Κατά τέσσαρας τρόπους δύναται να γίνη η ευεργεσία, ευλογημένοι
Χριστιανοί· πρώτον δια χρημάτων, δεύτερον δια του
σώματος, τρίτον με τέχνην και τέταρτον με λόγον. Διότι, όταν τις ίδη άλλον
άνθρωπον πτωχόν και ενδεή, ο οποίος είναι υστερημένος τροφής ή ενδύματος ή
άλλων αναγκαίων πραγμάτων και του δώση χρήματα και τον βοηθήση εις την ανάγκην
του, τότε εκείνος λέγεται, ότι προσέφερε την ευεργεσίαν και την βοήθειαν δια
χρημάτων.
Όταν δε, ας υποθέσωμεν, κινδυνεύη τις άνθρωπος να πνιγή και δράμη άλλος και τον λυτρώση του κινδύνου ή καίεται τινος η οικία και τρέχει άλλος και σβύνει τας φλόγας, ή κτυπώσι τινά και σπεύδει άλλος και τον ελευθερώνει ή οδηγεί τυφλόν εις ευθείαν οδόν ή άλλας τοιαύτας καλωσύνας πράξη, τότε λέγεται, ότι εκείνος ο άνθρωπος δια του σώματός του εποίησε την ευεργεσίαν και την καλωσύνην. Όταν δε πάλιν οι ιατροί θεραπεύουσιν ένα ασθενή ή όταν οι ρήτορες δικηγορούσι μετά τέχνης ρητορικής εις τα κριτήρια υπέρ των αδικουμένων, τότε οι τοιούτοι λέγεται, ότι με την τέχνην των ποιούσι την ευεργεσίαν. Όταν δε τις άνθρωπος, μη γνωρίζων τέχνην ρητορικήν, διδάσκει τον λόγον της αληθείας, όταν νουθετή τους ατάκτους, όταν παραινή τους αμαθείς, όταν παρακινή τους ανθρώπους με λόγους διδακτικούς προς μίμησιν μεν των Αγίων, προς τελείωσιν δε της αρετής, τότε ο τοιούτος λέγεται, ότι με τον λόγον ποιεί την ευεργεσίαν και την βοήθειαν προς τον άνθρωπον. Καλοί όθεν είναι και οι άλλοι τρεις τρόποι της ευεργεσίας και έχει μισθόν εκ Θεού εκείνος όστις εφαρμόζει ένα εκ τούτων, αλλά ο τέταρτος τρόπος, όστις γίνεται δια λόγου, είναι εις τας θείας Γραφάς επαινετώτερος, εις δε τον Θεόν κατά πολύ περισσότερον δεκτός· διότι οι μεν άλλοι τρεις τρόποι πολύ προσφέρουσι την ευεργεσίαν εις το σώμα του ανθρώπου, ούτος δε ο τρόπος εις την ψυχήν μεταβιβάζει το κέρδος· λοιπόν, όσον είναι πολυτιμοτέρα η ψυχή από το σώμα, τοιουτοτρόπως είναι και ούτος ο τρόπος πολυτιμότερος των άλλων τριών. Και από άλλην δε απόδειξιν ας εννοήση ο καθ’ εις πως η δια λόγων γενομένη ευεργεσία ειίναι πολυτιμοτέρα από τας άλλας τρεις ευεργεσίας. Λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας, εις το ιε΄ (15) κεφάλαιον, ως εκ προσώπου του Θεού. «Τάδε λέγει Κύριος· εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση». Λέγει δηλαδή ο Θεός, ότι εάν εξαγάγης άξιον από αναξίου, θέλει είσαι ως το στόμα μου. Ομοίως και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της Καθολικής αυτού Επιστολής· «Αδελφοί, εάν τις εν υμίν πλανηθή από της αληθείας, και επιστρέψη τις αυτόν, γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών». Άρα, αδελφοί μου Χριστιανοί, εάν κανείς από σας πλανηθή από την οδόν της αληθείας και ευρεθή τις άνθρωπος και τον επιστρέψη, ας ηξεύρη ο τοιούτος, ότι όποιος επιστρέψη αμαρτωλόν από την πεπλανημένην οδόν, σώζει μεν την ψυχήν εκείνου από τον νοητόν θάνατον, καλύπτει δε και το πλήθος των ιδικών του αμαρτιών. Ποίαν περισσοτέραν ανταμοιβήν θέλεις εκ Θεού, εκτός εκείνης του να γίνης ως στόμα Θεού και να σκεπασθή το πλήθος των αμαρτιών σου; Εννοήσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόση είναι η ωφέλεια της δια λόγου ευεργεσίας. Γνωρίσατε όμως καλλίτερον και εκ του αντιθέτου τούτο όπερ λέγω. Λέγει ο Προφήτης Αμώς εις το η΄ (8) κεφάλαιον. «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και εξαποστελώ λιμόν επί την γην, ου λιμόν άρτων, ουδέ δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι τον λόγον Κυρίου· και σαλευθήσονται ύδατα από της θαλάσσης έως θαλάσσης και από βορρά έως ανατολών περιδραμούνται ζητούντες τον λόγον του Κυρίου και ου μη εύρωσιν». Έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω στείλει πείναν εις την γην, όχι πείναν άρτου ή ύδατος, αλλά πείναν να ακούση τις τον λόγον Κυρίου και θέλουσι σαλευθή οι άνθρωποι και θέλουσι δράμει από θαλάσης εις θάλασσαν και από της Άρκτου εις την Ανατολήν ίνα ζητούν τον λόγον του Θεού και δεν θέλουσι τον εύρει. Εάν λοιπόν, ως λέγει ο Προφήτης, μεγάλη παίδευσις και κατάρα εκ Θεού είναι η στέρησις της διδαχής και του ακούειν λόγον Θεού, πόσον μισθόν μέλλει να έχη εκ Θεού ο άνθρωπος εκείνος, όστις ελευθερώνει τους ανθρώπους με την διδασκαλίαν του από της τοιαύτης οργής του Θεού; Ταύτην λοιπόν την δια λόγου γινομένην ευεργεσίαν μέλλω να προσφέρω και εγώ σήμερον προς την αγάπην σας, ευλογημένοι πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, και επειδή τοσούτον μέγα όφελος και μισθόν προξενεί αύτη εκ Θεού και προς τον ποιούντα ταύτην και προς τους προθύμως δεχομένους αυτήν, δια τούτο πρέπει μετά πάσης σπουδής και προθυμίας να την δεχθήτε, διότι ουχί προς το φθαρτόν και πρόσκαιρον σώμα δίδωσι το κέρδος, αλλά εις την άφθαρτον και αθάνατον ψυχήν. Είναι δε η ευεργεσία μου, να αναφέρω προς την υμετέραν αγάπην την σημερινήν υπόθεσιν της εορτής ημών, τουτέστι θα διηγηθώ, διατί σήμερον η Εκκλησία των Χριστιανών επιτελεί την εορτήν της Περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της μνήμης του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου. Πλην, δια να γίνη ο λόγος μου καταληπτότερος προς τους ακούοντας, δια τούτο πρέπον είναι να τον διαιρέσω εις δύο μέρη· και πρώτον μεν να είπω περί της σεβασμίας Περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή προτιμάται η τιμή Αυτού, και δεύτερον τα περί της γεννήσεως, ανατροφής, ασκήσεως και τελειώσεως του Μεγάλου Βασιλείου. Αλλά ας ακούσωμεν του Ευαγγελιστού Λουκά, τι διηγείται περί της πανσέπτου Περιτομής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. «Ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού ΙΗΣΟΥΣ, το κληθέν υπό του Αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία». Λέγει δηλαδή ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς ότι, ότε συνεπληρώθησαν ημέραι οκτώ από της Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ωδήγησαν Αυτόν εις τον Ναόν και έκαμον εις Αυτόν Περιτομήν, εκλήθη δε το όνομα Αυτού Ιησούς, το οποίον ωνομάσθη υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ προ της συλλήψεώς Του εν τη γαστρί της Κυρίας Θεοτόκου, ωνομάσθη δε ο Χριστός Ιησούς υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ότε αυτός, ευαγγελιζόμενος την Θεοτόκον Μαρίαν, έλεγε προς Αυτήν· «Ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη Υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν» (Λουκ. α:31). Δηλαδή μέλλει να συλλάβης και να γεννήσης υιόν, του οποίου το όνομα θέλεις καλέσει Ιησούν. Πρέπον όθεν είναι να εξετάσωμεν πρώτον μεν προς τίνα εδόθη απ’ αρχής εκ Θεού η Περιτομή. Δεύτερον, τίνος ένεκεν εδόθη. Τρίτον, διατί μετά οκτώ ημέρας από της Γεννήσεως του Παιδίου. Τέταρτον, διατί δεν εδόθη εις άλλο μέλος του σώματος, αλλά εις το παιδογόνον μόριον. Πέμπτον, τίνος ένεκεν ο Χριστός περιετμήθη. Έκτον, επειδή εκείνος περιετμήθη, διατί δεν περιτεμνόμεθα και ημείς οι πιστεύοντες εις Αυτόν; Και προς μεν το πρώτον λέγομεν, ότι ο Θεός κατ’ αρχάς έδωσεν εις τον Αβραάμ τον Νόμον της Περιτομής, καθώς το λέγει ο Προφήτης Μωϋσής εις το ιζ΄ (17) κεφάλαιον της Γενέσεως, γράφων ούτω· «Και είπεν ο Θεός προς Αβραάμ· συ δε την διαθήκην μου διατηρήσεις, και το σπέρμα σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών· και αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, αναμέσον εμού και υμών και αναμέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών· περιτμηθήσεται υμίν παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεσθε την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης αναμέσον εμού και υμών· και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν, παν αρσενικόν εις τας γενεάς υμών». Ως προς το δεύτερον λέγομεν, ότι δια τούτο εδόθη εις τον Αβραάμ η Περιτομή και εις το γένος του, δια να χωρίζωνται από τα άλλα έθνη τα αλλόφυλα· επειδή εις τον καιρόν εκείνον του Αβραάμ ήσαν έθνη διάφορα, καθώς το λέγει ο Μωϋσής εις το ιε΄ (15) κεφάλαιον της Γενέσεως, τουτέστιν οι Κεναίοι, οι Κενεζαίοι, οι Κεδμωναίοι, οι Χετταίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ραφαείν, οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Ευαίοι, οι Γεργεσαίοι και οι Ιεβουσαίοι, οι οποίοι ούτοι πάντες δεν επίστευον εις τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην, αλλά προσεκύνουν τα κωφά και αναίσθητα κτίσματα· δια τούτο, θέλων ο Θεός να χωρίση τον Αβραάμ και το γένος του από τα τοιαύτα έθνη, του έδωκεν αυτό το σημείον, να περιτέμνωνται τα παιδία, όντα οκτώ ημερών. Ότι δε δια να χωρίζωνται από τα άλλα έθνη έδωκεν ο Θεός εις τον Αβραάμ και εις τους εξ αυτού καταγομένους Ιουδαίους την Περιτομήν, από τούτο θα το εννοήση ο καθ’ εις· διότι οι Εβραίοι έως ότου μεν ήσαν αναμεμιγμένοι με τους Αιγυπτίους και με τα άλλα έθνη εις την Αίγυπτον, περιετέμνοντο· αφ’ ότου όμως διήλθον την Ερυθράν θάλασσαν και διέτριψαν εις την έρημον τεσσαράκοντα δύο έτη, χωρίς να αναμιχθούν με άλλα έθνη, τότε, όσοι εγεννήθησαν, δεν περιετμήθησαν κατάτην συνήθειαν αυτών. Ότε δε ήλθε καιρός πάλιν να αναμιχθώσι με τα αλλόφυλα έθνη, τότε έδωκεν ο Θεός δεύτερον Νόμον της Περιτομής, καθώς γέγραπται εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της Βίβλου Ιησού του Ναυή. Από δε τούτον τον καιρόν, ήτοι αφ’ ότου διεπέρασεν ο Ιησούς του Ναυή τους Εβραίους από την έρημον εις την Ιεριχώ, είπε Κύριος προς αυτόν· «Ποίησον σεαυτώ μαχαίρας πετρίνας εκ πέτρας ακροτόμου και καθίσας περίτεμε τους υιούς Ισραήλ εκ δευτέρου· και εποίησεν Ιησούς μαχαίρας πετρίνας ακροτόμους και περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ επί του καλουμένου τόπου Βουνός των ακροβυστιών· ον δε τρόπον περιεκάθαρεν Ιησούς τους υιούς Ισραήλ όσοι ποτέ εγένοντο εν τη οδώ και όσοι ποτέ απερίτμητοι ήσαν των εξεληλυθότων εξ Αιγύπτου, πάντας τούτους περιέτεμεν Ιησούς. Τεσσαράκοντα γαρ και δύο έτη ανέστραπται Ισραήλ εν τη ερήμω τη Μαβδαρίτιδι, διο απερίτνητοι ήσαν οι πλείστοι αυτών των μαχίμων των εξεληλυθότων εκ γης Αιγύπτου». Ακούεις, πως διηγείται η Γραφή; Ότι έως ου μεν ήσαν οι Εβραίοι εις την έρημον, τους τεσσαράκοντα δύο (42) χρόνους, δεν περιετμήθησαν· αφού δε διέβησαν τον Ιορδάνην περιετμήθησαν, επειδή έμελλον να αναμιχθώσι με αλλόφυλα έθνη, τουτέστι τους Αμορραίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Χαναναίους, τους Γεργεσαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους. Αυτά είναι τα επτά έθνη, τα οποία καθείλεν ο Θεός εν γη Χαναάν και εταπείνωσεν υπό την εξουσίαν των Εβραίων, ως το λέγουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων εν τω ιγ΄ (13) κεφαλαίω. Πρέπον όμως είναι να μάθωμεν, διατί με τεμάχιον πέτρας περιέτεμεν ο Ιησούς του Ναυή τους Εβραίους και ουχί δια σιδηράς μαχαίρας. Κατά μεν το φαινόμενον, ως λέγει ο Άγιος Θεοδώρητος εις τας απορίας της Παλαιάς Γραφής, δεν είχον τοσαύτας σιδηράς μαχαίρας, αρκούσας ίνα περιτμηθή τοσούτον πλήθος, ως εξ ερήμου τόπου επανελθόντες, επειδή δεν τους περιέτεμνεν όλους μόνος ο Ιησούς, αλλά επειδή ήσαν πολύ πλήθος και εβιάζοντο τότε συντόμως να ποιήσουν το Πάσχα, δια τούτο περιέτεμνον αυτούς οι Ιερείς. Κατά το νοούμενον όμως η αιτία είναι, ότι η Περιτομή εκείνη το του Χριστού Βάπτισμα προετύπου· διότι πέτρα ο Δεσπότης Χριστός ονομάζεται, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το ι΄ (10) κεφάλαιον της προς Κορινθίους Α΄ Επιστολής. «Έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός». Ο Αυτός δε και μάχαιρα κακείται, ως λέγει και τούτο ο Απόστολος, εν τω δ΄ (4) κεφαλαίω της προς Εβραίους Επιστολής. «Ζων γαρ ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον». Καθώς λοιπόν η Περιτομή δεν κόπτει απαραίτητον μέλος του σώματος, αλλά περίσσευμα άχρηστον, ούτω και ημείς δια του αγίου Βαπτίσματος την αμαρτίαν περιτεμνόμεθα· δηλαδή η αμαρτία είναι ως περίσσευμα επιθυμίας και όχι χρειώδης επιθυμία. Διότι, ως λέγει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις το ρβ΄ (102) κεφάλαιον των Θεολογικών, αδύνατον είναι να ευρεθή άνθρωπος άγευστος παντελώς ηδονής σωματικής. Ούτως εν τω αγίω Βαπτίσματι ουχί την παντελή ηδονήν της σαρκός αποβαλλόμεθα, τουτέστι τον νόμιμον γάμον, αλλά το άχρηστον της ηδονής, τουτέστι την κατηγορουμένην αμαρτίαν. Αρκούσι τοσαύτα δια την δευτέραν απορίαν. Προς δε την τρίτην, διατί, δηλαδή, ώρισεν ο Θεός οκτώ ημερών να περιτέμνεται το παιδίον, λέγομεν ταύτα κατάτον φυσικόν τρόπον· η γυνή, όταν γεννήση άρρεν παιδίον, επτά ημέρας ποιεί δια την πρώτην κάθαρσιν και τεσσαράκοντα δια την τελείαν· όταν δε γεννήση θήλυ ποιεί εις μεν την πρώτην σις επτά, τουτέστι δεκατέσσαρας ημέρας, εις δε την δευτέραν εξήκοντα έξ, καθώς το λέγει ο Θεόπτης Μωϋσής εις το ιβ΄ (12) κεφάλαιον του Λευϊτικού. Ήτις γυνή τέξει άρρεν ακάθαρτος έσται επτά ημέρας, και τη ημέρα τη ογδόη περιτεμεί την σάρκα της ακροβυστίας αυτού· εάν δε θήλυ τέξη, ακάθαρτος έσται δις επτά ημέρας κτλ. Επειδή λοιπόν, ως λέγει ο Μωϋσής, κατά τον φυσικόν τρόπον, εάν δεν παρέλθωσιν επτά ημέραι, δεν καθαρίζεται η γυνή, δια τούτο ώρισεν ο Θεός τη ογδόη ημέρα να περιτέμνεται το παιδίον, ίνα, περιτετμημένον υπάρχον και σεσημειωμένον δια του σημείου της Περιτομής, θυλάζη το καθαρόν γάλα της κεκαθαρμένης μητρός. Αλλά ταύτα μεν είναι κατά το φαινόμενον της Γραφής, κατά δε το νοούμενον άλλος είναι ο σκοπός του Θεού. Ώρισεν ο Θεός να περιτέμνωνται τα παιδία οκτώ ημερών, διότι οκτώ είναι οι αιώνες του παρόντος κόσμου, καθώς το λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τον λόγον αυτού εις την Αγίαν Πεντηκοστήν, λαβών τας αφορμάς εκ του σοφού Σολομώντος λέγοντος εις το ια΄ (11) κεφάλαιον του Εκκλησιαστού· «Δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ». Οκτώ δε αιώνας λέγουσι τας χιλιάδας των χρόνων, δηλονότι, αφ’ ότου ήρχισεν ο Θεός να κατασκευάζη τον ορατόν και τον αόρατον κόσμον μέχρι της συντελείας αυτών, καθώς βεβαίως και ημείς ευρισκόμεθα σήμερον εις τον όγδοον αιώνα, ήτοι εις την ογδόην χιλιάδα (τα νυν ευρισκόμεθα εις τα μέσα του ογδόου αιώνος και δια την ακρίβεια εις το 7471 έτος από κτίσεως κόσμου, ήτοι 5508 τα προ Χριστού και 1963 τα μετά Χριστόν). Θέλων λοιπόν να δείξη συμβολικώς, ότι κατά τον όγδοον και τελευταίον αιώνα μέλλει να έλθη το τέλος του κόσμου, να περιτμηθή, τουτέστι να κοπή, τότε πάσα αμαρτία και επιθυμία κακή και να καταργηθή πάσα εξουσία και δύναμις, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος εν τω ιε΄ (15) κεφαλαίω της προς Κορινθίους Α΄ Επιστολής, δια τούτο ενομοθέτησεν, ουχί εις πέντε ή εις δέκα ή εις άλλας ημέρας να περιτέμνεται ο άνθρωπος εν όσω είναι βρέφος, αλλά εις τας οκτώ. Έχομεν όθεν εν συντόμω και την λύσιν του τρίτου ζητήματος. Προς δε το τέταρτον, διατί δηλαδή δεν εδόθη ο Νόμος της Περιτομής εις άλλο μέρος του σώματος, λέγομεν, ότι επειδή η περιτομή, ως είπομεν ανωτέρω, ήτο σύμβολον της στερήσεως των ηδωνών του σώματος, δια τούτο ο Θεός, θέλων φανερώς και αισθητώς να δείξη προς τους ανθρώπους τον τόπον δι’ ου ενεργείται η αμαρτία, ώρισε την περιτομήν τούτου δια να γνωρίζωσιν, ότι ουχί μόνον δια σημείον της θρησκείας αυτών περιτέμνονται, αλλά πολλώ μάλλον δια την εκκοπήν και στέρησιν της κακής επιθυμίας. Τίνος δε ένεκεν ο Χριστός κατεδέξατο να περιτμηθή; Προς το πέμπτον τούτο ζήτημα λέγομεν, ότι τούτο έπραξε δια να μη θεωρηθή ως παραβάτης του Νόμου, τον οποίον Αυτός έδωκεν εις τον Αβραάμ· διότι εάν και περιετμήθη κατά την ογδόην ημέραν και εφέρθη εις τον Ναόν υπό της Μητρός Αυτού μετά τεσσαράκοντα ημέρας, καθώς νομοθετεί ο Μωϋσής, και πάλιν τον έλεγον οι μιαροί Ιουδαίοι Σαμαρείτην και Εθνικόν, ομοίως και παραβάτην του Νόμου ήθελον τον είπει, εάν δεν περιετέμνετο. Ίνα λοιπόν αποστομώση τους Ιουδαίους τους μέλλοντας να είπωσιν αυτόν αντίθεον και καταλυτήν του Μωσαϊκού Νόμου, δια τούτο κατεδέχθη να περιτμηθή. Αλλά και δι’ έτερον λόγον· ίνα βεβαιώση τους ανθρώπους, ότι κατ’ αλήθειαν και ουχί κατά φαντασίαν έλαβε σάρκα ανθρωπίνην, επειδή βεβαίως εγνώριζεν ότι έμελλον να είπουν οι αιρετικοί, ότι δεν έλαβεν ο Χριστός σάρκα κατ’ αλήθειαν ανθρωπίνην, αλλά μόνον κατά φαντασίαν εφάνη ως άνθρωπος σαρκοφόρος· δια τούτο, θέλων Αυτός να μη δώση καμμίαν αφορμήν αιρέσεως προς τους τοιούτους, περιετμήθη το μέλος της σαρκός, την οποίαν προσέλαβεν εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας· και όπως κατεδέξατο ανθρωποπρεπώς να χωρηθή εις κοιλίαν γυναικός και να γεννηθή και να σπαργανωθή, ούτω και σήμερον συμπαθώς κατεδέξατο να περιτμηθή, ίνα τελειώση πάντα τα ακατηγόρητα πάθη της σαρκός, ως τέλειος άνθρωπος· και Αυτός μεν δια ταύτας τας δύο αιτίας κατεδέξατο να περιτμηθή. Ημείς δε, οι πιστεύοντες εις Αυτόν, διατί δεν περιτεμνόμεθα; Εις την λύσιν του έκτου ζητήματος λέγομεν, ότι επειδή έδειξεν εις ημάς ο Αυτός μετά ταύτα άλλο σημείον της προς Αυτόν πίστεως, ήτοι το θείον και άγιον Βάπτισμα, δια τούτο περιττόν είναι να φυλάττωμεν τα παραγγέλματα της παλαιάς νομοθεσίας· μάλιστα δε, επειδή έχομεν και παραγγελίαν εκ των Αγίων Αποστόλων να μη περιτεμνώμεθα, τις ο λόγος να ποιώμεν ημείς άλλας νομοθεσίας; Ότι δε οι Απόστολοι απαγορεύουσιν εις ημάς τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν την περιτομήν της σαρκός, ο επιθυμών να μάθη τούτο ας αναγνώση το ιε΄ (15) κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων και το ε΄ (5) κεφάλαιον της προς Γαλάτας επιστολής του Αποστόλου Παύλου· διότι αι μεν Πράξεις γράφουσιν, ότι εις τον καιρόν των Αποστόλων εξηγέρθησαν τινες αιρετικοί, οι οποίοι έλεγον, ότι εάν δεν περιτέμνωνται οι Χριστιανοί δεν είναι δυνατόν να σωθώσιν, αλλ’ όμως οι πρώτοι των Αποστόλων, Πέτρος και Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, συναχθέντες μετά των άλλων, ενομοθέτησαν, ότι αρκεί εις αυτούς μόνον το Βάπτισμα, ο δε Απόστολος Παύλος λέγει εις τα προλεχθέντα κεφάλαια, ότι «Εάν περιτέμνησθε Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει». Και αλλαχού· «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει, ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις», η οποία είναι το άγιον Βάπτισμα. Επειδή λοιπόν τοσαύτας παραγγελίας έχομεν εκ των Αγίων Αποστόλων, δια τούτο άπρεπον είναι να ακολουθούμεν τον παλαιόν τύπον· διότι εάν ηθέλομεν να κρατούμεν τα παλαιά, έπρεπε να κάμνωμεν και θυσίας, κατά την του Μωϋσέως Νομοθεσίαν, να φυλάττωμεν το Σάββατον, να απέχωμεν και τινων φαγητών απηγορευμένων υπό του Νόμου. Επειδή δε, ως λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος, γέγονε τα πάντα καινά και πιστεύομεν ότι δια της χάριτος του Κυρίου Ιησού Χριστού θέλομεν σωθή, ως είπεν ο Απόστολος Πέτρος, τις ο λόγος να φυλάττωμεν μόνον τον Νόμον της περιτομής, εις δε τα άλλα να φαινώμεθα απειθείς; Διότι, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος εις τα άνωθεν κεφάλαια, ο περιτεμνόμενος οφείλει να πληρώση όλον τον Νόμον. Ώστε άπρεπον θα ήτο να λεγώμεθα δούλοι του Μωσαϊκού Νόμου και ουχί του Χριστού και ταύτα πιστεύοντες, ότι ουχί εκ της περιτομής, αλλ’ εκ της Πίστεως του Χριστού μέλλομεν να σωθώμεν. Δια τούτο λοιπόν επαύσαμεν να περιτεμνώμεθα αφ’ ότου ο Χριστός, εκών περιτμηθείς, εδωρήσατο εις ημάς την σφραγίδα του αγίου Βαπτίσματος, ως σημείον διαχωρίζον τους πιστούς εκ των απίστων. Αλλ’ ο μεν περί της σεβασμίας Περιτομής του Χριστού λόγος ας έχη τέλος. Έλθομεν δε νυν εις το δεύτερον μέρος, ίνα διηγηθώμεν και τα περί της γεννήσεως, ανατροφής, ασκήσεως και τελειώσεως του εν Αγίοις Πατρός ημών και Οικουμενικού Μεγάλου Διδασκάλου Βασιλείου. Πριν δε αρχίσω την περί τούτου διήγησιν, αξιώ και ικετεύω την αγάπην σας, πρώτον μεν να μη αδιαφορήτε και νυστάζετε, διότι εάν αμελήτε θέλετε ζημιωθή μεγάλως εκ της μη ακροάσεως της λαμπράς και ψυχωφελούς διηγήσεως, δεύτερον δε, εάν ακούσετε παραδόξους θαυματουργίας, μη νομίσητε ότι εξ ιδίων διηγούμαι ταύτας, διότι δεν θέλω διηγηθή αφ’ εαυτού μου τίποτε περί του Αγίου τούτου. Αλλ’ όσα συνέγραψαν περί αυτού ο τε Θεολόγος Γρηγόριος και ο Άγιος Αμφιλόχιος και Σωκράτης ο Σχολαστικός και Ερμείας ο Σωζόμενος, Ελληνιστί, ταύτα μέλλω και εγώ να διηγηθώ σήμερον προς την υμετέραν αγάπην με πολύ απλήν ομιλίαν δια να κατανοήσετε πάντες.
Όταν δε, ας υποθέσωμεν, κινδυνεύη τις άνθρωπος να πνιγή και δράμη άλλος και τον λυτρώση του κινδύνου ή καίεται τινος η οικία και τρέχει άλλος και σβύνει τας φλόγας, ή κτυπώσι τινά και σπεύδει άλλος και τον ελευθερώνει ή οδηγεί τυφλόν εις ευθείαν οδόν ή άλλας τοιαύτας καλωσύνας πράξη, τότε λέγεται, ότι εκείνος ο άνθρωπος δια του σώματός του εποίησε την ευεργεσίαν και την καλωσύνην. Όταν δε πάλιν οι ιατροί θεραπεύουσιν ένα ασθενή ή όταν οι ρήτορες δικηγορούσι μετά τέχνης ρητορικής εις τα κριτήρια υπέρ των αδικουμένων, τότε οι τοιούτοι λέγεται, ότι με την τέχνην των ποιούσι την ευεργεσίαν. Όταν δε τις άνθρωπος, μη γνωρίζων τέχνην ρητορικήν, διδάσκει τον λόγον της αληθείας, όταν νουθετή τους ατάκτους, όταν παραινή τους αμαθείς, όταν παρακινή τους ανθρώπους με λόγους διδακτικούς προς μίμησιν μεν των Αγίων, προς τελείωσιν δε της αρετής, τότε ο τοιούτος λέγεται, ότι με τον λόγον ποιεί την ευεργεσίαν και την βοήθειαν προς τον άνθρωπον. Καλοί όθεν είναι και οι άλλοι τρεις τρόποι της ευεργεσίας και έχει μισθόν εκ Θεού εκείνος όστις εφαρμόζει ένα εκ τούτων, αλλά ο τέταρτος τρόπος, όστις γίνεται δια λόγου, είναι εις τας θείας Γραφάς επαινετώτερος, εις δε τον Θεόν κατά πολύ περισσότερον δεκτός· διότι οι μεν άλλοι τρεις τρόποι πολύ προσφέρουσι την ευεργεσίαν εις το σώμα του ανθρώπου, ούτος δε ο τρόπος εις την ψυχήν μεταβιβάζει το κέρδος· λοιπόν, όσον είναι πολυτιμοτέρα η ψυχή από το σώμα, τοιουτοτρόπως είναι και ούτος ο τρόπος πολυτιμότερος των άλλων τριών. Και από άλλην δε απόδειξιν ας εννοήση ο καθ’ εις πως η δια λόγων γενομένη ευεργεσία ειίναι πολυτιμοτέρα από τας άλλας τρεις ευεργεσίας. Λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας, εις το ιε΄ (15) κεφάλαιον, ως εκ προσώπου του Θεού. «Τάδε λέγει Κύριος· εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση». Λέγει δηλαδή ο Θεός, ότι εάν εξαγάγης άξιον από αναξίου, θέλει είσαι ως το στόμα μου. Ομοίως και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της Καθολικής αυτού Επιστολής· «Αδελφοί, εάν τις εν υμίν πλανηθή από της αληθείας, και επιστρέψη τις αυτόν, γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών». Άρα, αδελφοί μου Χριστιανοί, εάν κανείς από σας πλανηθή από την οδόν της αληθείας και ευρεθή τις άνθρωπος και τον επιστρέψη, ας ηξεύρη ο τοιούτος, ότι όποιος επιστρέψη αμαρτωλόν από την πεπλανημένην οδόν, σώζει μεν την ψυχήν εκείνου από τον νοητόν θάνατον, καλύπτει δε και το πλήθος των ιδικών του αμαρτιών. Ποίαν περισσοτέραν ανταμοιβήν θέλεις εκ Θεού, εκτός εκείνης του να γίνης ως στόμα Θεού και να σκεπασθή το πλήθος των αμαρτιών σου; Εννοήσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόση είναι η ωφέλεια της δια λόγου ευεργεσίας. Γνωρίσατε όμως καλλίτερον και εκ του αντιθέτου τούτο όπερ λέγω. Λέγει ο Προφήτης Αμώς εις το η΄ (8) κεφάλαιον. «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και εξαποστελώ λιμόν επί την γην, ου λιμόν άρτων, ουδέ δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι τον λόγον Κυρίου· και σαλευθήσονται ύδατα από της θαλάσσης έως θαλάσσης και από βορρά έως ανατολών περιδραμούνται ζητούντες τον λόγον του Κυρίου και ου μη εύρωσιν». Έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω στείλει πείναν εις την γην, όχι πείναν άρτου ή ύδατος, αλλά πείναν να ακούση τις τον λόγον Κυρίου και θέλουσι σαλευθή οι άνθρωποι και θέλουσι δράμει από θαλάσης εις θάλασσαν και από της Άρκτου εις την Ανατολήν ίνα ζητούν τον λόγον του Θεού και δεν θέλουσι τον εύρει. Εάν λοιπόν, ως λέγει ο Προφήτης, μεγάλη παίδευσις και κατάρα εκ Θεού είναι η στέρησις της διδαχής και του ακούειν λόγον Θεού, πόσον μισθόν μέλλει να έχη εκ Θεού ο άνθρωπος εκείνος, όστις ελευθερώνει τους ανθρώπους με την διδασκαλίαν του από της τοιαύτης οργής του Θεού; Ταύτην λοιπόν την δια λόγου γινομένην ευεργεσίαν μέλλω να προσφέρω και εγώ σήμερον προς την αγάπην σας, ευλογημένοι πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, και επειδή τοσούτον μέγα όφελος και μισθόν προξενεί αύτη εκ Θεού και προς τον ποιούντα ταύτην και προς τους προθύμως δεχομένους αυτήν, δια τούτο πρέπει μετά πάσης σπουδής και προθυμίας να την δεχθήτε, διότι ουχί προς το φθαρτόν και πρόσκαιρον σώμα δίδωσι το κέρδος, αλλά εις την άφθαρτον και αθάνατον ψυχήν. Είναι δε η ευεργεσία μου, να αναφέρω προς την υμετέραν αγάπην την σημερινήν υπόθεσιν της εορτής ημών, τουτέστι θα διηγηθώ, διατί σήμερον η Εκκλησία των Χριστιανών επιτελεί την εορτήν της Περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της μνήμης του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου. Πλην, δια να γίνη ο λόγος μου καταληπτότερος προς τους ακούοντας, δια τούτο πρέπον είναι να τον διαιρέσω εις δύο μέρη· και πρώτον μεν να είπω περί της σεβασμίας Περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή προτιμάται η τιμή Αυτού, και δεύτερον τα περί της γεννήσεως, ανατροφής, ασκήσεως και τελειώσεως του Μεγάλου Βασιλείου. Αλλά ας ακούσωμεν του Ευαγγελιστού Λουκά, τι διηγείται περί της πανσέπτου Περιτομής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. «Ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού ΙΗΣΟΥΣ, το κληθέν υπό του Αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία». Λέγει δηλαδή ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς ότι, ότε συνεπληρώθησαν ημέραι οκτώ από της Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ωδήγησαν Αυτόν εις τον Ναόν και έκαμον εις Αυτόν Περιτομήν, εκλήθη δε το όνομα Αυτού Ιησούς, το οποίον ωνομάσθη υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ προ της συλλήψεώς Του εν τη γαστρί της Κυρίας Θεοτόκου, ωνομάσθη δε ο Χριστός Ιησούς υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ότε αυτός, ευαγγελιζόμενος την Θεοτόκον Μαρίαν, έλεγε προς Αυτήν· «Ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη Υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν» (Λουκ. α:31). Δηλαδή μέλλει να συλλάβης και να γεννήσης υιόν, του οποίου το όνομα θέλεις καλέσει Ιησούν. Πρέπον όθεν είναι να εξετάσωμεν πρώτον μεν προς τίνα εδόθη απ’ αρχής εκ Θεού η Περιτομή. Δεύτερον, τίνος ένεκεν εδόθη. Τρίτον, διατί μετά οκτώ ημέρας από της Γεννήσεως του Παιδίου. Τέταρτον, διατί δεν εδόθη εις άλλο μέλος του σώματος, αλλά εις το παιδογόνον μόριον. Πέμπτον, τίνος ένεκεν ο Χριστός περιετμήθη. Έκτον, επειδή εκείνος περιετμήθη, διατί δεν περιτεμνόμεθα και ημείς οι πιστεύοντες εις Αυτόν; Και προς μεν το πρώτον λέγομεν, ότι ο Θεός κατ’ αρχάς έδωσεν εις τον Αβραάμ τον Νόμον της Περιτομής, καθώς το λέγει ο Προφήτης Μωϋσής εις το ιζ΄ (17) κεφάλαιον της Γενέσεως, γράφων ούτω· «Και είπεν ο Θεός προς Αβραάμ· συ δε την διαθήκην μου διατηρήσεις, και το σπέρμα σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών· και αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, αναμέσον εμού και υμών και αναμέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών· περιτμηθήσεται υμίν παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεσθε την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης αναμέσον εμού και υμών· και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν, παν αρσενικόν εις τας γενεάς υμών». Ως προς το δεύτερον λέγομεν, ότι δια τούτο εδόθη εις τον Αβραάμ η Περιτομή και εις το γένος του, δια να χωρίζωνται από τα άλλα έθνη τα αλλόφυλα· επειδή εις τον καιρόν εκείνον του Αβραάμ ήσαν έθνη διάφορα, καθώς το λέγει ο Μωϋσής εις το ιε΄ (15) κεφάλαιον της Γενέσεως, τουτέστιν οι Κεναίοι, οι Κενεζαίοι, οι Κεδμωναίοι, οι Χετταίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ραφαείν, οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Ευαίοι, οι Γεργεσαίοι και οι Ιεβουσαίοι, οι οποίοι ούτοι πάντες δεν επίστευον εις τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην, αλλά προσεκύνουν τα κωφά και αναίσθητα κτίσματα· δια τούτο, θέλων ο Θεός να χωρίση τον Αβραάμ και το γένος του από τα τοιαύτα έθνη, του έδωκεν αυτό το σημείον, να περιτέμνωνται τα παιδία, όντα οκτώ ημερών. Ότι δε δια να χωρίζωνται από τα άλλα έθνη έδωκεν ο Θεός εις τον Αβραάμ και εις τους εξ αυτού καταγομένους Ιουδαίους την Περιτομήν, από τούτο θα το εννοήση ο καθ’ εις· διότι οι Εβραίοι έως ότου μεν ήσαν αναμεμιγμένοι με τους Αιγυπτίους και με τα άλλα έθνη εις την Αίγυπτον, περιετέμνοντο· αφ’ ότου όμως διήλθον την Ερυθράν θάλασσαν και διέτριψαν εις την έρημον τεσσαράκοντα δύο έτη, χωρίς να αναμιχθούν με άλλα έθνη, τότε, όσοι εγεννήθησαν, δεν περιετμήθησαν κατάτην συνήθειαν αυτών. Ότε δε ήλθε καιρός πάλιν να αναμιχθώσι με τα αλλόφυλα έθνη, τότε έδωκεν ο Θεός δεύτερον Νόμον της Περιτομής, καθώς γέγραπται εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της Βίβλου Ιησού του Ναυή. Από δε τούτον τον καιρόν, ήτοι αφ’ ότου διεπέρασεν ο Ιησούς του Ναυή τους Εβραίους από την έρημον εις την Ιεριχώ, είπε Κύριος προς αυτόν· «Ποίησον σεαυτώ μαχαίρας πετρίνας εκ πέτρας ακροτόμου και καθίσας περίτεμε τους υιούς Ισραήλ εκ δευτέρου· και εποίησεν Ιησούς μαχαίρας πετρίνας ακροτόμους και περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ επί του καλουμένου τόπου Βουνός των ακροβυστιών· ον δε τρόπον περιεκάθαρεν Ιησούς τους υιούς Ισραήλ όσοι ποτέ εγένοντο εν τη οδώ και όσοι ποτέ απερίτμητοι ήσαν των εξεληλυθότων εξ Αιγύπτου, πάντας τούτους περιέτεμεν Ιησούς. Τεσσαράκοντα γαρ και δύο έτη ανέστραπται Ισραήλ εν τη ερήμω τη Μαβδαρίτιδι, διο απερίτνητοι ήσαν οι πλείστοι αυτών των μαχίμων των εξεληλυθότων εκ γης Αιγύπτου». Ακούεις, πως διηγείται η Γραφή; Ότι έως ου μεν ήσαν οι Εβραίοι εις την έρημον, τους τεσσαράκοντα δύο (42) χρόνους, δεν περιετμήθησαν· αφού δε διέβησαν τον Ιορδάνην περιετμήθησαν, επειδή έμελλον να αναμιχθώσι με αλλόφυλα έθνη, τουτέστι τους Αμορραίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Χαναναίους, τους Γεργεσαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους. Αυτά είναι τα επτά έθνη, τα οποία καθείλεν ο Θεός εν γη Χαναάν και εταπείνωσεν υπό την εξουσίαν των Εβραίων, ως το λέγουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων εν τω ιγ΄ (13) κεφαλαίω. Πρέπον όμως είναι να μάθωμεν, διατί με τεμάχιον πέτρας περιέτεμεν ο Ιησούς του Ναυή τους Εβραίους και ουχί δια σιδηράς μαχαίρας. Κατά μεν το φαινόμενον, ως λέγει ο Άγιος Θεοδώρητος εις τας απορίας της Παλαιάς Γραφής, δεν είχον τοσαύτας σιδηράς μαχαίρας, αρκούσας ίνα περιτμηθή τοσούτον πλήθος, ως εξ ερήμου τόπου επανελθόντες, επειδή δεν τους περιέτεμνεν όλους μόνος ο Ιησούς, αλλά επειδή ήσαν πολύ πλήθος και εβιάζοντο τότε συντόμως να ποιήσουν το Πάσχα, δια τούτο περιέτεμνον αυτούς οι Ιερείς. Κατά το νοούμενον όμως η αιτία είναι, ότι η Περιτομή εκείνη το του Χριστού Βάπτισμα προετύπου· διότι πέτρα ο Δεσπότης Χριστός ονομάζεται, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το ι΄ (10) κεφάλαιον της προς Κορινθίους Α΄ Επιστολής. «Έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός». Ο Αυτός δε και μάχαιρα κακείται, ως λέγει και τούτο ο Απόστολος, εν τω δ΄ (4) κεφαλαίω της προς Εβραίους Επιστολής. «Ζων γαρ ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον». Καθώς λοιπόν η Περιτομή δεν κόπτει απαραίτητον μέλος του σώματος, αλλά περίσσευμα άχρηστον, ούτω και ημείς δια του αγίου Βαπτίσματος την αμαρτίαν περιτεμνόμεθα· δηλαδή η αμαρτία είναι ως περίσσευμα επιθυμίας και όχι χρειώδης επιθυμία. Διότι, ως λέγει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις το ρβ΄ (102) κεφάλαιον των Θεολογικών, αδύνατον είναι να ευρεθή άνθρωπος άγευστος παντελώς ηδονής σωματικής. Ούτως εν τω αγίω Βαπτίσματι ουχί την παντελή ηδονήν της σαρκός αποβαλλόμεθα, τουτέστι τον νόμιμον γάμον, αλλά το άχρηστον της ηδονής, τουτέστι την κατηγορουμένην αμαρτίαν. Αρκούσι τοσαύτα δια την δευτέραν απορίαν. Προς δε την τρίτην, διατί, δηλαδή, ώρισεν ο Θεός οκτώ ημερών να περιτέμνεται το παιδίον, λέγομεν ταύτα κατάτον φυσικόν τρόπον· η γυνή, όταν γεννήση άρρεν παιδίον, επτά ημέρας ποιεί δια την πρώτην κάθαρσιν και τεσσαράκοντα δια την τελείαν· όταν δε γεννήση θήλυ ποιεί εις μεν την πρώτην σις επτά, τουτέστι δεκατέσσαρας ημέρας, εις δε την δευτέραν εξήκοντα έξ, καθώς το λέγει ο Θεόπτης Μωϋσής εις το ιβ΄ (12) κεφάλαιον του Λευϊτικού. Ήτις γυνή τέξει άρρεν ακάθαρτος έσται επτά ημέρας, και τη ημέρα τη ογδόη περιτεμεί την σάρκα της ακροβυστίας αυτού· εάν δε θήλυ τέξη, ακάθαρτος έσται δις επτά ημέρας κτλ. Επειδή λοιπόν, ως λέγει ο Μωϋσής, κατά τον φυσικόν τρόπον, εάν δεν παρέλθωσιν επτά ημέραι, δεν καθαρίζεται η γυνή, δια τούτο ώρισεν ο Θεός τη ογδόη ημέρα να περιτέμνεται το παιδίον, ίνα, περιτετμημένον υπάρχον και σεσημειωμένον δια του σημείου της Περιτομής, θυλάζη το καθαρόν γάλα της κεκαθαρμένης μητρός. Αλλά ταύτα μεν είναι κατά το φαινόμενον της Γραφής, κατά δε το νοούμενον άλλος είναι ο σκοπός του Θεού. Ώρισεν ο Θεός να περιτέμνωνται τα παιδία οκτώ ημερών, διότι οκτώ είναι οι αιώνες του παρόντος κόσμου, καθώς το λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τον λόγον αυτού εις την Αγίαν Πεντηκοστήν, λαβών τας αφορμάς εκ του σοφού Σολομώντος λέγοντος εις το ια΄ (11) κεφάλαιον του Εκκλησιαστού· «Δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ». Οκτώ δε αιώνας λέγουσι τας χιλιάδας των χρόνων, δηλονότι, αφ’ ότου ήρχισεν ο Θεός να κατασκευάζη τον ορατόν και τον αόρατον κόσμον μέχρι της συντελείας αυτών, καθώς βεβαίως και ημείς ευρισκόμεθα σήμερον εις τον όγδοον αιώνα, ήτοι εις την ογδόην χιλιάδα (τα νυν ευρισκόμεθα εις τα μέσα του ογδόου αιώνος και δια την ακρίβεια εις το 7471 έτος από κτίσεως κόσμου, ήτοι 5508 τα προ Χριστού και 1963 τα μετά Χριστόν). Θέλων λοιπόν να δείξη συμβολικώς, ότι κατά τον όγδοον και τελευταίον αιώνα μέλλει να έλθη το τέλος του κόσμου, να περιτμηθή, τουτέστι να κοπή, τότε πάσα αμαρτία και επιθυμία κακή και να καταργηθή πάσα εξουσία και δύναμις, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος εν τω ιε΄ (15) κεφαλαίω της προς Κορινθίους Α΄ Επιστολής, δια τούτο ενομοθέτησεν, ουχί εις πέντε ή εις δέκα ή εις άλλας ημέρας να περιτέμνεται ο άνθρωπος εν όσω είναι βρέφος, αλλά εις τας οκτώ. Έχομεν όθεν εν συντόμω και την λύσιν του τρίτου ζητήματος. Προς δε το τέταρτον, διατί δηλαδή δεν εδόθη ο Νόμος της Περιτομής εις άλλο μέρος του σώματος, λέγομεν, ότι επειδή η περιτομή, ως είπομεν ανωτέρω, ήτο σύμβολον της στερήσεως των ηδωνών του σώματος, δια τούτο ο Θεός, θέλων φανερώς και αισθητώς να δείξη προς τους ανθρώπους τον τόπον δι’ ου ενεργείται η αμαρτία, ώρισε την περιτομήν τούτου δια να γνωρίζωσιν, ότι ουχί μόνον δια σημείον της θρησκείας αυτών περιτέμνονται, αλλά πολλώ μάλλον δια την εκκοπήν και στέρησιν της κακής επιθυμίας. Τίνος δε ένεκεν ο Χριστός κατεδέξατο να περιτμηθή; Προς το πέμπτον τούτο ζήτημα λέγομεν, ότι τούτο έπραξε δια να μη θεωρηθή ως παραβάτης του Νόμου, τον οποίον Αυτός έδωκεν εις τον Αβραάμ· διότι εάν και περιετμήθη κατά την ογδόην ημέραν και εφέρθη εις τον Ναόν υπό της Μητρός Αυτού μετά τεσσαράκοντα ημέρας, καθώς νομοθετεί ο Μωϋσής, και πάλιν τον έλεγον οι μιαροί Ιουδαίοι Σαμαρείτην και Εθνικόν, ομοίως και παραβάτην του Νόμου ήθελον τον είπει, εάν δεν περιετέμνετο. Ίνα λοιπόν αποστομώση τους Ιουδαίους τους μέλλοντας να είπωσιν αυτόν αντίθεον και καταλυτήν του Μωσαϊκού Νόμου, δια τούτο κατεδέχθη να περιτμηθή. Αλλά και δι’ έτερον λόγον· ίνα βεβαιώση τους ανθρώπους, ότι κατ’ αλήθειαν και ουχί κατά φαντασίαν έλαβε σάρκα ανθρωπίνην, επειδή βεβαίως εγνώριζεν ότι έμελλον να είπουν οι αιρετικοί, ότι δεν έλαβεν ο Χριστός σάρκα κατ’ αλήθειαν ανθρωπίνην, αλλά μόνον κατά φαντασίαν εφάνη ως άνθρωπος σαρκοφόρος· δια τούτο, θέλων Αυτός να μη δώση καμμίαν αφορμήν αιρέσεως προς τους τοιούτους, περιετμήθη το μέλος της σαρκός, την οποίαν προσέλαβεν εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας· και όπως κατεδέξατο ανθρωποπρεπώς να χωρηθή εις κοιλίαν γυναικός και να γεννηθή και να σπαργανωθή, ούτω και σήμερον συμπαθώς κατεδέξατο να περιτμηθή, ίνα τελειώση πάντα τα ακατηγόρητα πάθη της σαρκός, ως τέλειος άνθρωπος· και Αυτός μεν δια ταύτας τας δύο αιτίας κατεδέξατο να περιτμηθή. Ημείς δε, οι πιστεύοντες εις Αυτόν, διατί δεν περιτεμνόμεθα; Εις την λύσιν του έκτου ζητήματος λέγομεν, ότι επειδή έδειξεν εις ημάς ο Αυτός μετά ταύτα άλλο σημείον της προς Αυτόν πίστεως, ήτοι το θείον και άγιον Βάπτισμα, δια τούτο περιττόν είναι να φυλάττωμεν τα παραγγέλματα της παλαιάς νομοθεσίας· μάλιστα δε, επειδή έχομεν και παραγγελίαν εκ των Αγίων Αποστόλων να μη περιτεμνώμεθα, τις ο λόγος να ποιώμεν ημείς άλλας νομοθεσίας; Ότι δε οι Απόστολοι απαγορεύουσιν εις ημάς τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν την περιτομήν της σαρκός, ο επιθυμών να μάθη τούτο ας αναγνώση το ιε΄ (15) κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων και το ε΄ (5) κεφάλαιον της προς Γαλάτας επιστολής του Αποστόλου Παύλου· διότι αι μεν Πράξεις γράφουσιν, ότι εις τον καιρόν των Αποστόλων εξηγέρθησαν τινες αιρετικοί, οι οποίοι έλεγον, ότι εάν δεν περιτέμνωνται οι Χριστιανοί δεν είναι δυνατόν να σωθώσιν, αλλ’ όμως οι πρώτοι των Αποστόλων, Πέτρος και Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, συναχθέντες μετά των άλλων, ενομοθέτησαν, ότι αρκεί εις αυτούς μόνον το Βάπτισμα, ο δε Απόστολος Παύλος λέγει εις τα προλεχθέντα κεφάλαια, ότι «Εάν περιτέμνησθε Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει». Και αλλαχού· «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει, ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις», η οποία είναι το άγιον Βάπτισμα. Επειδή λοιπόν τοσαύτας παραγγελίας έχομεν εκ των Αγίων Αποστόλων, δια τούτο άπρεπον είναι να ακολουθούμεν τον παλαιόν τύπον· διότι εάν ηθέλομεν να κρατούμεν τα παλαιά, έπρεπε να κάμνωμεν και θυσίας, κατά την του Μωϋσέως Νομοθεσίαν, να φυλάττωμεν το Σάββατον, να απέχωμεν και τινων φαγητών απηγορευμένων υπό του Νόμου. Επειδή δε, ως λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος, γέγονε τα πάντα καινά και πιστεύομεν ότι δια της χάριτος του Κυρίου Ιησού Χριστού θέλομεν σωθή, ως είπεν ο Απόστολος Πέτρος, τις ο λόγος να φυλάττωμεν μόνον τον Νόμον της περιτομής, εις δε τα άλλα να φαινώμεθα απειθείς; Διότι, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος εις τα άνωθεν κεφάλαια, ο περιτεμνόμενος οφείλει να πληρώση όλον τον Νόμον. Ώστε άπρεπον θα ήτο να λεγώμεθα δούλοι του Μωσαϊκού Νόμου και ουχί του Χριστού και ταύτα πιστεύοντες, ότι ουχί εκ της περιτομής, αλλ’ εκ της Πίστεως του Χριστού μέλλομεν να σωθώμεν. Δια τούτο λοιπόν επαύσαμεν να περιτεμνώμεθα αφ’ ότου ο Χριστός, εκών περιτμηθείς, εδωρήσατο εις ημάς την σφραγίδα του αγίου Βαπτίσματος, ως σημείον διαχωρίζον τους πιστούς εκ των απίστων. Αλλ’ ο μεν περί της σεβασμίας Περιτομής του Χριστού λόγος ας έχη τέλος. Έλθομεν δε νυν εις το δεύτερον μέρος, ίνα διηγηθώμεν και τα περί της γεννήσεως, ανατροφής, ασκήσεως και τελειώσεως του εν Αγίοις Πατρός ημών και Οικουμενικού Μεγάλου Διδασκάλου Βασιλείου. Πριν δε αρχίσω την περί τούτου διήγησιν, αξιώ και ικετεύω την αγάπην σας, πρώτον μεν να μη αδιαφορήτε και νυστάζετε, διότι εάν αμελήτε θέλετε ζημιωθή μεγάλως εκ της μη ακροάσεως της λαμπράς και ψυχωφελούς διηγήσεως, δεύτερον δε, εάν ακούσετε παραδόξους θαυματουργίας, μη νομίσητε ότι εξ ιδίων διηγούμαι ταύτας, διότι δεν θέλω διηγηθή αφ’ εαυτού μου τίποτε περί του Αγίου τούτου. Αλλ’ όσα συνέγραψαν περί αυτού ο τε Θεολόγος Γρηγόριος και ο Άγιος Αμφιλόχιος και Σωκράτης ο Σχολαστικός και Ερμείας ο Σωζόμενος, Ελληνιστί, ταύτα μέλλω και εγώ να διηγηθώ σήμερον προς την υμετέραν αγάπην με πολύ απλήν ομιλίαν δια να κατανοήσετε πάντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου