Στὶς μέρες μας ἀνεφύησαν
πρωτοφανεῖς μέθοδοι προσέγγισης τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν
θεολόγοι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» ὁδήγησαν στὴν ἀναβίωση τοῦ πατερικοῦ
πνεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως, κάποιοι
διαστρεβλωτὲς τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἄρχισαν ἀπὸ τὸ ἐργαστήρι τῆς Ἀκαδημίας
Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου νὰ χτίζουν τὸ σαθρὸ οἰκοδόμημα τῆς «μετα-πατερικῆς
θεολογίας». Εἶναι χαρακτηριστική τῆς νέας αὐτῆς πατρομάχου «θεολογίας» ἡ
τοποθέτηση τοῦ συντονιστῆ τῆς Ἀκαδημίας κ. Παντελῆ Καλαϊτζίδη σὲ σχετικὸ
συνέδριο, ποὺ διοργανώθηκε στὸ Βόλο. Μεταξὺ ἄλλων ὁ κ. Καλαϊτζίδης ἀνέφερε (οἱ ὑπογραμμίσεις
δικές μας): Ἡ «ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες»… εἶχε ὅμως καὶ ὁρισμένες ἀρνητικὲς
συνέπειες ὅπως:
α) τὴ θεωρητικὴ δικαιολόγηση τῆς διαδεδομένης στὰ ὀρθόδοξα
περιβάλλοντα ὑποτίμησης τῶν βιβλικῶν σπουδῶν β) τὴ μυθοποίηση καὶ ἀνιστορικὴ
προσέγγιση τῆς πατερικῆς θεολογίας γ) τὴν ἀπουσία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἀπὸ τὶς
μεγάλες θεολογικὲς ζυμώσεις τοῦ 20ου αἰώνα δ) τὴν ἔξαρση τοῦ ἀντιθετικοῦ ἄξονα Ἀνατολὴ
– Δύση καὶ τὴν καλλιέργεια ἀντιδυτικοῦ, ἀντιοικουμενικοῦ πνεύματος ε) τὴ
συντήρηση τῆς ἱστορικῆς ἐκκρεμότητας μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ νεωτερικότητας... Οἱ
παραπάνω διαπιστώσεις καθιστοῦν ἐπεῖγον τὸ αἴτημα τῆς νέας σάρκωσης τοῦ λόγου
καὶ τῆς συναφειακῆς ἀνάγνωσης τῶν Πατέρων, θέτοντας ταυτόχρονα τό ἐρώτημα τῆς
δυνατότητας ὕπαρξης μιᾶς μετα-πατερικῆς ὀρθόδοξης θεολογίας… τὰ ζητήματα καὶ τὰ
πεδία, ποὺ καλεῖται νὰ προσεγγίσει ἡ συζήτηση γιὰ μιὰ μετα-πατερικὴ ὀρθόδοξη
θεολογία: 1. Ἔννοια καὶ περιεχόμενο τῆς Παράδοσης, τῆς αὐθεντίας καὶ συμφωνίας
τῶν Πατέρων, καὶ τῆς προσφυγῆς στὴν ἐπίκληση τῆς αὐθεντίας τους. Αὐταρχικὸ
πατριαρχικὸ προνεωτερικὸ πρότυπο, σχέση του μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία, ἀπουσία
κάθε ἔννοιας θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ καὶ ἑτερότητας. Ἐπανεξέταση τοῦ ζεύγους
καθολικότητα-αἵρεση, ἐν σχέσει πρὸς τὰ ζεύγη ἑτερότητα-αἵρεση, διαφορὰ–ἑνότητα.
Ἀνοχὴ καὶ καταδίωξη τῶν «αἱρετικῶν» στὰ πατερικὰ κείμενα καὶ στὴ σημερινὴ
πολιτισμικὴ συνθήκη… ἀτελὴς ἀνθρωπολογία τῶν Πατέρων: προβληματικὲς ἀνθρωπολογικὲς
ἀπόψεις τῆς πατερικῆς θεολογίας π. χ. γιὰ τὴν γυναίκα (τὸ κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ ἀποδίδεται
σὲ αὐτὴν μόνο διὰ μέσου τοῦ ἄνδρα), παρομοίωση τῆς γυναίκας μὲ τὸ διάβολο, τὸ
καταστροφικὸ πῦρ, κλπ., δικαιολόγηση τῆς πατρικῆς αὐθαιρεσίας εἰς βάρος ἀνύπανδρων
γυναικῶν, ποὺ θεωροῦνται «ἰδιοκτησία» τῶν πατέρων τους (βλ. Μ. Βασίλειος), «ἅπαξ»
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὑπὲρ γυναικῶν καὶ Ἰωάννου Χρυσοστόμου στὴν προοπτικὴ μιᾶς
θεολογίας τοῦ γάμου καὶ τῆς τρυφερότητας, διάχυτος ἀντιφεμινισμὸς τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τῆς πατερικῆς θεολογίας, νέες ἀνθρωπολογικὲς προκλήσεις τῆς βιοηθικῆς καὶ
βιοτεχνολογίας κλπ. Τὰ παραπάνω θέτουν ἐπιτακτικά τό αἴτημα μιᾶς σύγχρονης ὀρθόδοξης
μετα-πατερικῆς θεολογίας, καὶ ἐπανερμηνείας τῆς πιστότητας στὴν πατερικὴ
παράδοση, καθὼς στὸν ἑρμηνευτικὸ ὁρίζοντα τῆς παρούσας εἰσήγησης, τὸ «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι» δὲν σημαίνει ἁπλῶς τὴν συνέχιση, τὴν ἐπικαιροποίηση ἢ καὶ
τὴν ἐπανερμηνεία τῆς παράδοσης αὐτῆς, ἀλλὰ -κατὰ τὸ προηγούμενο τῆς
πρωτοχριστιανικῆς καὶ τῆς πατερικῆς ὑπέρβασης- καὶ τὴν ὑπέρβασή της, ὅπου καὶ ὅταν
χρειάζεται. («Πρόναος», Τεῦχος 395, 7 Ἰουνίου 2010). Εἶναι ξεκάθαρο. Οἱ
«μετα-πατερικοὶ» θεολόγοι εἶναι πατρομάχοι ἀφοῦ κρίνουν ὡς λανθασμένη τὴν
«καταδίωξη τῶν αἱρετικῶν», ὡς ἀτελῆ τὴν ἀνθρωπολογία τῶν Πατέρων, ὡς
προβληματικὴ τὴν περὶ γυναικὸς διδασκαλία τους, ὡς ἀντιφεμινιστικὲς τὶς ἀπόψεις
τους. Γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ γιὰ ἄλλα ἀκόμη ἀπαιτοῦν τὴν ὑπέρβαση τῆς πατερικῆς
θεολογίας. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ «μεταπατερικὴ» θεολογία. Οἱ φωστῆρες τοῦ Βόλου θὰ
ξεπεράσουν μὲ τὴ λάμψη τῆς θεολογίας τους, τοὺς «πολύφωτους ἀστέρες τοῦ νοητοῦ
στερεώματος», τοὺς ἁγίους Πατέρες. Εὐτυχῶς ἤδη ἐλέγχονται ἀπὸ πολλοὺς οἱ
σύγχρονοι αὐτοὶ πατρομάχοι. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἦταν καὶ παραμένει πατερική. Ἡ ὀρθὴ
ἑρμηνεία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» μᾶς δίνεται στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ
κείμενο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση: «Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
στηριζόμενοι στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων σέβονται τὴν
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, “ἑπόμενοι δὲ τοῖς πρὸ αὐτῶν ἁγίοις Πατράσι”, οἱ ὁποῖοι ἀλαθήτως
σὲ οἰκουμενικὲς συνόδους διετύπωσαν σὲ ὅρους τὴν πίστη, δὲν ἐπιχειροῦν νὰ ἄρουν
“ὅρια αἰώνια ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες” καὶ νὰ καινοτομήσουν σὲ θέματα πίστεως, ὅσο
σοφοὶ καὶ φιλόσοφοι καὶ εὐφυεῖς καὶ σπουδασμένοι καὶ ἂν εἶναι κατὰ κόσμον.
Θέτουν τὴν σοφία καὶ τὴ γνώση τους στὴν ὑπηρεσία ὄχι τῆς ἀνατροπῆς, ἀλλὰ τῆς
κατοχυρώσεως τῆς πίστεως, πού βρίσκεται ἔτσι διαχρονικὰ σὲ θαυμαστὴ ἑνότητα
μέσα στὴ διδασκαλία τῶν συνόδων, ἀλλὰ καὶ στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἔχει ὀρθὰ
παρατηρηθεῖ, ὅτι ὑπάρχει τέτοια ἑνότητα μεταξύ τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων,
πού φαίνεται σὰν νὰ ἀποτελοῦν ἑπτὰ ἁπλῶς συνεδρίες μιᾶς μόνον συνόδου. Κάθε μία
ἀκολουθεῖ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀλήθεια τῆς ὁποίας ἐπιβεβαιώνει καὶ συνεχίζει,
καὶ ὅλες μαζὶ ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
(Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Εἶναι οἱ Ἀρμένιοι Ὀρθόδοξοι; Οἱ θέσεις τοῦ Μ.
Φωτίου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου