Το αριστούργημα του Σοφοκλή, Αντιγόνη, γράφτηκε το 441 π.Χ. και επί 2500 περίπου χιλιάδες χρόνια, επηρεάζει την σκέψη του Ευρωπαίου πολίτη και εμπνέει την τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της.
Η μορφή της Αντιγόνης με τη γενναιότητα της νεανικής της ηλικίας έγινε αντικείμενο μελέτης του Έλληνα μαθητή, καθώς αποτελεί πρότυπο που εκφράζει πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες, όπως η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, το καθήκον, η υποχρέωση για αντίσταση στην προσπάθεια επιβολής τυραννικών καθεστώτων.
Ταυτόχρονα υπενθυμίζει στους ανθρώπους την ιερότητα των συγγενικών δεσμών, τη συνέπεια και τη συμφωνία των πράξεων με τις πεποιθήσεις αλλά και την υποχρέωση της αντίστασης και αντίδρασης έναντι απολυταρχικών κυβερνήσεων. Άρα ο μύθος της Αντιγόνης έχει θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική διάσταση.
Η διαχρονική αξία του έργου έγκειται στο ότι απαντά σε ερωτήματα που απασχολούν το άτομο και την κοινωνία κάθε περιόδου στο ενδιάμεσο διάστημα των 2500 ετών που πέρασαν από την συγγραφή της τραγωδίας. Αυτό γίνεται αντιληπτό, αν αναλογιστεί κανείς τις αναπαραγωγές και αποδόσεις του μύθου από διανοητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες όλων των εποχών.
Συγγραφείς, όπως ο Σενέκας, ο Στάτιος, ο Rousellet, o Cocteau, φιλόσοφοι όπως ο Hegel, ο Καντ, ο Νίτσε, ποιητές όπως ο Ρίτσος και ο Σεφέρης, μουσικοί, όπως ο Karl Orff, ζωγράφοι και γλύπτες, όπως ο Λύτρας και ο Χαλεπάς, προβάλλουν την δική τους εκδοχή στον άνθρωπο που διστάζει να επιλέξει ή ταλανίζεται μεταξύ των επιλογών του για να πράξει το ορθό.
Η καθεμιά από αυτές τις εκδοχές προσαρμόζει την ηρωίδα στις ανάγκες της εκάστοτε εποχής. Έτσι, η Αντιγόνη του Ανουίγ (1942) και του Μπρεχτ (1948) παρακινούν τον Ευρωπαίο πολίτη σε αντίσταση κατά του ναζισμού. Η Αντιγόνη γίνεται φάρος του σκοτισμένου ανθρώπου, θάρρος της τρομοκρατημένης κοινωνίας.
Ο Μύθος της Αντιγόνης.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η Αντιγόνη είναι μια φανταστική ηρωίδα, γέννημα της γόνιμης έμπνευσης του Σοφοκλή. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Αντιγόνη είναι μία μυθική μορφή.
Ως τέτοια, αποτελεί πρότυπο για την διαμόρφωση του ατόμου κατά την ένταξή του στην κοινωνική ομάδα, κατά την κοινωνιολογική ερμηνεία.
Ως τέτοια, αποτελεί ένα συλλογικό όνειρο, έκφραση αρχετυπικών ορμών, οι οποίες πηγάζουν από την ανθρώπινη ψυχή και αποτυπώνει αλληγορίες φυσικών εκδηλώσεων, κατά την ψυχαναλυτική προσέγγιση.
Ως τέτοια, αποτελεί ιστορία της συλλογικής πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσω της οποίας ο άνθρωπος κατανοεί τον εαυτό του και την θέση του στην κοινωνία και το σύμπαν και ως τέτοια βρίσκει την εφαρμογή της στο παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον, κατά την ανθρωπολογική οπτική.
Ως τέτοια αποτελεί μια ιερή φιγούρα, η οποία πρωταγωνιστεί σε ένα γεγονός αναφερόμενο στον μυθικό χρόνο των απαρχών του κόσμου, κατά την θρησκειολογική εξήγηση.
Από όποια πλευρά και αν προσεγγίζει κάποιος τον μύθο, η ουσία είναι ότι αυτός γεννάται από πραγματικές καταστάσεις και δίνει οδηγίες και συμβουλές, απαντώντας σε υπαρκτούς προβληματισμούς του ανθρώπου. Η μυθική αφήγηση συγκαλύπτει από την μια πλευρά την ίδια την πραγματικότητα, αλλά από την άλλη την παρουσιάζει με συμβολικό και συνάμα κατανοητό τρόπο.
Αντίστοιχα, η τραγωδία ως μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, κατά τον αριστοτελικό ορισμό, σκοπό έχει, διά της συμπαθείας προς το τραγικό πρόσωπο, να παράσχει κάθαρση στον θεατή, δηλαδή να του δώσει αφενός να καταλάβει τα αίτια της τραγικής κατάληξης και αφετέρου να αντλήσει τα απαραίτητα διδάγματα. Έτσι, αυτό που ξεκινά ως συναισθηματικό ερέθισμα καταλήγει ως εξαγωγή λογικού συμπεράσματος.
Μέσα από το έργο του Σοφοκλή, η μυθική μορφή της Αντιγόνης γίνεται ένα τραγικό πρόσωπο. Μέσω της παράστασης ο ηθικός χαρακτήρας της ηρωίδας γίνεται τρισδιάστατος, και προσφέρει ακαταμάχητα διδάγματα. Μέσα από την οπτικοποίηση του δράματος διά της παραστάσεως, η Αντιγόνη γίνεται κάθε ένας από εμάς.
Η ιστορία της Αντιγόνης αποτελεί μέρος και είναι συνέχεια του μύθου του Οιδίποδα, του μεγαλύτερου μύθου του λεγόμενου θηβαϊκού κύκλου της ελληνικής μυθολογίας, ίχνη του οποίου εντοπίζονται ήδη στην Οδύσσεια του Ομήρου (στην Νέκυια, 11η ραψωδία). Από αυτή την πληροφορία βγαίνει το συμπέρασμα, ότι προέρχεται από κάποια παλαιότερη προφορική παράδοση.
Ο Οιδίποδας νυμφεύτηκε την μητέρα του Ιοκάστη και εξ αυτής απέκτησε τέσσερα παιδιά, την Αντιγόνη, την Ισμήνη και τους δίδυμους Ετεοκλή και Πολυνείκη. Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια για την συγγένεια του Οιδίποδα με την Ιοκάστη, ο πρώτος αυτο-τυφλώθηκε και αυτο-εξορίστηκε, ενώ η δεύτερη αυτοκτόνησε.
Μετά την παραίτηση του Οιδίποδα από τον θρόνο της Θήβας, την εξουσία ανέλαβαν οι δύο γιοί του με τη συμφωνία να την ασκούν εναλλάξ για ένα χρόνο. Όταν τελείωσε η ετήσια περίοδος κατά την οποία βασίλευσε ο Ετεοκλής, αυτός αρνήθηκε να παραδώσει την βασιλεία στον Πολυνείκη. Ο αδικημένος αδερφός κατέφυγε στην αυλή του Άδραστου, βασιλέα του Άργους.
Με την βοήθειά του και ακόμη έξι βασιλέων, ο Πολυνείκης εκστράτευσε εναντίον της Θήβας. Η επιχείρηση περιγράφεται στην τραγωδία του Αισχύλου “Επτά επί Θήβας”. Το αποτέλεσμα ήταν να αλληλοσκοτωθούν τα δύο αδέρφια και η βασιλεία να περάσει στον Κρέοντα, αδελφό της Ιοκάστης και θείο της Αντιγόνης.
Σύμφωνα με τους νόμους του Σόλωνα η Αντιγόνη ήταν μία επίκληρος. Είχε, λοιπόν, την υποχρέωση να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή κι έτσι να παραμείνει κύρια της πατρικής περιουσίας, η οποία στην συνέχεια θα περνούσε στο πρώτο αρσενικό παιδί. Γι' αυτό και κανονίστηκε να παντρευτεί τον γιο του Κρέοντα, τον Αίμονα.
Η πρώτη βασιλική απόφαση του Κρέοντα ήταν να απαγορεύσει την ταφή του Πολυνείκη. Πρόκειται για ένα διάταγμα, το οποίο δεν νομοθετήθηκε μέσα από κάποια δημοκρατική διαδικασία της εποχής, αλλά για απόφαση που πάρθηκε λόγω των εξαιρετικά επικίνδυνων γεγονότων που προκάλεσε ο πρόσφατος πόλεμος. Σήμερα, θα το χαρακτηρίζαμε ως πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Μάλιστα, η παράβαση αυτού του νόμου επισύρει την θανατική ποινή.
Η απολογία της Αντιγόνης.
Η Αντιγόνη ενημερώθηκε για την διαταγή του Κρέοντα και την έκρινε άδικη και λανθασμένη. Όσο και αν ισχυριζόταν ο κραταιός θείος της ότι πρόκειται για το καλό της πόλης, η ίδια έβλεπε ότι η υπακοή σε αυτήν ήταν αντίθετη με τα ιερά ήθη των Ελλήνων και τους θείους νόμους.
Πραγματικά, η φροντίδα και επιμέλεια του άψυχου σώματος από τους ζωντανούς, καθώς και η τέλεση των θεσμοθετημένων από τους θεούς ταφικών εθίμων, βοηθούσε την ψυχή να περάσει στον Άδη. Για να καταλάβει ο αναγνώστης το άδικο και θεομάχο της απόφασης, αλλά και το άκυρο της δικαιολογίας του Κρέοντα, αρκεί να ειπωθεί ότι μετά από πολύνεκρες μάχες συμφωνούνταν εκεχειρία ικανής χρονικής διάρκειας, με σκοπό να μπορέσουν οι αντιμαχόμενες πλευρές να θάψουν τους νεκρούς τους.
Αυτή την τόσο βαθειά ριζωμένη στην ψυχή του Έλληνα ιεροπραξία ήρθε να απαγορεύσει ο μεγαλόστομος και αυταρχικός ηγεμόνας. Ποια ήταν, όμως, η αντίδραση της κοινωνίας σε αυτή την απαγόρευση; Η αντίδραση αποτυπώνεται στις συμπεριφορές των εξής προσώπων της τραγωδίας, της Αντιγόνης, της Ισμήνης και του Χορού.
Ο Χορός εκφράζει την αντίδραση του οσφυοκάμπτη πολίτη, ο οποίος αν και γνωρίζει το άδικο της απαγόρευσης συνηθίζει, όχι απλώς να υπακούει, αλλά και να προσκυνά την εξουσία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο χορός είναι το υπουργικό συμβούλιο του Κρέοντα, όπως θα ονομαζόταν σήμερα και εκφράζει κάθε συμβούλιο γερόντων το οποίο, αν κα γνωρίζει την αλήθεια και το δίκαιο, κρατά παθητική στάση και προτιμά να διατηρεί αλώβητη την αμοιβαιότητα της σχέσης με την κρατική εξουσία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ουδετερότητα είναι ενοχή.
Η Ισμήνη από την πλευρά της, επιδεικνύει συμπεριφορά τρομοκρατημένου πολίτη. Γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το ιερό καθήκον της, αλλά φοβάται να το πράξει. Συμβουλεύει μάλιστα την Αντιγόνη να μην προβεί σε καμιά απρονοησία. Χρειάζεται αφύπνιση και ενθάρρυνση. Η Αντιγόνη της εξηγεί γιατί επιλέγει να θάψει τον Πολυνείκη με τα εξής λόγια:
στιχ.74-75:
“καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν.
Φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα, ὅσια πανουργήσασ’·
ἐπεὶ πλείων χρόνος ὃν δεῖ μ’ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε.
Ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι”.
“καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν.
Φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα, ὅσια πανουργήσασ’·
ἐπεὶ πλείων χρόνος ὃν δεῖ μ’ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε.
Ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι”.
Μετάφραση:
“Καλό μου φαίνεται αφού το κάνω αυτό να πεθάνω.
Αγαπημένη θα ξαπλώσω κοντά στον αγαπημένο
έχοντας διαπράξει άγια αμαρτήματα.
Είναι περισσότερος ο χρόνος που πρέπει ν' αρέσω στους κάτω
παρά στους επάνω,
αφού εκεί για πάντα θα κείτομαι.”
“Καλό μου φαίνεται αφού το κάνω αυτό να πεθάνω.
Αγαπημένη θα ξαπλώσω κοντά στον αγαπημένο
έχοντας διαπράξει άγια αμαρτήματα.
Είναι περισσότερος ο χρόνος που πρέπει ν' αρέσω στους κάτω
παρά στους επάνω,
αφού εκεί για πάντα θα κείτομαι.”
Σε αυτούς τους στίχους οι Αντιγόνη φανερώνει δύο κίνητρα. Στο “ Φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι” παραδέχεται την αγάπη για τον αδελφό της, ως κίνητρο για την εκπλήρωση του χρέους, τα “όσια”.
Ως δεύτερο κίνητρο, ομολογεί την προτίμησή της να αρέσει στους χθόνιους, παρά στους επίγειους δηλαδή στους ανθρώπους. Ο συνδυασμός των δύο σε μία φράση φανερώνει την επίγνωση της Αντιγόνης, ότι αν πράξει το καθήκον της θα είναι αρεστή στον θεό, διότι πράττει το θέλημά του. Επιμένει στην πράξη της από ευσέβεια, όχι ισχυρογνωμοσύνη.
Η Αντιγόνη αρνείται στο κράτος και τους εκπροσώπους του την δυνατότητα να της στερήσουν το δικαίωμα να επιτελέσει την ιερή προσωπική της υποχρέωση.
Η Αντιγόνη πραγματοποιεί την απόφασή της. Τιμά τον νεκρό αδελφό της και συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρῳ. Οδηγείται ενώπιον του Κρέοντα και ξεκινά η ανάκρισή της. Ο Κρέοντας την ρωτά αν γνώριζε την διαταγή του και ακολουθεί αυτή η θαυμάσια απολογία:
Στιχ.446-448:
“Κρ. σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. Ἤιδη· τί δ’ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν
“Κρ. σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. Ἤιδη· τί δ’ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν
Μετάφραση:
“Κρέοντας. Πες μου εσύ σύντομα και όχι μακρηγορώντας,
το ήξερες ότι έχει δοθεί διαταγή να μην τα κάνεις αυτά;
Αντιγόνη. Το ήξερα πως να μην το ξέρω. Ήταν ξεκάθαρο.
“Κρέοντας. Πες μου εσύ σύντομα και όχι μακρηγορώντας,
το ήξερες ότι έχει δοθεί διαταγή να μην τα κάνεις αυτά;
Αντιγόνη. Το ήξερα πως να μην το ξέρω. Ήταν ξεκάθαρο.
Στιχ.449-470
“ΚΡ. Καὶ δῆτ’ ἐτόλμας τούσδ’ ὑπερβαίνειν νόμους;
ΑΝ. Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ’ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ’ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους·,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ’ ὥστ’ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν.
Οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ’ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ’φάνη.
Τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ’, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ’ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προὐκήρυξας. Εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ’ ἐγὼ λέγω·
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ’ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
Οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ’ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ’ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ’ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ’ οὐκ ἀλγύνομαι.
Σοὶ δ’ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
“ΚΡ. Καὶ δῆτ’ ἐτόλμας τούσδ’ ὑπερβαίνειν νόμους;
ΑΝ. Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ’ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ’ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους·,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ’ ὥστ’ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν.
Οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ’ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ’φάνη.
Τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ’, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ’ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προὐκήρυξας. Εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ’ ἐγὼ λέγω·
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ’ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
Οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ’ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ’ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ’ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ’ οὐκ ἀλγύνομαι.
Σοὶ δ’ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
Μετάφραση:
“Κρέοντας: Και τόλμησες, λοιπόν, να παραβείς αυτούς τους νόμους;
Αντιγόνη: Ναι, διότι δεν ήταν ο Δίας που με πρόσταξε
κάτι τέτοιο, ούτε η συγκάτοικος των θεών του κάτω
κόσμου, Δίκη, τέτοιους νόμους όρισαν στους ανθρώπους,
ούτε πίστευα πως τα δικά σου προστάγματα έχουν
τόση ισχύ, ώστε τους άγραφους και απαρασάλευτους
θείους νόμους να μπορούν να ξεπερνούν, αν και είσαι θνητός.
Διότι [οι θείοι νόμοι] δεν είναι κάτι τωρινό και χθεσινό,
αλλά ισχύουν πάντοτε, και κανείς δεν ξέρει πότε φανερώθηκαν.
Εγώ δεν σκόπευα, ενδίδοντας στη γνώμη κανενός άνδρα,
να δώσω λόγο στους θεούς εξαιτίας αυτών.
Πως θα πεθάνω το ‘ξερα, κι ας μη μου το 'λεγες, και λοιπόν;
Κι αν πεθάνω πριν την ώρα μου, κέρδος το λέγω.
Γιατί όποιος ζει σε πολλά βάσανα, όπως εγώ,
πώς απ' τον θάνατο δεν βγαίνει κερδισμένος;
Έτσι κι εμένα σε τίποτα δεν με πονά,
να τύχω τέτοιο θάνατο· αλλά αν ανεχόμουν
να μείνει άταφο το σώμα του νεκρού γιου της μητρός μου,
εκείνο θα με πλήγωνε, γι' αυτά καθόλου δεν πονώ.
Κι αν σου φαίνομαι τώρα ανόητη γι' αυτά που έκανα,
ίσως από τον ανόητο καταδικάζομαι γι' ανοησία.
“Κρέοντας: Και τόλμησες, λοιπόν, να παραβείς αυτούς τους νόμους;
Αντιγόνη: Ναι, διότι δεν ήταν ο Δίας που με πρόσταξε
κάτι τέτοιο, ούτε η συγκάτοικος των θεών του κάτω
κόσμου, Δίκη, τέτοιους νόμους όρισαν στους ανθρώπους,
ούτε πίστευα πως τα δικά σου προστάγματα έχουν
τόση ισχύ, ώστε τους άγραφους και απαρασάλευτους
θείους νόμους να μπορούν να ξεπερνούν, αν και είσαι θνητός.
Διότι [οι θείοι νόμοι] δεν είναι κάτι τωρινό και χθεσινό,
αλλά ισχύουν πάντοτε, και κανείς δεν ξέρει πότε φανερώθηκαν.
Εγώ δεν σκόπευα, ενδίδοντας στη γνώμη κανενός άνδρα,
να δώσω λόγο στους θεούς εξαιτίας αυτών.
Πως θα πεθάνω το ‘ξερα, κι ας μη μου το 'λεγες, και λοιπόν;
Κι αν πεθάνω πριν την ώρα μου, κέρδος το λέγω.
Γιατί όποιος ζει σε πολλά βάσανα, όπως εγώ,
πώς απ' τον θάνατο δεν βγαίνει κερδισμένος;
Έτσι κι εμένα σε τίποτα δεν με πονά,
να τύχω τέτοιο θάνατο· αλλά αν ανεχόμουν
να μείνει άταφο το σώμα του νεκρού γιου της μητρός μου,
εκείνο θα με πλήγωνε, γι' αυτά καθόλου δεν πονώ.
Κι αν σου φαίνομαι τώρα ανόητη γι' αυτά που έκανα,
ίσως από τον ανόητο καταδικάζομαι γι' ανοησία.
Μέσα από την ανακριτική διαδικασία καταδεικνύεται το ήθος της Αντιγόνης. Αν και νεαρή σε ηλικία ορθώνει ηρωικό ανάστημα έναντι του πολιού και κραταιού, πλην μικρόψυχου θείου της. Μόνη της εναντιώθηκε στην διαταγή του κράτους, το οποίο προσωποποιείται στον Κρέοντα (κρείων= ισχυρός, κυρίαρχος), υπακούοντας στην παρόρμηση για την έκφραση της αδελφικής αγάπης μέσα από το χρέος του ζώντα απέναντι στον νεκρό.
Να σημειωθεί ότι η κατηγορουμένη δεν κρατά αμυντική στάση, δεν δικαιολογείται για την πράξη της. Αντίθετα, περνά στην επίθεση διότι πιστεύει στο δίκαιο του θείου νόμου, του αιώνιο νόμου και όχι στο προσωρινό του ανθρώπινου. Δηλώνει ευθαρσώς ότι γνώριζε την διαταγή του· τής ήταν ξεκάθαρο ότι απαγορεύονταν να θάψει τον Πολυνείκη.
Της ήταν, όμως, ξεκάθαρο το ότι δεν επρόκειτο για εντολή του θεού, αλλά για προσταγή θνητού ανθρώπου. Επίσης, της ήταν ξεκάθαρο ότι οι άγραφοι πλην αιώνιοι θείοι νόμοι είναι ισχυρότεροι από τους ανθρώπινους. Έχουν μόνιμη υπόσταση και διαχρονική αξία. Οι ανθρώπινοι νόμοι είναι ατελείς και προσωρινοί, όπως και οι άνθρωποι που τους φτιάχνουν, γι' αυτό και δεν μπορούν να συγκριθούν με τους θεϊκούς και αναλλοίωτους.
Προτιμά, λοιπόν, να εγκαλείται από τον άνθρωπο για την παρακοή ενός ανθρώπινου νόμου, παρά να πρέπει να δώσει λόγο στον θεό για την παράβαση ενός θεϊκού νόμου. Γι' αυτό και δεν ενδίδει στην άδικη απόφαση ενός ανθρώπου. Γνωρίζει ότι ο θάνατος είναι η τιμωρία για την πράξη της.
Είναι, όμως, προτιμότερος ο σωματικός θάνατος που θα την απαλλάξει από τα βάσανα της πρόσκαιρης ζωής, από τον αιώνια τιμωρία στην άλλη ζωή, όπως είπε στην αδελφή της Ισμήνη. Με αυτό τον συνειρμό εξουδετερώνεται η απειλή της ποινής του θανάτου και ο εξ αυτής φόβος.
Να προσεχθεί ότι η Αντιγόνη δεν επικαλείται την αγάπη προς τον αδελφό της στο σημείο αυτό. Αποστομώνει τον Κρέοντα με το να του παρουσιάζει έναν ανώτερο νόμο, στον οποίο η δική του διαταγή είναι αντίθετη. Μέσω αυτής ο Κρέοντας γίνεται πραγματικά θεομάχος. Η πραγματική ανοησία είναι να προσπαθεί κάποιος να συγκρουστεί με τον θείο νόμο, όχι με τον ανθρώπινο. Γι' αυτό και ο Κρέοντας αποδεικνύεται ο πραγματικός ανόητος της υπόθεσης, κι ας κατηγορεί την Αντιγόνη για ανοησία. Στο τέλος η κατηγορουμένη γίνεται κατήγορος.
Ας δούμε τώρα τι είναι το ιερό καθήκον και το ηθικό χρέος, όροι των οποίων η χρήση εναλλάσσεται στην καθημερινή γλώσσα. Η λέξη καθήκον είναι μετοχή του ρήματος “καθήκω”, που σημαίνει είμαι κατάλληλος για κάτι. Η φράση “καθήκοι μοι”, σημαίνει “μου αρμόζει”, “μου ταιριάζει”.
Η μεταφορά του όρου στην ηθική φιλοσοφία οφείλεται στους στωικούς και ειδικά στον Ζήνωνα τον Κιτιέα. Αυτός χρησιμοποίησε τον όρο για να εκφράσει το εκτελεστέο αίτημα που έρχεται (καθήκει) από την θέση του ατόμου στην κοινωνία και επιβάλλεται ως ηθική υποχρέωση έναντι του κοινωνικού συνόλου.
Στην καντιανή ηθική οι ηθικές υποχρεώσεις πηγάζουν αποκλειστικά και μόνο από την ελεύθερη βούλησή μας, η οποία, όταν ακολουθεί τον φυσικό της σκοπό γίνεται ο καθολικός νομοθέτης της ανθρωπότητας.
Τα καθήκοντα ακολουθούν κατά πόδας τις ηθικές υποχρεώσεις για να τις πραγματώσουν. Έτσι καθήκον, κατά τον Καντ, ονομάζεται η αντικειμενική αναγκαιότητα μιας πράξης από υποχρέωση. Σε κάποιες περιπτώσεις το καθήκον δεν είναι ευχάριστο για τον άνθρωπο αλλά αντίκειται στις επιθυμίες του.
Γίνεται κατανοητό ότι είναι αναγκαίο ένα κριτήριο, το οποίο καθορίζει αφενός μεν την ευθύτητα της ανθρώπινης βούλησης και αφετέρου την κατεύθυνση προς το καλό και δίκαιο.
Για την Αντιγόνη το κριτήριο αυτό είναι η θεία βούληση. Όταν η ανθρώπινη βούληση είναι σε ακολουθία με την θεία, τότε η κριτική ικανότητα της λογικής απαντάει στα ηθικά διλήμματα. Είναι αυτό που λέμε σήμερα, “ο Θεός μας έδωσε μυαλό να κρίνουμε”.
Σε αυτήν την περίπτωση ο άνθρωπος που πράττει σύμφωνα με το θείο θέλημα, οδηγείται στο αγαθό και δίκαιο. Αυτό είναι το ιερό καθήκον στην Αντιγόνη, καθώς ο άνθρωπος που πράττει σύμφωνα με τον θείο νόμο, εκπληρώνει το ηθικό του χρέος έναντι του συνανθρώπου του (στην περίπτωση αυτή έναντι του αδελφού της Πολυνείκη) και της κοινωνίας.
Η ηθική ποιότητα αυτής της πράξης έγκειται στο ότι ο άνθρωπος, αν και ελεύθερος να πράξει κατά το δικό του θέλημα, επιλέγει, όχι αυτό που τον ευχαριστεί ή τον απαλλάσσει από το “άχθος” (στην περίπτωση της Αντιγόνης την θανατική ποινή), αλλά το συμφέρον του συνανθρώπου και της κοινωνίας. Δηλαδή δεν φέρεται εγωιστικά, αντίθετα δρα ορμώμενος από αλτρουιστικά κίνητρα.
Η Αντιγόνη εμβαθύνει ακόμη περισσότερο και ξεπερνά κατά πολύ τα πλαίσια της ηθικής φιλοσοφίας, αποκαλύπτοντας ότι το βαθύτερο αίτιο, το αντικειμενικό κριτήριο και ο ορθός γνώμονας που επηρεάζει την θέλησή της και την ωθεί να πράξει το ιερό της καθήκον είναι η αγάπη. Διότι, όταν ο Κρέοντας την καλεί να μισήσει τον εχθρό της, τού απαντά με τον ωραιότερο και υψηλότερο στίχο της αρχαίας τραγωδίας:
“Οὒτοι συνέχθειν,ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν”
Δεν γεννήθηκα, λέει για να συμμερίζομαι το μίσος, αλλά για να συμμερίζομαι την αγάπη. Και έτσι παραδέχεται ότι ο θείος νόμος, στον οποίο υπακούει, είναι ο νόμος της αγάπης προς τον πλησίον. Και αυτό είναι το πρέπον στη φύση της, στην ανθρώπινη φύση, επειδή γι' αυτό γεννήθηκε.
Μέσα από αυτή την φράση αποδεικνύει ότι η ευσέβεια είναι έμφυτη στον άνθρωπο και η αγιότητα εν δυνάμει στις επιλογές του.
Το θετικό παράδειγμα της Αντιγόνης.
Η σθεναρή στάση της Αντιγόνης έχει θετική επίδραση στην ψυχοσύνθεση της αδελφής της Ισμήνης. Ο Κρέοντας διέταξε πριν λίγο τον φύλακα να την φέρει ενώπιον του. Η Ισμήνη παρουσιάζεται στην σκηνή αλλαγμένη.
Η πριν μικρόψυχη και δειλή αδελφή δεν έχει καμία σχέση με την μεταμορφωμένη Ισμήνη, που βλέπουμε πλέον μπροστά μας. Η καρδιά της έχει θερμανθεί από τα δίκαια και θαρραλέα λόγια της Αντιγόνης. Εξάλλου ήταν και αυτή αδελφή του Πολυνείκη.
Δείχνει ότι έχει μετανιώσει για την πρότερη χλιαρή στάση της και προσπαθεί να κερδίσει την χαμένη ευκαιρία. Ομολογεί ψευδώς ότι συμμετείχε στην ταφή. Αυτή η μεταβολή στο φρόνημά και την στάση της είναι εκπληκτική. Οφείλεται στην αγάπη για την αδελφής της που την βλέπει τώρα να κινδυνεύει. Αποδεικνύεται ότι ο ηρωισμός και οι ευσέβεια είναι ιδιότητες που μπορούν να μεταδοθούν και στις πιο αδύναμες ψυχές με το κατάλληλο ζωντανό παράδειγμα, όταν δεν επιτυγχάνεται με τα λόγια και τη διδασκαλία.
Προφανώς έζησε μια εσωτερική πάλη την ώρα που άκουγε την Αντιγόνη να μιλάει. Το καθήκον πάλευε μέσα της με το φόβο. Τα εμπνευσμένα λόγια της Αντιγόνης την παρακίνησαν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά ήταν πλέον αργά. Γι αυτό και όταν δήλωσε συνυπεύθυνη της πράξεως δεν την άφησε να μοιραστεί την τιμωρία της.
Τι θέλει να δείξει ο Σοφοκλής; Ότι και αυτοί που δεν γεννήθηκαν ήρωες, μπορούν να γίνουν, αν μιμηθούν το παράδειγμα των ηρώων. Βάζει αυτά ακριβώς τα λόγια στο στόμα του Κρέοντα:
Στιχ. 561-562:
“ΚΡ. Τὼ παῖδε φημὶ τώδε τὴν μὲν ἀρτίως
ἄνουν πεφάνθαι, τὴν δ’ ἀφ’ οὗ τὰ πρῶτ’ ἔφυ".
“ΚΡ. Τὼ παῖδε φημὶ τώδε τὴν μὲν ἀρτίως
ἄνουν πεφάνθαι, τὴν δ’ ἀφ’ οὗ τὰ πρῶτ’ ἔφυ".
Μετάφραση:
“Κρέοντας: Από αυτές εδώ τις κόρες, η μία τώρα
φανερώνεται ανόητη, η άλλη από την
πρώτη στιγμή που γεννήθηκε”.
“Κρέοντας: Από αυτές εδώ τις κόρες, η μία τώρα
φανερώνεται ανόητη, η άλλη από την
πρώτη στιγμή που γεννήθηκε”.
Η τιμωρία της ύβρεως.
Η Αντιγόνη κλείνεται ζωντανή στον τάφο της, όπου και πεθαίνει. Εκεί, όμως, έχει κρυφτεί και ο αρραβωνιαστικός της και γιος του Κρέοντα, Αίμονας. Αυτός, όταν βλέπει το άψυχο σώμα της αγαπημένης του αυτοκτονεί.
Στην συνέχεια αυτοκτονεί και Ευρυδίκη, η σύζυγος του Κρέοντα, στο άκουσμα του θανάτου του δεύτερου παιδιού της. Το πρώτο της παιδί, ο Μενοικέας, αυτοθυσιάστηκε για να χαρίσει την νίκη στην Θήβα, στην τραγωδία του Αισχύλου “Επτά επί Θήβας”. Η μία τραγωδία ακολουθεί την άλλη.
Ο Κρέοντας τιμωρείται με αυτόν τον τρόπο εξαιτίας της ύβρεως που διέπραξε. Ποια είναι η τιμωρία του; Όχι, φυσικά, ο θάνατος, αλλά η καταδίκη τού να πρέπει να ζήσει με τις συνέπειες των επιλογών και πράξεών του.
Η τιμωρία του έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Καλείται να μάθει από αυτά που παθαίνει, ότι κανένας, όσο κραταιός άνθρωπος και αν είναι, όσο υψηλή θέση και αν κατέχει δεν πρέπει να βάζει το δικό του θέλημα πάνω από το θέλημα του θεού. Κανείς δεν πρέπει να μεταθέτει τα αιώνια όρια, αυτά που έθεσαν οι πατέρες, τα πατροπαράδοτα.
Τα τελευταία λόγια της τραγωδίας, στο στόμα του χορού συνοψίζουν τα παραπάνω:
Στιχ.349-353:
“Πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιμονίας
πρῶτον ὑπάρχει· χρὴ δὲ τά γ’ εἰς θεοὺς
μηδὲν ἀσεπτεῖν; μεγάλοι δὲ λόγοι
μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτείσαντες
γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν”.
“Πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιμονίας
πρῶτον ὑπάρχει· χρὴ δὲ τά γ’ εἰς θεοὺς
μηδὲν ἀσεπτεῖν; μεγάλοι δὲ λόγοι
μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτείσαντες
γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν”.
Μετάφραση:
“Κατά πολύ η φρόνηση της ευτυχίας
αιτία υπερέχει· και δεν πρέπει κανείς
όσα αρμόζουν στους θεούς να ασεβεί.
Διότι τα μεγάλα λόγια οι ξιπασμένοι
με μεγάλες πληγές αφού τα ξεπλήρωσαν,
έμαθαν στα γεράματα να έχουν σωφροσύνη”.
“Κατά πολύ η φρόνηση της ευτυχίας
αιτία υπερέχει· και δεν πρέπει κανείς
όσα αρμόζουν στους θεούς να ασεβεί.
Διότι τα μεγάλα λόγια οι ξιπασμένοι
με μεγάλες πληγές αφού τα ξεπλήρωσαν,
έμαθαν στα γεράματα να έχουν σωφροσύνη”.
Το μήνυμα της τραγωδίας είναι το εξής: οι φορείς της εξουσίας δεν έχουν το δικαίωμα να καταλύουν την ηθική τάξη. Οι δικαιοδοσίες του κράτους έχουν ορισμένα όρια, τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνονται. Το κράτος δεν είναι απρόσωπο. Οι φορείς της κρατικής εξουσίας είναι υπεύθυνοι των πράξεών τους και δεν μπορούν να αυθαιρετούν προσχηματικά στο όνομα της ίδιας της εξουσίας ή του καλού του συνόλου. Ειδάλλως θα ακούσουν όπως ο Αγαμέμνονας:
Βαρεῖα δ'ἀστῶν φάτις ξύν κότῳ· δημοκράτου δ' ἀρᾶς τίνει χρέος.
(Αισχυλου Αγαμένων, στιχοι 456-457)
(Αισχυλου Αγαμένων, στιχοι 456-457)
μετάφραση
Βαριά η κατακραυγή του λαού· δημόσιας κατάρας έχει πληρωμή.
Βαριά η κατακραυγή του λαού· δημόσιας κατάρας έχει πληρωμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου