Εἰσαγωγικά
Ὅσα συμβαίνουν ἐπί δύο μῆνες στόν χῶρο τῆς Θείας Λατρείας μέ πρόσχημα τήν λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ εἶναι ἀνήκουστα, πρωτάκουστα καί πρωτοφανῆ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἐγγίζουν ἁπλῶς τά ὅρια τῆς βλασφημίας καί τῆς ἀσεβείας, εἶναι καθ᾽ ὁλοκληρίαν ἀσεβῆ καί βλάσφημα, ξένα καί ἀλλότρια πρός τήν δογματική διδασκαλία, τήν λειτουργική Παράδοση, τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν ἐπισκόπων καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν, ἀλλά καί πρός τήν ὀφειλόμενη πνευματική ἐγρήγορση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Ἔχομε ἤδη, κατά τήν ἀναλογία τοῦ χρέους, διαμαρτυρηθῆ διά τά φρικτά τεκταινόμενα μέ τρία ἄρθρα, πού εἶχαν ὑψηλή ἀπήχηση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί διορθόδοξη ἀποδοχή. Τό πρῶτο ἄρθρο εἶχε τίτλο «Ἡ Λῆμνος σώθηκε ἀπό λοιμική νόσο μέ προσευχές τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ». Δημοσιεύθηκε καί στήν μηνιαία ἀγωνιστική ἐφημερίδα «Στύλος Ὀρθοδοξίας» (Ἀρ. Φύλλου 220, Ἀπρίλιος 2020), μέ νέο τίτλο παρμένο ἀπό τό περιεχόμενό του, «Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ὄχι ὁ πρωθυπουργός» (σελ. 7-9). Τό δεύτερο ἄρθρο μας εἶχε τίτλο «Έργο του Διαβόλου το κλείσιμο των Εκκλησιών από την Ιερά Σύνοδο». Εἰς αὐτό ἐξαγγέλλαμε τήν δημοσίευση ἄλλων δύο ἄρθρων. Τό ἕνα ἤδη δημοσιεύθηκε στό Διαδίκτυο μέ τίτλο «Γιατί πρέπει νά ανοίξουν οι Ναοί το Πάσχα», στό ὁποῖο παρουσιάσαμε ποιά κριτήρια, ποιές παραμέτρους, ἔπρεπε νά λάβουν κατά νοῦν οἱ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἐπίσκοποι καί οἱ λοιποί καί νά ἀρνηθοῦν στόν πρωθυπουργό-καίσαρα τό κλείσιμο τῶν Ναῶν, ἰδιαίτερα ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν τοῦ Πάσχα.
Γιά τό ἐξαγγελθέν ἄλλο ἄρθρο γράψαμε πώς θά δείξουμε ὅτι αὐτό πού γίνεται τώρα στούς Ναούς, νά τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία χωρίς τήν παρουσία πιστῶν ἀποτελεῖ διακωμώδηση τοῦ θεοσύστατου καί κορυφαίου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐξευτελισμό καί παραποίηση τῶν δογματικῶν, λειτουργικῶν καί ποιμαντικῶν στοιχείων του, καί εἶναι προτιμότερο νά μή τελεῖται αὐτή ἡ παρωδία τῆς Θείας Λειτουργίας, καί νά προσεύχονται ὅλοι στά σπίτια τους, διωγμένοι ἀπό τήν κρατική ἐξουσία μέ συναίνεση τῶν «ποιμένων», πλήν ἐλαχίστων· φθάνει πιά ἡ κοροϊδία καί ἡ καταφρόνηση τῶν θείων.
Αὐτό τό ἄρθρο θά ἀκολουθήσει σύντομα. Στό παρόν ἄρθρο μέ τίτλο «Προσβολή τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱερότητας τῶν Ναῶν» ἐπιδιώκουμε νά δείξουμε ὅτι μέ τό κλείσιμο τῶν ἱερῶν Ναῶν καί τήν ἀπαγόρευση μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας ἀγνοήθηκαν καί περιφρονήθηκαν βασικά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, μέ τό νά λαμβάνονται δέ τώρα μέτρα ὑγειονομικά καί μέσα στούς Ναούς προσβάλλεται βάναυσα ἡ ἱερότητά τους, ἀφοῦ ἐξομοιώνονται μέ κοινά κοσμικά καταστήματα καί ἱδρύματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν καθιερωθῆ οὔτε ἐνεργοῦν ὡς ταμεῖα καί χορηγοί τῆς Θείας Χάρης. Τό ἄρθρο διαρθρώνεται ὡς ἑξῆς:
Εἰσαγωγικά
Ἑρμηνευτικές θέσεις μεγάλου θεολόγου καί λειτουργιολόγου.
Τό ὕψιστο καί ἁγιώτατο δόγμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.
Συνένοχοι τῆς βλασφημίας ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων.
Ὅλος ὁ ναός καί τά ἐν τῷ ναῷ εἶναι ἱερά καί ἅγια καί μεταδίδουν Ἁγιασμό καί Χάρη.
Ἐπίλογος. Σπουδαία θέση τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης (1426/17-1429)
Ἑρμηνευτικές θέσεις μεγάλου θεολόγου καί λειτουργιολόγου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Θεσσαλονικεύς τήν καταγωγή, κορυφαῖος θεολόγος καί λειτουργιολόγος, σύγχρονος καί ὁμόφρων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (14ος αἰώνας), συνέγραψε, μεταξύ ἄλλων, τό ἔργο «Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας»[1]. Στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ ἔργου, ὡς ἕνα εἶδος εἰσαγωγῆς, μᾶς δίδει συνοπτικά τό νόημα ὅλης τῆς ἱερουργίας καί πῶς ἐπιτυγχάνεται ὁ σκοπός της[2]. Μᾶς λέγει λοιπόν ὅτι κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπισυμβαίνει ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, μέ σκοπό ὅσοι μεταλαμβάνουν καί κοινωνοῦν νά ἁγιασθοῦν, νά λάβουν ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νά κληρονομήσουν τήν οὐράνια βασιλεία. Ὁ σκοπός ὅμως αὐτός τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν δέν ἐπιτυγχάνεται μηχανικά καί αὐτόματα μέ τό νά ἐμφανισθοῦν λόγου χάριν στόν Ναό, ὅταν μεταδίδει ὁ ἱερεύς τήν Θεία Κοινωνία ἤ λίγο ἐνωρίτερα ἤ ἀφοῦ τελειώσει ἡ Θεία Λειτουργία ἤ παρακολουθώντας ἀκουστικά ἔξω ἀπό τόν Ναό ἀπό τά μεγάφωνα τά λεγόμενα καί ψαλλόμενα ἤ ἀκόμη καί ἀπό τό σπίτι μέσῳ τῆς τηλεόρασης καί τοῦ Διαδικτύου. Ὁ Θεός δέν μεταδίδει τόν ἁγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, ἄν δέν ὑπάρξει ἐκ μέρους τῶν πιστῶν προσωπική λειτουργική προπαρασκευή καί συμμετοχή στά τελούμενα καί λεγόμενα. Αὐτήν τήν προπαρασκευή τήν ἐπιτελοῦν οἱ εὐχές, οἱ ψαλμοί καί ὅ,τι ἱερό λέγεται καί γίνεται μέσα στόν Ναό· ὅλα αὐτά μᾶς ἁγιάζουν καί μᾶς προδιαθέτουν, ἀφ᾽ ἑνός μέν νά δεχθοῦμε τόν ἁγιασμό καλῶς, καί ἀφ᾽ ἑτέρου νά τόν συντηρήσουμε καί νά τόν κρατήσουμε διαρκῶς: «Τοῦτο γάρ δύνανται ἡμῖν εὐχαί, ψαλμοί καί εἴ τι ἱερῶς ἐν αὐτῇ γίνεται καί λέγεται. Ἁγιάζουσι γάρ ἡμᾶς καί διατιθέασι, τοῦτο μέν πρός τό δέξασθαι καλῶς, τοῦτο δέ πρός τό συντηρῆσαι τόν ἁγιασμόν καί μεῖναι κατέχοντας». Ὁ Θεός βέβαια μᾶς δίδει ὅλα τά ἅγια δωρεάν, ἐμεῖς δέν προεισφέρουμε τίποτε, εἶναι ὅλα χάρες, ἀπαιτεῖ ὅμως ἀπό ἐμᾶς κατ᾽ ἀνάγκην νά γίνουμε ἄξιοι νά τά δεχθοῦμε καί νά τά φυλάξουμε· ἄν δέν προετοιμασθοῦμε μετέχοντας εἰς ὅλα τά λεγόμενα καί τελούμενα, δέν μᾶς μεταδίδει τόν ἁγιασμό τῆς Θείας Ἱερουργίας: «Εἰ γάρ καί προῖκα δίδωσιν ἡμῖν ὁ Θεός πάντα τά ἅγια, καί οὐδέν αὐτῶν προεισφέρομεν, ἀλλ᾽ ἀτεχνῶς εἰσι χάριτες, ἀλλά τό γε ἐπιτηδείους γενέσθαι πρός τό δέξασθαι αὐτά καί φυλάξαι ἐξ ἀνάγκης ἀπαιτεῖ παρ᾽ ἡμῶν· καί οὐκ ἄν μεταδοίη τοῦ ἁγιασμοῦ μή οὕτω διατεθεῖσιν».
Καί μέ ἄλλο τρόπο ἁγιαζόμαστε, ὅταν δηλαδή συμμετέχουμε μέσα στόν Ναό, ὄχι ἀποκλεισμένοι ἔξω ἀπό αὐτόν, σέ ὅλα ὅσα τελοῦνται στήν Θεία Λειτουργία, διότι ὄχι μόνο τά ψαλλόμενα καί ἀναγινωσκόμενα, ἀλλά καί τά τελούμενα συντελοῦν στό νά βιώσουμε τήν ἑνότητα τῆς Θείας Λειτουργίας: «Ἐπεί οὐ μόνον τά ἀδόμενα καί ἀναγινωσκόμενα, ἀλλά καί τά τελούμενα τοῦτον ἔχει τόν τρόπον». Διδάσκει ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ὅτι κορυφαία στιγμή τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων, αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ νά ἀποσπασθεῖ ἀπό τό σύνολο τῆς ἱερουργίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο ὅλο, καί γι᾽ αὐτό πρέπει οἱ πιστοί νά συμμετέχουμε στό σύνολο τῆς τελετῆς τοῦ μυστηρίου καί ὄχι μόνο στό κορυφαῖο μέρος. Μᾶς λέγει λοιπόν ὅτι ἁγιαζόμαστε οἱ πιστοί, ὅταν σέ ὅλα τά μέρη τῆς τελετῆς βλέπουμε τόν Χριστό νά ἐμφανίζεται, βλέπουμε τά ἔργα του καί τά πάθη του. Ὅλη ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος, ὅλο δηλαδή τό ἀπολυτρωτικό καί σωτήριο ἔργο του, παρουσιάζεται καί στούς Ψαλμούς καί στά Ἀναγνώσματα καί σέ ὅλα ὅσα πράττει ὁ ἱερεύς κατά τήν διάρκεια ὅλης τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία μᾶς παρουσιάζει σάν μία ἑνιαία εἰκόνα ὅλη τή ζωή τοῦ Σωτῆρος, ὅλα τά μέρη της, ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος μέ τάξη καί ἁρμονία: «Καί γάρ ἐν τοῖς ψαλμοῖς καί ταῖς ἀναγνώσεσι καί πᾶσι τοῖς ὑπό τοῦ ἱερέως διά πάσης τῆς τελετῆς πραττομένοις ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος σημαίνεται…Καί ἔστιν ἡ πᾶσα μυσταγωγία καθάπερ τις εἰκών μία ἑνός σώματος, τῆς τοῦ Σωτῆρος πολιτείας, πάντα αὐτῆς τά μέρη ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τέλους κατά τήν πρός ἄλληλα τάξιν καί ἁρμονίαν ὑπ᾽ ὄψιν ἄγουσα».
Ἡ Θεία Λειτουργία ὁρίσθηκε νά γίνεται ἔτσι, ὥστε νά μή δηλώνει μόνο μέ λόγια τά γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀλλά καί νά τά φέρνει μπροστά στά μάτια μας, νά ἀπαιτεῖται δηλαδή καί ἡ δική μας προσωπική συμμετοχή καί παρουσία: «Τούτου χάριν ὁ τοιοῦτος ἐπενοήθη τύπος, τοῦτο μέν οὐ λόγοις μόνον σημαίνων, ἀλλά καί ἐπ᾽ ὄψιν ἄγων ἅπαντα». Μέ τήν ὅραση, μέ τά μάτια, ἀποτυπώνουμε τά γεγονότα ζωηρότερα, καί ἔτσι, ὅταν φθάσουμε στήν ὥρα τῆς Μεταλήψεως τῶν μυστηρίων, εἴμαστε γεμᾶτοι ἀπό τίς ἔννοιες πού πήραμε ἀπό τήν ἀκοή καί τήν ὅραση, καί μέ ἀκμαία τήν μνήμη. Ἔτσι στόν ἁγιασμό ἀπό αὐτήν τήν προετοιμασία καί προπαρασκευή προσθέτουμε τόν ἁγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων «μεταμορφούμενοι ἀπό δόξης εἰς δόξαν»[3], ἀπό τήν κατώτερη τῆς προπαρασκευῆς πρός τήν μεγίστη ὅλων, τῆς μετάληψης τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία, λέγει σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου, δέν εἶναι μόνον ἀκούσματα· εἶναι καί θεάματα, γι᾽ αὐτό καί ἀπαιτεῖται ἡ προσωπική συμμετοχή καί μάλιστα μέ τούς σωστούς, τούς προσήκοντες, λογισμούς, πού δέν ἔχουν τίποτε ἀνθρώπινο ἀλλά εἶναι γεμᾶτοι ἀπό πίστη. Διαφορετικά ματαιοπονοῦμε καί χάνουμε χωρίς λόγο τόν χρόνο μας: «Ἐπεί δέ μετά τῶν προσηκόντων λογισμῶν ἀναγκαῖον ἑστάναι καί μετέχειν τῆς τελετῆς, καί τῶν ἱερῶν αὐτῆς ἀκουσμάτων καί θεαμάτων, εἴ γε μέλλοιμεν μή μάτην μετέχειν αὐτῶν καί τόν χρόνον τρίβειν εἰκῇ»[4].
Καί φθάνοντας στήν κορύφωση τοῦ μυστηρίου, στόν καθαγιασμό καί στήν μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἐκφράζοντας τήν σταθερή διαχρονικά πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τό θεμελιῶδες αὐτό δόγμα, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας παρουσιάζει πολύ δυνατά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν ὁποία δυστυχῶς προσβάλλουν στίς ἡμέρες μας ἄπιστοι, ἄθεοι καί ἀμύητοι ἐπιστήμονες, πολιτικοί καί δημοσιογράφοι, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ Θεία Μετάληψη μεταδίδει τήν ἀσθένεια τοῦ Κορωνοϊοῦ καί ἐνθαρρυνόμενοι ἀπό τήν ἔλλειψη ὁμολογιακοῦ καί ἀγωνιστικοῦ φρονήματος τῆς πλειονότητας τῶν ἱεραρχῶν, τῆς δουλοπρέπειας καί δειλίας πολλῶν ἱερέων καί τῆς στρατευμένης ἰδεολογικῆς προπαγάνδας κάποιων ἀκαδημαϊκῶν «θεολόγων» θολολόγων.
Μᾶς λέγει λοιπόν ὅτι μετά τόν καθαγιασμό καί τήν ὁλοκλήρωση τοῦ μυστηρίου ὁ ἄρτος δέν εἶναι ἁπλό σύμβολο, οὔτε εἰκόνα, οὔτε ἁπλῶς διαζωγράφηση τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος, ὅπως σέ ἕνα πίνακα, ἀλλά εἶναι τό ἴδιο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού δέχθηκε τούς ὀνειδισμούς, τίς ὕβρεις, τά τραύματα· τό σῶμα πού σταυρώθηκε, σφαγιάσθηκε, μαρτύρησε τήν καλή ὁμολογία ἐπί Ποντίου Πιλάτου, ραπίσθηκε, βασανίσθηκε, ἀνέχθηκε τά φτυσίματα καί γεύθηκε τήν χολή. Τό ἴδιο καί ὁ οἶνος, τό κρασί, εἶναι τό ἴδιο τό αἷμα πού πήδησε ἀπό τό σφαττόμενο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτό τό σῶμα πού πλάσθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί γεννήθηκε ἀπό τήν Παναγία Παρθένο, πού ἐτάφη, ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα, ἀνελήφθη στούς οὐρανούς καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός. Αὐτή ἡ πίστη θεμελιώνεται σέ ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε ὅτι «Τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου» καί «Τοῦτο τό αἷμά μου»[5]. Αὐτός ἐκέλευσε, ἔδωσε ἐντολή, στούς Ἀποστόλους, καί μέσῳ ἐκείνων σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, νά ἐπαναλαμβάνουν διαρκῶς τό μυστήριο, ὅταν τούς εἶπε «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»[6]. Δέν θά ἔδινε αὐτήν τήν ἐντολή, ἄν δέν ἐπρόκειτο νά τούς ἐφοδιάσει μέ δύναμη, ὥστε νά μποροῦν νά ἐπιτελοῦν αὐτό τό μυστήριο, νά μεταβάλλεται δηλαδή ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ἡ δύναμη αὐτή ἡ οὐράνια πού ὅπλισε τούς Ἀποστόλους εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τούς τό εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Κύριος: «Ὑμεῖς δέ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους»[7]. Ἐκείνης τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔργο εἶναι ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Διότι δέν κατῆλθε μόνον τότε γιά μία φορά καί μετά μᾶς ἐγκατέλειψε, ἀλλά εἶναι μαζί μας καί θά εἶναι γιά πάντα μαζί μας. Γι᾽ αὐτό τό ἔστειλε ὁ Σωτήρ γιά νά μένει μαζί μας αἰώνια, ὅπως ὁ ἴδιος πάλιν εἶπε: «Τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας· ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό οὐδέ γινώσει αὐτό, ὅτι παρ᾽ ὑμῖν μένει καί ἐν ὑμῖν ἔσται»[8].
Στό σημεῖο αὐτό ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀποφθεγματικά μᾶς διδάσκει ὅτι στήν Θεία Εὐχαριστία καί στά ἄλλα μυστήρια δέν ἐνεργοῦν ἀνθρώπινες καί φυσικές δυνάμεις, πού πιθανόν νά ἐπέτρεπαν καί νοσογόνες ἐπιδράσεις, ἀλλά ἐνεργεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ καί δρᾶ χρησιμοποιώντας τά χέρια τῶν ἱερέων. Εἶναι συγκλονιστική αὐτή ἡ διατύπωση καί συντρίβει ὡς σκεύη κεραμέως ὄχι μόνον τήν ὑπουργό Παιδείας κ. Κεραμέως, καί ὅσα ἀσεβῆ καί ἀηδιαστικά περί «σάλιου» ἔχει ἐκστομίσει, καί τούς ὁμόφρονές της ἰατρούς, πολιτικούς, δημοσιογράφους κ.ἄ., ἀλλά καί ἀσεβοῦντες ἐπισκόπους καί κληρικούς, πού δέν κατάλαβαν καί δέν ἐβίωσαν τό μεγαλεῖο τῆς Ἱερωσύνης, τήν ὁποία ἀναξίως φέρουν, ὄχι ὡς φορεῖς ἀλλά ὡς ἀχθοφόροι τοῦ ὑψηλοῦ λειτουργήματος. Λέγει λοιπόν ὅτι αὐτό τό θαῦμα τῆς μεταβολῆς τῶν φυσικῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ τό ἐπιτελεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα χρησιμοποιώντας τά χέρια καί τήν γλώσσα τῶν ἱερέων: «Τοῦτο διά τῆς χειρός καί τῆς γλώσσης τῶν ἱερέων τά μυστήρια τελεσιουργεῖ». Καί δέν μᾶς ἔστειλε μόνον τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ Κύριος, γιά νά μένει διαρκῶς μαζί μας, ἀλλά ὑποσχέθηκε ὅτι καί ὁ ἴδιος θά μένει μαζί μας, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων[9]. Τό Ἅγιο Πνεῦμα βέβαια παρίσταται καί ἐνεργεῖ ἀοράτως, γιατί δέν φόρεσε ἀνθρώπινο σῶμα. Ὁ Χριστός ὅμως καί βλέπεται καί ἀνέχεται νά τόν πιάνομε στά φρικτά καί ἱερά μυστήρια, γιατί δέχθηκε νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά τήν φέρει αἰώνια. Αὐτή εἶναι ἡ δύναμη τῆς Ἱερωσύνης, αὐτός εἶναι ὁ ἱερεύς· δέν προσάγει μία φορά τόν ἑαυτό του στό θυσιαστήριο, δέν κάνει δηλαδή μία λειτουργία, καί ἀφοῦ ἱερουργήσει ἅπαξ σταματᾶ τήν Ἱερωσύνη. Ἀλλά συνεχῶς λειτουργεῖ τήν Λειτουργία γιά ἐμᾶς, καί ὡς ἐκ τούτου γίνεται καί παράκλητος γιά χάρη μας πρός τόν Θεό αἰώνια, καί ἰσχύει καί γι᾽ αὐτόν τό «Σύ ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα». Συνεπῶς γιά τούς πιστούς δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία γιά τόν ἁγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, οὔτε γιά τίς ἄλλες τελετές, ἄν ἐπιτελοῦνται κατά τήν εὐσεβῆ πρόθεση καί τίς εὐχές τῶν ἱερέων. «Διά τοῦτο οὐδεμία τοῖς πιστοῖς περί τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν δώρων ἀμφιβολία, οὐδέ περί τῶν ἄλλων τελετῶν, εἰ κατά τήν πρόθεσιν καί τάς εὐχάς τῶν ἱερέων ἀποτελοῦνται». Παραθέτουμε μέσα στό κύριο κείμενο τοῦ ἄρθρου τήν γνήσια αὐτή Ἁγιογραφική καί Πατερική διδασκαλία, ὥστε οἱ μέν ἐχθρικοί πρός τήν Ἐκκλησία καί οἱ ἀμαθεῖς νά μή στηρίζονται σέ πλανεμένους κληρικούς καί θεολόγους, ὅσοι δέ ἀπό τούς πιστούς ἀμφιταλαντεύονται, ἀκούγοντας τόν ἕνα καί τόν ἄλλο, νά στερεωθοῦν στήν πίστη καί νά εἰρηνεύσουν:
Τούτων δέ εἰρημένων, τό πᾶν τῆς ἱερουργίας ἤνυσται καί τετέλεσται, καί τά δῶρα ἡγιάσθη, καί ἡ θυσία ἀπηρτίσθη, καί τό μέγα θύμα καί ἱερεῖον τό ὑπέρ τοῦ κόσμου σφαγέν ἐπί τῆς ἱερᾶς τραπέζης ὁρᾶται κείμενον· ὁ γάρ ἄρτος τοῦ Κυριακοῦ σώματος οὐκ ἔτι τύπος, οὐδέ δῶρον, εἰκόνα φέρων τοῦ ἀληθινοῦ δώρου, οὐδέ γραφήν τινα κομίζων ἐν ἑαυτῷ τῶν σωτηρίων παθῶν ὥσπερ ἐν πίνακι, ἀλλ᾽ αὐτό τό ἀληθινόν δῶρον· αὐτό τοῦ Δεσπότου τοῦ παναγίου σῶμα, τό πάντα ἀληθῶς ἐκεῖνα δεξάμενον τά ὀνείδη, τάς ὕβρεις, τούς μώλωπας· τό σταυρωθέν, τό σφαγέν, τό μαρτυρῆσαν ἐπί Ποντίου Πιλάτου, τήν καλήν ὁμολογίαν, τό ῥαπισθέν, τό αἰκισθέν, τό ἐμπτυσμάτων ἀνασχόμενον, τό χολῆς γευσάμενον. Ὁμοίως καί ὁ οἶνος, αὐτό τό αἷμα τό ἐκπηδῆσαν σφαττομένου τοῦ σώματος, τοῦτο τό σῶμα, τοῦτο τό αἷμα τό συστάν ἐκ Πνεύματος ἁγίου, τό γεννηθέν ἀπό τῆς ἁγίας Παρθένου, τό ταφέν, τό ἀναστάν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, τό ἀνελθόν εἰς τούς οὐρανούς, καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
Καί τίς ἡ πίστις; Αὐτός εἶπε, «Τοῦτό ἐστι τό σῶμα μου». «Τοῦτο τό αἷμά μου». Αὐτός καί τοῖς ἀποστόλοις ἐκέλευσε, καί δι᾽ ἐκείνων τῇ πάσῃ Ἐκκλησίᾳ, τοῦτο ποιεῖν. «Τοῦτο γάρ, φησί, ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν», οὐκ ἄν κελεύσας τοῦτο ποιεῖν, εἰ μή δύναμιν ἐνθήσειν ἔμελλε, ὥστε δύνασθαι τοῦτο ποιεῖν. Καί τίς ἡ δύναμις; Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἡ ἐξ ὕψους τούς ἀποστόλους ὁπλίσασα δύναμις, κατά τό εἰρημένον πρός αὐτούς ὑπό τοῦ Κυρίου· «Ὑμεῖς δέ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ, ἕως οὖ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους». Τοῦτο τό ἔργον ἐκείνης τῆς καθόδου. Οὐ γάρ κατελθόν ἅπαξ, εἶτα ἀπολέλοιπεν ἡμᾶς, ἀλλά μεθ᾽ ἡμῶν ἔστι, καί ἔσται μέχρι παντός. Διά τοῦτο γάρ ἔπεμψεν αὐτό ὁ Σωτήρ, ἵνα μένῃ μεθ᾽ ἡμῶν εἰς τόν αἰῶνα, “τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας· ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό, οὐδέ γινώσκει αὐτό, ὑμεῖς δέ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾽ ὑμῖν μένει, καί ἐν ὑμῖν ἔστι”. Τοῦτο διά τῆς χειρός καί τῆς γλώσσης τῶν ἱερέων τά μυστήρια τελεσιουργεῖ. Καί οὐ τό ἅγιον Πνεῦμα μόνον ἔπεμψεν ὁ Κύριος ἡμῖν, ὥστε μένειν μεθ᾽ ἡμῶν, ἀλλά καί αὐτός ὁ Κύριος ἐπηγγείλατο μένειν μεθ᾽ ἡμῶν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος· ἀλλ᾽ ὁ μέν Παράκλητος ἀοράτως πρόσεστιν, ὅτι τό σῶμα αὐτός οὐκ ἐφόρεσεν. Ὁ δέ Κύριος καί ὁρᾶται, καί ἁφῆς ἀνέχεται, διά τῶν φρικτῶν καί ἱερῶν μυστηρίων, ὡς ἄν τήν ἡμετέραν φύσιν καί δεξάμενος, καί φέρων εἰς τόν αἰῶνα. Αὕτη τῆς ἱερωσύνης δύναμις, οὗτος ὁ ἱερεύς. Οὐ γάρ ἅπαξ ἑαυτόν προσαγαγών καί θύσας, ἐπαύσατο τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά διηνεκῆ ταύτην λειτουργεῖ τήν λειτουργίαν ἡμῖν, καθ᾽ ἥν καί παράκλητος ἡμῖν ἐστι πρός τόν Θεόν δι᾽ αἰῶνος. Διά τοῦτο οὐδεμία τοῖς πιστοῖς περί τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν δώρων ἀμφιβολία, οὐδέ περί τῶν ἄλλων τελετῶν, εἰ κατά τήν πρόθεσιν καί τάς εὐχάς τῶν ἱερέων ἀποτελοῦνται[10].
Τό ὕψιστο καί ἁγιώτατο δόγμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ
Ἡ ἐκτεθεῖσα διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι κοινή διδασκαλία τῶν ᾽Αποστόλων, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλάθητη καί ἀδιαμφισβήτητη. Δέν ἐπιδέχεται ἄλλες ἑρμηνεῖες, γιατί στηρίζεται στήν διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνέστησε τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τό τελευταῖο Δεῖπνο μέ τούς μαθητές του πρό τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ Πάθους. Ἐκεῖ εἶπε ὅτι ὁ ἄρτος εἶναι τό σῶμά μου καί ὁ οἶνος εἶναι τό αἷμά μου: «Τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου, τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου». Δέν εἶπε αὐτό συμβολίζει τό σῶμά μου καί αὐτό συμβολίζει τό αἷμά μου, ὅπως πολλοί Προτεστάντες ἀσεβῶς καί ἀντίθετα πρός τόν Δεσπότη Χριστό ἀντινομοθετοῦν, ἀλλά εἶναι τό σῶμά μου καί εἶναι τό αἷμά μου. Συνιστᾶ δέ ἡ διδασκαλία αὐτή θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ γνωστός ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Χρῆστος Ἀνδροῦτσος μᾶς λέγει ὅτι λόγῳ τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου ἡ Θεία Εὐχαριστία «ἀποτελεῖ μετά τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ τῆς ἐνσαρκώσεως τό ὕψιστον καί ἁγιώτατον τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας μυστήριον»[11]. Ἀφοῦ δέ παραθέσει πλῆθος ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν μαρτυριῶν καί ἀναιρέσει κάποιες προτεσταντικές πλάνες, στό τέλος, ὅπως λέγει· «ἀντί πάσης ἄλλης μαρτυρίας παρατίθεμεν ἐνταῦθα τήν διδασκαλίαν τῆς Ζ´ οἰκουμενικῆς συνόδου καί τήν σχετικήν περικοπήν τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ συνοψίσαντος τήν προτέραν περί τοῦ δόγματος τούτου διδασκαλίαν: “Οὔτε ὁ Κύριος, παρατηρεῖ ἡ σύνοδος, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι ἤ Πατέρες εἰκόνα εἶπον τήν διά τοῦ ἱερέως προσφερομένην ἀναίμακτον θυσίαν, ἀλλ᾽ αὐτό σῶμα καί αὐτό αἷμα… Μετά δέ τόν ἁγιασμόν σῶμα κυρίως καί αἷμα Χριστοῦ, λέγονται καί εἰσί καί πιστεύονται”[12]. “Αὐτός ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, ἀποφαίνεται ὁ Δαμασκηνός, μεταποιοῦνται εἰς σῶμα καί αἷμα Θεοῦ. Εἰ δέ τόν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διά Πνεύματος ἁγίου, ὥσπερ καί ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διά Πνεύματος ἁγίου ἑαυτῷ, καί ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο· καί πλέον οὐδέν γινώσκομεν, ἀλλ᾽ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής ἐστι, καί ἐνεργής, καί παντοδύναμος, ὁ δέ τρόπος ἀνεξερεύνητος. Οὐ χεῖρον δέ καί τοῦτο εἰπεῖν, ὅτι ὥσπερ φυσικῶς διά τῆς βρώσεως ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος καί τό ὕδωρ διά τῆς πόσεως εἰς σῶμα καί αἶμα τοῦ ἐσθίοντος καί πίνοντος μεταβάλλονται, καί οὐ γίνονται ἕτερον σῶμα παρά τό πρότερον αὐτοῦ σῶμα· οὕτως ὁ τῆς προθέσεως ἄρτος, οἶνός τε καί ὕδωρ διά τῆς ἐπικλήσεως καί ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὑπερφυῶς μεταποιοῦνται εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό αἷμα, καί οὐκ εἰσί δύο, ἀλλ᾽ ἕν καί τό αὐτό”»[13].
Δέν περιμέναμε βέβαια ἀπό τούς ἰατρούς καί λοιπούς ἐπιστήμονες καί πολιτικούς πού ἐκφράσθηκαν δυσμενῶς γιά τό μέγιστο αὐτό καί ἁγιώτατο μυστήριο, πλήν ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων, νά ὑπερασπισθοῦν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν τυραννική καί δικτατορική ἀπόφαση τῆς νεοταξικῆς κυβέρνησης νά ἀπαγορεύσει τήν μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας στούς λαϊκούς, γιατί δῆθεν ὑπάρχει κίνδυνος νά μεταδοθεῖ μέ τήν ἱερά λαβίδα (τό κουταλάκι ὅπως λέν οἱ ἀχρεῖοι ἤ τό σάλιο) ἡ λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ. Περιμέναμε ὅμως ἀπό τούς ἐπισκόπους νά μή συναινέσουν στήν ἀπόφαση, τήν πρωτοφανῆ καί βλάσφημη, νά κλείσουν οἱ ἱεροί ναοί καί νά τελεῖται σέ ὀλίγους μόνον ναούς ἡ Θεία Λειτουργία, διακωμωδούμενη, ὅπως θά δείξουμε, νά μή μεταδίδεται ὅμως ἡ Θεία Κοινωνία στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, στά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα πού ἴσχυσε. Μετά ἐπετράπη νά γίνεται ἡ Θεία Λειτουργία σέ ὅλους τούς Ναούς, ἀλλά «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν». Μᾶλλον, γιά λόγους πού ὁ Θεός ξέρει καί γιά μή θεάρεστα πάντως κίνητρα, «ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία, φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν»[14]. Ἀντάλλαξαν τόν πολύτιμο μαργαρίτη τῆς ἐνσωματώσεως ὅλων μας στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τή Θεία Κοινωνία μέ ἐπιδιώξεις γήϊνες καί κοσμικές, δέχθηκαν νά προσκυνήσουν τό νέο εἴδωλο τῆς θεᾶς Ὑγείας, νά ἀκούσουν τόν νέο Ναβουχοδονόσορα-πρωθυπουργό καί νά ἀρνηθοῦν τόν Δεσπότη Χριστό. Κοροϊδεύοντας βέβαια ὅλους μας, στά συνοδικά ἀνακοινωθέντα ἔλεγαν ὅτι τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο καί δέν μεταδίδει καμμία ἀσθένεια. Στήν πράξη ὅμως ὁμολογοῦσαν τό ἀντίθετο, διότι σέ καμμία Θ. Λειτουργία ἀπό αὐτές πού μεταδίδονταν ἀπό τήν τηλεόραση, παρόντων μάλιστα καί ἐπισκόπων, δέν δόθηκε στούς πιστούς ἡ Θεία Κοινωνία, οὔτε στόν καθεδρικό ναό τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν στίς πρῶτες Θ. Λειτουργίες, οὔτε στόν ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἀμπελοκήπων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως, οὔτε στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Λυδίας στήν Ἀσπροβάλτα Θεσσαλονίκης καί σέ ἄλλους.
Ἀκόμη καί σήμερα ἀφήνουν νά περιφέρεται μετέωρη ἡ βλάσφημη γνώμη συμβούλου τοῦ πρωθυπουργοῦ καί μέλους τῆς Ἐπιτροπῆς Ὑγείας, τοῦ καθηγητῆ Ἠλία Μόσιαλου, ὅτι πρέπει νά ἀποφευχθεῖ ἡ μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας μέ τήν σημερινή μορφή, μέχρι νά ἔχουμε ἀσφαλές ἐμβόλιο, καί νά ἐξεταστεῖ, ἐάν μπορεῖ νά γίνει μέ διαφορετικό τρόπο. Γιατί δέν περιορίζονται κάποιοι στά δικά τους ἐπιστημονικά πεδία, στόν κτιστό φυσικό κόσμο τῆς αἰσθητῆς ἐμπειρίας, πού μπορεῖ νά ἐρευνηθεῖ μέ μικροσκόπια καί μεγασκόπια, καί ὑπεισέρχονται ἀμαθεῖς καί ἀμύητοι στόν ἄκτιστο ὑπερφυσικό κόσμο τῆς Θείας Παντοδυναμίας καί Σοφίας, μικροί, μηδαμινοί, σπιθαμιαῖοι νάνοι καί ὑβριστές; Δέν βλέπουν πῶς ἕνας μικρός, ἀπειροελάχιστος, ἰός ἐταπείνωσε καί ἐξευτέλισε τίς γνώσεις καί τά ἐπιστημονικά τους ἐφόδια καί ἐξακολουθοῦν νά ὑψώνουν τό ἀνάστημά τους μπροστά στόν πάνσοφο καί παντοδύναμο Δημιουργό καί προνοητή τοῦ σύμπαντος! Ὅπως δημιούργησε ὁ Θεός τά πάντα διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ἔτσι καί στήν Θεία Εὐχαριστία· τήν μεταβολή τοῦ ἄρτου καί οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ τήν πραγματοποιεῖ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τρόπο ὑπερφυσικό, τόν ὁποῖο κατανοεῖ μόνον ἡ πίστη, ὄχι ἡ ἀνθρώπινη λογική καί σοφία, τῆς ὁποίας ἡ ἐμβέλεια εἶναι περιορισμένη: «Ὥσπερ γάρ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, τῇ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείᾳ ἐποίησεν, οὕτω καί νῦν ἡ τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια τά ὑπέρ φύσιν ἐργάζεται, ἅ οὐ δύναται χωρῆσαι, εἰ μή μόνη πίστις». Καί ἡ Παναγία, ὅταν ἄκουσε ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ ὅτι θά γεννήσει, ἀπόρησε καί ρώτησε· «πῶς θά γίνει αὐτό; Ἐγώ εἶμαι παρθένος καί δέν γνωρίζω ἄνδρα». Γιά νά τῆς ἀπαντήσει ὁ ἀρχάγγελος ὅτι «θά ἔλθει ἐπάνω σου τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου». Ἄν λοιπόν κάποιος ἀπορεῖ καί ἐρωτᾶ, πῶς ὁ ἄρτος γίνεται σῶμα Χριστοῦ καί ὁ οἶνος αἷμα Χριστοῦ τοῦ ἀπαντᾶμε καί ἐμεῖς ὅπως ὁ ἀρχάγγελος· Ἐπιφοιτᾶ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί πραγματοποιεῖ τήν μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων κατά τρόπο ὑπέρλογο: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο», φησίν ἡ Ἁγία Παρθένος, «ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω»; Ἀποκρίνεται Γαβριήλ ὁ ἀρχάγγελος «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Καί νῦν ἐρωτᾶς· πῶς ὁ ἄρτος γίνεται σῶμα Χριστοῦ καί ὁ οἶνος καί τό ὕδωρ αἷμα Χριστοῦ; Λέγω σοι κἀγώ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπιφοιτᾶ καί ταῦτα ποιεῖ ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν»[15]. Μήπως θά ἔπρεπε νά ζητήσουμε τήν γνώμη τῆς κ. Κεραμέως, τοῦ κ. Μόσιαλου καί ἄλλων ὀρθολογιστῶν, γιά νά πιστεύουμε εἰς τό ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί εἰς τά ἄλλα ὑπέρλογα δόγματα καί θαύματα τῆς Πίστεως μας;
Συνένοχοι τῆς βλασφημίας ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων
Ἡ ἐκ μέρους τῆς πλειονότητας τῶν ἐπισκόπων, καί μάλιστα μέ συνοδικές ἀποφάσεις τῆς ὀλιγομελοῦς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, καί ὄχι τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως ἐζητήθη ἀπό ὀλίγους ἐπισκόπους, ἡ ἐκ μέρους των λοιπόν συναίνεση στό νά κλείσουν οἱ Ναοί καί νά μή μεταδίδεται στούς πιστούς ἡ Θεία Κοινωνία, σημαίνει ὅτι ὑποχώρησαν στήν πράξη, παρά τίς ἀνέξοδες ὡραιολογίες, στήν βλάσφημη γνώμη κάποιων γιατρῶν ὅτι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, προσφερόμενο ἀπό τό Ἅγιο Δισκοπότηρο μέ τήν Ἁγία Λαβίδα μεταδίδει τήν λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ. Εἶναι γι᾽ αὐτό συνένοχοι τῆς βλασφημίας καί τῆς ἄρνησης τοῦ ὑψίστου καί ἁγιωτάτου δόγματος τῆς μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων. Ἄν ξέχασαν τίς θεολογικές τους γνώσεις, τίς ὑποσχέσεις τους κατά τήν χειροτονία, τίς κανονικές τους ὑποχρεώσεις νά διδάσκουν τά δόγματα καί νά ποιμαίνουν τόν λαό, δέν σκέπτονται τοὐλάχιστον ὅτι κατά τήν στιγμή τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων στήν Θεία Λειτουργία προσεύχονται οἱ ἴδιοι, ὅταν λειτουργοῦν, καί οἱ ἱερεῖς ἐπίσης, καί τί ζητοῦν ἀπό τόν Θεό; «Κατάπεμψαν τό Πνεῦμά σου τό Ἅγιον ἐφ᾽ ἡμᾶς, καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Τό δέ ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦτο τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου. Μεταβαλών τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ». Καί πεπεισμένοι ὅτι τό αἴτημα αὐτό πραγματοποιήθηκε, λίγο πρίν κοινωνήσουν, ἀπευθυνόμενοι πρός τόν Χριστό μέ τήν εὐχή «Πρόσχες Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», λέγουν μεταξύ ἄλλων, βέβαιοι ὄντες ὅτι πραγματοποιήθηκε ἡ μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων: «Καί καταξίωσον τῇ κραταιᾷ σου χειρί μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ ἀχράντου σώματός σου καί τοῦ τιμίου αἵματος καί δι᾽ ἡμῶν παντί τῷ λαῷ». Τί νομίζουν ὅτι εἶναι; Ἠθοποιοί πού ὑποκρίνονται καί παίζουν κάποιο ρόλο ἤ λειτουργοί καί ἱερουργοί φρικτῶν μυστηρίων;
Ἡ προβαλλόμενη ἐσχάτως δικαιολογία ὅτι ὑποχώρησαν γιά νά μή συκοφαντηθεῖ ἡ Ἐκκλησία καί τῆς ἐπιρριφθεῖ ἡ εὐθύνη γιά τήν μετάδοση τοῦ ἰοῦ δέν πείθει κανένα, ἀλλά ἁπλῶς συγκαλύπτει τήν ἀτολμία καί δειλία τους νά ἀντισταθοῦν καί νά ὁμολογήσουν τίς ἀλήθειες καί νά ὑπερασπισθοῦν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἆραγε πρώτη φορά στήν ἱστορία, πού συκοφαντεῖται καί διώκεται ἡ Ἐκκλησία μέ ψευδεῖς καί κατασκευασμένες κατηγορίες ἀπό τούς ἐχθρούς της; Ἔπρεπε νά ἀποκρύψει τήν πίστη της, νά παύσει τήν λατρεία της, ἐπειδή αὐτά ἐνοχλοῦν τόν Διάβολο καί θέλει νά τά μειώσει καί νά τά καταργήσει; Ὅταν κατά τήν διάρκεια τῶν ἀρχαίων διωγμῶν κατηγοροῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες τούς Χριστιανούς ὅτι κατά τήν Θεία Λατρεία προβαίνουν σέ ἀνθρωποθυσίες καί ἀνθρωποφαγίες, ἐπειδή παρεξηγοῦσαν τό «Λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου» καί «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου», μήπως σταμάτησαν νά τελοῦν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας; Ἀντίθετα οἱ Ἅγιοι Ἀπολογητές ἀνῄρεσαν μέ τόλμη τίς κατηγορίες καί ἤλεγξαν τούς συκοφάντες, πολλοί δέ ἀπό αὐτούς καί πλῆθος ἄλλοι, νέφος μαρτύρων, ἔδωσαν καί τήν ζωή τους, ἔχυσαν τό αἷμα γιά νά μήν ἀρνηθοῦν τόν Χριστό. Τώρα ἀντί νά διαμαρτυρηθοῦν καί νά ἐλέγξουν τίς βλάσφημες συκοφαντίες καί συνοδικά νά λάβουν μέτρα κατά τῶν βλασφήμων, δύο σύνοδοι, αὐτές τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, συγχαίρουν τόν πρωθυπουργό, τήν ὑπουργό Παιδείας καί τούς γιατρούς πού συνήργησαν στό κλείσιμο τῶν ναῶν καί στήν ἀπαγόρευση τῆς Θείας Κοινωνίας. Ὑπάρχει καί ἄλλος κατήφορος ἤ φθάσαμε στόν Ἅδη;
Ἡ Ἐκκλησία βέβαια δέν ταυτίζεται μέ τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε μέ τίς κατά καιρούς συνόδους, γιατί πολλές φορές πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, θεολόγοι καί σύνοδοι καταδικάστηκαν γιά αἱρετικές παρεκκλίσεις. Κατά τήν παροῦσα δυσχερῆ περίοδο ἡ Ἐκκλησία διασώθηκε ἐκεῖ πού κάποιοι ἐπίσκοποι ἀντέδρασαν, ἔστω χλιαρά, καί ἐκεῖ πού κάποιοι ἱερεῖς ἀψηφώντας τίς συνοδικές καί ἐπισκοπικές ἀπαγορεύσεις καί ἐντολές, μετέδωσαν, ἔστω καί κρυφά, τήν Θεία Κοινωνία σέ σύναξη πιστῶν. Ὅπου δέν ὑπάρχει σύναξη πιστῶν, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ὁ Χριστός, δέν ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει ἡ κεφαλή χωρίς τό σῶμα; Ἡ Θεία Εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας, ταυτίζεται πρός τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, γιά νά τελεῖ τήν Θεία Εὐχαριστία ἐν συνάξει τῶν μελῶν της. Μέ αὐτήν ἐνσωματώνει αἰσθητά τά μέλη της στήν κεφαλή της τόν Χριστό, μᾶς καθιστᾶ ὅλους σύσσωμους καί σύναιμους τοῦ Χριστοῦ. Ἐπί δύο μῆνες λοιπόν ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία μέ τήν ἀπαγόρευση τῶν συνάξεων τῶν πιστῶν καί τῆς μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας, ὄχι μόνο προσέβαλε τό ὕψιστο καί ἁγιώτατο δόγμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά κατήργησε τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Οἱ ὑπεύθυνοι γιά τίς ἀποφάσεις αὐτές ἐπίσκοποι αὐτοκαταργήθηκαν. Εὐτυχῶς πού αὐτό δέν συνέβη σέ ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἀλλά στή Σερβία, στήν Βουλγαρία, στήν Γεωργία, στήν Πολωνία, στήν Ρωσία παρέμειναν οἱ ναοί ἀνοικτοί, καί μεταδιδόταν ἡ Θεία Κοινωνία στούς πιστούς, μέ τήν πικρή πάντως καί σ᾽ αὐτές μείωση τῆς ἐμπιστοσύνης στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὑπακοή στόν Καίσαρα, πού φάνηκαν μέ τήρηση ὑγειονομικῶν μέτρων μέσα στόν ἁγιασμένο χῶρο τῶν Ναῶν· ἀποστάσεις μεταξύ τῶν πιστῶν, μικρός ἀριθμός ἐκκλησιαζομένων, ἀποφυγή ἀσπασμοῦ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τοῦ χεριοῦ τῶν ἱερέων καί τό χείριστο ὅλων καί πιό ἀποκρουστικό, ἡ χρήση μάσκας μέσα στούς Ναούς, εὐτυχῶς σέ ἐλάχιστες περιπτώσεις. Ὁ Διάβολος συνεχίζει νά μᾶς χορεύει· μετέφερε τούς μασκοφόρους, τούς μασκαράδες, ἀπό τά κοσμικά καρναβάλια μέσα στίς ἐκκλησίες μας, τόν ἐνοχλοῦν ἡ πρόσωπο μέ πρόσωπο προσευχητική κοινωνία μέ τόν Θεό, τά χαριτωμένα τῶν πιστῶν πρόσωπα. Ποῦ χάθηκαν οἱ μεγάλοι θεολόγοι τοῦ προσώπου καί τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας; Τούς ἀρέσουν τά προσωπεῖα, οἱ μάσκες, καί ἡ μή σύναξη τῶν πιστῶν, οἱ ἄδειες ἐκκλησίες; Ἡ μόνη τοπική ἐκκλησία πού δέν ὑπέκυψε στόν πειρασμό τοῦ κορωνοϊοῦ, ἐπειδή βέβαια καί ἡ πολιτική ἐξουσία δέν ἀναμίχθηκε οὔτε ἐπίεσε, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Λευκορωσίας, πού ὑπάγεται ὡς μητρόπολη στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Ἐκεῖ δέν ἄλλαξαν τό παραμικρό στούς ναούς, δέν ἔλαβαν κανένα ἀπαγορευτικό ἤ περιοριστικό μέτρο. Σεβάσθηκαν τήν ἱερότητα τῶν ναῶν καί πρό παντός τό μέγα μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί ἀπρόσκοπτα οἱ πιστοί, ὅπως καί πρίν, ἐκκλησιάζονται καί κοινωνοῦν.
Ὅλος ὁ ναός καί τά ἐν τῷ ναῷ εἶναι ἱερά καί μεταδίδουν Ἁγιασμό καί Χάρη.
Ἐσφαλμένα καί χωρίς θεολογική θεμελίωση ὑποτιμᾶται ἡ ἁγιαστική Χάρη τοῦ ναοῦ καί τῶν ἄλλων ἱερῶν σκευῶν καί ἀντικειμένων πού ὑπάρχουν ἐντός τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καί περιορίζεται αὐτή μόνον στήν Θεία Κοινωνία. Δέν ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι, ὅπως εἴπαμε, τό ὕψιστο καί ἁγιώτατο δόγμα καί μυστήριο εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, καί ὀρθῶς ὑποστηρίζεται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, ὅτι αὐτό εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο, εἶναι κόκκινη γραμμή, καί ὅτι ἑπομένως δέν πρόκειται ποτέ νά δεχθεῖ ὅτι μέσῳ τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι δυνατόν νά μεταδοθεῖ κάποια ἀσθένεια, μολονότι στήν πράξη ἤδη ἐπί δύο μῆνες κατήργησε τήν κόκκινη γραμμή καί τήν ὑπερέβη. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἱερός ναός καί ὅλα τά ἐν αὐτῷ ἱερά στεροῦνται τήν ἁγιαστική Χάρη καί μέσῳ αὐτῶν ἠμπορεῖ νά μεταδοθεῖ ἡ λοίμωξη. Εἰς ὅλα τά χαρίσματα καί τά πλεονεκτήματα ὑπάρχουν βαθμοί ὑπεροχῆς καί ἀξίας πού ἐκφράζονται καί στήν γλώσσα μέ τούς τρεῖς βαθμούς τῶν ἐπιθέτων· θετικό, συγκριτικό καί ὑπερθετικό: σοφός, σοφώτερος, σοφώτατος· ἀγαθός, καλλίων, κάλλιστος· νέος, νεώτερος, νεώτατος. Ἐκτός λοιπόν ἀπό τήν ἁγιώτατη καί ὕψιστη Θεία Εὐχαριστία, ὑπάρχουν καί ἄλλα ἅγια καί ἁγιότερα, ὑψηλά καί ὑψηλότερα, ὅπως μέ βεβαιότητα εἶναι ὁ ἱερός ναός, τό ἱερό Εὐαγγέλιο, οἱ ἅγιες εἰκόνες, ὁ Τίμιος Σταυρός, τά ἱερά λείψανα, τό ἁγιασμένο χέρι τοῦ ἱερέως, ἡ ἁγία τράπεζα, ἡ ἁγία λαβίδα, τό ἱερό δισκοπότηρο καί πολλά ἄλλα. Ὅπως λοιπόν ἡ Θεία Κοινωνία δέν μεταδίδει ἀσθένειες, τό ἴδιο καί ὁ ἱερός ναός καί ὅλα τά ἐν αὐτῷ μεταδίδουν μόνον ἁγιασμό καί Χάρη, θεραπεία καί ἴαση καί ὄχι ἀσθένειες καί λοιμώξεις.
Δυστυχῶς, οἱ ἐκκλησιαστικές ἡγεσίες, ἐπειδή δέν τολμοῦν νά ἀντιταχθοῦν στούς ἀγνοοῦντες τά τῆς Ἐκκλησίας ἤ σέ ὅσους συνειδητά τήν πολεμοῦν, ἔβαλαν θεωρητικά κόκκινη γραμμή μόνο γιά τήν Θεία Εὐχαριστία, πού ἤδη τήν ὑπερέβησαν καί δέν ξέρουμε ἄν καί στό μέλλον θά τήν τηρήσουν, καί δέχθηκαν βλασφήμως καί ἀνιέρως, ὅτι μέσα στούς ἱερούς ναούς ὑπάρχει κίνδυνος νά μεταδοθεῖ ἡ λοίμωξη, ἄν δέν τηρηθοῦν οἱ ὑγειονομικοί ὅροι πού τηροῦνται σέ ὅλους τούς χώρους συνάθροισης προσώπων, ἄν δέν τηρηθοῦν οἱ ἀναγκαῖες ἀποστάσεις, ἄν δέν ἀπολυμαίνονται οἱ ναοί, ἄν ἀσπαζόμαστε τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς ἅγιες εἰκόνες, τόν Τίμιο Σταυρό, τό χέρι τοῦ ἱερέως. Παραπονούμενοι μάλιστα οἱ τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς πολιτικούς καί ὑγειονομικούς, γιατί ἔκλεισαν τούς ναούς καί ἀπαγόρευσαν την Θεία Κοινωνία, ἀντί νά τούς ἐλέγξουν γιά τίς ἱερόσυλες, βλάσφημες καί βέβηλες αὐτές ἐνέργειες, νά ὑπερασπισθοῦν ἀνυποχώρητα τά τιμαλφῆ, τά Τίμια καί Ἱερά τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐντεταλμένοι, ὡς λειτουργοί, ὡς ἀξιωματικοί τοῦ μόνου καί ἀπόλυτου Ἄρχοντος, Κυρίου, Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀντί αὐτεξουσίως, ἐξουσιαστικά, νά ἀνοίξουν τίς πύλες τῶν ναῶν καί τήν ἀπρόσκοπτη καί ἄνευ ὅρων προσκύνηση τῶν ἱερῶν καί ὁσίων, ἀντί μέ βροντερή φωνή νά φωνάξουν τό «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης»[16] δουλοπρεπῶς καί ἀναξίως παρακαλοῦν τούς ἀσεβεῖς κα`ι βλασφήμους καί τούς λένε: «Ἀνοῖξτε τούς ναούς, ὅπως ἔχετε ἀνοικτά τά σουπερμάρκετς, τά φαρμακεῖα καί τίς λαϊκές ἀγορές, καί ἐμεῖς συμφωνοῦμε μαζί σας ὅτι οἱ ἱεροί ναοί, οἱ ἅγιες εἰκόνες, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ Τίμιος Σταυρός, τά πολλά πρόσωπα μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι κίνδυνος γιά τήν ὑγεία. Θά ἀποφασίσουμε σχετικά καί θά πάρουμε ὅλα τά μέτρα πού ἀπαιτοῦνται, ὥστε νά μή μεταδοθεῖ μέσα στούς ναούς ὁ κορωνοϊός». Καί αὐτά, παρακαλῶ, μέ συνοδικές ἀποφάσεις, ὅπου ὑποτίθεται ὅτι ἐπιστατεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔτσι βλασφήμως παρουσιάζεται νά ἀποφασίζει καί νά ἀναιρεῖ τόν ἑαυτό του, γιατί αὐτό ἁγιάζει, χαριτώνει τόν ἱερό ναό κατά τήν τέλεση τῶν ἐγκαινίων καί σταθερά στή συνέχεια μέ ὅλες τίς ἱερές τελετές καί ἀκολουθίες καί πρό παντός μέ τήν Θεία Εὐχαριστία. Ἐξισώνουν ἔτσι καί οἱ τῆς Ἐκκλησίας τούς ναούς μέ τά σουπερμάρκετς, τά ἱερά μέ τά κοσμικά, δέν διαστέλλουν, δέν διαφοροποιοῦν τά ἱερά ἀπό τά μή ἱερά. Δέν ἰσχύει ἀναλογικά ἡ ἐπιτίμηση τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἱερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέσῳ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ: «Οἱ ἱερεῖς αὐτῆς (= τῆς Ἱερουσαλήμ, τώρα τῆς Ἐκκλησίας) ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου· ἀναμέσον βεβήλου καί ἁγίου οὐ διέστελλον καί ἀναμέσον ἀκαθάρτου καί τοῦ καθαροῦ οὐ διέστελλον… καί ἐβεβηλούμην ἐν μέσῳ αὐτῶν»[17].
Ὄχι! Καλοί μας Ἀρχιερεῖς. Δέν εἶναι τό ἴδιο τά κοσμικά καταγώγια καί καταστήματα μέ τούς ἱερούς ναούς, γιά νά ζητᾶτε ἴση μεταχείριση. Δέν ἔπρεπε κἄν νά τήν ζητήσετε, ἀλλά αὐτεξουσίως, μέ τήν δύναμη τήν βασιλική τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος, γιατί ὅπως μάθατε στίς Θεολογικές Σχολές ἡ Ἱερωσύνη συγκεντρώνει τό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου, βασιλικό, προφητικό καί ἀρχιερατικό, ἔπρεπε νά κλείσετε τόν ἀσεβῆ κοσμικό καίσαρα ἔξω ἀπό τούς ναούς, στούς ὁποίους κατοικεῖ καί ἐνεργεῖ ὁ Βασιλεύς τοῦ σύμπαντος. Ὁ ναός εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ καί ἐργαστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θά ἔπαιρνε μεγάλη ἔκταση τό παρόν ἄρθρο, ἄν ἐπιχειροῦσα νά καταδείξω ἐπαρκῶς τήν ἁγιότητα καί Χάρη τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί ὅλων τῶν ἱερῶν σκευῶν καί ἀντικειμένων πού ὑπάρχουν σ᾽ αὐτούς. Ἐνδεικτικῶς, κατά διδασκαλικό χρέος καί ὅσο μοῦ ἀναλογεῖ ὡς ἐλαχίστου ἱερέως, θά θίξω κάποιες πλευρές τοῦ θέματος πού καί ἄλλοι ἔθιξαν καί γνωρίζουν. Ὁ ἱερός ναός χαρακτηρίζεται ὡς ἱερός, ὅπως καί ἡ Εὐχαριστία ὡς θεία, διότι ἔχει καθαγιασθῆ, ἔχει καθιερωθεῖ μέ εἰδική τελετή, τήν τελετή τῶν Ἐγκαινίων, κατά τήν ὁποία ὁ ἀρχιερεύς, ἐκτός τοῦ ὅτι ἐπικαλεῖται τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά κατέλθει νά ἁγιάσει τόν ναό, γιά αἰσθητή παρουσία αὐτοῦ τοῦ ἁγιασμοῦ χρίει μέ Ἅγιο Μύρο τούς τοίχους τοῦ ναοῦ. Πρός αὔξηση δέ τοῦ ἁγιασμοῦ τοποθετεῖ στήν Ἁγία Τράπεζα καί λείψανα ἁγίων μαρτύρων πού μέ τό αἷμα τους ἁγίασαν καί ἐπλούτισαν τήν Ἐκκλησία. Ἀπό τό πλῆθος τῶν ὕμνων καί τῶν εὐχῶν τῆς τελετῆς τῶν Ἐγκαινίων ἐπιλέγουμε ὀλίγους. Ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς τελετῆς τό «Καί νῦν» τῶν Στιχηρῶν: «Τόν ἐγκαινισμόν τελοῦντες τοῦ πανιέρου ναοῦ… σέ δοξάζομεν Κύριε, τόν ἁγιάσαντα τοῦτον καί τελειώσαντα τῇ αὐτοτελεῖ σου Χάριτι». Τό πρῶτο τροπάριο τῶν Ἀποστίχων: «…Τοῦτον τόν Οἶκον ὁ Πατήρ ὠκοδόμησεν. Τοῦτον τόν Οἶκον ὁ Υἱός ἐστερέωσε. Τοῦτον τόν Οἶκον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἀνεκαίνισε, τό φωτίζον καί στηρίζον καί ἁγιάζον τάς ψυχάς ἡμῶν». Τοποθετώντας ὁ ἀρχιερεύς τά λείψανα ἐντός τῆς ἁγίας θήκης πού τοποθετεῖται στήν Ἁγία Τράπεζα παρακαλεῖ τόν Θεό νά δωρίσει εἰς αὐτά «τό θαυματουργεῖν πρός ἡμετέραν σωτηρίαν». Σέ καθαγιαστική εὐχή ἐπίσης λέγει μεταξύ ἄλλων ὁ ἀρχιερεύς: «Ναί, Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεός ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων σου, καί κατάπεμψον τό πανάγιόν σου Πνεῦμα, τό προσκυνητόν καί παντοδύναμον, καί ἁγίασον τόν Οἶκον τοῦτον· πλήρωσον αὐτόν φωτός ἀϊδίου· αἱρέτισον αὐτόν εἰς κατοικίαν σήν· ποίησον αὐτόν σκήνωμα δόξης σου· κατακόσμησον αὐτόν τοῖς θείοις σου καί ὑπερκοσμίοις χαρίσμασι· κατάστησον αὐτόν λιμένα χειμαζομένων, ἰατρεῖον παθῶν, καταφυγήν ἀσθενῶν, δαιμόνων φυγαδευτήριον, ἐν τῷ εἶναι τούς ὀφθαλμούς σου ἀνεῳγμένους ἐπ᾽ αὐτόν ἡμέρας, καί νυκτός, καί τά ὦτά σου προσέχοντα εἰς τήν δέησιν τῶν ἐν φόβῳ σου καί εὐλαβείᾳ ἐν αὐτῷ εἰσιόντων καί ἐπικαλουμένων τό πάντιμον καί προσκυνητόν ὄνομά σου· ὅσα ἄν αἰτήσωνταί σε, καί σύ ἀκούσεις ἐν οὐρανῷ ἄνω, καί ποιήσεις ἔλεος, καί ἵλεως ἔσῃ αὐτοῖς. Φύλαξον αὐτόν ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος ἀσάλευτον, καί τό ἐν αὐτῷ Θυσιαστήριον, Ἅγιον Ἁγίων ἀνάδειξον, τῇ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος· δόξασον αὐτόν ὑπέρ τό κατά νόμον ἱλαστήριον, ὥστε τάς ἐν αὐτῷ τελουμένας ἱερουργίας, εἰς τό ἅγιον καί ὑπερουράνιον καί νοερόν σου Θυσιαστήριον καταντᾶν, καί τήν χάριν ἡμῖν κομίζειν τῆς σῆς ἀχράντου ἐπισκιάσεως· θαῤῥοῦμεν γάρ, οὐκ εἰς τήν τῶν ἡμετέρων ἀναξίων χειρῶν ὑπουργίαν, ἀλλ᾽ εἰς τήν σήν ἄφατον ἀγαθότητα».
Στά συνήθη Εἰρηνικά πού ἐκφωνεῖ στή συνέχεια ὁ Διάκονος προστίθεται ἡ δέηση: «Ὑπέρ τοῦ ἁγιασθῆναι τόν Οἶκον τοῦτον, καί τό ἐν αὐτῷ Θυσιαστήριον, τῇ ἐπιφοιτήσει, καί δυνάμει καί ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Σέ ἄλλη εὐχή ὁ ἀρχιερεύς:
«Εὐχαριστοῦμεν σοι, Κύριε, ὁ Θεός ἡμῶν, ὅτι, ἥν ἐξέχεας χάριν ἐπί τούς ἁγίους σου Ἀποστόλους, καί ἐπί τούς ὁσίους ἡμῶν Πατέρας, ἠξίωσας, διά πολλήν σου φιλανθρωπίαν, καί μέχρις ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, καί ἀχρείων δούλων σου ἐκτεῖναι. Διό δεόμεθά σου, Δέσποτα πολυέλεε· Πλήρωσον δόξης, καί ἁγιασμοῦ καί χάριτος τό Θυσιαστήριον τοῦτο, ὥστε μεταποιεῖσθαι τάς ἐν αὐτῷ προσφερομένας σοι ἀναιμάκτους θυσίας, εἰς τό ἄχραντον Σῶμα, καί τό τίμιον Αἷμα τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός σωτηρίαν παντός τοῦ Λαοῦ σου καί τῆς ἡμῶν ἀναξιότητος».
Ἡ ἴδια Χάρη, λοιπόν, πού δόθηκε στούς Ἀποστόλους καί στούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γεμίζει μέ τήν τελετή τῶν Ἐγκαινίων τούς ἱερούς ναούς καί παραμένει ἐκεῖ διαρκῶς, ὅπως παραμένει ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος στούς βαπτιζομένος καί τῆς Ἱερωσύνης στούς ἱερεῖς. Εἶναι ἡ ἴδια Χάρη πού μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, πού ἐνεργεῖ ὥστε οἱ Ἅγιες Εἰκόνες νά θαυματουργοῦν καί νά μυροβλύζουν, ὅπως καί τά λείψανα τῶν Ἁγίων. Στήν Χάρη λοιπόν καί στόν Ἁγιασμό τῶν ναῶν ἀπό τήν τελετή τῶν Ἐγκαινίων προστίθεται αὐξητικά ἡ Χάρη ἀπό τήν διαρκῆ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῶν λοιπῶν μυστηρίων, ἀπό τήν πλούσια Χάρη τῶν Ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί τῶν ὕμνων ἀπό τόν πολλαπλασιασμό τῆς Χάριτος στούς κοινωνοῦντες καί ἐκκλησιαζομένους. Ὅλα μέσα στόν ναό ἁγιάζονται καί χαριτώνονται, ἀκόμη καί οἱ τοῖχοι καί τά κεραμίδια, καί τά στασίδια καί τά καθίσματα, καί ὁ ἀέρας μέσα στό ναό· πουθενά δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὁ κορωνοϊός καί νά ἐπιβιώσει. Λυπήθηκα γι᾽ αὐτό καί στενοχωρήθηκα, ὅταν εἶδα στήν τηλεόραση ὅτι ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς ἐκάλεσαν συνεργεῖα ἀπολύμανσης καί ἐγέμισαν τόν ἁγιασμένο καί ἀπρόσβλητο ἀπό ἀσθένειες χῶρο, τό ἰατρεῖο τῶν παθῶν καί τῶν νοσημάτων, ἀπό τά σύννεφα καί τούς ὑδρατμούς τῆς ἀπιστίας μας. Εὐσεβής ἀδελφός μέ ἐπληροφόρησε ὅτι καί μέσα στά Ἱερά τῶν Ναῶν προχώρησε ἡ ἀπολύμανση. Εὐτυχῶς πού τήν τελευταία στιγμή ἀπέσυραν τήν ὑποχρεωτική χρήση τῆς μάσκας μέσα στούς ἱερούς ναούς, ὁπότε οἱ παραβάτες θά ἐτιμωροῦντο καί μέ χρηματικά πρόστιμα. Τό ζητοῦν πάντως μέ ἰσχυρή σύσταση. Περιμένουμε καί ἐμεῖς ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, ὄχι μέ ἰσχυρή, ἀλλά μέ ἰσχυρότατη σύσταση νά ἀπαγορεύσει τήν βεβήλωση καί τήν καρναβαλοποίση τῶν Ναῶν μέ τήν χρήση τῆς μάσκας καί νά σταθεῖ καί στά ἄλλα στό ὕψος τοῦ λειτουργήματος τῆς Ἱερωσύνης.
Θά προσθέσω ὀλίγα μόνον γιά τήν Χάρη τήν ἁγιαστική τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καί γιά τόν ἀσπασμό τοῦ χεριοῦ τῶν ἱερέων καί θά κλείσω μέ μία σύντομη παρουσίαση τῶν ὅσων λέγει γιά τήν ἱερότητα τοῦ ναοῦ καί τῶν ἐν τῷ ναῷ ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), μεγάλος λειτουργιολόγος καί μυσταγωγός.
Ἡ σύσταση νά μήν ἀσπαζόμαστε τίς ἅγιες εἰκόνες μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἕνα νέο εἶδος εἰκονομαχίας, γιατί ἀγνοεῖ τήν θεολογία καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τήν Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀπό μεγάλους Ἁγίους Πατέρες. Ἀσπαζόμενοι τίς εἰκόνες ἀσπαζόμαστε τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, τῶν ὁποίων ἡ Χάρη καί ὁ ἁγιασμός μεταβαίνει ἀπό τά πρωτότυπα, ἀπό τούς ἴδιους, καί στίς εἰκόνες τους. Δέν τιμοῦμε τό ξύλο τῆς εἰκόνας, ἀλλά τόν εἰκονιζόμενο ἐπάνω εἰς αὐτήν, ὅπως εἶχε διατυπώσει ἐνωρίς ὁ Μ. Βασίλειος καί κατόπιν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός καί ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος· «ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Εἶναι λοιπόν ποτέ δυνατόν νά ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, ἡ Θεοτόκος, ὁ εἰκονιζόμενος Ἅγιος νά ἀσθενήσει αὐτός πού τόν τιμᾶ ἀσπαζόμενος τήν εἰκόνα του; Ὅταν μάλιστα ἔχουμε χιλιάδες παραδείγματα θαυματουργῶν εἰκόνων πού εἴτε ἐκδηλώνουν τήν πλούσια Χάρη τους μέ μυροβλησία εἴτε μέ τή θεραπεία χιλιάδων ἀσθενῶν πού προσφεύγουν καί ζητοῦν βοήθεια ἀπό τόν Θεό καί τούς Ἁγίους; Ἡ Χάρη μάλιστα αὐτή τῶν εἰκονιζομένων Ἁγίων, ὅπως περνᾶ στά λείψανα πολλῶν Ἁγίων καί τά καθιστᾶ ἄφθαρτα καί θαυματουργά, ἔτσι περνᾶ καί στό ὑλικό τῶν εἰκόνων, εἰς τό ξύλο, τό ἁγιάζει καί τό χαριτώνει ὥστε καί αὐτό νά μεταδίδει Χάρη καί Ἁγιασμό. Σέ παλαιόερη μελέτη μας γιά τίς ἅγιες εἰκόνες γράφαμε τά ἑξῆς:
«Οἱ εἰκόνες μάλιστα τῶν ἁγίων δέν εἶναι ἁπλές ἀναμνηστικές παραστάσεις, ὅπως οἱ φωτογραφίες τῶν συγγενῶν καί φίλων, ἀλλά μετέχουν καί αὐτές στή δόξα καί στόν ἁγιασμό, λόγῳ τῆς μυστικῆς τους σχέσεως πρός τά πρωτότυπα. Ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐνοικεῖ στούς ἁγίους, χαριτώνει τά σώματά τους, ὅπως φαίνεται στά ἅγια λείψανά τους καί περνᾶ καί στίς ἅγιες εἰκόνες τους, πού γιά τό λόγο αὐτό θαυματουργοῦν[18]. Ἡ Σύνοδος ἀπέκρουσε τήν ἄποψη τῶν εἰκονομάχων οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ἡ εἰκόνα,ἐπειδή δέν καθαγιάζεται μέ εἰδική εὐχή, δέν ἔχει τό χαρακτήρα τοῦ ἱεροῦ καί ἁγίου, «ἀλλά μένει κοινή καί ἄτιμος ὡς ἀπήρτισεν αὐτήν ὁ ζωγράφος». Κατά τούς Πατέρες τῆς Συνόδου ὑπάρχουν πολλά ἄλλα ἀντικείμενα μέσα στή λατρεία, ὅπως ὁ σταυρός καί τά ἱερά σκεύη, τά ὁποῖα χωρίς νά καθιερώνονται μέ εὐχή, εἶναι ἀφ᾽ ἑαυτῶν πλήρη ἁγιασμοῦ καί Χάριτος. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τήν εἰκόνα. Διά τοῦτο «ἀσπαζόμενοι ταύτην καί τιμητικῶς προσκυνοῦντες μεταλαμβάνομεν ἁγιασμοῦ· ἐπεί καί ἱερά διάφορα σκεύη ἔχοντες ταῦτα ἀσπαζόμεθα καί περιπτυσσόμεθα καί ἁγιασμόν τινα εἰληφέναι παρ᾽ αὐτῶν ἐλπίζομεν· ἤ καί τόν σταυρόν καί τά ἱερά σκεύη φληναφήσουσι κοινά καί ἄτιμα εἶναι, ὡς ἀπήρτισεν αὐτά ὁ τέκτων καί ὁ ζωγράφος καί ὁ ὑφάντης, ἐπειδάν οὐκ ἔχουσιν εὐχήν ἱεράν ἁγιάζουσαν αὐτά, ἤ καί τάς σεπτάς εἰκόνας ὡς ἱεράς καί ἁγίας καί τιμίας ἀποδέξονται»[19]. Ὅ,τι ἀφιερώνεται στό Θεό καί στούς ἁγίους μετέχει τῆς Χάριτος καί γίνεται ἅγιο. Οἱ εἰκόνες εἶναι ἰσοδύναμες πρός τό εὐαγγέλιο, τόν σταυρό καί τά ἱερά σκεύη. Γι᾽ αὐτό μέ ἔμφαση ἡ σύνοδος ἐπαναλαμβάνει: «Ταῦτα εἰδότες ἡμεῖς, οἱ τῷ Θεῷ μόνῳ τήν λατρείαν ἡμῶν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσάγοντες, πάντα τά αὐτῷ ἀνατεθειμένα καί καθιερωμένα, εἴτε θεῖος τύπος τοῦ τιμίου σταυροῦ, εἴτε ἅγιον εὐαγγέλιον, εἴτε σεπταί εἰκόνες, εἴτε ἱερά σκεύη εἰσί, καί ἀσπασώμεθα καί περιπτυξώμεθα, ὡς ἐλπίδα ἔχοντες ἁγιασμοῦ μεταλαμβάνειν παρ᾽ αὐτῶν»[20].
Ὡς πρός τόν ἀσπασμό τοῦ χεριοῦ τῶν ἱερέων, τό χειροφίλημα τῶν ἱερέων, πού εἶναι ἀρχαιότατη εὐλαβική καί ἁγιασμένη συνήθεια, πρέπει νά λεχθοῦν τά ἑξῆς. Τό χειροφίλημα δέν ἔχει σχέση μέ τόν ἱερέα ὡς φυσικό πρόσωπο, ὡς ἁπλή βιολογική ὕπαρξη, ὅπως εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὡς ἁπλά βιολογικά πρόσωπα. Ἀπευθύνεται πρός τόν ἱερέα ὡς φορέα τοῦ μεγάλου λειτουργήματος τῆς Ἱερωσύνης· δέν τιμοῦμε τόν Γιώργη, τόν Γιάννη, τόν Γρηγόρη, ἀλλά τήν Ἱερωσύνη τοῦ Γιώργη, τοῦ Γιάννη, τοῦ Γρηγόρη· τιμοῦμε τόν παπα-Γιώργη, τόν παπα-Γιάννη, τόν παπα-Γρηγόρη. Κάνουν πολύ ἄσχημα καί προσβάλλουν τήν Ἱερωσύνη τους ὅσοι ἱερεῖς ἀπό ψεύτικη κοσμική εὐγένεια ἤ δῆθεν ταπείνωση καί ἀναξιότητα τραβοῦν τό χέρι τους καί δέν ἀφήνουν τούς πιστούς νά τό ἀσπασθοῦν. Τό χέρι τοῦ ἱερέως εἶναι τό χέρι τοῦ ἀρχιερέως Χριστοῦ· τό δανείζεται ὁ Χριστός, ὥστε μέσῳ αὐτοῦ νά μεταδίδει τήν Χάρη του καί πολλές φορές νά θαυματουργῆ. Αὐτός δέν εἶπε γιά τούς Ἀποστόλους, ἑπομένως καί γιά τούς ἐπισκόπους καί τούς ἱερεῖς ὅτι «ἐπί ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι καί καλῶς ἕξουσι»[21]. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὅτι οἱ Ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν μέ τήν ἐπίθεση τῶν χεριῶν τους ἐπάνω σέ ἀσθενεῖς: «Διά δέ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγένετο σημεῖα καί τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά»[22]. Καί μέ τήν ἐπίθεση τῶν χεριῶν τους ἐχειροτόνησαν οἱ Ἀπόστολοι τούς ἑπτά διακόνους[23], ὅπως συνέβαινε καί συμβαίνει μέχρι σήμερα στό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης καί σέ ἄλλα μυστήρια, κατά τήν τέλεση τῶν ὁποίων ἐπιθέτει ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς τά χέρια του στήν κεφαλή τοῦ ἁγιαζομένου.
Εἶναι ἐντυπωσιακό καί χαρακτηριστικό περί τοῦ ὅτι τό χέρι τοῦ ἱερέως εἶναι χέρι τοῦ Χριστοῦ τό ὅτι, ὅταν οἱ ἱερεῖς πρό τῆς Προσκομιδῆς τελοῦμε τήν λεγόμενη ἀκολουθία τοῦ «Καιροῦ», ὅταν παίρνουμε καιρό, ὅπως λέμε, παρακαλοῦμε τόν Χριστό νά μᾶς στείλει τό δικό του χέρι γιά νά τελέσουμε τήν Θεία Λειτουργία, χρησιμοποιώντας βέβαια τό δικό μας χέρι: «Κύριε ἐξαπόστειλόν μοι τήν χεῖρά σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου…». Καί στό τέλος μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων καί λίγο πρίν ἀπό τήν Μετάληψη λέγοντας ὁ ἱερεύς τήν σύντομη εὐχή «Πρόσχες Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» παρακαλεῖ μέ τό κραταιό του χέρι ὁ Χριστός νά τοῦ μεταδώσει τό σῶμα καί τό αἷμα Του καί μέσῳ αὐτοῦ καί στόν λαό: «Καί καταξίωσον τῇ κραταιᾷ σου χειρί μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ ἀχράντου σώματός σου καί τοῦ τιμίου αἵματος, καί δι᾽ ἡμῶν παντί τῷ λαῷ».
Εἶναι λοιπόν προσβολή πρός τήν Ἱερωσύνη τό νά ἀρνοῦνται οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς τό χειροφίλημα τῶν πιστῶν γιά λόγους κοσμικῆς εὐγένειας, ἤ ψεύτικης ταπείνωσης, τώρα μάλιστα πολύ χειρότερα καί βλάσφημα, ἀπό φόβο μήπως τό ἁγιασμένο χέρι τους, τό χέρι τοῦ Χριστοῦ, μεταδώσει τήν ἀσθένεια τοῦ Κορωνοϊοῦ. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἀναφερόμενος στό ὅτι πρέπει νά τιμοῦμε τούς ἱερεῖς, τήν ἱερωσύνη τους, διδάσκει ὅτι ἄν συναντήσουμε νά εἶναι μαζί ἕνας ἄγγελος καί ἔνας ἱερεύς πρῶτα νά τιμήσουμε τόν ἱερέα καί μετά τόν ἄγγελο, διότι ὁ ἱερεύς εἶναι ἀνώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους. Καί συμπληρώνει γιά τό χειροφίλημα: «Ἐγώ ἔχω χρέος ὅταν ἀπαντήσω ἱερέα νά σκύψω νά τοῦ φιλήσω τά χέρια καί νά τόν παρακαλέσω νά παρακαλῇ τόν Θεόν διά τάς ἁμαρτίς μου. Διότι ὅλος ὁ κόσμος νά παρακαλέσῃ τόν Θεόν δέν δύνανται νά τελειώσουν τά Ἄχραντα Μυστήρια, καί ἔνας ἱερεύς, ἔστω καί ἁμαρτωλός, δύναται μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά τά τελειώσει»[24]. Αὐτές τίς ἡμέρες κυκλοφορήθηκε στό Διαδίκτυο μία σχετική ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, πού ἀναφέρεται στό ὅτι σέ κάποιο χωριό, ὅταν πέθανε ὁ γέρος ἱερέας καί ἐστάλη νέος, οἱ κάτοικοι δέν τοῦ φιλοῦσαν τό χέρι, διότι πολλοί ἦσαν μεγαλύτεροί του στήν ἡλικία. Ὑπενθυμίζει στόν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς καί κάτοικο τοῦ χωριοῦ ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὅτι, ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Σερβίας Μίλος συνήντησε νεαρό ἱερέα, ὁ ὁποῖος τράβηξε τό χέρι του, γιά νά μή τό φιλήσει, ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε: «Δῶσε νά φιλήσω τό χέρι! Δέν φιλῶ τό δικό σου τό χέρι, ἀλλά τό ἀξίωμά σου, πού εἶναι γεροντότερο καί ἀπό σένα καί ἀπό μένα». Καί σχολιάζοντας τήν ἀπάντηση τοῦ ἡγεμόνα ὁ Ἅγιος Νικόλαος λέγει: «Μ᾽ αὐτό νομίζω ὅτι ὅλα ἔχουν λεχθεῖ καί ἐπεξηγηθεῖ. Ὁ γέρων ἡγεμόνας μίλησε στήν Ἐκκλησία καί εἶπε λόγια ἐμπνευσμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Σκεφθεῖτε μόνος σας: ἐάν ὁ ἱερέας σας εἶναι εἴκοσι πέντε χρονῶν, τό ἀξίωμά του εἶναι χίλια ἐννιακόσια. Καί ὅταν ἐσεῖς φιλᾶτε τό χέρι του, φιλᾶτε τό ἀξίωμα, τό ὁποῖο ἀπό τούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ πέρασε σέ πολλές χιλιάδες λειτουργούς τοῦ ἱεροῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἀσπάζεσθε τό ἀξίωμα τοῦ ἱερέα, ἀσπάζεστε καί ὅλα τά μεγάλα ἱερά καί τούς ἄξιους πνευματικούς, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν αὐτό τό ἀξίωμα, ἀπό τούς ἀποστόλους ἕως σήμερα. Φιλᾶτε τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Σάββα, τόν Ἀρσένιο καί τόν Ἰωαννίκιο, καί πολλούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι στή γῆ ἦταν κοσμήματά της, καί τώρα στόν οὐρανό εἶναι κοσμήματα τοῦ οὐρανοῦ, καί οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὀνομαστεῖ γήινοι ἄγγελοι καί οὐράνιοι ἄνθρωποι. Κι ἔτσι, ὁ ἀσπασμός τοῦ ἱερέα δέν γίνεται μέ ἕνα ἁπλό φίλημα, ἀλλά κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «ἐν φιλήματι ἁγίῳ». (Α´ Κορ. 16, 20). Φιλῆστε λοιπόν χωρίς δισταγμό τό χέρι πού εὐλογεῖ, καί τό ἀξίωμα πού εἶναι εὐλογημένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἀκόμα τό νά φιλᾶμε νεότερο ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὅπως καί τό νά ἀκοῦμε νεότερο ἀπό τόν ἑαυτό μας, εἶναι καλό, ἐπειδή μᾶς προφυλάσσει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί μᾶς διδάσκει τήν ταπεινοφροσύνη»[25].
Ἐπίλογος. Σπουδαία θέση τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης
Καί τελειώνουμε μέ ὅσα ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει γιά τήν ἱερότητα τοῦ ναοῦ ἐπιλέγοντας ἀπό τά πολλά τό πιό χαρακτηριστικό. Μᾶς λέγει λοιπόν ὅτι «Ὁ ναός ἔχει ἀφιερωθῆ στόν Θεό καί εἶναι κατοικία του. Ὁ Θεός βρίσκεται στόν ναό ὁ ἴδιος. Ἐπίσης, καί ὁ Ἅγιος, στόν ὁποῖο ἔχει ἀφιερωθεῖ ὁ ναός, μένει στόν ναό σάν σέ δικό του σπίτι. Καί μέ τήν ψυχή του εἶναι παρών ἀοράτως, πολλές φορές ὅμως καί μέ τά λείψανά του βρίσκεται σωματικά ἐκεῖ καί ἐνεργεῖ μέ θεία δύναμη καί Χάρη. Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε σύνθετοι, διπλοί, ἀπό ψυχή καί σῶμα, παίρνουμε τά θεῖα δῶρα μέ διπλό τρόπο, ἀόρατα καί ὁρατά. Γι᾽ αὐτό καί στά ὑλικά καί αἰσθητά αὐτά πράγματα κατεβαίνει ἡ Χάρη καί μένει καί ἐνεργεῖ γιά μᾶς μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τό ἔλεος αὐτοῦ πού σαρκώθηκε γιά μᾶς καί μᾶς ἀνέπλασε διπλά, καί μέ τήν ἔλευση καί παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι συνεργός αὐτοῦ καί ἀχώριστο. Καί αὐτό τό βλέπουμε ὁλοφάνερα. Μέσα στούς ναούς ἐνεργοῦν θεῖες δυνάμεις καί ἐμφανίσεις ἀγγέλων καί ἁγίων· ἐπιτελοῦνται θαύματα· ἐκπληρώνονται τά αἰτήματα· γίνονται ἰάσεις ἀσθενῶν. Ἀκόμη καί τά ἄψυχα ἀντικείμενα τῶν ναῶν, τά νερά καί οἱ πέτρες καί οἱ κίονες καί τά πέπλα καί τά σίδερα ἁγιάζουν, ὄχι βέβαια ἀφ᾽ ἑαυτῶν, ἀφοῦ εἶναι ἄψυχα καί κτίσματα τοῦ Θεοῦ καί ἀπό μόνα τους δέν ἔχουν τίποτε. Ἐνεργοῦν ὅμως μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ, γιά νά ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς. Ὅπου λοιπόν ὑπάρχει ὀνομασία καί ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ πού ἐδημιούργησε τά πάντα, τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ἐκεῖ εἶναι ὅλα ἅγια, καί ὅλα ἁγιάζουν καί θεραπεύουν καί σώζουν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ». Τό σπουδαῖο αὐτό κείμενο τοῦ Ἁγίου Συμεών τό παραθέτουμε αὐτούσιο ἀμέσως στό κείμενο τοῦ ἄρθρου ὡς ὀρθόδοξη κατακλείδα, πού δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία γιά τό πῶς ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθοῦν ὁ ναός καί τά ἐν τῷ ναῷ κατά τήν ὑγειονομική ἀντιμετώπιση τοῦ Κορωνοϊοῦ:
«Ὁ ναός ἀφιέρωται τῷ Θεῷ, καί αὐτοῦ ἐστιν οἶκος· καί αὐτός ἐστιν ἐν αὐτῷ. Καί ὁ ἐπικληθείς δέ δοῦλος αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει, ὡς ἐν οἰκείῳ σκηνώματι. Καί τῇ ψυχῇ μέν ἐνδημεῖ ἀΰλως, πολλάκις δέ καί τοῖς λειψάνοις ἐστί τεθειμένος ἐκεῖσε· καί θείᾳ δυνάμει καί χάριτι, ἐνεργεῖ· ὅτι καί διπλοῖ ὄντες ἡμεῖς καί τά δῶρα διπλῶς λαμβάνομεν. Ὅθεν καί ἐν τοῖς ὑλώδεσι τούτοις ἡ χάρις ἐφίσταται, καί ἐπιφοιτῶσα μένει, καί δι᾽ ἡμᾶς ἐνεργεῖ εὐδοκίᾳ Πατρός, καί ἐλέει τοῦ δι᾽ ἡμᾶς σαρκωθέντος καί διπλῶς ἡμᾶς ἀναπλάσαντος, καί ἐπιδημίᾳ καί οἰκτιρμοῖς τοῦ συνεργοῦ αὐτῷ καί ἀχωρίστου Πνεύματος. Καί τοῦτο βλέπομεν ἀριδήλως. Θεῖαι γάρ δυνάμεις ἐνεργοῦνται ἐν τοῖς ναοῖς, καί ἀγγέλων ἐμφάνειαι καί ἁγίων· καί σημεῖα τελεῖται· καί τά αἰτήματα δίδοται· καί ἰάματα χορηγεῖται· καί τά ἐν αὐτοῖς δέ τοῖς ναοῖς ἄψχα, ὕδατά τε καί λίθοι καί κίονες καί πέπλα καί σιδήρια ἐνεργεῖ· οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτῶν, πῶς γάρ; ἄψυχα καί κτίσματα Θεοῦ ὄντα, καί μηδέν ἀφ᾽ ἑαυτῶν ἔχοντα; ὅμως ταῦτα ἐνεργεῖ τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι ἐν τούτοις ἐπικληθείσῃ, καί τοῦ θείου ἐν τούτοις ἐπονομασθέντος ὀνόματος, ἵν᾽ ἁγιασθῶμεν ἡμεῖς. Ὅπου τοίνυν Θεοῦ ὀνομασία τε καί ἐπίκλησις τοῦ πάντα πεποιηκότος τῆς μακαρίας Τριάδος τοῦ μόνου ὄντος Θεοῦ, ἅγια πάντα, καί ἐνεργεῖ πάντα, καί ἰᾶται, καί σώζει τῇ χάριτι»[26].
Θά συνεχίσουμε σέ ἑπόμενο ἄρθρο ἀναλύοντας πῶς διακωμωδήθηκε ἡ Θεία Λειτουργία μέ τό κλείσιμο τῶν ναῶν καί τήν ἀπαγόρευση τῆς Θείας Κοινωνίας.
[1]. Βλ. PG 150, 368-492 καί ΕΠΕ – Φ 22, Εἰσαγωγή-Κείμενον-Μετάφρασις-Σχόλια ὑπό Π. Κ. Χρηστου, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 32-261.
[2]. PG 150, 368-376. ΕΠΕ – Φ 22, 32-45
[3]. Β´ Κορ. 3, 18.
[4]. Αὐτόθι, κεφ. ΚΑ´, PG 150, 413.
[5]. Ματθ. 26, 26-28.
[6]. Λουκᾶ 22, 19.
[7]. Αὐτόθι, 24, 49.
[8]. Ἰω. 14, 17.
[9]. Ματθ. 28, 20: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
[10]. Αὐτόθι, κεφ. ΚΗ´-ΚΘ´, PG 150, 425-427.
[11]. Χρηστου Ανδρουτσου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1956, σελ. 346.
[12]. Mansi XIII, 266.
[13]. PG 94, 1144. Χρ. Ανδρουτσου, Αὐτόθι, σελ. 351.
[14]. Ρωμ. 1, 22.
[15]. Ιωαννου Δαμασκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 86, PG 1140-1142, ΕΠΕ 1, 466.
[16]. Ψαλμ. 22, 7.
[17]. Ἰεζεκ. 22, 26.
[18]. MANSI 13, 40.309.
[19]. Αὐτόθι 13, 269-271.
[20]. Αὐτόθι 13, 309-377. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Οἱ Εἰκόνες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 27-28.
[21]. Μάρκ. 16, 18.
[22]. Πράξ. 5, 12.
[23]. Αὐτόθι 6, 6.
[24]. Βλ. Ἐπισκόπου Αυγουστινου Καντιωτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1799) (Συναξάριον-Διδαχαί-Προφητεῖαι-Ἀκολουθία), Ἀθῆναι 2005, σελ. 160-161.
[25]. Γιά τόν ἀσπασμό (χειροφίλημα) τοῦ Ἱερέως (Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς). Πηγή ἠλ. κειμένου: orp.gr.
[26]. Περί τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καί τῆς τούτου καθιερώσεως, PG 155, 336.
"Ο.Τ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου