη· ο δε Προφήτης Ηλίας ανέβη εις το όρος, και κύψας επί την γην, έβαλε το πρόσωπόν του εν μέσω των γονάτων αυτού. Μετά δε ώραν εστράφη προς τον υπηρέτην του, όστις λέγουσιν, ότι ήτο ο Προφήτης Ιωνάς, ο υιός της χήρας, τον οποίον ανέστησεν ο Προφήτης Ηλίας, περί του οποίου προείπομεν, και του λέγει· «Βλέψον προς την θάλασσαν, ίνα ίδης τι έρχεται». Είδεν ο υπηρέτης, αλλ’ ουδέν εφάνη. Πάλιν λέγει ο Προφήτης· «Βλέψον έως επτά». Εποίησε καθώς προσετάχθη, την δε εβδόμην είδε νέφος μικρόν, ως πάτημα ανθρώπου, όπερ ηγείρετο από την θάλασσαν. Τότε λέγει ο Προφήτης εις εκείνον τον υπηρέτην του· «Ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ να ζεύξη την άμαξάν του, να προφθάση εις την οικίαν του, διότι θέλει κινδυνεύσει από την βροχήν». Εποίησε τότε ο βασιλεύς Αχαάβ ούτω· τόση δε πολλή βροχή ήλθεν, ώστε δεν επρόφθασε να υπάγη εις την Σαμάρειαν την πόλιν, εις τα βασίλειά του, αλλά εισήλθεν εις πόλιν τινα Ιεζράελ ονομαζομένην. Εις την πόλιν αυτήν εισήλθε και ο Προφήτης Ηλίας, φεύγων την πολλήν βροχήν όπου εγίνετο. Μετά τινας ημέρας, αφού έπαυσεν η βροχή, ήλθεν ο Αχαάβ εις την Σαμάρειαν και διηγήθη εις την γυναίκα του Ιεζάβελ πάντα όσα εποίησεν Ηλίας και ότι εφόνευσε τους ιερείς του Βάαλ. Η δε μιαρά εκείνη γυνή, ως ήκουσεν ότι ο Προφήτης Ηλίας εφόνευσε τους ιερείς, έστειλεν εις αυτόν ανθρώπους και είπον· «Εάν συ είσαι ο Ηλίας, και εγώ είμαι η Ιεζάβελ. Μάθε λοιπόν ότι εις αυτά που επέτρεψεν ο Θεός και έγιναν έχουν να προστεθούν και ταύτα· αύριον αυτήν την ώραν θα φονεύσω και εγώ σε, ως συ εφόνευσες εκείνους». Ταύτα ως ήκουσεν ο Προφήτης Ηλίας, άνθρωπος ήτο και αυτός, εφοβήθη και ηγέρθη να φύγη, φεύγων δε ήλθεν εις μίαν χώραν Βηρσαβεέ λεγομένην, ήτις ήτο εις τα σύνορα της Ιουδαίας. Εκεί αφήκε το παιδάριον, τον υπηρέτην, ο οποίος ήτο ο Ιωνάς, ως προείπον, αυτός δε επορεύθη εις την έρημον, μιάς ημέρας οδόν. Αγανακτημένος δε επήγε και εκάθησε κάτωθεν ενός δένδρου, το οποίον εβραϊστί μεν λέγεται Ραθμάν, ελληνιστί δε το λέγουν Άρκευθον, το οποίον γίνεται μόνον εις τον τόπον της Παλαιστίνης, είναι δε παρόμοιον ως κέδρος. Εκεί όπου εκάθητο στενοχωρημένος και απηλπισμένος και εζήτει από τον Θεόν τον θάνατον, απεκοιμήθη και ιδού Άγγελος Κυρίου ήλθε και ήγειρεν αυτόν λέγων· «Έγειραι και φάγε». Ηγέρθη ο Προφήτης και βλέπει ότι επάνω του μέρους της κεφαλής του ήτο μία πήττα άρτου από βρίζαν και δοχείον με ύδωρ. Έφαγε τότε και πάλιν απεκοιμήθη. Επήγε δε πάλιν ο Άγγελος εκ δευτέρου και του λέγει· «Έγειραι, φάγε και πίε, ότι πολλήν οδόν έχεις να περιπατήσης». Πάλιν δε ηγέρθη και έφαγε και έπιε. Με την δύναμιν του φαγητού εκείνου επεριπάτησεν ο Προφήτης Ηλίας τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως ου επήγεν εις το όρος το λεγόμενον Χωρήβ, το οποίον λέγεται εις την Γραφήν και Σινά, διότι το Σίναιον όρος έχει δύο κορυφάς και η μεν μία κορυφή λέγεται Σινά, η δε άλλη λέγεται Χωρήβ, εις την οποίαν είδε και ο Μωϋσής την βάτον καιομένην και μη καταφλεγομένην. Εις αυτήν επορεύθη και ο Προφήτης και εισήλθεν εις ένα εκεί σπήλαιον, και ιδού λόγος Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγων· «Διατί ήλθες εδώ, Ηλία»; Είπεν ο Προφήτης· «Ηγάπησεν η ψυχή μου τον Παντοκράτορα Κύριον, διότι σε εγκατέλιπον οι υιοί του Ισραήλ, τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, τους Προφήτας σου εφόνευσαν, μόνον δε εγώ έμεινα Προφήτης μονώτατος και ζητούσι και την ιδικήν μου ζωήν να την αφαιρέσουν». Τότε ηκούσθη φωνή Κυρίου λέγουσα· «Να εξέλθης αύριον και να σταθής έμπροσθεν του Κυρίου εις το όρος τούτο. Και ιδού θέλει έλθει ο Κύριος. Θέλει δε γίνει τότε άνεμος δυνατός, να εξολοθρεύση τα όρη και τας πέτρας, αλλά δεν θέλει είναι εκεί ο Κύριος. Έπειτα θέλει γίνει σεισμός, αλλ’ ουδέ εκεί θέλει είναι. Μετά τον σεισμόν θέλει γίνει πυρ, αλλ’ ούτε εκεί θέλει είναι ο Κύριος. Μετά το πυρ θέλει γίνει φωνή πνοής λεπτής, εκεί θέλει είναι ο Κύριος». Τούτο προέλεγε την θεωρίαν, την οποίαν είδεν ο Προφήτης εις το όρος Θαβώρ, δηλαδή την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακόμη δε ότι η φωνή εκείνη θέλει είναι ο Πρόδρομος Ιωάννης, ο οποίος ήτο η φωνή του Λόγου. Αλλά ταύτα έγιναν μετά ταύτα. Ως ήκουσεν ο Προφήτης τούτον τον λόγον του Κυρίου, εκάλυψε το πρόσωπόν του με την μηλωτήν του και εξήλθε και εστάθη εις την είσοδον του σπηλαίου. Τότε ιδού πάλιν φωνή εγένετο εκ Θεού προς αυτόν λέγουσα· «Τι περιμένεις εδώ, Ηλία»; Και είπεν ο Ηλίας τα ίδια όπου είπε και την πρώτην φοράν. Λέγει ο Κύριος· «Εγείρου και ύπαγε όπισθεν εις την οδόν σου, και να υπάγης εις την Δαμασκόν την πόλιν, να χρίσης τον Αζαήλ εις βασιλέα της Συρίας και τον Ιηού τον υιόν του Ναμεσσί να χρίσης εις βασιλέα επί τον Ισραήλ, και τον Ελισσαιέ, τον υιόν του Σαφάτ, όπου είναι από την χώραν την Αβελμανουλάν, να τον χρίσης εις Προφήτην, ίνα αντικαταστήση σε». Ανεχώρησε λοιπόν εκείθεν ο Προφήτης Ηλίας και ευρίσκει τον Ελισσαιέ, όστις εκαλλιέργει αγρόν. Παρευθύς έρριψε τότε ο Ηλίας την μηλωτήν του επάνω αυτού· ο δε Ελισσαιέ, καταλιπών τα πάντα, ηκολούθησεν έκτοτε τον Προφήτην Ηλίαν και εγένετο μαθητής και υπηρέτης αυτού. Μετά ταύτα ήτο άνθρωπος τις από τα περίχωρα της Σαμαρείας, ονόματι Ναβουθαί, όστις είχεν άμπελον πλησίον εις το αλώνιον του Αχαάβ, του βασιλέως της Σαμαρείας. Ο δε Αχαάβ, ζηλοτυπών την άμπελον εκείνην, είπεν εις τον Ναβουθαί· «Δος μοι την άμπελόν σου να κάμω κήπον λαχάνων, διότι είναι πλησίον εις τον οίκον μας, και να σου δώσω άλλην αντ’ αυτής. Ει δε και δεν θέλεις να λάβης άλλην άμπελον, λάβε χρήματα δια την τιμήν της». Του λέγει ο Ναβουθαί· «Να μη μου γίνη αύτη η εγκατάλειψις από τον Θεόν μου, να δώσω την πατρικήν μου κληρονομίαν εις άλλον άνθρωπον». Αποτυχών ο Αχαάβ, επέστρεψε λυπημένος εις τον οίκον του, και την εσπέραν από την λύπην του δεν έφαγε, αλλ’ εκοιμήθη νήστις. Η δε μιαρά γυνή αυτού Ιεζάβελ, ως είδεν αυτόν λυπημένον, τον ηρώτησε· «Τι έχεις, ω κύριέ μου, και είσαι ούτω πικραμένος»; Της λέγει εκείνος· «Εζήτησα από τον Ναβουθαί τον Ισραηλίτην την άμπελόν του να την μεταβάλω εις κήπον, και αυτός μοι απεκρίθη· «Να μη δώση ο Θεός να πωλήσω την πατρικήν μου κληρονομίαν». Του λέγει η μιαρά Ιεζάβελ· «Εγέρθητι, κύριέ μου, φάγε και χαίρου, και αύριον θα ενεργήσω εγώ, ώστε να κληρονομήσης χωρίς πληρωμήν την άμπελον του Ναβουθαί». Ο Αχαάβ την εσπέραν εκείνην επαρηγορήθη. Η δε μιαρά Ιεζάβελ γράφει το πρωϊ επιστολήν και σφραγίζει αυτήν με την σφραγίδα του Αχαάβ, απέστειλε δε ταύτην προς τους συμπολίτας του Ναβουθαί, τους εχθρούς του, λέγουσα εις αυτούς· «Να βάλετε ψευδο μάρτυρας κατά του Ναβουθαί, ότι ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και να τον λιθοβολήσετε». Εκείνοι δε, προς χάριν της βασιλίσσης, εψευδομαρτύρησαν κατά του Ναβουθαί και ελιθοβόλησαν αυτόν. Μετά ταύτα οι άνθρωποι εκείνοι έστειλαν μήνυμα εις την Ιεζάβελ, λέγοντες· «Καθώς διετάχθημεν, ούτως έγινεν· παρουσιάσαμεν μάρτυρας ότι ο Ναβουθαί ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και τον ελιθοβολήσαμεν, και ιδού απέμεινεν η κληρονομία του έρημος». Τότε η μιαρά εκείνη γυνή Ιεζάβελ, ως έγινε το θέλημά της, είπε προς τον άνδρα της, τον Αχαάβ· «Ιδού απέμεινεν η άμπελος του Ναβουθαί έρημος· όρισε λοιπόν να είναι της βασιλείας σου». Ενώ δε ανεχώρει ο Αχαάβ δια να υπάγη εις την άμπελον εκείνην, είπε Κύριος ο Θεός προς τον Προφήτην Ηλίαν· «Ύπαγε εις συνάντησιν του βασιλέως Αχαάβ της Σαμαρείας, όστις υπάγει να κληρονομήση τον αμπελώνα του Ναβουθαί, και ειπέ προς αυτόν· «Συ έρχεσαι να κληρονομήσης τον αμπελώνα του Ναβουθαί, αλλ’ ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· «Εις τον τόπον όπου εχύθη το αίμα του Ναβουθαί, να χυθή και το ιδικόν σου, ως και της μιαράς Ιεζάβελ, της οποίας το αίμα να γλείψωσιν οι κύνες, διότι εζηλεύσατε την άμπελον του γείτονός σας και εκάματε πάντα τρόπον αδικίας δια να την κληρονομήσετε· και άνθρωπος από την γενεάν σου να μη μείνη ήσυχος εις την βασιλείαν». Ταύτα ακούσας ο Προφήτης επήγε καθώς προσετάχθη, και τα είπεν εις τον Αχαάβ. Ο δε Αχαάβ, ως ήκουσε ταύτα, έκλαυσε και ενεδύθη σάκκον, και ενήστευσε μετανοών δια την αμαρτίαν του. Ο δε Θεός εδέχθη την μετάνοιάν του, και πάλιν είπε προς τον Προφήτην· «Βλέπεις πως εμετανόησεν ο Αχαάβ; Δια τούτο δεν θα δώσω την οργήν μου εις τας ημέρας του, αλλά εις τας ημέρας του υιού αυτού». Τούτο δε και εγένετο αληθές κατά τον λόγον του Θεού. Διότι μετά τον θάνατον του Αχαάβ εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν ο υιός αυτού, Οχαζίας ονόματι, ο οποίος έπαυσε να προσκυνή τον μόνον αληθή Θεόν, και προσεκύνει τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, όπως και οι Έλληνες. Μίαν δε των ημερών, αφού πλέον είχεν αποθάνει ο Αχαάβ, πεσών ο νέος βασιλεύς Οχαζίας από τον εξώστην του παλατίου του, ησθένησε. Δεν εζήτησεν όμως ιατρείαν από τον Θεόν, όστις δίδει την υγείαν εις τους ασθενείς, αλλ’ είπεν εις τους ανθρώπους του· «Υπάγετε εις την πόλιν Ακκαρών, εκεί είναι μία μάντις του Βάαλ· εκείνην ερωτήσατε δια την ασθένειάν μου». Πορευομένων δε των ανθρώπων, Άγγελος Κυρίου ελάλησε προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε εις συνάντησιν των ανθρώπων του Οχοζίου και ειπέ προς αυτούς· «Δεν είναι ο Θεός εις την Ιερουσαλήμ, όστις δίδει την υγείαν, αλλά ζητείτε μάντεις; Δια τούτο ούτω λέγει Κύριος ο Θεός: Από την κλίνην, όπου κατάκειται ο βασιλεύς, δεν θέλει εγερθή, αλλ’ εκεί θέλειαποθάνει». Επήγε τότε ο Προφήτης και είπε προς τους ανθρώπους του βασιλέως τον λόγον του Κυρίου, εκείνοι δε επιστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι εις άνθρωπος μας συνήντησε καθ’ οδόν, και μας είπε τούτους τους λόγους. Τους ηρώτησεν ο βασιλεύς· «Τι είδους άνθρωπος ήτο εκείνος»; Λέγουν αυτοί· «Άνθρωπος ήτο, με κόμην μακράν, είχε δε ζώνην δερματίνην εζωσμένην περί την οσφύν του». Λέγει ο βασιλεύς· «Ηλίας ο Θεσβίτης είναι· αλλά σπεύσατε, εις πεντηκόνταρχος να παραλάβη πεντήκοντα στρατιώτας και να υπάγη να τον φέρη». Επήγεν ο πεντηκόνταρχος εις το όρος και ευρών τον Προφήτην, είπε· «Άνθρωπε του Θεού, ο βασιλεύς σε καλεί να κατέλθης». Απεκρίθη ο Προφήτης και είπεν· «Εάν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, να κατέλθη πυρ από τους ουρανούς να καταφάγη σε και τους ανθρώπους σου». Παρευθύς, με τον λόγον του Προφήτου, κατήλθε πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε τον πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα στρατιώτας αυτού. Ως έμαθεν ο βασιλεύς την υπόθεσιν, απέστειλε πάλιν δεύτερον πεντηκόνταρχον με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους. Ομοίως όμως και εκείνους δια προσευχής κατέκαυσεν ο Προφήτης. Έστειλε τότε και τρίτον πεντηκόνταρχον, με άλλους τόσους ανθρώπους. Εκείνος δε ο τρίτος εστάθη από μακρόθεν, έπεσεν εις την γην και εδεήθη του Αγίου λέγων· «Άνθρωπε του Θεού, μη οργισθής εναντίον μου, όπως ωργίσθης κατά του πρώτου και δευτέρου πεντηκοντάρχου και των ανθρώπων αυτών, αλλά λυπήσου με, κατάβηθι, ίνα έλθης εις τον βασιλέα». Τότε Άγγελος Κυρίου είπε προς τον Προφήτην· «Μη φοβηθής, μόνον ύπαγε και μόνος σου εις τον βασιλέα Οχοζίαν». Επήγε λοιπόν ο Ηλίας και ήλεγξε τον βασιλέα, κατά την εντολήν του Κυρίου και εγένετο το τέλος αυτού, εν έτει 896 π.Χ. καθώς προείπεν ο Προφήτης Ηλίας. Μετά δε τον θάνατον τούτου εβασίλευσεν άλλος υιός του Αχαάβ, Ιωράμ ονόματι. Εις τας ημέρας τούτου του βασιλέως ηθέλησεν ο Θεός να πάρη τον Προφήτην Ηλίαν από της παρούσης προσκαίρου ζωής. Τότε παρέλαβεν ο Προφήτης Ηλίας τον μαθητήν του Ελισσαίον, και επήγαν εις τινα τόπον, ονομαζόμενον Γάλγαλα. Εκεί είπεν ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον· «Κάθισε συ εδώ, διότι εμέ με απέστειλεν ο Θεός να υπάγω έως την πόλιν Βαιθήλ». Απεκρίθη ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Ήλθον τότε και οι δύο εις την Βαιθήλ· οι δε άνθρωποι όπου ήσαν εις την Βαιθήλ, τέκνα όντες των Προφητών, είπον προς τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον γέροντά σου»; Λέγει ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως την Ιεριχώ». Πάλιν λέγει ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Περιπατούντες δε οι δύο, ήγγισαν εις την Ιεριχώ. Πάλιν δε εκεί οι υιοί των Προφητών είπον εις τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον διδάσκαλόν σου»; Λέγει και προς εκείνους ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν εκ τρίτου είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως τον Ιορδάνην ποταμόν, να υπάγω μόνος». Λέγει πάλιν ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Επορεύθηησαν τότε αμφότεροι εις τον Ιορδάνην ποταμόν. Μετ’ αυτών δε ηκολούθησαν και άλλοι πεντήκοντα άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν τέκνα των Προφητών. Τότε ο Προφήτης Ηλίας έβγαλε την μηλωτήν του και εκτύπησε τον ποταμόν, παρευθύς δε εσχίσθη εις το μέσον ο ποταμός και εγένετο οδός, από την οποίαν επέρασαν ως δια ξηράς εις το πέραν. Μετά ταύτα είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Ζήτησον να σου γίνη κανέν χάρισμα, πριν αναληφθώ από σου». Λέγει ο Ελισσαίος· «Ας γίνη η χάρις του Θεού, την οποίαν έχεις, διπλή εις εμέ». Απεκρίθη ο Ηλίας· «Μέγα χάρισμα εζήτησας, πλην, εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να γίνη εις σε ως εζήτησας· εάν δε δεν με ίδης, να μη γίνη». Εκεί τότε, καθώς ωμίλουν, ιδού εφάνη ως άρμα πύρινον και ίπποι πύρινοι, και ήρπασαν τον Προφήτην Ηλίαν και τον ανέβαζον ως εις τον ουρανόν. Ο δε Ελισσαίος βλέπων αυτόν υψούμενον, έκραξε μεγαλοφώνως· «Πάτερ, άρμα Ισραήλ, και ιππεύς αυτού»· όπερ ερμηνεύεται, ότι οι μεν βασιλείς των Εβραίων είχον ίππους και αμάξας και ίππευον ως εξουσιασταί, συ δε, ω Προφήτα, είσαι και άρμα και ιππεύς, και εξουσιαστής του Ισραήλ. Ταύτα λέγων ο Ελισσαίος εκράτησε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού και πλέον δεν τον είδεν. Ως δε ητοιμάζετο να περάση τον Ιορδάνην και ευρίσκετο εις το χείλος του ποταμού, έλαβε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού, η οποία έπεσεν επάνωθεν αυτού και με εκείνην εκτύπησε το ύδωρ, αλλά δεν εσχίσθη. Τότε είπεν ο Ελισσαίος· «Που είναι ο Θεός Ηλιού του πατρός μου»; Και μετά το ειπείν τον λόγον, πάλιν δεύτερον εκτύπησε το ύδωρ και εσχίσθη εις δύο και διεπέρασε δια ξηράς εις το πέραν. Ιδόντες δε οι υιοί των Προφητών, οίτινες ήσαν εις την Ιεριχώ, ότι ούτως εθαυματούργησεν ο Ελισσαίος, είπον· «Ανεπαύθη το πνεύμα του Προφήτου Ηλιού επί τον Ελισσαίον». Τότε εξήλθον εις συνάντησίν του, και τον επροσκύνησαν έως την γην. Ήσαν δε τότε 895 χρόνοι προ Χριστού. Τα μεν έργα και θαύματα του Προφήτου ούτως έγιναν, ευλογημένοι Χριστιανοί, καθώς εν συντόμω τα ακούσατε. Ίσως δε να ερωτήση τις, ότι επειδή η Παλαιά Διαθήκη δεν γράφει, ότι απέθανεν ο Προφήτης ούτος, αλλά ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, άραγε απέθανε φυσικόν θάνατον, ως οι άλλοι άνθρωποι, οι τε δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, ή είναι έως την σήμερον ζων; Εάν δε είναι ζων εις ποίον τόπον ευρίσκεται; Ή διατί είναι ζων και δεν απέθανε, και πότε θέλει αποθάνει; Προς αυτάς τας ερωτήσεις λέγομεν απόκρισιν όχι ιδικήν μας, αλλά της θείας Γραφής. Ο Προφήτης ούτος εφάνη μεν ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, καθώς το ηκούσατε, αλλά εις τον ουρανόν δεν ανέβη· δια τούτο λέγει και η Παλαιά Γραφή, ότι ανέβη ως εις τον ουρανόν, επειδή δεν είναι δυνατόν σώμα φθαρτόν να αναβή εις τον ουρανόν. Ουδέ άλλος τις ανέβη ποτέ εις τους ουρανούς μετά του σώματος, μόνον ο Χριστός, καθώς το λέγει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το τρίτον αυτού Κεφάλαιον· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Ο δε Απόστολος Παύλος, εν τη προς Εφεσίους Επιστολή, εις το τέταρτον Κεφάλαιον, τούτο αποδεικνύει λέγων· «Ο καταβάς, αυτός εστι (τουτέστι ο Χριστός) και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα». Άλλος τις εκτός από τον Χριστόν, ως είπον, δεν ανέβη εις τον ουρανόν. Αλλ’ ο Θεός, θέλων να φυλάξη τον Προφήτην Ηλίαν, δια να έλθη εις το τέλος του κόσμου να ελέγξη τον Αντίχριστον, δια τούτο άφησε μεν να φανή ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, πλην εδώ κάτω εις την γην ευρίσκεται ζων μετά του φθαρτού σώματος, αν και ημείς δεν τον βλέπομεν με τους αισθητούς οφθαλμούς ως ανάξιοι όντες της τοιαύτης θεωρίας. Εις ποίον δε τόπον ευρίσκεται ουδείς Άγιος, ούτε διδάσκαλος της Εκκλησίας μας το έγραψε, και δια τούτο μήτε ημείς δεν δυνάμεθα να αποφασίσωμεν περί του τόπου, τόσον δε μόνον γνωρίζομεν, ότι ο Θεός, όστις τον έτρεφε και άλλοτε δια κόρακος, αυτός δύναται και τώρα δι’ Αγγέλου να τον τρέφη μέχρι της συντελείας του κόσμου. Ότι δε είναι ακόμη ζων και ότι μέλλει να έλθη πάλιν σωματικώς μετά του δικαίου Ενώχ να ελέγξη τον Αντίχριστον και να διδάξη τον κόσμον να μη πιστεύσουν εις αυτόν τον πλάνον Αντίχριστον, και ότι τότε μέλλει να λάβη τον θάνατον εκ των χειρών του Αντιχρίστου, το λέγει και ο Προφήτης Μαλαχίας εις το τέταρτον Κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού· «Ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή, ος αποκαταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν και καρδίαν ανθρώπου προς τον πλησίον αυτού, μη ελθών πατάξω την γην άρδην». Αλλά και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως αυτού, εις το ενδέκατον Κεφάλαιον πλέον καθαρώτατα και λεπτότερα το διηγείται, λέγων ούτως· «Και δώσω τοις δυσί μάρτυσί μου (δηλαδή εις τους Προφήτας Ηλίαν και Ενώχ), και προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα (ήτοι μόνον τρεις χρόνους και πέντε και ήμισυν μήνας), περιβεβλημένοι σάκκους. Ούτοι εισιν αι δύο ελαίαι και αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον του Κυρίου της γης εστώσαι και ει τις αυτούς θέλει αδικήσαι, πυρ εκπορεύεται εκ του στόματος αυτών και κατεσθίει τους εχθρούς αυτών· και ει τις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτω δει αυτόν αποκτανθήναι. Ούτοι έχουσιν εξουσίαν τον ουρανόν κλείσαι, ίνα μη υετός βρέχει εν ταις ημέραις της προφητείας αυτών, και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα, και πατάξαι την γην εν πάση πληγή, οσάκις εάν θελήσωσι. Και όταν τελέσωσι την μαρτυρίαν αυτών, το θηρίον το αναβαίνον εκ της αβύσσου ποιήσει μετ’αυτών πόλεμον και νικήσει αυτούς και αποκτενεί αυτούς. Και το πτώμα αυτών (ρίψει) επί της πλατείας της πόλεως της μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο Κύριος αυτών εσταυρώθη. Και βλέπουσιν εκ των λαών και φυλών και γλωσσών και εθνών το πτώμα αυτών ημέρας τρεις και ήμισυ, και τα πτώματα αυτών ουκ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα. Και οι κατοικούντες επί της γης (ήτοι όσοι πιστεύσουν εις τον Αντίχριστον) χαίρουσιν επ’ αυτοίς, και ευφρανθήσονται και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο Προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης». (Αποκ. Ιωάν. ια: 3-10). Ιδού, βοηθεία Θεού, εδιαλύσαμεν τας απορίας μας. Πρέπει δε και τούτο να γνωρίζετε, ότι τα θαύματα, τα οποία ηκούσατε ότι έκαμεν ο Προφήτης Ηλίας, τα μαρτυρεί και το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, αλλά και οι Απόστολοι. Διότι ο μεν Ευαγγελιστής Λουκάς εις το τέταρτον Κεφάλαιον λέγει δια την Σαρεφθίαν χήραν ούτως, ως εκ προσώπου του Χριστού, προς τους Ιουδαίους· «Επ’ αληθείας δε λέγω υμίν, πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις Ηλιού εν τω Ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ, ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην, και προς ουδεμίαν αυτών επέμφθη Ηλίας, ειμή εις Σάραπτα της Σιδωνίας προς γυναίκα χήραν». Δια δε την προσευχήν όπου έκαμε και δεν έβρεξεν ο Θεός επί της γης τρεις χρόνους και εξ μήνας, ο Αδελφόθεος Ιάκωβος το λέγει εις το πέμπτον Κεφάλαιον της Καθολικής αυτού επιστολής ούτως· «Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ· και πάλιν προσηύξατο, και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής». Ότι δε και δια προσευχής κατεβίβασεν ο Προφήτης Ηλίας πυρ εξ ουρανού και έκαυσε τους δύο πεντηκοντάρχους μετά των στρατιωτών, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και τούτο το βεβαιώνει εις το ένατον Κεφάλαιον του Ευαγγελίου αυτού λέγων, ως από προσώπου των Αποστόλων προς τον Χριστόν· «Κύριε, θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι εξ ουρανού, και αναλώσαι αυτούς, ως και Ηλίας εποίησεν»; Αλλά και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν εις το ενδέκατον Κεφάλαιον λέγει τους λόγους του Προφήτου· «Κύριε, τους Προφήτας σου απέκτειναν, και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, καγώ υπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου». Ταύτα είναι τα εξαίσια θαύματα τα οποία εν τη παρούσι ζωή ευρισκόμενος ετέλεσε ο Προφήτης Ηλίας. Όμως και μετά την ως εις ουρανούς ανάληψίν του δεν έπαυσεν ο Άγιος θαυματουργών και ελέγχων την παρανομίαν. Δια τούτο και όταν ο Ιωράμ ο βασιλεύς της Ιουδαίας, ο υιός του Ιωσαφάτ, αφήκε την λατρείαν του αληθινού Θεού και ελάτρευε τα είδωλα, τον ήλεγξε δριμύτατα δι’ επιστολής του την οποίαν του έστειλε δια θείου Αγγέλου οκτώ έως δέκα έτη από της αναλήψεώς του. (εις την Παλαιάν Διαθήκην βιβλίον β’ των Παραλειπομένων, Κεφάλαιον εικοστόν πρώτον στίχος 12 γράφονται δα την εν λόγω επιστολήν του Προφήτου Ηλία ταύτα: «Και ήλθεν αυτώ –τω Ιωράμ δηλαδή- εν φραφή παρά Ηλιού του Προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεός Δαβίδ του πατρός σου…»). Τον απειλούσε δε δια της επιστολής ταύτης ότι θα ασθενήση, τούτο δε και εγένετο δια την αμετανόητον κατάστασίν του. Αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει ο Άγιος θαυματουργών και ευεργετών ημάς· ( Ο Ιερός Δοσίθεος Πατριάρχης Ιεροσολύμων εν τη Δωδεκαβίβλω αυτού –βιβλίον ΙΒ΄ κεφάλαιον β΄ παράγραφος β΄ σελίς 1192- διηγείται το εξής θαύμα, όπερ έλαβε χώραν κατά την εικοστήν Ιουλίου, ημέραν της εορτής του Αγίου με το παλαιόν Ορθόδοξον ημερολόγιον, εν Βελιγραδίω, παρόντος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Παϊσίου παρευρεθέντος εκεί κατά τινα μετάβασίν του, λέγων επί λέξει τα εξής: «… Ο ουν Παϊσιος από Ιασίου ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, είτα εις Ανδριανούπολιν, Φιλιππούπολιν, Σόφιαν και Βελιγράδιον, εν ω όντος αυτού του Πατριάρχου Παϊσίου, συνέβη γενέσθαι τοιούτον τι. Γυνή τις ορθόδοξος Λατινίδι γυναικί ζυμώσαι θελούση κατά την εικοστήν του Ιουλίου, εν η η του Ηλιού του Προφήτου εορτάζεται μνήμη, είπε· «Σήμερον εστίν η εορτή Ηλιού του Προφήτου, και μη άπτου έργων». Η δε Λατινίς υπολαβούσα έφη, ότι δέκα παρήλθον ημέραι από της εορτής Ηλιού του Προφήτου, και ούτως αμφότεραι αλλήλαις εφιλονείκουν, ει άρα αι δέκα ημέραι καλώς προσετέθησαν παρά των παπιστών, και ήρξατο η Λατινίς ζυμούσα. Και ω του θαύματος! Μετεβέβλητο εν ταις χερσίν αυτής το φύραμα εις λίθον, οίον εστι το κισσήριον, το κοινώς λεγόμενον πωρί, και ηκούσθη εις την Σερβίαν το πράγμα, και διένειμαν εαυτοίς τον λίθον οι άνθρωποι εις μαρτύριον και έλαβε και ο Παϊσιος μέρος εκ της πέτρας, όπερ έως του νυν κείται κρεμάμενον εις την εικόνα του Προφήτου εν τω κατά την Ιερουσαλήμ Μοναστηρίω αυτού. Είτα ο Παϊσιος απήλθεν εις Σέρρας, Θεσσαλονίκην και Βέροιαν και αύθις εις Κωνσταντινούπολιν, κακείθεν εις Ιεροσόλυμα…»· πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ευεργετούμεθα υπό των Αγίων και ακούομεν τας διηγήσεις και τους λόγους αυτών, να σπουδάζωμεν πώς να γίνωμεν και μιμηταί τούτων, δια να τύχωμεν και ημείς της βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου