Μίλος ο Άγιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις κώμην τινά των Περσών και αφού
εβαπτίσθη έμαθε τα ιερά γράμματα. Εν ω δε έλελλε να γίνη στρατιώτης του
βασιλέως των Περσών, όταν έφθασεν εις ηλικίαν, ημπόδισεν αυτόν από το τοιούτον
μία φοβερά και νυκτερινή οπτασία, την οποίαν είδεν. Όθεν έκτοτε επολιτεύετο με
παρθενίαν και άσκησιν παρακαλών τον Θεόν και δι’ εαυτόν και δι’ όλον το γένος
του.
Αφού δε παρήλθον έτη τινά, αφήσας την πατρίδα του, έγινε Μοναχός, και κατοικήσας εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον ο Προφήτης Δανιήλ είδε τας οπτασίας, όταν ήτο εις Βαβυλώνα, εχειροτονήθη Επίσκοπος υπό του Επισκόπου Γενναδίου, του Ομολογητού και Μάρτυρος γενομένου. Αφού λοιπόν εκοπίασεν ο αοίδιμος ελέγχων τους εκεί Χριστιανούς, διότι παρενόμουν με έργα και με λόγους, εδάρη και εδιώχθη υπ’ αυτών. Όθεν γνωρίζων, ότι έμενον αδιόρθωτοι, προεφήτευσε την οργήν του Θεού, ήτις έμελλε να επιπέση εναντίον των και ανεχώρησε. Μετά παρέλευσιν δε τριών μηνών επραγματοποιήθη η πρόρρησίς του, διότι οι άρχοντες της Επισκοπής του υπέπεσαν εις μέγα αμάρτημα προς τον βασιλέα εκ τινος συμβεβηκότος. Τούτου ένακα απέστειλεν ο βασιλεύς στρατιώτας με τριακοσίους ελέφαντας και την μεν πόλιν της Επισκοπής κατέστρεψε, τους δε πολίτας αυτής εθανάτωσεν εν μαχαίρα. Τότε ο Άγιος επορεύθη εις Ιεροσόλυμα και εύρεν Αμμώνιον τον μαθητήν του Μεγάλου Αντωνίου· και διανύσας εκεί δύο έτη, επανήλθεν εις την Περσίαν. Κατά δε την επιστροφήν επήγεν εις Μοναχόν τινα, όστις κατώκει εις σπήλαιον, και βλέπων ότι εισήλθεν εις το σπήλαιον δράκων τις, όστις είχε μήκος δώδεκα πήχεων, είπε προς αυτόν· «Έφθασεν, ω δράκον, επί σε η οργή του Κυρίου». Και σφραγίσαντος αυτόν του Αγίου με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού και εμφυσήσαντος εις αυτόν, ω του θαύματος! ευθύς διερράγη και ενεκρώθη. Μεταβάς δε ο Άγιος εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί Εκκλησίαν προς εξιλέωσιν των αμαρτιών τού απειθήσαντος λαού του και θανατωθέντος με πικρόν θάνατον υπό του βασιλέως. Αφού δε διήλθεν εκεί πολύν χρόνον, επήγεν εις πόλιν καλουμένην Κτησιφώντα, όπου ευρών Σύνοδον Επισκόπων συνηθροισμένην, έστη εν τω μέσω αυτής, ελέγχων τον Επίσκοπον εκείνον, εναντίον του οποίου η Σύνοδος έγινεν. Ο δε Επίσκοπος εκείνος εξηυτέλιζε και περιέπαιζε τον Άγιον, καυχώμενος εις τα προβλήματα και την σοφίαν του, προς τον οποίον ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή αδιόρθωτος μένεις, αλαζονευόμενος εναντίον των του Κυρίου μου Αρχιερέων, τους οποίους συνήθροισε το Πνεύμα το Άγιον, δια τούτο τώρα επιπίπτει κατά σου η οργή του Θεού, όστις ιδού σε καθιστά ημίξηρον επί πολλά έτη, ίνα δια της ασθενείας σου ταύτης σωφρονισθώσι και διορθωθώσιν οι λοιποί». Και ω του θαύματος! ομού με τον λόγον του Αγίου επέπεσε κεραυνός ουρανόθεν και κατέστησεν αυτόν ημίξηρον, διατηρηθέντα ούτω δώδεκα ολόκληρα έτη και ύστερον ετελεύτησεν. Αναχωρήσας από εκεί ο Άγιος μετέβη εις άλλην πόλιν, της οποίας ο άρχων έπασχε δεινήν ασθένειαν επί δύο έτη. Όθεν εκείνος μαθών την παρουσίαν τού Αγίου έστειλε και τον παρεκάλεσε να υπάγη να τον επισκεφθή ως ασθενούντα και να δώση εις αυτόν την ευχήν του. Επειδή δε ο αποσταλείς άνθρωπος παρεκίνει τον Άγιον να επιταχύνη, ταύτα προς αυτόν ο Άγιος απεκρίνατο· «Πορευθείς ειπέ μεγάλη τη φωνή εις τον αποστείλαντά σε ασθενή: Ταύτα παραγγέλλει προς σε ο Επίσκοπος: Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, τον οποίον κηρύττω εγώ ο ευτελής και ανάξιος, απόβαλε από σου πάσαν παρενοχλούσαν σε ασθένειαν και περιζώσας την μέσην σου ελθέ με τους ιδίους σου πόδας, δια να σε ίδω». Άμα δε επανήλθεν ο απεσταλμένος και είπε ταύτα τα λόγια, ω του θαύματος! ανέλαβεν ο άρχων και τόσον ενεδυναμώθη, ώστε δεν έμεινε πλέον εις αυτόν ουδέν ίχνος και σημείον ασθενείας· όθεν εγερθείς επορεύθη προς τον Άγιον, περιπατών με τους ιδίους του πόδας. Ρίψας λοιπόν τον εαυτόν του εις τα τίμια ίχνη του Αγίου και αψάμενος των ποδών του με τας δύο χείρας του κατεφίλει τούτους, κυλιόμενος επί του εδάφους και τον Θεόν ηυχαρίστει και εδόξαζε τον ούτως αυτόν δοξάσαντα. Τούτο το παράδοξον θαύμα του Αγίου πολλούς απίστους προσείλκυσεν εις την αληθή του Χριστού πίστιν. Εκεί ευρισκόμενος ο Άγιος εδίωξε πολλούς δαίμονας από τους πάσχοντας και μίαν γυναίκα κλινήρη και παράλυτον ούσαν εννέα έτη λαβών εκ της χειρός, ήγειρεν υγιά· και άνθρωπον αδίκως κατ’ άλλου φερόμενον, και την αδικίαν βεβαιώνοντα καταφρονητικώς μεθ’ όρκυ, τούτον, λέγω, επειδή κεταφρόνει και δεν ήκουε τους λόγους του Αγίου, τον έκαμε δια προσευχής του να λάβη εις όλον το σώμα του την λέπραν του Γιεζή, εις διόρθωσιν και άλλων πολλών, ώστε εκ τούτου όχι ολίγον πλήθος της πόλεως εκείνης προσέτρεξεν εις τον Άγιον και εζήτησε να δεχθή την πίστιν των Χριστιανών. Και άλλα δε πολλά θαύματα εις διαφόρους τόπους εποίησεν ούτος ο Άγιος. Τούτων των θαυμάτων την φήμην ακούσας ο άρχων Βασιλίσκος έστειλε και έφερε τον Άγιον· και παραστήσας αυτόν και τους δύο μαθητάς του έμπροσθέν του, επειδή είδε την εις Χριστόν πίστιν αυτών ειλικρινή και ασάλευτον, υπέβαλεν αυτούς εις πολλάς βασάνους και τιμωρίας. Έπειτα ανάψας από τον θυμόν, εξιφούλκησε και έπληξεν ο ίδιος εις το στήθος τον Άγιον· ομοίως και ο αδελφός του βασιλέως, συμφωνών μετά του αδελφού του, εκτύπησε και εκείνος εις την καρδίαν του Αγίου. Ο δε του Κυρίου Επίσκοπος και Αθλητής, ων έτι ζων είπε προς αυτούς· «Επειδή σεις συνεφωνήσατε και οι δύο να θανατώσητε εμέ, αναίτιον όντα, δια τούτο αύριον κατά την αυτήν ώραν θέλει χυθή και των δύο το αίμα υπό των ιδίων χειρών σας, ήτοι θέλετε φονευθή αμοιβαίως και η μήτηρ σας θέλει μείνει άτεκνος». Και ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. τους δε δύο μαθητάς του Αγίου αναβιβάσας ο δυσσεβής Βασιλίσκος επί δύο ορέων, τους κατέχωσεν εκεί με λίθους. Κατά την ερχομένην λοιπόν ημέραν εξήλθεν ο ασεβής Βασιλίσκος μετά του αδελφού του προς κυνήγιον, πάντη αψηφούντες την πρόρρησιν του Αγίου, την οποίαν ενόμισαν φλυαρίαν· ευρόντες δε έλαφον και καταφθάσαντες αυτήν και οι δύο αδελφοί μόνοι, εστάθησαν αντικρύ ένθεν και ένθεν της ελάφου και εκτύπησαν αμφότεροι τας λόγχας δια να την θανατώσωσιν. Αι δε λόγχαι, φερόμεναι με ορμήν, ενεπήχθησαν εντός των καρδιών των και ούτω βιαίως απολέσαντες τας ψυχάς των, εθανατώθησαν και οι δύο. Και τα μεν λείψανα του Αγίου Μίλου και των μαθητών του ενεταφιάσθησαν από τους Χριστιανούς, αι δε ψυχαί αυτών ανήλθον εις τα ουράνια και πρεσβεύουσιν υπέρ ημών προς τον Κύριον.
Αφού δε παρήλθον έτη τινά, αφήσας την πατρίδα του, έγινε Μοναχός, και κατοικήσας εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον ο Προφήτης Δανιήλ είδε τας οπτασίας, όταν ήτο εις Βαβυλώνα, εχειροτονήθη Επίσκοπος υπό του Επισκόπου Γενναδίου, του Ομολογητού και Μάρτυρος γενομένου. Αφού λοιπόν εκοπίασεν ο αοίδιμος ελέγχων τους εκεί Χριστιανούς, διότι παρενόμουν με έργα και με λόγους, εδάρη και εδιώχθη υπ’ αυτών. Όθεν γνωρίζων, ότι έμενον αδιόρθωτοι, προεφήτευσε την οργήν του Θεού, ήτις έμελλε να επιπέση εναντίον των και ανεχώρησε. Μετά παρέλευσιν δε τριών μηνών επραγματοποιήθη η πρόρρησίς του, διότι οι άρχοντες της Επισκοπής του υπέπεσαν εις μέγα αμάρτημα προς τον βασιλέα εκ τινος συμβεβηκότος. Τούτου ένακα απέστειλεν ο βασιλεύς στρατιώτας με τριακοσίους ελέφαντας και την μεν πόλιν της Επισκοπής κατέστρεψε, τους δε πολίτας αυτής εθανάτωσεν εν μαχαίρα. Τότε ο Άγιος επορεύθη εις Ιεροσόλυμα και εύρεν Αμμώνιον τον μαθητήν του Μεγάλου Αντωνίου· και διανύσας εκεί δύο έτη, επανήλθεν εις την Περσίαν. Κατά δε την επιστροφήν επήγεν εις Μοναχόν τινα, όστις κατώκει εις σπήλαιον, και βλέπων ότι εισήλθεν εις το σπήλαιον δράκων τις, όστις είχε μήκος δώδεκα πήχεων, είπε προς αυτόν· «Έφθασεν, ω δράκον, επί σε η οργή του Κυρίου». Και σφραγίσαντος αυτόν του Αγίου με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού και εμφυσήσαντος εις αυτόν, ω του θαύματος! ευθύς διερράγη και ενεκρώθη. Μεταβάς δε ο Άγιος εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί Εκκλησίαν προς εξιλέωσιν των αμαρτιών τού απειθήσαντος λαού του και θανατωθέντος με πικρόν θάνατον υπό του βασιλέως. Αφού δε διήλθεν εκεί πολύν χρόνον, επήγεν εις πόλιν καλουμένην Κτησιφώντα, όπου ευρών Σύνοδον Επισκόπων συνηθροισμένην, έστη εν τω μέσω αυτής, ελέγχων τον Επίσκοπον εκείνον, εναντίον του οποίου η Σύνοδος έγινεν. Ο δε Επίσκοπος εκείνος εξηυτέλιζε και περιέπαιζε τον Άγιον, καυχώμενος εις τα προβλήματα και την σοφίαν του, προς τον οποίον ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή αδιόρθωτος μένεις, αλαζονευόμενος εναντίον των του Κυρίου μου Αρχιερέων, τους οποίους συνήθροισε το Πνεύμα το Άγιον, δια τούτο τώρα επιπίπτει κατά σου η οργή του Θεού, όστις ιδού σε καθιστά ημίξηρον επί πολλά έτη, ίνα δια της ασθενείας σου ταύτης σωφρονισθώσι και διορθωθώσιν οι λοιποί». Και ω του θαύματος! ομού με τον λόγον του Αγίου επέπεσε κεραυνός ουρανόθεν και κατέστησεν αυτόν ημίξηρον, διατηρηθέντα ούτω δώδεκα ολόκληρα έτη και ύστερον ετελεύτησεν. Αναχωρήσας από εκεί ο Άγιος μετέβη εις άλλην πόλιν, της οποίας ο άρχων έπασχε δεινήν ασθένειαν επί δύο έτη. Όθεν εκείνος μαθών την παρουσίαν τού Αγίου έστειλε και τον παρεκάλεσε να υπάγη να τον επισκεφθή ως ασθενούντα και να δώση εις αυτόν την ευχήν του. Επειδή δε ο αποσταλείς άνθρωπος παρεκίνει τον Άγιον να επιταχύνη, ταύτα προς αυτόν ο Άγιος απεκρίνατο· «Πορευθείς ειπέ μεγάλη τη φωνή εις τον αποστείλαντά σε ασθενή: Ταύτα παραγγέλλει προς σε ο Επίσκοπος: Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, τον οποίον κηρύττω εγώ ο ευτελής και ανάξιος, απόβαλε από σου πάσαν παρενοχλούσαν σε ασθένειαν και περιζώσας την μέσην σου ελθέ με τους ιδίους σου πόδας, δια να σε ίδω». Άμα δε επανήλθεν ο απεσταλμένος και είπε ταύτα τα λόγια, ω του θαύματος! ανέλαβεν ο άρχων και τόσον ενεδυναμώθη, ώστε δεν έμεινε πλέον εις αυτόν ουδέν ίχνος και σημείον ασθενείας· όθεν εγερθείς επορεύθη προς τον Άγιον, περιπατών με τους ιδίους του πόδας. Ρίψας λοιπόν τον εαυτόν του εις τα τίμια ίχνη του Αγίου και αψάμενος των ποδών του με τας δύο χείρας του κατεφίλει τούτους, κυλιόμενος επί του εδάφους και τον Θεόν ηυχαρίστει και εδόξαζε τον ούτως αυτόν δοξάσαντα. Τούτο το παράδοξον θαύμα του Αγίου πολλούς απίστους προσείλκυσεν εις την αληθή του Χριστού πίστιν. Εκεί ευρισκόμενος ο Άγιος εδίωξε πολλούς δαίμονας από τους πάσχοντας και μίαν γυναίκα κλινήρη και παράλυτον ούσαν εννέα έτη λαβών εκ της χειρός, ήγειρεν υγιά· και άνθρωπον αδίκως κατ’ άλλου φερόμενον, και την αδικίαν βεβαιώνοντα καταφρονητικώς μεθ’ όρκυ, τούτον, λέγω, επειδή κεταφρόνει και δεν ήκουε τους λόγους του Αγίου, τον έκαμε δια προσευχής του να λάβη εις όλον το σώμα του την λέπραν του Γιεζή, εις διόρθωσιν και άλλων πολλών, ώστε εκ τούτου όχι ολίγον πλήθος της πόλεως εκείνης προσέτρεξεν εις τον Άγιον και εζήτησε να δεχθή την πίστιν των Χριστιανών. Και άλλα δε πολλά θαύματα εις διαφόρους τόπους εποίησεν ούτος ο Άγιος. Τούτων των θαυμάτων την φήμην ακούσας ο άρχων Βασιλίσκος έστειλε και έφερε τον Άγιον· και παραστήσας αυτόν και τους δύο μαθητάς του έμπροσθέν του, επειδή είδε την εις Χριστόν πίστιν αυτών ειλικρινή και ασάλευτον, υπέβαλεν αυτούς εις πολλάς βασάνους και τιμωρίας. Έπειτα ανάψας από τον θυμόν, εξιφούλκησε και έπληξεν ο ίδιος εις το στήθος τον Άγιον· ομοίως και ο αδελφός του βασιλέως, συμφωνών μετά του αδελφού του, εκτύπησε και εκείνος εις την καρδίαν του Αγίου. Ο δε του Κυρίου Επίσκοπος και Αθλητής, ων έτι ζων είπε προς αυτούς· «Επειδή σεις συνεφωνήσατε και οι δύο να θανατώσητε εμέ, αναίτιον όντα, δια τούτο αύριον κατά την αυτήν ώραν θέλει χυθή και των δύο το αίμα υπό των ιδίων χειρών σας, ήτοι θέλετε φονευθή αμοιβαίως και η μήτηρ σας θέλει μείνει άτεκνος». Και ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. τους δε δύο μαθητάς του Αγίου αναβιβάσας ο δυσσεβής Βασιλίσκος επί δύο ορέων, τους κατέχωσεν εκεί με λίθους. Κατά την ερχομένην λοιπόν ημέραν εξήλθεν ο ασεβής Βασιλίσκος μετά του αδελφού του προς κυνήγιον, πάντη αψηφούντες την πρόρρησιν του Αγίου, την οποίαν ενόμισαν φλυαρίαν· ευρόντες δε έλαφον και καταφθάσαντες αυτήν και οι δύο αδελφοί μόνοι, εστάθησαν αντικρύ ένθεν και ένθεν της ελάφου και εκτύπησαν αμφότεροι τας λόγχας δια να την θανατώσωσιν. Αι δε λόγχαι, φερόμεναι με ορμήν, ενεπήχθησαν εντός των καρδιών των και ούτω βιαίως απολέσαντες τας ψυχάς των, εθανατώθησαν και οι δύο. Και τα μεν λείψανα του Αγίου Μίλου και των μαθητών του ενεταφιάσθησαν από τους Χριστιανούς, αι δε ψυχαί αυτών ανήλθον εις τα ουράνια και πρεσβεύουσιν υπέρ ημών προς τον Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου