Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΔΑΒΙΔ του εν Θεσσαλονίκη.

Δαβίδ ο πολυϋμνητος ούτος Πατήρ, επίγειος Άγγελος και επουράνιος άνθρωπος, εγεννήθη και ανετράφη εις την λαμπράν και μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην, και απαρνηθείς τον κόσμον και τα εγκόσμια εγκατέλιπε φίλους και συγγενείς, τιμήν και δόξαν πρόσκαιρον, χρήματα, κτήματα και πάσαν άλλην ευδαιμονίαν πρόσκαιρον, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, κατά την ευαγγελικήν παραγγελίαν, και ηκολούθησε τω Δεσπότη, σηκώσας τον Σταυρόν εκ νεότητος, επειδή ετρώθη βαθέως η καρδία του από τον ένθεον έρωτα.
Έκοψε λοιπόν τας τρίχας της κεφαλής και έμεινεν εις το Μοναστήριον των Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου των Κουκουλιατών επονομαζόμενον, εις το οποίον ησύχαζεν αγωνιζόμενος υπέρ άνθρωπον, τηρών πάσαν αρετήν επιμελέστατα· εξαιρέτως δε ήσκει από όλας τας αρετάς την εγκράτειαν και ταπείνωσιν, γνωρίζων καλώς ότι ο χορτασμός της κοιλίας αποδιώκει την αγρυπνίαν και σωφροσύνην, και η κενοδοξία πάλιν αφανίζει όλας τας αρετάς παντελώς. Δια τούτο εσπούδαζε να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην ως φρόνιμος. Αναγινώσκων δε ο Όσιος τας θείας Γραφάς ημέραν και νύκτα, εθαύμαζε τας αρετάς των Αγίων, των προ του νόμου, και μετά τον νόμον, πως τους εδόξασεν ο Θεός, διότι υπήκουον εις τας εντολάς Του και ευηρέστησαν Αυτώ ως έπρεπε. Και τον μεν Άβελ με την θυσίαν εθαυμάστωσε, τον δε Αβραάμ δια πίστεως, τον Ιωσήφ με την σωφροσύνην, τον Ιώβ με την υπομονήν, τον Μωϋσήν νομοθέτην ανέδειξε, τον Δανιήλ και τους τρεις παίδας εφύλαξεν αβλαβείς από το πυρ και τους λέοντας. Τούτων την πολιτείαν συλλογιζόμενος ο θαυμάσιος Δαβίδ εσπούδαζεν ολοψύχως να τους μιμήται το κατά δύναμιν δια να γίνη και συγκληρονόμος αυτών εις την Βασιλείαν την Ουράνιον. Αναγινώσκων δε και τους βίους των Οσίων, οι οποίοι ησκήτευσαν μετά την σάρκωσιν του Σωτήρος την σωτήριον, οίτινες ετέλεσαν τοιούτους θαυμασίους αγώνας και αριστείας, εξεπλήττετο· και μάλιστα τον θαυμαστορείτην Συμεών, και τον τούτου συνώνυμον, και τον Δανιήλ και Πατάπιον, τους στυλίτας, οι οποίοι διήλθον την ζωήν των υπαίθριοι και άστεγοι, υπό ανέμων, υετών και χιόνων βασανιζόμενοι, των οποίων τους βίους αναγινώσκων έκλαιε και τόσον κατενύγετο, ώστε έκαμεν απόφασιν να περάση ομοίαν στενοχωρίαν όσον καιρόν δυνηθή ο αείμνηστος, δια να εύρη ευρυχωρίαν μετά θάνατον. Μίαν ημέραν εθερμάνθη πολλά, και κατενύχθη η καρδία του· όθεν αναβάς εις μίαν αμυγδαλήν, ήτις ευρίσκετο εις το δεξιόν μέρος της Εκκλησίας, έμεινεν επάνω εις ένα κλάδον του δένδρου, εις το οποίον έκαμε μικράν κλίνην ως ηδυνήθη, και ησκήτευεν εκεί καρτερικώς με υπομονήν θαυμάσιον, από τους ανέμους και τας βροχάς και τας χιόνας βασανιζόμενος, από την καύσιν του ηλίου τον καιρόν του θέρους καταφλεγόμενος, και από άλλας πολλάς στενοχωρίας δεινώς οδυνώμενος. Ω της καρτερίας και θαυμασίας υπομονής της πολυάθλου και καθημερινής του Μάρτυρος· και πως υπέμεινε τόσην κακοπάθειαν ο αείμνηστος; Οι άλλοι στυλίται είχον και πλίγην τινά στερρότητα, διότι ήσαν οι στύλοι κτιστοί, και εστέκοντο· και πάλιν όταν εκοιμώντο, ή έκαμναν άλλην χρείαν αναγκαίαν, ήσαν ακίνητοι· αλλ’ ούτος ο αδαμάντινος εκινείτο επάνω εις τον κλάδον του δένδρου πάντοτε, μη έχων ποτέ άνεσιν, υπό των υετών και ανέμων βασανιζόμενος και υπό της χιόνος δεινώς οδυνώμενος. Τοσαύτα πάσχων ο καρτερόψυχος δεν ερραθύμησεν, ούτε ποσώς ωλιγοψύχησεν, ουδέ ηκηδίασεν, ούτε το αγγελοειδές αυτού πρόσωπον ηλλοιώθη, ούτε ήλλαξεν, αλλ’ ήτο το πρόσωπόν του ωραίον ως ρόδον. Όντως εις αυτόν τον τρισόλβιον επληρώθη εκείνο το προφητικόν λόγιον: «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει, και ωσεί κέδρος η εν τω Λιβάνω πληθυνθήσεται». Ότι εις τας πράξεις εξήνθησε και αυτός ως τον φοίνικα, και απέδιδε προς τον Θεόν καρπόν ευάρμοστον, υπέρ την αμυγδαλήν και τον φοίνικα γλυκύτερον και ωφελιμώτερον. Επειδή το μεν δένδρον έκαμνεν άνθη και καρπόν φθεορόμενον, εις τέρψιν και απόλαυσιν ανθρώπινπν, ο δε Όσιος με καρπούς θεωρίας και πράξεως ηύφραινε πάσαν ώραν τον Αγαθόν Θεόν, υμνολογών και δοξάζων ακαταπαύστως Αυτόν. Είχε δε ο Όσιος και τινας μαθητάς, οίτινες ήσαν εξαιρετικώς ευλαβείς και φιλόχριστοι, συγκοπιώντες μετ’ αυτού και συγκάμνοντες· πολλάκις δε τον παρεκάλουν δεόμενοι, να καταβή από το δένδρον, να του κτίσουν κελλίον, όπου του ήρεσεν, ήσυχον, δια να τους ποιμαίνη εις νομήν σωτήριον. Αλλ’ ούτος απεκρίνατο λέγων: «Αδελφοί και τέκνα μου, εγώ είμαι αμαρτωλός και ανάξιος άνθρωπος· αλλά ο Δεσπότης Χριστός, ο καλός ποιμήν όστις την ψυχήν Αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων, Αυτός να σας φυλάττη από τας επιβουλάς του δαίμονος, και να σας αξιώση της αιωνίου βασιλείας Του ως Υπεράγαθος. Ότι εγώ, ζη Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, δεν καταβαίνω από τούτο το δένδρον, έως να τελειώσουν τρεις χρόνοι, και τότε με την ιδικήν Του εντολήν· ότι χωρίς να είναι θέλημά Του, δεν καταβαίνω απ’ εδώ ολότελα». Αυτοί δε ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του, δεν του έδωσαν πλέον δια ταύτην την αιτίαν άλλην ενόχλησιν. Όταν λοιπόν ετελειώθησαν οι τρεις χρόνοι, εφάνη εις αυτόν Άγιος Άγγελος λέγων: «Δαβίδ, επήκουσε της δεήσεώς σου ο Κύριος, και σου δίδει την χάριν ταύτην, όπου πολλάκις εζήτησες, να είσαι ταπεινόφρων και μέτριος, να τον φοβήσαι και να τον λατρεύης με την πρέπουσαν ευλάβειαν. Κατέβα λοιπόν από το φυτόν και ησύχασον εις κελλίον, ευλογών τον Θεόν, έως να τελειώσης και άλλην οικονομίαν, τότε δε θέλεις εύρει ανάπαυσιν των σωματικών πόνων και ψυχικήν παράκλησιν». Όσην ώραν μεν ελάλει μετ’ αυτού ο Άγγελος, ηκροάτο μετά φόβου και τρόμου ο Όσιος. Έπειτα, όταν έγινεν άφαντος ο φανείς, ηυχαρίστει τον Κύριον ο Όσιος λέγων: «Ευλογητός ο Θεός, όστις εδέχθη την προσευχήν μου και με ηλέησε». Τότε προσκαλεσάμενος τους μαθητάς αυτού εφανέρωσε την οπτασίαν και τους είπε να ετοιμάσουν το κελλίον, κατά την δεσποτικήν εντολήν, ούτοι δε μετά σπουδής έκαμαν καθώς προσετάχθησαν και το εμήνυσαν εις τον αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον Δωρόθεον, όστις επήρε τους ευλαβεστέρους κληρικούς χαρούμενος, αναβαίνων δε εις τον Όσιον τον ησπάσθη και τον κατέβασαν από το δένδρον με πολλήν ευλάβειαν· αφού δε ελειτούργησαν, τον έβαλαν εις το κελλίον αυτού, τελέσαντες μεγάλην πανήγυριν. Και ούτως αυτοί μεν επέστρεψαν αγαλλόμενοι, ο δε Όσιος έμεινεν εις το κελλίον ησυχάζων, ηυλόγει δε διηνεκώς και ακαταπαύστως τον Κύριον, ως και πρότερον, όστις τοσαύτην χάριν του εχάρισεν, ώστε εδίωκε δαίμονας, τυφλούς εφώτιζε και πάσαν άλλην ασθένειαν ανίατον ιάτρευε, τον Χριστόν επικαλούμενος. Από δε τα πολλά σημεία, όσα εποίησεν, να αναφέρωμεν δύο ή τρία εις πίστωσιν των άλλων, καθώς εκ των ονύχων ο λέων γνωρίζεται και εκ του κρασπέδου το ύφασμα. Νεανίας τις είχε δαιμόνιον και απήλθε μίαν ημέραν εις το κελλίον του Οσίου. Σταματήσας όθεν έξω της θύρας εφώναζε λέγων· «απόλυσόν με, Δαβίδ, δούλε του αιωνίου Θεού, ότι πυρ εξέρχεται από το κελλίον σου και με φλογίζει». Τότε ο Όσιος ήπλωσεν από την θυρίδα την χείρα του και εκράτησε τον νέον, λέγων: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, σε προστάσσει να εξέλθης από το πλάσμα του, πνεύμα ακάθαρτον». Ταύτα ειπών, εσφράγισε τον νέον με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και παρευθύς εξήλθεν ο δαίμων και έμεινεν υγιής ο άνθρωπος, πάντες δε οι παρόντες, ορώντες τοιούτον θαυμάσιον, εδόξασαν τον Θεόν, όστις δοξάζει όσους τον δοξάζουν με έργα θεάρεστα. Αλλά ακούσατε και άλλο παρόμοιον.     Γυνή τις ήτο τελείως τυφλή και παντελώς δεν έβλεπεν. Ακούσασα λοιπόν τας αρετάς του Οσίου και θαυμασίου Δαβίδ, έλαβε χειραγωγόν και απελθούσα εις το κελλίον του έπεσεν εις την γην έξω της θύρας κλαίουσα και έλεγε ταύτα με πολλήν ταπείνωσιν: «Δούλε του ευλογημένου Χριστού, βοήθησόν μοι, μιμούμενος του Δεσπότου Χριστού την χρηστότητα, λύτρωσαί με από ταύτην την πολυώδυνον βάσανον και χάρισέ μου το φως των οφθαλμών μου, το χαρμόσυνον εις όλους και πανευφρόσυνον». Αυτά και έτερα λέγουσα με στεναγμούς και θερμότατα δάκρυα, εδάκρυσε και ο Όσιος συμπονών εις τον πόνον και εις την οδύνην της, ως συμπαθής, όπου ήτο και εύσπλαγχνος· έπειτα αφού έκαμεν ώραν πολλήν ευχήν προς Κύτιον, της είπε να σηκωθή από την γην, όπου εκείτετο κλαίουσα, και να πλησιάση εις το παράθυρον του κελλίου του· τότε ήπλωσε την δεξιάν του έξω του παραθύρου και σφραγίσας τους οφθαλμούς της ασθενούς δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, ηύξατο πάλιν προς Κύριον λέγων: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, όστις εσαρκώθης εκ της αειπαρθένου Μαρίας και εκ Πνεύματος Αγίου, δια να εξαγάγης από το σκότος τον άνθρωπον, φιλάνθρωπε, και να τον φέρης εις το φως το αιώνιον, και τον εκ γενετής τυφλόν εφώτισας, Αυτός και τώρα, Δέσποτα, φώτισον και την δούλην σου ταύτην, ως παντοδύναμος. Ότι Συ είσαι ο φωτισμός των ψυχών ημών και Σε δοξάζομεν πάντοτε συν τω Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι». Ταύτα ευξάμενος ο Όσιος, ω του θαύματος! εφωτίσθη παρευθύς η πρώην τυφλώττουσα και έβλεπε λαμπρά και καθαρά, ευχαριστούσα τον Όσιον και δοξάζουσα τον Κύριον. Ταύτην την μεγίστην τερατουργίαν ακούοντες οι Θεσσαλονικείς, τον είχεν η πόλις όλη εις μεγάλην ευλάβειαν και τον ετιμούσαν ως θείον Άγγελον. Όστις δε είχεν ασθένειαν τινά προσήρχετο προς αυτόν, και μόλις ήθελεν εγγίσει την δεξιάν εις τον άρρωστον, έφευγε παρευθύς πάσα ασθένεια και εσκορπίζετο, καθώς το σκότος υπό του φωτός διαλύεται. Πολλά λοιπόν και αναρίθμητα τελέσας θαυμάσια, εδοξάσθη πολλά από τους ανθρώπους και τον εσέβοντο άπαντες. Μετά χρόνους πολλούς ετελεύτησεν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δωρόθεος, έγινε δε άλλος, Αριστείδης ονόματι, όστις ήτο και αυτός ενάρετος. Πλην εγίνοντο τον καιρόν εκείνον εκεί εις όλην την Θεσσαλίαν από τους βαρβάρους μεγάλαι ζημίαι και πολλή σύγχυσις. Όθεν ο έπαρχος του Ιλλυρικού έγραψεν εις τον Μητροπολίτην, να υπάγη εις τον βασιλέα, ή να στείλη προς αυτόν άνθρωπον τινά ενάρετον, να τον παρακαλέση να ψηφίση εις την Θεσσαλονίκην έπαρχον, δια την σύγχυσιν των βαρβάρων, διότι τότε δεν υπήρχεν εις Θεσσαλονίκην έπαρχος αλλά μόνον τοποτηρητής, υπήγοντο δε εις τον έπαρχον Σιρμίου. Αναγνώσας λοιπόν ο αγιώτατος Αριστείδης, ο της Θεσσαλονίκης Αρχιεπίσκοπος, την επιστολήν του επάρχου έμπροσθεν των κληρικών και των αρχόντων της πόλεως, τους είπε να ψηφίσουν κατάλληλον τινά και λόγιον άνθρωπον, να τον στείλουν εις τον βασιλέα δι’ αυτήν την υπόθεσιν. Τότε λοιπόν συναθροισθέντες εις την Εκκλησίαν όλοι της πόλεως εβόησαν από συμφώνου να στείλουν τον Όσιον Δαβίδ, δια να τον ευλαβηθή ο ευσεβέστατος βασιλεύς, ως ενάρετον και Άγιον άνθρωπον, και να εκτελέση την παράκλησίν των. Τούτο δε έγινε κατ’ οικονομίαν της θείας Προνοίας, δια να πληρωθή του Αγγέλου η πρόρρησις, όστις είπεν εις τον Όσιον να καταβή από το δένδρον, δια να κάμη και άλλην οικονομίαν και τότε να απέλθη προς Κύριον. Λαβών λοιπόν ο Αρχιερεύς τους ευλαβεστέρους των Κληρικών και λαϊκών προσήλθον εις τον Όσιον και του ανήγγειλαν την υπόθεσιν, παρακαλούντες αυτόν να υπάγη εις τον αυτοκράτορα δια την άνωθεν αίτησιν. Ο δε Όσιος πρώτον μεν επροφασίσθη, ότι δεν ηδύνατο να υπάγη δια το γήρας· έπειτα βλέπων, ότι όλοι τον επίεζον να υπάγη, έστερξε δια να μη γίνη παρήκοος του Αρχιερέως και πάντων των παρακινούντων φιλοχρίστων πολιτών. Ενθυμηθείς τότε ο Όσιος του Αγγέλου την πρόρρησιν, λέγει ταύτα προς τον Αρχιεπίσκοπον: «Ας γίνη, Δέσποτα Άγιε, του Κυρίου το θέλημα. Πλην ηξεύρετε, ότι ο μεν βασιλεύς δι’ ευχών σας θέλει μου χαρίσει όσα του ζητήσω, του Θεού συνεργούντος μοι· αλλά τον Δαβίδ δεν θα τον επανίδετε πλέον ζωντανόν, ίνα συνομιλήσωμεν· διότι επιστρέφων προς σας από τα βασίλεια, όταν θα ευρίσκωμαι ακόμη εις απόστασιν ρκστ΄ (126) σταδίων από τούτο το πενιχρόν κελλίον μου, τότε θα απέλθω προς τον Δεσπότην μου». Ο δε Αρχιερεύς, νομίζων ότι το έλεγε δια πρόφασιν, δια να μη τον αναγκάσουν, τον εσυμβούλευσε πάλιν λέγων: «Μιμήσου λοιπόν τον ποιμένα μας Χριστόν και Διδάσκαλον, όστις εθανατώθη δι’ ημάς ως άνθρωπος και απέθανε. Απόθανε λοιπόν και συ δια τον λαόν σου, δια να λάβης από τους ανθρώπους ευχαριστίαν, από δε τον Δεσπότην Χριστόν δόξαν και έπαινον άπειρον, ως μιμητής του πάθους Του». Τότε εξερχόμενος από το κελλίον ο τρισμακάριος, τον επροσκύνησαν άπαντες, ότι η μορφή του ήτο εξαίσιον θέαμα, αι τρίχες της κεφαλής του έφθανον έως την ζώνην του, έως δε τους πόδας τα γένεια, το σεβάσμιον αυτού πρόσωπον ήτο ωραίον και εύμορφον, ώσπερ του Αβραάμ, βλέπων δε ο καθείς αυτόν τον εθαύμαζε. Λαβών λοιπόν δύο από τους μαθητάς του, Θεόδωρον και Δημήτριον, άνδρας ευλαβείς και εναρέτους, όχι μόνον εις την ψυχήν, αλλά και εις την μορφήν του σώματος ομοίους του, κατέβησαν εις τον λιμένα της πόλεως, και εισελθόντες εις το πλοίον ανεχώρησαν. Όταν δε έφθασαν εις το Βυζάντιον, ηκούσθη η φήμη εις όλην την πόλιν δια τον Όσιον. Ήτο δε τον καιρόν εκείνον Αυτοκράτωρ ο ευσεβής Ιουστινιανός, όστις έλειπε τότε εις άλλον τόπον· η δε βασίλισσα Θεοδώρα έστειλε κουβικουλαρίους και δορυφόρους και τον υπεδέχθη με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν· βλέπουσα δε το λαμπρόν εκείνο και αγγελόμορφον πρόσωπον με τοιαύτην πολιάν κόμην εθαύμασε και τον επροσκύνησε με πολλήν ταπείνωσιν, ζητούσα ευχήν και ευλογίαν από αυτόν, όστις ηυχήθη του βασιλέως και ταύτης και πάσης της πόλεως. Η ευσεβής λοιπόν βασίλισσα τον εδεξιώθη τόσον ασμένως και φιλοφρόνως, ώστε δεν δύναμαι να διηγηθώ πληρέστατα πόσην υποδοχήν του έκαμεν η αείμνηστος, νομίζουσα ότι Άγγελον Κυρίου εδέχθη και όχι άνθρωπον. Οπόταν δε και ο βασιλεύς επέστρεψε, του ανήγγειλεν η Αυγούστα δια τον Όσιον, λέγουσα: «Ο Πανάγαθος Θεός μάς ηυσπλαγχνίσθη, Δέσποτα, και έστειλε προς το κράτος σου τον Άγγελον αυτού σήμερον, όστις ήλθεν από την Θεσσαλονίκην και μου εφάνη ότι είδα τον Αβραάμ κατά αλήθειαν». Τη επαύριον επρόσταξεν ο βασιλεύς, όταν συνήχθη όλη η Σύγκλητος, να έλθη ο Όσιος, όστις έθεσεν εις τας παλάμας του αναμμένα κάρβουνα και θυμίαμα και εθυμίασε τον βασιλέα και όλην την Σύγκλητον, με τους μαθητάς του, χωρίς ποσώς να βλαβώσιν από το πυρ αι χείρες του, αν και επέρασε περισσότερον από μίαν ώραν έως να θυμιάση τον λαόν άπαντα. Τούτον το θαυμάσιον ορώντες εξέστησαν άπαντες. Εγερθείς δε από τον θρόνον ο βασιλεύς τον υπεδέχθη ασμένως με πολλήν ευλάβειαν και δεξάμενος τας αναφοράς τού Μητροπολίτου, επήκουσεν εις όλα ο ευσεβής και φιλόχριστος βασιλεύς, ψηφίσας την μεταφοράν της έδρας του επάρχου από το Σίρμιον εις Θεσσαλονίκην. Όχι δε μόνον όσα έγραφον τα γράμματα επλήρωσεν, αλλά και όσα άλλα εζήτησε δια στόματος ο Όσιος μετά πάσης προθυμίας εξετέλεσε και τα υπέγραψε κατά την τάξιν με ερυθρά γράμματα, τα οποία αυτοχείρως έδωκεν εις τον Όσιον και του λέγει· «εύχου, πάτερ τίμιε, δι’ εμέ». Ακολούθως απέλυσεν αυτόν με προπομπήν πολλήν, ως έπρεπεν. Αφού εξεπλήρωσε την αποστολήν του ο Όσιος έπλευσε προς την Θεσσαλονίκην, αλλά δεν έφθασεν εις την πόλιν, καθώς προεφήτευσεν· αλλ’ όταν ήτο εις τον τόπον του Φάρου, είπε προς τους μαθητάς αυτού ταύτα: «Τέκνα μου, ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, και ενταφιάσατε το λείψανόν μου εις το Μοναστήριον, όπου κατώκουν. Επιμελείσθε την ψυχήν σας, δια να εύρητε ανάπαυσιν αιώνιον». Αυτούς και άλλους ψυχωφελείς λόγους λέγων, έφθασαν εις το ακρωτήριον, όπου ονομάζεται Έμβολος, εφαίνετο δε απ’ εκεί το Μοναστήριόν του, το οποίον κυττάξας έκαμε την προσευχήν του και ασπασθείς τους μαθητάς του παρέδωκε τω Θεώ την ψυχήν ο τρισόλβιος. Έπνεε δε τότε, όταν εκοιμήθη ο Όσιος, ισχυρός άνεμος, ενώ δε έως τότε έπλεον ταχύτατα, τότε εσταμάτησε το πλοίον (ω του θαύματος) ώραν πολλήν παρ’ όλον τον άνεμον, ουδόλως σαλευόμενον. Ήλθε δε και ευωδία θυμιαμάτων ανείκαστος και φωναί εις τον αέρα ηκούοντο, αι οποίαι υμνούσαν μελωδικώς τον Κύριον. Αφού δε επέρασεν ώρα ικανή, έπαυσαν αι φωναί. Τότε και το πλοίον εκίνησε, δεν επήγεν όμως εις τον λιμένα κατά την συνήθειαν, αλλ’ ώρμησε προς το δυτικόν μέρος της πόλεως, εις τον τόπον, όπου έρριψαν οι ασεβείς πρότερον τα λείψανα των Αγίων Θεοδούλου και Αγαθόποδος. Τότε ως ήκουσαν του Οσίου την κοίμησιν και έλευσιν, εξήλθεν όλη η πόλις με τον Αρχιεπίσκοπον, βαστάζοντες δε με πολλήν ευλάβειαν το άγιον αυτού λειψανον ήλθον εις το Μοναστήριον, και του έκαμαν θήκην από ξύλα τετράγωνα, εις την οποίαν τον έβαλαν και εντίμως ενεταφίασαν. Έπειτα μετετόπισαν την έδραν του Επάρχου εκεί εις την Θεσσαλονίκην, κατά το βασιλικόν διάταγμα, τον δε Όσιον εώρταζον κάθε χρόνον εις το ρηθέν Μοναστήριον. Όταν δε επέρασαν χρόνοι ρν΄ (150) ήτο εκεί Ηγούμενος ενάρετος τις άνθρωπος, το όνομα Δημήτριος, όστις είχεν εις τον Όσιον πολλήν ευλάβειαν, έχων δε πόθον να λάβη μέρος από το άγιόν του λείψανον, να το έχη προς αγιασμόν, έβαλεν ανθρώπους και έσκαπτον τον τάφον. Παρευθύς όμως διερράγη η πλάξ εις τέσσαρα και βλέπων, ότι ο Άγιος δεν ήθελεν, αφήκε την προσπάθειαν. Ο δε μαθητής αυτού του Ηγουμένου, ονόματι Σέργιος, όστις έγινεν ομοίως Ηγούμενος, ύστερον δε δια τας αρετάς του και Θεσσαλονίκης Αρχιεπίσκοπος, ετίμα πολύ τον Όσιον, έχων αυτόν εις πολλήν ευλάβειαν, τον παρεκάλει δε πολλάκις προσευχόμενος να του συγχωρήση να λάβη ολίγον από το άγιόν του λείψανον. Πληροφορηθείς δε από τον Θεόν, ότι έστερξεν ο Όσιος, ανέχωσε τον τάφον, εξήλθε δε τότε ευωδία θαυμάσιος και βλέπων το λείψανον σώον ακόμη και ακέραιον, δεν ετόλμησε να λάβη εξ αυτού μέρος τι, ειμή μόνον ολίγας τρίχας από την κεφαλήν και από τα γένεια. Τα οποία εφύλαττεν ακριβώς και τα ησπάζοντο την ημέραν της εορτής αυτού οι φιλόχριστοι, ήτις τελείται τη κστ΄ (26) Ιουνίου, την οποίαν χαρμοσύνως πανηγυρίζουσι κάθε χρόνον, ευφημούντες τον Όσιον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: