«Αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και
ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. ριζ: 24).
Θαρσείτε,
θαρσείτε πλέον σεις οι πεφοβισμένοι και λυπημένοι Χριστιανοί· θαρσείτε και μη
φοβείσθε· διότι, αν σεις την προχθές αληθώς εχύνετε θερμότατα δάκρυα, βλέποντες
να καρφώνεται επάνω εις ένα Σταυρόν από τους παρανόμους κριτάς ο των απάντων
Θεός και κριτής, αλλά σήμερον εξεγήγερται από τον Άδην ως τροπαιούχος νικητής.
Ενίκησε τον Άδην, ο καθαιρέτης του Άδου και ηφάνισε την αυτού βασιλείαν και
δύναμιν. Αγάλλεσθε οι Χριστιανοί και λυπείσθε οι Ιουδαίοι. Ευφραίνεσθε οι
Ορθόδοξοι και δακρύζετε οι θεοκτόνοι. Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος·
έπαυσαν πλέον αι κρίσεις σας και αι συμβουλαί σας κατά του αναστάντος Χριστού.
Δεν χωρούσι πλέον οι στρατιώται μετά της κουστωδίας, φυλάσσοντες το μνημείον.
Εις μάτην αι προφυλάξεις σας, ω Ιουδαίοι· εις μάτην αι αγρυπνίαι σας.
Επέστη ο φωτολαμπής Άγγελος τη ώρα του μεσονυκτίου και έλαμψεν η οικουμένη και σεις ετυφλώθητε από την ιδικήν του αστραπήν. Επέστη ο πλέον ισχυρός και δυνατός από ημάς όλους, ο οποίος κυλίων τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου, έκαμε και εσείσθη η γη και σεις οι φυλάσσοντες μεμενήκατε ωσεί νεκροί. Ιδού ο Τάφος του Ζωοδότου ανεωγμένος· και λοιπόν τι αγωνίζεσθε, ω παράνομοι, συκοφαντήσαι Χριστού την Ανάστασιν; Ιδού αι σφραγίδες σας επί τον λίθον σώαι και ανελλιπείς, τι παραλογίζεσθε εν εαυτοίς λέγοντες, ότι οι Μαθηταί Αυτού έκλεψαν αυτόν νυκτός; Ιδού το μνημείον κενόν· ιδού η σινδών και το σουδάριον, ο ην επί της κεφαλής του Χριστού. Και λοιπόν διατί λαμβάνετε αργύρια και λέγετε ότι τον έκλεψαν; Ω πλάνοι! Δεν είναι πλέον η αλήθεια πλάνη, μηδέ πλάνος ο αληθής Θεός, καθώς σεις παρανόμως ελέγετε εις τα κριτήριά σας· «Ούτος ο πλάνος έφη, δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού και δια τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν» (Ματθ. κστ:61). Πλανεμένοι και τετυφλωμένοι σεις, αυτός είναι ο ναός, η παναγία του σάρξ, την οποίαν ανέστησε σήμερον ως παντοδύναμος Θεός από τον Άδην, την τρίτην ημέραν. Αυτός είναι ο ναός, τον οποίον σας έλεγεν, ω παράνομοι Ιουδαίοι· και λοιπόν καν τώρα, όπου θεωρείτε με τους οφθαλμούς σας την αλήθειαν, δεν πιστεύετε; Α! σεις, διότι παράνομον είσθε και κατηραμένον γένος, αγνοείτε μέχρι της σήμερον και δεν πιστεύετε την Ανάστασιν του Κυρίου· ημείς δε αγαλλιώμενοι και ευφραινόμενοι, καθότι επιστεύσαμεν τον αναστάντα Χριστόν, πιστεύομεν σήμερον, ότι επειδή ανεστήθη ο Ιησούς Χριστός από τους νεκρούς, ημείς οι Ορθόδοξοι δεν αποθνήσκομεν, αλλά ζήσομεν συν Αυτώ. Πιστεύομεν βέβαια την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού ημείς οι Χριστιανοί, διότι μας την εκήρυξε σήμερον προ των άλλων η Μαγδαληνή Μαρία και αι λοιπαί Μυροφόροι, αίτινες έδραμον με τα μύρα δια να αλείψωσι τον Ιησούν, Αυτός δε εφάνη εις αυτάς εν τη οδώ λέγων τη Μαγδαληνή· «Μαρία,… μη μου άπτου» (Ιωάν. κ: 16-17). Πιστεύομεν την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού, διότι μας την εκήρυξαν ο Κλεώπας και ο Λουκάς, οδεύοντες μετά του Χριστού εις την πόλιν Εμμαούς και ανοίγων αυτών τον νουν του συνιέναι τας Γραφάς. Ναι, πιστεύομεν και κηρύττοντες ψάλλομεν χαρμοσύνως· «Ανέσυη Χριστός εκ νεκρών, λύσας θανάτου τα δεσμά· ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην· αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν». Ευαγγελίζου ο ουρανός, η γη, όλη η κτίσις ουράνιος και επίγειος, χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και συνέτριψε τους αιωνίους μοχλούς του Άδου. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και διέρρηξε την παμφάγον γαστέρα του Άδου και του θανάτου. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ανέστησε τον προπάτορα Αδάμ και την Εύαν από την κόλασιν. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και συνήγειρε μετ’ αυτού τους πιστεύσαντας εις αυτόν απ’ αιώνος νεκρούς. Διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ηνοίχθη ο κεκλεισμένος Παράδεισος· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εθανατώθη ο θάνατος· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εβασίλευσεν η αιώνιος ζωή· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και αποφεύγουσα η κατάρα της παρακοής, αντεισήλθεν η ευλογία της αθανάτου τρυφής. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εσκλαβώθη το βασίλειον του Άδου. Διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και κλαίει ο μιαρός διάβολος· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και οδύρεται ο παμφάγος και αχόρταγος Άδης· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εσκυλεύθη η πολυχρόνιος αρπαγή του Άδου· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ανέστη εκ του θανάτου η ανθρώπινος ολισθήσασα φύσις. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και χαίρονται πάντα τα κτίσματα· και ο ουρανός και η γη και τα όρη και τα βουνά και αι κοιλάδες και αι πεδιάδες και τα φυτά και τα ζώα και τα κήτη και τα πετεινά και πάντα τα θηρία της γης. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και αγάλλονται οι Προφήται και οι Απόστολοι και οι Πατριάρχαι και οι βασιλείς και οι Αρχιερείς και οι πλούσιοι και οι πτωχοί και οι μικροί και οι μεγάλοι και οι αιχμάλωτοι και οι ελεύθεροι και όλη η λογική φύσις των ανθρώπων. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εκένωσε την κόλασιν από τους κολασμένους· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ο διάβολος επατάχθη και ολοφύρεται, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ήρπασεν από τας χείρας του διαβόλου τα από τόσους χρόνους σκλαβωμένα γένη των ανθρώπων. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και θρηνούσιν οι Ιουδαίοι· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και η παράνομος φυλή των Εβραίων σκοτίζεται και αμαυρούται· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και αι Μυροφόροι γυναίκες τρανώς υμνούσι και δοξολογούσι τον αναστάντα Χριστόν· διότι ανέστη Χριστός και ημείς οι πιστεύσαντες εξεγειρόμεθα δι’ αυτού εν τη εσχάτη αναστάσει, ίνα και συμβασιλεύσωμεν Αυτώ. Χαίρετε, χαίρετε λοιπόν σεις όλα τα πλήθη των ευσεβών Χριστιανών, εις τοιαύτην αγίαν και κοσμοχαρμόσυνον ημέραν της Αναστάσεως του Χριστού. Χαίρετε, διότι σεις οι οποίοι επιστεύσατε την Ανάστασιν του Χριστού, αν και φαίνεται πως αποθνήσκετε προς ολίγον, αλλ’ όμως σεις θέλετε αναστηθή εκ νεκρών, δια να συμβασιλεύσητε με τον αναστάντα Χριστόν. Χαίρετε εις αυτήν την λαμπροφόρον ημέραν και ευφραίνεσθε, διότι σεις δεν αποθνήσκετε, αλλά κοιμάσθε ολίγον, δια να εξυπνήσητε μετά ταύτα και να κληρονομήσητε την αϊδιον αφθαρσίαν, την μακαρίαν αθανασίαν και εκείνην την ανεκλάλητον δόξαν και χαράν, την οποίαν απήλαυσαν σήμερον και οι Προπάτορες όλοι μετά του Αδάμ. Χαίρετε, διότι ανίσως και φαίνεται πως κατέρχεσθε εις τον Άδην, αλλά δεν έχει εξουσίαν ο θάνατος πλέον δια ν’ αρπάζη τας ψυχάς σας και να τας κλείη εις την κόλασιν, καθώς εποίει εις πάντας τους δικαίους προ του Χριστού. Χαίρετε, και πάλιν ερώ χαίρετε, ω ευτυχείς και ευσεβείς Χριστιανοί, διότι αν εσείς επιστεύσατε τον αναστάντα Χριστόν, Αυτός, ων παντοδύναμος Βασιλεύς, θέλει αναστήσει και σας με την θείαν του δύναμιν εις την Δευτέραν Του Παρουσίαν, δια να σας χαρίση την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν. Χαίρετε και ευφραίνεσθε, διότι, αν και αμαρτωλοί είμεθα, αλλ’ επειδή επιστεύσαμεν εις Αυτόν και εβαπτίσθημεν και εθρέψαμεν και εποτίσαμεν την ψυχήν μας με το πανάχραντον Σώμα και Αίμα Του, ελπίζομεν να μας ελεήση και να μας σώση δια το πλήθος των οικτιρμών Του. Χαίρετε, διότι εκχέων εις ημάς ο προάναρχος Πατήρ το πλούσιον Αυτού έλεος και δεικνύων την αγάπην Του προς ημάς, οίτινες είμεθα νεκροί τοις παραπτώμασι, μας εχάρισε σήμερον την αιώνιον ζωήν δια του μονογενούς Του Υιού Ιησού Χριστού και δια τούτο είμεθα βέβαιοι ότι με την θείαν Του Χάριν εσμέν σεσωσμένοι. Ούτω μας βεβαιώνει εις την προς Εφεσίους επιστολήν ο μέγας Παύλος λέγων· «Αδελφοί, ο Θεός πλούσιος ων εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην Αυτού, ην ηγάπησεν ημάς, και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι, συνεζωοποίησε τω Χριστώ· χάριτί εστε σεσωσμένοι» (Εφεσ. β: 4-5). Και πάλιν παρακατιών λέγει· «τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως· και τούτο ουκ εξ ημών· Θεού το δώρον» (αυτ. 8). Χαίρετε λοιπόν, χαίρετε, διότι σεις δεν είσθε ξένοι και πάροικοι, ως τους απίστους και τους Ιουδαίους, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού, με το να εκτίσθητε επί το θεμέλιον τούτο της καθαράς Πίστεως, εις τον ακρογωνιαίον Λίθον, τον Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον σας έκτισαν οι θείοι Απόστολοι και Προφήται· Χαίρετε, διότι βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος και λέγει· «Άρα ουν, ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (ενθ. Ανωτ. 19-20). Χαίρετε, διότι σεις οι οποίοι είδατε σήμερον νοερώς τον αναστάντα Χριστόν με τας Μυροφόρους και με τους Αποστόλους, ότι ηγέρθη εκ νεκρών και επιστεύσατε αναμφιβόλως, θέλετε εξεγερθή και σεις από τους νεκρούς και θέλετε παρασταθή με αυτόν τον ζωοδότην Χριστόν. Μαρτυρεί τούτο και πάλιν ο μακάριος Παύλος εις την προς Κορινθίους β΄ «Ειδότες ουν, αδελφοί ηγαπημένοι, ότι ο εγείρας τον Κύριον Ιησούν εκ νεκρών και ημάς δια Ιησού εγερεί και παραστήσει συν υμίν» (Β΄ Κορ. δ:14). Ώστε λοιπόν, επειδή ανεστήθη ο Χριστός εκ νεκρών και επειδή ημείς επιστεύσαμεν εις Αυτόν, δεν αποθνήσκομεν, οπόταν αποθνήσκομεν, αλλά κοιμώμεθα, δια να ζήσωμεν συν Αυτώ· «Ύπνος αναδέδεκται των πιστευόντων ο θάνατος» λέγει και η ασματική θεολογία. «Εάν τε ουν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. ιδ:8). Και όταν ημείς οι Χριστιανοί είμεθα του Κυρίου τέκνα και ζώντες και τεθνεώτες, τότε δεν είμεθα και αθάνατοι και ζώντες εις αιώνα αιώνος; Ο Χριστός είναι βέβαια ως Θεός αληθινός, και αθάνατος και ζων· «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια: 25). Λοιπόν και ημείς οι οποίοι είμεθα ιδικοί του και αθάνατοι και ζώντες είμεθα· και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγησόμεθα. Ω κοσμοχαρμόσυνος και παμφαεστάτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου μας! Ω αναστάσιμος ημέρα, η οποία μας προμηνύει την ιδικήν μας ανάστασιν! Ω Κυρία ημέρα της Κυρίας των ημερών η παρούσα ημέρα, η οποία μας εχάρισε μεγάλην χαράν, διότι δεν αποθνήσκομεν! Χριστιανοί, ανίσως ο πατριάρχης Αβραάμ μετά της Σάρρας έλαβον μεγάλην χαράν, όταν ο Θεός εχάρισεν εις αυτούς ζώντα τον υιόν των Ισαάκ, αλλά πάλιν με χρόνους, αποθνήσκοντες οι γονείς μετά του υιού και πορευόμενοι όλοι με την λοιπήν συγγένειαν εις την κόλασιν και μη δυνάμενοι να ελευθερωθούν από τας χείρας του διαβόλου δια την παρακοήν του Αδάμ, ελυπούντο και ετυραννούντο μεγάλως. Αλλ’ ημείς τώρα πιστεύοντες την Ανάστασιν του Χριστού και βεβαιούμενοι, ότι αν και αποθνήσκομεν προς ώραν, αλλ’ επειδή ο Χριστός κατήργησε το βασίλειον και την τυραννίαν του διαβόλου δεν φοβούμεθα να δέση τας ψυχάς μας εις την κόλασιν, καθώς έδενε τους προπάτορας και τους εβασάνιζεν όλους. Όθεν και μεγαλυτέρα είναι η ιδική μας χαρά βέβαια και η ευφροσύνη παρά του πατριάρχου Αβραάμ· «Ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β:19), «Ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ» (Ρωμ. στ: 8). «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή» (είπεν ο Χριστός), ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ, ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν. ια: 25 – 26). Kατήλθεν ο Υιός του Θεού εις τον Τάφον, δεδεμένος με το σουδάριον, με την σμύρναν, και κατερχόμενος εις τον βυθόν της κολάσεως βλέπει το μέγα θηρίον, τον διάβολον, με όλους τους συντρόφους του, οι οποίοι επολέμουν βιαίως και ετυράννουν τας ψυχάς των ανθρώπων τέσσαρες χιλιάδες και εξακοσίους εννέα χρόνους, φόβω δε μεγάλω περισχεθέντος του μιαρού, τον δένει ο ουράνιος Βασιλεύς και παρευθύς αρπάζει από τας χείρας του όλους τους αιχμαλώτους προπάτορας. Ταράττει ο μέγας σεισμός τα μνημεία και ανοιγόμενοι οι τάφοι, εγείρεται επάνω ο Βασιλεύς αβλαβής και τροπαιούχος από την κόλασιν και από τον Άδην. Ευτυχείς λοιπόν οι εγερθέντες εκ των νεκρών και τρισάθλιοι οι παράνομοι Ιουδαίοι. Ευτυχείς οι Χριστιανοί, διότι επιστεύσατε τον Χριστόν, όστις είναι η ζωή και δια τούτο δεν αποθνήσκετε, λέγει ο Ιωάννης. «Αύτη εστίν η μαρτυρία, ότι ζωήν αιώνιον έδωκεν υμίν ο Θεός· και αύτη η ζωή εν τω Υιώ Αυτού εστιν· ο έχων τον Υιόν, έχει την ζωήν· ο μη έχων τον Υιόν του Θεού, την ζωήν ουκ έχει» (Α΄ Ιωάν. ε: 11 – 12). Οι Χριστιανοί επίστευσαν τον Υιόν του Θεού· όθεν έχουν και την ζωήν· όσοι δεν έχουν την ζωήν δεν αποθνήσκουν, αλλ’ εκείνοι οι οποίοι δεν επίστευσαν τον Υιόν του Θεού. Ευτυχείς οι Χριστιανοί, οι πιστεύοντες την αληθινήν Πίστιν, οι εορτάζοντες κάθε Κυριακήν την αγίαν Ανάστασιν. Τρισάθλιοι οι άπιστοι, οι οποίοι, καθώς είναι και εις όλα των τα έργα τυφλοί, ούτω εξέλεξαν άλλοι την Παρασκευήν και άλλοι το Σάββατον, δια να εορτάζωσι την θρησκείαν των· σεις δε οι του αληθινού Θεού δούλοι και ακόλουθοι του Κυρίου, έχετε την Κυριακήν, την Κυριακήν, η οποία είναι η ημέρα του Κυρίου, λαμπρά και κοσμοχαρμόσυνος. Μη λυπείσθε λοιπόν, ω ευλογημένοι δούλοι του Κυρίου, διότι σεις δεν αποθνήσκετε (καθώς ηκούσατε), αλλ’ ολίγον κοιμώμενοι, θέλετε εγερθή ως από τον ύπνον εν ριπή οφθαλμού, οπόταν σαλπίση εξ ουρανού η σάλπιξ του Αρχαγγέλου και θέλετε αναστηθή από τα μνημεία ηλλοιωμένοι από τον φθαρτόν εις το άφθαρτον· από την γην εις του Ουρανόν· και από τα βάσανα τα οποία πάσχετε εδώ δια την Πίστιν από τους απίστους, εις τας χαράς και αγαλλιάσεις των Δικαίων και εις τας αναπαύσεις και δοξολογίας του αναστάντος Χριστού και Θεού σας. Τελειώνει την μαρτυρίαν επάνω εις τους ουρανούς ο μακάριος Παύλος και σας φωνάζει εις την πρώτην προς Κορινθίους και σας βεβαιώνει δια των εξής· «Ιδού, μυστήριον υμίν λέγω· πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα, εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι· σαλπίσει γαρ και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγηγόμεθα. Δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν… τω δε Θεώ χάρις τω διδόντι ημίν το νίκος, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α΄ Κορ. ιε: 51 – 57). Αμήν.
Επέστη ο φωτολαμπής Άγγελος τη ώρα του μεσονυκτίου και έλαμψεν η οικουμένη και σεις ετυφλώθητε από την ιδικήν του αστραπήν. Επέστη ο πλέον ισχυρός και δυνατός από ημάς όλους, ο οποίος κυλίων τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου, έκαμε και εσείσθη η γη και σεις οι φυλάσσοντες μεμενήκατε ωσεί νεκροί. Ιδού ο Τάφος του Ζωοδότου ανεωγμένος· και λοιπόν τι αγωνίζεσθε, ω παράνομοι, συκοφαντήσαι Χριστού την Ανάστασιν; Ιδού αι σφραγίδες σας επί τον λίθον σώαι και ανελλιπείς, τι παραλογίζεσθε εν εαυτοίς λέγοντες, ότι οι Μαθηταί Αυτού έκλεψαν αυτόν νυκτός; Ιδού το μνημείον κενόν· ιδού η σινδών και το σουδάριον, ο ην επί της κεφαλής του Χριστού. Και λοιπόν διατί λαμβάνετε αργύρια και λέγετε ότι τον έκλεψαν; Ω πλάνοι! Δεν είναι πλέον η αλήθεια πλάνη, μηδέ πλάνος ο αληθής Θεός, καθώς σεις παρανόμως ελέγετε εις τα κριτήριά σας· «Ούτος ο πλάνος έφη, δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού και δια τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν» (Ματθ. κστ:61). Πλανεμένοι και τετυφλωμένοι σεις, αυτός είναι ο ναός, η παναγία του σάρξ, την οποίαν ανέστησε σήμερον ως παντοδύναμος Θεός από τον Άδην, την τρίτην ημέραν. Αυτός είναι ο ναός, τον οποίον σας έλεγεν, ω παράνομοι Ιουδαίοι· και λοιπόν καν τώρα, όπου θεωρείτε με τους οφθαλμούς σας την αλήθειαν, δεν πιστεύετε; Α! σεις, διότι παράνομον είσθε και κατηραμένον γένος, αγνοείτε μέχρι της σήμερον και δεν πιστεύετε την Ανάστασιν του Κυρίου· ημείς δε αγαλλιώμενοι και ευφραινόμενοι, καθότι επιστεύσαμεν τον αναστάντα Χριστόν, πιστεύομεν σήμερον, ότι επειδή ανεστήθη ο Ιησούς Χριστός από τους νεκρούς, ημείς οι Ορθόδοξοι δεν αποθνήσκομεν, αλλά ζήσομεν συν Αυτώ. Πιστεύομεν βέβαια την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού ημείς οι Χριστιανοί, διότι μας την εκήρυξε σήμερον προ των άλλων η Μαγδαληνή Μαρία και αι λοιπαί Μυροφόροι, αίτινες έδραμον με τα μύρα δια να αλείψωσι τον Ιησούν, Αυτός δε εφάνη εις αυτάς εν τη οδώ λέγων τη Μαγδαληνή· «Μαρία,… μη μου άπτου» (Ιωάν. κ: 16-17). Πιστεύομεν την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού, διότι μας την εκήρυξαν ο Κλεώπας και ο Λουκάς, οδεύοντες μετά του Χριστού εις την πόλιν Εμμαούς και ανοίγων αυτών τον νουν του συνιέναι τας Γραφάς. Ναι, πιστεύομεν και κηρύττοντες ψάλλομεν χαρμοσύνως· «Ανέσυη Χριστός εκ νεκρών, λύσας θανάτου τα δεσμά· ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην· αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν». Ευαγγελίζου ο ουρανός, η γη, όλη η κτίσις ουράνιος και επίγειος, χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και συνέτριψε τους αιωνίους μοχλούς του Άδου. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και διέρρηξε την παμφάγον γαστέρα του Άδου και του θανάτου. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ανέστησε τον προπάτορα Αδάμ και την Εύαν από την κόλασιν. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και συνήγειρε μετ’ αυτού τους πιστεύσαντας εις αυτόν απ’ αιώνος νεκρούς. Διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ηνοίχθη ο κεκλεισμένος Παράδεισος· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εθανατώθη ο θάνατος· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εβασίλευσεν η αιώνιος ζωή· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και αποφεύγουσα η κατάρα της παρακοής, αντεισήλθεν η ευλογία της αθανάτου τρυφής. Ευαγγελίζου, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εσκλαβώθη το βασίλειον του Άδου. Διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και κλαίει ο μιαρός διάβολος· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και οδύρεται ο παμφάγος και αχόρταγος Άδης· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εσκυλεύθη η πολυχρόνιος αρπαγή του Άδου· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ανέστη εκ του θανάτου η ανθρώπινος ολισθήσασα φύσις. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και χαίρονται πάντα τα κτίσματα· και ο ουρανός και η γη και τα όρη και τα βουνά και αι κοιλάδες και αι πεδιάδες και τα φυτά και τα ζώα και τα κήτη και τα πετεινά και πάντα τα θηρία της γης. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και αγάλλονται οι Προφήται και οι Απόστολοι και οι Πατριάρχαι και οι βασιλείς και οι Αρχιερείς και οι πλούσιοι και οι πτωχοί και οι μικροί και οι μεγάλοι και οι αιχμάλωτοι και οι ελεύθεροι και όλη η λογική φύσις των ανθρώπων. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και εκένωσε την κόλασιν από τους κολασμένους· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ο διάβολος επατάχθη και ολοφύρεται, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και ήρπασεν από τας χείρας του διαβόλου τα από τόσους χρόνους σκλαβωμένα γένη των ανθρώπων. Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και θρηνούσιν οι Ιουδαίοι· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και η παράνομος φυλή των Εβραίων σκοτίζεται και αμαυρούται· διότι ανέστη Χριστός εκ νεκρών και αι Μυροφόροι γυναίκες τρανώς υμνούσι και δοξολογούσι τον αναστάντα Χριστόν· διότι ανέστη Χριστός και ημείς οι πιστεύσαντες εξεγειρόμεθα δι’ αυτού εν τη εσχάτη αναστάσει, ίνα και συμβασιλεύσωμεν Αυτώ. Χαίρετε, χαίρετε λοιπόν σεις όλα τα πλήθη των ευσεβών Χριστιανών, εις τοιαύτην αγίαν και κοσμοχαρμόσυνον ημέραν της Αναστάσεως του Χριστού. Χαίρετε, διότι σεις οι οποίοι επιστεύσατε την Ανάστασιν του Χριστού, αν και φαίνεται πως αποθνήσκετε προς ολίγον, αλλ’ όμως σεις θέλετε αναστηθή εκ νεκρών, δια να συμβασιλεύσητε με τον αναστάντα Χριστόν. Χαίρετε εις αυτήν την λαμπροφόρον ημέραν και ευφραίνεσθε, διότι σεις δεν αποθνήσκετε, αλλά κοιμάσθε ολίγον, δια να εξυπνήσητε μετά ταύτα και να κληρονομήσητε την αϊδιον αφθαρσίαν, την μακαρίαν αθανασίαν και εκείνην την ανεκλάλητον δόξαν και χαράν, την οποίαν απήλαυσαν σήμερον και οι Προπάτορες όλοι μετά του Αδάμ. Χαίρετε, διότι ανίσως και φαίνεται πως κατέρχεσθε εις τον Άδην, αλλά δεν έχει εξουσίαν ο θάνατος πλέον δια ν’ αρπάζη τας ψυχάς σας και να τας κλείη εις την κόλασιν, καθώς εποίει εις πάντας τους δικαίους προ του Χριστού. Χαίρετε, και πάλιν ερώ χαίρετε, ω ευτυχείς και ευσεβείς Χριστιανοί, διότι αν εσείς επιστεύσατε τον αναστάντα Χριστόν, Αυτός, ων παντοδύναμος Βασιλεύς, θέλει αναστήσει και σας με την θείαν του δύναμιν εις την Δευτέραν Του Παρουσίαν, δια να σας χαρίση την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν. Χαίρετε και ευφραίνεσθε, διότι, αν και αμαρτωλοί είμεθα, αλλ’ επειδή επιστεύσαμεν εις Αυτόν και εβαπτίσθημεν και εθρέψαμεν και εποτίσαμεν την ψυχήν μας με το πανάχραντον Σώμα και Αίμα Του, ελπίζομεν να μας ελεήση και να μας σώση δια το πλήθος των οικτιρμών Του. Χαίρετε, διότι εκχέων εις ημάς ο προάναρχος Πατήρ το πλούσιον Αυτού έλεος και δεικνύων την αγάπην Του προς ημάς, οίτινες είμεθα νεκροί τοις παραπτώμασι, μας εχάρισε σήμερον την αιώνιον ζωήν δια του μονογενούς Του Υιού Ιησού Χριστού και δια τούτο είμεθα βέβαιοι ότι με την θείαν Του Χάριν εσμέν σεσωσμένοι. Ούτω μας βεβαιώνει εις την προς Εφεσίους επιστολήν ο μέγας Παύλος λέγων· «Αδελφοί, ο Θεός πλούσιος ων εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην Αυτού, ην ηγάπησεν ημάς, και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι, συνεζωοποίησε τω Χριστώ· χάριτί εστε σεσωσμένοι» (Εφεσ. β: 4-5). Και πάλιν παρακατιών λέγει· «τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως· και τούτο ουκ εξ ημών· Θεού το δώρον» (αυτ. 8). Χαίρετε λοιπόν, χαίρετε, διότι σεις δεν είσθε ξένοι και πάροικοι, ως τους απίστους και τους Ιουδαίους, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού, με το να εκτίσθητε επί το θεμέλιον τούτο της καθαράς Πίστεως, εις τον ακρογωνιαίον Λίθον, τον Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον σας έκτισαν οι θείοι Απόστολοι και Προφήται· Χαίρετε, διότι βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος και λέγει· «Άρα ουν, ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (ενθ. Ανωτ. 19-20). Χαίρετε, διότι σεις οι οποίοι είδατε σήμερον νοερώς τον αναστάντα Χριστόν με τας Μυροφόρους και με τους Αποστόλους, ότι ηγέρθη εκ νεκρών και επιστεύσατε αναμφιβόλως, θέλετε εξεγερθή και σεις από τους νεκρούς και θέλετε παρασταθή με αυτόν τον ζωοδότην Χριστόν. Μαρτυρεί τούτο και πάλιν ο μακάριος Παύλος εις την προς Κορινθίους β΄ «Ειδότες ουν, αδελφοί ηγαπημένοι, ότι ο εγείρας τον Κύριον Ιησούν εκ νεκρών και ημάς δια Ιησού εγερεί και παραστήσει συν υμίν» (Β΄ Κορ. δ:14). Ώστε λοιπόν, επειδή ανεστήθη ο Χριστός εκ νεκρών και επειδή ημείς επιστεύσαμεν εις Αυτόν, δεν αποθνήσκομεν, οπόταν αποθνήσκομεν, αλλά κοιμώμεθα, δια να ζήσωμεν συν Αυτώ· «Ύπνος αναδέδεκται των πιστευόντων ο θάνατος» λέγει και η ασματική θεολογία. «Εάν τε ουν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. ιδ:8). Και όταν ημείς οι Χριστιανοί είμεθα του Κυρίου τέκνα και ζώντες και τεθνεώτες, τότε δεν είμεθα και αθάνατοι και ζώντες εις αιώνα αιώνος; Ο Χριστός είναι βέβαια ως Θεός αληθινός, και αθάνατος και ζων· «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια: 25). Λοιπόν και ημείς οι οποίοι είμεθα ιδικοί του και αθάνατοι και ζώντες είμεθα· και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγησόμεθα. Ω κοσμοχαρμόσυνος και παμφαεστάτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου μας! Ω αναστάσιμος ημέρα, η οποία μας προμηνύει την ιδικήν μας ανάστασιν! Ω Κυρία ημέρα της Κυρίας των ημερών η παρούσα ημέρα, η οποία μας εχάρισε μεγάλην χαράν, διότι δεν αποθνήσκομεν! Χριστιανοί, ανίσως ο πατριάρχης Αβραάμ μετά της Σάρρας έλαβον μεγάλην χαράν, όταν ο Θεός εχάρισεν εις αυτούς ζώντα τον υιόν των Ισαάκ, αλλά πάλιν με χρόνους, αποθνήσκοντες οι γονείς μετά του υιού και πορευόμενοι όλοι με την λοιπήν συγγένειαν εις την κόλασιν και μη δυνάμενοι να ελευθερωθούν από τας χείρας του διαβόλου δια την παρακοήν του Αδάμ, ελυπούντο και ετυραννούντο μεγάλως. Αλλ’ ημείς τώρα πιστεύοντες την Ανάστασιν του Χριστού και βεβαιούμενοι, ότι αν και αποθνήσκομεν προς ώραν, αλλ’ επειδή ο Χριστός κατήργησε το βασίλειον και την τυραννίαν του διαβόλου δεν φοβούμεθα να δέση τας ψυχάς μας εις την κόλασιν, καθώς έδενε τους προπάτορας και τους εβασάνιζεν όλους. Όθεν και μεγαλυτέρα είναι η ιδική μας χαρά βέβαια και η ευφροσύνη παρά του πατριάρχου Αβραάμ· «Ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β:19), «Ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ» (Ρωμ. στ: 8). «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή» (είπεν ο Χριστός), ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ, ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν. ια: 25 – 26). Kατήλθεν ο Υιός του Θεού εις τον Τάφον, δεδεμένος με το σουδάριον, με την σμύρναν, και κατερχόμενος εις τον βυθόν της κολάσεως βλέπει το μέγα θηρίον, τον διάβολον, με όλους τους συντρόφους του, οι οποίοι επολέμουν βιαίως και ετυράννουν τας ψυχάς των ανθρώπων τέσσαρες χιλιάδες και εξακοσίους εννέα χρόνους, φόβω δε μεγάλω περισχεθέντος του μιαρού, τον δένει ο ουράνιος Βασιλεύς και παρευθύς αρπάζει από τας χείρας του όλους τους αιχμαλώτους προπάτορας. Ταράττει ο μέγας σεισμός τα μνημεία και ανοιγόμενοι οι τάφοι, εγείρεται επάνω ο Βασιλεύς αβλαβής και τροπαιούχος από την κόλασιν και από τον Άδην. Ευτυχείς λοιπόν οι εγερθέντες εκ των νεκρών και τρισάθλιοι οι παράνομοι Ιουδαίοι. Ευτυχείς οι Χριστιανοί, διότι επιστεύσατε τον Χριστόν, όστις είναι η ζωή και δια τούτο δεν αποθνήσκετε, λέγει ο Ιωάννης. «Αύτη εστίν η μαρτυρία, ότι ζωήν αιώνιον έδωκεν υμίν ο Θεός· και αύτη η ζωή εν τω Υιώ Αυτού εστιν· ο έχων τον Υιόν, έχει την ζωήν· ο μη έχων τον Υιόν του Θεού, την ζωήν ουκ έχει» (Α΄ Ιωάν. ε: 11 – 12). Οι Χριστιανοί επίστευσαν τον Υιόν του Θεού· όθεν έχουν και την ζωήν· όσοι δεν έχουν την ζωήν δεν αποθνήσκουν, αλλ’ εκείνοι οι οποίοι δεν επίστευσαν τον Υιόν του Θεού. Ευτυχείς οι Χριστιανοί, οι πιστεύοντες την αληθινήν Πίστιν, οι εορτάζοντες κάθε Κυριακήν την αγίαν Ανάστασιν. Τρισάθλιοι οι άπιστοι, οι οποίοι, καθώς είναι και εις όλα των τα έργα τυφλοί, ούτω εξέλεξαν άλλοι την Παρασκευήν και άλλοι το Σάββατον, δια να εορτάζωσι την θρησκείαν των· σεις δε οι του αληθινού Θεού δούλοι και ακόλουθοι του Κυρίου, έχετε την Κυριακήν, την Κυριακήν, η οποία είναι η ημέρα του Κυρίου, λαμπρά και κοσμοχαρμόσυνος. Μη λυπείσθε λοιπόν, ω ευλογημένοι δούλοι του Κυρίου, διότι σεις δεν αποθνήσκετε (καθώς ηκούσατε), αλλ’ ολίγον κοιμώμενοι, θέλετε εγερθή ως από τον ύπνον εν ριπή οφθαλμού, οπόταν σαλπίση εξ ουρανού η σάλπιξ του Αρχαγγέλου και θέλετε αναστηθή από τα μνημεία ηλλοιωμένοι από τον φθαρτόν εις το άφθαρτον· από την γην εις του Ουρανόν· και από τα βάσανα τα οποία πάσχετε εδώ δια την Πίστιν από τους απίστους, εις τας χαράς και αγαλλιάσεις των Δικαίων και εις τας αναπαύσεις και δοξολογίας του αναστάντος Χριστού και Θεού σας. Τελειώνει την μαρτυρίαν επάνω εις τους ουρανούς ο μακάριος Παύλος και σας φωνάζει εις την πρώτην προς Κορινθίους και σας βεβαιώνει δια των εξής· «Ιδού, μυστήριον υμίν λέγω· πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα, εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι· σαλπίσει γαρ και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγηγόμεθα. Δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν… τω δε Θεώ χάρις τω διδόντι ημίν το νίκος, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α΄ Κορ. ιε: 51 – 57). Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου