Σεραφείμ ο Νέος του Χριστού Ιερομάρτυς ήτο από χωρίον της
επαρχίας των Αγράφων ονομαζόμενον Μπεζούλα· γεννηθείς δε από γονείς θεοσεβείς
ονομαζομένους Σωφρόνιον και Μαρίαν, ανετράφη υπ΄ αυτών εναρέτως τε και
θεοφιλώς, εισήλθε δε και εις σχολείον ιερών γραμμάτων, τα οποία εντός ολίγου
καιρού έμαθεν, επειδή ήτο ευφυής. Αφού δε έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, ηγάπησε
την ζωήν των Μοναχών, μισήσας κόσμον και τα του κόσμου τερπνά και επήγεν εις το
Ιερόν Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης Κορώνα και Κρυερά
Βρύσις και εκεί ενεδύθη το αγγελικόν Σχήμα.
Από τότε εδόθη εις αγώνας πνευματικούς και εμιμείτο τους εκεί εναρέτους Πατέρας, συλλέγων ως φίλεργος μέλισσα από έκαστον τα διάφορα άνθη των αρετών και τοσούτον προέκοψεν εις την κατά Χριστόν πολιτείαν, ώστε εκρίθη άξιος από τον Προεστώτα του Μοναστηρίου να δεχθή και το της Ιερωσύνης αξίωμα· όπερ και εγένετο. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού, αποθανόντος του Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, ψήφω της Εκκλησίας, αναβιβάζεται εις τον Αρχιεπισκοπικόν αυτόν θρόνον. Λαβών δε ο Άγιος το μέγα τούτο φορτίον της Αρχιερωσύνης, έδωκεν εαυτόν εις περισσοτέρους αγώνας, ποιμαίνων ως αληθινός ποιμήν το ποίμνιόν του εις νομάς σωτηρίους των εντολών του Κυρίου και ποτίζων αυτό καθ΄ εκάστην με τα νάματα της ενθέου διδασκαλίας του και δια των έργων τύπος γενόμενος εις αυτό παντός αγαθού. Πλην με όλας ταύτας τας αρετάς του, τόσην ταπείνωσιν είχεν ο αοίδιμος, ώστε ωνόμαζε εαυτόν δούλον αχρείον και δεν ενόμιζε ποτε ότι πράττει κανέν έργον ευάρεστον εις τον Θεόν. Δια τούτο επεθύμει να αξιωθή του δια Χριστόν Μαρτυρίου και περί τούτου εδέετο καθ΄ εκάστην προς τον Θεόν, όστις και τον ηξίωσε να απολαύση το ποθούμενον κατά τον εξής τρόπον. Κατά το αχα΄ (1601) έτος από της ενσάρκου οικονομίας εχρημάτισε Μητροπολίτης Λαρίσης Επίσκοπός τις Διονύσιος ονομαζόμενος ο οποίος ων κακογνώμων και κακότροπος, επείσθη εις λόγους και υποσχέσεις Ευρωπαίων και συνεργεία δαιμονική συνήθροισε πλήθος ικανόν και εκίνησε κατά των τότε κρατούντων Τούρκων πόλεμον, ορμήσας προς τα μέρη των Ιωαννίνων· όθεν πολλούς εφόνευσε, άλλοι δε, μη υπομείναντες τας καταδρομάς του, έφευγον από τους τόπους εκείνους. Αλλ΄ όμως εις ολίγον καιρόν συλληφθείς ούτος, έδωσε την πρέπουσαν δίκην, ελεεινώς φονευθείς παρά των Τούρκων, παραχωρήσει Θεού, ως ανάξια ποιήσας του επαγγέλματός του. Ο δε Άγιος ούτος Σεραφείμ, και όταν ακόμη έζη ο ρηθείς Διονύσιος, εγνώριζε την κακογνωμίαν του και όσον ηδύνατο απέφευγε την συναναστροφήν του, περιερχόμενος πάντοτε εις τα χωρία της υπ΄ αυτόν Επισκοπής και διδάσκων τον λαόν του Χριστού. Συλληφθέντος δε, ως είπομεν, του Διονυσίου και φονευθέντος και των Τούρκων ευρισκομένων εισέτι εις ταραχήν, παρέστη ανάγκη να κατέβη ο Άγιος εις Φανάριον, επειδή ήτο καιρός να διαμοιράση εις τους εκεί αγάδες τα συνήθη δωρήματα. Εις το Φανάριον όμως ήσαν Τούρκοι τινες αγάδες, φθονούντες τον Άγιον δια την αρετήν του, παροξυνόμενοι υπό του δαίμονος, και εζήτουν καιρόν και τρόπον επιτήδειον, ώστε ή να τον ρίψουν από το τόσον ύψος της αρετής εις την ασέβειαν ή να τον εκβάλουν από την παρούσαν ζωήν. Όθεν αρπάσαντες ως εύκολον αιτίαν την αποστασίαν του Διονυσίου, καθώς είδον τον Άγιον, ήρχισαν να λέγουν μεταξύ των· «Και αυτός μετά του Διονυσίου ήτο και τώρα πως ετόλμησε και ήλθεν έμπροσθέν μας, αφού είναι επίβουλος της εξουσίας μας»; Ο δε Άγιος ακούων ταύτα ηπόρει και επειδή ήτο αναίτιος ενόμιζε ότι τα λέγουν περί άλλου τινός. Δια τούτο και μετά θάρρους τους ηρώτησε λέγων· «Περί τίνος λέγετε ταύτα»; Οι δε αποκριθέντες μετά θυμού είπον· «Δια σε, ω αποστάτα και επίβουλε· ιδού όπου ήλθες εις τας χείρας μας· τώρα θέλεις λάβει και συ εκείνο το οποίον σου πρέπει, εκτός μόνον ανίσως και θελήσης να αφήσης την Πίστιν σου και να γίνης Τούρκος, τότε θέλομεν σε συγχωρήσει και σε τιμήσει μεγάλως, διότι με τον τρόπον τούτον θέλομεν γνωρίσει, ότι μετενόησες και έγινες ίσος με ημάς». Ο δε Άγιος, καίτοι παρ΄ ελπίδα ταύτα ακούσας, και ποθών ως είρηται, το υπέρ Χριστού Μαρτύριον, δεν εδειλίασε τελείως, αλλά σταθείς με καθαρόν και ασύγχυτον πρόσωπον, τους είπεν· «Ότι μεν εγώ από την τοιαύτην κατηγορίαν είμαι τελείως αμέτοχος, όχι μόνον άπαντες οι Χριστιανοί το ομολογούσιν, αλλά και σεις οι Τούρκοι (εάν θέλετε να φανερώσητε την αλήθειαν) το γνωρίζετε καλλίτερα. Τούτο δε το οποίον λέγετε, να αφήσω την Πίστιν μου, δια να ελευθερωθώ από τον θάνατον, δεν θέλω το καταδεχθή κατ΄ ουδένα τρόπον, να αφήσω τον γλυκύτατόν μου Ιησούν, τον Θεόν μου και πλάστην μου, μάλιστα δε τώρα όπου θέλω πάθει αδίκως και δια τούτο ελπίζω από τον Δεσπότην μου να τύχω και περισσοτέρας τιμής, την δε τιμήν την ιδικήν σας ούτε να την ακούσω δεν το καταδέχομαι». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι και ιδόντες ότι απέτυχον του σκοπού, ώρμησαν κατά του Αγίου και σύροντες αυτόν με βίαν μεγάλην και σκληρότητα, τον έφεραν εις τον ηγεμόνα (τον παρ΄ αυτοίς Χαμουζάμπεην ονομαζόμενον) και εβόων κατά του δικαίου και αθώου λέγοντες· «Και ούτος μετά του καταράτου Διονυσίου ήτο εχθρός και επίβουλος ημών· δια τούτο έκβαλε αυτόν από την ζωήν ταύτην με κακόν θάνατον, δια να σωφρονισθούν και οι άλλοι». Και ταύτα μεν εκείνοι έλεγον· ο δε ηγεμών, καθήσας επί θρόνου, παρέστησε τον Άγιον έμπροσθέν του· και πρώτον μεν ήρχισε με τρόπον ήμερον να λέγη προς αυτόν· «Βλέπω, άνθρωπε, ότι είσαι φρόνιμος και θαυμάζω πως συνεφώνησες με εκείνον τον κακόν άνθρωπον και δεν ήλθεν εις τον νούν σου, ότι ηθέλετε να βάλητε εις πράξιν πράγμα αδύνατον και της ζωής σας ολέθριον· ιδού είδες πως εκείνος ο κακός κακώς απώλετο· και συ, ιδού ότι συνελήφθης και κινδυνεύεις να αποθάνης με ελεεινόν και επώδυνον θάνατον· όμως εγώ, βλέπων την φρονιμότητά σου, λέγω ότι ως άνθρωπος ηπατήθης και λυπούμενος να σε θανατώσω, σε συμβουλεύω να γίνης Τούρκος· όταν κάμης αυτό όχι μόνον την ζωήν σου θέλομεν χαρίσει εις σε, αλλά και εις μεγάλην τιμήν θέλομεν σε έχει δια την φρονιμάδα σου». Ο δε Άγιος με συντομίαν αποκριθείς είπεν· «Ότι μεν αδίκως πάσχω και ενώ είμαι αναίτιος, ως υπαίτιος παρεδόθην, το γνωρίζεις πολύ καλώς· όμως εγώ την Πίστιν μου δεν αρνούμαι, ούτε θέλω χωρισθή ποτέ από τον γλυκύτατόν μου Δεσπότην και Θεόν, Ιησούν Χριστόν, καν μυρίους θανάτους ήθελον λάβει δια το Όνομά του το Άγιον, χαράν μου δε και ευφροσύνην έχω τούτο· δι΄ αυτό, ω ηγεμών, δέρε, σφάττε, κόπτε, ποίει ό,τι είναι της εξουσίας σου». Ταύτα ακούσας ο δικαστής, δεν έχασε καιρόν, αλλά προσέταξε να τον δείρουν ώραν πολλήν και ανηλεώς να κατακόψουν την ρίνα του εις λεπτά τεμάχια. Τούτου γενομένου και του Αγίου πάσχοντος τα τοιαύτα ως εις ξένον σώμα και ευχαριστήσαντος και ευλογήσαντος τον Θεόν, προσέταξεν ο εξουσιαστής να τον ρίψουν εις την φυλακήν και να τον αφήσουν τελείως ανεπιμέλητον και ούτε τροφήν τινα να του δώσωσιν, ούτε ποτόν, μήπως και μετανοήση και κάμη το θέλημά των. Ο δε Άγιος εν τη φυλακή ευρισκόμενος και βλέπων εις εαυτόν τα στίγματα του Χριστού έχαιρε και μεγάλας ωμολόγει τας χάριτας εις τον Χριστόν, διότι τον ηξίωσε να πάθη δια το Όνομά του το Άγιον και τον παρεκάλει να του δώση υπομονήν να τελειώση το Μαρτύριον. Κατά την επομένην, καθήσας πάλιν ο άρχων επί του δικαστικού θρόνου με άμετρον έπαρσιν, προσέταξε και έφεραν τον Άγιον έμπροσθέν του· ήρχισε δε πάλιν να λέγη προς αυτόν· «Άρά γε, ω Σεραφείμ, εσωφρονίσθης από την χθεσινήν παίδευσιν, εγνώρισες το συμφέρον σου, ώστε να κάμης εκείνο, το οποίον σου λέγω και ως φίλος σου σε συμβουλεύω, ή εξακολουθείς να μένης ακόμη εις την κακογνωμίαν εκείνην»; Ο δε Άγιος, ιστάμενος με φαιδρόν το πρόσωπον, είπεν· «Έπρεπεν, ω ηγεμών, προς ταύτα να μη σου δώσω ουδεμίαν απόκρισιν, διότι, ενώ λέγεις ότι είσαι φίλος μου, εν τούτοις με συμβουλεύεις τοιαύτην κακήν συμβουλήν, ήτοι να αφήσω τον Κύριόν μου Ιησούν, τον ποιητήν μου και πλάστην μου, και να πιστεύσω εις ένα άνθρωπον θνητόν, αγράμματον, εχθρόν και πολέμιον του Χριστού μου». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, ο εξουσιαστής δεν υπέμεινε να τελειώση ο Άγιος τον λόγον του, αλλ΄ ευθύς προσέταξε πάλιν και τον έδειραν σφοδρότατα, έπειτα ετάνυσαν τας χείρας και τους πόδας του και έβαλον επάνω εις την κοιλίαν του πέτραν μεγάλην και ανηλεώς κατέκοπτον και εξέσχιζον τας σάρκας του· έπειτα τον επότιζον ύδωρ μετά κονιορτού και χολής μεμιγμένον. Ο δε Άγιος, το του Δεσπότου Χριστού Πάθος ιδών γενόμενον εις εαυτόν, έχαιρεν εις τοσούτον, ώστε και αυτοί οι ανηλεείς δήμιοι βλέποντες αυτόν, ότι υπέμεινε τα τοσαύτα βασανιστήρια μετ΄ ευχαριστήσεως και ότι το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και ευφραινόμενον ως να ήτο εις ευωχίαν και όχι εις τιμωρίαν, εθαύμαζον. Βλέπων ο εξουσιαστής το στερεόν και αμετάθετον της γνώμης του έδωκε την τελευταίαν κατ΄ αυτού απόφασιν, να τον σουβλίσουν δια ξύλου, ώστε να λάβη βίαιον θάνατον. Φερομένου δε του Αγίου εις τον τόπον της καταδίκης, μία γυνή αράβισσα, μελανωτέρα εις την ψυχήν παρά εις το σώμα, ισταμένη εις τινα τοίχον, ύβριζε και εκακολόγει τον Άγιον με αισχράς και ατίμους ύβρεις· ο δε του Δεσπότου Χριστού θεράπων πιστότατος, μιμούμενος και κατά τούτο τον Χριστόν, κατάραν μεν κατά της αθέου εκείνης ουδεμίαν είπεν, αλλά μόνον στραφείς και ιδών αυτήν με την ιλαράν εκείνην όψιν του ευθύς ως να εξήλθε δύναμις από το ευλογημένον του πρόσωπον και την εκτύπησε και, ω του θαύματος! εστράφη εις τα οπίσω η αναιδής και μεμελανωμένη εκείνη όψις, ομοίως και το στόμα και οι οφθαλμοί της εστράφησαν και έγιναν όμοια του πατρός αυτής διαβόλου και έζησε με την πληγήν εκείνην έτη δεκαπέντε, γενομένη θέαμα ελεεινόν εις τους ορώντας· πλην δύστροπος και δαιμονιώδης ούσα και τοιαύτα παθούσα, δεν άφησε την κακογνωμίαν της, αλλά με την αυτήν δυστροπίαν διέρρηξε την μιαράν της ψυχήν απελθούσα εις τον ητοιμασμένον δι΄ αυτήν και πάντας τους ομοίους της τόπον της αιωνίου κολάσεως ένθα απολαμβάνει την πρέπουσαν τιμωρίαν. Φθάσας δε ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης, τόπον ένθα εγίνοντο κατ΄ εκείνους τους καιρούς αι συναλλαγαί (ήτοι την αγοράν), πλησίον εις την ευρισκομένην εκεί κυπάρισσον και σουβλισθείς παρά των ασπλάγχνων, ευχαριστών παρέδωκε την ιεράν και τρισόλβιον ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη Τετάρτη (4η) του Δεκεμβρίου. Το δε Άγιον αυτού σώμα διέταξεν ο θηριώδης εκείνος άρχων να μείνη επί του ξύλου ημέρας πολλάς, δήθεν δια σωφρονισμόν των άλλων· αλλά αν και έμεινεν ούτως ημέρας ικανάς, δια της θείας Χάριτος ουδέν έπαθε, από όσα είναι ίδιον της φύσεως των νεκρών σωμάτων να πάσχουν, ούτε επρήσθη δηλαδή, ούτε δυσοσμίαν τινά ανέδιδεν, αλλά το εναντίον, εφαίνετο ως ζων και εξέβαλλεν ευωδίαν άρρητον. Τούτο και οι αλλοεθνείς βλέποντες εθαύμαζον· οι δε ευσεβείς έχαιρον και μεγάλας απέδιδον τας ευχαριστίας εις τον Θεόν, δια την καλήν ομολογίαν του Αγίου και ότι εις την εσχάτην ταύτην γενεάν τούς ηξίωσε να ίδωσιν εκείνα, τα οποία εξ ακοής εγνώριζον ότι έγιναν εις τους παλαιούς καιρούς. Θέλοντες δε να λάβουν το αθλητικόν εκείνο σώμα, δια να το έχουν εις βοήθειάν των, δεν ηδυνήθησαν, διότι ο εξουσιαστής έβαλεν φύλακας ικανούς και το εφύλαττον ημέραν και νύκτα. Μετά τινας ημέρας έκοψαν οι τύραννοι την μακαρίαν κεφαλήν του Αγίου και την έφεραν εις Τρίκκαλα μετ΄ άλλων κεφαλών κακούργων, τας οποίας βαλόντες εις κοντάρια, τας έστησαν κατά σειράν όλας βλεπούσας προς δυσμάς· και ταύτα μεν εποίουν το εσπέρας, το δε πρωϊ, άπασαι μεν αι λοιπαί κεφαλαί των κακούργων ίσταντο καθώς τας έβαλον, η δε του Αγίου κεφαλή ευρίσκετο βλέπουσα κατ΄ ανατολάς· και τούτο όχι άπαξ, αλλ΄ επί πολλάς ημέρας γενόμενον. Κατά δε το διάστημα αυτό, κατά το οποίον ετελείτο το τοιούτον θαυμάσιον, κατ΄ οικονομίαν Θεού, έτυχεν εκεί εις Τρίκκαλα ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής της καλουμένης Δούσικον (η Μονή του Οσίου Βησσαρίωνος), όστις ιδών οφθαλμοφανώς το θαύμα, συνέλαβεν εις την καρδίαν του βουλήν καλήν και ζήλον Θεού, να κάμη τρόπον να λάβη την ιεράν εκείνην και πολύτιμον κεφαλήν εις το Μοναστήριόν του, να την έχη εις αγιασμόν και θησαυρόν ανεκτίμητον του Μοναστηρίου. Όθεν συμφωνήσας μετά τινος Αλβανού Χριστιανού, του υπεσχέθη να του δώση πεντήκοντα γρόσια, εάν εύρη τρόπον να πάρη την θαυματουργόν εκείνην κεφαλήν να του την φέρη. Καιροφυλακτήσας λοιπόν ο Χριστιανός αυτός όλην εκείνην την νύκτα, όταν πλέον επλησίαζε να εξημερώση, ιδών τους φύλακας, ότι από την αγρυπνίαν νικηθέντες ετράπησαν εις ύπνον, επλησίασεν όσον ηδύνατο προσεκτικώτερα και επεχείρησε να κατεβάση την τιμίαν κεφαλήν από το ξύλον. Από την βίαν όμως και τον φόβον του αφήκε το ξύλον, το οποίον πεσόν εκτύπησε τους φύλακας και τους εξύπνησεν. Βλέποντες δε εκείνοι τον καλόν αυτόν Χριστιανόν, να επιχειρή την τοιαύτην θαυμαστήν κλοπήν, έδραμον να τον συλλάβουν. Ο δε γενναίος εκείνος, αφ΄ ενός μεν εκ θείου ζήλου, αφ΄ ετέρου δε και δια τον μισθόν, τολμήσας ήρπασε τον πολύτιμον θησαυρόν από τας τρίχας και τον έρριψεν εις τους ώμους του και όσον ηδύνατο έφευγεν. Εδίωκον δε αυτόν και οι φύλακες με πολλήν ορμήν, από την εντροπήν και τον φόβον των. Ο δε καλός εκείνος Χριστιανός γενόμενος επάνω εις μίαν γέφυραν του Πηνειού και βλέπων τους φύλακας, ότι επλησίαζον, φοβηθείς έρριψε την θαυμαστήν Κάραν εις τον ποταμόν· όθεν και οι φύλακες, ιδόντες το γεγονός, επέστρεψαν άπρακτοι. Εις δε τον ποταμόν εκείνον, εις ικανόν διάστημα κάτωθεν της γεφύρας, αλιείς τινες είχον κατασκευάσει φράκτας, δια να συλλάβουν ιχθύς. Φερομένη λοιπόν η τρισόλβιος εκείνη κεφαλή εις τους φράκτας, επιάσθη από τας τρίχας. Ήσαν δε δύο οι αλιείς εκείνοι, και ο μεν εις είχε φύγει δια την οικίαν του, ο δε έτερος είχε μείνει την νύκτα εκείνην να φυλάττη τους φράκτας. Καθήμενος λοιπόν ο αλιεύς εις την στρωμνήν του και βλέπων προς τον φράκτην (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύς!) είδε στύλον πύρινον, όστις αρχίζων από τον φράκτην έφθανεν έως τον ουρανόν, ήκουε δε και ψαλμωδίας θαυμαστάς, αλλά τίποτε δεν έβλεπε. Όθεν έμφοβος γενόμενος, εξήλθε του ποταμού και απελθών εκρύβη εις το κούφωμα δένδρου τινός και έμεινεν εκεί όλην την νύκτα άϋπνος. Αφού δε εξημέρωσεν, εξελθών εκείθεν επήγεν εις τα Τρίκκαλα και διηγήθη εις τον σύντροφον αυτού το θαυμάσιον· όθεν την επομένην νύκτα επήγαν και οι δύο να ίδωσι τι ήτο το φανέν· και διανυκτερεύσαντες, είδον πάλιν ομοίως τον πύρινον στύλον και ήκουσαν τας ψαλμωδίας· μη υπομείναντες δε το φοβερόν του θαύματος, φεύγοντες εκείθεν, επήγαν πάλιν εις το κουφωτόν δένδρον· και εισελθόντες εις αυτό έβλεπον από την οπήν το θαυμάσιον, μη κοιμηθέντες όλην την νύκτα τελείως από τον φόβον των. Ελθούσης δε της ημέρας, επήγαν να ίδωσι τι ήτο το θαύμα, το οποίον έβλεπον την νύκτα. Βλέποντες λοιπόν προς το μέρος εκείνο, εις το οποίον είδον τον πύρινον στύλον, αντίκρυσαν την μαρτυρικήν και χαριτόβρυτον κεφαλήν, περιπεπλεγμένην εις τον φράκτην, γνωρίσαντες δε αυτήν, εχάρησαν δια την εύρεσιν του πολυτίμου αυτού θησαυρού. Περιστείλαντες όθεν αυτήν και αναλαβόντες, την έφεραν εις τον ρηθέντα Ηγούμενον· ο δε καλότυχος Ηγούμενος ιδών το ποθούμενον ανεσκίρτησε· και λαβών το θαυμαστόν εκείνο θήραμα, έδωκεν εις αυτούς χάριν της ευρέσεως γρόσια πεντήκοντα. Μετά παρέλευσιν καιρού, μαθόντες οι αδελφοί της Κρυεράς Πηγής την υπόθεσιν, απέστειλαν τον Ηγούμενόν των μετά τινος προεστού του Νεοχωρίου Παναγιώτου Κωσκολά ονομαζομένου, να ζητήσουν την ιεράν και μαρτυρικήν Κάραν από το Δούσικον, ως ανήκουσαν εις αυτούς, διότι ο Άγιος ήτο συγκοινοβιάτης των. Απερχόμενοι δε κατ΄ οικονομίαν Θεού, εύρον εις Τρίκκαλα και τον Μητροπολίτην Λαρίσης, εις τον οποίον εφανέρωσαν την γνώμην των και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση εις το δίκαιόν των ζήτημα. Κρίνας δε δίκαιον ο Μητροπολίτης το αίτημά των, απεφάσισε να λάβουν οι Δουσικιώται τα πεντήκοντα γρόσια και να δώσουν τον θησαυρόν, όπερ και εγένετο. Ο δε Ηγούμενος και ο ρηθείς Παναγιώτης, λαβόντες το ποθούμενον, την έφεραν εις το Μοναστήριον της Κρυεράς Πηγής· και κατασκευάσαντες κιβώτιον θαυμαστόν την έβαλον εις αυτό και την απέθεσαν εις τόπον ιερόν και επιτήδειον, εις το οποίον μένει και μέχρι τούδε σώα, ευωδιάζουσα και θαύματα βρύουσα άπειρα, ελευθερώνουσα τους πιστώς προσερχομένους εκ παντοίων νοσημάτων. Αλλά και εις την ολέθριον πανώλη εφάνη μυριάκις θαυματουργούσα και πολλάς χώρας ευσεβών ελευθερούσα, μέχρι της σήμερον από την χαλεπήν ταύτην ασθένειαν.
Από τότε εδόθη εις αγώνας πνευματικούς και εμιμείτο τους εκεί εναρέτους Πατέρας, συλλέγων ως φίλεργος μέλισσα από έκαστον τα διάφορα άνθη των αρετών και τοσούτον προέκοψεν εις την κατά Χριστόν πολιτείαν, ώστε εκρίθη άξιος από τον Προεστώτα του Μοναστηρίου να δεχθή και το της Ιερωσύνης αξίωμα· όπερ και εγένετο. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού, αποθανόντος του Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, ψήφω της Εκκλησίας, αναβιβάζεται εις τον Αρχιεπισκοπικόν αυτόν θρόνον. Λαβών δε ο Άγιος το μέγα τούτο φορτίον της Αρχιερωσύνης, έδωκεν εαυτόν εις περισσοτέρους αγώνας, ποιμαίνων ως αληθινός ποιμήν το ποίμνιόν του εις νομάς σωτηρίους των εντολών του Κυρίου και ποτίζων αυτό καθ΄ εκάστην με τα νάματα της ενθέου διδασκαλίας του και δια των έργων τύπος γενόμενος εις αυτό παντός αγαθού. Πλην με όλας ταύτας τας αρετάς του, τόσην ταπείνωσιν είχεν ο αοίδιμος, ώστε ωνόμαζε εαυτόν δούλον αχρείον και δεν ενόμιζε ποτε ότι πράττει κανέν έργον ευάρεστον εις τον Θεόν. Δια τούτο επεθύμει να αξιωθή του δια Χριστόν Μαρτυρίου και περί τούτου εδέετο καθ΄ εκάστην προς τον Θεόν, όστις και τον ηξίωσε να απολαύση το ποθούμενον κατά τον εξής τρόπον. Κατά το αχα΄ (1601) έτος από της ενσάρκου οικονομίας εχρημάτισε Μητροπολίτης Λαρίσης Επίσκοπός τις Διονύσιος ονομαζόμενος ο οποίος ων κακογνώμων και κακότροπος, επείσθη εις λόγους και υποσχέσεις Ευρωπαίων και συνεργεία δαιμονική συνήθροισε πλήθος ικανόν και εκίνησε κατά των τότε κρατούντων Τούρκων πόλεμον, ορμήσας προς τα μέρη των Ιωαννίνων· όθεν πολλούς εφόνευσε, άλλοι δε, μη υπομείναντες τας καταδρομάς του, έφευγον από τους τόπους εκείνους. Αλλ΄ όμως εις ολίγον καιρόν συλληφθείς ούτος, έδωσε την πρέπουσαν δίκην, ελεεινώς φονευθείς παρά των Τούρκων, παραχωρήσει Θεού, ως ανάξια ποιήσας του επαγγέλματός του. Ο δε Άγιος ούτος Σεραφείμ, και όταν ακόμη έζη ο ρηθείς Διονύσιος, εγνώριζε την κακογνωμίαν του και όσον ηδύνατο απέφευγε την συναναστροφήν του, περιερχόμενος πάντοτε εις τα χωρία της υπ΄ αυτόν Επισκοπής και διδάσκων τον λαόν του Χριστού. Συλληφθέντος δε, ως είπομεν, του Διονυσίου και φονευθέντος και των Τούρκων ευρισκομένων εισέτι εις ταραχήν, παρέστη ανάγκη να κατέβη ο Άγιος εις Φανάριον, επειδή ήτο καιρός να διαμοιράση εις τους εκεί αγάδες τα συνήθη δωρήματα. Εις το Φανάριον όμως ήσαν Τούρκοι τινες αγάδες, φθονούντες τον Άγιον δια την αρετήν του, παροξυνόμενοι υπό του δαίμονος, και εζήτουν καιρόν και τρόπον επιτήδειον, ώστε ή να τον ρίψουν από το τόσον ύψος της αρετής εις την ασέβειαν ή να τον εκβάλουν από την παρούσαν ζωήν. Όθεν αρπάσαντες ως εύκολον αιτίαν την αποστασίαν του Διονυσίου, καθώς είδον τον Άγιον, ήρχισαν να λέγουν μεταξύ των· «Και αυτός μετά του Διονυσίου ήτο και τώρα πως ετόλμησε και ήλθεν έμπροσθέν μας, αφού είναι επίβουλος της εξουσίας μας»; Ο δε Άγιος ακούων ταύτα ηπόρει και επειδή ήτο αναίτιος ενόμιζε ότι τα λέγουν περί άλλου τινός. Δια τούτο και μετά θάρρους τους ηρώτησε λέγων· «Περί τίνος λέγετε ταύτα»; Οι δε αποκριθέντες μετά θυμού είπον· «Δια σε, ω αποστάτα και επίβουλε· ιδού όπου ήλθες εις τας χείρας μας· τώρα θέλεις λάβει και συ εκείνο το οποίον σου πρέπει, εκτός μόνον ανίσως και θελήσης να αφήσης την Πίστιν σου και να γίνης Τούρκος, τότε θέλομεν σε συγχωρήσει και σε τιμήσει μεγάλως, διότι με τον τρόπον τούτον θέλομεν γνωρίσει, ότι μετενόησες και έγινες ίσος με ημάς». Ο δε Άγιος, καίτοι παρ΄ ελπίδα ταύτα ακούσας, και ποθών ως είρηται, το υπέρ Χριστού Μαρτύριον, δεν εδειλίασε τελείως, αλλά σταθείς με καθαρόν και ασύγχυτον πρόσωπον, τους είπεν· «Ότι μεν εγώ από την τοιαύτην κατηγορίαν είμαι τελείως αμέτοχος, όχι μόνον άπαντες οι Χριστιανοί το ομολογούσιν, αλλά και σεις οι Τούρκοι (εάν θέλετε να φανερώσητε την αλήθειαν) το γνωρίζετε καλλίτερα. Τούτο δε το οποίον λέγετε, να αφήσω την Πίστιν μου, δια να ελευθερωθώ από τον θάνατον, δεν θέλω το καταδεχθή κατ΄ ουδένα τρόπον, να αφήσω τον γλυκύτατόν μου Ιησούν, τον Θεόν μου και πλάστην μου, μάλιστα δε τώρα όπου θέλω πάθει αδίκως και δια τούτο ελπίζω από τον Δεσπότην μου να τύχω και περισσοτέρας τιμής, την δε τιμήν την ιδικήν σας ούτε να την ακούσω δεν το καταδέχομαι». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι και ιδόντες ότι απέτυχον του σκοπού, ώρμησαν κατά του Αγίου και σύροντες αυτόν με βίαν μεγάλην και σκληρότητα, τον έφεραν εις τον ηγεμόνα (τον παρ΄ αυτοίς Χαμουζάμπεην ονομαζόμενον) και εβόων κατά του δικαίου και αθώου λέγοντες· «Και ούτος μετά του καταράτου Διονυσίου ήτο εχθρός και επίβουλος ημών· δια τούτο έκβαλε αυτόν από την ζωήν ταύτην με κακόν θάνατον, δια να σωφρονισθούν και οι άλλοι». Και ταύτα μεν εκείνοι έλεγον· ο δε ηγεμών, καθήσας επί θρόνου, παρέστησε τον Άγιον έμπροσθέν του· και πρώτον μεν ήρχισε με τρόπον ήμερον να λέγη προς αυτόν· «Βλέπω, άνθρωπε, ότι είσαι φρόνιμος και θαυμάζω πως συνεφώνησες με εκείνον τον κακόν άνθρωπον και δεν ήλθεν εις τον νούν σου, ότι ηθέλετε να βάλητε εις πράξιν πράγμα αδύνατον και της ζωής σας ολέθριον· ιδού είδες πως εκείνος ο κακός κακώς απώλετο· και συ, ιδού ότι συνελήφθης και κινδυνεύεις να αποθάνης με ελεεινόν και επώδυνον θάνατον· όμως εγώ, βλέπων την φρονιμότητά σου, λέγω ότι ως άνθρωπος ηπατήθης και λυπούμενος να σε θανατώσω, σε συμβουλεύω να γίνης Τούρκος· όταν κάμης αυτό όχι μόνον την ζωήν σου θέλομεν χαρίσει εις σε, αλλά και εις μεγάλην τιμήν θέλομεν σε έχει δια την φρονιμάδα σου». Ο δε Άγιος με συντομίαν αποκριθείς είπεν· «Ότι μεν αδίκως πάσχω και ενώ είμαι αναίτιος, ως υπαίτιος παρεδόθην, το γνωρίζεις πολύ καλώς· όμως εγώ την Πίστιν μου δεν αρνούμαι, ούτε θέλω χωρισθή ποτέ από τον γλυκύτατόν μου Δεσπότην και Θεόν, Ιησούν Χριστόν, καν μυρίους θανάτους ήθελον λάβει δια το Όνομά του το Άγιον, χαράν μου δε και ευφροσύνην έχω τούτο· δι΄ αυτό, ω ηγεμών, δέρε, σφάττε, κόπτε, ποίει ό,τι είναι της εξουσίας σου». Ταύτα ακούσας ο δικαστής, δεν έχασε καιρόν, αλλά προσέταξε να τον δείρουν ώραν πολλήν και ανηλεώς να κατακόψουν την ρίνα του εις λεπτά τεμάχια. Τούτου γενομένου και του Αγίου πάσχοντος τα τοιαύτα ως εις ξένον σώμα και ευχαριστήσαντος και ευλογήσαντος τον Θεόν, προσέταξεν ο εξουσιαστής να τον ρίψουν εις την φυλακήν και να τον αφήσουν τελείως ανεπιμέλητον και ούτε τροφήν τινα να του δώσωσιν, ούτε ποτόν, μήπως και μετανοήση και κάμη το θέλημά των. Ο δε Άγιος εν τη φυλακή ευρισκόμενος και βλέπων εις εαυτόν τα στίγματα του Χριστού έχαιρε και μεγάλας ωμολόγει τας χάριτας εις τον Χριστόν, διότι τον ηξίωσε να πάθη δια το Όνομά του το Άγιον και τον παρεκάλει να του δώση υπομονήν να τελειώση το Μαρτύριον. Κατά την επομένην, καθήσας πάλιν ο άρχων επί του δικαστικού θρόνου με άμετρον έπαρσιν, προσέταξε και έφεραν τον Άγιον έμπροσθέν του· ήρχισε δε πάλιν να λέγη προς αυτόν· «Άρά γε, ω Σεραφείμ, εσωφρονίσθης από την χθεσινήν παίδευσιν, εγνώρισες το συμφέρον σου, ώστε να κάμης εκείνο, το οποίον σου λέγω και ως φίλος σου σε συμβουλεύω, ή εξακολουθείς να μένης ακόμη εις την κακογνωμίαν εκείνην»; Ο δε Άγιος, ιστάμενος με φαιδρόν το πρόσωπον, είπεν· «Έπρεπεν, ω ηγεμών, προς ταύτα να μη σου δώσω ουδεμίαν απόκρισιν, διότι, ενώ λέγεις ότι είσαι φίλος μου, εν τούτοις με συμβουλεύεις τοιαύτην κακήν συμβουλήν, ήτοι να αφήσω τον Κύριόν μου Ιησούν, τον ποιητήν μου και πλάστην μου, και να πιστεύσω εις ένα άνθρωπον θνητόν, αγράμματον, εχθρόν και πολέμιον του Χριστού μου». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, ο εξουσιαστής δεν υπέμεινε να τελειώση ο Άγιος τον λόγον του, αλλ΄ ευθύς προσέταξε πάλιν και τον έδειραν σφοδρότατα, έπειτα ετάνυσαν τας χείρας και τους πόδας του και έβαλον επάνω εις την κοιλίαν του πέτραν μεγάλην και ανηλεώς κατέκοπτον και εξέσχιζον τας σάρκας του· έπειτα τον επότιζον ύδωρ μετά κονιορτού και χολής μεμιγμένον. Ο δε Άγιος, το του Δεσπότου Χριστού Πάθος ιδών γενόμενον εις εαυτόν, έχαιρεν εις τοσούτον, ώστε και αυτοί οι ανηλεείς δήμιοι βλέποντες αυτόν, ότι υπέμεινε τα τοσαύτα βασανιστήρια μετ΄ ευχαριστήσεως και ότι το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και ευφραινόμενον ως να ήτο εις ευωχίαν και όχι εις τιμωρίαν, εθαύμαζον. Βλέπων ο εξουσιαστής το στερεόν και αμετάθετον της γνώμης του έδωκε την τελευταίαν κατ΄ αυτού απόφασιν, να τον σουβλίσουν δια ξύλου, ώστε να λάβη βίαιον θάνατον. Φερομένου δε του Αγίου εις τον τόπον της καταδίκης, μία γυνή αράβισσα, μελανωτέρα εις την ψυχήν παρά εις το σώμα, ισταμένη εις τινα τοίχον, ύβριζε και εκακολόγει τον Άγιον με αισχράς και ατίμους ύβρεις· ο δε του Δεσπότου Χριστού θεράπων πιστότατος, μιμούμενος και κατά τούτο τον Χριστόν, κατάραν μεν κατά της αθέου εκείνης ουδεμίαν είπεν, αλλά μόνον στραφείς και ιδών αυτήν με την ιλαράν εκείνην όψιν του ευθύς ως να εξήλθε δύναμις από το ευλογημένον του πρόσωπον και την εκτύπησε και, ω του θαύματος! εστράφη εις τα οπίσω η αναιδής και μεμελανωμένη εκείνη όψις, ομοίως και το στόμα και οι οφθαλμοί της εστράφησαν και έγιναν όμοια του πατρός αυτής διαβόλου και έζησε με την πληγήν εκείνην έτη δεκαπέντε, γενομένη θέαμα ελεεινόν εις τους ορώντας· πλην δύστροπος και δαιμονιώδης ούσα και τοιαύτα παθούσα, δεν άφησε την κακογνωμίαν της, αλλά με την αυτήν δυστροπίαν διέρρηξε την μιαράν της ψυχήν απελθούσα εις τον ητοιμασμένον δι΄ αυτήν και πάντας τους ομοίους της τόπον της αιωνίου κολάσεως ένθα απολαμβάνει την πρέπουσαν τιμωρίαν. Φθάσας δε ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης, τόπον ένθα εγίνοντο κατ΄ εκείνους τους καιρούς αι συναλλαγαί (ήτοι την αγοράν), πλησίον εις την ευρισκομένην εκεί κυπάρισσον και σουβλισθείς παρά των ασπλάγχνων, ευχαριστών παρέδωκε την ιεράν και τρισόλβιον ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη Τετάρτη (4η) του Δεκεμβρίου. Το δε Άγιον αυτού σώμα διέταξεν ο θηριώδης εκείνος άρχων να μείνη επί του ξύλου ημέρας πολλάς, δήθεν δια σωφρονισμόν των άλλων· αλλά αν και έμεινεν ούτως ημέρας ικανάς, δια της θείας Χάριτος ουδέν έπαθε, από όσα είναι ίδιον της φύσεως των νεκρών σωμάτων να πάσχουν, ούτε επρήσθη δηλαδή, ούτε δυσοσμίαν τινά ανέδιδεν, αλλά το εναντίον, εφαίνετο ως ζων και εξέβαλλεν ευωδίαν άρρητον. Τούτο και οι αλλοεθνείς βλέποντες εθαύμαζον· οι δε ευσεβείς έχαιρον και μεγάλας απέδιδον τας ευχαριστίας εις τον Θεόν, δια την καλήν ομολογίαν του Αγίου και ότι εις την εσχάτην ταύτην γενεάν τούς ηξίωσε να ίδωσιν εκείνα, τα οποία εξ ακοής εγνώριζον ότι έγιναν εις τους παλαιούς καιρούς. Θέλοντες δε να λάβουν το αθλητικόν εκείνο σώμα, δια να το έχουν εις βοήθειάν των, δεν ηδυνήθησαν, διότι ο εξουσιαστής έβαλεν φύλακας ικανούς και το εφύλαττον ημέραν και νύκτα. Μετά τινας ημέρας έκοψαν οι τύραννοι την μακαρίαν κεφαλήν του Αγίου και την έφεραν εις Τρίκκαλα μετ΄ άλλων κεφαλών κακούργων, τας οποίας βαλόντες εις κοντάρια, τας έστησαν κατά σειράν όλας βλεπούσας προς δυσμάς· και ταύτα μεν εποίουν το εσπέρας, το δε πρωϊ, άπασαι μεν αι λοιπαί κεφαλαί των κακούργων ίσταντο καθώς τας έβαλον, η δε του Αγίου κεφαλή ευρίσκετο βλέπουσα κατ΄ ανατολάς· και τούτο όχι άπαξ, αλλ΄ επί πολλάς ημέρας γενόμενον. Κατά δε το διάστημα αυτό, κατά το οποίον ετελείτο το τοιούτον θαυμάσιον, κατ΄ οικονομίαν Θεού, έτυχεν εκεί εις Τρίκκαλα ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής της καλουμένης Δούσικον (η Μονή του Οσίου Βησσαρίωνος), όστις ιδών οφθαλμοφανώς το θαύμα, συνέλαβεν εις την καρδίαν του βουλήν καλήν και ζήλον Θεού, να κάμη τρόπον να λάβη την ιεράν εκείνην και πολύτιμον κεφαλήν εις το Μοναστήριόν του, να την έχη εις αγιασμόν και θησαυρόν ανεκτίμητον του Μοναστηρίου. Όθεν συμφωνήσας μετά τινος Αλβανού Χριστιανού, του υπεσχέθη να του δώση πεντήκοντα γρόσια, εάν εύρη τρόπον να πάρη την θαυματουργόν εκείνην κεφαλήν να του την φέρη. Καιροφυλακτήσας λοιπόν ο Χριστιανός αυτός όλην εκείνην την νύκτα, όταν πλέον επλησίαζε να εξημερώση, ιδών τους φύλακας, ότι από την αγρυπνίαν νικηθέντες ετράπησαν εις ύπνον, επλησίασεν όσον ηδύνατο προσεκτικώτερα και επεχείρησε να κατεβάση την τιμίαν κεφαλήν από το ξύλον. Από την βίαν όμως και τον φόβον του αφήκε το ξύλον, το οποίον πεσόν εκτύπησε τους φύλακας και τους εξύπνησεν. Βλέποντες δε εκείνοι τον καλόν αυτόν Χριστιανόν, να επιχειρή την τοιαύτην θαυμαστήν κλοπήν, έδραμον να τον συλλάβουν. Ο δε γενναίος εκείνος, αφ΄ ενός μεν εκ θείου ζήλου, αφ΄ ετέρου δε και δια τον μισθόν, τολμήσας ήρπασε τον πολύτιμον θησαυρόν από τας τρίχας και τον έρριψεν εις τους ώμους του και όσον ηδύνατο έφευγεν. Εδίωκον δε αυτόν και οι φύλακες με πολλήν ορμήν, από την εντροπήν και τον φόβον των. Ο δε καλός εκείνος Χριστιανός γενόμενος επάνω εις μίαν γέφυραν του Πηνειού και βλέπων τους φύλακας, ότι επλησίαζον, φοβηθείς έρριψε την θαυμαστήν Κάραν εις τον ποταμόν· όθεν και οι φύλακες, ιδόντες το γεγονός, επέστρεψαν άπρακτοι. Εις δε τον ποταμόν εκείνον, εις ικανόν διάστημα κάτωθεν της γεφύρας, αλιείς τινες είχον κατασκευάσει φράκτας, δια να συλλάβουν ιχθύς. Φερομένη λοιπόν η τρισόλβιος εκείνη κεφαλή εις τους φράκτας, επιάσθη από τας τρίχας. Ήσαν δε δύο οι αλιείς εκείνοι, και ο μεν εις είχε φύγει δια την οικίαν του, ο δε έτερος είχε μείνει την νύκτα εκείνην να φυλάττη τους φράκτας. Καθήμενος λοιπόν ο αλιεύς εις την στρωμνήν του και βλέπων προς τον φράκτην (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύς!) είδε στύλον πύρινον, όστις αρχίζων από τον φράκτην έφθανεν έως τον ουρανόν, ήκουε δε και ψαλμωδίας θαυμαστάς, αλλά τίποτε δεν έβλεπε. Όθεν έμφοβος γενόμενος, εξήλθε του ποταμού και απελθών εκρύβη εις το κούφωμα δένδρου τινός και έμεινεν εκεί όλην την νύκτα άϋπνος. Αφού δε εξημέρωσεν, εξελθών εκείθεν επήγεν εις τα Τρίκκαλα και διηγήθη εις τον σύντροφον αυτού το θαυμάσιον· όθεν την επομένην νύκτα επήγαν και οι δύο να ίδωσι τι ήτο το φανέν· και διανυκτερεύσαντες, είδον πάλιν ομοίως τον πύρινον στύλον και ήκουσαν τας ψαλμωδίας· μη υπομείναντες δε το φοβερόν του θαύματος, φεύγοντες εκείθεν, επήγαν πάλιν εις το κουφωτόν δένδρον· και εισελθόντες εις αυτό έβλεπον από την οπήν το θαυμάσιον, μη κοιμηθέντες όλην την νύκτα τελείως από τον φόβον των. Ελθούσης δε της ημέρας, επήγαν να ίδωσι τι ήτο το θαύμα, το οποίον έβλεπον την νύκτα. Βλέποντες λοιπόν προς το μέρος εκείνο, εις το οποίον είδον τον πύρινον στύλον, αντίκρυσαν την μαρτυρικήν και χαριτόβρυτον κεφαλήν, περιπεπλεγμένην εις τον φράκτην, γνωρίσαντες δε αυτήν, εχάρησαν δια την εύρεσιν του πολυτίμου αυτού θησαυρού. Περιστείλαντες όθεν αυτήν και αναλαβόντες, την έφεραν εις τον ρηθέντα Ηγούμενον· ο δε καλότυχος Ηγούμενος ιδών το ποθούμενον ανεσκίρτησε· και λαβών το θαυμαστόν εκείνο θήραμα, έδωκεν εις αυτούς χάριν της ευρέσεως γρόσια πεντήκοντα. Μετά παρέλευσιν καιρού, μαθόντες οι αδελφοί της Κρυεράς Πηγής την υπόθεσιν, απέστειλαν τον Ηγούμενόν των μετά τινος προεστού του Νεοχωρίου Παναγιώτου Κωσκολά ονομαζομένου, να ζητήσουν την ιεράν και μαρτυρικήν Κάραν από το Δούσικον, ως ανήκουσαν εις αυτούς, διότι ο Άγιος ήτο συγκοινοβιάτης των. Απερχόμενοι δε κατ΄ οικονομίαν Θεού, εύρον εις Τρίκκαλα και τον Μητροπολίτην Λαρίσης, εις τον οποίον εφανέρωσαν την γνώμην των και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση εις το δίκαιόν των ζήτημα. Κρίνας δε δίκαιον ο Μητροπολίτης το αίτημά των, απεφάσισε να λάβουν οι Δουσικιώται τα πεντήκοντα γρόσια και να δώσουν τον θησαυρόν, όπερ και εγένετο. Ο δε Ηγούμενος και ο ρηθείς Παναγιώτης, λαβόντες το ποθούμενον, την έφεραν εις το Μοναστήριον της Κρυεράς Πηγής· και κατασκευάσαντες κιβώτιον θαυμαστόν την έβαλον εις αυτό και την απέθεσαν εις τόπον ιερόν και επιτήδειον, εις το οποίον μένει και μέχρι τούδε σώα, ευωδιάζουσα και θαύματα βρύουσα άπειρα, ελευθερώνουσα τους πιστώς προσερχομένους εκ παντοίων νοσημάτων. Αλλά και εις την ολέθριον πανώλη εφάνη μυριάκις θαυματουργούσα και πολλάς χώρας ευσεβών ελευθερούσα, μέχρι της σήμερον από την χαλεπήν ταύτην ασθένειαν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον
ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου