Κενδέας ο Όσιος πατήρ ημών καταλιπών την πατρίδα αυτού Αλαμανίαν, εις
ηλικίαν δέκα οκτώ ετών ήλθεν εις Ιεροσόλυμα ένθα ησπάσατο τον μοναχικόν βίον.
Επιθυμών δε την ησυχίαν, ήλθεν εις την έρημον του Ιορδάνου, όπου και παρέμεινε
τρεφόμενος από τα ακρόδρυα, αγωνιζόμενος κατά μόνας και μένων άγνωστος εις τους
πολλούς. Η ενάρετος αυτού πολιτεία εγνωρίσθη από θαύμα, το οποίον επετέλεσε
θεραπεύσας τον υιόν μεγάλου άρχοντος. Ο άρχων αυτός ωδήγησε τον υιόν του εις
περιβόητον τινα Ασκητήν Ανανίαν παρακαλών αυτόν να τον θεραπεύση. Ο Ανανίας
ταπεινούμενος απέστειλε τον άρχοντα εις τον Κενδέαν· ο Κενδέας αρχικώς ηρνείτο,
έπειτα πεισθείς επεκαλέσθη την ευχήν του Ανανίου και ούτως ο παις εθεραπεύθη.
Εκ τούτου έγινεν ο Οσιος περιβόητος, ηναγκάσθη δε να δεχθή Ιερωσύνην και να εισέλθη εις την Λαύραν. Συνηθισμένος όμως εις την ησυχίαν δεν ηδύνατο να παραμείνη εκεί· όθεν έφυγε πάλιν εις την έρημον όπου έκαμε και άλλα θαύματα θεραπεύσας και τον υιόν γεωργού τινος εκδιώξας απ’ αυτού το πονηρόν πνεύμα υπό του οποίου εβασανίζετο. Ταύτα μη υποφέρων ο πονηρός δαίμων εξήγειρεν εναντίον των εν τη ερήμω αγωνιζομένων Ασκητών τους Βλεμμύους, υπό των οποίων διωκόμενοι ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι τα ερημητήριά των, δια τούτο και ο Όσιος Κενδέας ηναγκάσθη να τους ακολουθήση. Εμβάντες δε εις πλοίον κατέπλευσαν εις Κύπρον, όταν δε έφθασαν εις τον λιμένα της Πάφου, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, εναυάγησε το πλοίον, οι δε Όσιοι μείναντες αβλαβείς διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη της Κύπρου ζώντες ασκητικήν πολιτείαν. Εξελθών ο Όσιος Κενδέας της θαλάσσης έκρινεν ότι εκεί ήτο θέλημα Θεού να παραμείνη· όθεν έκαμεν εις τον απόκρημνον εκείνον αιγιαλόν καλύβην και έμεινεν εκεί αγωνιζόμενος. Ο δε εχθρός της αληθείας φθονών δια τούτο εσχηματίσθη εις άνθρωπον και έπεσε νύκτα τινά εις τους πόδας του Αγίου ζητών δήθεν ευλογίαν, σκοπών όμως να τον τρομάξη και να τον ρίψη εις την θάλασσαν. Αιφνιδιασθείς δε ο Άγιος από την απροσδόκητον εμφάνισιν εσκόνταψε και έπεσε κατωκέφαλα εις την θάλασσαν, έφθασε δε έως τον βυθόν, Χάριτι όμως Θεού έμεινεν αβλαβής. Άλλην φοράν πάλιν, παραχωρήσει Θεού, συνελήφθη ο Άγιος υπό τινος φονέως και ληστού προς δοκιμασίαν. Εβασάνιζε δε ο ληστής αυτός τον Άγιον, τον έδερε, του αφήρει τα παλαιόρρασά του, του έκαιε την καλύβην και ό,τι άλλο του υπηγόρευεν ο αρχηγός της κακίας. Πάσχων δε ταύτα ο Άγιος έλεγε ενδομύχως· «Ό,τι αν ευαρεστήσαι, ω Κύριέ μου, ευχαριστώ σοι». Ο δε Κύριος δεν αφήκε τον Άγιον έως τέλους ανυπεράσπιστον, αλλά παρέδωκε τον ληστήν εις χείρας του άρχοντος και τον αθανάτωσαν. Ούτως εύρεν ο Άγιος άνεσιν. Άλλοτε πάλιν πηγαίνων ο Άγιος εις την χώραν, δι’ επίσκεψιν των αδελφών, ενεφανίσθη εις αυτόν ο διάβολος εν σχήματι γυναικός, πίπτων δε εις την γην εκράτει τον Άγιον από τους πόδας και τον παρεκάλει λέγων, όπως καταδεχθή και διέλθη από τον δρόμον όπου είχε την οικίαν της, δια να εισέλθη εις αυτήν και την ευλογήση, ο δε Άγιος πεισθείς εις τα φαινόμενα δάκρυα της γυναικός εισήλθεν εις τον οίκον που του υπέδειξε. Εκείνη δε γυμνωθείσα εντελώς εδοκίμαζε να μολύνη τον Όσιον. Ταύτα ιδών ο Άγιος έπεσεν εις προσευχήν και ούτω εγένετο άφαντος ο δαίμων. Ακούσας ο Όσιος ότι υπήρχεν ερημίτης τις καλούμενος Ιωνάς, ζων παρά την Νέαν Ιουστινιανήν, ήτοι κατά την Σαλαμίνα της Κύπρου, επεθύμησε να ίδη αυτόν. Αναχωρήσας λοιπόν προς τον Ιωνάν, καθ’ οδόν εθεράπευε τους ασθενείς τους οποίους συνήντα εις έκαστον χωρίον. Επειδή όμως οι άνθρωποι ετίμων αυτόν, μεταμεληθείς επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του και έθεσεν εις εαυτόν όροννα μη εξέλθη ποτέ πλέον. Άγγελος δε Κυρίου ανήρπασε τον Ιωνάν εκ του κελλίου του και μετήγαγεν αυτόν προς το σπήλαιον εις το οποίον κατώκει ο Κενδέας, ωκονόμησε δε τούτο ο Κύριος ίνα πληρωθή η πνευματική επιθυμία του Αγίου Κενδέου. Όθεν ησπάσθησαν αλλήλους και ηγάλλοντο επί τη ανελπίστω συναντήσει και έχαιρον δοξάζοντες τον Θεόν. Ο δε θείος Κενδέας ηυχαρίστει τον Κύριον, ότι έδειξεν εις αυτόν τον ερημίτην Ιωνάν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο θείος Κενδέας καλώς πολιτευσάμενος και πολλά θαύματα ποιήσας, και αναριθμήτους ασθενείς θεραπεύσας, ελθών εις γήρας βαθύ παρέδωκεν εν ειρήνη την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Σώζεται δε μέχρι σήμερον το ασκητήριόν του πλησίον του χωρίου Αυγόρου της Κύπρου.
Εκ τούτου έγινεν ο Οσιος περιβόητος, ηναγκάσθη δε να δεχθή Ιερωσύνην και να εισέλθη εις την Λαύραν. Συνηθισμένος όμως εις την ησυχίαν δεν ηδύνατο να παραμείνη εκεί· όθεν έφυγε πάλιν εις την έρημον όπου έκαμε και άλλα θαύματα θεραπεύσας και τον υιόν γεωργού τινος εκδιώξας απ’ αυτού το πονηρόν πνεύμα υπό του οποίου εβασανίζετο. Ταύτα μη υποφέρων ο πονηρός δαίμων εξήγειρεν εναντίον των εν τη ερήμω αγωνιζομένων Ασκητών τους Βλεμμύους, υπό των οποίων διωκόμενοι ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι τα ερημητήριά των, δια τούτο και ο Όσιος Κενδέας ηναγκάσθη να τους ακολουθήση. Εμβάντες δε εις πλοίον κατέπλευσαν εις Κύπρον, όταν δε έφθασαν εις τον λιμένα της Πάφου, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, εναυάγησε το πλοίον, οι δε Όσιοι μείναντες αβλαβείς διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη της Κύπρου ζώντες ασκητικήν πολιτείαν. Εξελθών ο Όσιος Κενδέας της θαλάσσης έκρινεν ότι εκεί ήτο θέλημα Θεού να παραμείνη· όθεν έκαμεν εις τον απόκρημνον εκείνον αιγιαλόν καλύβην και έμεινεν εκεί αγωνιζόμενος. Ο δε εχθρός της αληθείας φθονών δια τούτο εσχηματίσθη εις άνθρωπον και έπεσε νύκτα τινά εις τους πόδας του Αγίου ζητών δήθεν ευλογίαν, σκοπών όμως να τον τρομάξη και να τον ρίψη εις την θάλασσαν. Αιφνιδιασθείς δε ο Άγιος από την απροσδόκητον εμφάνισιν εσκόνταψε και έπεσε κατωκέφαλα εις την θάλασσαν, έφθασε δε έως τον βυθόν, Χάριτι όμως Θεού έμεινεν αβλαβής. Άλλην φοράν πάλιν, παραχωρήσει Θεού, συνελήφθη ο Άγιος υπό τινος φονέως και ληστού προς δοκιμασίαν. Εβασάνιζε δε ο ληστής αυτός τον Άγιον, τον έδερε, του αφήρει τα παλαιόρρασά του, του έκαιε την καλύβην και ό,τι άλλο του υπηγόρευεν ο αρχηγός της κακίας. Πάσχων δε ταύτα ο Άγιος έλεγε ενδομύχως· «Ό,τι αν ευαρεστήσαι, ω Κύριέ μου, ευχαριστώ σοι». Ο δε Κύριος δεν αφήκε τον Άγιον έως τέλους ανυπεράσπιστον, αλλά παρέδωκε τον ληστήν εις χείρας του άρχοντος και τον αθανάτωσαν. Ούτως εύρεν ο Άγιος άνεσιν. Άλλοτε πάλιν πηγαίνων ο Άγιος εις την χώραν, δι’ επίσκεψιν των αδελφών, ενεφανίσθη εις αυτόν ο διάβολος εν σχήματι γυναικός, πίπτων δε εις την γην εκράτει τον Άγιον από τους πόδας και τον παρεκάλει λέγων, όπως καταδεχθή και διέλθη από τον δρόμον όπου είχε την οικίαν της, δια να εισέλθη εις αυτήν και την ευλογήση, ο δε Άγιος πεισθείς εις τα φαινόμενα δάκρυα της γυναικός εισήλθεν εις τον οίκον που του υπέδειξε. Εκείνη δε γυμνωθείσα εντελώς εδοκίμαζε να μολύνη τον Όσιον. Ταύτα ιδών ο Άγιος έπεσεν εις προσευχήν και ούτω εγένετο άφαντος ο δαίμων. Ακούσας ο Όσιος ότι υπήρχεν ερημίτης τις καλούμενος Ιωνάς, ζων παρά την Νέαν Ιουστινιανήν, ήτοι κατά την Σαλαμίνα της Κύπρου, επεθύμησε να ίδη αυτόν. Αναχωρήσας λοιπόν προς τον Ιωνάν, καθ’ οδόν εθεράπευε τους ασθενείς τους οποίους συνήντα εις έκαστον χωρίον. Επειδή όμως οι άνθρωποι ετίμων αυτόν, μεταμεληθείς επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του και έθεσεν εις εαυτόν όροννα μη εξέλθη ποτέ πλέον. Άγγελος δε Κυρίου ανήρπασε τον Ιωνάν εκ του κελλίου του και μετήγαγεν αυτόν προς το σπήλαιον εις το οποίον κατώκει ο Κενδέας, ωκονόμησε δε τούτο ο Κύριος ίνα πληρωθή η πνευματική επιθυμία του Αγίου Κενδέου. Όθεν ησπάσθησαν αλλήλους και ηγάλλοντο επί τη ανελπίστω συναντήσει και έχαιρον δοξάζοντες τον Θεόν. Ο δε θείος Κενδέας ηυχαρίστει τον Κύριον, ότι έδειξεν εις αυτόν τον ερημίτην Ιωνάν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο θείος Κενδέας καλώς πολιτευσάμενος και πολλά θαύματα ποιήσας, και αναριθμήτους ασθενείς θεραπεύσας, ελθών εις γήρας βαθύ παρέδωκεν εν ειρήνη την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Σώζεται δε μέχρι σήμερον το ασκητήριόν του πλησίον του χωρίου Αυγόρου της Κύπρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου