Επίμαχος ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού έλαμψεν ως αστήρ όταν το σκότος της
ασεβείας διεχύθη εις όλην την οικουμένην και όλοι οι άνθρωποι εβιάζοντο από
τους ασεβείς να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα. Πατρίς του ήτο η Αίγυπτος, η οποία
τον εγέννησε και τον ανέθρεψε και από τας αρετάς του πολλήν ωφέλειαν έλαβεν·
οδηγόν δε ή διδάσκαλον δεν είχε τινά· αφ’ εαυτού του όμως εβιάζετο να φυλάττη
καθαρά και σώμα και ψυχήν, έχων πάντοτε δια βοηθούς την προσοχήν και την
επιμέλειαν.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν επιθυμών την αρετήν, έδραμεν εις το Πηλούσιον όρος και κατώκησεν εις αυτό καθώς παλαιόθεν ο Ιωάννης εις την έρημον και κατώκησεν εις το Καρμήλιον όρος. Διέτριβε λοιπόν εκεί ο θαυμάσιος Επίμαχος, διάγων με πάσαν αρετήν, με σκληραγωγίαν πολλήν και με διαγωγήν στενήν και τεθλιμμένην δια τον Χριστόν. Έφθασε δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν κριτής σκληρός και αγριώτατος, ο οποίος άλλο τίποτε δεν εφρόντιζε, παρά να καθυποτάξη την πόλιν όλην εις την ασέβειάν του. Όθεν Χριστιανοί τινες φοβούμενοι τας απειλάς, έφευγον εις τας ερήμους και τα όρη. Άλλοι πάλιν εφαίνοντο εις το φανερόν ειδωλολάτραι, όντες εις το κρυπτόν Χριστιανοί. Όσοι δε ήθελον φανερώς να πιστεύσωσι τον Χριστόν, παρεδίδοντο εις πικρότατα βάσανα. Τότε λοιπόν δεν υπέφερε πλέον την ερημίαν ο Επίμαχος, αλλά από τον πολύν ζήλον και την θέρμην της ευσεβείας παρακινηθείς, μη θέλων να υβρίζεται η πίστις του, κατεφρόνησεν ομού και ησυχίαν και ζωήν και ερχόμενος εις το μέσον της πόλεως, μηδέν φοβηθείς ως αριστεύς, πρώτον μεν έρριψεν εκ θεμελίων τον ειδωλικόν εκείνον ναόν με τας χείρας του και με δύναμιν θεϊκήν βοηθούμενος· έδραμε δε και εναντίον του κριτού με θυμόν δίκαιον παιδεύων τον υβριστήν του Θεού και αν ίσως δεν ήθελον τον εμποδίσει οι στρατιώται του κριτού, ήθελε γίνει ο τύραννος πτώμα δακρύων άξιος. Τούτο μη υποφέρων ο κριτής ήναψεν από τον θυμόν όλος, διότι άνθρωπος ευτελής, καταξεσχισμένος και άνιπτος ηυθαδίασε κατ’ αυτού· τοιουτοτρόπως όθεν προσέταξε και τον ενέκλεισαν δέσμιον εις την φυλακήν δια να τον τιμωρήση μετά ταύτα. Εγκλεισθείς λοιπόν εις το δεσμωτήριον ο Άγιος εύρε και άλλους πολλούς δια την ευσέβειαν κεκλεισμένους, αμελών δε δια τον εαυτόν του ο καλός Επίμαχος, εστερέωσε και ενεψύχωσε τους λοιπούς εις το Μαρτύριον και αηττήτους αυτούς κατέστησεν. Ότε δε εκάλεσε τούτους ο τύραννος και είδεν αυτούς κατά πολλά στερεωτέρους και θερμοτέρους, ηρώτησε την αιτίαν και μαθών ότι αι νουθεσίαι του Επιμάχου ήσαν η αιτία, αυτούς μεν εβασάνισε ποικιλοτρόπως με πολλάς και ανυποφόρους τιμωρίας και ύστερον έκοψε τας τιμίας αυτών γλώσσας δια να μη ελέγχωσι τας παρανομίας του, έπειτα δε προσέταξε και απέκοψαν δια μαχαίρας και τας τιμίας αυτών κεφαλάς. Ύστερον δε από αυτά, έφερε δεδεμένον και τον γενναίον Επίμαχον και του είπε· «Διατί, συ ο σεμνός κατά την μορφήν και σεβάσμιος, κατήντησας εις τόσην δυσσέβειαν, ώστε όχι μόνον ημάς καταφρονείς, αλλά και αυτούς τους θεούς και τους αυτοκράτορας βασιλείς; Πλην δεν είναι παράδοξον αν έσφαλες και συ ως άνθρωπος· δια τούτο διορθώσου με την μετάνοιαν και θυσίασον εις τους θεούς, δια να μη λάβης κακόν και επώδυνον θάνατον». Προς ταύτα ο θερμός όντως της αληθείας υπέρμαχος απεκρίθη· «Γνώριζε, ω δικαστά, ότι δεν θέλεις δυνηθή ποτέ να με καταπείσης, όχι μόνον να αρνηθώ την ευσέβειαν, αλλ’ ούτε λόγον απρεπή να είπω δια την πίστιν μου. Διότι εγώ τον Χριστόν ομολογώ και κηρύττω, ο οποίος έκαμε τα πάντα, και τον άνθρωπον έπλασε, και νόμον του έδωσε, και νουν του εχάρισε, δια την σωτηρίαν μας δε εσαρκώθη, εσταυρώθη, ετάφη και ανέστη τριήμερος, αφού δε συνεπλήρωσε το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας αυτού ανελήφθη εις τους ουρανούς, οπόθεν μέλλει να έλθη και πάλιν μετά δόξης πολλής, ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς. Είθε δε και συ, αποδιώκων το σκότος της ασεβείας, να ήθελες αναβλέψει εις το γλυκύ φως εκείνο. Διότι νομίζετε ότι ανωφελώς βασανιζόμεθα; Δεν είμεθα εχθροί του εαυτού μας και επίβουλοι, αλλά επειδή είναι άλλη ζωή κατά πολλά τιμιωτέρα της παρούσης, και κόσμος έτερος, και αγαθών απόλαυσις αιωνία, δια τούτο καταφρονούμεν και τον φαινόμενον τούτον κόσμον, και αυτά τα σώματά μας ως φθαρτά και πρόσκαιρα· αυτή είναι η ομολογία μας και εις αυτήν είμεθα στερεωμένοι, και δι’ αυτήν έτοιμος είμαι να υποφέρω πάσαν βάσανον και τιμωρίαν· αλλά ανίσως και σύντομα με θανατώσης και εις εμέ πολλήν χάριν θέλεις κάμει, και τον εαυτόν σου θέλεις ελευθερώσει από αισχύνην και εντροπήν· διότι όσον περισσότερον μας βασανίσης, τόσον περισσότερον θέλεις ίδει ότι καταφρονούμεν τας προσταγάς σου, και θα ίδουν και οι σύντροφοί μου και θα στερεωθούν έτι περισσότερον». Εις ταύτα απορών ο τύραννος και μη δυνάμενος να τον καταπείση, τον εκρέμασεν εις το ξύλον και τον εξέσχιζαν με σιδηρούς όνυχας· ο δε Μάρτυς έχαιρε και ωνόμαζε τον εαυτόν του μακάριον, ότι εμιμείτο τον Δεσπότην του. Έλεγε δε ότι «εάν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δια τον εαυτόν μας εσταυρώθη, και χολήν και όξος εποτίσθη και ελογχεύθη, πως εγώ ο δούλος του να μη τον μιμηθώ με πολλήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν»; Δια τούτο εζήτει και την λόγχην και την χολήν επεθύμει λέγων· «Ας έλθουν τα κολαφίσματα, τα εμπτύσματα, ο ακάνθινος στέφανος, ο κάλαμος· που είναι, έλεγεν, οι εμπαιγμοί; Που τα ραπίσματα; Διότι δι’ εμέ, όστις επιθυμώ ταύτα, μικρά νομίζονται τα παρόντα και ουτιδανά». Ο δε σκληρός και απάνθρωπος τύραννος, ακούων ταύτα, προσέταξε και τον εκτύπων με λίθους οξείς, δια να θανατωθή ταχέως, έστω και αν συντρίβεται το σώμα του πυκνά από τους λίθους. Δεν εγίνωσκεν όμως ο ανόητος κριτής πως κάμνει τον Μάρτυρα λαμπρότερον και ότι του προξενεί προς Θεόν περισσοτέραν παρρησίαν. Ακούσατε δε πως έλαβε φανερωτέραν την θείαν Χάριν, και πως ήρχισε να θαυματουργή. Κρεμάμενος ο μακάριος Μάρτυς επί του ξύλου εξεσχίζετο και συνετρίβοντο με λίθους τα οστά του· κάποια δε κόρη τυφλή από τον ένα οφθαλμόν, τυχούσα εκεί και βλέπουσα τον βασανιζόμενον Άγιον, ελυπείτο κατά πολλά, μέρος δε τι από τα μέλη του Μάρτυρος από εκείνα, τα οποία εξέσχιζον, φερόμενον δια του αέρος, έσταξεν από το αίμα εις τον οφθαλμόν τής κόρης και ο σταλαγμός ευθύς, ω του θαύματος! ω ανεκδιηγήτου φιλανθρωπίας! Εφώτισε τον τυφλόν οφθαλμόν και υγιά αυτόν αποκατέστησε· τοιαύτην ιατρείαν ο σταλαγμός εκείνος του μαρτυρικού αίματος εχάρισεν. Επειδή δε ο Μάρτυς αμετάθετος ήτο από την ευσέβειαν, εδόθη τελευταίον κατ’ αυτού η απόφασις και δια ξίφους η ιερά αυτού κεφαλή απεκόπη· το δε τίμιον αυτού σώμα ενδύσαντες ευλαβώς πιστοί τινες το ενεταφίασαν εκεί όπου εμαρτύρησε. Τούτου το Μαρτύριον θαυμάσας ο ευσεβής λαός της Αλεξανδρείας και πάσης της Αιγύπτου λαμπρώς ετίμησε τον Μάρτυρα· εδόξασε δε τούτον και ο αγωνοθέτης Θεός άνωθεν και με στεφάνους αμαράντους αυτόν εστεφάνωσε, δια τον οποίον προέκρινε να βασανισθή και επόθει να γίνη μιμητής των παθημάτων του. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν επιθυμών την αρετήν, έδραμεν εις το Πηλούσιον όρος και κατώκησεν εις αυτό καθώς παλαιόθεν ο Ιωάννης εις την έρημον και κατώκησεν εις το Καρμήλιον όρος. Διέτριβε λοιπόν εκεί ο θαυμάσιος Επίμαχος, διάγων με πάσαν αρετήν, με σκληραγωγίαν πολλήν και με διαγωγήν στενήν και τεθλιμμένην δια τον Χριστόν. Έφθασε δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν κριτής σκληρός και αγριώτατος, ο οποίος άλλο τίποτε δεν εφρόντιζε, παρά να καθυποτάξη την πόλιν όλην εις την ασέβειάν του. Όθεν Χριστιανοί τινες φοβούμενοι τας απειλάς, έφευγον εις τας ερήμους και τα όρη. Άλλοι πάλιν εφαίνοντο εις το φανερόν ειδωλολάτραι, όντες εις το κρυπτόν Χριστιανοί. Όσοι δε ήθελον φανερώς να πιστεύσωσι τον Χριστόν, παρεδίδοντο εις πικρότατα βάσανα. Τότε λοιπόν δεν υπέφερε πλέον την ερημίαν ο Επίμαχος, αλλά από τον πολύν ζήλον και την θέρμην της ευσεβείας παρακινηθείς, μη θέλων να υβρίζεται η πίστις του, κατεφρόνησεν ομού και ησυχίαν και ζωήν και ερχόμενος εις το μέσον της πόλεως, μηδέν φοβηθείς ως αριστεύς, πρώτον μεν έρριψεν εκ θεμελίων τον ειδωλικόν εκείνον ναόν με τας χείρας του και με δύναμιν θεϊκήν βοηθούμενος· έδραμε δε και εναντίον του κριτού με θυμόν δίκαιον παιδεύων τον υβριστήν του Θεού και αν ίσως δεν ήθελον τον εμποδίσει οι στρατιώται του κριτού, ήθελε γίνει ο τύραννος πτώμα δακρύων άξιος. Τούτο μη υποφέρων ο κριτής ήναψεν από τον θυμόν όλος, διότι άνθρωπος ευτελής, καταξεσχισμένος και άνιπτος ηυθαδίασε κατ’ αυτού· τοιουτοτρόπως όθεν προσέταξε και τον ενέκλεισαν δέσμιον εις την φυλακήν δια να τον τιμωρήση μετά ταύτα. Εγκλεισθείς λοιπόν εις το δεσμωτήριον ο Άγιος εύρε και άλλους πολλούς δια την ευσέβειαν κεκλεισμένους, αμελών δε δια τον εαυτόν του ο καλός Επίμαχος, εστερέωσε και ενεψύχωσε τους λοιπούς εις το Μαρτύριον και αηττήτους αυτούς κατέστησεν. Ότε δε εκάλεσε τούτους ο τύραννος και είδεν αυτούς κατά πολλά στερεωτέρους και θερμοτέρους, ηρώτησε την αιτίαν και μαθών ότι αι νουθεσίαι του Επιμάχου ήσαν η αιτία, αυτούς μεν εβασάνισε ποικιλοτρόπως με πολλάς και ανυποφόρους τιμωρίας και ύστερον έκοψε τας τιμίας αυτών γλώσσας δια να μη ελέγχωσι τας παρανομίας του, έπειτα δε προσέταξε και απέκοψαν δια μαχαίρας και τας τιμίας αυτών κεφαλάς. Ύστερον δε από αυτά, έφερε δεδεμένον και τον γενναίον Επίμαχον και του είπε· «Διατί, συ ο σεμνός κατά την μορφήν και σεβάσμιος, κατήντησας εις τόσην δυσσέβειαν, ώστε όχι μόνον ημάς καταφρονείς, αλλά και αυτούς τους θεούς και τους αυτοκράτορας βασιλείς; Πλην δεν είναι παράδοξον αν έσφαλες και συ ως άνθρωπος· δια τούτο διορθώσου με την μετάνοιαν και θυσίασον εις τους θεούς, δια να μη λάβης κακόν και επώδυνον θάνατον». Προς ταύτα ο θερμός όντως της αληθείας υπέρμαχος απεκρίθη· «Γνώριζε, ω δικαστά, ότι δεν θέλεις δυνηθή ποτέ να με καταπείσης, όχι μόνον να αρνηθώ την ευσέβειαν, αλλ’ ούτε λόγον απρεπή να είπω δια την πίστιν μου. Διότι εγώ τον Χριστόν ομολογώ και κηρύττω, ο οποίος έκαμε τα πάντα, και τον άνθρωπον έπλασε, και νόμον του έδωσε, και νουν του εχάρισε, δια την σωτηρίαν μας δε εσαρκώθη, εσταυρώθη, ετάφη και ανέστη τριήμερος, αφού δε συνεπλήρωσε το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας αυτού ανελήφθη εις τους ουρανούς, οπόθεν μέλλει να έλθη και πάλιν μετά δόξης πολλής, ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς. Είθε δε και συ, αποδιώκων το σκότος της ασεβείας, να ήθελες αναβλέψει εις το γλυκύ φως εκείνο. Διότι νομίζετε ότι ανωφελώς βασανιζόμεθα; Δεν είμεθα εχθροί του εαυτού μας και επίβουλοι, αλλά επειδή είναι άλλη ζωή κατά πολλά τιμιωτέρα της παρούσης, και κόσμος έτερος, και αγαθών απόλαυσις αιωνία, δια τούτο καταφρονούμεν και τον φαινόμενον τούτον κόσμον, και αυτά τα σώματά μας ως φθαρτά και πρόσκαιρα· αυτή είναι η ομολογία μας και εις αυτήν είμεθα στερεωμένοι, και δι’ αυτήν έτοιμος είμαι να υποφέρω πάσαν βάσανον και τιμωρίαν· αλλά ανίσως και σύντομα με θανατώσης και εις εμέ πολλήν χάριν θέλεις κάμει, και τον εαυτόν σου θέλεις ελευθερώσει από αισχύνην και εντροπήν· διότι όσον περισσότερον μας βασανίσης, τόσον περισσότερον θέλεις ίδει ότι καταφρονούμεν τας προσταγάς σου, και θα ίδουν και οι σύντροφοί μου και θα στερεωθούν έτι περισσότερον». Εις ταύτα απορών ο τύραννος και μη δυνάμενος να τον καταπείση, τον εκρέμασεν εις το ξύλον και τον εξέσχιζαν με σιδηρούς όνυχας· ο δε Μάρτυς έχαιρε και ωνόμαζε τον εαυτόν του μακάριον, ότι εμιμείτο τον Δεσπότην του. Έλεγε δε ότι «εάν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δια τον εαυτόν μας εσταυρώθη, και χολήν και όξος εποτίσθη και ελογχεύθη, πως εγώ ο δούλος του να μη τον μιμηθώ με πολλήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν»; Δια τούτο εζήτει και την λόγχην και την χολήν επεθύμει λέγων· «Ας έλθουν τα κολαφίσματα, τα εμπτύσματα, ο ακάνθινος στέφανος, ο κάλαμος· που είναι, έλεγεν, οι εμπαιγμοί; Που τα ραπίσματα; Διότι δι’ εμέ, όστις επιθυμώ ταύτα, μικρά νομίζονται τα παρόντα και ουτιδανά». Ο δε σκληρός και απάνθρωπος τύραννος, ακούων ταύτα, προσέταξε και τον εκτύπων με λίθους οξείς, δια να θανατωθή ταχέως, έστω και αν συντρίβεται το σώμα του πυκνά από τους λίθους. Δεν εγίνωσκεν όμως ο ανόητος κριτής πως κάμνει τον Μάρτυρα λαμπρότερον και ότι του προξενεί προς Θεόν περισσοτέραν παρρησίαν. Ακούσατε δε πως έλαβε φανερωτέραν την θείαν Χάριν, και πως ήρχισε να θαυματουργή. Κρεμάμενος ο μακάριος Μάρτυς επί του ξύλου εξεσχίζετο και συνετρίβοντο με λίθους τα οστά του· κάποια δε κόρη τυφλή από τον ένα οφθαλμόν, τυχούσα εκεί και βλέπουσα τον βασανιζόμενον Άγιον, ελυπείτο κατά πολλά, μέρος δε τι από τα μέλη του Μάρτυρος από εκείνα, τα οποία εξέσχιζον, φερόμενον δια του αέρος, έσταξεν από το αίμα εις τον οφθαλμόν τής κόρης και ο σταλαγμός ευθύς, ω του θαύματος! ω ανεκδιηγήτου φιλανθρωπίας! Εφώτισε τον τυφλόν οφθαλμόν και υγιά αυτόν αποκατέστησε· τοιαύτην ιατρείαν ο σταλαγμός εκείνος του μαρτυρικού αίματος εχάρισεν. Επειδή δε ο Μάρτυς αμετάθετος ήτο από την ευσέβειαν, εδόθη τελευταίον κατ’ αυτού η απόφασις και δια ξίφους η ιερά αυτού κεφαλή απεκόπη· το δε τίμιον αυτού σώμα ενδύσαντες ευλαβώς πιστοί τινες το ενεταφίασαν εκεί όπου εμαρτύρησε. Τούτου το Μαρτύριον θαυμάσας ο ευσεβής λαός της Αλεξανδρείας και πάσης της Αιγύπτου λαμπρώς ετίμησε τον Μάρτυρα· εδόξασε δε τούτον και ο αγωνοθέτης Θεός άνωθεν και με στεφάνους αμαράντους αυτόν εστεφάνωσε, δια τον οποίον προέκρινε να βασανισθή και επόθει να γίνη μιμητής των παθημάτων του. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου