ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΙΣ ΚΟΙΜΗΘΕΝΤΑΣ

ΟΤΙ ΣΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΥΛΙΓΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΑΥΤΟΝ ΩΣΑΝ ΕΙΣ ΠΗΛΟΝ                                                               
 «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ότι έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε: 25).                                                                                                                                                

Επειδή και το ανθρώπινον γένος έχασεν ως αχάριστος δούλος του ουρανίου Πατρός την πρώτην κληρονομίαν, της οποίας ένα από τα χαρίσματα ήτο και ένας σταλαγμός σοφίας από το αχανές πέλαγος της σοφίας του Θεού, με το οποίον ηδύνατο να προγνωρίζη τα πράγματα καθώς είναι η ύπαρξίς των και η φύσις των, όχι μόνον όσα υποπίπτουσιν εις τα σωματικά αισθητήρια, αλλά και τ’ άλλα όσα έρχονται εις τον νουν· επειδή, λέγω, και έχασε τοιούτον θησαυρόν ο άνθρωπος, μόλις και μετά βίας γνωρίζει και καταπείθεται εις εκείνα όπου βλέπει με τους οφθαλμούς του. Δια τούτο και ο θεόπτης Μωϋσής, βλέπων μακρόθεν την βάτον, ήτις εκαίετο και δεν κατεκαίετο, και μη δυνάμενος να καταλάβη του Μυστηρίου εκείνου την δύναμιν και έννοιαν, έλεγε· «Παρελθών όψομαι το όραμα το μέγα τούτο» (Έξοδ. γ:3).
Και ανίσως ο Μωϋσής ο θεόπτης, ο καθαρώτατος νους, όστις είχε τας αισθήσεις ελευθερωμένας από της κοσμικής ταύτης ματαιότητος τους καπνούς και τα σύννεφα, μακρόθεν δεν ηδύνατο να καταλάβη εκείνα όπου έβλεπε, τι θέλομεν γίνει ημείς, τους οποίους έχει κυριευμένους η απάτη και το ψεύδος τούτου του φθαρτού κόσμου; Τούτο βέβαια πάσχομεν, όπερ λέγει το άγιον Ευαγγέλιον· «Ώτα έχουσι και ουκ ακούουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται» (Μάρκ. η: 18), τούτο αληθεύει περισσότερον εις ημάς παρά εις άλλους. Αλλ’ όμως σήμερον τουλάχιστον ας αποτινάξωμεν από τους οφθαλμούς το σύννεφον αυτό της αμαθείας και της απάτης του κόσμου, το οποίον είναι απλωμένον έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς μας, το τέλος εις το οποίον καταντά η δυστυχισμένη και ταλαίπωρος τούτη φύσις των ανθρώπων. Διότι και ο Ναούμ ο Προφήτης λέγει· «Και έσται πας ο ορών σε καταβήσεται από σου» (γ: 7), όπερ σημαίνει: εις όσον καιρόν ο άνθρωπος βλέπει μακρόθεν τα αγαθά σου, ω κόσμε, νομίζων ότι ταύτα είναι βέβαια, φανταζόμενος ότι ταύτα είναι αμετακίνητα, τα επαινεί, τα θαυμάζει, ζητεί με κάθε είδους τρόπον να τα αποκτήση. Όταν όμως ίδη το τέλος αυτών, ότι είναι ανυπόστατον, ότι είναι αβέβαιον, τι κάμνει; Τότε τα αποφεύγει βέβαια, και τα αποστρέφεται, τότε «καταβήσεται από σου». Πριν δηλαδή να ίδη τι άραγε είναι αι δόξαι τούτου του κόσμου, ο άνθρωπος τας επιθυμεί και τας ζηλεύει, όταν όμως τας ίδη ότι είναι θεμελιωμέναι επάνω εις μίαν στιγμήν του χρόνου, περιτριγυρισμέναι από πολλάς και διαφόρους μερίμνας, από κινδύνους πολλούς, από κόπους και αγρυπνίας καθημερινάς, τότε τι κάμνει; Τότε βέβαια φεύγει, τότε «καταβήσεται από σου». Εάν δε και ύστερον, αφού γνωρίση τις το αβέβαιον τούτου του κόσμου, της δόξης το πρόσκαιρον, των καλών τα οποία φαίνεται ότι έχει το επίπλαστον, τον αφανισμόν και τον θάνατον όπου προξενεί εις την ψυχήν με τας ηδονάς του, τους πόνους και τας θλίψεις όπου σωρεύει εις την ψυχήν, εις όλον το ύστερον με τας χαράς και τα ξεφαντώματα, πάλιν τα επιθυμεί, πάλιν τα ζητεί, εκείνος βέβαια οφθαλμούς έχει και ου βλέπει, ώτα έχει και ουκ ακούει, εκείνος βέβαια όχι μόνον έμεινε γυμνός από εκείνην την χάριν της πρώτης γνώσεως και σοφίας, την οποίαν είπομεν ότι εχάρισεν ο Θεός εις τον άνθρωπον, αλλά και από την δευτέραν γνώσιν, την οποίαν ημπορεί να αποκτήση ο άνθρωπος από το τέλος και την συμφοράν του άλλου. Λοιπόν ημείς σήμερον επειδή και τελούμεν την μνήμην των κεκοιμημένων πατέρων και αδελφών μας, ως και των λοιπών προσφιλών μας προσώπων, τα οποία αοράτως μας κηρύττουσι του πλάνου τούτου κόσμου το ψεύδος, την ακαταστασίαν, την δολιότητα και την λοιπήν ματαιότητα, ας τον γνωρίσωμεν τουλάχιστον από την σήμερον ως τοιούτον· ας μη τον αγαπώμεν ως αθάνατον, αλλ’ ας τον μισήσωμεν ως φθαρτόν και επίκηρον. Ας μη ζηλεύσωμεν τα αγαθά του και τα πλούτη του τα φαινόμενα ως λαμπρά και ένδοξα, αλλά ας τα καταφρονήσωμεν ως σκοτεινά και καταφρονημένα. Και εις όλον το ύστερον ας μεταχειριζώμεθα αυτά ως καπνόν, όστις ταχέως διαβαίνει, ως μίαν σκιάν ήτις στάσιν δεν έχει. Και ανίσως η μνήμη των νεκρών μας, των οποίων επιτελούμεν σήμερον τα μνημόσυνα, δεν έχη την δύναμιν να χωρέση μέσα ειςτην καρδίαν σου, άνθρωπε, και να σε καταπείση να καταλάβης ότι σκιά είναι τούτος ο κόσμος, μέσα εις την οποίαν είναι τυλιγμένοι οι άνθρωποι ωσάν ένας πηλός, πρόσεξε να καταλάβης τούτο από τα εξής, τα οποία θα σου είπω. Είχεν εκείνος ο Ιωνάς χαράν μεγάλην, βλέπων εκείνην την κολοκύνθην, ήτις αιφνιδίως εφύτρωσε και ηύξησε τόσον εις μίαν ημέραν, ώστε εγένετο δι’ αυτόν ωσάν μία σκηνή μεγάλη, ήτις τον εσκέπαζε κατά την νύκτα και τον επροστάτευεν από τον παγετόν της νυκτός, καλύπτουσα δε αυτόν κατά την ημέραν τον ελευθέρωνεν από την καύσιν του ηλίου. Και ήτο βέβαια χαράς μεγάλης αιτία η κολοκύνθη εκείνη εις τον Ιωνάν, επειδή χωρίς να κοπιάση και να ιδρώση, χωρίς να εξοδεύση και να έχη δούλους να του στήσωσι σκηνήν επάνω εις εκείνην την έρημον, έξαφνα είδεν ο ίδιος ότι ευρέθη ωσάν εις μίαν σκηνήν βασιλικήν και αυτοσχέδιον, δια τούτο λέγει η θεία Γραφή· «Και εχάρη Ιωνάς επί τη κολοκύνθη χαράν μεγάλην» (Ιωνάς δ: 6). Όμως ανάμεσα εις αυτήν την πολλήν χαράν του Ιωνά, ανάμεσα εις εκείνην την σκιάν την δροσεράν της κολοκύνθης, ανάμεσα εις εκείνην την ανέλπιστον παρηγορίαν, εκεί μέσα εις την άνεσιν την οποίαν του έδιδεν η σκια της κολοκύνθης, προστάζει ο Θεός την νύκτα ένα σκώληκα και τρώγει την ρίζαν της κολοκύνθης, και παρευθύς όταν άπλωσεν ο ήλιος τας ακτίνας του εις την γην εξηράνθη η κολοκύνθη, χάνει ο Ιωνάς την σκέπην, φεύγει η παρηγορία την οποίαν του έδιδε την νύκτα, δεν έχει πλέον με τι να εμποδίση το καύμα του ηλίου, δεν ηξεύρει που να προσδράμη πλέον και να αποφύγη τον επερχόμενον ανυπόφορον καύσωνα. Επί πλέον προσέταξεν ο Θεός και επέπεσε και κύμα καύσωνος φοβερού· «και προσέταξεν ο Θεός πνεύματι καύσωνι συγκαίοντι, και επάταξεν ο ήλιος επί την κεφαλήν του Ιωνά» (Ιωνά δ: 8). Όθεν, επειδή η ανέλπιστος ευτυχία του μετεγύρισεν εις δυστυχίαν πλέον ανέλπιστον και δεν του έδιδε τόσην πολλήν παρηγορίαν η σκιά της κολοκύνθης, όσον πόνον και στενοχωρίαν έδιδεν εις αυτόν το καύμα του ηλίου ύστερον αφού εξηράνθη η κολοκύνθη, δια τούτο απέκαμεν ο Ιωνάς από τους πόνους, του έφυγεν η ψυχή από την καρδίαν. Δι’ ευεργεσίαν μεγάλην το είχε να του ήρχετο ο θάνατος. Όθεν λέγει η θεία Γραφή· «Ωλιγοψύχησεν (ο Ιωνάς) και απελέγετο την ψυχήν αυτού, και είπε· Καλόν μοι αποθανείν με ή ζειν» (Ιωνάς δ: 8). Ιερογλυφικόν τούτο της ματαιότητος του κόσμου και της ελπίδος και χαράς, τα οποία φαίνεται ότι δίδει εις τον άνθρωπον. Διότι περί της κολοκύνθης αυτής γράφεται εις το Εβραϊκόν και το εξής· «θυγάτηρ νυκτός ην, και θυγάτηρ νυκτός απώλετο» ήτοι εις μίαν νύκτα εγεννήθη και εις μίαν νύκτα εχάθη. Και τάχα δεν είναι τοιαύται αι τιμαί, τα πλούτη, αι δόξαι, αι τρυφαί τούτου του κόσμου, τα οποία εις μίαν νύκτα έρχονται, και πολλάκις εις την αυτήν χάνονται; Και καθώς ο σκώληξ εις μίαν νύκτα έφαγεν αιφνιδίως την ρίζαν της κολοκύνθης, τοιουτοτρόπως ασθένεια αιφνίδιος, φθόνος, αρπαγαί, συκοφαντίαι, και αυτός ο θάνατος, έξαφνα μέσα από τας χείρας μας αρπάζουσι την ελπίδα του πλούτου, τας τρυφάς, τας δόξας, και τ’ άλλα φαινόμενα αγαθά τούτου του κόσμου. Φαντάζεσαι ότι ησυχάζεις και αναπαύεσαι μέσα εις τα υπάρχοντα; Πλανάσαι. Διότι κάτω από την σκιάν της κολοκύνθης αναπαύεται ο σκώληξ, όστις τρώγει τας ρίζας της κολοκύνθης σου και εκείνη η δρόσος της σκιάς σου, εκείνη η ματαία ελπίς του πλούτου σου χάνεται αιφνιδίως από τους οφθαλμούς σου, διότι καθώς έγινεν εις τον Ιωνάν, τοιουτοτρόπως συγχωρεί ο Θεός καθ’ ημέραν και γίνεται εις εκείνους οι οποίοι αναπαύονται εις την σκιάν τούτου του κόσμου, εις τα πλούτη του και εις τας δόξας του, δια να γνωρίσωσιν οι άνθρωποι την ματαιότητα τούτου του κόσμου. Ότι  δε εις αυτούς όπου ελπίζουσιν εις τον κόσμον αυτόν έρχεται έξαφνα ευκόλως ο σκώληξ, είναι φανερόν και από εκείνο το οποίον είναι γεγραμμένον εις τον Ιωήλ· «Και αναβήσεται η σαπρία αυτού, και αναβήσεται ο βρόμος αυτού, ότι εμεγάλυνε τα έργα αυτού» (Ιωήλ β: 20). Σαπρία περιφραστικώς εννοείται ενταύθα ο θάνατος, καθώς ο Ιώβ έλεγε· «Παλαιούμαι ίσα ασκώ, ή ώσπερ ιμάτιον σητόβρωτον» (Ιώβ ιγ: 28). Και πάλιν ο αυτός έλεγεν· «Άνθρωπος σαπρία και υιός ανθρώπου σκώληξ» (Ιώβ κε: 6). Είναι άξιον θαύματος, πως έχει καρδίαν και χαίρεται ο άνθρωπος μέσα εις την σκιάν τοιούτου σαπρού κόσμου, πως έχει τόσην ανδρείαν και υπερηφανεύεται, δοξάζεται, καυχάται, μέσα εις τα ψευδή πλούτη τούτου του κόσμου, κάτω από την σκιάν της δόξης του, και με όλον όπου το βλέπει και το γνωρίζει ότι εις μίαν νύκτα, ή να ειπώ καλύτερα, εις μίαν στιγμήν επειδή και η ρίζα του κατατρώγεται από ένα σκώληκα, τον θάνατον, αποδεικνύεται τόσον φανερώς, ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σκιά, ένας καπνός. Γράφει ο Κικέρων δια τον Διονύσιον τον τύραννον των Συρακουσών (Δ΄ π. Χ. αιών) ότι ακούων ένα άνθρωπον ιδικόν του, Δαμοκλήν το όνομα, όστις εμακάριζε την λαμπράν τύχην εκείνων οίτινες έχουν δόξας, πλούτη, τιμάς, εξουσίας, και θέλων ο Διονύσιος να αποδείξη εις αυτόν εις πόσους κινδύνους, εις πόσους φόβους είναι κρεμασμένη η ζωή αυτών, επρόσταξε τους υπηρέτας του να ετοιμάσωσιν ένα χρυσούν θρόνον περιτριγυρισμένον με διάφορα χρυσά ενδύματα. Όταν έγινεν αυτό επρόσταξε και τον Δαμοκλήν να καθίση εις τον θρόνον και να έχη υπό την εξουσίαν του και τας διαταγάς του εκείνους τους υπηρέτας, οι οποίοι ήσαν πέριξ αυτού. Προσέταξεν ακόμη και έστησαν τράπεζαν έμπροσθέν του γεμάτην από πολλά και διάφορα βασιλικά φαγητά και με όσα ευώδη άνθη έχουσιν οι βασιλείς συνήθειαν να στολίζωσι τας τραπέζας των. Όλα αυτά εδόθησαν εις την εξουσίαν του Δαμοκλέους, να τρώγη και να πίνη από αυτά, και να χαρίζη όπου θέλει. Εκεί όμως όπου ήρχισε να χαίρεται αυτός ο Δαμοκλής, ότι ηξιώθη να απολαύση έστω και δια μίαν ημέραν, τας επιθυμητάς απολαβάς των πλουσίων και αξιωματικών ανθρώπων, τότε προστάζει ο Διονύσιος να κρεμάσωσιν ένα ξίφος κοπτερόν με μίαν ψιλήν κλωστήν επάνω της κεφαλής τού δυστυχισμένου Δαμοκλέους. Τούτο λοιπόν αφού έγινε, και έβλεπεν αυτό ο Δαμοκλής, χάνεται η όψις του ευθύς, παγώνει το αίμα του μέσα εις τας φλέβας, ήρχισε να κτυπά η καρδία του και τρέμει όλος χείρας και πόδας. Τον φόβον δε αυτόν δεν ηδυνήθησαν να αποδιώξωσιν από την καρδίαν του ούτε οι υπηρέται οι χρυσοφορεμένοι, οίτινες είχον τας χείρας δεμένας έμπροσθέν του, ούτε ο θρόνος ο χρυσός, εις τον οποίον εκάθητο, ούτε ο στέφανος ο λαμπρός όπου εφορούσεν, αλλ’ επειδή ωλιγοψύχησε, δεν είχε πλέον οφθαλμούς να ίδη άλλο τι εκτός από το ξίφος, το οποίον εκρέματο επάνω του. Ούτε την στολήν την βασιλικήν, ούτε της τραπέζης τα πολυέξοδα εκείνα και διάφορα φαγητά έβλεπε, αλλ’ ήρχισε να παρακαλή τον βασιλέα να του επιτρέψη να φύγη από εκείνον τον θρόνον της ευτυχίας, διότι πλέον δεν θέλει να είναι ευτυχισμένος. Φρόνιμος ήτο ο Δαμοκλής και άξιος επαίνου, επειδή έβλεπε και κατενόει οποίος κίνδυνος εκρέματο επάνωθεν της κεφαλής του. Και όμως τον ίδιον κίνδυνον βλέπομεν και ημείς καθ’ ημέραν, του θανάτου το οξύτατον ξίφος, και όμως, με όλον τούτο, κλείομεν τους οφθαλμούς εις  την θεωρίαν τούτου του τέλους, και ως αθάνατοι φροντίζομεν, ως αθάνατοι υπερηφανευόμεθα, ωσάν να μη είμεθα και ημείς από την φύσιν, από την γενεάν εκείνων των οποίων τελούμεν σήμερον τα μνημόσυνα. Αλλ’ όμως ανίσως και δεν είμαι και εγώ άξιος δια να με πιστεύσης ότι βέβαια τοιούτος φθαρτός και πρόσκαιρος είσαι συ, άκουσε τούτο από τον θρηνητικώτατον Ιερεμίαν, όστις λέγει· «Ο πηλός του κεραμέως, υμείς εστε εν χερσί μου» (Ιερεμ. ιη: 6). Πηλός ήσουν και είσαι, άνθρωπε, διότι απ’ αυτόν έχεις την αρχήν και τα θεμέλια. Μάθε λοιπόν μετά φόβου και ταπεινώσεως πολλής να υποτάσσεσαι εις τον Θεόν, δεδομένου ότι εις την χείρα Αυτού κρέμαται η ζωή και ο θάνατός σου, η κατάστασίς σου και η πολιτεία σου, τα πλούτη σου και αι δόξαι σου, τα τέκνα σου και ο οίκος σου, οι συγγενείς σου και οι φίλοι σου. Πιστεύεις λοιπόν εις τούτο, άνθρωπε, ότι δηλαδή είσαι ως πηλός εις χείρας κεραμέως; Βλέπεις όλην αυτήν την υπερηφανίαν την ιδικήν σου, όλην την φαντασίαν την μεγάλην όπου έχεις, στοχάζεσαι όλον αυτό το φύσημα του πλούτου σου, την καύχησιν των υπαρχόντων σου, τα χρυσοϋφαντα και λαμπρά ενδύματά σου, τα υψηλά και μεγάλα οικοδομήματά σου; Βλέπεις, λέγω, με τι τα συγκρίνει ο πανάγαθος Θεός; Με ένα χειρόβολον λάσπης καταφρονεμένης, με πηλόν. Πηλός; Ναι, διότι καθώς εκείνος ο πηλός από τας χείρας του κεραμέως παίρνει τούτο ή εκείνο το σχήμα, και αφ’ εαυτού του δεν έχει ουδέν, τοιουτοτρόπως και συ, ταλαίπωρε άνθρωπε, από την ιδικήν σου φύσιν και στάσιν δεν έχεις τίποτε, αλλά μία λάσπη είσαι καταφρονεμένη, και ό,τι έχεις, από τον Θεόν το έχεις παρμένον, και τα πλούτη αυτά, εις τα οποία καυχάσαι, του Θεού είναι· δανεικά τα έχεις, ταλαίπωρε άνθρωπε, εν ημέρα Κρίσεως μέλλεις να δώσης λογαριασμόν που και πως τα εξώδευσες. Τι λοιπόν αλαζονεύεσαι; Τι χαίρεσαι εις τα ξένα; Και οι παίδες και τ’ άλλα όλα εις τα οποία ελπίζεις και έχεις το θάρρος σου, όλα δωρήματα του Θεού είναι, συ δε ουδέν άλλο είσαι, παρά ένας υπηρέτης, ένας οικονόμος των ξένων πραγμάτων. Και λοιπόν δι’ αυτά αλαζονεύεσαι; Δια τα ξένα αυτά θέλεις να προτιμήσαι από τους άλλους; Δυστυχισμένε άνθρωπε, πηλός είσαι και δια τούτο πρέπει να ευχαριστήσαι εις εκείνο το είδος, το οποίον σου έδωσεν ο Θεός. Διότι καθώς ο πηλός δεν ημπορεί να είπη τι εις τον κεραμέα, ούτω και συ δεν έχεις δίκαιον να λέγης εις τον Θεόν, διατί με έπλασες ούτως ή διατί εκείνον έκαμες πλούσιον και εμέ πτωχόν, διατί εκείνον σοφόν και εμέ άσοφον, διατί εκείνον ευγενή και ένδοξον και εμέ αγενή και άτιμον. Δεν έχεις δικαίωμα να είπης εις τον Θεόν κανένα τοιούτον, αλλ’ αν θέλης να είσαι αληθώς τέλειος και μακάριος, πίστευε αληθώς ότι είσαι ωσάν ένας πηλός εις τας χείρας του Θεού, εις του οποίου την εξουσίαν κρέμαται και να σε συντρίψη και να σε φυλάξη. Όθεν η Σοφία Σειράχ λέγει· «Τι άνθρωπος; Και τι η χρήσις αυτού; Τι το αγαθόν αυτού; Και τι το κακόν αυτού»; (Σοφ. Σειράχ ιη: 8). Τι άνθρωπος; Δηλαδή τι είναι ο άνθρωπος; Έμπροσθεν εις την μεγαλειότητα του Θεού τι άλλο ειμή ένα ουδέν, ένα τίποτε, ένα πράγμα καταφρονημένον; Τι δε η χρήσις αυτού; ή τι αγαθόν ημπορεί να φέρη εις τον Θεόν, ή τι κακόν; Το ουδέν, διότι ούτε αι αρεταί του ανθρώπου προσθέτουσι τι εις την δόξαν του Θεού, ούτε αι αμαρτίαι, καθώς είναι και αι βλασφημίαι, δίδουσι κανένα πόνον ή καμμίαν ατιμίαν εις τον Θεόν. Έστω· φέρουν κάποιον βάρος ή κάποιαν δόξαν εις τους ανθρώπους, αλλ’ όχι και εις τον Θεόν. Γράφουσιν οι ιστορικοί ότι τινές των Αράβων βλασφημούσι τον ήλιον ανατέλλοντα και δύοντα, πλην το φως αυτού ούτε να σμικρύνωσι δύνανται, ούτε καν να το βλάψωσι. Τοιουτοτρόπως και αι βλασφημίαι των ασεβών ουδεμίαν δύναμιν έχουσιν έμπροσθεν εις τον αυθέντην Θεόν. Όθεν με δίκαιον τρόπον λέγει· «Τι άνθρωπος; Και τι η χρήσις αυτού»; Ήτοι εις πόσον καιρόν στέκεται η δόξα αυτού και η ευτυχία του; Ταοποία όχι μόνον κατά την ύπαρξίν των είναι μικρά και ολίγα, αλλά και εις πολύ ολίγον καιρόν στέκονται. Λοιπόν αν θέλης να μάθης τι είναι ο άνθρωπος, μάθε ότι ουδέν είναι· τούτο δε ποία άραγε θα είναι η ώρα εκείνη κατά την οποίαν θέλεις το εννοήσει, ω άνθρωπε, ότι δηλαδή είσαι πηλός, ότι είσαι ουδέν, ότι είσαι ένας από αυτούς όπου εξέλιπον και των οποίων τελούμεν σήμερον τα μνημόσυνα; Δια να εννοήσης λοιπόν τούτο καλώς, ειπέ μοι, τι θέλει να είπη εκείνο όπερ λέγει ο Ιωάννης· «Ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται»; (Ιωάν. ε: 25). Δύο αναστάσεις εννοούνται από αυτό το Ευαγγελικόν ρητόν, η μία είναι η τελευταία, η άλλη και νυν εστιν και τώρα δηλαδή είναι παρούσα, εις την οποίαν οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και υποτασσόμενοι εις Αυτόν «ζήσονται», ελευθερώνονται δηλαδή από τον θάνατον, τον οποίον τους επροξένησεν η αμαρτία, δεδομένου ότι οι αμαρτωλοί είναι νεκροί, και τοιούτον τέρας φοβερόν είναι ο αμαρτωλός, ψυχήν έχει νεκράν εις ζωντανόν σώμα. Περί αυτών είναι εκείνο το οποίον λέγει ο Ιεζεκιήλ· «Τα οστά τα ξηρά ακούσατε λόγον Κυρίου» (Ιεζεκ. λζ: 4), καθότι οι μεμολυσμένοι από αμαρτίας θανασίμους είναι νεκροί, καθώς ο Κύριος έλεγεν· «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ. η: 22). Δια τούτο συμβαίνει να βλέπωμεν πολλάκις ανθρώπους, πλην δεν είναι τοιούτοι, αλλά τάφοι ανθρώπων. Βλέπομεν εικόνας και σχήματα ανθρώπων, αλλ’ είναι οστά ξηρά εις τον κάμπον σκορπισμένα, καθώς τα έβλεπεν ο Προφήτης Ιεζεκιήλ. Αλλά μακάριοι όσοι ακούουσι τον λόγον του Θεού, και ανασταίνονται από τον θάνατον της αμαρτίας. Όθεν λέγει ο Ιωάννης· «Έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε:25). Διότι καθώς ο κεραυνός όταν κτυπήση εις το ξίφος συντρίβει τον σίδηρον την δε θήκην αφήνει άθικτον, τοιουτοτρόπως και η αμαρτία αφήνει έξωθεν το σώμα ζωντανόν, και θανατώνει έσωθεν την ψυχήν, χωρίζουσα αυτήν από την χάριν του Θεού, η οποία είναι ζωή της ψυχής. «Έρχεται ώρα, και νυν εστι», δια να μένης αναπολόγητος, άνθρωπε, ότι δεν είχες καιρόν να αναστηθής από την αμαρτίαν. Δια τούτο σου λέγει, ότι κάθε στιγμήν σε αναμένει η Χάρις του Θεού να αναστηθής από την αμαρτίαν. Διότι από μέρους του Θεού, τους πάντας έχει ελευθερωμένους από την αμαρτίαν. Προσθέτει ακόμη εις τον λόγον του ο Ευαγγελιστής και το εξής· «Ότε οι νεκροί ακούσονται», τούτο δε το λέγει δια να εξυπνήση την αποκοιμημένην καρδίαν σου, ω αμαρτωλέ, να ενθυμηθής όχι μόνον την νέκρωσιν, την οποίαν υποφέρει η ψυχή σου από τας πολλάς αμαρτίας, αλλ’ ακόμη ότι θέλει έλθει καιρός ν’ απομείνης και συ νεκρός, καταφρονημένος και αναίσθητος. Δια των λόγων τούτων σε παρακινεί εις το να φροντίζης δι’ εκείνην την μέλλουσαν ζωήν την αθάνατον και αιώνιον, και να καταφρονήσης την παρούσαν πρόσκαιρον και φθαρτήν. Την δύναμιν της φωνής ταύτης του Υιού του Θεού, με την οποίαν σε προσκαλεί κάθε ώραν να τον ακολουθήσης, την έχεις δοκιμασμένην με την ανάστασιν του Λαζάρου, με της χήρας το θυγάτριον και άλλων πολλών. Λοιπόν η αδυναμία εις σε ευρίσκεται, και δια τούτο ακούεις μόνον και να αναστηθής δεν δύνασαι, ενώ «οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.ε: 25). Εδώ σημείωσε δύο θαυμαστά πράγματα, τα οποία περιέχονται μέσα εις αυτά τα λόγια· ένα είναι το λεγόμενον, ότι οι νεκροί ακούουσι, το άλλο ότι δια της ακοής αναστήσονται· ωσάν να είναι πρώτον η ακοή από την ζωήν. Και όμως βλέπομεν να είναι έργον ζωής η ακοή ανίσως και δεν αποδώσωμεν αυτό εις την ανάστασιν. Το αληθές είναι ότι οι νεκροί ακούουσιν, ήτοι υποτάσσονται εις την φωνήν του Υιού του Θεού. Όθεν οι Απόστολοι έλεγον· «Ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ»; (Ματθ. η: 27). Εάν δε αποδώσωμεν το «ακούσονται» εις την ανάστασιν των αμαρτωλών ψυχών, έχει λογαριασμόν πολύν, καθότι η φωνή του Υιού και Λόγου του Θεού, καθό έσωθεν δια θείας επιπνοίας, και έξωθεν με την διδασκαλίαν την ιδικήν Του, και των άλλων, παρακινεί τας ψυχάς των πιστών, έχει βέβαια δύναμιν ζωοποιητικήν, καθώς δια του Ιωάννου λέγει· «Τα ρήματα, α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστι και ζωή εστιν» (Ιωάν στ: 63), και τοιουτοτρόπως ζωοποιεί όταν δίδη την αθώωσιν εις τους αμαρτωλούς. Αυτήν την φωνήν ανίσως ηκούαμεν και ημείς, βέβαια δεν ηθέλαμεν έχει τόσην πολλήν νέκρωσιν εις την ψυχήν, τόσην μεγάλην αναισθησίαν εις την πνευματικήν ζωήν την πρόσκαιρον και φθαρτήν, και με όλον ότι φανερά μας φωνάζει και ο μακάριος Παύλος· «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί γης» (Κολ. γ: 2). Και διατί, ω μακάριε Παύλε; Διατί αυτή η ζωή δεν είναι ιδική μας ζωή· «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ». Ωσάν να έλεγεν· ανίσως και πιστεύετε ότι η ζωή η ιδική σας είναι κεκρυμμένη εν τω Χριστώ, καθώς το μαργαριτάρι μέσα εις το όστρεον, έχετε χρέος να ζήτε ταύτην την ζωήν ως νεκροί. Ποίος λοιπόν είναι τόσον ανόητος εις τούτο το νεκρόν σώμα να προσφέρη στολίδια διάφορα ή να κτίζη παλάτια; Δεν είναι, δεν είναι τις. Λοιπόν και ημείς, επειδή και απεθάνομεν συν τω Χριστώ, είτε υβριζόμεθα, είτε διωκόμεθα, είτε άλλο τι πάσχομεν δεν πρέπει να τα λαμβάνωμεν υπ’ όψει, αλλά ως νεκροί να φερώμεθα εις αυτά, διότι ετάφη ο πρώτος ημών άνθρωπος, όχι εις την γην, αλλ’ εις το ύδωρ· όχι από τον θάνατον, αλλά με την προσταγήν Εκείνου όστις κατέλυσε τον θάνατον. Ενεταφιάσθημεν λοιπόν ως νεκροί, και τοιαύτην ταφήν, εις την οποίαν όλοι χαίρονται, και Άγγελοι, και άνθρωποι, και Αυτός ο Βασιλεύς και Δεσπότης των Αγγέλων. Και βλέπε το παράδειγμα του ενταφιασμού αυτού εις την Ερυθράν θάλασσαν, δια να καταλάβης ότι εις την κολυμβήθραν, όταν βαπτίζεσαι, άλλος ενταφιάζεται και άλλος ανασταίνεται, καθώς εκεί εις την Ερυθράν θάλασσαν οι Αιγύπτιοι κατεποντίσθησαν, και το γένος του Ισραήλ εσώθη. Ας μη σου φανή δε παράδοξον ότι ένα και το αυτό πράγμα, τον ένα θάπτει και τον άλλον γεννά, διότι και η φλοξ του πυρός με μίαν και την αυτήν ενέργειαν, άλλο διαλύει και άλλο κολλά, αναλύει τον κηρόν και συγκολλά τον πηλόν. Τοιουτοτρόπως και η χάρις του Βαπτίσματος, τον κήρινον άνθρωπον και παλαιόν, αφού τον αναλύση, κάμνει χρυσόν άλλον εις τύπον εκείνου. Διότι προ του βαπτίσματος όντες πήλινοι, χρυσοί γινόμεθα ύστερον, καθώς ο εν Χριστώ λαλών Παύλος λέγει· «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος εξ ουρανού» (Α΄ Κορινθ. ιε: 47). Δεν έχεις λοιπόν κανένα δίκαιον να μου λέγης, ότι είσαι ζων, παρεκτός μόνον αν πιστεύης ότι είσαι ενταφιασμένος εις το βάπτισμα με τον Χριστόν. Τώρα λέγε μοι, τι παράδοξον πράγμα ήθελε σου φανή, ανίσως και έβλεπες να ανοίγη ούτος ο τάφος και ο εν αυτώ κείμενος νεκρός να ανοίγη έμπροσθέν σου το στόμα του και να βλασφημή τον Θεόν; Τούτο λέγω ανίσως και το έβλεπες άραγε, δεν ήθελες έβγει από τας φρένας σου, βλέπων τοιούτον πράγμα παράδοξον, αποθαμένος να ανοίγη στόμα; Και πού; Εναντίον του Θεού, εναντίον Εκείνου από τον οποίον ελπίζει την σωτηρίαν του, να βλασφημή Εκείνον τον οποίον πιστεύει ότι είναι Κριτής ζώντων και νεκρών, Εκείνον τον οποίον ομολογεί Βασιλέα ουρανού και γης. Τούτο, λέγω, δεν ήθελε σου φανή ένα πράγμα παράδοξον και ασεβέστατον; Και όμως ημείς, οι οποίοι λέγομεν ότι πιστεύομεν, ότι συνετάφημεν τω Χριστώ, ημείς οι οποίοι το ομολογούμεν ότι είμεθα νεκροί και αποθαμένοι, ημείς είμεθα εκείνοι οίτινες ανοίγομεν το στόμα εναντίον του Θεού και βλασφημούμεν τον δημιουργόν, τον πλάστην, τον σωτήρα και ελευθερωτήν ημών. Με τι τον βλασφημούμεν; Και πως; Το γνωρίζεις με τα έργα· καθώς ο Παύλος προς Ρωμαίους έγραφε· «Το γαρ όνομα του Θεού δι’ υμάς βλασφημείται» (Ρωμ. β: 24). Και ειπέ μοι, τι άλλο γίνεται όταν ημείς, οι οποίοι πιστεύομεν ότι είμεθα νεκροί, έχωμεν περισσοτέραν αγάπην εις ταύτα τα κοσμικά, εις ταύτα τα φθαρτά, τα πρόσκαιρα, παρά όσην έχουσιν οι εθνικοί, εκείνοι οι οποίοι φαίνονται ότι είναι ζώντες; Τούτο τι άλλο είναι παρά βλασφημία εις τον Θεόν, καθώς εις την πρώτην προς Τιμόθεον έγραφεν ο Παύλος· «ίνα μη το όνομα του Θεού και η διδασκαλία βλασφημήται» (Α΄ Τιμοθ. στ: 1). Τι άλλο γίνεται, όταν ημείς οι νεκροί έχωμεν τόσην λύσσαν και πλεονεξίαν της φιλαργυρίας, ώστε αποτολμούμεν να αρπάζωμεν και το ξένον δίκαιον, ημείς οι οποίοι είμεθα προστεταγμένοι να δίδωμεν και τα ιδικά μας; «Τω αιτούντι σε δίδου», λέγει ο Κύριος (Ματθ. ε: 42). Όταν βλέπωσιν ημάς τους νεκρούς οι εθνικοί, τι άλλο λέγουσι παρά βλασφημούσι την διδασκαλίαν μας, και τοιουτοτρόπως πάλιν βλασφημείται το όνομα του Θεού δι’ ημών; Όταν ημείς οι λεγόμενοι νεκροί προδίδωμεν το σώμα μας εις πορνείας, εις μοιχείας, και εις άλλας ακαθαρσίας, και με όλον όπου πιστεύομεν, ότι τα σώμετα ημών είναι ναός Θεού, τι άλλο γίνεται παρά βλασφημία εις τον Θεόν; Σε ερωτώ δε και πάλιν ανίσως και έβλεπες εκείνον τον νεκρόν να αρχίζη να καταλαλή τον ένα και να ψέγη τον άλλον και να λέγη όσα έχει αυτός εις τους άλλους, αυτό το παράνομον έργον αν το έβλεπες σήμερον, δεν ήθελες είπει ότι τούτος ο νεκρός παντάπασι μέρος δεν έχει με τον Θεόν, αλλ’ όλως διόλου όργανον έγινε του Σατανά, επειδή όχι μόνον όταν ήτο ζωντανός εκαταλαλούσε, αλλά και τώρα όπου κείται νεκρός και άψυχος; Και όμως αυτό το ίδιον είναι εκείνο όπου κάμνομεν ημείς με αυτό το οποίον λέγομεν δια τον νεκρόν, διότι καθώς είναι και φαίνεται έμπροσθέν μας ο νεκρός, τοιουτοτρόπως είμεθα και φαινόμεθα και ημείς νεκροί έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του αοράτου και παντεπόπτου Θεού. Και με όλον τούτο, άλλο έργον δεν έχομεν παρά την κατάκρισιν· άλλο δεν μας χαροποιεί ωσάν το να ψέγωμεν τον αδελφόν μας. Δια τούτο και περισσότερον φροντίδα έχομεν να μάθωμεν τι κάμνουσιν οι άλλοι και που περιπατούσι, περά να εξετάσωμεν την ιδικήν μας συνείδησιν και ζωήν τι έκαμε και τι ητοίμασε να προσφέρη εις ευχαρίστησιν εν τη ημέρα της Κρίσεως εις τον ευεργετικώτατον Θεόν. Έχω λοιπόν δίκαιον εγώ να λέγω ότι βλασφημείται το όνομα του Θεού δι’ ημών. Εάν δε πάλιν έβλεπες τον ίδιον εκείνον νεκρόν να πιάνη με τας χείρας του και να προσπαθή με κάθε είδους τρόπον να αφαιρέση άλλου τον πλούτον και τα υπάρχοντά του και άλλου την τιμήν με τας διαβολάς του, τι ήθελες είπει; Συλλογίσου αυτό μόνος, και εν τω μεταξύ στοχάσου την ζωήν την ιδικήν σου, και θέλεις την ίδει γεμάτην από τοιαύτα παράδοξα πράγματα. Άλλος διαβάλλει τον άλλον, άλλος με κάθε είδους τρόπον ετοιμάζει τον φόνον του άλλου, άλλος από τον φθόνον κατακαιόμενος, άλλος από την κενοδοξίαν δαιμονιζόμενος, και να είπω με ένα λόγον, ημείς οι λεγόμενοι νεκροί και ενταφιασμένοι τω Χριστώ, ημείς είμεθα τα εργαστήρια του Σατανά, οι οποίοι αποτολμούμεν να κάμνωμεν αυτά τα παράδοξα πράγματα, τα οποία δεν τα χωρεί η ακοή μας, ότι νεκροί κάμνουσι τοιαύτα έργα. Λοιπόν αληθώς το λέγουσιν, ότι δι’ ημών βλασφημείται το όνομα του Θεού. Εάν δε και γυρίση τις τον οφθαλμόν να ίδη τας θυγατέρας του Χριστού ή να είπω καλύτερα τα είδωλα των εθνών, τότε βέβαια ήθελεν είπει εκείνο το οποίον έλεγον οι Απόστολοι εις τον Χριστόν, να κατεβάση πυρ εκ του ουρανού και να κατακαύση τοιαύτα αχάριστα και αναίσθητα ζώα, καθότι εκ νεότητος μέχρι εσχάτης αναπνοής άλλην σπουδήν και επιμέλειαν δεν έχουσι, παρά πως να βλασφημήσωσι το όνομα του Χριστού, με τον οποίον λέγουν, ότι ενεταφιάσθησαν εις την κολυμβήθραν. Όμως δεν πιστεύουσι τούτο καθώς το μαρτυρούσι με τα πολλά και διάφορα στολίδια, με τα οποία καθ’ ημέραν ευτρεπίζουσι τα νεκρά σώματα αυτών, με τα πολλά και διάφορα νιψίδια, με τα οποία ασχημίζουσι την εικόνα του Χριστού, με τα χρυσά και αργυρά, τα οποία κακώς εξοδεύουσι και παρανόμως, δια να καταφρονήσωσι και να βλασφημήσωσι το όνομα του Δεσπότου Χριστού. Αλλοίμονον, αλλοίμονον εις ημάς τους λεγομένους νεκρούς, οίτινες και κατ’ αλήθειαν είμεθα νεκροί με την αναισθησίαν και την αναλγησίαν την οποίαν έχομεν, επειδή ακούομεν ότι είμεθα νεκροί και δεν πιστεύομεν· ακούομεν ότι είμεθα πρόσκαιροι, και ως αθάνατοι φροντίζομεν. Τα παραδείγματα της ιδικής μας δυστυχίας βλέπομεν έμπροσθέν μας, και ακόμη αμφιβάλλομεν· ότι και ημείς είμεθα άξιοι τοιούτου θρήνου και κλαυθμού, ακούομεν, πλην ημείς έχομεν τόσην αναισθησίαν, ώστε και κατά την ώραν ταύτην γελώμεν. Περί της ματαιότητος του κόσμου φιλοσοφούμεν, και πάλιν τον κόσμον επιθυμούμεν. Ωσάν ένα καπνόν βλέπομεν ότι περνά η ζωή μας, και ημείς ως πράγμα στερεόν και αμετακίνητον πάλιν την αυτήν ζωήν ζητούμεν, αληθώς νεκροί ημείς και αναίσθητοι εις τα πνευματικά χαρίσματα. Αλλ’, ω Υιέ Μονογενές του προανάρχου Πατρός, ομοούσιε και συνάναρχε τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, Συ ο δυνάμενος και εκ των λίθων τούτων «εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ. γ: 9), καθώς είπες περιπατών μετά σαρκός επί της γης, Συ η ακένωτος πηγή παντός αγαθού, αποδίωξον από τας καρδίας μας την νέκρωσιν της ψυχής και την αναισθησίαν τούτων Σου των τέκνων, και χάρισον δύναμιν εις αυτούς και βοήθειαν δια να ακούσωσιν εκείνον τον λόγον τον οποίον είπες, ότι «οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε: 25). Συ ανάστησον αυτούς, και αξίωσον ημάς άπαντας, καθώς είμεθα αληθώς νεκροί και ενταφιασμένοι με τοθείον σου βάπτισμα, τοιουτοτρόπως να περάσωμεν τούτο το ολίγον διάστημα της ζωής μας και να μη επιθυμήσωμεν ποτέ άλλο τι, ούτε να αγαπήσωμεν από όσα λαμπρά, ένδοξα και πολύτιμα, όπου πλάττει έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς μας τούτος ο απατεών και πλάνος κόσμος, παρά Σε το όντως ορεκτόν. Ναι, Πάτερ των οικτιρμών και του ελέους, σπλαγχνίσου και ελέησον ημάς, αξίωσον ελέους και συγχωρήσεως και τους μεταστάντας αδελφούς ημών (δείνα0 και τάξον τας ψυχάς αυτών εν κόλποις Αβραάμ, και Ισαάκ, και Ιακώβ, ίνα δοξάζηταί Σου το πανάγιον όνομα εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: