Φιλόθεος,
το θείον τούτο και θαυμάσιον φυτόν, ανέθαλε κατά τον ΙΔ΄ αιώνα εις την
Χρυσόπολιν της Μακεδονίας, οι δε γονείς του ήσαν από επαρχίαν τινά της Ασίας,
εκ πόλεως Ελατείας, δια δε τον φόβον των Αγαρηνών έφτγαν από την πατρίδα των
και επήγαν εις την Χρυσόπολιν, εις την οποίαν ετελεύτησεν ο πατήρ αυτού, αφ’ ου
εγέννησε δύο παίδας, οι οποίοι έμειναν εκεί εις την αλλοτρίαν γην με την μητέρα
των, κακουχούμενοι και ονειδιζόμενοι από τους γείτονας, ως ξένοι και πάροικοι,
επειδή δεν είχον συγγενή τινα από τον πατέρα ή την μητέρα των, ειμή μόνον την
θείαν βοήθειαν, και πολλάκις εμυρολόγουν την τύχην των η μεν γυνή την χηρείαν,
οι δε παίδες την ορφανίαν ολοφυρόμενοι.
Τον καιρόν εκείνον ήλθε πρόσταγμα να συνάξωσι τους παίδας καθώς είχον συνήθειαν οι Αγαρηνοί. Όθεν πολλοί παίδες των Ορθοδόξων Χριστιανών έγιναν (φευ!) αντί υιοί Θεού, τέκνα του αντιχρίστου. Μετά τούτων έλαβον και τα δύο ορφανά παιδία της γυναικός και τα έφεραν εις τον Αμηράν, ο οποίος τα εφυλάκισεν εις το δεσμωτήριον. Και δεν ήτο μεν τάξις να λάβωσι και τα δύο αδέλφια, διότι μόνον όστις είχεν εξ ή δέκα παίδες έδιδεν ένα, αλλά η γυνή ήτο χήρα και ξένη και δεν είχεν βοηθόν τινα, δια τούτο έλαβον και τα δύο οι Τούρκοι. Όθεν έμεινεν η ταλαίπωρος κλαίουσα καθ’ εκάστην απαρηγόρητα την των παίδων στέρησιν και του ανδρός την χηρείαν, την ξενίαν και απορίαν της, άλλην παρηγορίαν μη έχουσα η πολυώδυνος ειμή μόνον την ελπίδα της εις την παντοδύναμον και ουράνιον βασίλισαν, την Υπεραγίαν Θεοτόκον και Αειπαρθένον Μαρίαν, την οποίαν πολλάκις παρεκάλει με θερμότατα δάκρυα να ποιήση έλεος εις τα τέκνα της, να τα λυτρώση από τας χείρας των ασεβών, να μη απολέσωσι την ψυχήν των, ευρισκόμενα αιχμάλωτα. Επειδή λοιπόν εδέετο η άχαρις εκείνη και πολυώδυνος μήτηρ μετ’ ευλαβείας και πίστεως και η αίτησις ήτο εύλογος, επήκουσεν η παντοδύναμος Δέσποινα, ως ελεήμων και εύσπλαγχνος, και ελύτρωσεν από τα δεσμά τα αγαπημένα τέκνα της με τοιούτον τρόπον θαυμασιώτατα· ήτοι εφάνη προς αυτά νύκτα τινά η Θεοτόκος με την μορφήν της μητρός αυτών, και είπεν εις αυτά εις το δεσμωτήριον: «Εγέρθητε, ηγαπημένα μου τέκνα, και ακολουθείτε μοι». Τότε οι παίδες γενόμενοι έκθαμβοι ηγέρθησαν, και μετά χαράς ηκολούθησαν αυτήν, διότι με τον λόγον της Θεοτόκου ήνοιξαν αυτομάτως αι θύραι της φυλακής και εξήλθον, και εις ολίγον διάστημα χρόνου φθάνουσι την ώραν του Όρθρου εις την Νεάπολιν, εις την οποίαν είναι Μοναστήριον εις το όνομα της Αειπαρθένου Θεοτόκου, προσέταξε δε τους παίδας να μείνωσιν εις αυτό λέγουσα: «Εδώ να λάβητε το άγιον Σχήμα, τέκνα μου, να υποτάσσησθε εις τον προεστώτα και εις όλην την αδελφότητα, και εγώ θα έλθω πάλιν να σας ίδω, εάν προκόψετε». Ταύτα ειπούσα τους απεχαιρέτησε και ανεχώρησεν, οι δε παίδες μετά την τελείωσιν του Όρθρου προσεκύνησαν τον Ηγούμενον και του ανήγγειλαν την υπόθεσιν άπασαν. Ούτος δε ως φρόνιμος εγνώρισεν, ότι θεία δύναμις τους έσωσε και δοξάζων τον παντοδύναμον Θεόν, έδωκε τα παιδία εις ενάρετόν τινα Γέροντα, να τα διδάσκη τα Ιερά Γράμματα και πάσαν μοναδικήν κατάστασιν και μεθ’ ημέρας τινάς τους κατέστησε νεωκόρους, να υπηρετώσι την Εκκλησίαν ως πρόθυμοι, όπως εφαίνοντο, και τόσην επιμέλειαν έβαλλον, ώστε όλοι των εθαύμαζον, μάλιστα δια τας μεγάλας αρετάς, τας οποίας είχον, και πάντες οι αδελφοί τους εφήμιζον χαίροντες δια την προκοπήν αυτών και εξόχως τον Φιλόθεον, όστις προσεπάθει καθ’ εκάστην και εβιάζετο να υπερτερήση όλους τους αδελφούς εις την υπακοήν και ταπείνωσιν. Η δε μήτηρ αυτών δεν εγίνωσκε τίποτε περί αυτών, μόνον αφού παρήλθεν αρκετός καιρός έβαλε καλήν βουλήν εις τον λογισμόν της, να κουρευθή εις Παρθενώνα τινά Μοναχή δια να φύγη του κόσμου την σύγχυσιν· ήτο λοιπόν γυναικείον τι Μοναστήριον πλησίον του προρρηθέντος, εις το οποίον ευρίσκοντο τα τέκνα της, εκυβέρνα δε και αυτό ο Ηγούμενος εκείνος όστις έκαμε Μοναχόν και τον Φιλόθεον, ο ίδιος δε εκείνος έκαμε και την μητέρα αυτού, την οποίαν ωνόμασεν Ευδοκίαν, χωρίς να γνωρίζη ότι αύτη ήτο η μήτηρ του Φιλοθέου, ούτε εκείνη πάλιν εγνώριζεν ουδόλως την μεγίστην θαυματουργίαν, την οποίαν εποίησεν η θεόπαις και Θεοτόκος Μαρία εις τα τέκνα της. Και αυτά μεν έμενον εις το εν Μοναστήριον, υπηρετούντα τον Ναόν του Κυρίου επιμελέστατα, αυτή δε πάλιν εις το έτερον με τας παρθένους, προκόπτουσα και αυτή εις πάσαν υπακοήν και υπηρετούσα αόκνως πάσαν την αδελφότητα. Ημέραν λοιπόν τινά, ότε ήτο εορτή επίσημος και επήγαν όλαι αι Μοναχαί εις το Μοναστήριον των ανδρών, με τας οποίας ήτο και η θαυμαστή Ευδοκία, όντως ευδοκία Θεού έτυχε μετά την ιεράν Λειτουργίαν και εφώνησεν ο εις τον άλλον αδελφόν εξ ονόματος, διά τινα υπηρεσίαν της Εκκλησίας, ως νεωκόροι όπου ήσαν αμφότεροι. Η δε μήτηρ αυτών, ήτις ίστατο εις τον νάρθηκα, ακούσασα του Φιλοθέου το όνομα, εσπαράχθη την καρδίαν και εισελθούσα εις τον Ναόν εστοχάσθη επιμελώς τα πρόσωπα αυτών, και εγνώρισεν ότι αυτά ήσαν τα τέκνα της και από την χαράν της ελιποθύμησεν. Μετά ώραν ικανήν, όταν συνήλθεν, ενηγκαλίσθη αυτά μετά δακρύων και τα κατεφίλει αχόρταγα· έπειτα ηρώτησεν αυτά πότε και πως ελυτρώθησαν από την αιχμαλωσίαν, τα δε απεκρίθησαν λέγοντα: «Τάχα δοκιμάζεις ημάς, φιλτάτη μήτερ ημών; Δεν είσαι συ, ήτις εξέβαλες ημάς από τας χείρας των Ισμαηλιτών και έφερες ημάς εδώ και προσέταξας να μείνωμεν εις τούτο το άγιον Μοναστήριον, έως πάλιν να έλθης να ίδης πως έχομεν»; Τότε εθαύμασεν η γυνή, κατανοήσασα το θαυμάσιον και δακρυρροούσα εδόξαζε τον Θεόν, ευχαριστούσα την παντοδύναμον Άνασσαν και εύσπλαγχνον Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήτις ετέλεσεν εις αυτά τοιούτον φρικτόν τεράστιον και δεν κατεφρόνησε την δέησιν αυτής και τα δάκρυα. Το θαύμα τούτο ηκούσθη εις όλον το Μοναστήριον και έχαιρον πάντες οι αδελφοί δι’ αυτούς και ηυφραίνοντο. Η μεν λοιπόν Ευδοκία έμεινεν εις το Μοναστήριόν της δουλεύουσα εις τον Θεόν με περισσοτέραν προθυμίαν παρά πρότερον και ευχαριστούσα την ευεργέτιδα αυτής, ήτις εποίησε το θέλημά της και ελύτρωσε τα τέκνα της από την ασέβειαν, και ούτως αγωνισαμένη καλώς και θεαρέστως απήλθε προς τον ποθούμενον, τα δε τέκνα της έμειναν ομοίως εις την Μονήν των και ηγωνίζοντο, φυλάττοντα τας εντολάς του Κυρίου αόκνως και υπηρετούντα όλην την αδελφότητα. Βλέπων δε τας αρετάς και αγαθοεργίας του Φιλοθέου ο μισόθεος, εφθόνει κατά πολλά ως μισόκαλος και καθ’ εκάστην εζήτει τρόπον και μηχανήν να ζημιώση τον απονήρευτον ο παμπόνηρος, και μη δυνάμενος αφ’ εαυτού (επειδή ο νέος ήτο εις τας αρετάς τέλειος και δεν ημέλει ουδεμίαν τάξιν του αγγελικού σχήματος) εύρεν άλλο όργανον και αγγείον της κακουργίας του, δια μέσου του οποίου εδοκίμασε να νικήση τον αήττητον όντως και αδαμάντινον, έτρωσε δηλονότι Μοναχής τινός την καρδίαν εις την αγάπην του Φιλοθέου, ήτις ευρίσκουσα καιρόν επιτήδειον παρεκίνησε πολύ τον νέον εις την μιαράν εργασίαν της σαρκός η παμμίαρος. Ο δε γενναίος την ψυχήν και όντως φίλος του Θεού Φιλόθεος δεν ενικήθη εις τοσούτον κινδυνώδη και χαλεπόν πόλεμον, αλλ’ ως άλλος Ιωσήφ την νέαν Αιγυπτίαν απέκρουσε και με λόγους ψυχωφελείς σοφώς ενουθέτησεν αυτήν, ενθυμίζων εις αυτήν την γέενναν του πυρός, τον βρυγμόν των οδόντων, τον ακοίμητον σκώληκα και τας λοιπάς κολάσεις, τας οποίας κληρονομούσιν οι αμαρτάνοντες· η δε Μοναχή, όσον έβλεπε τον σώφρονα παραιτούμενον, τόσον αύτη η άφρων και άσεμνος υπό του πυρός της φιληδονίας κατεφλέγετο και του έδωκε τόσον πόλεμον, και τόσα του είπεν, ώστε δεν τον άφηνε να έχη ουδόλως ανάπαυσιν. Όθεν εφοβήθη ο σωφρονέστατος μήπως νικηθή και αυτός ως άνθρωπος από την πολλήν της κόρης ενόχλησιν, και το ωμολόγησε πνευματικά εις τον Ηγούμενον δια να την κανονίση, να μη του δώση πλέον δευτέραν πείραξιν· ο δε προεστώς επιτιμήσας την άσεμνον εκείνην και πάντολμον, την εδίωξεν από το Μοναστήριον, η πράξις δε αύτη ηκούσθη εις όλην την αδελφότητα και εθαύμαζον πάντες τον σώφρονα και ως νέον Ιωσήφ τον εφήμιζον. Ο δε μισόδοξος και όντως φίλος Θεού Φιλόθεος, μη υποφέρων την τιμήν των ανθρώπων ως ψυχοβλαβή και επικίνδυνον, εμελέτησε να φύγη από το Μοναστήριον, και εζήτησεν από τον προεστώτα συγχώρησιν, αλλ’ εκείνος δεν τον άφηνεν· κινήσας δε πάντα λίθον ηγωνίσθη πολύ να τον κρατήση και δεν ηδυνήθη· όθεν και δια της βίας τον απέλυσε, γνωρίσας το αμετάθετον της γνώμης του. Λοιπόν αποχαιρετήσας αυτόν και όλους τους αδελφούς και λαβών συγχώρησιν ανεχώρησε και τρέχων ως διψώσα έλαφος, έφθασε μεθ’ ημέρας τινάς εις τον Άθωνα, πορευθείς δε εις την Μονήν του Διονυσίου έβαλεν εις τον προεστώτα μετάνοιαν και εποίει όλας τας υπηρεσίας, τας οποίας τον επρόστασσον, με τόσην επιμέλειαν, ώστε όλοι τον εθαύμαζον και εδόξαζον τον Κύριον, όστις τους έστειλε τοιούτον επιδέξιον άνθρωπον. Αφού δε εποίησε πολύν καιρόν εις το Κοινόβιον, επόθησε να αναχωρήση κατά μόνας εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, δια να προσεύχηται και μόνος του προς μόνον τον Θεόν ο θεόπνευστος. Δια να μη τον εμποδίση λοιπόν ο Ηγούμενος, προσεποιήθη ότι του ήλθεν ασθένεια και εβωβάθη και εκωφώθη· όθεν λαβών συγχώρησιν ανεχώρησεν από το Μοναστήριον, και περιπατήσας έως εξ στάδια, εύρε τόπον αρμόδιον δι’ άσκησιν, εις τον οποίον εποίησε μικράν καλύβην και έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και με άρτον μόνον και άλας ημέραν παρ’ ημέραν τρεφόμενος, πολλάκις δε και όλην την εβδομάδα ενήστευε και μόνον το Σάββατον και την Κυριακήν έτρωγεν. Ο δε αρχέκακος και της των ανθρώπων σωτηρίας πολέμιος, μη υποφέρων την προκοπήν του Αγίου, επεχείρησε να τον φονεύση ο πάντολμος και σχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, προσεποιήθη ότι ήτο εντός πλοίου και ναυαγήσας περιήρχετο εις τον κρημνόν ως πλανώμενος ζητών βοήθειαν και λέγων: «Ελέησόν με δούλε του Θεού, ότι κακώς απόλλυμαι». Ο δε Άγιος, μη γινώσκων την πανουργίαν του δαίμονος, εξήλθε δια να του δώση βοήθειαν, αυτός δε ο κατάρατος τον έσπρωξεν εις τον κρημνόν, αλλά ο Θεός πάλιν τον εβοήθησε και δεν έπαθε με την θείαν Χάριν κακόν ουδέν· εγνώσθη δε εις το Μοναστήριον ότι δεν ήτο κωφός, αλλά προσεποιείτο τον τοιούτον. Όθεν έφυγε και απ’ εκεί και απήλθεν εις άλλον τόπον και ησκήτευσεν, εις τον οποίον υπεδέχθη και τρεις μαθητάς εις τύπον της Αγίας Τριάδος, μετά των οποίων ηγωνίζοντο. Μετά καιρόν πάλιν ο πονηρός παρεκίνησε τρεις συμμορίας πειρατών Αγαρηνών και ήλθον εκεί εις τον αιγιαλόν, τους οποίους ιδόντες οι μαθηταί αυτού έφευγον εις το δάσος έντρομοι, ο δε Όσιος δεν εφοβήθη ουδαμώς, αλλά ποιών το σημείον του Τιμίου Σταυρού ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς ούτω λέγων: «Κύριε Ιησού Χριστέ, καθώς έσωσας τους Ισραηλίτας από τας χείρας του Φαραώ, ούτω σώσον και ημάς την ώραν ταύτην και αβλαβείς διαφύλαξον». Και παρευθύς ηγέρθη μεγάλη τρικυμία και δεν έβλεπον οι κατηραμένοι που έφευγαν. Έμεινεν όθεν ο Άγιος αβλαβής με την συνοδείαν του και ηγωνίζετο υπέρ το πρότερον, τόσον δε ευηρέστησε τον Θεόν με την ενάρετον πολιτείαν του, ώστε ηξιώθη και προορατικού χαρίσματος. Και όταν ημέραν τινά, κατά την οποίαν ετέλουν εις το Βατοπαίδιον μεγάλην πανήγυριν, ίστατο εις την θείαν λειτουργίαν και εξήρχοντο οι Ιερείς παρρησία εις την μεγάλην είσοδον, είδεν ο Άγιος ένα κόρακα προπορευόμενον των κηροπηγίων και ηννόησεν από Πνεύμα Άγιον, ότι κάποιος από τους ιερωμένους ήτο ανάξιος, διότι θα έπεσεν εις αμαρτίαν και δια να μη αισθανθή ετόλμησε να συλλειτουργήση με τους αξίους ο ανάξιος. Τούτον λοιπόν νουθετήσας πνευματικά ημπόδισεν από την λειτουργίαν· όθεν δεν εφάνη πλέον ο κάραξ ύστερον. Επιστρέψας δε εις την κέλλαν αυτού ο θαυμάσιος Φιλόθεος και τον Θεόν έως τέλους ευαρεστήσας απήλθε προς Αυτόν υπέργηρως ζήσας έτη ογδοήκοντα τέσσαρα (84) ο τρισόλβιος. Όταν δε έμελλε να μετασταθή, αφήκεν εντολήν εις τους μαθητάς αυτού και φοβερόν επιτίμιον, να μη ενταφιάσωσι το σώμα του, αλλά να το ρίψωσιν εις το δάσος δια να το φάγωσι τα θηρία και τα όρνεα. Οι μεν λοιπόν μαθηταί, ως υπήκοοι μέχρι θανάτου, εποίησαν ως τους προσέταξε και σύροντες το άγιον εκείνο και πάντιμον λείψανον το έρριψαν ατίμως εις το δάσος μακράν από το κελλίον εννέα στάδια· ο δε των θαυμασίων Θεός, όστις αντιδοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας και ανυψοί τους ταπεινόφρονας, δεν αφήκε καταφρονημένον το σεβάσμιον αυτό λείψανον, αλλά το εφανέρωσεν εις τους ανθρώπους με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Κατ’ εκείνας τας ημέρας Μοναχός τις επήγεν εις τον αιγιαλόν δια να αλιεύση και έμεινε την νύκτα εκεί, το δε πρωϊ, πριν εξημερώση, ότε επέστρεφεν εις την κέλλαν του, είδεν εις το δάσος φως μέγα και νομίζων ότι ήτο πυρ υλικόν, επλησίασε να ζεσταθή, διότι ήτο ψυχραμένος από την θάλασσαν. Όταν όμως επλησίασε, βλέπει την κεφαλήν του Οσίου επάνω εις τα οστά του και ήστραπτεν ως άστρον πολύφωτον. Όθεν φοβηθείς ώρμησε να φύγη ως μικρόψυχος όπου ήτο εκ φύσεως, αλλ’ ευθύς η θεία Χάρις τον εθάρρυνεν άνωθεν και του εφανέρωσεν ότι αύτη ήτο η αγία κάρα του Οσίου Φιλοθέου και να την λάβη μετά θάρρους άφοβα. Όθεν έλαβεν αυτήν με φόβον πολύν και ευλάβειαν και πορευθείς εις το κελλίον του την εθυμίασε και την έκρυψε, χωρίς να ομολογήση εις άλλον τινά την υπόθεσιν, διότι εμελέτα να μη την φανερώση τελείως· αλλά την επομένην νύκτα είδε τον Άγιον καθ’ ύπνον, όστις του έλεγε με ήθος σοβαρόν και άγριον: «Απόδος την κεφαλήν μου εις τους μαθητάς μου ταχέως, ει δε μη, ουαί σοι, ταλαίπωρε!» Τότε μετά βίας την έδωκεν εις αυτούς και τους είπε την υπόθεσιν άπασαν, οι δε λαβόντες αυτήν μεγάλως εχάρησαν και την είχον ως θησαυρόν μέγαν και φυλακτήριον άσυλον, εις αποτροπήν παντός πειρασμού ψυχικού τε και σωματικού και εδόξαζον τον Θεόν, δεόμενοι να τους αξιώση και αυτούς να μιμηθώσι τον διδάσκαλον. Ετελειώθη δε ο Όσιος κατά την εικοστήν πρώτην του Οκτωβρίου μηνός, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν.
Τον καιρόν εκείνον ήλθε πρόσταγμα να συνάξωσι τους παίδας καθώς είχον συνήθειαν οι Αγαρηνοί. Όθεν πολλοί παίδες των Ορθοδόξων Χριστιανών έγιναν (φευ!) αντί υιοί Θεού, τέκνα του αντιχρίστου. Μετά τούτων έλαβον και τα δύο ορφανά παιδία της γυναικός και τα έφεραν εις τον Αμηράν, ο οποίος τα εφυλάκισεν εις το δεσμωτήριον. Και δεν ήτο μεν τάξις να λάβωσι και τα δύο αδέλφια, διότι μόνον όστις είχεν εξ ή δέκα παίδες έδιδεν ένα, αλλά η γυνή ήτο χήρα και ξένη και δεν είχεν βοηθόν τινα, δια τούτο έλαβον και τα δύο οι Τούρκοι. Όθεν έμεινεν η ταλαίπωρος κλαίουσα καθ’ εκάστην απαρηγόρητα την των παίδων στέρησιν και του ανδρός την χηρείαν, την ξενίαν και απορίαν της, άλλην παρηγορίαν μη έχουσα η πολυώδυνος ειμή μόνον την ελπίδα της εις την παντοδύναμον και ουράνιον βασίλισαν, την Υπεραγίαν Θεοτόκον και Αειπαρθένον Μαρίαν, την οποίαν πολλάκις παρεκάλει με θερμότατα δάκρυα να ποιήση έλεος εις τα τέκνα της, να τα λυτρώση από τας χείρας των ασεβών, να μη απολέσωσι την ψυχήν των, ευρισκόμενα αιχμάλωτα. Επειδή λοιπόν εδέετο η άχαρις εκείνη και πολυώδυνος μήτηρ μετ’ ευλαβείας και πίστεως και η αίτησις ήτο εύλογος, επήκουσεν η παντοδύναμος Δέσποινα, ως ελεήμων και εύσπλαγχνος, και ελύτρωσεν από τα δεσμά τα αγαπημένα τέκνα της με τοιούτον τρόπον θαυμασιώτατα· ήτοι εφάνη προς αυτά νύκτα τινά η Θεοτόκος με την μορφήν της μητρός αυτών, και είπεν εις αυτά εις το δεσμωτήριον: «Εγέρθητε, ηγαπημένα μου τέκνα, και ακολουθείτε μοι». Τότε οι παίδες γενόμενοι έκθαμβοι ηγέρθησαν, και μετά χαράς ηκολούθησαν αυτήν, διότι με τον λόγον της Θεοτόκου ήνοιξαν αυτομάτως αι θύραι της φυλακής και εξήλθον, και εις ολίγον διάστημα χρόνου φθάνουσι την ώραν του Όρθρου εις την Νεάπολιν, εις την οποίαν είναι Μοναστήριον εις το όνομα της Αειπαρθένου Θεοτόκου, προσέταξε δε τους παίδας να μείνωσιν εις αυτό λέγουσα: «Εδώ να λάβητε το άγιον Σχήμα, τέκνα μου, να υποτάσσησθε εις τον προεστώτα και εις όλην την αδελφότητα, και εγώ θα έλθω πάλιν να σας ίδω, εάν προκόψετε». Ταύτα ειπούσα τους απεχαιρέτησε και ανεχώρησεν, οι δε παίδες μετά την τελείωσιν του Όρθρου προσεκύνησαν τον Ηγούμενον και του ανήγγειλαν την υπόθεσιν άπασαν. Ούτος δε ως φρόνιμος εγνώρισεν, ότι θεία δύναμις τους έσωσε και δοξάζων τον παντοδύναμον Θεόν, έδωκε τα παιδία εις ενάρετόν τινα Γέροντα, να τα διδάσκη τα Ιερά Γράμματα και πάσαν μοναδικήν κατάστασιν και μεθ’ ημέρας τινάς τους κατέστησε νεωκόρους, να υπηρετώσι την Εκκλησίαν ως πρόθυμοι, όπως εφαίνοντο, και τόσην επιμέλειαν έβαλλον, ώστε όλοι των εθαύμαζον, μάλιστα δια τας μεγάλας αρετάς, τας οποίας είχον, και πάντες οι αδελφοί τους εφήμιζον χαίροντες δια την προκοπήν αυτών και εξόχως τον Φιλόθεον, όστις προσεπάθει καθ’ εκάστην και εβιάζετο να υπερτερήση όλους τους αδελφούς εις την υπακοήν και ταπείνωσιν. Η δε μήτηρ αυτών δεν εγίνωσκε τίποτε περί αυτών, μόνον αφού παρήλθεν αρκετός καιρός έβαλε καλήν βουλήν εις τον λογισμόν της, να κουρευθή εις Παρθενώνα τινά Μοναχή δια να φύγη του κόσμου την σύγχυσιν· ήτο λοιπόν γυναικείον τι Μοναστήριον πλησίον του προρρηθέντος, εις το οποίον ευρίσκοντο τα τέκνα της, εκυβέρνα δε και αυτό ο Ηγούμενος εκείνος όστις έκαμε Μοναχόν και τον Φιλόθεον, ο ίδιος δε εκείνος έκαμε και την μητέρα αυτού, την οποίαν ωνόμασεν Ευδοκίαν, χωρίς να γνωρίζη ότι αύτη ήτο η μήτηρ του Φιλοθέου, ούτε εκείνη πάλιν εγνώριζεν ουδόλως την μεγίστην θαυματουργίαν, την οποίαν εποίησεν η θεόπαις και Θεοτόκος Μαρία εις τα τέκνα της. Και αυτά μεν έμενον εις το εν Μοναστήριον, υπηρετούντα τον Ναόν του Κυρίου επιμελέστατα, αυτή δε πάλιν εις το έτερον με τας παρθένους, προκόπτουσα και αυτή εις πάσαν υπακοήν και υπηρετούσα αόκνως πάσαν την αδελφότητα. Ημέραν λοιπόν τινά, ότε ήτο εορτή επίσημος και επήγαν όλαι αι Μοναχαί εις το Μοναστήριον των ανδρών, με τας οποίας ήτο και η θαυμαστή Ευδοκία, όντως ευδοκία Θεού έτυχε μετά την ιεράν Λειτουργίαν και εφώνησεν ο εις τον άλλον αδελφόν εξ ονόματος, διά τινα υπηρεσίαν της Εκκλησίας, ως νεωκόροι όπου ήσαν αμφότεροι. Η δε μήτηρ αυτών, ήτις ίστατο εις τον νάρθηκα, ακούσασα του Φιλοθέου το όνομα, εσπαράχθη την καρδίαν και εισελθούσα εις τον Ναόν εστοχάσθη επιμελώς τα πρόσωπα αυτών, και εγνώρισεν ότι αυτά ήσαν τα τέκνα της και από την χαράν της ελιποθύμησεν. Μετά ώραν ικανήν, όταν συνήλθεν, ενηγκαλίσθη αυτά μετά δακρύων και τα κατεφίλει αχόρταγα· έπειτα ηρώτησεν αυτά πότε και πως ελυτρώθησαν από την αιχμαλωσίαν, τα δε απεκρίθησαν λέγοντα: «Τάχα δοκιμάζεις ημάς, φιλτάτη μήτερ ημών; Δεν είσαι συ, ήτις εξέβαλες ημάς από τας χείρας των Ισμαηλιτών και έφερες ημάς εδώ και προσέταξας να μείνωμεν εις τούτο το άγιον Μοναστήριον, έως πάλιν να έλθης να ίδης πως έχομεν»; Τότε εθαύμασεν η γυνή, κατανοήσασα το θαυμάσιον και δακρυρροούσα εδόξαζε τον Θεόν, ευχαριστούσα την παντοδύναμον Άνασσαν και εύσπλαγχνον Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήτις ετέλεσεν εις αυτά τοιούτον φρικτόν τεράστιον και δεν κατεφρόνησε την δέησιν αυτής και τα δάκρυα. Το θαύμα τούτο ηκούσθη εις όλον το Μοναστήριον και έχαιρον πάντες οι αδελφοί δι’ αυτούς και ηυφραίνοντο. Η μεν λοιπόν Ευδοκία έμεινεν εις το Μοναστήριόν της δουλεύουσα εις τον Θεόν με περισσοτέραν προθυμίαν παρά πρότερον και ευχαριστούσα την ευεργέτιδα αυτής, ήτις εποίησε το θέλημά της και ελύτρωσε τα τέκνα της από την ασέβειαν, και ούτως αγωνισαμένη καλώς και θεαρέστως απήλθε προς τον ποθούμενον, τα δε τέκνα της έμειναν ομοίως εις την Μονήν των και ηγωνίζοντο, φυλάττοντα τας εντολάς του Κυρίου αόκνως και υπηρετούντα όλην την αδελφότητα. Βλέπων δε τας αρετάς και αγαθοεργίας του Φιλοθέου ο μισόθεος, εφθόνει κατά πολλά ως μισόκαλος και καθ’ εκάστην εζήτει τρόπον και μηχανήν να ζημιώση τον απονήρευτον ο παμπόνηρος, και μη δυνάμενος αφ’ εαυτού (επειδή ο νέος ήτο εις τας αρετάς τέλειος και δεν ημέλει ουδεμίαν τάξιν του αγγελικού σχήματος) εύρεν άλλο όργανον και αγγείον της κακουργίας του, δια μέσου του οποίου εδοκίμασε να νικήση τον αήττητον όντως και αδαμάντινον, έτρωσε δηλονότι Μοναχής τινός την καρδίαν εις την αγάπην του Φιλοθέου, ήτις ευρίσκουσα καιρόν επιτήδειον παρεκίνησε πολύ τον νέον εις την μιαράν εργασίαν της σαρκός η παμμίαρος. Ο δε γενναίος την ψυχήν και όντως φίλος του Θεού Φιλόθεος δεν ενικήθη εις τοσούτον κινδυνώδη και χαλεπόν πόλεμον, αλλ’ ως άλλος Ιωσήφ την νέαν Αιγυπτίαν απέκρουσε και με λόγους ψυχωφελείς σοφώς ενουθέτησεν αυτήν, ενθυμίζων εις αυτήν την γέενναν του πυρός, τον βρυγμόν των οδόντων, τον ακοίμητον σκώληκα και τας λοιπάς κολάσεις, τας οποίας κληρονομούσιν οι αμαρτάνοντες· η δε Μοναχή, όσον έβλεπε τον σώφρονα παραιτούμενον, τόσον αύτη η άφρων και άσεμνος υπό του πυρός της φιληδονίας κατεφλέγετο και του έδωκε τόσον πόλεμον, και τόσα του είπεν, ώστε δεν τον άφηνε να έχη ουδόλως ανάπαυσιν. Όθεν εφοβήθη ο σωφρονέστατος μήπως νικηθή και αυτός ως άνθρωπος από την πολλήν της κόρης ενόχλησιν, και το ωμολόγησε πνευματικά εις τον Ηγούμενον δια να την κανονίση, να μη του δώση πλέον δευτέραν πείραξιν· ο δε προεστώς επιτιμήσας την άσεμνον εκείνην και πάντολμον, την εδίωξεν από το Μοναστήριον, η πράξις δε αύτη ηκούσθη εις όλην την αδελφότητα και εθαύμαζον πάντες τον σώφρονα και ως νέον Ιωσήφ τον εφήμιζον. Ο δε μισόδοξος και όντως φίλος Θεού Φιλόθεος, μη υποφέρων την τιμήν των ανθρώπων ως ψυχοβλαβή και επικίνδυνον, εμελέτησε να φύγη από το Μοναστήριον, και εζήτησεν από τον προεστώτα συγχώρησιν, αλλ’ εκείνος δεν τον άφηνεν· κινήσας δε πάντα λίθον ηγωνίσθη πολύ να τον κρατήση και δεν ηδυνήθη· όθεν και δια της βίας τον απέλυσε, γνωρίσας το αμετάθετον της γνώμης του. Λοιπόν αποχαιρετήσας αυτόν και όλους τους αδελφούς και λαβών συγχώρησιν ανεχώρησε και τρέχων ως διψώσα έλαφος, έφθασε μεθ’ ημέρας τινάς εις τον Άθωνα, πορευθείς δε εις την Μονήν του Διονυσίου έβαλεν εις τον προεστώτα μετάνοιαν και εποίει όλας τας υπηρεσίας, τας οποίας τον επρόστασσον, με τόσην επιμέλειαν, ώστε όλοι τον εθαύμαζον και εδόξαζον τον Κύριον, όστις τους έστειλε τοιούτον επιδέξιον άνθρωπον. Αφού δε εποίησε πολύν καιρόν εις το Κοινόβιον, επόθησε να αναχωρήση κατά μόνας εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, δια να προσεύχηται και μόνος του προς μόνον τον Θεόν ο θεόπνευστος. Δια να μη τον εμποδίση λοιπόν ο Ηγούμενος, προσεποιήθη ότι του ήλθεν ασθένεια και εβωβάθη και εκωφώθη· όθεν λαβών συγχώρησιν ανεχώρησεν από το Μοναστήριον, και περιπατήσας έως εξ στάδια, εύρε τόπον αρμόδιον δι’ άσκησιν, εις τον οποίον εποίησε μικράν καλύβην και έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και με άρτον μόνον και άλας ημέραν παρ’ ημέραν τρεφόμενος, πολλάκις δε και όλην την εβδομάδα ενήστευε και μόνον το Σάββατον και την Κυριακήν έτρωγεν. Ο δε αρχέκακος και της των ανθρώπων σωτηρίας πολέμιος, μη υποφέρων την προκοπήν του Αγίου, επεχείρησε να τον φονεύση ο πάντολμος και σχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, προσεποιήθη ότι ήτο εντός πλοίου και ναυαγήσας περιήρχετο εις τον κρημνόν ως πλανώμενος ζητών βοήθειαν και λέγων: «Ελέησόν με δούλε του Θεού, ότι κακώς απόλλυμαι». Ο δε Άγιος, μη γινώσκων την πανουργίαν του δαίμονος, εξήλθε δια να του δώση βοήθειαν, αυτός δε ο κατάρατος τον έσπρωξεν εις τον κρημνόν, αλλά ο Θεός πάλιν τον εβοήθησε και δεν έπαθε με την θείαν Χάριν κακόν ουδέν· εγνώσθη δε εις το Μοναστήριον ότι δεν ήτο κωφός, αλλά προσεποιείτο τον τοιούτον. Όθεν έφυγε και απ’ εκεί και απήλθεν εις άλλον τόπον και ησκήτευσεν, εις τον οποίον υπεδέχθη και τρεις μαθητάς εις τύπον της Αγίας Τριάδος, μετά των οποίων ηγωνίζοντο. Μετά καιρόν πάλιν ο πονηρός παρεκίνησε τρεις συμμορίας πειρατών Αγαρηνών και ήλθον εκεί εις τον αιγιαλόν, τους οποίους ιδόντες οι μαθηταί αυτού έφευγον εις το δάσος έντρομοι, ο δε Όσιος δεν εφοβήθη ουδαμώς, αλλά ποιών το σημείον του Τιμίου Σταυρού ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς ούτω λέγων: «Κύριε Ιησού Χριστέ, καθώς έσωσας τους Ισραηλίτας από τας χείρας του Φαραώ, ούτω σώσον και ημάς την ώραν ταύτην και αβλαβείς διαφύλαξον». Και παρευθύς ηγέρθη μεγάλη τρικυμία και δεν έβλεπον οι κατηραμένοι που έφευγαν. Έμεινεν όθεν ο Άγιος αβλαβής με την συνοδείαν του και ηγωνίζετο υπέρ το πρότερον, τόσον δε ευηρέστησε τον Θεόν με την ενάρετον πολιτείαν του, ώστε ηξιώθη και προορατικού χαρίσματος. Και όταν ημέραν τινά, κατά την οποίαν ετέλουν εις το Βατοπαίδιον μεγάλην πανήγυριν, ίστατο εις την θείαν λειτουργίαν και εξήρχοντο οι Ιερείς παρρησία εις την μεγάλην είσοδον, είδεν ο Άγιος ένα κόρακα προπορευόμενον των κηροπηγίων και ηννόησεν από Πνεύμα Άγιον, ότι κάποιος από τους ιερωμένους ήτο ανάξιος, διότι θα έπεσεν εις αμαρτίαν και δια να μη αισθανθή ετόλμησε να συλλειτουργήση με τους αξίους ο ανάξιος. Τούτον λοιπόν νουθετήσας πνευματικά ημπόδισεν από την λειτουργίαν· όθεν δεν εφάνη πλέον ο κάραξ ύστερον. Επιστρέψας δε εις την κέλλαν αυτού ο θαυμάσιος Φιλόθεος και τον Θεόν έως τέλους ευαρεστήσας απήλθε προς Αυτόν υπέργηρως ζήσας έτη ογδοήκοντα τέσσαρα (84) ο τρισόλβιος. Όταν δε έμελλε να μετασταθή, αφήκεν εντολήν εις τους μαθητάς αυτού και φοβερόν επιτίμιον, να μη ενταφιάσωσι το σώμα του, αλλά να το ρίψωσιν εις το δάσος δια να το φάγωσι τα θηρία και τα όρνεα. Οι μεν λοιπόν μαθηταί, ως υπήκοοι μέχρι θανάτου, εποίησαν ως τους προσέταξε και σύροντες το άγιον εκείνο και πάντιμον λείψανον το έρριψαν ατίμως εις το δάσος μακράν από το κελλίον εννέα στάδια· ο δε των θαυμασίων Θεός, όστις αντιδοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας και ανυψοί τους ταπεινόφρονας, δεν αφήκε καταφρονημένον το σεβάσμιον αυτό λείψανον, αλλά το εφανέρωσεν εις τους ανθρώπους με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Κατ’ εκείνας τας ημέρας Μοναχός τις επήγεν εις τον αιγιαλόν δια να αλιεύση και έμεινε την νύκτα εκεί, το δε πρωϊ, πριν εξημερώση, ότε επέστρεφεν εις την κέλλαν του, είδεν εις το δάσος φως μέγα και νομίζων ότι ήτο πυρ υλικόν, επλησίασε να ζεσταθή, διότι ήτο ψυχραμένος από την θάλασσαν. Όταν όμως επλησίασε, βλέπει την κεφαλήν του Οσίου επάνω εις τα οστά του και ήστραπτεν ως άστρον πολύφωτον. Όθεν φοβηθείς ώρμησε να φύγη ως μικρόψυχος όπου ήτο εκ φύσεως, αλλ’ ευθύς η θεία Χάρις τον εθάρρυνεν άνωθεν και του εφανέρωσεν ότι αύτη ήτο η αγία κάρα του Οσίου Φιλοθέου και να την λάβη μετά θάρρους άφοβα. Όθεν έλαβεν αυτήν με φόβον πολύν και ευλάβειαν και πορευθείς εις το κελλίον του την εθυμίασε και την έκρυψε, χωρίς να ομολογήση εις άλλον τινά την υπόθεσιν, διότι εμελέτα να μη την φανερώση τελείως· αλλά την επομένην νύκτα είδε τον Άγιον καθ’ ύπνον, όστις του έλεγε με ήθος σοβαρόν και άγριον: «Απόδος την κεφαλήν μου εις τους μαθητάς μου ταχέως, ει δε μη, ουαί σοι, ταλαίπωρε!» Τότε μετά βίας την έδωκεν εις αυτούς και τους είπε την υπόθεσιν άπασαν, οι δε λαβόντες αυτήν μεγάλως εχάρησαν και την είχον ως θησαυρόν μέγαν και φυλακτήριον άσυλον, εις αποτροπήν παντός πειρασμού ψυχικού τε και σωματικού και εδόξαζον τον Θεόν, δεόμενοι να τους αξιώση και αυτούς να μιμηθώσι τον διδάσκαλον. Ετελειώθη δε ο Όσιος κατά την εικοστήν πρώτην του Οκτωβρίου μηνός, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου