“Καθάπερ γάρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς
νοµίσµασιν ὁ µικρόν τοῦ
χαρακτῆρος περικόψας, ὅλον
τό νόµισµα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω
καί ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως
καί τό βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντί λυµαίνεται,
ἐπί τά χείρονα προϊών ἀπό τῆς ἀρχῆς. Ποῦ τοίνυν εἰσίν οἱ φιλονικίας ἡµᾶς κρίνοντες
ἕνεκεν τῆς πρός τούς αἱρετικούς διαστάσεως; Ποῦ νῦν εἰσίν οἱ λέγοντες οὐδέν µέσον
εἶναι ἡµῶν κακείνων, ἀλλ’ ἀπό φιλαρχίας τήν διαφοράν γίνεσθαι; Ἀκουέτωσαν τί
φησίν ὁ Παῦλος, ὅτι τό Εὐαγγέλιον ἀνέτρεψαν οἱ καί µικρόν τι καινοτοµοῦντες.”
( Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόµου Ἑρµηνεία τῆς πρός Γαλάτας Ἐπιστολῆς, ΕΠΕ 20,
194).
Τό 1997, ἕνας θεολόγος, ὁ κ. Γκουτζίδης Ἐλευθέριος,
σέ δηµόσια ὁµιλία του ὑπεστήριξε µία καινοφανῆ ἐκκλησιολογική καί
Τριαδολογική θέση. Εἶπε ἐπί λέξει:
«Δέν θά ὁµιλήσω σήµερον διά τήν
πρώτην, ἄναρχον, αἰωνίαν καί ἀόρατον Ἐκκλησίαν, διότι αὕτη εἶναι ἡ τελεία
Κοινωνία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Εἶναι ἡ πλήρης καί
τελεία κοινωνία καί ἀδιαίρετος ἑνότης τῶν τριῶν Θείων Προσώπων, τοῦ ἑνός Θεοῦ».
Ὑπεστήριξε, δηλαδή, ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι Κοινωνία Προσώπων καί ὅτι (ἡ Ἁγία
Τριάς) εἶναι ἄναρχος Ἐκκλησία.
Τήν θέση του αὐτή βρέθηκε νά τήν υἱοθετῆ ἕνας ἐπίσκοπος,
ὁ κ. Κήρυκος Κοντογιάννης, ὁ ὁποῖος ἐπανειληµµένως ἐδήλωσε γραπτῶς αὐτή τή
συµφωνία του καί «ὡς Ἀρχιερεύς καί ὡς θεολόγος», ὅπως χαρακτηριστικῶς ἀνέφερε.
Τελευταίως δέ, τό 2009, µία νεοσυγκροτηθεῖσα ὁµάδα «ἐπισκόπων»
στόν χῶρο τοῦ παλαιοῦ ἡµερολογίου, ἐµφανιζοµένη ὡς «Πανορθόδοξος Σύνοδος» (!) ἀσχοληθεῖσα
σχετικῶς ἀπεφάνθη ὅτι «ἡ
θεολογική αὕτη θέσις οὐδέν
τό µεµπτόν περιέχει»,
δηλαδή ὅτι τήν
υἱοθετοῦν, προφανῶς θεωροῦντες αὐτήν ὀρθόδοξον.
Ἔχουµε, λοιπόν, δύο βασικές θέσεις στή θεωρία τοῦ
θεολόγου κ. Γκουτζίδη: α) Ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι Κοινωνία Προσώπων, καί β) Ὅτι ἡ
Ἁγία Τριάς εἶναι ἄναρχος Ἐκκλησία.
Ἄς τά δοῦµε, ὅµως, ξεχωριστά καί µέ προσοχή.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΩΝ»;
Κατ᾽ ἀρχήν, ἡ φράση «κοινωνία προσώπων» δέν εἶναι
Πατερική! Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Δαµασκηνός, ὁ ὄντως µέγας
Δογµατικός Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας, γράφει ὅτι: «Οἱ δέ ἅγιοι Πατέρες
ὑπόστασιν
καί ἄτοµον καί πρόσωπον τό αὐτό ἐκάλεσαν». Γνωρίζοµε, ἐπίσης, ὅτι
κάθε θεῖο Πρόσωπο
ἔχει τό ὑποστατικό ἰδίωµά
του («τρόπος ὑπάρξεως»), πού εἶναι
γιά µέν τόν Πατέρα τό ἀγέννητον, γιά τόν Υἱό τό γεννητόν ἐκ τοῦ Πατρός καί γιά
τό Ἅγιο Πνεῦµα τό ἐκπορευτόν, ἐπίσης, ἐκ τοῦ Πατρός. Αὐτά τά ὑποστατικά ἰδιώµατα
εἶναι, ὡς γνωστόν, κατά τήν ὀρθόδοξον διδασκαλία, ἀκοινώνητα. Κοινά στόν
Τριαδικό Θεό εἶναι ἡ οὐσία καί ἡ ἐνέργεια.
Σχετικῶς, ὁ αὐτός Ἅγιος Πατήρ,
ἀναφέρει: «κοινόν ἡ οὐσία, µερικόν ἡ ὑπόστασις». Ἄρα ἡ σχέση
τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κατ᾽ οὐσίαν (λόγῳ τῆς κοινῆς οὐσίας) καί ὄχι
καθ᾽ ὑπόστασιν.
Ὁ Ἱερός Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης ἐξάλλου, µέ βάση τήν
Πατερική Παράδοση, τήν ὁποία
ρητῶς ἀναφέρει καί ἐπικαλεῖται, γράφει
ὅτι
«τρεῖς καθολικάς σχέσεις ἔλαβεν ἀπ᾽αἰῶνος
ὁ Θεός»,
γιά νά ἐξηγήση
ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι σχέσεως καί κοινωνίας τοῦ
Θεοῦ: α) Ὁ κατ᾽
οὐσίαν, µεταξύ τῶν τριῶν Θείων Προσώπων, β) ὁ καθ᾽ ὑπόστασιν,
τοῦ
Υἱοῦ µέ τήν ἀνθρωπότητα (ἀνθρωπίνη φύση), καί γ) ὁ κατ᾽ ἐνέργειαν,
τοῦ Θεοῦ µέ τά πλάσµατά του.
Ἡ «κοινωνία προσώπων» ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ σέ καµµία ἀπό τίς
τρεῖς αὐτές ἑνώσεις! Γι᾽αὐτό
καί ἡ ἔκφραση
«κοινωνία προσώπων» εἶναι ἀντορθόδοξη καί ἀλλοιώνει τήν ὀρθόδοξη
Θεολογία!
Εἰδικώτερον,
στόν Τριαδικό Θεό
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «κοινωνία προσώπων», ἀφοῦ ἡ σχέση τῶν Προσώπων
τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως
προελέχθη, δέν µπορεῖ νά εἶναι καθ᾽ ὑπόστασιν. Μιά τέτοια
θεώρηση
θά κατέστρεφε τά ἀκοινώνητα καί θά δήλωνε ὅτι ὅσοι ἰσχυρίζονται
ὅτι ὑπάρχει κοινωνία προσώπων στόν Τριαδικό Θεό, θεωροῦν οὐσιαστικῶς ὅτι δέν ὑπάρχουν
ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώµατα στόν Θεό καί ἔτσι θά ἐδηµιουργεῖτο σύγχυση τῶν ἰδιωµάτων.
Αὐτό εἶναι κακόδοξο καί βλάσφηµο!
Τά κοινά καί ἀκοινώνητα στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ΑΠΟΚΛΕΙΟΥΝ τό νά ὑπάρχη
«κοινωνία προσώπων» στόν Τριαδικό Θεό, διότι
µιά τέτοια θεώρηση
καταστρέφει τό ἀκοινώνητον
τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωµάτων ἀφοῦ, κατά τούς Πατέρες, ἡ ὑπόστασις ἔχει
«τό κοινόν µετά τοῦ ἰδιάζοντος».
Γιά ὅσους δέ, θά ἐπιχειροῦσαν ἐσφαλµένως νά καταφύγουν
στήν περί ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν Θείων
Προσώπων σχετική Πατερική διδασκαλία καί πάλι δέν θά εὕρισκαν
στήριγµα τῆς κακοδόξου θεωρίας περί
«κοινωνίας προσώπων» στόν
Τριαδικό Θεό, ἀφοῦ
κατά τόν φωστῆρα τῆς
Δαµασκοῦ, ὑπάρχει ἀλληλοπεριχώρηση, πλήν, ὅµως,
«µηδεµιᾶς γινοµένης συναλοιφῆς ἤ συµφύρσεως ἤ συγχύσεως».
Ἐν συµπεράσµατι, λοιπόν,
καταλήγουµε στό ὅτι ὅταν γίνεται λόγος
γιά «κοινωνία προσώπων»
στόν Τριαδικό Θεό
καταργεῖται ἡ διαφορά τῶν ὑποστατικῶν
ἰδιωµάτων (πού εἶναι, κατά τή διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας, ἀκοινώνητα), δηµιουργεῖται
σύγχυση στό Τριαδικό δόγµα καί ἀλλοιώνεται ἡ ὀρθόδοξος Θεολογία.
Ἑποµένως, ἡ µέν ἔκφραση
εἶναι ἀντορθόδοξος, ἡ δέ σχετική
θεωρία, ἡ ὁποία
τήν θεωρεῖ ὡς ὀρθή καί ἀποδεκτή, εἶναι ἀντιπατερική καί ὡς τέτοια συνιστᾶ
αἵρεση!
Ὅσοι θεολογοῦντες καί ὅσο κι ἄν ὑποστηρίξουν τήν ἐν
λόγῳ θεωρία περί «κοινωνίας προσώπων» καί δή στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι δυνατόν
νά τήν καταστήσουν ὀρθόδοξη, καθότι Ὀρθοδοξία εἶναι, κατά τόν Θεῖο Γρηγόριο τόν
Παλαµᾶ, ἡ συµφωνία µας µέ τούς Ἁγίους Πατέρες!
ΕΙΝΑΙ Ή ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΗ Η ΑΓΙΑ
ΤΡΙΑΣ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
Ἐπειδή, κατά τόν Θεῖον Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, «Ἀρχή
Σοφίας, ὀνοµάτων ἐπίσκεψις», ἄς ξεκινήσωµε τήν προσέγγιση τοῦ θέµατός µας µέ
τήν ἔστω καί αὐτονόητη ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐκκλησία».
Ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐκκλησία»
εἶναι µονή, δηλαδή
µία καί µοναδική. Σηµαίνει ἕνα καί
µόνο πρᾶγµα: Τήν σύναξη διεσκορπισµένων στοιχείων, ὄντων ἤ ἀτόµων σέ ἑνότητα. Σύναξη
δέ σηµαίνει κίνηση, ἡ ὁποία προϋποθέτει καί χρόνο.
Ὡς ἐκ τούτου
ὁ ὅρος «ἐκκλησία»
µπορεῖ νά σηµαίνη
µόνο µεταβολή καί ἐξέλιξη ἀπό µία κατάσταση πρός µία ἄλλη. Καί ἐπειδή
σηµαίνει µόνον αὐτό
καί τίποτε ἄλλο,
δέν θά µποροῦσε
νά
χρησιµοποιηθῆ ποτέ ἐπί Θεοῦ, διότι ἔτσι θά εἰσήγαγε
τήν ἔννοια τῆς
ἀλλοιώσεως καί τροπῆς ἐντός τῆς Θεότητος.
Ἄς δοῦµε, τώρα, ἄν ἡ Ἁγία Τριάς, ἡ ὁποία τυγχάνει ἐκ
φύσεως ἕνωσις, εἶναι δυνατόν ποτέ νά τυγχάνη καί ἐκ φύσεως Ἐκκλησία. Διότι ἄν ἡ
Ἁγία Τριάς ἦτο Ἐκκλησία θά ἔπρεπε νά ἦτο ἤ ἐκ φύσεως ἤ ἐξ ὑποστάσεως ἤ ἐξ ἐνεργείας.
Τό νά τολµήση κανείς νά ἰσχυρισθῆ ὅτι ἡ
Ἁγία Τριάς εἶναι ἐκ φύσεως Ἐκκλησία σηµαίνει αὐτοµάτως
ἀποδοχή τῆς ἰδέας τῆς µεταβάσεως ἀπό κάποια ἀρχική διαίρεση πρός κάποια τελική ἕνωση.
Ἀλλά τό νά
δεχθῆ κανείς ὅτι ἡ Τριάς ἦτο ἀρχικῶς
διηρηµένη καί κατόπιν ἐπέτυχε τήν ἑνότητά Της, αὐτό ἀποτελεῖ
ἐσχάτη βλασφηµία πού δέν ἔχει ξανακουσθεῖ ποτέ!
Τό σπουδαιότερο ἐπιχείρηµα, ὅµως, περί τοῦ ὅτι ἡ Τριάς
δέν εἶναι δυνατόν ΠΟΤΕ νά εἶναι Ἐκκλησία, προέρχεται ἀπό ἀλλοῦ: Ποιός εἶναι ὁ ἐκ−καλῶν τήν
Τριάδα εἰς ἑνότητα;
Διότι ἄνευ ἐκ−κλήσεως
δέν ὑφίσταται Ἐκκλησία. Καταντᾶ ἐποµένως φοβερή βλασφηµία ἡ ἰδέα ὅτι ἡ Ἁγία
Τριάς εἶναι Ἐκκλησία,
ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπονοεῖ
ὅτι κάποιος ἄλλος ἀνώτερός Της, τήν
ἐκάλεσε εἰς ἑνότητα.
Οὔτε βεβαίως τό νά πῆ κάποιος ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι
ἄναρχος Ἐκκλησία ἤ αἰώνιος Ἐκκλησία σώζει τά πράγµατα, διότι ἀκόµη καί τότε προϋποτίθεται
ἕνας ἄναρχος καί προαιώνιος ἄλλος, ἐκτός Τριάδος, ὁ ὁποῖος προαιωνίως
τήν καλεῖ, καί ἐξακολουθεῖ νά τήν καλῆ,
εἰς ἑνότητα.
Οἱ ὀρθόδοξοι, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες ἕναν καλοῦντα πιστεύοµεν, τόν
Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν, πού εἶναι «ὁ ἐκκλησιαστής, ὁ τά πελανηµένα τε
καί διασκορπισµένα συνάγων εἰς ἕν καί
ποιῶν τά πάντα
µίαν Ἐκκλησίαν…» κατά
τόν Νύσσης Ἅγιον Γρηγόριον.
Ἀλλά ὑπάρχει καί τρίτος σοβαρώτατος
λόγος. Ἄν πράγµατι
ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι
Ἐκκλησία, τότε ἀναποφεύκτως ὑπάρχουν
δύο Ἐκκλησίες (!) καί
οἱ Πατέρες τῆς
Β′ Οἰκουµενικῆς Συνόδου
«κατελέγχονται» ὡς πλανηθέντες, ἐπειδή διεκήρυξαν τήν
Πίστιν «εἰς
ΜΙΑΝ, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν
Ἐκκλησίαν».
Τέλος, ἀκόµη φοβερωτέρα
βλασφηµία εἶναι τό νά ἰσχυρισθῆ κανείς ὅτι πρόκειται περί µιᾶς καί
τῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὅτι ἡ Τριάς−Ἐκκλησία καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία εἶναι ἕνα καί τό αὐτό. Σηµειωτέον ὅτι ἡ ἐν λόγῳ θεολογική θέσις περί τῆς Ἁγίας
Tριάδος ὡς «πρώτης Ἐκκλησίας», ἀπαντᾶται συχνά στόν χῶρο τοῦ Παπισµοῦ καί δή ὡς ἐπίσηµη θέση
παπικῶν «Συνόδων» (βλ. ἀποφάσεις Β΄Βατικανῆς Συνόδου), µέ πανοµοιότυπη µάλιστα
διατύπωση καί ὅσον ἀφορᾶ στή θεώρησή της ὡς «κοινωνίας προσώπων», ἀλλά καί σέ
κείµενα τοῦ παναιρετικοῦ Π.Σ.Ε. («Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν»). Ἐσχάτως
δέ, ὥς θά ἔπρεπε νά θεωρεῖται ἀναμενόμενο, οἱ ἀνωτέρω κακόδοξες θεωρίες βρῆκαν
τή θέση τους καί στά κείμενα τῆς διαβοήτου πλέον δῆθεν "πανορθοδόξου"
τῶ ὄντι δέ οἰκουμενιστικῆς "Συνόδου τῆς Κρήτης" (Κολυμπάρι Χανίων, Ἰούνιος
2016)!
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω πιστεύοµε πώς γίνεται σαφές ὅτι
καί οἱ δύο βασικές θέσεις
τῆς θεωρίας τοῦ
θεολόγου κ. Ἐλευθερίου Γκουτζίδη κατελέγχονται ὡς ἀντίθετες
πρός τήν Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἑποµένως καί ἡ θεωρία του περί τῆς Κοινωνίας
τῶν τριῶν
Θείων Προσώπων, ὡς πρώτης Ἀνάρχου Ἐκκλησίας, εἶναι ἀντορθόδοξος
καί κατά συνέπεια
αἱρετική, ὅποιοι δέ τήν ἁσπάζονται
καί τήν ὁµολογοῦν πρέπει, ἕως ὅτου
τήν ἀποκηρύξουν καί τήν καταδικάσουν, νά θεωροῦνται κακόδοξοι.
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
Ὡς ἐπισήμανση περί τῆς ἐπιβαλλομένης προσοχῆς μέ τήν
ὁποία πρέπει νά προσεγγίζονται τά θεολογικά θέματα, τήν ὁποία ἀτυχῶς δέν ἐπέδειξαν
οἱ ὑποστηρικτές τῶν ἀνωτέρω Καινοτομιῶν, κάθε ἄλλο μάλιστα, παραθέτουμε ἕνα
χωρίο μεγάλου Ἁγίου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἐπικαλέστηκαν οἱ τελευταῖοι
καί συγκεκριμένως ὁ πρώην Ἐπίσκοπος Κήρυκος Κοντογιάννης πρός ἐπίρρωση (!) τῶν
θέσεων καί τῆς τοποθετήσεώς του, κατηγοροῦντες καί ἐπικρίνοντες ὅσους τούς ἤλεγξαν
γιά τίς κακοδοξίες τους!
Εἶναι προφανές καί χαρακτηριστικῶς ἐνδεικτικό πόσο ἐπικίνδυνη
ἀποβαίνει ἡ ἀμάθεια συνδυαζομένη μέ τήν ἀσέβεια, ἡ ὁποία πιστοποιεῖται ἀπό τήν
μετ' ἐπιμονῆς ὑποστήριξη τῆς κακοδοξίας στήν προσπάθεια ἐναντιώσεως πρός τίς ὑποδείξεις
τῆς Ἐκκλησίας καί τήν φιλονεικία πρός Αὐτήν. Φιλονεικία, ἡ ὁποία εἶναι κοινό
χαρακτηριστικό τῶν κακοδοξούντων καί ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς καθιστᾶ τόν ἐνδεχομένως
ἀνθρωπίνως ἀστοχήσαντα καί ἀγνοοῦντα, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἐμμονῆς καί ἀμετανοησίας
του, σέ πολέμιο τῆς Ἀληθείας καί αἱρετικό. Περί αὐτῶν ὁμιλῶν ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπεσήμανε
γιά ἀνάλογες περιπτώσεις: "Τήν άσέβειαν αὐτῶν στενάξω, ἤ τήν ἀμαθίαν
βδελύξομαι;" (Μ. Βασιλείου P.G. 31, 476).
Πρόκειται γιά τό χωρίο: "Τούτου ἕνεκεν ἐν
τῆ τῆς ουσίας κοινότητι ασύμβατα φαμέν εἶναι καί ἀκοινώνητα τά ἐπιθεωρούμενα τῆ
Τριάδι γνωρίσματα, δι ὧν ἡ ἰδιότης παρίσταται τῶν ἐν τῆ πίστει παραδεδομένων
προσώπων, ἑκάστου τοῖς ἰδίοις γνωρίσμασι διακεκριμένως καταλαμβγανομένου. Ὥστε
διά τῶν εἰρημένων σημείων τό κεχωρισμένον τῶν ὑποστάσεων ἐξευρεθῆναι. Κατά δέ
τό ἄπειρον, καί ἀκατάληπτον, καί τό ἀκτίστως εἶναι, καί μηδενί τόπω περιειλῆφθαι,
καί πᾶσι τοῖς τούτοις, μηδεμίαν εἶναι παραλλαγήν ἐν τῆ ζωοποιῶ φύσει, ἐπί
Πατρός λέγω καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἁγίου, ἀλλά τινά συνεχῆ καί ἀδιάσπαστον
κοινωνίαν ἐν αὐτοῖς θεωρεῖσθαι" (Μεγάλου Βασιλείου, PG 32,
332)."
Λυπᾶται κανείς γιά τήν ἀγραμματωσύνη καί τόν θεολογικό
ἀναλφαβητισμο ἑνός θεολόγου καί φιλολόγου καί πρώην ἐπισκόπου, ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς
τό χωρίο τοῦ Ἁγίου Γρηγοριου Θεολόγου πού ἐπικαλεῖται - τό ὁποῖον ἐμφανιζει ἡ
Πατρολογία ὡς ἐπιστολή 38 τοῦ Μεγ. Βασιλειου - χρησιμοποιεῖται συνήθως πρός ἀπόδειξιν
τοῦ ἀντιθέτου ἀπό ὅσους βεβαίως καταλαβαίνουν ἑλληνικά, δηλαδή πρός ἀπόδειξιν
τοῦ ἀκοινωνήτου τῶν προσώπων, διότι αὐτό ἀκριβῶς λέγει τό κείμενο.
Ἐκεῖνο πού προφανῶς μπερδεύει τόν μή ἐξοικειωμένο ἀναγνώστη
εἶναι τό ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δέν ὁμιλεῖ μόνο γιά τά ἀκοινώνητα ἰδιώματα τῆς
Τριάδος, ἀλλά καί γιά τά κοινωνητά καί κοινά φυσικά ἰδιώματα τῶν Προσώπων,
προκειμένου νά δείξη τήν διαφορά μεταξύ ὑποστατικῶν καί φυσικῶν ἰδιωμάτων τῆς Τριάδος
.
Λέγει, λοιπόν, πρῶτα ὅτι τά πρόσωπα εἶναι ἀσύμβατα
καί ἀκοινώνητα μεταξύ των, καθό Πρόσωπα, διότι ἕκαστον διαθέτει μοναδικά ἰδιαίτερα
γνωρίσματα (τό γεννητόν, τό ἀγέννητον, τό ἐκπορευτόν) μέσῳ τῶν ὁποίων ἀναγνωριζεται
"διακεκριμένως" ἀπὀ τά ἄλλα δύο πρόσωπα.
Ἀλλά, ἡ μία καί μοναδική Φύσις τῆς Τριάδος διαθέτει
καί φυσικά γνωρίσματα (παντοδυναμἰα, παγγνωσία, ἀγαθότητα κ.λπ.) πού δέν εἶναι
κάν διακεκριμένα ἀλλά κοινά ΚΑΙ στά τρία πρόσωπα - τά ὁποῖα φυσικά γνωρίσματα καί ἐξασφαλίζουν
συνεχή καί ἀδιάσπαστον κοινωνίαν τῶν τριῶν Ὑποστάσεων ἀποκλειστικῶς καί μὀνον κατά
τήν κοινήν Φύσιν των, ἡ ὁποία καί στίς τρεῖς Ὑποστάσεις εἶναι Μία καί ἡ Αὐτή.
Ποῦ τό βρῆκε ὁ πρώην ἐπίσκοπος Κήρυκος καί οἱ μετ' αὐτοῦ συμφρονοῦντες ὅτι ἡ
συνεχής καί ἀδιασπαστος κοινωνία ἀναφερεται στίς Ὑποστάσεις καθό Ὑποστάσεις καί
μόνον, καί ὄχι εἰς τήν κοινήν Μίαν Φύσιν τῆς Τριάδος;
Διότι τέτοιο πρᾶγμα στό κείμενο αὐτό μέσα ΔΕΝ ὑπάρχει.
Ὑπάρχουν ἄλλωστε τόσα πολλά χωρία τοῦ αὐτοῦ Πατρός πού ἐπαναλαμβάνουν τό ἴδιο
καί τό ἴδιο πρᾶγμα σχεδόν σέ ὅλους τούς Λόγους του, ὥστε δέν ἀφήνουν καμμία ἀμφιβολία
ἐπ' αὐτοῦ τοῦ θέματος.
Κοινωνία σημαίνει "ταύτιση", δηλαδή τό ὅτι
γίνεται κάποιος ἕνα καί τό αὐτό μέ ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο κοινωνεῖ. Ἀκριβῶς, ἐπειδή
ὑπἀρχει κοινωνία φύσεως στήν Ἁγία Τριάδα, ἀναπόφευκτα ὑπάρχει μία καί μοναδική
Φύσις, ἀκριβῶς ἐπειδή ὅλοι ὅσοι κοινωνοῦν μέ αὐτήν τήν φύση γίνονται ἕνα καί τό
αὐτό ἀπό φυσικῆς ἀπόψεως μέ τήν φύση μέ τήν ὁποία κοινωνοῦν. Ἓπομένως, κατά φύσιν
τά τρία πρόσωπα εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, μία συνεχής καί ἀδιάσπαστος ταύτισις τῆς
κοινῆς φύσεώς των μέ τόν ἑαυτόν της: δηλαδή μία καί μόνη φύσις, ἡ φύσις τῆς Ἁγίας
Τριάδος. Ἄν ὑπῆρχε ἐπί πλέον καί κοινωνία Προσώπων ἀνάλογη πρός τήν κοινωνία Φύσεως, τότε ἀναπόφευκτα,
λόγῳ αὐτῆς τῆς κοινωνίας, θά ὑπῆρχε καί ἕνα μόνον Πρόσωπον γιά τούς ἴδιους λόγους
πού ὑπάρχει καί μία καί μοναδική Φύσις στόν Τριαδικό Θεό. Αὐτό, βεβαίως, δέν συμβαίνει καί τό ὅτι δέν
συμβαίνει ἀποτελεῖ τρανή ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων καθ' ἑαυτά,
δηλαδή ταύτισις τῶν τριῶν προσώπων, ὥστε νά ἀποτελέσουν ἕνα καί μόνον πρόσωπο. Ἄν
τώρα κάποιος πῆ : ἐγώ δέχομαι φυσική κοινωνία διά τῆς ὁποίας τά πρόσωπα παραμένουν
ἑνωμένα κατά τήν κοινή φύσιν τους χωρίς νά μεταβάλλωνται σέ ἕνα πρόσωπο κατά τήν
Ὑπόστασίν τους, αὐτό μπορεῖ νά γίνει δεκτό μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν θά
τό ὠνόμαζε κανείς "κοινωνία προσώπων " !
Διότι καί στήν Ἁγία Τριάδα δέν ὁμιλοῦμε ποτέ γιά
κοινωνία φύσεων (σάν νά ὑπῆρχαν τρεῖς διαφορετικές φύσεις στά τρία πρόσωπα) ἀλλά
γιἀ κοινωνία Φύσεως, ἀφοῦ ἐξαιτίας τῆς κοινωνίας ἡ θεία Φύσις εἶναι ἀναπόφευκτα
μόνον μία!
Δ. Ι. Κ.
Κόρινθος, 22.6.2018 (ἐκ. ἡμ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου