Νικόλαος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγένετο στρατιώτης κατά τους χρόνους του
βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωβ΄-ωια΄ (802-811).
Ότε δε ο Νικηφόρος συνήθροισε στρατόν ίνα πολεμήση τους Βουλγάρους, τότε και ο
Νικόλαος εξήλθε μετά των στρατευμάτων. Διερχόμενος δε εκ τινος τόπου, επειδή
ήτο εσπέρα, έμεινεν εις πανδοχείον· και αφού εδείπνησε μετά του πανδοχέως,
προσηυχήθη και επλάγιασεν ίνα κοιμηθή.
Κατά δε τας εξ ή και επτά ώρας της νυκτός, η θυγάτηρ του πανδοχέως, τρωθείσα υπό σατανικού έρωτος, επήγεν εκεί όπου εκοιμάτο ο Όσιος και τον εκέντησε, παρακινούσα αυτόν εις αισχράν πράξιν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Παύσαι, ω γύναι, τον σατανικόν και αθέμιτον έρωτα, μη θελήσης δε και συ να μολύνης την παρθενίαν σου και εμέ τον ταλαίπωρον να καταβιβάσης εις του Άδου το πέταυρον». Αυτή δε ανεχώρησε μεν, αλλά μετ΄ ολίγην ώραν προσελθούσα και πάλιν ηνώχλει τον δίκαιον. Ο δε Όσιος την εδίωξε και δια δευτέραν φοράν, ήλεγξε δε και επετίμησεν αυτήν σφοδρώς· αλλ΄ εκείνη πάλιν ανεχώρησε, και πάλιν επέστρεψε, μεθυσμένη ούσα από τον έρωτα. Τότε ο Άγιος λέγει προς αυτήν· «Ταλαίπωρη και πάσης αναισχυντίας πεπληρωμένη, δεν βλέπεις ότι οι δαίμονες σε ταράττουσιν, ίνα και την παρθενίαν σου φθείρωσι και την ψυχήν σου κολάσωσι και ακολούθως σε καταστήσωσι γελοίαν και επονείδιστον εις όλους τους ανθρώπους; Δεν βλέπεις, ότι και εγώ ο ελάχιστος πορεύομαι με την βοήθειαν του Θεού εις έθνη βάρβαρα, και εις πόλεμον και αιματοχυσίαν; Πως λοιπόν να μολύνω την σάρκα μου, καθ΄ ον καιρόν υπάγω εις πόλεμον»; Ταύτα και άλλα όμοια επιπληκτικά λόγια ειπών ο δίκαιος προς την γυναίκα και αποβαλών αυτήν, ηγέρθη και αφού ετέλεσε την προσευχήν του, επήγεν εις την προκειμένην υπηρεσίαν του. Την δε ερχομένην νύκτα, καθώς εκοιμήθη, βλέπει ότι ίστατο εις υψηλόν και περίοπτον τόπον και ότι πλησίον του εκάθητο Κριτής, όστις είχε τον δεξιόν του πόδα τεθειμένον επί του αριστερού, και έλεγε προς αυτόν· «Βλέπεις τα στρατεύματα του ενός μέρους των Ρωμαίων και του άλλου μέρους των Βουλγάρων»; Ο δε Νικόλαος απεκρίνατο· «Ναι, Κύριε, βλέπω ότι οι Ρωμαίοι συγκόπτουσι και νικώσι τους Βουλγάρους». Τότε ο φαινόμενος λέγει προς τον δίκαιον· «Βλέπε εις εμέ». Ο δε στρέψας τους οφθαλμούς του προς αυτόν, είδεν, ότι τον μεν δεξιόν του πόδα είχεν επί της γης, τον δε αριστερόν επί του δεξιού· έπειτα ατενίσας προς τα στρατεύματα, βλέπει ότι οι εχθροί Βούλγαροι κατέκοπτον τους Ρωμαίους. Αφού δε έπαυσεν η συγκοπή και ο πόλεμος, λέγει ο φαινόμενος Κριτής προς τον δίκαιον· «Παρατήρησον καλώς τους τόπους των φονευθέντων σωμάτων και λέγε μοι τι βλέπεις». Ο δε Νικόλαος παρατηρήσας καλώς, είδεν όλην την γην εκείνην πλήρη νεκρών σωμάτων των φονευθέντων Ρωμαίων· μεταξύ δε αυτών βλέπει και τόπον πράσινον και ωραίον, διάστημα έχοντα έως μιας κλίνης ενός ανθρώπου. Τότε ο φαινόμενος φοβερός είπεν εις τον στρατιώτην Νικόλαον· «Και τίνος νομίζεις ότι είναι η κλίνη εκείνη»; Ο δε Νικόλαος απεκρίθη· «Ιδιώτης και αμαθής είμαι, αυθέντα μου, και δεν γνωρίζω». Λέγει προς αυτόν πάλιν εκείνος ο φοβερός· «Η κλίνη, την οποίαν βλέπεις, είναι ιδική σου, και εις αυτήν έμελλες να πέσης και συ, μετά των άλλων φονευθέντων συστρατιωτών σου· αλλ΄ επειδή κατά την παρελθούσαν νύκτα απετίναξας επιτηδείως και ενίκησας τον τρίπλοκον όφιν, ήτοι την γυναίκα, η οποία τρις σε επολέμησε παρακινούσα σε εις αισχράν πράξιν, δια τούτο συ ο ίδιος ελύτρωσας τον εαυτόν σου από της συγκοπής ταύτης και του θανάτου, και έσωσας την ψυχήν σου ομού και το σώμα σου. Λοιπόν ουδέ ψυχικός θάνατος θέλει σε κυριεύσει, εάν με υπηρετήσης γνησίως». Ταύτα ιδών ο δίκαιος και γενόμενος έμφοβος, εξύπνησε και εγερθείς εκ της κλίνης, προσευχήθη· οπισθοχωρήσας δε μιας ημέρας τόπον, ανέβη εις εν όρος, και εκεί προσηύχετο ησύχως προς τον Θεόν δια το Ρωμαϊκόν στράτευμα. Επειδή δε ο βασιλεύς επήγεν εις τας Κλεισωρείας της Βουλγαρίας, ανέβησαν και οι Βούλγαροι εις το όρος, αφήσαντες εις φύλαξιν του τόπου δεκαπέντε ως έγγιστα χιλιάδας στρατόν, τον οποίον οι Ρωμαίοι κατέσφαξαν. Όθεν υπερηφανευθέντες δια την νίκην ταύτην εγένοντο αμελείς· ενώ λοιπόν όλοι οι Ρωμαίοι αμερίμνως και απροφυλάκτως εκάθευδον, ήλθον κατ΄ αυτών νυκτός οι Βούλγαροι, και όλους σχεδόν, μετά του βασιλέως Νικηφόρου, τους διεπέρασαν εν στόματι μαχαίρας. Τότε ο δίκαιος Νικόλαος ενθυμηθείς την οπτασίαν την οποίαν είδεν, ηυχαρίστησε τον Θεόν, και επέστρεψεν οπίσω κλαίων και οδυρόμενος· έπειτα ελθών εις Μοναστήριον, έλαβε το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών, και δουλεύσας γνησίως εις τον Θεόν αρκετά έτη, έγινε διακριτικώτατος και μέγας Πατήρ.
Κατά δε τας εξ ή και επτά ώρας της νυκτός, η θυγάτηρ του πανδοχέως, τρωθείσα υπό σατανικού έρωτος, επήγεν εκεί όπου εκοιμάτο ο Όσιος και τον εκέντησε, παρακινούσα αυτόν εις αισχράν πράξιν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Παύσαι, ω γύναι, τον σατανικόν και αθέμιτον έρωτα, μη θελήσης δε και συ να μολύνης την παρθενίαν σου και εμέ τον ταλαίπωρον να καταβιβάσης εις του Άδου το πέταυρον». Αυτή δε ανεχώρησε μεν, αλλά μετ΄ ολίγην ώραν προσελθούσα και πάλιν ηνώχλει τον δίκαιον. Ο δε Όσιος την εδίωξε και δια δευτέραν φοράν, ήλεγξε δε και επετίμησεν αυτήν σφοδρώς· αλλ΄ εκείνη πάλιν ανεχώρησε, και πάλιν επέστρεψε, μεθυσμένη ούσα από τον έρωτα. Τότε ο Άγιος λέγει προς αυτήν· «Ταλαίπωρη και πάσης αναισχυντίας πεπληρωμένη, δεν βλέπεις ότι οι δαίμονες σε ταράττουσιν, ίνα και την παρθενίαν σου φθείρωσι και την ψυχήν σου κολάσωσι και ακολούθως σε καταστήσωσι γελοίαν και επονείδιστον εις όλους τους ανθρώπους; Δεν βλέπεις, ότι και εγώ ο ελάχιστος πορεύομαι με την βοήθειαν του Θεού εις έθνη βάρβαρα, και εις πόλεμον και αιματοχυσίαν; Πως λοιπόν να μολύνω την σάρκα μου, καθ΄ ον καιρόν υπάγω εις πόλεμον»; Ταύτα και άλλα όμοια επιπληκτικά λόγια ειπών ο δίκαιος προς την γυναίκα και αποβαλών αυτήν, ηγέρθη και αφού ετέλεσε την προσευχήν του, επήγεν εις την προκειμένην υπηρεσίαν του. Την δε ερχομένην νύκτα, καθώς εκοιμήθη, βλέπει ότι ίστατο εις υψηλόν και περίοπτον τόπον και ότι πλησίον του εκάθητο Κριτής, όστις είχε τον δεξιόν του πόδα τεθειμένον επί του αριστερού, και έλεγε προς αυτόν· «Βλέπεις τα στρατεύματα του ενός μέρους των Ρωμαίων και του άλλου μέρους των Βουλγάρων»; Ο δε Νικόλαος απεκρίνατο· «Ναι, Κύριε, βλέπω ότι οι Ρωμαίοι συγκόπτουσι και νικώσι τους Βουλγάρους». Τότε ο φαινόμενος λέγει προς τον δίκαιον· «Βλέπε εις εμέ». Ο δε στρέψας τους οφθαλμούς του προς αυτόν, είδεν, ότι τον μεν δεξιόν του πόδα είχεν επί της γης, τον δε αριστερόν επί του δεξιού· έπειτα ατενίσας προς τα στρατεύματα, βλέπει ότι οι εχθροί Βούλγαροι κατέκοπτον τους Ρωμαίους. Αφού δε έπαυσεν η συγκοπή και ο πόλεμος, λέγει ο φαινόμενος Κριτής προς τον δίκαιον· «Παρατήρησον καλώς τους τόπους των φονευθέντων σωμάτων και λέγε μοι τι βλέπεις». Ο δε Νικόλαος παρατηρήσας καλώς, είδεν όλην την γην εκείνην πλήρη νεκρών σωμάτων των φονευθέντων Ρωμαίων· μεταξύ δε αυτών βλέπει και τόπον πράσινον και ωραίον, διάστημα έχοντα έως μιας κλίνης ενός ανθρώπου. Τότε ο φαινόμενος φοβερός είπεν εις τον στρατιώτην Νικόλαον· «Και τίνος νομίζεις ότι είναι η κλίνη εκείνη»; Ο δε Νικόλαος απεκρίθη· «Ιδιώτης και αμαθής είμαι, αυθέντα μου, και δεν γνωρίζω». Λέγει προς αυτόν πάλιν εκείνος ο φοβερός· «Η κλίνη, την οποίαν βλέπεις, είναι ιδική σου, και εις αυτήν έμελλες να πέσης και συ, μετά των άλλων φονευθέντων συστρατιωτών σου· αλλ΄ επειδή κατά την παρελθούσαν νύκτα απετίναξας επιτηδείως και ενίκησας τον τρίπλοκον όφιν, ήτοι την γυναίκα, η οποία τρις σε επολέμησε παρακινούσα σε εις αισχράν πράξιν, δια τούτο συ ο ίδιος ελύτρωσας τον εαυτόν σου από της συγκοπής ταύτης και του θανάτου, και έσωσας την ψυχήν σου ομού και το σώμα σου. Λοιπόν ουδέ ψυχικός θάνατος θέλει σε κυριεύσει, εάν με υπηρετήσης γνησίως». Ταύτα ιδών ο δίκαιος και γενόμενος έμφοβος, εξύπνησε και εγερθείς εκ της κλίνης, προσευχήθη· οπισθοχωρήσας δε μιας ημέρας τόπον, ανέβη εις εν όρος, και εκεί προσηύχετο ησύχως προς τον Θεόν δια το Ρωμαϊκόν στράτευμα. Επειδή δε ο βασιλεύς επήγεν εις τας Κλεισωρείας της Βουλγαρίας, ανέβησαν και οι Βούλγαροι εις το όρος, αφήσαντες εις φύλαξιν του τόπου δεκαπέντε ως έγγιστα χιλιάδας στρατόν, τον οποίον οι Ρωμαίοι κατέσφαξαν. Όθεν υπερηφανευθέντες δια την νίκην ταύτην εγένοντο αμελείς· ενώ λοιπόν όλοι οι Ρωμαίοι αμερίμνως και απροφυλάκτως εκάθευδον, ήλθον κατ΄ αυτών νυκτός οι Βούλγαροι, και όλους σχεδόν, μετά του βασιλέως Νικηφόρου, τους διεπέρασαν εν στόματι μαχαίρας. Τότε ο δίκαιος Νικόλαος ενθυμηθείς την οπτασίαν την οποίαν είδεν, ηυχαρίστησε τον Θεόν, και επέστρεψεν οπίσω κλαίων και οδυρόμενος· έπειτα ελθών εις Μοναστήριον, έλαβε το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών, και δουλεύσας γνησίως εις τον Θεόν αρκετά έτη, έγινε διακριτικώτατος και μέγας Πατήρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου