Η
εκ νεκρών Ανάστασις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άνδρες αδελφοί, περισσότερον
πάσης αποδείξεως πληροφορεί, ότι αυτός ούτος είναι ο Υιός του Θεού και ο
λυτρωτής παντός του κόσμου. Διαστρέφουσιν οι Ιουδαίοι, ως άσπονδοι του Χριστού
εχθροί, τας περί Αυτού προφητείας, τινάς μεν επί τον Ιησούν του Ναυή, τινάς δε
επί τον Σολομώντα, και άλλας επί άλλους παραλόγως εφαρμόζοντες οι ανόητοι. Και
τα εξαίσια δε θαύματα, τα από συλλήψεως Χριστού έως του θανάτου και της ταφής
Αυτού, όμοια στοχάζονται μετά των υπό Μωϋσέως και Ηλιού και Ελισσαίου
γεγενημένων. Περί δε της εκ νεκρών Αναστάσεως του Χριστού μηδέ λόγον εναντίον
έχοντες, μηδέ παράδειγμα όμοιον ευρίσκοντες, επί την άρνησιν καταφεύγουσιν οι
των λίθων αναισθητότεροι.
Όθεν και αργύρια αρκετά έδωκαν εις τους στρατιώτας, τους τον Τάφον Αυτού φυλάττοντες, ίνα καταψευσθώσι και κηρύξωσιν, ότι οι Μαθηταί Αυτού έκλεψαν Αυτόν. Δια τούτο λοιπόν ο των απάντων Δεσπότης και Κύριος, θέλων να καταδείξη την αλήθειαν της εκ νεκρών Αυτού Αναστάσεως, πολλάς περί αυτής και θείας και ανθρωπίνους έδωκεν αποδείξεις. Τούτων δε τας επισημοτέρας περιέχει το σήμερον αναγνωσθέν Ευαγγέλιον. Αυτάς λοιπόν, αγαπητοί μου Χριστιανοί, μετά προσοχής και ευλαβείας ακούσατε, ίνα και την ασφάλειαν έχητε των λόγων, ων εδιδάχθητε, και του μακαρισμού αξιωθήτε, ως μη ιδόντες του Κυρίου την Ανάστασιν, αλλ’ ακούσαντες και πιστεύσαντες. «Ούσης οψίας, τη ημέρα εκείνη τη μια των σαββάτων, και των θυρών κεκλεισμένων, όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων ήλθεν ο Ιησούς, και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· Ειρήνη υμίν» (Ιωάν. κ: 19). Μία μεν είναι η πρώτη, σάββατα δε ή σάββατον ονομάζουσιν οι Εβραίοι την εβδομάδα κατά το «νηστεύω δις του σαββάτου» (Λουκ. ιη:12), ήτοι δις της εβδομάδος. Ώστε η μία των σαββάτων είναι η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήτοι η Κυριακή. Κατ’ εκείνην λοιπόν την ημέραν, την Κυριακήν, κατά την οποίαν εγένετο η Ανάστασις, «ούσης οψίας», ήτοι το εσπέρας πολλά αργά, δηλαδή εις τας αρχάς της νυκτός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθεν εις την οικίαν, της οποίας αι θύραι ήσαν κεκλεισμέναι, και εις την οποίαν ήσαν συνηθροισμένοι οι Μαθηταί, φοβούμενοι τους καταδιώκοντας αυτούς Ιουδαίους. Διατί δε «ούσης οψίας» ήλθε; Και διατί εισήλθε «των θυρών κεκλεισμένων»; Και διατί «έστη εις το μέσον»; Και διατί είπεν «Ειρήνη υμίν»; Ήλθεν «οψίας ούσης», επειδή δια τον φόβον των Ιουδαίων το εσπέρας εξόχως συνηθροίζοντο εις το κατάλυμα αυτών οι Απόστολοι. Δια τούτο λοιπόν ήλθε το εσπέρας, ίνα εύρη πάντας συνηθροισμένους. Αλλά και δι’ άλλον μυστικώτερον λόγον τούτο ωκονόμησεν ο Κύριος. Πάσα η ανθρώπινος φύσις πριν της Αναστάσεως του Σωτήρος εν τω σκότει της αμαρτίας έκειτο, και εν τη σκιά του θανάτου ήτο καθημένη. Όθεν ο μεν Δαβίδ, περί του φωτισμού αυτής προφητεύων, έλεγεν· «Εξανέτειλεν εν σκότει φως τοις ευθέσιν» (Ψαλμ. ρια: 4), ο δε Ησαϊας· «Ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει ίδετε φως μέγα» (Ησ. θ:2). Και «τότε ανατελεί εν τω σκότει το φως σου (αυτ. νη: 10). Ο δε Ζαχαρίας· «Εν οις επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους, επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις» (Λουκ. α: 78). Και ανέστη λοιπόν την νύκτα, και προς τους Μαθητάς Αυτού ήλθε περί τας αρχάς της εξής νυκτός, ίνα ταύτας τας περί Αυτού προφητείας και κατά το γράμμα πληρώσας, δείξη ότι και εις τους εν τω σκότει της αμαρτίας εφάνη και τους εν τη νυκτί της αγνωσίας καθεύδοντας εφώτισε. Εισήλθε δε «των θυρών κεκλεισμένων», πρώτον μεν, ίνα μη τας θύρας κτυπήσας ταράξη και φοβίση τους Μαθητάς· δεύτερον δε, ίνα, ιδόντες το θαύμα, πιστεύσωσι την εκ νεκρών Αυτού Ανάστασιν. Τρίτον, ίνα διδάξη ότι προς εκείνους τους ανθρώπους έρχεται, οίτινες κρατούσι κεκλεισμένας τας θύρας του οίκου της ψυχής αυτών, ήτοι του σώματος τας αισθήσεις, ίνα μη εμβαίνη η αμαρτία. Πως δε, σώμα ανθρώπινον φορών ο Κύριος ημών, διεπέρασε δια των κεκλεισμένων θυρών; Καθώς διήλθε την μήτραν της Αγίας Παρθένου, την παρθενίαν Αυτής μη λύσας· καθώς περιπατών διέβη την θάλασσαν μη καταποντισθείς εις το βάθος· καθώς έπραξε τόσα άλλα αναρίθμητα θαυμάσια, ήτοι τη παντοδυναμία της Αυτού Θεότητος. «Έστη δε εις το μέσον», ίνα πάντες οι παρεστώτες απαρεμποδίστως βλέπωσιν Αυτόν τε και τας χείρας και την πλευράν Αυτού· «έστη εις το μέσον», ίνα φανερώση ότι πάντας επίσης αγαπά, περί πάντων επίσης προνοεί, και πάντων επίσης θέλει την σωτηρίαν. Είπε δε «Ειρήνη υμίν», διότι τούτο κατώρθωσεν, ελθών εις τον κόσμον, έλυσε του φραγμού το μεσότοιχον, ήνωσε τα διεστώτα, ειρήνευσε τον Θεόν και τον άνθρωπον· «Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφες. β: 14). Όθεν, καθώς, ότε εις τον κόσμον εγεννήθη, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» έψαλλον οι Άγγελοι, «και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β: 14)· και πάλιν ότε εκ του κόσμου απεδήμει, «Ειρήνην, έλεγεν, αφίημι υμίν» (Ιωάν. ιδ: 27), ούτω και εκ νεκρών αναστάς, «Ειρήνη υμίν» είπε προς τους εαυτού Μαθητάς. «Και τούτ ειπών, έδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν αυτού. Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν. κ: 20). «Έδειξεν αυτοίς τας χείρας», ίνα ίδωσι των ήλων τα τυπώματα· έδειξε «την πλευράν», ίνα γνωρίσωσι της λόγχης το κέντημα, και ούτω βεβαιωθώσιν ότι αυτός ο εν μέσω αυτών εστώς και υπ’ αυτών βλεπόμενος, αυτός είναι ο παθών, και καθηλωθείς, και λογχευθείς. Ακούσατε δε και άλλον λόγον πνευματικώτερον. Τας μεν χείρας έδειξεν, ως όργανα της πλάσεως, την δε πλευράν, ως πηγήν της σωτηρίας. Ώστε η δείξις των μελών τούτων ως φωνή ήτο, ήτις έλεγε· «Βλέπετε, ω Μαθηταί, ταύτας τας καθηλωμένας χείρας; Αυταί είναι αι πλάσασαι τον άνθρωπον. Βλέπετε ταύτην την τετραυματισμένην πλευράν; Εξ αυτής έρρευσε το αίμα και το ύδωρ, τα σωτηριώδη της ανθρωπότητος θεραπευτήρια. Αι χείρες του Αδάμ εξετάθησαν επί τη του απηγορευμένου καρπού βρώσει· αι χείρες αύται ηπλώθησαν επάνω εις το σταυρικόν της καταδίκης ξύλον. Η εκ της πλευράς του Αδάμ πλασθείσα γυνή, υπό του όφεως απατηθείσα, ήμαρτεν· η πλευρά αύτη δια της λόγχης κεντηθείσα, την αμαρτίαν εθεράπευσεν. Επειδή δε είδον και εγνώρισαν οι Μαθηταί τον Κύριον, χαράς μεγάλης η καρδία αυτών επληρώθη, καθώς εν τω καιρώ του σωτηρίου Αυτού Πάθους προείπεν εις αυτούς ο θεάνθρωπος Ιησούς· «Πάλιν δε όψομαι υμάς, και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. ιστ:22). «Είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν· Ειρήνη υμίν· καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ: 21). Διατί και προ του Πάθους δις έδωκε την ειρήνην, λέγων· «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ: 27), και μετά την Ανάστασιν ομοίως «Ειρήνη υμίν», και πάλιν «Ειρήνη υμίν»; Διότι διπλούς είναι ο άνθρωπος, εκ ψυχής και σώματος συγκείμενος· πάσχει δε και η ψυχή ταραχάς και συγχύσεις, καθώς και το σώμα. Έδωκε λοιπόν ο άρχων της ειρήνης την ειρήνην και εις το πνεύμα και το σώμα. Στοχασθήτε δε και άλλον λόγον· ημείς πολλάκις ειρήνην έχομεν μετά των άλλων ανθρώπων, πόλεμον δε μεθ’ εαυτών, τον εκ των παθών ημών. Εδιπλασίασε λοιπόν την της ειρήνης μετάδοσιν, ίνα όχι μόνον μετά των άλλων ανθρώπων, αλλά και μετά της ιδίας ψυχής και της σαρκός και της συνειδήσεως ειρηνεύωσι πάντες οι εις αυτόν πιστεύσαντες. Ότε δε δια του κραταιού της ειρήνης όπλου εναντίον παντός πολέμου καθώπλισε τους ιδίους Μαθητάς, τότε επί το παγκόσμιον κήρυγμα αυτούς απέστειλεν, ειπών· «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ:21). Μέγα αληθώς, ένδοξον, θείον τε και ουράνιον το αποστολικόν αξίωμα! Καθώς ο προαιώνιος Πατήρ τον μονογενή Αυτού Υιόν απέστειλεν εις τον κόσμον, ούτω και ο μονογενής Αυτού Υιός και Θεός εις την οικουμένην έπεμψε τους εαυτού Μαθητάς. Πως απέστειλεν ο Πατήρ τον Υιόν; Εν πάση εξουσία και δυνάμει, ως αυτός ο Υιός εμαρτύρησε, λέγων· «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου» (Ματθ. ια: 27). Εν δυνάμει και εξουσία επέμφθησαν και οι θεοφόροι Απόστολοι. Όθεν ασθενείς εθεράπευον, δαιμόνια εδίωκον, νεκρούς εξήγειρον, θαύματα εξαίσια ειργάζοντο, και δια της διδασκαλίας αυτών τον κόσμον όλον υπέταξαν. «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς». Μέγα το χάρισμα, υπέρτιμον το δώρον! Θεόπεμπτος ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· θεόπεμπτοι και οι Άγιοι Απόστολοι. Δια τι δε απέστειλεν ο Πατήρ τον Υιόν; «Ευαγγελίσασθαι, λέγει, πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, καλέσαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν και ημέραν ανταποδόσεως, παρακαλέσαι πάντας τους πενθούντας» (Ησ. ξα: 1 – 2)· και αλλαχού πάλιν· «ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωάν. γ: 17). Δια τούτ’ αυτό λοιπόν επέμφθησαν και οι σημειοφόροι Απόστολοι, τουτέστιν, ίνα κηρύξωσι της σωτηρίας τα ευαγγέλια και επιστρέψωσιν εκ της πλάνης τον κόσμον, και συγχωρήσωσι των ανθρώπων τας αμαρτίας. Επειδή δε μόνη του Παναγίου Πνεύματος η δύναμις λύει των αμαρτημάτων τους δεσμούς, δια τούτο επάγει ο Ευαγγελιστής τα εξής του Σωτήρος λόγια. «Και τούτο ειπών, ενεφύσησε, και λέγει αυτοίς· Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. κ: 22 – 23). Την Χάριν και δύναμιν του Παναγίου Πνεύματος λέγει Πνεύμα Άγιον, καθώς και αλλαχού· «Τα ρήματα, α εγώ λαλώ, πνεύμα εστιν» (Ιωάν. στ: 63), ήτοι έχουσι χάριν και δύναμιν πνευματικήν. Ποίαν δε Χάριν έλαβον οι Απόστολοι; Την εξουσίαν του λύειν και δεσμείν τα αμαρτήματα. Την χάριν ταύτην πρώτον μεν εις τον Πέτρον υπεσχέθη ο Σωτήρ ημών, ειπών προς αυτόν· «Και δώσω σοι τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών· και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. στ: 19). Έπειτα επηγγείλατο αυτήν ομοίως και εις πάντας τους Μαθητάς λέγων· «Αμήν λέγω υμίν. Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ· και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. ιη 18). Ταύτην την επαγγελθείσαν χάριν έδωκεν ο Κύριος μετά την Αυτού Ανάστασιν επίσης εις πάντας τους Αποστόλους, ειπών το «λάβετε Πνεύμα Άγιον» και τα εξής. Δια δε των Αποστόλων και εις πάντας τους κατά καιρόν γνησίους αυτών διαδόχους, ήτοι τους Ορθοδόξους Αρχιερείς, την αυτήν Χάριν δίδωσιν ο Χριστός. Την διπλήν ταύτην εξουσίαν έδειξεν ο θεηγόρος Απόστολος Παύλος, γράψας προς τους Κορινθίους· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος, συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, παραδούναι τον τοιούτον τω Σατανά εις όλεθρον της σαρκός (ιδού η εξουσία του δεσμείν), ίνα το πνεύμα σωθή (ιδού η δύναμις του λύειν τα αμαρτήματα) εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (Α΄ Κορ. ε: 4)· Μεγάλη η Χάρις! Ουράνιον και ψυχοσωτήριον δώρον αληθώς έλαβεν η ανθρωπότης! Δια τι δε πρώτον ενεφύσησεν ο δωρεοδότης, έπειτα την Χάριν μετέδωκε; Δια του θείου εμφυσήματος έλαβεν ο άνθρωπος την ψυχήν· «Ενεφύσησε, λέγει, εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν»(Γεν. β: 7). Η ψυχή του ανθρώπου ενεκρώθη δια την αμαρτίαν κατά την θείαν απόφασιν, «η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (αυτ. β: 17). Ενεφύσησε λοιπόν ο ζωοδότης, ίνα την νενεκρωμένην του ανθρώπου ψυχήν αναζωοποιήση και επιδεκτικήν κατασκευάση της του Παναγίου Πνεύματος Χάριτος, και δείξη ότι αυτός είναι ο δημιουργός ο εμφυσήσας εις το πρόσωπον του ανθρώπου και δους εις αυτόν πνοήν ζωής, και παραστήση ότι ο τότε πλάσας τον άνθρωπον, ο αυτός είναι ο και νυν αναπλάττων την του ανθρώπου ψυχήν. «Θωμάς δε, εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ’ αυτών, ότε ήλθεν ο Ιησούς» (Ιωάν. κ: 24). Δώδεκα Αποστόλους εποίησεν ο Κύριος (Μάρκ. γ: 14), αλλ’ ο Ιούδας μετά την προδοσίαν εξέπεσε του αποστολικού αξιώματος. Όθεν ένδεκα μόνον ήσαν οι Απόστολοι, ότε ο Χριστός εκ νεκρών ανέστη· αλλ’ ο Ευαγγελιστής είπεν «εις εκ των δώδεκα», και ουχί εκ των ένδεκα, τον πρώτον αριθμόν των Αποστόλων μνημονεύσας, ον ύστερον δια του Ματθίου ανεπλήρωσαν οι Απόστολοι. Το δε «ο λεγόμενος» αντί του ο μεθερμηνευόμενος είπε. Διότι το όνομα Θωμάς είναι Χαλδαϊκόν από του Εβραϊκού Θεόμ γενόμενον (όρα τον Ζεγέρ εν τω 6 τομ. Των καλουμ. Ιερ. Κριτικ.), εις δε την Ελληνικήν γλώσσαν δίδυμος ερμηνεύεται. Ευλόγως δε την λέξιν μεθηρμήνευσεν ο θεόπνευστος διδάσκαλος, ίνα διδάξη ότι και το όνομα του Αποστόλου, ήτοι το Θωμάς, εμφαίνει ότι διστακτικός ήτο κατά την γνώμην και δυσκολόπιστος. Δια τι δε ουχ ευρέθη ο Θωμάς, ότε προς τους Μαθητάς ήλθεν ο Θεάνθρωπος; Οικονομικώς, προς περισσοτέραν πίστωσιν της Αναστάσεως του Χριστού. Και σιωπά μεν ο Ευαγγελιστής το που τότε διέτριβεν ο Θωμάς, αλλ’ επειδή εις τον καιρόν του σωτηρίου Πάντες οι Μαθηταί έφυγον και διεσκορπίσθησαν, πολλά πιθανόν φαίνεται ότι αυτός, χωρισθείς τότε των Αποστόλων, ευρίσκετο έτι εις τον τόπον όπου εκρύβη. Άλλη δε απορία γεννάται εκ της του Θωμά απουσίας, πως δηλαδή αυτός μετέλαβε της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, μη ευρεθείς μετά των άλλων Μαθητών, ότε ο Κύριος ενεφύσησε και είπε· «Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Λύει την απορίαν ταύτην ο τύπος του πράγματος. Εκλέγει ο Μωϋσής δια προσταγής του Θεού εβδομήκοντα πρεσβυτέρους, και γράφει τα ονόματα αυτών, ίνα λάβωσι χάριν παρά Θεού. Αυτοί πάντες περιμένουσι την χάριν, κύκλω της Σκηνής ιστάμενοι. Δύο μόνοι, ο Ελδάδ και Μωδάδ, δεν ήλθον εις την Σκηνήν, αλλ’ έμειναν εν τη παρεμβολή. Καταβαίνει ο Θεός εν νεφέλη εις την Σκηνήν, και δίδωσι την χάριν ουχί μόνον εις τους παρεστηκότας εν τη Σκηνή, εξήκοντα οκτώ πρεσβυτέρους, αλλά και εις τους δύο απόντας, εις τον Ελδάδ δηλαδή και τον Μωδάδ. Λαμβάνουσι την χάριν επίσης και οι παρόντες και οι απόντες· επαναπαύεται το Πνεύμα και εις τους εξήκοντα οκτώ τους εν τη Σκηνή, και εις τους δύο τους εν τη παρεμβολή. Και οι ευρεθέντες εν τη Σκηνή και οι καταλειφθέντες εν τη παρεμβολή επίσης προφητεύουσιν· οι μεν, διότι παρίσταντο· οι δε, καθότι εκλελεγμένοι ήσαν και καταγεγραμμένοι. «Και κατελείφθησαν δύο άνδρες», λέγει η θεία Γραφή, «εν τη παρεμβολή, όνομα τω ενί Ελδάδ, και όνομα τω δευτέρω Μωδάδ, και επανεπαύσατο επ’ αυτούς το Πνεύμα και ούτοι ήσαν των καταγεγραμμένων και ουκ ήλθον προς την Σκήτην, και επροφήτευσαν εν τη παρεμβολή» (Αριθ. ια: 26). Τα της Παλαιάς Διαθήκης τύπος είναι των της Νέας. Όθεν η χάρις, η τότε δοθείσα εις τους πρεσβυτέρους, την πνευματικήν δωρεάν εσήμαινεν, την οποίαν ύστερον έλαβον οι Άγιοι Απόστολοι, ως αυτός ο μέγας Μωϋσής μαρτυρεί, λέγων· «Και τις δώη πάντα τον λαόν Κυρίου Προφήτας, όταν δω Κύριος το Πνεύμα Αυτού επ’ αυτούς»; (Αριθ. ια: 29). Καθώς λοιπόν εκεί ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, απόντες, προφητικού χαρίσματος ηξιώθησαν, ούτω και ενταύθα ο Θωμάς, μη παρών, έλαβε του λύειν και δεσμείν την εξουσίαν. Ο Ελδάδ και ο Μωδάδ έλαβον το χάρισμα, επειδή εγράφησαν υπό του Μωϋσέως εις τον αριθμόν των εβδομήκοντα πρεσβυτέρων· εις τον Θωμάν εδόθη η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, επειδή ήτο συγκατηριθμημένος υπό του Χριστού εις τον αριθμόν των δώδεκα Αποστόλων. Επειδή δε ουχ ευρέθη ο Θωμάς, ότε ήλθεν Ιησούς. «Έλεγον ουν αυτώ οι άλλοι μαθηταί· Εωράκαμεν τον Κύριον. Ο δε είπεν αυτοίς· Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού ου μη πιστεύσω» (Ιωάν. κ: 25). Πάντα, ως φαίνεται, διηγήθησαν εις αυτόν οι Μαθηταί, ήτοι ότι είδον τον Κύριον και τας χείρας και την πλευράν Αυτού και τα των ήλων τυπώματα. Αλλά διατί τοσαύτη και τοιαύτη απιστία; Μέγας αληθώς και δυσπαράδεκτον πράγμα η ανάστασις των νεκρών! Αλλ’ ο Θωμάς και την θυγατέρα του Ιαείρου και της χήρας τον υιόν και τον τεταρταίον Λάζαρον είδεν αναστάντα εκ των νεκρών. Διατί λοιπόν τοσαύτη απιστία; Μήπως η υπερβολική λύπη, καθότι δεν ηξιώθη να ίδη τον Κύριον, κατετάραξε το πνεύμα αυτού, όθεν εις τοσαύτην απιστίαν περιέπεσε; Μήπως η φιλοτιμία εγέννα την απιστίαν; Ήθελε δηλαδή και αυτός να ίδη όσα οι άλλοι Μαθηταί είδον, ίνα μη κατώτερος νομίζηται κατά την αποστολικήν χάριν και αξίαν; Μήπως ο ζήλος του κηρύγματος προυξένει την απιστίαν; Τουτέστιν εζήτει να ίδη και να ψηλαφήση ίνα το κήρυγμα αυτού έχη πάσαν αξιοπιστίαν, και ίνα μαρτυρή και κηρύττη εις τον κόσμον όχι μόνον ότι ήκουσεν, αλλ’ ότι και είδε και εψηλάφησε τον Χριστόν αναστάντα, και ούτως επιβεβαιοί όσα περί του Σωτήρος έμελλε να διδάξη και ως ακροατής και ως αυτόπτης μάρτυς; Τοιούτον βέβαια σκοπόν είχεν ο του Κυρίου Απόστολος. Κακή η απιστία· αλλά καλός της απιστίας ο σκοπός. Όθεν ο φιλάνθρωπος, ο τας καρδίας ετάζων και τους νεφρούς, γνωρίσας τον αγιώτατον του Θωμά σκοπόν, ιδιάζουσαν φροντίδα λαμβάνει, ίνα πληροφορήση αυτόν, συν αυτώ δε και άπασαν την οικουμένην· διότι λέγει η ευαγγελική ιστορία. «Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού, και Θωμάς μετ’ αυτών. Έρχεται ο Ιησούς, των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον, και είπεν· Ειρήνη υμίν» (Ιωάν. κ: 26). Διατί ουχί ευθύς, αλλά μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν εφάνη ο Θεάνθρωπος; Ίνα έχη η οπτασία, η ενώπιον του Θωμά γενομένη, πάντα όσα είχε και η πρώτη, ότε ουχ ευρέθη ο Θωμάς. Θύραι κεκλεισμέναι, Μαθηταί συνηγμένοι, η αυτή στάσις εις το μέσον, ο αυτός ασπασμός «Ειρήνη υμίν», τα αυτά και εις τας δύο οπτασίας. Επειδή λοιπόν η πρώτη εγένετο εν ημέρα Κυριακή, εν ημέρα Κυριακή εγένετο και η Δευτέρα, ίνα έχη το απαράλλακτον μετά της πρώτης, και ούτω βλέπων ο Θωμάς των δύο οπτασιών την συμφωνίαν και ομοιότητα, μηδεμίαν εις το εξής αφορμήν έχη απιστίας. Μήπως δε και άλλον μυστικώτερον λόγον έχει η μεθ’ ημέρας οκτώ οπτασία, και το μεν οκτώ τον όγδοον και έσχατον αιώνα σημαίνει, ο δε Θωμάς το μέρος των ανθρώπων, οίτινες δεν υπετάγησαν εις τον Χριστόν δια της πίστεως; «Νυν γαρ», λέγει ο θείος Απόστολος, «ούπω ορώμεν αυτώ τα πάντα υποτεταγμένα» (Εβρ. β: 8)· έως τότε δε πάντες πιστεύσουσι, «και γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν» (Ιωάν. ι: 16). «Μεθ’ ημέρας οκτώ» λοιπόν πάλιν φανείς ο του κόσμου Σωτήρ και ειπών το «Ειρήνη υμίν». «Είτα λέγει τω Θωμά· Φέρε τον δακτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου· και φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου· και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιωάν. κ: 27). Ω της αφάτου φιλανθρωπίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Απαντά ο Κύριος εις όσα είπεν ο Θωμάς, δεικνύων ότι τα πάντα ως καρδιογνώστης Θεός γινώσκει. Είτα προσκαλεί αυτόν προς την ψηλάφησιν, ίνα φανερώση ότι και δια μιάς μόνης ψυχής την σωτηρίαν έτοιμος είναι να υπομείνη τα πάντα. Και εις μεν την Μαγδαληνήν Μαρίαν δεν συνεχώρησε την ψηλάφησιν, είτε διότι περιεργεία κινουμένη τούτο εζήτησεν, είτε διότι απερισκέπτως και τολμηρώς ώρμησεν, είτε διότι δεν ήτο αξία, ως μήπω καθαρθείσα δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν έλαβον οι πιστεύσαντες μετά την Ανάστασιν του Σωτήρος προς τον Πατέρα Αυτού· όθεν και έλεγε προς αυτήν· «ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου» (Ιωάν. κ: 17)· τον δε Θωμάν, επειδή πληροφορίαν εζήτει της εκ νεκρών Αναστάσεως και ηξιώθη πρότερον της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος δια της δεσποτικής φωνής «λάβετε Πνεύμα Άγιον», και προσκαλεί αυτόν, και παρακινεί προς ψηλάφησιν, λέγων· «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου· και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου». Πρώτον λοιπόν έπεισεν αυτόν ο φιλάνθρωπος Κύριος δια της αποδείξεως, την οποίαν εζήτησεν, έπειτα ενουθέτησεν αυτόν λέγων· «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». «Και απεκρίθη ο Θωμάς, και είπεν αυτώ· Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάν. κ: 28). Ταχύς εις ομολογίαν ο περί την πίστιν βραδύς! Βλέπε δε πόσην ακρίβειαν και τελειότητα έχει η ομολογία, άμα δε και ομοιότητα μετά της ομολογίας του Πέτρου. «Συ ει ο Χριστός», είπεν ο Πέτρος, «ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ιστ: 16)· «Ο Κύριός μου», λέγει ο Θωμάς, «και ο Θεός μου». Και οι δύο επίσης την ανθρωπότητα κηρύττουσι, και θεολογούσι του Χριστού την θεότητα. Και οι δύο ομολογούσι τας δύο φύσεις και την μίαν υπόστασιν του Θεανθρώπου Σωτήρος. Την μεν φύσιν την ανθρώπινον ο Πέτρος δια του «συ ει ο Χριστός», ο Θωμάς δια του «ο Κύριός μου», την δε φύσιν της θεότητος ο μεν Πέτρος δια του «ο Υιός του Θεού του ζώντος», ο δε Θωμάς δια του «ο Θεός μου», την δε μίαν υπόστασιν ο τε Πέτρος και ο Θωμάς συνάψαντες εις εν τα δύο, ο μεν ειπών, «συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος», ο δε «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», ένα και τον αυτόν Θεόν και άνθρωπον, τον Χριστόν, συμφώνως προς τον Πέτρον ο Θωμάς και ομολογεί και κηρύττει. Επειδή δε τόσην πρόνοιαν ο Σωτήρ ημών έδειξεν, ίνα τον Θωμάν πιστώση, παρατείνει της θείας Αυτού προνοίας την ευεργεσίαν και επί τους άλλους, όσοι ουδέ είδον ουδέ εψηλάφησαν, και όμως επίστευσαν την εκ νεκρών Αυτού Ανάστασιν. Λέγει λοιπόν προς τον Θωμάν. «Λέγει αυτώ ο Ιησούς· Ότι εώρακάς με, Θωμά, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ: 29). Συ, λέγει, ω Θωμά, επίστευσας, διότι με είδες· παρέστην εγώ ενώπιόν σου, έδειξα εις σε τας χείρας μου και την πλευράν μου· όθεν είδες, εψηλάφησας, επίστευσας. Όσοι βλέπουσι και ψηλαφώσιν, εκείνοι υπό των αισθήσεων αναγκάζονται να πιστεύσουν· οι δε μη ιδόντες μηδέ ψηλαφήσαντες, αλλ’ ακούσαντες το κήρυγμα και πιστεύσαντες, υπό ουδεμιάς ανάγκης την πίστιν δέχονται· διο μακάριοι είναι και τρισευδαίμονες. Τι δε; Ο Θωμάς και οι λοιποί θείοι Απόστολοι, οι ιδόντες και πιστεύσαντες, δεν είναι άρα άξιοι του τοιούτου μακαρισμού; Κεκλεισμένων των θυρών είδον τον Κύριον εισελθόντα εις την οικίαν, όπου ήσαν συνηγμένοι· εκ του φόβου αυτών δεν επίστευσαν ότι έβλεπον τον εκ νεκρών αναστάντα Κύριον, αλλ’ ενόμιζον ότι βλέπουσι πνεύμα· «Πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι, εδόκουν πνεύμα θεωρείν» (Λουκ. κδ: 37)· και αυτοί δε προσκαλεσθέντες υπό του Κυρίου είδον τας χείρας και τους πόδας αυτού· «Ίδετε», είπε προς αυτούς, τας χείρας μου και τους πόδας μου· ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα· «και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας» (Λουκ. κδ: 39 – 40). Αλλά τι; Δια τούτο δεν είναι άρα γε αυτοί μακάριοι; Μη γένοιτο! Ο Κύριος, ειπών «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», δεν απέκλεισε τούτου του μακαρισμού τους ιδόντας και πιστεύσαντας, ουδέ καν είπεν ότι εκείνοι είναι μακαριώτεροι τούτων. Επειδή δε προ της εκ νεκρών Αναστάσεως Αυτού εμακάρισε τους Αποστόλους, ως ιδόντας Αυτόν τε και τα θαυμάσια Αυτού, και είπεν· «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι και τα ώτα υμών ότι ακούουσιν· αμήν γαρ λέγω ημίν, ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν» (Ματθ. ιγ: 16 – 17)· ίνα μη νομίσωμεν, ότι μόνοι οι ιδόντες Αυτόν και πιστεύσαντες, εκείνοι είναι οι μακάριοι, και ίνα πληροφορήση πάντας τους μετά ταύτα μη ιδόντας και πιστεύσαντας, ότι και αυτοί είναι του αυτού μακαρισμού άξιοι, είπε το «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Πως δε εν τω αφθάρτω του Κυρίου σώματι εφαίνοντο οι τύποι των ήλων και της λόγχης; Πως το άφθαρτον σώμα υπό του Θωμά εψηλαφήθη; Ταύτα Θεού συγκαταβάσει και δυνάμει εγένετο προς πίστωσιν της Αυτού εκ νεκρών Αναστάσεως. Και καθώς οι Άγγελοι, ότε εκ της γης ο Κύριος ανελήφθη, είδον τα ιμάτια Αυτού αίματι πεφοινιγμένα και εβόων· «Διατί σου ερυθρά τα ιμάτια και τα ενδύματά σου ως από πατητού ληνού»; (Ησ. ξγ: 2), ούτω και οι Απόστολοι είδον των ήλων και της λόγχης τα εκτυπώματα, και ο Θωμάς την πλευράν εψηλάφησε την ακήρατον. Μήπως δε την ψηλάφησιν ταύτην προεφήτευεν ο Προφητάναξ, ότε έλεγε· «Τον Θεόν εξεζήτησα ταις χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού, και ουκ ηπατήθην»; (Ψαλμ. οστ: 3). Επειδή δε παντοδυνάμω ενεργεία ταύτα εγένετο, δια τούτο θεοπνεύστως ο ιερός Ευαγγελιστής συγκαταλέγει αυτά μετά των άλλων σημείων και θαυμάτων, λέγων· «Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού· α ουκ έστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω» (Ιωάν. κ: 30). «Σημεία» ονομάζει τα παράδοξα έργα, τα τεράστια, τα θαύματα. Αλλά περί ποίων σημείων ομιλεί; Περί των προ της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ή περί των μετά την Ανάστασιν γεγενημένων; Πολλά πιθανόν φαίνεται ότι ομιλεί περί των μετά την Ανάστασιν. Διότι τα προ της Αναστάσεως θαύματα όχι μόνον ενώπιον των Μαθητών Αυτού, αλλά και έμπροσθεν πολλών ανθρώπων εποίησε. Ποία δε είναι τα μη γεγραμμένα «εν τω βιβλίω τούτω», ήτοι εν τω Αυτού Ευαγγελίω; Ίσως όσα ο Ιωάννης παρέλιπε και οι άλλοι Ευαγγελισταί προ Αυτού έγραψαν. Διότι ο μεν Ματθαίος ιστόρησε τον μέγαν σεισμόν και τον αστραπηφόρον Άγγελον, όστις απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου (Ματθ. κη: 2), ο δε Λουκάς την συνοδοιπορίαν και συνομιλίαν του αναστάντος Χριστού μετά των δύο Μαθητών, των πορευομένων εις Εμμαούς (Λουκ. κδ: 13 – 31), διηγηθείς ότι πρώτον μεν εκράτει τους οφθαλμούς αυτών, ίνα μη γνωρίσωσιν Αυτόν, έπειτα δε ότι άφαντος εγένετο απ’ αυτών, προς τούτοις δε ότι διήνοιξε τον νουν των Αποστόλων προς κατανόησιν των θείων Γραφών, και ότι ανελήφθη εις τον ουρανόν ενώπιον των οφθαλμών αυτών. Ταύτα δε εσιώπησεν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Ή πολλά και άλλα λέγει τα υπό ουδενός των Ευαγγελιστών γραφέντα; Διότι μυριάριθμα είναι τα του Σωτήρος Χριστού θαυμάσια, καθώς αλλαχού ο αυτός Ιωάννης εφανέρωσε δια τούτων των λόγων· «Έστι δε και άλλα πολλά, όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. κα: 25). Διατί δε τα σημεία ταύτα έγραψε; «Ταύτα δε γέγραπται, ίνα πιστεύσητε, ότι ο Ιησούς εστιν ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού» (Ιωάν. κ: 31). Δια τούτο λοιπόν εγράφησαν, ίνα πιστεύσωμεν «ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού». Βλέπετε την άπειρον του Θεού αγαθότητα; Ζητεί ο Θεός την πίστιν ημών, ουχί ίνα Αυτός ωφεληθή ή κερδήση τι, διότι ουδεμίαν έχει χρείαν των αγαθών ημών (Ψαλμ. ιε: 2), αλλ’ ίνα ημείς οι πιστεύσαντες κερδήσωμεν την ζωήν την τρισμακαρίαν και αθάνατον. Τι δε σημαίνει το «εν τω ονόματι Αυτού»; Το Όνομα Αυτού είναι Ιησούς, το δε Ιησούς σημαίνει Σωτήρ κατά την Εβραϊκήν διάλεκτον· ώστε το «εν τω ονόματι Αυτού» δηλοί το «σωθέντες δι’ Αυτού».
Όθεν και αργύρια αρκετά έδωκαν εις τους στρατιώτας, τους τον Τάφον Αυτού φυλάττοντες, ίνα καταψευσθώσι και κηρύξωσιν, ότι οι Μαθηταί Αυτού έκλεψαν Αυτόν. Δια τούτο λοιπόν ο των απάντων Δεσπότης και Κύριος, θέλων να καταδείξη την αλήθειαν της εκ νεκρών Αυτού Αναστάσεως, πολλάς περί αυτής και θείας και ανθρωπίνους έδωκεν αποδείξεις. Τούτων δε τας επισημοτέρας περιέχει το σήμερον αναγνωσθέν Ευαγγέλιον. Αυτάς λοιπόν, αγαπητοί μου Χριστιανοί, μετά προσοχής και ευλαβείας ακούσατε, ίνα και την ασφάλειαν έχητε των λόγων, ων εδιδάχθητε, και του μακαρισμού αξιωθήτε, ως μη ιδόντες του Κυρίου την Ανάστασιν, αλλ’ ακούσαντες και πιστεύσαντες. «Ούσης οψίας, τη ημέρα εκείνη τη μια των σαββάτων, και των θυρών κεκλεισμένων, όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων ήλθεν ο Ιησούς, και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· Ειρήνη υμίν» (Ιωάν. κ: 19). Μία μεν είναι η πρώτη, σάββατα δε ή σάββατον ονομάζουσιν οι Εβραίοι την εβδομάδα κατά το «νηστεύω δις του σαββάτου» (Λουκ. ιη:12), ήτοι δις της εβδομάδος. Ώστε η μία των σαββάτων είναι η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήτοι η Κυριακή. Κατ’ εκείνην λοιπόν την ημέραν, την Κυριακήν, κατά την οποίαν εγένετο η Ανάστασις, «ούσης οψίας», ήτοι το εσπέρας πολλά αργά, δηλαδή εις τας αρχάς της νυκτός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθεν εις την οικίαν, της οποίας αι θύραι ήσαν κεκλεισμέναι, και εις την οποίαν ήσαν συνηθροισμένοι οι Μαθηταί, φοβούμενοι τους καταδιώκοντας αυτούς Ιουδαίους. Διατί δε «ούσης οψίας» ήλθε; Και διατί εισήλθε «των θυρών κεκλεισμένων»; Και διατί «έστη εις το μέσον»; Και διατί είπεν «Ειρήνη υμίν»; Ήλθεν «οψίας ούσης», επειδή δια τον φόβον των Ιουδαίων το εσπέρας εξόχως συνηθροίζοντο εις το κατάλυμα αυτών οι Απόστολοι. Δια τούτο λοιπόν ήλθε το εσπέρας, ίνα εύρη πάντας συνηθροισμένους. Αλλά και δι’ άλλον μυστικώτερον λόγον τούτο ωκονόμησεν ο Κύριος. Πάσα η ανθρώπινος φύσις πριν της Αναστάσεως του Σωτήρος εν τω σκότει της αμαρτίας έκειτο, και εν τη σκιά του θανάτου ήτο καθημένη. Όθεν ο μεν Δαβίδ, περί του φωτισμού αυτής προφητεύων, έλεγεν· «Εξανέτειλεν εν σκότει φως τοις ευθέσιν» (Ψαλμ. ρια: 4), ο δε Ησαϊας· «Ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει ίδετε φως μέγα» (Ησ. θ:2). Και «τότε ανατελεί εν τω σκότει το φως σου (αυτ. νη: 10). Ο δε Ζαχαρίας· «Εν οις επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους, επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις» (Λουκ. α: 78). Και ανέστη λοιπόν την νύκτα, και προς τους Μαθητάς Αυτού ήλθε περί τας αρχάς της εξής νυκτός, ίνα ταύτας τας περί Αυτού προφητείας και κατά το γράμμα πληρώσας, δείξη ότι και εις τους εν τω σκότει της αμαρτίας εφάνη και τους εν τη νυκτί της αγνωσίας καθεύδοντας εφώτισε. Εισήλθε δε «των θυρών κεκλεισμένων», πρώτον μεν, ίνα μη τας θύρας κτυπήσας ταράξη και φοβίση τους Μαθητάς· δεύτερον δε, ίνα, ιδόντες το θαύμα, πιστεύσωσι την εκ νεκρών Αυτού Ανάστασιν. Τρίτον, ίνα διδάξη ότι προς εκείνους τους ανθρώπους έρχεται, οίτινες κρατούσι κεκλεισμένας τας θύρας του οίκου της ψυχής αυτών, ήτοι του σώματος τας αισθήσεις, ίνα μη εμβαίνη η αμαρτία. Πως δε, σώμα ανθρώπινον φορών ο Κύριος ημών, διεπέρασε δια των κεκλεισμένων θυρών; Καθώς διήλθε την μήτραν της Αγίας Παρθένου, την παρθενίαν Αυτής μη λύσας· καθώς περιπατών διέβη την θάλασσαν μη καταποντισθείς εις το βάθος· καθώς έπραξε τόσα άλλα αναρίθμητα θαυμάσια, ήτοι τη παντοδυναμία της Αυτού Θεότητος. «Έστη δε εις το μέσον», ίνα πάντες οι παρεστώτες απαρεμποδίστως βλέπωσιν Αυτόν τε και τας χείρας και την πλευράν Αυτού· «έστη εις το μέσον», ίνα φανερώση ότι πάντας επίσης αγαπά, περί πάντων επίσης προνοεί, και πάντων επίσης θέλει την σωτηρίαν. Είπε δε «Ειρήνη υμίν», διότι τούτο κατώρθωσεν, ελθών εις τον κόσμον, έλυσε του φραγμού το μεσότοιχον, ήνωσε τα διεστώτα, ειρήνευσε τον Θεόν και τον άνθρωπον· «Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφες. β: 14). Όθεν, καθώς, ότε εις τον κόσμον εγεννήθη, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» έψαλλον οι Άγγελοι, «και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β: 14)· και πάλιν ότε εκ του κόσμου απεδήμει, «Ειρήνην, έλεγεν, αφίημι υμίν» (Ιωάν. ιδ: 27), ούτω και εκ νεκρών αναστάς, «Ειρήνη υμίν» είπε προς τους εαυτού Μαθητάς. «Και τούτ ειπών, έδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν αυτού. Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν. κ: 20). «Έδειξεν αυτοίς τας χείρας», ίνα ίδωσι των ήλων τα τυπώματα· έδειξε «την πλευράν», ίνα γνωρίσωσι της λόγχης το κέντημα, και ούτω βεβαιωθώσιν ότι αυτός ο εν μέσω αυτών εστώς και υπ’ αυτών βλεπόμενος, αυτός είναι ο παθών, και καθηλωθείς, και λογχευθείς. Ακούσατε δε και άλλον λόγον πνευματικώτερον. Τας μεν χείρας έδειξεν, ως όργανα της πλάσεως, την δε πλευράν, ως πηγήν της σωτηρίας. Ώστε η δείξις των μελών τούτων ως φωνή ήτο, ήτις έλεγε· «Βλέπετε, ω Μαθηταί, ταύτας τας καθηλωμένας χείρας; Αυταί είναι αι πλάσασαι τον άνθρωπον. Βλέπετε ταύτην την τετραυματισμένην πλευράν; Εξ αυτής έρρευσε το αίμα και το ύδωρ, τα σωτηριώδη της ανθρωπότητος θεραπευτήρια. Αι χείρες του Αδάμ εξετάθησαν επί τη του απηγορευμένου καρπού βρώσει· αι χείρες αύται ηπλώθησαν επάνω εις το σταυρικόν της καταδίκης ξύλον. Η εκ της πλευράς του Αδάμ πλασθείσα γυνή, υπό του όφεως απατηθείσα, ήμαρτεν· η πλευρά αύτη δια της λόγχης κεντηθείσα, την αμαρτίαν εθεράπευσεν. Επειδή δε είδον και εγνώρισαν οι Μαθηταί τον Κύριον, χαράς μεγάλης η καρδία αυτών επληρώθη, καθώς εν τω καιρώ του σωτηρίου Αυτού Πάθους προείπεν εις αυτούς ο θεάνθρωπος Ιησούς· «Πάλιν δε όψομαι υμάς, και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. ιστ:22). «Είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν· Ειρήνη υμίν· καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ: 21). Διατί και προ του Πάθους δις έδωκε την ειρήνην, λέγων· «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ: 27), και μετά την Ανάστασιν ομοίως «Ειρήνη υμίν», και πάλιν «Ειρήνη υμίν»; Διότι διπλούς είναι ο άνθρωπος, εκ ψυχής και σώματος συγκείμενος· πάσχει δε και η ψυχή ταραχάς και συγχύσεις, καθώς και το σώμα. Έδωκε λοιπόν ο άρχων της ειρήνης την ειρήνην και εις το πνεύμα και το σώμα. Στοχασθήτε δε και άλλον λόγον· ημείς πολλάκις ειρήνην έχομεν μετά των άλλων ανθρώπων, πόλεμον δε μεθ’ εαυτών, τον εκ των παθών ημών. Εδιπλασίασε λοιπόν την της ειρήνης μετάδοσιν, ίνα όχι μόνον μετά των άλλων ανθρώπων, αλλά και μετά της ιδίας ψυχής και της σαρκός και της συνειδήσεως ειρηνεύωσι πάντες οι εις αυτόν πιστεύσαντες. Ότε δε δια του κραταιού της ειρήνης όπλου εναντίον παντός πολέμου καθώπλισε τους ιδίους Μαθητάς, τότε επί το παγκόσμιον κήρυγμα αυτούς απέστειλεν, ειπών· «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ:21). Μέγα αληθώς, ένδοξον, θείον τε και ουράνιον το αποστολικόν αξίωμα! Καθώς ο προαιώνιος Πατήρ τον μονογενή Αυτού Υιόν απέστειλεν εις τον κόσμον, ούτω και ο μονογενής Αυτού Υιός και Θεός εις την οικουμένην έπεμψε τους εαυτού Μαθητάς. Πως απέστειλεν ο Πατήρ τον Υιόν; Εν πάση εξουσία και δυνάμει, ως αυτός ο Υιός εμαρτύρησε, λέγων· «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου» (Ματθ. ια: 27). Εν δυνάμει και εξουσία επέμφθησαν και οι θεοφόροι Απόστολοι. Όθεν ασθενείς εθεράπευον, δαιμόνια εδίωκον, νεκρούς εξήγειρον, θαύματα εξαίσια ειργάζοντο, και δια της διδασκαλίας αυτών τον κόσμον όλον υπέταξαν. «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς». Μέγα το χάρισμα, υπέρτιμον το δώρον! Θεόπεμπτος ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· θεόπεμπτοι και οι Άγιοι Απόστολοι. Δια τι δε απέστειλεν ο Πατήρ τον Υιόν; «Ευαγγελίσασθαι, λέγει, πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, καλέσαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν και ημέραν ανταποδόσεως, παρακαλέσαι πάντας τους πενθούντας» (Ησ. ξα: 1 – 2)· και αλλαχού πάλιν· «ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωάν. γ: 17). Δια τούτ’ αυτό λοιπόν επέμφθησαν και οι σημειοφόροι Απόστολοι, τουτέστιν, ίνα κηρύξωσι της σωτηρίας τα ευαγγέλια και επιστρέψωσιν εκ της πλάνης τον κόσμον, και συγχωρήσωσι των ανθρώπων τας αμαρτίας. Επειδή δε μόνη του Παναγίου Πνεύματος η δύναμις λύει των αμαρτημάτων τους δεσμούς, δια τούτο επάγει ο Ευαγγελιστής τα εξής του Σωτήρος λόγια. «Και τούτο ειπών, ενεφύσησε, και λέγει αυτοίς· Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. κ: 22 – 23). Την Χάριν και δύναμιν του Παναγίου Πνεύματος λέγει Πνεύμα Άγιον, καθώς και αλλαχού· «Τα ρήματα, α εγώ λαλώ, πνεύμα εστιν» (Ιωάν. στ: 63), ήτοι έχουσι χάριν και δύναμιν πνευματικήν. Ποίαν δε Χάριν έλαβον οι Απόστολοι; Την εξουσίαν του λύειν και δεσμείν τα αμαρτήματα. Την χάριν ταύτην πρώτον μεν εις τον Πέτρον υπεσχέθη ο Σωτήρ ημών, ειπών προς αυτόν· «Και δώσω σοι τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών· και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. στ: 19). Έπειτα επηγγείλατο αυτήν ομοίως και εις πάντας τους Μαθητάς λέγων· «Αμήν λέγω υμίν. Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ· και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. ιη 18). Ταύτην την επαγγελθείσαν χάριν έδωκεν ο Κύριος μετά την Αυτού Ανάστασιν επίσης εις πάντας τους Αποστόλους, ειπών το «λάβετε Πνεύμα Άγιον» και τα εξής. Δια δε των Αποστόλων και εις πάντας τους κατά καιρόν γνησίους αυτών διαδόχους, ήτοι τους Ορθοδόξους Αρχιερείς, την αυτήν Χάριν δίδωσιν ο Χριστός. Την διπλήν ταύτην εξουσίαν έδειξεν ο θεηγόρος Απόστολος Παύλος, γράψας προς τους Κορινθίους· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος, συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, παραδούναι τον τοιούτον τω Σατανά εις όλεθρον της σαρκός (ιδού η εξουσία του δεσμείν), ίνα το πνεύμα σωθή (ιδού η δύναμις του λύειν τα αμαρτήματα) εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (Α΄ Κορ. ε: 4)· Μεγάλη η Χάρις! Ουράνιον και ψυχοσωτήριον δώρον αληθώς έλαβεν η ανθρωπότης! Δια τι δε πρώτον ενεφύσησεν ο δωρεοδότης, έπειτα την Χάριν μετέδωκε; Δια του θείου εμφυσήματος έλαβεν ο άνθρωπος την ψυχήν· «Ενεφύσησε, λέγει, εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν»(Γεν. β: 7). Η ψυχή του ανθρώπου ενεκρώθη δια την αμαρτίαν κατά την θείαν απόφασιν, «η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (αυτ. β: 17). Ενεφύσησε λοιπόν ο ζωοδότης, ίνα την νενεκρωμένην του ανθρώπου ψυχήν αναζωοποιήση και επιδεκτικήν κατασκευάση της του Παναγίου Πνεύματος Χάριτος, και δείξη ότι αυτός είναι ο δημιουργός ο εμφυσήσας εις το πρόσωπον του ανθρώπου και δους εις αυτόν πνοήν ζωής, και παραστήση ότι ο τότε πλάσας τον άνθρωπον, ο αυτός είναι ο και νυν αναπλάττων την του ανθρώπου ψυχήν. «Θωμάς δε, εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ’ αυτών, ότε ήλθεν ο Ιησούς» (Ιωάν. κ: 24). Δώδεκα Αποστόλους εποίησεν ο Κύριος (Μάρκ. γ: 14), αλλ’ ο Ιούδας μετά την προδοσίαν εξέπεσε του αποστολικού αξιώματος. Όθεν ένδεκα μόνον ήσαν οι Απόστολοι, ότε ο Χριστός εκ νεκρών ανέστη· αλλ’ ο Ευαγγελιστής είπεν «εις εκ των δώδεκα», και ουχί εκ των ένδεκα, τον πρώτον αριθμόν των Αποστόλων μνημονεύσας, ον ύστερον δια του Ματθίου ανεπλήρωσαν οι Απόστολοι. Το δε «ο λεγόμενος» αντί του ο μεθερμηνευόμενος είπε. Διότι το όνομα Θωμάς είναι Χαλδαϊκόν από του Εβραϊκού Θεόμ γενόμενον (όρα τον Ζεγέρ εν τω 6 τομ. Των καλουμ. Ιερ. Κριτικ.), εις δε την Ελληνικήν γλώσσαν δίδυμος ερμηνεύεται. Ευλόγως δε την λέξιν μεθηρμήνευσεν ο θεόπνευστος διδάσκαλος, ίνα διδάξη ότι και το όνομα του Αποστόλου, ήτοι το Θωμάς, εμφαίνει ότι διστακτικός ήτο κατά την γνώμην και δυσκολόπιστος. Δια τι δε ουχ ευρέθη ο Θωμάς, ότε προς τους Μαθητάς ήλθεν ο Θεάνθρωπος; Οικονομικώς, προς περισσοτέραν πίστωσιν της Αναστάσεως του Χριστού. Και σιωπά μεν ο Ευαγγελιστής το που τότε διέτριβεν ο Θωμάς, αλλ’ επειδή εις τον καιρόν του σωτηρίου Πάντες οι Μαθηταί έφυγον και διεσκορπίσθησαν, πολλά πιθανόν φαίνεται ότι αυτός, χωρισθείς τότε των Αποστόλων, ευρίσκετο έτι εις τον τόπον όπου εκρύβη. Άλλη δε απορία γεννάται εκ της του Θωμά απουσίας, πως δηλαδή αυτός μετέλαβε της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, μη ευρεθείς μετά των άλλων Μαθητών, ότε ο Κύριος ενεφύσησε και είπε· «Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Λύει την απορίαν ταύτην ο τύπος του πράγματος. Εκλέγει ο Μωϋσής δια προσταγής του Θεού εβδομήκοντα πρεσβυτέρους, και γράφει τα ονόματα αυτών, ίνα λάβωσι χάριν παρά Θεού. Αυτοί πάντες περιμένουσι την χάριν, κύκλω της Σκηνής ιστάμενοι. Δύο μόνοι, ο Ελδάδ και Μωδάδ, δεν ήλθον εις την Σκηνήν, αλλ’ έμειναν εν τη παρεμβολή. Καταβαίνει ο Θεός εν νεφέλη εις την Σκηνήν, και δίδωσι την χάριν ουχί μόνον εις τους παρεστηκότας εν τη Σκηνή, εξήκοντα οκτώ πρεσβυτέρους, αλλά και εις τους δύο απόντας, εις τον Ελδάδ δηλαδή και τον Μωδάδ. Λαμβάνουσι την χάριν επίσης και οι παρόντες και οι απόντες· επαναπαύεται το Πνεύμα και εις τους εξήκοντα οκτώ τους εν τη Σκηνή, και εις τους δύο τους εν τη παρεμβολή. Και οι ευρεθέντες εν τη Σκηνή και οι καταλειφθέντες εν τη παρεμβολή επίσης προφητεύουσιν· οι μεν, διότι παρίσταντο· οι δε, καθότι εκλελεγμένοι ήσαν και καταγεγραμμένοι. «Και κατελείφθησαν δύο άνδρες», λέγει η θεία Γραφή, «εν τη παρεμβολή, όνομα τω ενί Ελδάδ, και όνομα τω δευτέρω Μωδάδ, και επανεπαύσατο επ’ αυτούς το Πνεύμα και ούτοι ήσαν των καταγεγραμμένων και ουκ ήλθον προς την Σκήτην, και επροφήτευσαν εν τη παρεμβολή» (Αριθ. ια: 26). Τα της Παλαιάς Διαθήκης τύπος είναι των της Νέας. Όθεν η χάρις, η τότε δοθείσα εις τους πρεσβυτέρους, την πνευματικήν δωρεάν εσήμαινεν, την οποίαν ύστερον έλαβον οι Άγιοι Απόστολοι, ως αυτός ο μέγας Μωϋσής μαρτυρεί, λέγων· «Και τις δώη πάντα τον λαόν Κυρίου Προφήτας, όταν δω Κύριος το Πνεύμα Αυτού επ’ αυτούς»; (Αριθ. ια: 29). Καθώς λοιπόν εκεί ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, απόντες, προφητικού χαρίσματος ηξιώθησαν, ούτω και ενταύθα ο Θωμάς, μη παρών, έλαβε του λύειν και δεσμείν την εξουσίαν. Ο Ελδάδ και ο Μωδάδ έλαβον το χάρισμα, επειδή εγράφησαν υπό του Μωϋσέως εις τον αριθμόν των εβδομήκοντα πρεσβυτέρων· εις τον Θωμάν εδόθη η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, επειδή ήτο συγκατηριθμημένος υπό του Χριστού εις τον αριθμόν των δώδεκα Αποστόλων. Επειδή δε ουχ ευρέθη ο Θωμάς, ότε ήλθεν Ιησούς. «Έλεγον ουν αυτώ οι άλλοι μαθηταί· Εωράκαμεν τον Κύριον. Ο δε είπεν αυτοίς· Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού ου μη πιστεύσω» (Ιωάν. κ: 25). Πάντα, ως φαίνεται, διηγήθησαν εις αυτόν οι Μαθηταί, ήτοι ότι είδον τον Κύριον και τας χείρας και την πλευράν Αυτού και τα των ήλων τυπώματα. Αλλά διατί τοσαύτη και τοιαύτη απιστία; Μέγας αληθώς και δυσπαράδεκτον πράγμα η ανάστασις των νεκρών! Αλλ’ ο Θωμάς και την θυγατέρα του Ιαείρου και της χήρας τον υιόν και τον τεταρταίον Λάζαρον είδεν αναστάντα εκ των νεκρών. Διατί λοιπόν τοσαύτη απιστία; Μήπως η υπερβολική λύπη, καθότι δεν ηξιώθη να ίδη τον Κύριον, κατετάραξε το πνεύμα αυτού, όθεν εις τοσαύτην απιστίαν περιέπεσε; Μήπως η φιλοτιμία εγέννα την απιστίαν; Ήθελε δηλαδή και αυτός να ίδη όσα οι άλλοι Μαθηταί είδον, ίνα μη κατώτερος νομίζηται κατά την αποστολικήν χάριν και αξίαν; Μήπως ο ζήλος του κηρύγματος προυξένει την απιστίαν; Τουτέστιν εζήτει να ίδη και να ψηλαφήση ίνα το κήρυγμα αυτού έχη πάσαν αξιοπιστίαν, και ίνα μαρτυρή και κηρύττη εις τον κόσμον όχι μόνον ότι ήκουσεν, αλλ’ ότι και είδε και εψηλάφησε τον Χριστόν αναστάντα, και ούτως επιβεβαιοί όσα περί του Σωτήρος έμελλε να διδάξη και ως ακροατής και ως αυτόπτης μάρτυς; Τοιούτον βέβαια σκοπόν είχεν ο του Κυρίου Απόστολος. Κακή η απιστία· αλλά καλός της απιστίας ο σκοπός. Όθεν ο φιλάνθρωπος, ο τας καρδίας ετάζων και τους νεφρούς, γνωρίσας τον αγιώτατον του Θωμά σκοπόν, ιδιάζουσαν φροντίδα λαμβάνει, ίνα πληροφορήση αυτόν, συν αυτώ δε και άπασαν την οικουμένην· διότι λέγει η ευαγγελική ιστορία. «Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού, και Θωμάς μετ’ αυτών. Έρχεται ο Ιησούς, των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον, και είπεν· Ειρήνη υμίν» (Ιωάν. κ: 26). Διατί ουχί ευθύς, αλλά μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν εφάνη ο Θεάνθρωπος; Ίνα έχη η οπτασία, η ενώπιον του Θωμά γενομένη, πάντα όσα είχε και η πρώτη, ότε ουχ ευρέθη ο Θωμάς. Θύραι κεκλεισμέναι, Μαθηταί συνηγμένοι, η αυτή στάσις εις το μέσον, ο αυτός ασπασμός «Ειρήνη υμίν», τα αυτά και εις τας δύο οπτασίας. Επειδή λοιπόν η πρώτη εγένετο εν ημέρα Κυριακή, εν ημέρα Κυριακή εγένετο και η Δευτέρα, ίνα έχη το απαράλλακτον μετά της πρώτης, και ούτω βλέπων ο Θωμάς των δύο οπτασιών την συμφωνίαν και ομοιότητα, μηδεμίαν εις το εξής αφορμήν έχη απιστίας. Μήπως δε και άλλον μυστικώτερον λόγον έχει η μεθ’ ημέρας οκτώ οπτασία, και το μεν οκτώ τον όγδοον και έσχατον αιώνα σημαίνει, ο δε Θωμάς το μέρος των ανθρώπων, οίτινες δεν υπετάγησαν εις τον Χριστόν δια της πίστεως; «Νυν γαρ», λέγει ο θείος Απόστολος, «ούπω ορώμεν αυτώ τα πάντα υποτεταγμένα» (Εβρ. β: 8)· έως τότε δε πάντες πιστεύσουσι, «και γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν» (Ιωάν. ι: 16). «Μεθ’ ημέρας οκτώ» λοιπόν πάλιν φανείς ο του κόσμου Σωτήρ και ειπών το «Ειρήνη υμίν». «Είτα λέγει τω Θωμά· Φέρε τον δακτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου· και φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου· και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιωάν. κ: 27). Ω της αφάτου φιλανθρωπίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Απαντά ο Κύριος εις όσα είπεν ο Θωμάς, δεικνύων ότι τα πάντα ως καρδιογνώστης Θεός γινώσκει. Είτα προσκαλεί αυτόν προς την ψηλάφησιν, ίνα φανερώση ότι και δια μιάς μόνης ψυχής την σωτηρίαν έτοιμος είναι να υπομείνη τα πάντα. Και εις μεν την Μαγδαληνήν Μαρίαν δεν συνεχώρησε την ψηλάφησιν, είτε διότι περιεργεία κινουμένη τούτο εζήτησεν, είτε διότι απερισκέπτως και τολμηρώς ώρμησεν, είτε διότι δεν ήτο αξία, ως μήπω καθαρθείσα δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν έλαβον οι πιστεύσαντες μετά την Ανάστασιν του Σωτήρος προς τον Πατέρα Αυτού· όθεν και έλεγε προς αυτήν· «ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου» (Ιωάν. κ: 17)· τον δε Θωμάν, επειδή πληροφορίαν εζήτει της εκ νεκρών Αναστάσεως και ηξιώθη πρότερον της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος δια της δεσποτικής φωνής «λάβετε Πνεύμα Άγιον», και προσκαλεί αυτόν, και παρακινεί προς ψηλάφησιν, λέγων· «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου· και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου». Πρώτον λοιπόν έπεισεν αυτόν ο φιλάνθρωπος Κύριος δια της αποδείξεως, την οποίαν εζήτησεν, έπειτα ενουθέτησεν αυτόν λέγων· «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». «Και απεκρίθη ο Θωμάς, και είπεν αυτώ· Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάν. κ: 28). Ταχύς εις ομολογίαν ο περί την πίστιν βραδύς! Βλέπε δε πόσην ακρίβειαν και τελειότητα έχει η ομολογία, άμα δε και ομοιότητα μετά της ομολογίας του Πέτρου. «Συ ει ο Χριστός», είπεν ο Πέτρος, «ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ιστ: 16)· «Ο Κύριός μου», λέγει ο Θωμάς, «και ο Θεός μου». Και οι δύο επίσης την ανθρωπότητα κηρύττουσι, και θεολογούσι του Χριστού την θεότητα. Και οι δύο ομολογούσι τας δύο φύσεις και την μίαν υπόστασιν του Θεανθρώπου Σωτήρος. Την μεν φύσιν την ανθρώπινον ο Πέτρος δια του «συ ει ο Χριστός», ο Θωμάς δια του «ο Κύριός μου», την δε φύσιν της θεότητος ο μεν Πέτρος δια του «ο Υιός του Θεού του ζώντος», ο δε Θωμάς δια του «ο Θεός μου», την δε μίαν υπόστασιν ο τε Πέτρος και ο Θωμάς συνάψαντες εις εν τα δύο, ο μεν ειπών, «συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος», ο δε «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», ένα και τον αυτόν Θεόν και άνθρωπον, τον Χριστόν, συμφώνως προς τον Πέτρον ο Θωμάς και ομολογεί και κηρύττει. Επειδή δε τόσην πρόνοιαν ο Σωτήρ ημών έδειξεν, ίνα τον Θωμάν πιστώση, παρατείνει της θείας Αυτού προνοίας την ευεργεσίαν και επί τους άλλους, όσοι ουδέ είδον ουδέ εψηλάφησαν, και όμως επίστευσαν την εκ νεκρών Αυτού Ανάστασιν. Λέγει λοιπόν προς τον Θωμάν. «Λέγει αυτώ ο Ιησούς· Ότι εώρακάς με, Θωμά, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ: 29). Συ, λέγει, ω Θωμά, επίστευσας, διότι με είδες· παρέστην εγώ ενώπιόν σου, έδειξα εις σε τας χείρας μου και την πλευράν μου· όθεν είδες, εψηλάφησας, επίστευσας. Όσοι βλέπουσι και ψηλαφώσιν, εκείνοι υπό των αισθήσεων αναγκάζονται να πιστεύσουν· οι δε μη ιδόντες μηδέ ψηλαφήσαντες, αλλ’ ακούσαντες το κήρυγμα και πιστεύσαντες, υπό ουδεμιάς ανάγκης την πίστιν δέχονται· διο μακάριοι είναι και τρισευδαίμονες. Τι δε; Ο Θωμάς και οι λοιποί θείοι Απόστολοι, οι ιδόντες και πιστεύσαντες, δεν είναι άρα άξιοι του τοιούτου μακαρισμού; Κεκλεισμένων των θυρών είδον τον Κύριον εισελθόντα εις την οικίαν, όπου ήσαν συνηγμένοι· εκ του φόβου αυτών δεν επίστευσαν ότι έβλεπον τον εκ νεκρών αναστάντα Κύριον, αλλ’ ενόμιζον ότι βλέπουσι πνεύμα· «Πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι, εδόκουν πνεύμα θεωρείν» (Λουκ. κδ: 37)· και αυτοί δε προσκαλεσθέντες υπό του Κυρίου είδον τας χείρας και τους πόδας αυτού· «Ίδετε», είπε προς αυτούς, τας χείρας μου και τους πόδας μου· ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα· «και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας» (Λουκ. κδ: 39 – 40). Αλλά τι; Δια τούτο δεν είναι άρα γε αυτοί μακάριοι; Μη γένοιτο! Ο Κύριος, ειπών «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», δεν απέκλεισε τούτου του μακαρισμού τους ιδόντας και πιστεύσαντας, ουδέ καν είπεν ότι εκείνοι είναι μακαριώτεροι τούτων. Επειδή δε προ της εκ νεκρών Αναστάσεως Αυτού εμακάρισε τους Αποστόλους, ως ιδόντας Αυτόν τε και τα θαυμάσια Αυτού, και είπεν· «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι και τα ώτα υμών ότι ακούουσιν· αμήν γαρ λέγω ημίν, ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν» (Ματθ. ιγ: 16 – 17)· ίνα μη νομίσωμεν, ότι μόνοι οι ιδόντες Αυτόν και πιστεύσαντες, εκείνοι είναι οι μακάριοι, και ίνα πληροφορήση πάντας τους μετά ταύτα μη ιδόντας και πιστεύσαντας, ότι και αυτοί είναι του αυτού μακαρισμού άξιοι, είπε το «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Πως δε εν τω αφθάρτω του Κυρίου σώματι εφαίνοντο οι τύποι των ήλων και της λόγχης; Πως το άφθαρτον σώμα υπό του Θωμά εψηλαφήθη; Ταύτα Θεού συγκαταβάσει και δυνάμει εγένετο προς πίστωσιν της Αυτού εκ νεκρών Αναστάσεως. Και καθώς οι Άγγελοι, ότε εκ της γης ο Κύριος ανελήφθη, είδον τα ιμάτια Αυτού αίματι πεφοινιγμένα και εβόων· «Διατί σου ερυθρά τα ιμάτια και τα ενδύματά σου ως από πατητού ληνού»; (Ησ. ξγ: 2), ούτω και οι Απόστολοι είδον των ήλων και της λόγχης τα εκτυπώματα, και ο Θωμάς την πλευράν εψηλάφησε την ακήρατον. Μήπως δε την ψηλάφησιν ταύτην προεφήτευεν ο Προφητάναξ, ότε έλεγε· «Τον Θεόν εξεζήτησα ταις χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού, και ουκ ηπατήθην»; (Ψαλμ. οστ: 3). Επειδή δε παντοδυνάμω ενεργεία ταύτα εγένετο, δια τούτο θεοπνεύστως ο ιερός Ευαγγελιστής συγκαταλέγει αυτά μετά των άλλων σημείων και θαυμάτων, λέγων· «Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού· α ουκ έστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω» (Ιωάν. κ: 30). «Σημεία» ονομάζει τα παράδοξα έργα, τα τεράστια, τα θαύματα. Αλλά περί ποίων σημείων ομιλεί; Περί των προ της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ή περί των μετά την Ανάστασιν γεγενημένων; Πολλά πιθανόν φαίνεται ότι ομιλεί περί των μετά την Ανάστασιν. Διότι τα προ της Αναστάσεως θαύματα όχι μόνον ενώπιον των Μαθητών Αυτού, αλλά και έμπροσθεν πολλών ανθρώπων εποίησε. Ποία δε είναι τα μη γεγραμμένα «εν τω βιβλίω τούτω», ήτοι εν τω Αυτού Ευαγγελίω; Ίσως όσα ο Ιωάννης παρέλιπε και οι άλλοι Ευαγγελισταί προ Αυτού έγραψαν. Διότι ο μεν Ματθαίος ιστόρησε τον μέγαν σεισμόν και τον αστραπηφόρον Άγγελον, όστις απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου (Ματθ. κη: 2), ο δε Λουκάς την συνοδοιπορίαν και συνομιλίαν του αναστάντος Χριστού μετά των δύο Μαθητών, των πορευομένων εις Εμμαούς (Λουκ. κδ: 13 – 31), διηγηθείς ότι πρώτον μεν εκράτει τους οφθαλμούς αυτών, ίνα μη γνωρίσωσιν Αυτόν, έπειτα δε ότι άφαντος εγένετο απ’ αυτών, προς τούτοις δε ότι διήνοιξε τον νουν των Αποστόλων προς κατανόησιν των θείων Γραφών, και ότι ανελήφθη εις τον ουρανόν ενώπιον των οφθαλμών αυτών. Ταύτα δε εσιώπησεν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Ή πολλά και άλλα λέγει τα υπό ουδενός των Ευαγγελιστών γραφέντα; Διότι μυριάριθμα είναι τα του Σωτήρος Χριστού θαυμάσια, καθώς αλλαχού ο αυτός Ιωάννης εφανέρωσε δια τούτων των λόγων· «Έστι δε και άλλα πολλά, όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. κα: 25). Διατί δε τα σημεία ταύτα έγραψε; «Ταύτα δε γέγραπται, ίνα πιστεύσητε, ότι ο Ιησούς εστιν ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού» (Ιωάν. κ: 31). Δια τούτο λοιπόν εγράφησαν, ίνα πιστεύσωμεν «ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού». Βλέπετε την άπειρον του Θεού αγαθότητα; Ζητεί ο Θεός την πίστιν ημών, ουχί ίνα Αυτός ωφεληθή ή κερδήση τι, διότι ουδεμίαν έχει χρείαν των αγαθών ημών (Ψαλμ. ιε: 2), αλλ’ ίνα ημείς οι πιστεύσαντες κερδήσωμεν την ζωήν την τρισμακαρίαν και αθάνατον. Τι δε σημαίνει το «εν τω ονόματι Αυτού»; Το Όνομα Αυτού είναι Ιησούς, το δε Ιησούς σημαίνει Σωτήρ κατά την Εβραϊκήν διάλεκτον· ώστε το «εν τω ονόματι Αυτού» δηλοί το «σωθέντες δι’ Αυτού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου