Ανίνας ο Όσιος Πατήρ ημών, αν και εκ νεαράς αυτού ηλικίας ήτο εντελώς
αμαθής, ηγάπησε την πραότητα και την ησυχίαν και ησύχαζε κατ’ ιδίαν.
Δεκαπενταετής δε την ηλικίαν έμεινεν ορφανός γονέων· όθεν, αφήσας τον κόσμον
και πάντα τα εν τω κόσμω, έφυγεν εις την έρημον και ευρών Μοναχόν τινά Μαϊουμάν
ονομαζόμενον, ο οποίος είχεν υπερβπλικήν ακτημοσύνην, έμεινε παρ’ αυτώ αγρυπνών
και προσευχόμενος. Τόσην δε πολλήν πτωχείαν είχον οι αοίδιμοι, ώστε δια την
έλλειψιν των αναγκαίων έτρωγον μίαν φοράν μόνον ανά έκαστον τετραήμερον· καίτοι
δε υπέφερον τοιαύτην στενοχωρίαν, ενετρύφων εν αυτή, ως να ευρίσκοντο εις
βασιλικήν τράπεζαν.
Μετά ταύτα ηθέλησεν ο τούτου Πνευματικός διδάσκαλος και οδηγός να αναχωρήση από εκείνα τα μέρη, ούτος δε ο μακάριος Ανίνας είπε προς αυτόν· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ τίμιε· εγώ, επειδή ωδηγήθην παρά Θεού να έλθω εις σε, δια τούτο δεν επιθυμώ να αναχωρήσω από εδώ». Όθεν ο Όσιος ούτος έμεινεν εκεί και δεν ανεχώρησε. Μετέβαινε δε πολλάκις εις την εσωτέραν έρημον, περιπατών μακράν είκοσι και τριάκοντα ημερών διάστημα και πάλιν επέστρεφεν εις το κελλίον του. Ούτος λοιπόν, επειδή υπέταξε τα πάθη τού σώματος εις τον νουν, δια τούτο έλαβεν αντιμισθίαν και Χάριν παρά Θεού, να υποτάσσωνται εις αυτόν τα άγρια θηρία. Όθεν και δύο λέοντες ηκολούθουν αυτόν οπουδήποτε και αν επήγαινεν. Επειδή δε εκαρφώθη εις τον πόδα του ενός εκ των λεόντων τραχεία άκανθα, ταύτην εκβαλών ο Όσιος, έδεσε τον πόδα του και κατέστησεν αυτόν υγιά. Εκ τούτων λοιπόν εξαπλωθείσης της φήμης του Οσίου εις πάντα τόπον, προσέτρεχον προς αυτόν πλήθη ανδρών τε και γυναικών, οίτινες είχον μεθ’ εαυτών και ασθενείς, τους οποίους ο Όσιος ιάτρευε δια μόνης της προσευχής του. Δια τούτο έπαυσε πλέον να μεταβαίνη εις την έρημον και έμενε μόνον εις το κελλίον του. Το ύδωρ δε το οποίον έπινεν ο Όσιος δεν ήτο πλησίον, αλλά το μετέφερεν εκ του Ευφράτου ποταμού, τέσσαρα ή πέντε μίλια μακράν. Και εν όσω μεν έπινε τούτο μόνος ο Όσιος, σπανίως έφερεν εξ αυτού, όταν όμως ήρχισε να έρχεται προς αυτόν πλήθος λαού, τότε υπήρχεν ανάγκη μεγάλης ποσότητος ύδατος. Όθεν κατεσκεύασε μικρόν λάκκον, ίνα συρρέη εκεί το ύδωρ της βροχής. Αλλά και ο λάκκος ούτος εξηντλείτο και εκενούτο ένεκα του πολλού πλήθους του λαού. Δια τούτο προσταχθέντος ποτέ του διακονητού να φέρη εκ του λάκκου ύδωρ, επειδή ούτος είπεν, ότι ουδέ εν ποτήριον ύδατος δύναται να γεμίση εκείθεν, τούτου ένεκα ο Όσιος, υψώσας τα όμματα προς τον ουρανόν και στενάξας εκ βάθους καρδίας, λέγει προς τον διακονητήν του με ιλαρόν πρόσωπον· «Ύπαγε, τέκνον, εν ονόματι Κυρίου και θέλεις εξαγάγει ύδωρ εκ του λάκκου, δια να φέρης εις τους αδελφούς». Πεισθείς δε ο διακονητής μετέβη εις τον λάκκον και, ω του θαύματος! ευρίσκει αυτόν πλήρη ύδατος. Όθεν εκραύγασε με μεγάλην φωνήν· «Έλθετε όλοι να ίδητε πράγμα εξαίσιον». Προστρέξαντες λοιπόν όλοι και πιόντες εκ του ψυχρού και καθαρωτάτου εκείνου ύδατος εξεπλάγησαν και προσέφεραν ευχαριστίας εις τον Θεόν τον δοξάζοντα τους αγαπώντας Αυτόν. Τούτου του θαύματος την φήμην και τον θόρυβον θέλων να επισκιάση ο Όσιος, ηθέλησε να φέρη πάλιν μόνος το ύδωρ εκ του Ευφράτου ως πρότερον. Δια τούτο έργον απαραίτητον ώρισε δια τον εαυτόν του να φέρη καθ’ εκάστην νύκτα ύδωρ εις το κελλίον του. Άλλοτε πάλιν ήλθε τόσος πολύς λαός εις τον Όσιον, ώστε εξηντλήθη όλον το ύδωρ του λάκκου και λαβών ούτος αγγείον εξεκίνησε δια τον ποταμόν· αλλά πριν απομακρυνθή ολίγον διάστημα, επέστρεψε. Νομίσαντες δε οι εκεί παρευρισκόμενοι, ότι εξ αδυναμίας επέστρεψεν, έτρεξαν ίνα υπαντήσωσι τον Γέροντα. Λαβών δε εις εξ αυτών το σταμνίον από τας χείρας του, είδεν ότι ήτο πλήρες ύδατος. Όθεν ευθύς ανέκραξε μεγαλοφώνως· «Δότε δόξαν εις τον Θεόν, διότι αι χείρες του Γέροντος αναβλύζουσιν ύδωρ ζων». Έτρεξαν δε όλοι και βλέποντες το αγγείον πλήρες ύδατος του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν να εγκαταλείψη πλέον το έργον τούτο και να μη λαμβάνη δι’ αυτούς τόσον πολύν κόπον, διότι έλεγον, ότι αν δεν εγίνετο το τοιούτον θαύμα, έπρεπε βεβαίως να φέρη το νερόν εκ του Ευφράτου. Ο δε Όσιος, πεσών εις την γην, ωνόμαζε τον εαυτόν του σκώληκα και εξουθένημα λαού, λέγων δε τους τοιούτους λόγους, μόλις και μετά βίας κατέπεισετο πλήθος να ησυχάσουν. Ακούσας δε ο Καισαρείας Επίσκοπος Πατρίκιος, ότι ο Άγιος μόνος φέρει το ύδωρ, εχάρισεν εις αυτόν όνον, ίνα τον απαλλάξη του κόπου. Μίαν δε φοράν πτωχός τις, χρεωστών χρήματα και ενοχλούμενος υπό του δανειστού, ήλθεν εις τον Όσιον και διηγήθη την συμφοράν του. Ο δε Όσιος, αφ’ ενός μεν διότι δεν είχε να δώση τίποτε εις αυτόν, εξ άλλου δε διότι δεν ήθελε να αφήση τον πτωχόν με κενάς τας χείρας, έδωκεν εις αυτόν τον όνον, ειπών· «Πώλησον, τέκνον, το ζώον και με τα χρήματα, τα οποία θα εισπράξης, απόδωσε το χρέος σου, δια να ελευθερωθής». Τούτο μαθών ο προρρηθείς Επίσκοπος, κατεσκεύασε πίθον μέγαν, τον οποίον ετοποθέτησεν εις το κελλίον του Αγίου και ο οποίος σώζεται μέχρι της σήμερον. Τούτον λοιπόν τον πίθον απέστελλεν ο Επίσκοπος τακτικώς ανθρώπους με αχθοφόρα ζώα και μεταφέροντες ύδωρ τον εγέμιζαν. Είχε δε δώσει εις αυτούς ρητήν εντολήν, όταν γεμίζουν τον πίθον, να επιστρέφουν φέροντες μεθ’ εαυτών και τα ζώα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήκμαζε στυλίτης τις εις εκείνα τα όρη, περιβόητος κατά την αρετήν. Αδελφός δε τις, εχθρευθείς κατ’ αυτού, εκ διαβολικής ενεργείας, έρριψε λίθον και τον ετραυμάτισεν. Ο δε στυλίτης, θέλων να τιμωρήση την τόλμην του ατάκτου εκείνου, κατέβη εκ του στύλου. Τούτο προγνωρίσας δια Πνεύματος Αγίου ο του Θεού άνθρωπος Ανίνας έγραψεν εις τον στυλίτην επιστολήν, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν διά τινος λέοντος. Και εξεπλάγη μεν εκ του φόβου ο στυλίτης βλέπων τον λέοντα, λαβών δε την επιστολήν ο μαθητής του, την έδωκεν εις τον Γέροντα. Αναγνώσας δε ούτος αυτήν κατενύχθη και αφήσας εις τον Θεόν την κατά του αυθάδους εκδίκησιν, αντέγραψε και αυτός εις τον Όσιον και την απέστειλε δια του ιδίου λέοντος, ευχαριστών πολύ τον Θεόν και αυτόν ως του Θεού θεράποντα. Γυνή τις είχε πάθος βαρύτατον, δια το οποίον μετέβαινε προς τον Άγιον. Απαντήσας δε αυτήν βάρβαρος τις, ώρμησε να την ατιμάση. Ευθύς δε ως η γυνή επεκαλέσθη το όνομα του Οσίου και την αυτού βοήθειαν, ο ανήμερος βάρβαρος ημερώθη και απλώσας την χείρα του όπως λάβη το όπλον του, το οποίον είχεν εμπήξει εις την γην πριν ή αρχίση την κατά της γυναικός βίαν, ω του θαύματος! εύρεν αυτό ερριζωμένον εις το χώμα. Όθεν, θαυμάσας δια το παράδοξον τούτο, έτρεξε και αυτός εις τον Άγιον και κατηχηθείς υπ’ αυτού εβαπτίσθη, είτα δε γενόμενος Μοναχός πλησίον του Οσίου κατέστη εις την αρετήν δοκιμώτατος· η δε γυνή, λαβούσα την ιατρείαν του πάθους της, μετά χαράς επέστρεψεν εις τον οίκον της. Πολλά δε και άλλα υπερφυή θαύματα εποίησεν ο Άγιος Ανίνας, τα οποία, παρά την θέλησίν μας, παραλείπομεν, ίνα μη φαινόμεθα κουραστικοί εις τους αναγνώστας. Ούτος λοιπόν ο τρισόλβιος διήνυσεν εν τω Ασκητηρίω του έτη ενενήκοντα πέντε, χωρίς να μεταβή αλλού. Όλα δε τα έτη της ζωής του συμποσούνται εις εκατόν δέκα. Ούτος είπε πολλάς προρρήσεις περί μελλόντων, αίτινες επραγματοποιήθησαν. Συνήθροισε δε και ικανήν Αδελφότητα, την οποίαν αφού προσεκάλεσεν, εξέλεξεν εξ αυτής τον πλέον ενάρετον και διακριτικώτερον αδελφόν και είπε· «Τούτον, αδελφοί, ο Θεός εχειροτόνησεν αντί εμού Ποιμένα σας» και δείξας τον αδελφόν δια της χειρός, κατησπάσατο και ηυλόγησεν όλους. Ζήσας δε μετά ταύτα ημέρας επτά, απήλθε προς Κύριον.
Μετά ταύτα ηθέλησεν ο τούτου Πνευματικός διδάσκαλος και οδηγός να αναχωρήση από εκείνα τα μέρη, ούτος δε ο μακάριος Ανίνας είπε προς αυτόν· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ τίμιε· εγώ, επειδή ωδηγήθην παρά Θεού να έλθω εις σε, δια τούτο δεν επιθυμώ να αναχωρήσω από εδώ». Όθεν ο Όσιος ούτος έμεινεν εκεί και δεν ανεχώρησε. Μετέβαινε δε πολλάκις εις την εσωτέραν έρημον, περιπατών μακράν είκοσι και τριάκοντα ημερών διάστημα και πάλιν επέστρεφεν εις το κελλίον του. Ούτος λοιπόν, επειδή υπέταξε τα πάθη τού σώματος εις τον νουν, δια τούτο έλαβεν αντιμισθίαν και Χάριν παρά Θεού, να υποτάσσωνται εις αυτόν τα άγρια θηρία. Όθεν και δύο λέοντες ηκολούθουν αυτόν οπουδήποτε και αν επήγαινεν. Επειδή δε εκαρφώθη εις τον πόδα του ενός εκ των λεόντων τραχεία άκανθα, ταύτην εκβαλών ο Όσιος, έδεσε τον πόδα του και κατέστησεν αυτόν υγιά. Εκ τούτων λοιπόν εξαπλωθείσης της φήμης του Οσίου εις πάντα τόπον, προσέτρεχον προς αυτόν πλήθη ανδρών τε και γυναικών, οίτινες είχον μεθ’ εαυτών και ασθενείς, τους οποίους ο Όσιος ιάτρευε δια μόνης της προσευχής του. Δια τούτο έπαυσε πλέον να μεταβαίνη εις την έρημον και έμενε μόνον εις το κελλίον του. Το ύδωρ δε το οποίον έπινεν ο Όσιος δεν ήτο πλησίον, αλλά το μετέφερεν εκ του Ευφράτου ποταμού, τέσσαρα ή πέντε μίλια μακράν. Και εν όσω μεν έπινε τούτο μόνος ο Όσιος, σπανίως έφερεν εξ αυτού, όταν όμως ήρχισε να έρχεται προς αυτόν πλήθος λαού, τότε υπήρχεν ανάγκη μεγάλης ποσότητος ύδατος. Όθεν κατεσκεύασε μικρόν λάκκον, ίνα συρρέη εκεί το ύδωρ της βροχής. Αλλά και ο λάκκος ούτος εξηντλείτο και εκενούτο ένεκα του πολλού πλήθους του λαού. Δια τούτο προσταχθέντος ποτέ του διακονητού να φέρη εκ του λάκκου ύδωρ, επειδή ούτος είπεν, ότι ουδέ εν ποτήριον ύδατος δύναται να γεμίση εκείθεν, τούτου ένεκα ο Όσιος, υψώσας τα όμματα προς τον ουρανόν και στενάξας εκ βάθους καρδίας, λέγει προς τον διακονητήν του με ιλαρόν πρόσωπον· «Ύπαγε, τέκνον, εν ονόματι Κυρίου και θέλεις εξαγάγει ύδωρ εκ του λάκκου, δια να φέρης εις τους αδελφούς». Πεισθείς δε ο διακονητής μετέβη εις τον λάκκον και, ω του θαύματος! ευρίσκει αυτόν πλήρη ύδατος. Όθεν εκραύγασε με μεγάλην φωνήν· «Έλθετε όλοι να ίδητε πράγμα εξαίσιον». Προστρέξαντες λοιπόν όλοι και πιόντες εκ του ψυχρού και καθαρωτάτου εκείνου ύδατος εξεπλάγησαν και προσέφεραν ευχαριστίας εις τον Θεόν τον δοξάζοντα τους αγαπώντας Αυτόν. Τούτου του θαύματος την φήμην και τον θόρυβον θέλων να επισκιάση ο Όσιος, ηθέλησε να φέρη πάλιν μόνος το ύδωρ εκ του Ευφράτου ως πρότερον. Δια τούτο έργον απαραίτητον ώρισε δια τον εαυτόν του να φέρη καθ’ εκάστην νύκτα ύδωρ εις το κελλίον του. Άλλοτε πάλιν ήλθε τόσος πολύς λαός εις τον Όσιον, ώστε εξηντλήθη όλον το ύδωρ του λάκκου και λαβών ούτος αγγείον εξεκίνησε δια τον ποταμόν· αλλά πριν απομακρυνθή ολίγον διάστημα, επέστρεψε. Νομίσαντες δε οι εκεί παρευρισκόμενοι, ότι εξ αδυναμίας επέστρεψεν, έτρεξαν ίνα υπαντήσωσι τον Γέροντα. Λαβών δε εις εξ αυτών το σταμνίον από τας χείρας του, είδεν ότι ήτο πλήρες ύδατος. Όθεν ευθύς ανέκραξε μεγαλοφώνως· «Δότε δόξαν εις τον Θεόν, διότι αι χείρες του Γέροντος αναβλύζουσιν ύδωρ ζων». Έτρεξαν δε όλοι και βλέποντες το αγγείον πλήρες ύδατος του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν να εγκαταλείψη πλέον το έργον τούτο και να μη λαμβάνη δι’ αυτούς τόσον πολύν κόπον, διότι έλεγον, ότι αν δεν εγίνετο το τοιούτον θαύμα, έπρεπε βεβαίως να φέρη το νερόν εκ του Ευφράτου. Ο δε Όσιος, πεσών εις την γην, ωνόμαζε τον εαυτόν του σκώληκα και εξουθένημα λαού, λέγων δε τους τοιούτους λόγους, μόλις και μετά βίας κατέπεισετο πλήθος να ησυχάσουν. Ακούσας δε ο Καισαρείας Επίσκοπος Πατρίκιος, ότι ο Άγιος μόνος φέρει το ύδωρ, εχάρισεν εις αυτόν όνον, ίνα τον απαλλάξη του κόπου. Μίαν δε φοράν πτωχός τις, χρεωστών χρήματα και ενοχλούμενος υπό του δανειστού, ήλθεν εις τον Όσιον και διηγήθη την συμφοράν του. Ο δε Όσιος, αφ’ ενός μεν διότι δεν είχε να δώση τίποτε εις αυτόν, εξ άλλου δε διότι δεν ήθελε να αφήση τον πτωχόν με κενάς τας χείρας, έδωκεν εις αυτόν τον όνον, ειπών· «Πώλησον, τέκνον, το ζώον και με τα χρήματα, τα οποία θα εισπράξης, απόδωσε το χρέος σου, δια να ελευθερωθής». Τούτο μαθών ο προρρηθείς Επίσκοπος, κατεσκεύασε πίθον μέγαν, τον οποίον ετοποθέτησεν εις το κελλίον του Αγίου και ο οποίος σώζεται μέχρι της σήμερον. Τούτον λοιπόν τον πίθον απέστελλεν ο Επίσκοπος τακτικώς ανθρώπους με αχθοφόρα ζώα και μεταφέροντες ύδωρ τον εγέμιζαν. Είχε δε δώσει εις αυτούς ρητήν εντολήν, όταν γεμίζουν τον πίθον, να επιστρέφουν φέροντες μεθ’ εαυτών και τα ζώα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήκμαζε στυλίτης τις εις εκείνα τα όρη, περιβόητος κατά την αρετήν. Αδελφός δε τις, εχθρευθείς κατ’ αυτού, εκ διαβολικής ενεργείας, έρριψε λίθον και τον ετραυμάτισεν. Ο δε στυλίτης, θέλων να τιμωρήση την τόλμην του ατάκτου εκείνου, κατέβη εκ του στύλου. Τούτο προγνωρίσας δια Πνεύματος Αγίου ο του Θεού άνθρωπος Ανίνας έγραψεν εις τον στυλίτην επιστολήν, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν διά τινος λέοντος. Και εξεπλάγη μεν εκ του φόβου ο στυλίτης βλέπων τον λέοντα, λαβών δε την επιστολήν ο μαθητής του, την έδωκεν εις τον Γέροντα. Αναγνώσας δε ούτος αυτήν κατενύχθη και αφήσας εις τον Θεόν την κατά του αυθάδους εκδίκησιν, αντέγραψε και αυτός εις τον Όσιον και την απέστειλε δια του ιδίου λέοντος, ευχαριστών πολύ τον Θεόν και αυτόν ως του Θεού θεράποντα. Γυνή τις είχε πάθος βαρύτατον, δια το οποίον μετέβαινε προς τον Άγιον. Απαντήσας δε αυτήν βάρβαρος τις, ώρμησε να την ατιμάση. Ευθύς δε ως η γυνή επεκαλέσθη το όνομα του Οσίου και την αυτού βοήθειαν, ο ανήμερος βάρβαρος ημερώθη και απλώσας την χείρα του όπως λάβη το όπλον του, το οποίον είχεν εμπήξει εις την γην πριν ή αρχίση την κατά της γυναικός βίαν, ω του θαύματος! εύρεν αυτό ερριζωμένον εις το χώμα. Όθεν, θαυμάσας δια το παράδοξον τούτο, έτρεξε και αυτός εις τον Άγιον και κατηχηθείς υπ’ αυτού εβαπτίσθη, είτα δε γενόμενος Μοναχός πλησίον του Οσίου κατέστη εις την αρετήν δοκιμώτατος· η δε γυνή, λαβούσα την ιατρείαν του πάθους της, μετά χαράς επέστρεψεν εις τον οίκον της. Πολλά δε και άλλα υπερφυή θαύματα εποίησεν ο Άγιος Ανίνας, τα οποία, παρά την θέλησίν μας, παραλείπομεν, ίνα μη φαινόμεθα κουραστικοί εις τους αναγνώστας. Ούτος λοιπόν ο τρισόλβιος διήνυσεν εν τω Ασκητηρίω του έτη ενενήκοντα πέντε, χωρίς να μεταβή αλλού. Όλα δε τα έτη της ζωής του συμποσούνται εις εκατόν δέκα. Ούτος είπε πολλάς προρρήσεις περί μελλόντων, αίτινες επραγματοποιήθησαν. Συνήθροισε δε και ικανήν Αδελφότητα, την οποίαν αφού προσεκάλεσεν, εξέλεξεν εξ αυτής τον πλέον ενάρετον και διακριτικώτερον αδελφόν και είπε· «Τούτον, αδελφοί, ο Θεός εχειροτόνησεν αντί εμού Ποιμένα σας» και δείξας τον αδελφόν δια της χειρός, κατησπάσατο και ηυλόγησεν όλους. Ζήσας δε μετά ταύτα ημέρας επτά, απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου